Έχοντας κάνει το ντεμπούτο της στο θέατρο στην παράσταση «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, η Ζέτα Αποστόλου περίμενε καρτερικά να πάρει ένα ρόλο αντάξιο του ταλέντου της και όχι εξαιτίας του εκπληκτικού –για την εποχή- κορμιού της. Είχε εκφράσει ανοιχτά το παράπονό της προς τους σκηνοθέτες ζητώντας τους ανοιχτά να σταματήσουν να την γδύνoυν, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Η Ζέτα Αποστόλου είχε γεννηθεί στο χωριό Αθανάσιος Διάκος στην Φωκίδα και από μικρή έδειξε την κλίση της στην υποκριτική, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να σπουδάσει στην Δραματική Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου. Η πρώτη επαφή της με τον χώρο ήταν στην παράσταση «Οδός Ονείρων» ενώ έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο το 1960, συμμετέχοντας στις ταινίες «Η σουσουράδα» και «Αμάρτησα για το παιδί μου».
Εντυπωσιακή παρουσία, με άψογες αναλογίες και απελευθερωμένο πνεύμα, δεν άργησε να έχει προτάσεις να παραμείνει στον χώρο του θεάματος, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Πολλοί επιχειρηματίες της εποχής της ζήτησαν να εργαστεί σε καμπαρέ (που τότε είχαν μεγάλη πέραση) αλλά εκείνη αρνήθηκε πεισματικά, παρά τις πιέσεις και τα πολλά χρήματα που της προσέφεραν.
Αντ’ αυτού προτίμησε να συνεχίσει την πορεία της στο σινεμά, όπου αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της Γκιζέλας Ντάλι, με την ίδια πάντως σταδιακά να μετατρέπεται στην απόλυτη ιέρεια του αισθησιακού κινηματογράφου. Η παρουσία της στις ταινίες της Φίνος Φιλμ την έκαναν γνωστή σε όλη την Ελλάδα, αλλά ήταν και ο λόγος να δεχτεί σκληρή κριτική από μερίδα του κόσμου που πίσω στην δεκαετία του ’60 παρέμενε συντηρητικός και δεν μπορούσε να δεχτεί την εικόνα ενός γυμνoύ γυναικείου κορμιού. Το «έγκλημα» της Ζέτας Αποστόλου ήταν απλά ότι δεχόταν να δείξει το στήθoς της για τις ανάγκες του ρόλου, αλλά ήταν αρκετό για να την καταδικάσει στη συνείδηση των πουριτανών.
Αν και είχε λάβει μέρος σε ταινίες όπως «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» ή «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», έγινε διάσημη μέσα από τους αισθησιακούς ρόλους της, ιδιαίτερα στα φιλμ «Οι εχθροί» και «Αμόκ». Στην πρώτη θεωρείται ότι η σκηνή στην οποία κάνει στριπτίζ προκάλεσε… πολλαπλά εγκεφαλικά στο κοινό, ενώ η δεύτερη μπορεί να μην «περπάτησε» στο ελληνικό συντηρητικό κοινό, αλλά είχε μια (το λιγότερο) αξιοπρεπή πορεία στο εξωτερικό, με την ταινία που έφερε την υπογραφή του Ντίνου Διαμαντόπουλου να μένει ακόμα και για 14 εβδομάδες σε αίθουσες της Νέας Υόρκης!
Βέβαια για την ίδια ήταν ακόμη ένας ρόλος που περιείχε πολύ γυμvό, όπως και τόσοι άλλοι, με αποτέλεσμα σε συνέντευξή της στον δημοσιογράφο και συγγραφέα, Σταμάτη Φιλιππούλη, να βγει και να εκμυστηρευτεί ανοιχτά το παράπονό της. «Καημό το έχω να μου δώσουν κάποτε ένα ρόλο, που να μην με υποχρεώνει να γδύνoμαι. Δεν κάνω την ψευτοσεμνότυφη, αλλά δεν είμαι στριπτιζέζ. Δεν με νοιάζει, γιατί κάνω τη δουλειά μου, εκείνο όμως που θα ευχόμουνα θα ήταν να βρεθεί ένας σκηνοθέτης, που θα μου έδινε την ευκαιρία να με δει το κοινό και ντυμένη» είχε πει χαρακτηριστικά.
Η πορεία της στον κινηματογράφο κράτησε για μια δεκαετία και αναμφίβολα ξεχωριστή θέση στο βιογραφικό της έχει η συμμετοχή της στην γαλλική ταινία «Τα σκυλιά τη νύχτα» η οποία γυρίστηκε στην Ελλάδα, με πρωταγωνίστρια την Ξένια Καλογεροπούλου, όπου έπαιξαν κι άλλα μεγάλα ονόματα όπως η Δέσπω Διαμαντίδου και ο Δήμος Σταρένιος. Μάλιστα, στην ίδια συνέντευξή της στον Σταμάτη Φιλιππούλη μίλησε και για την διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στο… γυμvό για… ηδονοβλεπτικούς λόγους και στο γυμvό για τις ανάγκες ενός ρόλου, λέγοντας: «Δεν με ενοχλεί να γδυθώ μπροστά στον φακό. Αρκεί το γδύσιμo να είναι δεμένο με τον ρόλο μου. Φέτος το καλοκαίρι (σ.σ. 1964) ερμήνευσα ένα τέτοιο βασικό ρόλο στην γαλλική ταινία “Τα Σκυλιά την Νύχτα”. Σ’ αυτή την ταινία εμφανίζομαι και πάλι γυμνή, όχι όμως για να προστεθεί ένα εμπορικό στοιχείο, αλλά γιατί έτσι απαιτεί ο ρόλος»…
Την δεκαετία του ’80 πέρασε (όπως πολλοί άλλοι συνάδελφοί της) από τον χώρο της βιντεοκασέτας, ενώ αργότερα είχε και ορισμένες συμμετοχές σε τηλεοπτικές παραγωγές πριν τελικά αποσυρθεί με διακριτικότητα από τον χώρο του θεάματος, χωρίς έκτοτε να απασχολήσει την επικαιρότητα.