Η ταινία, “Οι θαλασσιές οι χάντρες” έκανε πρεμιέρα στις 02 Φεβρουαρίου του 1967, συγκεντρώνοντας 531.278 θεατές στις αίθουσες Α΄προβολής, σε Αθήνα, Πειραιά και Προάστια.
Το μιούζικαλ προβάλλεται ανεπίσημα στο Φεστιβάλ των Καννών και λίγο αργότερα στο Παρίσι με τον χαρακτηριστικό τίτλο, “Οι Ελληνικές χάντρες“. Το γαλλικό περιοδικό “Σινεμόντ” που πατρονάρει την ταινία στο Παρίσι, αφιερώνει ένα δισέλιδο στη Ζωή Λάσκαρη χαρακτηρίζοντας την ως τη Μπαρντό της Ελλάδας.
Με φόντο τη νυχτερινή Πλάκα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, ο Γιάννης Δαλιανίδης γυρίζει το 1966 το μιούζικαλ, “Οι θαλασσιές οι χάντρες”. Μια μουσικοχορευτική ταινία πολύ μακριά από τα αμερικάνικα πρότυπα των προηγούμενων μιούζικαλ.
Με έξοχο χρώμα, κεφάτη μουσική του Μίμη Πλέσσα αλλά κυρίως, χαριτωμένους διαλόγους ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης φτιάχνει ίσως το καλύτερο μιούζικαλ του Ελληνικού κινηματογράφου, μαζί με τις “Διπλοπενιές” του Γιώργου Σκαλενάκη.
Ο Μάρκος Ζέρβας, πολύτιμος συνεργάτης του Φίνου, στήνει ως ντεκόρ δρόμους ολόκληρους της Πλάκας μαζί με τα εσωτερικά των μαγαζιών. Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο κινούνται οι πρωταγωνιστές, η Ζωή Λάσκαρη με μίνι φούστα και μποτάκια και ο “μουστάκιας”, Φαίδων Γεωργίτσης.
Γύρω τους ένας κόσμος ολόκληρος στον οποίο ξεχωρίζει το εκρηκτικό ταλέντο του Κώστα Βουτσά και η Μάρθα Καραγιάννη, πραγματικά απολαυστική σε χιούμορ.
Η Μαίρη Χρονοπούλου εμφανίζεται ως γκεστ – σταρ αφού από την ημέρα που είχε περάσει τις πύλες της Φίνος Φιλμ, παρακαλούσε καθημερινά το Δαλιανίδη να της δώσει ένα ρόλο σε μιούζικαλ.
Η ευκαιρία ήρθε με τις “Χάντρες” ενώ θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια, το “Μια κυρία στα μπουζούκια“ το 1967 και “Γοργόνες και μάγκες“ το 1968.
Ξεχωριστή ίσως αναφορά θα έπρεπε να γίνει και στους Γιάννη Βογιατζή, Χρήστο Δοξαρά, Γιώργο Τσιτσόπουλο, το ζεύγος των αριστοκρατικών γονέων Νανά Σκιαδά και Άρη Μαλλιαγρό, την τραγουδίστρια Αλέκα Μαβίλη και φυσικά τη σπουδαία Μαίρη Μεταξά που εδώ για πρώτη φορά θα ερμηνεύσει τη μάνα του Κώστα Βουτσά. Ένας ρόλος που θα την περάσει στην κινηματογραφική μας μυθολογία.
Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ο Μίμης Πλέσσας, μόνιμος συνεργάτης του Γιάννη Δαλιανίδη. Μάλιστα σχεδόν μαζί με την πρεμιέρα του φιλμ (20 Φεβρουαρίου 1967), από τη δισκογραφική εταιρεία Lyra κυκλοφορεί σε δίσκο 33 στροφών, το σάουντρακ της ταινίας.
Ένας δίσκος από τον οποίο όμως έλλειπαν σχεδόν τα περισσότερα τραγούδια, καθώς οι ερμηνευτές τους τότε βρίσκονταν κάτω από άλλη μουσική στέγη. Οι εταιρείες, την εποχή εκείνη δεν έδιναν εύκολα άδειες για συμμετοχές καλλιτεχνών τους σε άλλες παραγωγές εκτός από τις δικές τους.
Σεναριακά η ταινία, “Οι θαλασσιές οι χάντρες” για τους περισσότερους αποτελούν μια τυπική μουσική κωμωδία.
Παρακολουθώντας την όμως, σχεδόν μισό αιώνα μετά την πρώτη προβολή της, από τα πρώτα λεπτά της ταινίας φαίνεται η σατιρική διάθεση του σκηνοθέτη για τον ελληνικό πολιτισμό, με μια ομάδα πλανόδιων να διαφημίζουν τα εμπορεύματα τους στους ξένους, σε σπασμένα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Ακολουθεί η χαρά των μικροπωλητών που γνωρίζουν έναν Αμερικανό, από τον οποίο περιμένουν ιδέες αλλά κυρίως κεφάλαια (η λεγόμενη βοήθεια από την Αμερική).
Ο Δαλιανίδης πέρα από τη διασκεδαστική χροιά της ταινίας δίνει τους δικούς του προβληματισμούς σχετικά με τη θέση της γυναίκας, πάντα όμως με ανάλαφρη διάθεση δίνοντας την ευκαιρία στη Μάρθα Καραγιάννη να παίξει τον πιο ολοκληρωμένο ρόλο στη μέχρι τότε κινηματογραφική της καριέρα.
Η Μάρθα Βούρτση είναι η “Βασίλισσα” του κινηματογραφικού μελό. Υπήρξε η λατρεμένη ενός ολόκληρου λαού, που στα χρόνια του 60, είδε στο πρόσωπο της, το κορίτσι της διπλανής πόρτας που μπορούσε να συμπάσχει μαζί της.
Και όμως αυτή η σπουδαία θεατρίνα ξεκίνησε τη καριέρα της στη μεγάλη οθόνη παίζοντας σε κωμωδίες ενώ στο σανίδι υπηρέτησε όλα τα είδη θεάτρου. Από Αρχαίο δράμα και μιούζικαλ μέχρι και επιθεώρηση, αντιμετωπίζοντας τον κάθε ρόλο με την ίδια σοβαρότητα.
Η Μάρθα Βούρτση γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1937. Η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα ερχόμενη από την Οδησσό και η μικρή Μάρθα έλαβε αυστηρή ρωσική ανατροφή.
Μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια καθώς η μητέρα της ήταν εικαστικός και ο πατέρας της Μιχάλης Βούρτσης ήταν μαέστρος, από τους ιδρυτές της Λυρικής σκηνής. Σαν συνθέτης έγραψε ορχηστρικά, φωνητικά και χορωδιακά έργα και φυσικά πολλές εναρμονίσεις δημοτικών τραγουδιών.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Μάρθα τελειώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές της, γράφτηκε στη σχολή του Καρόλου Κουν. Πριν κλείσει ο κύκλος των θεατρικών σπουδών της ανεβαίνει στο σανίδι παίζοντας στο “Πλούτο” του Αριστοφάνη.
Η πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση έγινε το 1958 στην παράσταση, “Λοκαντιέρα“, με το Ελεύθερο θέατρο, έναν εταιρικό θίασο μαζί με τον Κώστα Καζάκο και το Λεωνίδα Τριβιζά.
Στα χρόνια που ακολουθούν με απίστευτη σεμνότητα και χωρίς να χάσει ποτέ τη ξεχωριστή προσωπικότητα της έπαιξε τα πάντα, ενώ τη σεζόν 2007-08, κλείνοντας μισό αιώνα καλλιτεχνικής πορείας βρέθηκε στη σκηνή του θεάτρου Λαμπέτη παίζοντας στο έργο του Καμπανέλλη, “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”.
Στον κινηματογράφο η Μάρθα Βούρτση ξεκίνησε το 1960 με τη ταινία της Φίνος Φιλμ, “Τα κίτρινα γάντια“. Μια κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου με την πρωτοεμφανιζόμενη Μάρθα στο ρόλο της άτακτης υπηρέτριας του Νίκου Σταυρίδη, η οποία τραγουδά μαζί με το Μίμη Φωτόπουλο το χαριτωμένο ρεμπέτικο, “Θα σου δώσω πασαπόρτι” του Τάκη Μωράκη. Θα ακολουθήσουν οι κωμωδίες: “Ο σκληρός άνδρας“(1961), “Το πιθάρι“(1962), “Ο άντρας της γυναίκας μου“(1962) και “ Ο Παράς και ο φουκαράς“(1964).
Το 1962 για την ερμηνεία της στη ταινία, “Προδομένη αγάπη“, η Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών την τίμησε με το βραβείο Β΄γυναικείου ρόλου.
Το 1966 ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών συναδέλφων της ιδρύει τη δική της εταιρεία παραγωγής, τη “Μάρθα Φιλμ“. Προσπαθώντας να δώσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα έχασε πολλά χρήματα και μετά τη διάλυση της εταιρείας εντάχθηκε αρχικά στο δυναμικό της Κλακ Φιλμ.
Εκεί έγινε κινηματογραφικό ζευγάρι με το Νίκο Ξανθόπουλο σε ταινίες οι οποίες απευθύνονταν κυρίως στα πολύ λαϊκά στρώματα της εποχής και πολλές από αυτές έβγαιναν απευθείας σε συνοικιακούς κινηματογράφους.
Το 1968 γυρίζει με τη Φίνος Φιλμ την καλύτερη ίσως ταινία της, το “Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα“. Η σκηνή του σπαραγμού της με την επιστροφή του ψεύτικου και του πραγματικού αρραβωνιαστικού της είναι κομμάτι ανθολογίας. Για την ιστορία να πούμε ότι στη συγκεκριμένη ταινία η Μάρθα τραγουδά το “Μην αργήσεις“, το οποίο ωστόσο κόπηκε στις τηλεοπτικές προβολές.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας της στον κινηματογράφο για τις ανάγκες των σεναρίων τραγούδησε σπουδαίες συνθέσεις κορυφαίων δημιουργών. Κανείς δε μπορεί να ξεχάσει τη σκηνή της ταινίας, “Απόκληροι της κοινωνίας” όπου τραγουδά το θρυλικό, “Ένα αστέρι πέφτει“(κατοπινό σουξέ της Βίκυς Μοσχολιού) αλλά και τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, “Φεύγει ο καλός μου την αυγή” και “Ξέρω ένα δρόμο” από τη ταινία, “Τα δολάρια της Ασπασίας“.
Το 2006 από τη δισκογραφική εταιρεία Minos EMI κυκλοφορεί το 10 ιντσο άλμπουμ με όλα τα κινηματογραφικά της τραγούδια. Η συγκεκριμένη έκδοση είναι περιορισμένων αντιτύπων και σήμερα είναι δυσεύρετη.
Τηλεοπτικά την είδαμε αρχικά το 1985 στη σειρά, “Καπνισμένος ουρανός” ενώ το 1988 είναι η βασική πρωταγωνίστρια στην “Οδό Ανθέων” του Γιάννη Δαλιανίδη. Οι νεότερες γενιές θα τη θυμούνται από τα σίριαλ, “Η Ελίζα και οι άλλοι” και “Η πολυκατοικία“.
Η προσωπική της ζωή κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ελάχιστοι γνωρίζουν τον πρώτο γάμο της με τον ηθοποιό, Κώστα Πίτσιο. Ο δεύτερος σύζυγος της ήταν ο σπουδαίος στιχουργός Ξενοφώντας Φιλέρης, ο οποίος στα χρόνια του 60 εργάστηκε και ως μακιγιέρ, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος σε πολλές ελληνικές ταινίες.
Από το 1967 και μετά μπήκε και στο χώρο της δισκογραφίας υπογράφοντας στιχουργικά περισσότερα από 130 τραγούδια.
Σπάνιος χαρακτήρας, σπάνιο ταλέντο και πραγματική κυρία η Μάρθα Βούρτση υπήρξε μια αυθεντική σταρ, αν και η ίδια δεν αποδέχεται αυτόν το τίτλο. Μπορεί οι επιλογές της στο σινεμά να μην ήταν πάντα πρώτης ποιότητας, αλλά μέσα από το τεράστιο ταλέντο της, τις έκανε να φαίνονται καλύτερες. Προνόμιο μιας μεγάλης θεατρίνας!!!
Η ταινία, “Αγάπη και αίμα” έκανε πρεμιέρα στις 04 Μαρτίου του 1968 και έκοψε περισσότερα από 380.000 εισιτήρια στις αίθουσες Α΄προβολής. Φυσικά έκανε καριέρα και στο εξωτερικό όπως πολλές άλλες ταινίες του Φίνου.
Αντρικές μπότες, σαλβάρι, μαύρο μαντήλι, αναβατήρες, χαλινάρια, μαστίγιο και ανάμεσα σε όλα αυτά η Τζένη Καρέζη, στην ταινία του Νίκου Φώσκολου, “Αγάπη και αίμα”. Το καλοκαίρι του 1967, στην Κωπαΐδα, η Φίνος Φιλμ γυρίζει αυτό το ελληνικό γουέστερν με στοιχεία από το “Ρωμαίο και την Ιουλιέτα”. Με έντονη αισθηματολογική διάσταση, στην οποία κυριαρχούν οι ακραίες συμπεριφορές των ηρώων, πρόκειται για μια από τις καλύτερες παραγωγές της θρυλικής εταιρείας.
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Φίνο ήταν ότι δεν τολμούσε να κάνει πράγματα που έκρυβαν κινδύνους και ρίσκο. Γιατί τι άλλο από ρίσκο ήταν το να επενδύσεις τη δεκαετία του 1960 χρήματα για να γυρίσεις μια ελληνική ταινία που πιο πολύ να παρεπέμπει σε γουέστερν, παρά σε κάποια ελληνική ηθογραφία.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με αρχικό τίτλο, “Πολλή αγάπη, πολύ αίμα” αλλά ο Φίνος που πάντα είχε την πρώτη και τελευταία λέξη στις παραγωγές του, την κυκλοφόρησε τελικά με το συντομευμένο τίτλο “Αγάπη και αίμα“, ενώ κάτι που ελάχιστοι έχουν προσέξει ακόμα και σήμερα, είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας στους τίτλους αναγράφεται “Τζέννυ“.
Η ορθογραφία παραπέμπει στη “Λίμνη των Πόθων“, παλαιότερη ταινία της στους τίτλους της οποίας για τελευταία φορά το μικρό όνομα της Τζένης Καρέζη εμφανιζόταν με αυτό το φωνητικό τέλος.
Η ταινία, “Αγάπη και αίμα” είναι η δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του Φώσκολου, αφού μέσα στην ίδια σεζόν είχε προηγηθεί η ταινία, “Οι σφαίρες δε γυρίζουν πίσω“. Ο Φίνος ήταν αυτός που προέτρεψε το Φώσκολο να ξεκινήσει να σκηνοθετεί τα σενάρια του. Ο Νίκος όμως ήταν ακόμα άπειρος και όπως είχε ομολογήσει χρόνια αργότερα, δεν είχε απόλυτη σιγουριά στα πλάνα του.
Η ταινία, “Αγάπη και αίμα” γυρίστηκε με τη σειρά του σεναρίου, κουραστικό βέβαια για τους ηθοποιούς, αφού πολλές φορές περνούσαν και τρεις μέρες, με κάποιους ηθοποιούς να μην έχουν καθόλου γύρισμα. Κανείς τους όμως δε παραπονέθηκε ποτέ αφού είχαν την τιμή να συνεργαστούν με τη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής, τη Φίνος Φιλμ.
Τη φωτογραφία της ταινίας υπογράφει ο Καρλ Χάινς Χιούμελ, Γερμανός που είχε έρθει στη Φίνος Φιλμ το 1966, για την ταινία του Ερρίκου Ανδρέου, “Εκείνος κι εκείνη“. Ιδιαίτερη ίσως αναφορά θα έπρεπε να γίνει στο μακιγιέρ Νίκο Ξεπαπαδάκο, ο οποίος κατάφερε να εφευρίσκει διάφορα δημιουργικά τεχνάσματα, όχι μόνο για την καλύτερη παρουσίαση των ηθοποιών, αλλά και για την μεταμόρφωσή τους με ουλές, τραύματα και άλλες τεχνικές για τις ανάγκες των ρόλων τους.
Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ο μέγιστος Κώστας Καπνίσης. Ένας συνθέτης που με τις μελωδίες του έντυσε περισσότερες από 100 ταινίες, κερδίζοντας για πάντα τον τίτλο του απόλυτου κινηματογραφικού συνθέτη. Αν και έγραψε πολλά και όμορφα τραγούδια η αδυναμία του είναι τα ορχηστρικά θέματα.
Το σάουντρακ της ταινίας, “Αγάπη και αίμα” κυκλοφόρησε σε βινύλιο το 1994 από τη δισκογραφική εταιρεία RCA και από τότε δεν επανεκδόθηκε ποτέ, στερώντας τις επόμενες γενιές να απολαύσουν ένα από τα καλύτερα σάουντρακ του ελληνικού κινηματογράφου.
Άφησα για το τέλος το εξαιρετικό καστ της ταινίας ξεκινώντας από την Τζένη Καρέζη. Απίστευτα καλή στην επίδοση του ρόλου της, εμφανίζεται σχεδόν σε όλο το φιλμ σκοτεινιασμένη από οργή και λύπη, όπως το απαιτεί το σενάριο.
Αν και παρτενέρ της είναι ο Κώστας Καζάκος, την παράσταση κλέβει ο Λάκης Κομνηνός. Οι κοινές σκηνές του με την πρωταγωνίστρια είναι κομμάτια ανθολογίας, ενώ ο φακός εκμεταλλεύεται δημιουργικά την αρρενωπή παρουσία του. Όχι άδικα λοιπόν στις περισσότερες διαφημιστικές αφίσες της ταινίας βρίσκουμε σε πρώτο πλάνο την Τζένη αλλά και το Λάκη Κομνηνό.
Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς ξεχωρίζουν ο Σπύρος Καλογήρου, η Φλωρέττα Ζάννα, ο Δημήτρης Μπισλάνης, ο Χρήστος Δαχτυλίδης και η Ελένη Ζαφειρίου (της οποίας ωστόσο οι σκηνές κόπηκαν στις μετέπειτα τηλεοπτικές προβολές).
Οι ιστορίες από τον Ελληνικό Κινηματογράφο συνεχίζονται… Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr, Χρήστος Κωνσταντίνου έψαξε και βρήκε άγνωστες ιστορίες από παρασκήνια ταινιών και ηθοποιών και μας τις αποκαλύπτει…
1ον: Στη ταινία, “Κλασική περίπτωση βλάβης” ο Κώστας Τσάκωνας τραυματίστηκε όταν έπεσε από μία πτυσσόμενη σκάλα, στην προσπάθεια να ανεβεί στο πατάρι για να φτιάξει έναν θερμοσίφωνα, και σταμάτησαν τα γυρίσματα της ταινίας για δέκα μέρες.
2ον: Μια από τις ταινίες που ο Φίνος σχεδίαζε, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να γυρίσει είναι και η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Νότη Περγιάλη, “Νυφιάτικο τραγούδι”, με τους ίδιους πρωταγωνιστές της θεατρικής παράστασης του 1949, τον κορυφαίο Αιμίλιο Βεάκη και τη (νεαρότατη τότε) Αντιγόνη Βαλάκου.
3ον: Η Κατερίνα Γώγου ως ηθοποιός έγινε γνωστή μέσα από τους κωμικούς της ρόλους στις παραγωγές της Φίνος Φιλμ, ωστόσο, ξεκίνησε την καριέρα της από το θέατρο με το θίασο του μεγάλου Ντίνου Ηλιόπουλου στο έργο των Ευαγγελίδη – Μαρή, “Ο κύριος πέντε τοις εκατό”.
4ον: Ο λόγος που η Μάρθα Καραγιάννη δεν έγινε ποτέ ζευγάρι με τον Κώστα Βουτσά, είναι επειδή δε θέλησε εκείνος. Όπως έχει πει η ίδια, όποτε επιχείρησε να τον προσεγγίσει ερωτικά, εκείνος δεν ήταν ποτέ ελεύθερος αφού σχεδόν πάντα υπήρχε κάποια γυναίκα στη ζωή του.
5ον: Η Νανά Σκιαδά είχε μια εξαιρετική φωνή κάτι που όλοι οι σκηνοθέτες γνώριζαν. Όμως όσες φορές κι αν της πρότειναν να τραγουδήσει σε κάποια ταινία εκείνη αρνιόταν ευγενικά.
6ον: Στην ταινία “Με φόβο και πάθος” του 1972 ο Νίκος Κούρκουλος ήθελε για συμπρωταγωνίστριά του τη Μαρία Σκούντζου, αλλά τελικά υπερίσχυσε η γνώμη του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Νίκου Φώσκολου, που προτιμούσε την Ελένη Ερήμου.
7ον: Ο Χρόνης Εξαρχάκος είχε παίξει σε 25 ταινίες κατά την διάρκεια της καριέρας του άλλα μόνο σε τρεις ήταν πρωταγωνιστής. Στην κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη, “Ο κατεργάρης” που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1971. Και στις επίσης κωμωδίες του Ντίμη Δαδήρα, “Γκαρσονιέρα για δέκα” και “Εδώ και τώρα αγγούρια” που ήταν και το κύκνειο άσμα του στην μεγάλη οθόνη που τον αγάπησε.
8ον: Το 1963, αμέσως μετά τον διεθνή θρίαμβο της ταινίας, ”Ηλέκτρα” ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε αναγγείλει ότι θα γυρίσει την ”Ιφιγένεια εν Αυλίδι” σε ταινία, με την Έλλη Λαμπέτη ως Ιφιγένεια και την Ειρήνη Παπά ως Κλυταιμνήστρα. Τελικά, η ταινία δεν γυρίστηκε τότε, αλλά πολύ αργότερα, το 1977, με την Τατιάνα Παπαμόσχου ως Ιφιγένεια και την Ειρήνη Παπά ως Κλυταιμνήστρα.
9ον: Ο ρόλος που χάρισε περισσότερη αναγνωρισιμότητα στον Γιώργο Δαμασιώτη είναι εκείνος του Δημάρχου στην ταινία του 1958, “Η κυρά μας η μαμή“. Δίνει κυριολεκτικά ρεσιτάλ ερμηνείας στην σκηνή που είναι άρρωστος και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Και πραγματικά είναι μια από τις πιο αστείες σκηνές της χρυσής εποχής του Ελληνικού κινηματογράφου. Επίσης η συγκεκριμένη σκηνή γυρίστηκε πάνω από δέκα φορές προκειμένου ο Αλέκος Σακελλάριος να έχει την καλύτερη λήψη και οι υπόλοιποι ηθοποιοί να μην γελάνε.
10ον: Για σχεδόν μια δεκαετία ο Νίκος Φέρμας ήταν ένας από τους μόνιμους συνεργάτες του Κώστα Χατζηχρήστου τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο. Συγκεκριμένα έπαιξαν μαζί σε 30 ταινίες με πιο πετυχημένη την ξεκαρδιστική κωμωδία, “Της κακομοίρας” η αλλιώς “Ο μπακαλόγατος” που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Ντίνος Κατσουρίδης.
11ον: Στην ταινία, “Κάτι να καίει” όπου είναι η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Γιάννη Δαλιανίδη, κάνει τη πρώτη της εμφάνιση μόλις 16 χρονών η Έλενα Ναθαναήλ, την οποία έχει δει ο Δαλιανίδης στα γυρίσματα μιας άλλης ταινίας ως επισκέπτρια. Στο τραγούδι, “Αυτη τη νύχτα” το ζευγάρι Ναθαναήλ – Νέγκας ντουμπλάρουν η Νέλλη Μάνου και ο Αλέκος Ζαχαράκος.
12ον: Τα γυρίσματα της ταινίας, “Η αρχόντισσα και ο αλήτης” πραγματοποιήθηκαν στην Κέρκυρα και στον δρόμο μεταξύ Ηγουμενίτσας και Ιωαννίνων. Το πλούσιο σπίτι του Διονύση Παπαγιαννόπουλου, όπου διοργανώνεται ο αρραβώνας της Αλίκης με τον Τσιτσόπουλο, είναι η βίλα Λεβίδη στην Παλλήνη, που σήμερα είναι εγκαταλελειμμένη. Όσο για το εκκλησάκι που στο φινάλε γίνεται ο γάμος του ζευγαριού είναι ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου στο Καβούρι.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ο συγκεκριμένος Ναός οικοδομήθηκε το 1950, προς εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών μονάδος Δυνάμεων Καταδρομών, η οποία τότε στρατοπεύδευε στο Καβούρι. Φυσικά σημαντικό ρόλο στο φιλμ παίζει και η παρουσία της Αλίκης και του Δημήτρη στο πανηγύρι, σκηνή που γυρίστηκε στο Λούνα Παρκ, Ροντέο στην παραλιακή που δεν υπάρχει πια.
13ον: Στο τέλος των τίτλων της ταινίας, “Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου” η παραγωγός εταιρεία αναφέρει τα εξής: “Η “Κλακ Φιλμς” πιστή στην πορεία που χάραξε δίνει σήμερα μια ταινία μνημείο στις παραδόσεις του Ελληνικού λαού!”.
14ον: Το 1966 ο Σωτήρης Μουστάκας έπαιξε στο πλευρό της Τζένης Καρέζη στην Γαλλική ταινία, “Une balle au coeur” (Μια σφαίρα στην καρδιά) ενώ έναν χρόνο μετά συμμετείχε και στην Ελληνοδανέζικη παραγωγή, “Μartha”.
Ο Αλέκος Σακελλάριος είχε περιγράψει την αρχή της συνεργασίας τους στο πρόγραμμα του θεατρικού έργου, “Ο φίλος μου ο Λευτεράκης” το 1955
-Και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Φίνος. Νέος, γιος φαρμακοποιού, αλλά με μεγάλη κλίση και ταλέντο σε όλα τα μηχανικά πράγματα. Γύριζε συνέχεια με κατσαβίδια στις τσέπες και έλυνε και έδενε μηχανές, αυτό ήταν το ψώνιο του…
Εγώ εκείνη την περίοδο έγραφα κωμωδίες για το θέατρο. Ο Φίνος που το ήξερε ήρθε και μου είπε: – Γιατί δεν γράφεις και μια κωμωδία για τον κινηματογράφο;
Εγώ απάντησα ότι θα έγραφα κωμωδία, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα την γύριζε είτε ο Τζαβέλλας είτε ο Ιωαννόπουλος οι οποίοι ήταν οι μόνοι που έκαναν εκείνη την εποχή ορθογραφημένο κινηματογράφο.
Συμφωνήσαμε τελικά να τη γυρίσει ο Τζαβέλλας. Έτσι έγραψα το “Παπούτσι απ΄τον τόπο σου”.
Ο Φίνος το διάβασε, ενθουσιάστηκε και είπε: Εντάξει, αύριο αρχίζεις το γύρισμα. Απόρησα εγώ – ποιος εγώ; Ο Τζαβέλλας δε θα γυρίσει την ταινία;
– Όχι, τελικά δεν θα έρθει. Θα τη γυρίσεις μόνος σου. -Μα εγώ δεν έχω ιδέα, αποκρίθηκα. Δεν ξέρω καν τι είναι μια κινηματογραφική μηχανή. -Δεν έχει σημασία θα σου δείξω εγώ, επέμεινε ο Φίνος.
Έτσι άρχισε να μου μιλάει για τα πλάνα και τους όρους. Εγώ άρχισα να μπερδεύομαι με τους όρους. Του είπα: Θα γυρίσω την ταινία, αλλά με μια συμφωνία. Αντί για τους όρους θα χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να δείχνω στον οπερατέρ μέχρι που θέλω να είναι το πλάνο.
Έτσι γυρίστηκε η πρώτη ταινία με την υπογραφή του Αλέκου Σακελλάριου, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά και η Γεωργία Βασιλειάδου. Η κόπια δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα.
Έγραψε στίχους για περισσότερα από 2.000 τραγούδια με πιο γνωστά: “Άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα”, “Θα σε πάρω να φύγουμε”, “Το τραμ το τελευταίο” και έβαλε την υπογραφή του και σε περίπου 40 τηλεοπτικές κωμωδίες.
Ο Θόδωρος Ρωμανίδης μετράει 40 χρόνια στον χώρο της υποκριτικής με ξεχωριστούς ρόλους τόσο στο θεατρικό σανίδι όσο και στην τηλεόραση αφού έχει συμμετάσχει σε πάνω από 60 σειρές ξεκινώντας από “Τα καθημερινά” του Γιάννη Δαλιανίδη που προβλήθηκαν το 1983 από την ΕΡΤ.
Μια υπέροχη σειρά με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και την Ξένια Καλογερόπουλου που σήμερα δυστυχώς δεν σώζεται στο αρχείο της ΕΡΤ αφού διεγράφη λίγα χρόνια αργότερα.
Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε για πρώτη φορά και στον κινηματογράφο και μάλιστα σε τρεις ταινίες που έχουν αφήσει εποχή. Αυτές είναι: “Το παίζω και πολύ άντρας”, “Ο Παπά – σούζας” και “Καμικάζι αγάπη μου“.
Ταινίες που μέχρι και σήμερα όταν προβάλλονται σημειώνουν υψηλά νούμερα τηλεθέασης αφού είναι από τις πιο χαρακτηριστικές εκείνης της δεκαετίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους σκηνοθέτες ενώ το πρόσωπο του είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα της μικρής οθόνης.
Να σημειώσω εδώ πως μόνο το 2007 συμμετείχε σε επτά τηλεοπτικές σειρές όπως πχ. “Μαρία η άσχημη” και “Υπέροχα πλάσματα”. Ενώ φέτος τον απολαμβάνουμε στην καθημερινή σειρά του Open, “Έρωτας φυγάς”.
Ο Φιλοποίμην Φίνος μπορεί να θεωρούνταν – και σίγουρα να ήταν – ο «Πατριάρχης του ελληνικού κινηματογράφου», ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούσε τους ανταγωνιστές του, έστω κι αν κατά γενική ομολογία, η ποιότητα των δικών τους ταινιών ήταν τουλάχιστον ένα σκαλί πιο κάτω.
Αντίθετα, τους εκτιμούσε όλους και πάντα παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, θεωρώντας ότι θα είχε κάτι να μάθει από αυτές. Το 1966 η εταιρεία, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης γυρίζει την ταινία με τίτλο «Διπλοπενιές», με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Σκηνοθέτης της ήταν ο Γιάννης Σκαλενάκης, σε σενάριο Αλέκου Σακελλάριου. Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από λαϊκές επιτυχίες της εποχής, όπου το μπουζούκι έχει τον πρώτο λόγο.
Πρόκειται για μια μουσική κωμωδία, η οποία σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και διεθνώς, αφού έκανε αισθητή παρουσία τόσο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν στην Ισπανία το 1966, όσο και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, την ίδια χρονιά.
Βλέποντας ο Φίνος την επιτυχία της ταινίας αυτής καταλαβαίνει ότι υπάρχει μια νέα τάση στον ελληνικό κινηματογράφο, την οποία θα πρέπει να ακολουθήσει αλλά και να εξελίξει περαιτέρω, όπως άρμοζε στη δυναμική της εταιρείας του. Έτσι επιβάλει στον Γιάννη Δαλιανίδη να προσθέσει περισσότερα ελληνικά στοιχεία στα μιούζικαλ και να καταργήσει το σινεμασκόπ.
Όλα αυτά διότι είχε στο μυαλό του να γυρίσει και ο ίδιος μια ανάλογη, μουσική ταινία, με στόχο την διεθνή αγορά. Έτσι, το 1967 γυρίζει την μουσική κωμωδία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δαλιανίδη και πρωταγωνιστές κορυφαία ονόματα της εποχής όπως την λαμπερή Ζωή Λάσκαρη, τον Φαίδων Γεωργίτση, τον Κώστα Βουτσά, τον Γιώργο Τσιτσόπουλο, την Μάρθα Καραγιάννη, την Μαίρη Χρονοπούλου κ.α.
Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από τη μοναδική μουσική και τα υπέροχα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, τραγούδια που ακόμα και σήμερα ακούγονται με νοσταλγία: «Έκλαψα χθες σαν μέτρησα», «Βρέχει πάλι απόψε», «Απόψε κάποιος θα χαθεί», αλλά και η επιτυχία «Grazy Girl», που εμφανίζεται να τραγουδά η Ζωή Λάσκαρη, στην πραγματικότητα όμως ερμηνεύεται από τη φωνή της Αλέκας Κανελλίδου.
Στο τραγούδι εμφανίζονται ακόμα η Αλέκα Μαβίλη, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Σάκης Παπανικολάου, αλλά και η Μαίρη Χρονοπούλου. Η Λάσκαρη προσφέρει απλόχερα μια υπέροχη ερμηνεία, την οποία πλαισιώνουν με μαεστρία τόσο ο Φαίδων Γεωργίτσης – ίσως στον πλέον δημοφιλή ρόλο της καριέρας του, όσο και οι Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Γιώργος Τσιτσόπουλος.
Η επιτυχία της ταινίας έρχεται νομοτελειακά, αφού στην πρώτη της προβολή έκοψε 531.287 εισιτήρια και ήρθε στην 3η θέση ανάμεσα στις 117 ταινίες της σεζόν 1967-1968. Φυσικό επακόλουθο, “Οι θαλασσιές οι χάντρες”»” να πάρουν το δρόμο…της ξενιτιάς, όπου μεταξύ άλλων η ταινία προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ των Καννών, με τον τίτλο «Les Perles Grecques».
Η προβολή της δημιούργησε μεγάλη αίσθηση, αφού οι παπαράτσι κυνηγούσαν τη Ζωή Λάσκαρη για να απαθανατίσουν κάθε της κίνηση. Λίγο αργότερα, η ταινία προβλήθηκε μεταγλωττισμένη στη Γαλλία.
Οι ιστορίες από τον Ελληνικό Κινηματογράφο συνεχίζονται… Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr, Χρήστος Κωνσταντίνου έψαξε και βρήκε άγνωστες ιστορίες από παρασκήνια ταινιών και ηθοποιών και μας τις αποκαλύπτει…
1ον: Μετά την επιτυχημένη εμφάνιση της Δάφνης Σκούρα στην ταινία, “Ο γρουσούζης” το 1952, ο Φιλοποίμην Φίνος και ο σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας πρότειναν στην ηθοποιό να πρωταγωνιστήσει και στην επόμενη ταινία τους, “Το σωφεράκι” πλάι στον Μίμη Φωτόπουλο.
Η Σκούρα με βαριά καρδιά αναγκάστηκε να αρνηθεί, γιατί είχε δεσμευτεί να λάβει μέρος σε θεατρική περιοδεία και έτσι τον ρόλο πήρε η Σμαρούλα Γιούλη. Η ηθοποιός αναφέρει στην αυτοβιογραφία της “Βαθιές είναι οι ρίζες” ότι η άρνησή της δεν άρεσε καθόλου στον Φίνο, με αποτέλεσμα να μην την ξανακαλέσει ποτέ να παίξει σε ταινία της Φίνος Φιλμ.
2ον: Παρόλο που λέγεται πως ο πατέρας της Κατερίνας Γώγου ήταν αυταρχικός, ήταν αυτός που την μύησε από μικρή στην ποίηση και την στήριξε στην απόφασή της να ακολουθήσει τον δρόμο της υποκριτικής. Οι δικοί της άνθρωποι την φώναζαν “Μπέμπα”.
3ον: Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας στη Φίνος Φιλμ με την αμοιβή της, για τη ταινία, “Η αρχόντισσα και ο αλήτης” να ξεπερνά το μισό εκατομμύριο, συν ποσοστά από τις εισπράξεις.
Μαζί της επέστρεψε στη Φίνος και ο τότε σύζυγος της Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο οποίος τη περίοδο εκείνη συνεργαζόταν με τον Κώστα Καραγιάννη. Την πρώτη ημέρα του γυρίσματος ο Φιλοποίμην έστησε γλέντι για να γιορτάσει την επιστροφή της Αλίκης. Μια επιστροφή που ξεκινά με έναν θρίαμβο. “Η αρχόντισσα και ο αλήτης” στοιχίζει στο Φίνο 6,5 εκατομμύρια δραχμές! Ποσό αστρονομικό αν αναλογιστούμε τα μεγέθη της εποχής.
4ον: Στις περισσότερες ταινίες του ο Στάθης Ψάλτης αυτοσχεδίαζε κάτι που του επέτρεπαν να κάνει όλοι οι σκηνοθέτες πλην του Γιάννη Δαλιανίδη.
5ον: Η ταινία, “Η κάλπικη λίρα” γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Ανζερβός. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1954, ενώ και τα μέσα που διατέθηκαν ήταν πενιχρά. Εν συνεχεία, τη διεύθυνση παραγωγής την ανέλαβε ο Γιώργος Τζαβέλλας, με βοηθό τον Εμμανουήλ Καλογερόπουλο. Η σκηνοθεσία φέρει την υπογραφή του ιδίου, σε δικό του σενάριο, ενώ ο βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Ναπολέων Ελευθερίου.
6ον: Στην ταινία, “Μια ζωή την έχουμε” ήταν αρχικοί πρωταγωνιστές η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Εξαιτίας όμως της ασθένειας του Λογοθετίδη τα σχέδια ματαιώθηκαν και έτσι την είδαμε με τον Δημήτρη Χορν και την Υβόν Σανσόν.
7ον: Στη ταινία, “Κοινωνία ώρα μηδέν” ο Νίκος Κούρκουλος είχε θέσει ως όρο να έχει την Μαίρη Χρονοπούλου ως παρτενέρ και μάλιστα σε κάποιο γύρισμα της έκανε μια φάρσα, σε μια ερωτική σκηνή της σκίζει τη μπλούζα με αποτέλεσμα να φανεί το στήθος της, εκείνη να πάθει πανικό και φυσικά όλο το συνεργείο να ξεσπάσει σε γέλια.
8ον: Η ταινία, “Αγάπη μου Ουά-Ουά”, ενέπνευσε την el greco που την έκανε κούκλα. To ύψος της ήταν περίπου 70 εκ., ενώ στη μπλούζα της ήταν τυπωμένο το όνομά της με λατινικούς χαρακτήρες: “Oua-Oua”.
9ον: Οι εμφανίσεις του Σωτήρη Μουστάκα στην τηλεόραση ήταν σπάνιες αν και είχε αρκετές προτάσεις. Για την ακρίβεια ως γκεστ συμμετείχε σε 8 σειρές και μόνο σε μια ήταν βασικός πρωταγωνιστής. Ήταν στην κωμωδία, “Τα χαϊδεμένα παιδιά” που σκηνοθέτησε το 2001 για την ΕΡΤ ο καλός του φίλος, Γιάννης Σμαραγδής.
10ον: Η ταινία, “Ενας μάγκας στα σαλόνια” αρχικά ήταν να γίνει με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, το είχε πει η ίδια η Μέμα Σταθοπούλου σε έντυπο της εποχής όταν ήταν να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Τελικά όμως το ρόλο πήρε ο Γιάννης Βόγλης.
11ον: Όταν το 1968 ο Σων Κόννερυ αρνήθηκε να συνεχίσει το ρόλο που τον έκανε διάσημο, οι παραγωγοί έκαναν δοκιμαστικά για να βρούν τον επόμενο Μποντ για την ταινία, “On her majesty’s secret service”.
Ανάμεσα σε εκείνους τους ηθοποιούς ήταν και ο Γιώργος Φούντας ο οποίος είχε κάνει γνωστή την παρουσία του στο διεθνή καλλιτεχνικό κόσμο μέσα από την ταινία, “Ποτέ την Κυριακή”.
12ον: Η κοπέλα στην ταινία, “Η Παριζιάνα” που αντιδρά στο καμάκι του Κώστα Καρρά πατώντας το κασετόφωνο, “Είσαι βλάκας, είσαι βλάκας” είναι η μακιγέζ, Πίτσα Λεοντσίνη, στενή συνεργάτιδα του Φίνου καθώς προσέφερε τις υπηρεσίες της σε 6 ταινίες του.
Η Χλόη Λιάσκου υπήρξε μια από τις πλέον λαμπερές πρωταγωνίστριες του Φίνου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 60. Έχει κυνηγήσει τον Κώστα Βουτσά όσο καμία άλλη, έχει χορέψει σε παραλίες με το μπικίνι αλλά και με το φόρεμα της. Χλόη τη βάπτισε ο Νίκος Κούνδουρος, αφού το πραγματικό της όνομα είναι Καλλιόπη.
Το 1962 την πήρε στα χέρια του ο κορυφαίος σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης και κάπως έτσι αρχίζει μια λαμπερή αλλά σύντομη καριέρα, που όμως έχει κρατήσει τις δικές της σελίδες στο βιβλίο με την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Χλόη Λιάσκου γεννήθηκε το 1946 στην Αθήνα. Μεγάλωσε με τη μητέρα της και τη γιαγιά της. Η έλλειψη του πατέρα στοίχειωσε στη παιδική ψυχή της. Ήταν τεσσάρων ετών όταν η μητέρα της την έγραψε στη σχολή χορού Ζουρούδη, όπου και φοίτησε μέχρι τα 18 της χρόνια αποκτώντας δίπλωμα χορεύτριας.
Στα πρώτα χρόνια του ΄60 ο Φιλοποίμην Φίνος αναζητά νέα πρόσωπα για να εμπλουτίσει την ομάδα των ηθοποιών της εταιρείας του. Ο Κώστας Βουτσάς επισκεπτόταν συχνά τη σχολή Ζουρούδη και βλέποντας τη Χλόη πιστεύει ότι θα αρέσει στο Φίνο και την πηγαίνει στα στούντιο όπου μετά από ένα δοκιμαστικό παίρνει τους πρώτους ρόλους της στο μιούζικαλ, “Μερικοί το προτιμούν κρύο” και στο κοινωνικό δράμα, “Νόμος 4000“.
Μαθήτρια ακόμη στο γυμνάσιο εμφανίζεται για τις ανάγκες του ρόλου της, στο “Νόμο 4000” με τη σχολική ποδιά της και τη τσάντα της. Μέχρι και το 1966 εμφανίζεται σε όλα τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, παίζει την κόρη της Ρένας Βλαχοπούλου στην κινηματογραφική μεταφορά της “Χαρτοπαίχτρας“, φλερτάρει με τον Κώστα Βουτσά στους “Κληρονόμους” και παίζει στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη “Ψεύτρα“. Η Χλόη βρίσκεται υπό τη σκέπη του Φίνου, γίνεται εξώφυλλο σε περιοδικά και παράλληλα αρχίζει να μαγεύει μέσα από έγχρωμα και ασπρόμαυρα καρέ των ταινιών της.
Το 1966 γυρίζει την πρώτη ταινία της εκτός Φίνος Φιλμ. Είναι “Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές” και θα ακολουθήσει ακόμη μια το 1968, οι “Αντίζηλοι” του Παύλου Τάσιου. Η φιλμογραφία της δεν υπήρξε μεγάλη αφού σύντομα αφοσιώθηκε στην οικογένεια της και περιόρισε τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες μόνο στο θεατρικό σανίδι. Από το 1971 και για δώδεκα χρόνια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο συμμετέχοντας σε παραστάσεις που αφήνουν εποχή.
Όπως έχει πει η ίδια, ο λόγος που σταμάτησε την κινηματογραφική καριέρα της ήταν η επιθυμία της να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και στα δυο παιδιά της, αλλά και για να ασχοληθεί με το θέατρο.
Από τις μεγάλες της αγάπες υπήρξε και η ενασχόληση με το ραδιόφωνο, στο οποίο παρουσίασε εκπομπές λόγου και πολιτισμού με κορυφαία στιγμή την σειρά εκπομπών της ΕΡΑ 2, “Εν αρχή είναι ο έρωτας”. Στη τηλεόραση εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1972 στο θέατρο της Δευτέρας και στα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης έπαιξε στη σειρά μυστηρίου, “Τμήμα ηθών” αλλά και στη “Καλημέρα ζωή” του Νίκου Φώσκολου.
Η Χλόη Λιάσκου με τον Κώστα Βουτσά στη ταινία, “Οι κληρονόμοι”
Η Χλόη Λιάσκου ζει σήμερα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν έχει απωθημένα καθώς έχει παίξει στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Έφυγε από το σινεμά πριν την κρίση του μετρώντας μόλις 10 ταινίες.
Επιλεκτική στη δουλειά της δεν έκανε ποτέ κάτι έξω από τα θέλω της προστατεύοντας την καλλιτεχνική της υπόσταση.
Αρνήθηκε ωστόσο πρόταση από τον Αλέκο Πατσιφά για να ηχογραφήσει δίσκο με νεοκυματικά τραγούδια στη Lyra. Προστάτεψε πάντα τη προσωπική της ζωή από τα φώτα της δημοσιότητας και δεν ένιωσε ποτέ σταρ όπως άλλωστε όλοι οι ηθοποιοί της γενιάς της.
Δε δίνει συνεντεύξεις και νιώθει καλά γιατί κατάφερε να μείνει μακριά από το Life style. Κράτησε αποστάσεις γνωρίζοντας ότι όλο αυτό έχει και το κόστος του. Και αν για όλους εμάς είναι η Χλόη της Φίνος Φιλμ δεν πρέπει να ξεχνάμε την Λιάσκου του Εθνικού και της ραδιοφωνίας. Δεν απαξίωσε ποτέ την εποχή που μεσουράνησε στα χρόνια του 60, αλλά δεν ζει και με το παρελθόν της.
Η Ζέτα Αποστόλου υπήρξε από τις πλέον σέξι γυναίκες του ελληνικού κινηματογράφου. Πραγματικός πειρασμός αναστάτωνε τον ανδρικό πληθυσμό ακόμη και με ένα φευγάτο πλάνο της σε κάποια ταινία. Σε μια εποχή που η λογοκρισία ήταν στις δόξες της και η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα η Ζέτα δε δίστασε να κάνει στριπτίζ.
Με το λάγνο βλέμμα της η Ζέτα Αποστόλου αναστάτωνε τους παρτενέρ της, ακόμη και όταν έπαιζε σε κωμωδίες. Αρκεί να θυμηθούμε τα περάσματα της από το “Μόδιστρο” με το Σταύρο Παράβα και τον “Κλέαρχο, τη Μαρίνα και το κοντό” με το Βασίλη Αυλωνίτη.
Γεννημένη στο χωριό Αθανάσιος Διάκος Φωκίδας είναι αδελφή της επίσης ηθοποιού Νατάσας Αποστόλου. Από τις πρώτες εμφανίσεις της στο θέατρο υπήρξε η συμμετοχή της στην “Οδό Ονείρων” του Μάνου Χατζιδάκι.
Στον κινηματογράφο μπήκε το 1960 με μικρούς ρόλους στις ταινίες, “Σουσουράδα” και “Θυσιάστηκα για το παιδί μου“. Το 1961 περνά τη πόρτα της Φίνος Φιλμ και εκεί θα γυρίσει τις καλύτερες ταινίες της . Το 1963 πρωταγωνιστεί στο κοινωνικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου, “Αμόκ”.
Μια ταινία καταγγελία για την αγριότητα του πολέμου, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Η ταινία κάνει καριέρα και στο εξωτερικό και οι τολμηρές σκηνές με τη Ζέτα Αποστόλου πλασάρονται ακόμη και στις ζωγραφικές αφίσες του έργου. Οι σκηνές που αφήνει ακάλυπτο το στήθος της προκαλούν πλήθος θιγμένων δημοσιευμάτων από τους δήθεν κουλτουριάρηδες των εντύπων της εποχής.
Ζόρικη γυναίκα, γεμάτη μαγκιά, με πλατινέ μαλλιά η Ζέτα Αποστόλου γίνεται η άπιαστη φαντασίωση των στερημένων αρσενικών και οι τολμηρές, για την εποχή, φωτογραφίες της κοσμούν τα δωμάτια των μοναχικών αγοριών. Το 1965 κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο στο αγροτικό δράμα του Βασίλη Γεωργιάδη, “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο” ενώ αναστατώνει το ασπρόμαυρο πανί με το καλύτερο στριπτίζ στην ιστορία του ελληνικού σινεμά στο φιλμ “Οι εχθροί” του Ντίνου Δημόπουλου.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 60 από τη φιλμογραφία της ξεχωρίζουν οι ταινίες: “Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη“ (1965), “Τα μυστικά της αμαρτωλής Αθήνας“(1966) και η “Γαβριέλα,η αμαρτωλή της Αθήνας“(1966). Έντονη υπήρξε και η παρουσία της σε κωμωδίες αλλά πάντα στο ρόλο της δυναμικής και σαγηνευτικής γυναίκας.
Με το τέλος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου η Ζέτα Αποστόλου μπαίνει στο χώρο του βίντεο γυρίζοντας ταινίες που ευτυχώς δεν καταγράφηκαν στη συνείδηση του κοινού. Με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης θα παίξει στις σειρές, “Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης“ (1990), “Η καλή πεθερά“(1993), “Σύνορα Αγάπης“(1999) και φυσικά στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου της Αλκυόνης Παπαδάκη, “Το χρώμα του φεγγαριού” από το Γιάννη Δαλιανίδη.
Η Ζέτα Αποστόλου δεν πέρασε απαρατήρητη από τον καλλιτεχνικό χώρο. Υπήρξε το απόλυτο σεξ σύμβολο των 60ς, δεν πέρασε ποτέ από αυτό που σήμερα λέμε “ερωτικός κινηματογράφος” (με σκληρές πορνογραφικές σκηνές) αλλά έπαιξε σε αστυνομικά φιλμ ή κοινωνικά δράματα με κάποιες τολμηρές σκηνές. Ταινίες με δολοπλοκίες, δολοφονίες, ερωτικές αντιζηλίες και απιστίες. Ευτύχησε να συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες από το Βασίλη Γεωργιάδη και τον Κώστα Καραγιάννη μέχρι το Ντίνο Δημόπουλο και το Γιάννη Δαλιανίδη.
Μια ταινία σταθμός στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου της οποίας ο χαρακτηρισμός της σαν αριστούργημα δεν αποτελεί υπερβολή είναι και η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη τα “Κόκκινα φανάρια“. Με φόντο μια ρημαγμένη Ελλάδα, παρουσιάζονται οι τραγικές ιστορίες των εκδιδόμενων γυναικών στους οίκους ανοχής της Τρούμπας.
Σε αυτήν την περιθωριακή και κακόφημη συνοικία του Πειραιά, στην οποία ανθούσε η παρανομία, υπήρχαν καμπαρέ, πόρνες, νταβατζήδες, σύμφωνα με το στόρι της ταινίας υπήρχε και το σπίτι της Μαντάμ Παρί. Τα εκδιδόμενα κορίτσια της ταινίας, παρά τη χυδαιότητα που τα περιβάλλει, δείχνουν άτομα με αξιοπρέπεια. Η θλιβερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούνε, δεν τις έχει “καταστρέψει” ηθικά όσο και αν αυτό ακούγεται αστείο.
Όλα αυτά με έκαναν να σκεφτώ να γράψω για ένα τόσο σημαντικό κομμάτι του ελληνικού κινηματογράφου. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που οι πλέον κακόφημες συνοικίες, όπως η Τρούμπα και η Συγγρού, έγιναν τόπος δράσης ταινιών μυθοπλασίας του εγχώριου σινεμά.
Όλα ξεκίνησαν το 1951 με την ταινία, “Η Αγνή του λιμανιού” της Φίνος Φιλμ. Η Ελένη Χατζηαργύρη παίζει μια πόρνη που εργάζεται στην Τρούμπα, η οποία και παρασύρει το νεαρό, Αλέκο Αλεξανδράκη, στη ζωή της νύχτας, τα καμπαρέ και τον τζόγο και τελικά στη φυλακή. Σε αυτήν την ταινία εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου η μέθοδος της διπλοτυπίας, δηλαδή ένας ηθοποιός να υποδύεται ταυτόχρονα δυο ρόλους, τους οποίους εκτέλεσε άψογα η ηθοποιός Ελένη Χατζηαργύρη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1955 δηλαδή, η Σπεράντζα Βρανά στη σπονδυλωτή ταινία, “Η κάλπικη λίρα“, ερμηνεύει μοναδικά μια ιερόδουλη. Με ένα μοναδικό στυλ “γυναικείας μαγκιάς” ο τύπος της, την καθιερώνει στη συνείδηση του κινηματογραφόφιλου κοινού.
Στη δεκαετία του 60 όλες σχεδόν οι Ελληνίδες σταρ μεταμορφώθηκαν σε κορίτσια του αγοραίου έρωτα. Μετά την τεράστια επιτυχία των “Κόκκινων φαναριών” οι ταινίες με φόντο τη Τρούμπα, τη συνοικία της αμαρτίας δηλαδή, κατακλύζουν τον ελληνικό κινηματογράφο.
Η Μάρω Κοντού, στη ταινία, “Το κάθαρμα” (1963), είναι η Μαρκησία. Το κέντρο όπου δούλευε ήταν αληθινό καμπαρέ της Τρούμπας, και συγκεκριμένα το “45 Γιάννηδες”, στην οδό 2ας Μεραρχίας. Φυσικά ο χώρος αυτός δεν υπάρχει στις μέρες μας καθώς η οδός 2ας Μεραρχίας φιλοξενεί πλέον ναυτιλιακές εταιρείες, επιχειρήσεις και τράπεζες.
Το 1964 η Αλίκη Βουγιουκλάκη στη ταινία της “Το δόλωμα” είμαι μία αμαρτωλή σαντέζα της Τρούμπας που τραγουδά “Μου αρέσουν τα αγόρια”. Tο τραγούδι και το χορευτικό της Αλίκης, ήταν ιδέα της ίδιας, γιατί ήθελε να κάνει κάτι παρόμοιο με το “My heart belongs to Daddy” της Μέριλιν Μονρόε στην ταινία “Έλα να αγαπηθούμε“.
Το 1962 στη ταινία, “Νόμος 4000” η Κατερίνα Χέλμη, έπειτα από επιμονή του Φίνου, ο οποίος όταν την είδε στο θέατρο να υποδύεται μια από τις ιερόδουλες στα “Κόκκινα Φανάρια” του Αλέκου Γαλανού, σε σκηνοθεσία Αλέξη Δαμιανού, έπαιξε το ρόλο του ελεύθερου κοριτσιού. Ρόλο που επανέλαβε, πάντα με την ίδια επιτυχία, και στον “Ίλιγγο” αλλά και στην κινηματογραφική μεταφορά των “Κόκκινων φαναριών”. Η φράση της “Ντορή, μην φύγεις, θα φαρμακωθώ”, που έλεγε στον προαγωγό, έχει μείνει με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Τρούμπα ήταν ένα μικρό κράτος, ανεξάρτητο μέσα στη καρδιά του λιμανιού. Εκεί έβρισκε καταφύγιο ο υπόκοσμος ολόκληρης της Μεσογείου και βάλε. Παράξενα στέκια, πόρνες, προστάτες, χαρτοπαίχτες, παπατζήδες, μαχαιροβγάλτες σύχναζαν στα σοκάκια της. Στενοσόκακα γεμάτα από ξενοδοχεία, καμπαρέ, οίκους ανοχής όλα φωτισμένα καθόλη τη διάρκεια της νύχτας. Αυτό τον κόσμο απαθανάτησε ο κινηματογραφικός φακός στις ταινίες: “Το κορίτσι της Κυριακής”, “Ο Δρόμος με τα κόκκινα φώτα” και “Τρούμπα 67“.
Στη τελευταία, από τις τρεις που προανέφερα, ακούγεται το τραγούδι του Μάνου Λοΐζου “Η δουλειά κάνει τους άντρες”, σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Ελένη Ροδά. Ένα χρόνο αργότερα θα κυκλοφορήσει και με το Δημήτρη Ευσταθίου στο δίσκο, “Σταθμός”(1968).
Στο ίδιο ύφος με τα “Κόκκινα φανάρια”, ο Φίνος θα γυρίσει το 1964 τη “Λόλα” με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Τζένη Καρέζη. Με απίστευτο, σχεδόν μαγικό τρόπο, ο κινηματογραφικός φακός αναδεικνύει αχνά τον γκρίζο Πειραιά, τη Τρούμπα, το λιμάνι, τα καλντερίμια του. Στη “Λόλα” έχουμε τη προβολή αξιών και των αρχών της εποχής, που σήμερα, εκτός του ότι είναι εντελώς ξεχασμένες, ηχούν τόσο μα τόσο παράξενα στα αυτιά μας και φαντάζουν στα μάτια μας τόσο παραφύσιν.
Η Τρούμπα, η κακόφημη συνοικία του λιμανιού, προσέφερε ελπίδα και όνειρα σε πολλές φτωχές γυναίκες που ήταν όμως καλόκαρδες και αξιοπρεπείς. Ανάμεσα στον καπνό από τα τσιγάρα και τη διαφθορά των θαμώνων ενός κακόφημου καμπαρέ, η τιμή, η αγάπη και η ηθική διασώζονται από ανθρώπους που είναι αυθεντικοί και αληθινοί.
Αυτό είναι και το βασικό στόρι της ταινίας “Καλώς ήλθε το δολλάριο“, βασισμένη στο θεατρικό έργο “Ο 6ος Αμερικανικός στόλος” των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Το φιλμ διακωμωδεί τη κατάσταση που επικρατούσε στη μεταπολεμική Τρούμπα με ατάκες μοναδικές και με την Άννα Καλουτά να αφήνει εποχή με το γνωστό της μπρίο στο ρόλο της “τσατσάς” στη Τρούμπα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1975, η ταινία “Οι βάσεις και η Βασούλα“, μας μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη βαριά ατμόσφαιρα της πλέον κακόφημης συνοικίας. Η ταινία γυρίστηκε σε μία κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της χώρας μας όπου πολλά και σημαντικά γεγονότα έλαβαν χώρα. Η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, η σχεδόν ταυτόχρονη κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974 και η ανάληψη της εξουσίας από πολιτική οικουμενική κυβέρνηση.
Η έξοδος της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (14/8/1974) και τα θέματα που προέκυψαν ως συνέπεια του τελευταίου (ελλιμενισμός 6ου Στόλου, Αμερικανικές βάσεις κλπ). Πρωταγωνιστούν η Νόρα Βαλσάμη και οι: Χρήστος Ζορμπάς, Δημήτρης Ιωακειμίδης, Νότης Περγιάλης, Ελένη Θεοφίλου, Βασίλης Κουρής, Γιώργος Γεωργίου και Μαρία Ζαφειράκη.
Για το τέλος άφησα δύο ταινίες μοναδικές στο συγκεκριμένο είδος. Πρώτη το “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασέν. Στη συγκεκριμένη ταινία πρωταγωνιστεί η Μελίνα Μερκούρη, ως μία πόρνη στο λιμάνι του Πειραιά. Κοινωνική, ευαίσθητη και συναισθηματική, δεν ανήκει σε κάποιον μαστροπό, διαλέγει τους πελάτες της, δεν εργάζεται τις Κυριακές κι ούτε όταν έχει παραστάσεις το Ελληνικό Φεστιβάλ Θεάτρου.
Αποτελεί πρότυπο για τις εκδιδόμενες γυναίκες της περιοχής. Και δεύτερη ο “Ο αστερισμός της παρθένου” με τη Ζωή Λάσκαρη σε ρόλο ιερόδουλης της Συγγρού, που πρέπει εκείνη την εποχή να είχε ικανοποιήσει τους άρρενες θαυμαστές της, κυρίως λόγω των τολμηρών (για την εποχή πάντα) αποκαλύψεων στο κινηματογραφικό πανί.
Η ταινία παρουσιάζει τη πορνεία ως βιοποριστικό μέσο και αναγκαστική επιλογή. Ο Γιάννης Δαλιανίδης επιχειρεί με το φιλμ του να θίξει αρκετά κοινωνικά θέματα μαζί αλλά κυρίως την απόρριψη και την κοινωνική κατακραυγή των ιερόδουλων από το δήθεν ηθικό κοινωνικό περιβάλλον.
Κάπως έτσι ο ελληνικός κινηματογράφος ασχολήθηκε με τα ερωτικά κέντρα των Αθηνών και του Πειραιά, και με τον ευγενή κλάδο των εργαζομένων των οίκων ανοχής. Η λίστα με τις ιερόδουλες από τη χρυσή εποχή του παλιού ελληνικού κινηματογράφου είναι υπερβολικά μεγάλη για να την αναλύσουμε.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε και τη Ζέτα Αποστόλου και την Άννα Φόνσου στο ερωτικό φιλμ “Πιο θερμή και από τον ήλιο” όπου δίνει τον καλύτερο εαυτό της ως η παντρεμένη που γίνεται πόρνη. Δεν θα ήταν σωστό να μην μιλήσουμε και για την -βραβευμένη με βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου- την Έλλη Φωτίου στη ταινία, “Η επιστροφή”(1965). Εκεί που ο πιλότος Αλεξανδράκης γυρίζει στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και βρίσκει τη γυναίκα που παραλίγο να παντρευτεί να έχει γίνει πόρνη. Ειδική αναφορά αξίζει και στη Μαρία Βασιλείου, ως “Ευδοκία”, το κορίτσι του στρατιώτη.
Για την ιστορία πρέπει να γίνει λόγος και για τους στίχους πολλών λαϊκών τραγουδιών που εξυμνούν ή αναπολούν τις αλλοτινές “δόξες” της Τρούμπας. Στην Τρούμπα λειτουργούσαν επίσης και τρεις κινηματογράφοι (Φως, Ηλύσια και Ολύμπικ), που προέβαλαν από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ σε καθημερινή βάση ταινίες ακατάλληλου για ανηλίκους περιεχομένου. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1967, το χουντικό καθεστώς απαγόρευσε τη συνέχιση λειτουργίας όλων των κέντρων της περιοχής θέλοντας να δείξει την αφοσίωσή του στα “ελληνοχριστιανικά ιδεώδη”…
Ο Ελληνικός κινηματογράφος είναι λατρεία μεγάλη. Ακόμα και οι νεότερες γενιές περνούν ώρες ατελείωτες παρακολουθώντας ταινίες που αν και γυρίστηκαν μισό αιώνα πριν μοιάζουν τόσο σημερινές. Η άνθιση του με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου μέχρι και το θάνατο του Φίνου, το 1977, δημιούργησαν αυτό που λέμε “Χρυσή εποχή”.
Ο Ελληνικός κινηματογράφος μεγαλούργησε και έφτασε στη κορύφωση μέσα σε αυτή τη χρονική περίοδο και παρότι κάποια στιγμή ήρθε και ο μαρασμός του, η τηλεόραση βοήθησε πολύ στο να διατηρηθεί ζωντανή η μαγεία της χρυσής εποχής.
Ακόμη και η εισβολή νέων ηθών στην ελληνική πραγματικότητα δεν στάθηκε ικανή να ξεθωριάσει η λαμπερή εικόνα εκείνων των ταινιών. Η επαναπροβολή τους στη μικρή οθόνη σχεδόν καθημερινά αποτελεί σίγουρη τηλεθέαση και φυσικά κανάλια και διαφημιστές ποντάρουν πολλά επάνω σε μια ελληνική ταινία.
Σήμερα που όλοι μας έχουμε δει τουλάχιστον από 10 φορές τη κάθε ταινία, σίγουρα θα θέλαμε να ξέρουμε τι γινόταν πίσω από τις κάμερες, το παρασκήνιο των ταινιών και φυσικά κάποια γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν αυτό το μαγικό ταξίδι από τη χρονιά του 1951 και από τη ταινία της Φίνος Φιλμ, “Η Αγνή του λιμανιού“. Ο πρώτος γυναικείος ρόλος του έργου είχε γραφτεί αρχικά για τη Μελίνα Μερκούρη. Τόσο ο Γιώργος Τζαβέλλας (σεναριογράφος και σκηνοθέτης) όσο και ο ηθοποιός Αλέκος Αλεξανδράκης επέμεναν για τη συμμετοχή της Μελίνας.
Ο Φίνος δεν ήθελε καν να ακούσει το όνομα της, ίσως αυτό να οφειλόταν στη “συμπεριφορά” της Μερκούρη στην Κατοχή, κατά την οποία είχε χάσει το πατέρα του, και έτσι ο ρόλος δόθηκε στην Ελένη Χατζηαργύρη. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο σκηνοθέτης αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με την έντονη θεατρικότητα του παιξίματος του Γιώργου Γληνού. Ο ρόλος αυτός προοριζόταν για τον Αιμίλιο Βεάκη, τον πρόλαβε όμως ο θάνατος.
Από τα γυρίσματα της ταινίας, “Εκείνες που δεν πρέπει ν΄αγαπούν” του Αλέκου Σακελλάριου με πρωταγωνίστριες την Ειρήνη Παπά και τη Σμαρούλα Γιούλη.
Την ίδια χρονιά, το 1951 δηλαδή, ο Αλέκος Σακελλάριος γυρίζει τη ταινία, “Εκείνες που δεν πρέπει ν΄αγαπούν” με τη θεατρική ντίβα της εποχής, Άννα Καλουτά. Ο ρόλος αρχικά είχε δοθεί στην Ειρήνη Παπά αλλά από τα πρώτα γυρίσματα τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο παραγωγός έκριναν ότι οι “σπορτίβ” εμφανίσεις της δεν την κολάκευαν και γρήγορα πέρασαν στην αντικατάσταση της.
Το καλοκαίρι του 1953 ο Γιώργος Λαζαρίδης μεταφέρει στην οθόνη το έργο του ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά, “Ο Μπαμπάς εκπαιδεύεται“. Εδώ πραγματοποιεί την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση ο Κώστας Βουτσάς (σε ρόλο κομπάρσου) ενώ η Ζωζώ Σαπουντζάκη τραγουδά το “Τηλεφώνησε μου” του Κώστα Μανιατάκη.
Το γύρισμα έγινε στη ταράτσα του θερινού θεάτρου Παλλάς και μάλιστα ανάμεσα στους στίχους υπήρχε και το νούμερο 53131 που ήταν το αληθινό νούμερο του ξενοδοχείου, “Εξέλσιορ”. Μετά τη πρεμιέρα της ταινίας έγινε πανικός από τα τηλεφωνήματα που έπαιρναν και ζητούσαν τη Ζωζώ.
Το καλοκαίρι του 1957 η ανερχόμενη τότε ηθοποιός, Αλίκη Βουγιουκλάκη, γυρίζει πέντε ταινίες που θα της δώσουν το εισιτήριο για να μπει με νέο αέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από τις πέντε αυτές ταινίες, τα “Θολά Νερά” (ή “Ζαβολιάρα”, όπως μετονομάστηκε αργότερα) δημιούργησαν στην Αλίκη πολλά προβλήματα. Τα δύσκολα γυρίσματα αλλά και η στάση του παραγωγού αναγκάζουν τη νεαρή ηθοποιό να βγει στις εφημερίδες και να τα πει έξω από τα δόντια.
Ο παραγωγός της έκανε μήνυση και η Αλίκη κάθισε στο σκαμνί μαζί με τους υπεύθυνους των εφημερίδων που δημοσίευσαν τη συκοφαντική επιστολή της. Η δίκη πήρε πολλές αναβολές και τελικά έγινε τον Απρίλιο του 1961 και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Τα “Θολά νερά” βγήκαν στις αίθουσες στις 04 Απριλίου του 1960 με την Αλίκη ντουμπλαρισμένη στις περισσότερες σκηνές.
Περνάμε στη δεκαετία του 60. Η νέα δεκαετία ξεκινά για τη Τζένη Καρέζη με τη ταινία, “Χριστίνα“. Η εταιρεία παραγωγής ανακοινώνει πως παρτενέρ της θα είναι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Δυστυχώς η συνεργασία αυτή δεν έγινε ποτέ, αν και είχε ανακοινωθεί στο τύπο, συνοδευόμενη με τη σχετική φωτογραφία από τις υπογραφές των συμβολαίων. Τη θέση του Παπαμιχαήλ παίρνει τελικά ο Ανδρέας Μπάρκουλης.
Και μια και έγινε λόγος για τη Τζένη Καρέζη, να σημειώσουμε ότι το νυφικό που φορά στην ταινία της, “Τζένη Τζένη“ (1966), ήταν αυτό που φόρεσε το Μάϊο του 1962 στο γάμο της με το Ζάχο Χατζηφωτίου. Και κάτι που ελάχιστοι ίσως να γνωρίζουν για τη μεγάλη σταρ ήταν ότι ο Αλέξης Δαμιανός την είχε σκεφτεί για τον ρόλο της Ευδοκίας στην ομώνυμη θρυλική ταινία του, αλλά τελικά προτίμησε να δώσει τον ρόλο σε μια πολύ νεότερη ερασιτέχνη ηθοποιό, τη Μαρία Βασιλείου.
Το 1961 στα γυρίσματα της ταινίας, “Αλίμονο στους νέους“, ο μακιγιέρ Dick Bonnor Moris την ώρα που μεταμφιέζει το Δημήτρη Χορν στο ρόλο του ηλικιωμένου, ο κορυφαίος ηθοποιός μας, είπε κάνοντας χιούμορ: “Αντί να μου φέρετε μακιγιέρ να με κάνει γέρο, δεν μου φέρνετε καλύτερα έναν πλαστικό χειρούργο να με κάνει νέο”.
Μια από τις καλύτερες ταινίες του Κώστα Καραγιάννη υπήρξε σίγουρα το “Ένας μάγκας στα σαλόνια“. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής αρχικός πρωταγωνιστής ήταν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Τα γυρίσματα θα ξεκινούσαν αμέσως μετά το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας, “Η Αγάπη μας“. Η αποχώρηση όμως του Παπαμιχαήλ από τον κινηματογραφικό οργανισμό Καραγιάννης – Καρατζόπουλος φέρνει τύχη στο Γιάννη Βόγλη ο οποίος καλείται να κρατήσει το πρώτο ρόλο στο φιλμ.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο (σύμφωνα πάντα με φήμες και δημοσιεύματα), η “Εθνική μας σταρ” αρνείται να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Λιλίκας Νάκου “Η κυρία Ντορεμί“. Λένε μάλιστα πως είχε έρθει σε επαφή και με το σκηνοθέτη, Μιχάλη Κακογιάννη.
Φυσικά πολλά υπήρξαν τα δημοσιεύματα που αφορούσαν τα καλλιτεχνικά βήματα της Αλίκης. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη “πάστα Αλίκη” εμπνευσμένη από τη μεγάλη μας ηθοποιό. Ήταν δημιούργημα του αρχιζαχαροπλάστη, Νικόλαου Νικολτσούδη, ο οποίος σύμφωνα με έντυπο της εποχής αποκάλυψε τα υλικά από τα οποία ήταν φτιαγμένα το συγκεκριμένο γλύκισμα: παντεσπάνι και αμυγδαλοκρέμα,νουγκατίνα, μαρέγκα, σαντιγύ και από επάνω κεράσια και πασπάλισμα από καμμένη ζάχαρη. Γλυκές ιστορίες από το παρελθόν μιας σταρ.
Η Μάρθα Καραγιάννη χορεύει στο μιούζικαλ, “Κορίτσια για φίλημα” φορώντας κοστούμι Οριεντάλ που ανήκει στην χορεύτρια ανατολίτικων χορών Ρέα Μανέλη.
Ίσως το καλύτερο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη να υπήρξε το “Κορίτσια για φίλημα“. Γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1964 από τη Φίνος Φιλμ και για την ιστορία ίσως θα έπρεπε να ειπωθεί ότι είναι η πρώτη ελληνική παραγωγή με στερεοφωνικό ήχο. Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 25 Ιανουαρίου του 1965 στον κινηματογράφο Αττικόν, του οποίου τα μηχανήματα προβολής διαμόρφωσε ο ίδιος ο Φίνος για να έχει το σωστό ηχητικό αποτέλεσμα.
Το κοστούμι, Οριεντάλ που φορά η Μάρθα Καραγιάννη ανήκει στην χορεύτρια ανατολίτικων χορών Ρέα Μανέλλη (εγγονή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και κόρη του κωμικού Φραγκίσκου Μανέλλη). Η Ζωή Λάσκαρη στο φινάλε φορά ένα υπέροχο κοστούμι δανεικό από τη Χρυσούλα Ζώκα, που το είχε φορέσει η τελευταία στη ταινία, “Η κυρία του κυρίου“. Ανάμεσα στα πολλά κορίτσια στο φινάλε του μιούζικαλ εμφανίζεται και η Μπετίνα Τσοπέη, αδελφή της Κορίνας (Μις Υφήλιος).
Κάτι που ελάχιστοι ίσως έχουν προσέξει στο κοινωνικό δράμα, “Οι απόκληροι της κοινωνίας” είναι ότι η πρωταγωνίστρια, Μάρθα Βούρτση εμφανίζεται σε όλο το φιλμ με το ίδιο ρούχο.
Η Μάρθα Βούρτση καθόλη τη διάρκεια του φιλμ “Απόκληροι της κοινωνίας” εμφανίζεται με το ίδιο ρούχο.
Στην ταινία του Φίνου, “Για ποιόν χτυπά η κουδούνα” η ηθοποιός Μπεάτα Ασημακοπούλου υποδύεται τη μητριά της Νόρας Βαλσάμη και όχι τη μητέρα της για λόγους γυναικείας φιλαρέσκειας! Στο αρχικό σενάριο, του Χρήστου Κυριακού, ο ρόλος της Μπεάτας ήταν ρόλος μητέρας. Όταν η ηθοποιός διάβασε το στόρι δήλωσε ότι θα έπαιζε στο φιλμ μονάχα αν ο ρόλος γινόταν ρόλος μητριάς, μια που η Μπεάτα πίστευε πως ήταν ακόμη πολύ νέα για να έχει κόρη στην ηλικία της Νόρας Βαλσάμη.
Η επόμενη λεπτομέρεια αφορά τη ταινία, “Ο Δήμος από τα Τρίκαλα“ του 1961. Σε κάποια σκηνή του φιλμ, μέσα στο φωτογραφείο του Γιάννη Γκιωνάκη υπάρχει στο τοίχο μια φωτογραφία-πορτραίτο της Καίτης Πάνου, από τη δεκαετία του 40. Σεναριακά δεν αναφέρεται ούτε αιτιολογείται και αυτό ίσως συμβαίνει μάλλον επειδή η φωτογραφία είναι αρκετά παλαιότερη (πορτραίτο από τα γυρίσματα της πρώτης ταινίας του Φίνου, “Η φωνή της καρδιάς“) και θεωρήθηκε ότι το κοινό δεν θα αναγνώριζε το εικονιζόμενο πρόσωπο.
Το 1968 η Ρένα Βλαχοπούλου ανήκει στο δυναμικό του κινηματογραφικού οργανισμού Καραγιάννης Καρατζόπουλος. Η τρίτη ταινία που γυρίζει εκεί είναι η “Ζηλιάρα“, την οποία ξεκίνησε με συμπρωταγωνιστή της το Νίκο Σταυρίδη και τελικά μετά την αποχώρηση του κωμικού μας επιστρατεύτηκε ο Γιώργος Κωνσταντίνου.
Άφησα για το τέλος κάτι που ελάχιστοι ίσως να το έχουν προσέξει. Στο “Δον Ζουάν για κλάματα“, κάποιες στιγμές ακούγεται αντί της Άννας Φόνσου, η Νίτσα Μαρούδα. Αυτό έγινε γιατί όταν ξαναβγήκε η ταινία στις αίθουσες (ο αρχικός τίτλος ήταν το “Μωρό μου“) γυρίστηκαν εκ νέου κάποιες σκηνές -όπως αυτές του αεροδρομίου, που γράφει ένα πανό “ζήτω η επανάσταση της 21ης Απριλίου” ενώ το φιλμ είχε γυριστεί πολλά χρόνια πριν. Είχε χαθεί λοιπόν ο ήχος από κάποια αποσπάσματα που μίλαγε η Φόνσου και την ντουμπλάρισε -άχαρα ομολογουμένως- η Νίτσα Μαρούδα.
Ιστορίες, λεπτομέρειες από τα χρόνια της αθωότητας που αν αρχίσουμε να τις αφηγούμαστε θα χρειαστούμε τόμους και φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν έχει καταγραφεί περισσότερο στη συνείδηση μας, παρά μόνο λαμπερές εικόνες από τις μυθικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου…
Η ταινία, “Η Αλίκη στο ναυτικό” προβλήθηκε τη σαιζόν 1960-1961 και έκοψε 213.409 εισιτήρια. Ήρθε στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 58 ταινίες. Πρόκειται για...
Ο Χρήστος Τσαγανέας (2 Ιουλίου 1906 - 2 Ιουλίου 1976) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.Γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Εμφανίστηκε σε...