Η Μάρθα Βούρτση είναι η “Βασίλισσα” του κινηματογραφικού μελό. Υπήρξε η λατρεμένη ενός ολόκληρου λαού, που στα χρόνια του 60, είδε στο πρόσωπο της, το κορίτσι της διπλανής πόρτας που μπορούσε να συμπάσχει μαζί της.
Και όμως αυτή η σπουδαία θεατρίνα ξεκίνησε τη καριέρα της στη μεγάλη οθόνη παίζοντας σε κωμωδίες ενώ στο σανίδι υπηρέτησε όλα τα είδη θεάτρου. Από Αρχαίο δράμα και μιούζικαλ μέχρι και επιθεώρηση, αντιμετωπίζοντας τον κάθε ρόλο με την ίδια σοβαρότητα.
Η Μάρθα Βούρτση γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1937. Η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα ερχόμενη από την Οδησσό και η μικρή Μάρθα έλαβε αυστηρή ρωσική ανατροφή.
Μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια καθώς η μητέρα της ήταν εικαστικός και ο πατέρας της Μιχάλης Βούρτσης ήταν μαέστρος, από τους ιδρυτές της Λυρικής σκηνής. Σαν συνθέτης έγραψε ορχηστρικά, φωνητικά και χορωδιακά έργα και φυσικά πολλές εναρμονίσεις δημοτικών τραγουδιών.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Μάρθα τελειώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές της, γράφτηκε στη σχολή του Καρόλου Κουν. Πριν κλείσει ο κύκλος των θεατρικών σπουδών της ανεβαίνει στο σανίδι παίζοντας στο “Πλούτο” του Αριστοφάνη.
Η πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση έγινε το 1958 στην παράσταση, “Λοκαντιέρα“, με το Ελεύθερο θέατρο, έναν εταιρικό θίασο μαζί με τον Κώστα Καζάκο και το Λεωνίδα Τριβιζά.
Στα χρόνια που ακολουθούν με απίστευτη σεμνότητα και χωρίς να χάσει ποτέ τη ξεχωριστή προσωπικότητα της έπαιξε τα πάντα, ενώ τη σεζόν 2007-08, κλείνοντας μισό αιώνα καλλιτεχνικής πορείας βρέθηκε στη σκηνή του θεάτρου Λαμπέτη παίζοντας στο έργο του Καμπανέλλη, “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”.
Στον κινηματογράφο η Μάρθα Βούρτση ξεκίνησε το 1960 με τη ταινία της Φίνος Φιλμ, “Τα κίτρινα γάντια“. Μια κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου με την πρωτοεμφανιζόμενη Μάρθα στο ρόλο της άτακτης υπηρέτριας του Νίκου Σταυρίδη, η οποία τραγουδά μαζί με το Μίμη Φωτόπουλο το χαριτωμένο ρεμπέτικο, “Θα σου δώσω πασαπόρτι” του Τάκη Μωράκη. Θα ακολουθήσουν οι κωμωδίες: “Ο σκληρός άνδρας“(1961), “Το πιθάρι“(1962), “Ο άντρας της γυναίκας μου“(1962) και “ Ο Παράς και ο φουκαράς“(1964).
Το 1962 για την ερμηνεία της στη ταινία, “Προδομένη αγάπη“, η Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών την τίμησε με το βραβείο Β΄γυναικείου ρόλου.
Το 1966 ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών συναδέλφων της ιδρύει τη δική της εταιρεία παραγωγής, τη “Μάρθα Φιλμ“. Προσπαθώντας να δώσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα έχασε πολλά χρήματα και μετά τη διάλυση της εταιρείας εντάχθηκε αρχικά στο δυναμικό της Κλακ Φιλμ.
Εκεί έγινε κινηματογραφικό ζευγάρι με το Νίκο Ξανθόπουλο σε ταινίες οι οποίες απευθύνονταν κυρίως στα πολύ λαϊκά στρώματα της εποχής και πολλές από αυτές έβγαιναν απευθείας σε συνοικιακούς κινηματογράφους.
Το 1968 γυρίζει με τη Φίνος Φιλμ την καλύτερη ίσως ταινία της, το “Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα“. Η σκηνή του σπαραγμού της με την επιστροφή του ψεύτικου και του πραγματικού αρραβωνιαστικού της είναι κομμάτι ανθολογίας. Για την ιστορία να πούμε ότι στη συγκεκριμένη ταινία η Μάρθα τραγουδά το “Μην αργήσεις“, το οποίο ωστόσο κόπηκε στις τηλεοπτικές προβολές.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας της στον κινηματογράφο για τις ανάγκες των σεναρίων τραγούδησε σπουδαίες συνθέσεις κορυφαίων δημιουργών. Κανείς δε μπορεί να ξεχάσει τη σκηνή της ταινίας, “Απόκληροι της κοινωνίας” όπου τραγουδά το θρυλικό, “Ένα αστέρι πέφτει“(κατοπινό σουξέ της Βίκυς Μοσχολιού) αλλά και τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, “Φεύγει ο καλός μου την αυγή” και “Ξέρω ένα δρόμο” από τη ταινία, “Τα δολάρια της Ασπασίας“.
Το 2006 από τη δισκογραφική εταιρεία Minos EMI κυκλοφορεί το 10 ιντσο άλμπουμ με όλα τα κινηματογραφικά της τραγούδια. Η συγκεκριμένη έκδοση είναι περιορισμένων αντιτύπων και σήμερα είναι δυσεύρετη.
Τηλεοπτικά την είδαμε αρχικά το 1985 στη σειρά, “Καπνισμένος ουρανός” ενώ το 1988 είναι η βασική πρωταγωνίστρια στην “Οδό Ανθέων” του Γιάννη Δαλιανίδη. Οι νεότερες γενιές θα τη θυμούνται από τα σίριαλ, “Η Ελίζα και οι άλλοι” και “Η πολυκατοικία“.
Η προσωπική της ζωή κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ελάχιστοι γνωρίζουν τον πρώτο γάμο της με τον ηθοποιό, Κώστα Πίτσιο. Ο δεύτερος σύζυγος της ήταν ο σπουδαίος στιχουργός Ξενοφώντας Φιλέρης, ο οποίος στα χρόνια του 60 εργάστηκε και ως μακιγιέρ, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος σε πολλές ελληνικές ταινίες.
Από το 1967 και μετά μπήκε και στο χώρο της δισκογραφίας υπογράφοντας στιχουργικά περισσότερα από 130 τραγούδια.
Σπάνιος χαρακτήρας, σπάνιο ταλέντο και πραγματική κυρία η Μάρθα Βούρτση υπήρξε μια αυθεντική σταρ, αν και η ίδια δεν αποδέχεται αυτόν το τίτλο. Μπορεί οι επιλογές της στο σινεμά να μην ήταν πάντα πρώτης ποιότητας, αλλά μέσα από το τεράστιο ταλέντο της, τις έκανε να φαίνονται καλύτερες. Προνόμιο μιας μεγάλης θεατρίνας!!!