Στα τέλη του 1944 τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα. Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές.
Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο. Ένα από τα σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου.
Η απώλεια ήταν μεγάλη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, με περοσσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά.
Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου»:
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής.
Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε». Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο με άγνωστο προορισμό. Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας. Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν.
«Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την Αίγινα». Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής. Η ζωή στο στρατόπεδο Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες. Το στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου. Οι Έλληνες, που δεν είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν.
Την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να υποφέρουν. Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά. Οι σκηνές δεν έφταναν για όλους με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν.
Το φαγητό ήταν μια ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους. Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου μέσα στο λιγοστό φαγητό που τους έδιναν. Όλοι έψαχναν διεξόδους που θα κράταγαν ζωντανή την ελπίδα για ζωή. Ο Φωτόπουλος Μίμης βρήκε καταφύγιο στο θέατρο. «Καιρό τώρα σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό.
Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός. Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί». Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους κρατούμενους κάνοντας κάτι δημιουργικό.