Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943, ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια και ερμηνεύτρια του λαϊκού τραγουδιού, γεννημένη στο Μεταξουργείο.
Ξεκίνησε την καριέρα της το Πάσχα του 1962 στην «Τριάνα» του Χειλά δίπλα στο Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα. Καθιερώθηκε το 1964 τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Σταύρου Ξαρχάκου στην κινηματογραφική παραγωγή «Λόλα».
Τον επόμενο χρόνο το τραγούδι της “Ένα αστέρι πέφτει – πέφτει” έγινε μεγάλη επιτυχία συνεχίζοντας σε συνεργασίες, μεταξύ άλλων, με το Γιώργο Ζαμπέτα, το Γιώργο Κατσαρό, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, το Δήμο Μούτση, τον Βασίλη Τσιτσάνη, το Μίμη Πλέσσα, το Γιάννη Σπανό, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Τάκη Μουσαφίρη,τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Σπύρο Παπαβασιλείου, το Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Ζώρζ Μουστακί, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Σταμάτη Κραουνάκη αλλά και με στιχουργούς όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Νίκος Γκάτσος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης.
Τρεις μόλις μήνες μετά την επιβολή της Δικτατορίας του 1967, στις 13 Ιουλίου 1967, η Βίκυ Μοσχολιού μαζί με το Γρ. Μπιθικώτση, τραγούδησαν στο νυκτερινό κέντρο, Δειλινά (Αθήνα), σε πρώτη δημόσια εκτέλεση, τον Ύμνο της 21ης Απριλίου, “Μέσα στ΄ Απρίλη τη γιορτή”, (στίχοι Η. Καραμανέα και μουσική Α. Ρεμούνδου), σε εκδήλωση του τότε Ρ/Σ της ΥΕΝΕΔ υπό την καλλιτεχνική παρουσίαση του Γ. Οικονομίδη.
Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν από τις πρώτες ερμηνεύτριες που τραγούδησαν σε μπουάτ, κάνοντας τις κυριότερες εμφανίσεις της στο «Ζυγό» και το «Zoom» της Πλάκας στο πλευρό του Δήμου Μούτση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας της είχε δώσει συναυλίες ενώ εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, τηςΠερσίας και της Ιορδανίας.
Την Πρωτομαγιά του 1967 παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, αλλά το 1979 πήραν διαζύγιο.
Στα τραγούδια της που έγιναν επιτυχίες συγκαταλέγονται τα: «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Έτσι είν’η ζωή», « Τα Ξημερώματα», « Δεν ξέρω πόσο σ’αγαπώ» , «Θα κλείσω τα μάτια», « Δεν κλαίω για τώρα», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι». Δύο επιτυχίες της ονοματοδότησαν νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».
Η φωνή της Βίκυ Μοσχολιού αποτελούσε και αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες γυναικείες ελληνικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Χαρακτηρίστηκε ως μια φωνή “δωρική”, δηλαδή μια φωνή βαθιά ελληνική, “ντόμπρα”, με μεγάλες φυσικές ικανότητες. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίο πολλοί την χαρακτήρισαν ως “ο θηλυκός Μπιθικώτσης”. Όμως, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, η Μοσχολιού επιβλήθηκε καλλιτεχνικά λόγω της ατέρμονης μοναδικότητας των ερμηνειών της, μια μοναδικότητα που έκανε συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης να χαρακτηρίσουν την φωνή της “ογκόλιθο”. Υπηρέτησε πιστά τον λαϊκό και έντεχνο χώρο, τραγουδώντας ταυτόχρονα κομμάτια διαφορετικής αισθητικής, αποδεικνύοντας πως ήταν καλλιτέχνιδα ολικού περιεχομένου.
Πιο συγκεκριμένα η Βίκυ Μοσχολιού ως τύπος τραγουδίστριας ήταν alto-mezzo, δηλαδή η βαρύτερη γυναικεία φωνή, σαφέστατα στην λαϊκή εκδοχή της. Κατείχε μεγάλη έκταση φωνής, βαριά ηχητικότητα και φυσικά μια μελαγχολική βραχνή χροιά η οποία αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της, καθώς είναι αδύνατο για τους ακροατές να μην καταλάβουν ποια τραγουδάει από την πρώτη κιόλας λέξη. Στις ικανότητες της φωνής της συγκαταλέγονται επίσης το ισχυρό “συρτό” vibrato της, που δραματοποιούσε τις ερμηνείες της κι οδηγούσε σε μια μοναδική επιβολή της φωνητικής δύναμης, τα εκπληκτικά της γυρίσματα, τα οποία της έδιναν την ικανότητα να ερμηνεύει με ευκολία δημοτικά τραγούδια ή τραγούδια με jazz-blues επιρροές.
Βασικότερο στοιχείο όλων αναμφισβήτητα στο φυσικό μουσικό της όργανο ήταν η ασυνήθιστη δύναμη και ο ενστικτώδης συναισθηματισμός. Η δύναμη της φωνής της Μοσχολιού ήταν αξεπέραστη και σε συνδυασμό με την μπάσα φωνή της, η ερμηνεύτρια μπορούσε ξεκάθαρα να ακούγεται ισχυρότερα από ότι μια soprano σε έναν χώρο. Χαρακτηριστικό αυτού του φωνητικού χαρακτηριστικού της, είναι η ερμηνεία της στο τραγούδι “Αλήτης”, στον οποίο η Μοσχολιού, όποτε το τραγουδούσε ζωντανά, κατέβαζε το μικρόφωνο, χαμήλωνε την ορχήστρα και γέμιζε τον χώρο με την επιβλητική φωνή της.
Ο συναισθηματισμός ήταν η δεύτερη μεγάλη κινητήρια δύναμη του οργάνου της. Με την ξεκάθαρη άρθρωση των λέξεων, συμφώνων και φωνηέντων μαζί, η Βίκυ Μοσχολιού κατάφερνε να δραματοποιεί και να αγγίζει ψυχικά, γνωρίζοντας και μη το τι εξιστορεί-ερμηνεύει. Αυτό ήταν και είναι βασικό γνώρισμα του ερμηνευτικού-υποκριτικού ταλέντου της.
Η πληρότητα της σπουδαιότητας της φωνής της σημαδεύονταν από την πρωτοφανή ερμηνεία της. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης την χαρακτήρισε ως “Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού”, διακρίνοντας έτσι την βαθιά θεατρικότητα και υποκριτική ευελιξία την οποία κατείχε η τραγουδίστρια. Ήταν μια πραγματική ερμηνεύτρια, γεμάτη κύρος επί σκηνής, πολύ παραπάνω από τραγουδίστρια, μια φωνή που επανέφερε την αίσθηση του αρχαιοελληνικού δράματος μέσω της έκφρασης του καημού και της χαράς των Ελλήνων του σήμερα.
Το 2008 πωλήθηκε, ύστερα από δημόσια διαμάχη μεταξύ των δύο θυγατέρων της, η μαρμάρινη έπαυλη 1.200 τ.μ., στην οποία έζησε.
To 2010 η στενή συνεργάτης της Βίκυς, Αρετή Γκόρντον, αποφάσισε να κυκλοφορήσει βιβλίο με τη ζωή της τραγουδίστριας, δίχως τη συγκατάθεση της οικογένειάς της. Έτσι οι κόρες της Βίκυς έμαθαν από τον περιοδικό Τύπο ότι πρόκειται να κυκλοφορήσει το βιβλίο “Θυμάμαι τη Βίκυ Μοσχολιού” με προσωπικές λεπτομέρειες από τη ζωή της.
Οι κόρες της ήθελαν να ενημερωθούν πριν την έκδοση του βιβλίου και μάλιστα ενοχλήθηκαν από την αναφορά σχετικά με το σπίτι της μητέρας τους. Έτσι έστειλαν εξώδικο στην Αρετή Γκόρντον για τη δημοσιοποίηση στοιχείων της ζωής της μητέρας τους.
Η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε από τη ζωή στις 16 Αυγούστου 2005, έπειτα από διετή μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 62 ετών.