Η ιστορία του αρχοντικού της ταινίας Το χώμα βάφτηκε κόκκινο

to xoma vaftike kokino
to xoma vaftike kokino
Advertisement

Όταν σεργιανίσει κανείς στα λιτά σοκάκια του δ.δ. Πατουλιάς, αναμφίβολα πέραν των εικόνων από τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες των κατοίκων της, τα βλέμματα θα πέσουν στο διώροφο πέτρινο αρχοντικό (κονάκι) με τους βοηθητικούς χώρους την αποθήκη (κουτσέκι) που δεσπόζει στην ανατολική πλευρά χωριού.

Advertisement

Θα αποτυπώσει στη μνήμη του την αρχιτεκτονική και θα εντυπωσιαστεί πραγματικά αν ξεναγηθεί στους χώρους του, αλλά και στην μεγάλη αυλή.

Ένα κτίριο με μεγάλη ιστορία και σημασία. Φτάνει να σημειώσουμε ότι κτίστηκε στις αρχές του 19ου χωρίς ουσιαστικά κανείς να γνωρίζει με ακρίβεια και να μπορεί να απαντήσει στα εύλογα ερωτήματα που θα προέκυπταν σε ένα επισκέπτη.

Εντούτοις υπερήλικοι κάτοικοι της περιοχής μεταφέρουν ιστορίες που τους διηγήθηκαν οι πρόγονοι τους, κουβέντες και λόγια που θυμίσουν άλλες εποχές, σε ξεναγούν στο παρελθόν της Ελλάδας, σε στιγμές που τις βιώνει κανείς σήμερα ξεφυλλίζοντας τις σελίδες των βιβλίων, ή που αναπαρίστανται στις ταινίες του Ελληνικού κινηματόγραφου.

Η ιστορία του αρχοντικού της ταινίας Το χώμα βάφτηκε κόκκινο

Ανατρέχοντας στην ιστορία του διώροφου αρχοντικού, μέσα από τις παραδόσεις που μεταφέρονται από τους κατοίκους αλλά και μια επιγραφή που βρίσκεται αναρτημένη σε πέτρα στην αποθήκη, το κουτσέκι, όπως το αποκαλούν οι ηλικιωμένοι, το κτίρια κτίστηκαν το 1903.

Στο αρχοντικό έζησαν τρεις γενιές, της οικογένειας Ζουρνάντζη. Σήμερα ιδιοκτήτης του είναι ο κ. Αναστάσιος Ζουρνατζής, γόνος του Κωνσταντίνου Ζουρναντζή ενός γαιοκτήμονα που στις αρχές του 19ου αιώνα απασχολούσε στα χωράφια του ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της Πατουλιάς.

Το σπίτι δεν κατοικήθηκε ποτέ μόνιμα. Περιστασιακά σε αυτό ζούσαν οι ιδιοκτήτες τους. Προσφέρθηκε όμως χωρίς δεύτερη σκέψη από εκείνους, σε κατοίκους του χωριού που οι Γερμανοί την περίοδο της κατοχής έκαψαν τα σπίτια τους.

Στις αρχές της δεκαετίας του΄60 για διάστημα 6 μηνών το σπίτι απέκτησε ζωή. Μια ζωή που οι κάτοικοι της Πατουλιάς την θεώρησαν πρωτόγνωρη για τα δεδομένα του χωριού. Μετά από μια επαφή που είχαν ιδιοκτήτες της οικίας με παραγωγούς του Ελληνικού κινηματογράφου, αποφασίστηκε να γυριστεί ένα μεγάλο μέρος της ταινίας «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο». Μια ταινία σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη, σε σενάριο Nίκου Φώσκολου, σε παραγωγή Φίνος Φιλμ, Δαμασκηνός-Mιχαηλίδης.

Η ταινία ήταν υποψηφία για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1966. Ανεπίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών 1966. Βραβείο μουσικής στο Καρλοβι Βαρι 1966.

Αναδρομή στο παρελθόν και στην ταινία.

«Το 1907 στην ελεύθερη Ελλάδα δεν έχουν ελευθερωθεί όλοι. Στη Θεσσαλία οι αγρότες είναι σκλάβοι στις πεδιάδες των τσιφλικάδων. Την ίδια περίοδο ο μορφωμένος Μαρίνος Αντύπας τριγυρνά στα χωριά ξεσηκώνοντας τους ξωμάχους για να πάρουν τη γη που δουλεύουν και ανήκει σε όλους». Τα παραπάνω αποτελούν μέρος του σεναρίου της ταινίας που έχει προβληθεί κατά καιρούς στους τηλεοπτικούς δέκτες. Όπως προαναφέρθηκε το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στην Πατουλιά και λιγότερο στην Καλαμπάκα.
Η «ΕΡΕΥΝΑ» επισκέφτηκε την Πατουλιά ανατρέχοντας στο παρελθόν, ζητώντας από τους κατοίκους να θυμηθούν εκείνη την εποχή.

Η ιστορία του αρχοντικού της ταινίας Το χώμα βάφτηκε κόκκινο

«Ήταν ένα απόγευμα θυμάμαι σε ηλικία 23 χρονών που είδα στην πλατεία του χωριού να καταφτάνουν αυτοκίνητα. Μπροστά μας ξεπρόβαλλαν οι Nίκος Kούρκουλος, Mαίρη Xρονοπούλου, Γιάννης Bόγλης, Mάνος Kατράκης. Την επόμενη ημέρα ερχόταν οι Ζέτα Οικονόμου και Φαίδων Γεωργίτσης νεαρά παιδιά τότε», μας είπε ο 70χρονος σήμερα κ. Παναγιώτης Λάμπας εργαζόμενος σήμερα στην οικογένεια Ζουρναντζή.
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν. Εξάλλου ήταν ένα σημείο που κέντρισε άμεσα τους συντελεστές του έργου.

Καθημερινά επί 6 μήνες οι ηθοποιοί και τα συνεργεία πηγαινοερχόντουσαν στο σπίτι, τριγυρνούσαν στο χωριό.

«Αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός για την περιοχή και για το χωριό. Ακόμη και σήμερα έρχονται εργαζόμενοι που δούλεψαν για την ταινία για να δουν το χωριό και το σπίτι», πρόσθεσε ο 70χρονος.
Πέραν αυτού στην ταινία βοήθησαν και 120 κομπάρσοι. Άτομα κάθε ηλικίας από την Πατουλιά, το Μεγαλοχώρι, την Φανερωμένη, το Γλίνος, το Αγναντερό Καρδίτσας.
«Ήμουν 10 χρόνων παιδάκι τότε. Ο πατέρας μου διατηρούσε καφενείο στο χωριό. Ερχόταν οι ηθοποιοί και χαζεύαμε όλα τα παιδιά. Αργότερα στο καφενείο γυρίστηκαν κάποιες σκηνές του έργου. Το μεροκάματο που μας ως κομπάρσοι ήταν 23 δραχμές, αρκετά χρήματα για την εποχή, όταν στα χωράφια που απασχολούνταν οι γονείς μας τους έδιναν 14 δραχμές», θυμάται ο κ. Βασίλης Παπαδιάς τέως πρόεδρος του δ.δ.

Οι κάτοικοι της Πατουλιάς, αν και από εκείνη την εποχή πέρασαν 50 περίπου χρόνια θυμούνται. Βλέποντας το έργο βλέπουν πρόσωπα δικά τους που δεν βρίσκονται στην ζωή. Νιώθουν περήφανοι για το χωριό και την ιστορία τους. Συγκινούνται με τις σκηνές, και αναλογίζονται τους μόχθους των προγόνων τους μέσα από τα συμπεράσματα που δίνει η ταινία.

Προηγούμενο άρθροΚώστα τι πάμε να κάνουμε κι εσύ κι εγώ έχουμε παιδιά
Επόμενο άρθροΟ Σφακιανός Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ