Η κάλπικη λίρα: Γνωρίζατε ότι…

Η κάλπικη λίρα
Advertisement

Ήταν τρεις μέρες πριν μπει το 1956 όταν μια ελληνική ταινία θα έγραφε ιστορία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και όχι μόνο. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1955 προβάλλεται για πρώτη φορά στους κινηματογράφους “Η κάλπικη λίρα” και ανοίγει τον δρόμο για τις σπονδυλωτές ταινίες στην Ελλάδα, όντας η πρώτη που γυρίστηκε και παίχτηκε ποτέ στη χώρα μας.

Advertisement

Ένα αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου που κατάφερε τελικά να ξεχωρίσει όχι μόνο στην χώρα μας αλλά παγκοσμίως κερδίζοντας μάλιστα και πολλές διακρίσεις. Μια κάλπικη λίρα κατάφερε να κερδίσει κοινό και κριτικούς προκαλώντας εκατοντάδες διθυραμβικά σχόλια. Πράγμα που κάνει ακόμη και σήμερα σε όποιον τη δει. Προκαλεί τα ίδια συναισθήματα ακόμη και μετά από περισσότερο από μισό αιώνα προβολής.

Αυτό που πρέπει αρχικά να γνωρίζεις είτε έχεις δει είτε όχι την “Κάλπικη λίρα” είναι ότι αποτελεί την πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο για εκείνη την εποχή. Τα μέσα ήταν πενιχρά όχι μόνο για να γυριστεί μια ταινία, πόσω μάλλον να συνδεθούν στην ουσία τέσσερα διαφορετικά σκηνικά σε ένα.

kalpiki lira 1

Και αλήθεια πόσα άλλα γνωρίζεις για το αριστούργημα αυτό του ελληνικού κινημαστογράφου; Γνώριζες, για παράδειγμα, ότι ο κορυφαίος Γάλλος θεωρητικός του κινηματογράφου, Ζορζ Σαντούλ είχε συμπεριλάβει την ταινία στη λίστα του με τις χίλιες καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Όπως επίσης ότι η εγχώρια ένωση κριτικών κινηματογράφου την επέλεξε το 1985 ως μια από τις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών;

Πράγματι η επιτυχία της ήταν τόσο μεγάλη ότι τράβηξε τα βλέμματα (αλλά και ένα βραβείο) στο φεστιβάλ Βενετίας. Το επόμενο βήμα ήταν το φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Επιπλέον μια τέτοια παραγωγή δε θα μπορούσε να μην συμμετέχει στο επίσημο διαγωνιστικό του κορυφαίου κινηματογραφικού φεστιβάλ του κόσμου, δηλαδή το φεστιβάλ των Καννών.

Ακόμη και στη Ρωσία όχι μόνο ενθουσίασε το κοινό αλλά χαρακτηριστικό είναι ότι προβλήθηκε ταυτόχρονα σε 1000 αίθουσες, προκαλώντας αίσθηση στην τοπική κοινωνία.

Και φυσικά μετά την τόση επιτυχία δε θα μπορούσε να μην κάνει και ρεκόρ εισπράξεων τη χρονιά που προβλήθηκε. Συγκεκριμένα η ταινία, “Η Κάλπικη λίρα” έκοψε 211.780 εισιτήρια, δηλαδή ρεκόρ για την εποχή. Αλλά ακόμη και μετά από σχεδόν 60 χρόνια έκανε τη διαφορά καθώς το 2012 αποτέλεσε την πρώτη ελληνική ταινία η οποία επανακυκλοφόρησε στις αίθουσες των κινηματογράφων.

kalpiki lira 4

Τέτοια επανακυκλοφορία δεν είχε ξαναγίνει σε ελληνικό έργο. Η επανακυκλοφορία του 2012 έγινε από τον κινηματογραφικό οργανισμό Καραγιάννης – Καρατζόπουλος (τα δικαιώματά τους ανήκουν σήμερα), ο οποίος ανέλαβε την ψηφιοποίηση της ταινίας. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά εντυπωσιακό μιας και σε αυτή τη νέα μορφή όλος ο κόσμος της “Κάλπικης λίρας” παίρνει χρώμα και ζωντανεύει.

Η ταινία, “Η κάλπικη λίρα” γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Ανζερβός. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1954, ενώ και τα μέσα που διατέθηκαν ήταν πενιχρά. Εν συνεχεία, τη διεύθυνση παραγωγής την ανέλαβε ο Γιώργος Τζαβέλλας, με βοηθό τον Εμμανουήλ Καλογερόπουλο. Η σκηνοθεσία φέρει την υπογραφή του ιδίου, σε δικό του σενάριο, ενώ ο βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Ναπολέων Ελευθερίου.

Ωστόσο, την παραγωγή πλαισίωσαν και μερικοί ακόμα, όπως στη διεύθυνση της φωτογραφίας οι Κώστας Θεοδωρίδης και Γιώργος Τσαούλης με βοηθό τον Γρηγόρη Δανάλη, το μοντάζ ο Κώστας Τσαούλης, τη σκηνογραφία ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, την ηχοληψία ο Τάκης Κόντος, με τεχνικό ήχου τον Γιώργο Νιαγάσα. Και το μακιγιάζ το ανέλαβε ο Νίκος Βαρβερής. Τέλος, η μουσική σύνθεση ανήκει στον Μάνο Χατζιδάκι.

Η ταινία, “Η κάλπικη λίρα” πέρα από τη σκηνοθετική σφραγίδα του Γιώργου Τζαβέλλα, πλαισιώθηκε κι από ένα αξιόλογο καστ. Οι ηθοποιοί ανήκαν στην αφρόκρεμα της εποχής. Οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στην ταινία θεωρούνται, έως και σήμερα, ανάμεσα στους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, που ήταν ένας από τους καλύτερους Έλληνες κωμικούς της εποχής, μετά την ταινία, “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”, όπως η Ίλυα Λιβυκού, που διακρινόταν ως κινηματογραφικό ζευγάρι με τον Λογοθετίδη.

kalpiki lira 7

Όπως ο Μίμης Φωτόπουλος με ταινίες όπως, “Ο γρουσούζης”, “Εκατό χιλιάδες λίρες”, “Οι Απάχηδες των Αθηνών”, η Σπεράντζα Βρανά με το “Η ωραία των Αθηνών”, ο Ορέστης Μακρής με μία από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, “Ο μεθύστακας”, ενώ, τέλος, το δίδυμο Δημήτρη Χορν και Έλλης Λαμπέτη που είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.

Η κάλπικη λίρα: Η υπόθεση της ταινίας

Στην πραγματικότητα βλέπουμε ταυτόχρονα την εξέλιξη τεσσάρων ιστοριών οι οποίες έχουν ένα κοινό στοιχείο. Και αυτό δεν είναι άλλο από μια κάλπικη λίρα. Η συγκεκριμένη λίρα μεταφέρεται με έναν ιδιαίτερο και έξυπνο τρόπο από τη μία ιστορία στην άλλη.

Η κάλπικη λίρα: 1η Ιστορία

Η πρώτη ιστορία αφορά τον Ανάργυρο, ένα τίμιο βιοπαλαιστή και άριστο τεχνίτη, ο οποίος αφιέρωσε όλη του σχεδόν τη ζωή, δουλεύοντας ως χαράκτης, για να μαζέψει 100 λίρες. Απέναντι από το μαγαζί του, υπάρχει το γραφείο του Μιλτιάδη, του χρηματιστή, όπου ο Ανάργυρος εξαργύρωνε τις λίρες του.

Όταν μαζεύει την εκατοστή, ο Ντίνος, ο υπάλληλος, που άκουσε πως ο Ανάργυρος έχει 100 λίρες στην κατοχή του, τον προσεγγίζει για να του προτείνει μία ατιμία: εφόσον τυγχάνει άριστος τεχνίτης, του προτείνει να φτιάξει κάλπικες λίρες κι εκείνος να τις διοχετεύσει στην αγορά. Ο Ανάργυρος αρχικά αρνείται.

Αργότερα, ο Ντίνος, καθότι εργένης ο Ανάργυρος, του θίγει το θέμα του έρωτα, κι ότι με τα λεφτά έρχονται και οι γυναίκες. Έτσι, του γνωρίζει τη Φίφη, μία χωρισμένη γυναίκα, που είχε παντρευτεί έναν πλούσιο άντρα. Παρ’ όλα αυτά, η Φίφη είναι, παράλληλα, ερωμένη του Ντίνου, και στήνουν παγίδα στον Ανάργυρο. Εκείνη, όμως, προδίδει και τον Ντίνο και πουλάει έρωτα στον Ανάργυρο, για να τον πείσει να φτιάξει κάλπικες λίρες, καθότι σε λίγο θα χάσει τα όποια πλούτη είχε αποκομίσει από τον πλούσιο γάμο της. Ο αφελής Ανάργυρος δέχεται.

kalpiki lira 5

Έτσι, στήνουν στο υπόγειο του σπιτιού της ένα μικρό εργαστήρι για την κατασκευή των λιρών. Ο Ανάργυρος σπαταλά και τις 100 λίρες που είχε, για να εξοπλίσει το εργαστήρι του. Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή φτιάχνει τη κάλπικη λίρα, πριν προχωρήσουν, θέλουν να τη δοκιμάσουν στην αγορά.

Η δοκιμή αποτυχαίνει, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται από τον ήχο της ότι είναι κάλπικη. Κατόπιν, ο Ντίνος συλλαμβάνεται από την αστυνομία για κλοπές στο γραφείο όπου δουλεύει, πράγμα που δεν γνώριζε ο Ανάργυρος, που όταν βλέπει τη σύλληψη του κόβονται τα πόδια, καταστρέφει όλο τον εξοπλισμός του εργαστηρίου και εγκαταλείπει τη Φιφή.

Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζει έναν Ελληνοαμερικάνο, ο οποίος τον θέλει για να φιλοτεχνήσει το τέμπλο της εκκλησίας του χωριού του. Αυτό είναι ένα όνειρο ζωής για τον Ανάργυρο. Η κάλπικη λίρα του μένει και καθώς δεν θέλει να την καταστρέψει, τη δίνει σε έναν τυφλό ζητιάνο, ο οποίος μόνο τυφλός δεν είναι και καταλαβαίνει πως πρόκειται περί κάλπικης.

Η κάλπικη λίρα: 2η Ιστορία

Η δεύτερη ιστορία ξεκινά με τον “τυφλό” ζητιάνο να προσπαθεί να απαλλαγεί από την κάλπικη λίρα. Εις μάτην όμως. Χάνει μία ολόκληρη μέρα χωρίς να καταφέρει τίποτα. Έτσι, όταν βραδιάζει, γυρνά στη γνωστή του γωνία, η οποία, προς έκπληξη του, είναι πιασμένη από τη Μαρία, μία ιερόδουλη. Η Μαρία καταλαβαίνει πως δεν είναι τυφλός επειδή, όταν σκύβει να δει το καλσόν της, ο “τυφλός” καρφώνει τα μάτια του εκεί πέρα. Κατόπιν ξεκινά ένας μεγάλος καβγάς μεταξύ τους.

Η διαμάχη συνεχίζεται και τις επόμενες μέρες για το ποιος θα αποχωρίσει από εκείνη τη θέση: ο ένας χαλάει τη δουλειά του άλλου. Παρ’ όλα αυτά, όταν έρχεται ο αστυφύλακας, κανείς δεν καταδίδει τον άλλον. Παράλληλα, ο τυφλός χάνει και την ημέρα του, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τη λίρα. Σαν τελευταία λύση, εφόσον είχε απογοητευτεί, σκέφτεται να τη δώσει στη Μαρία.

kalpiki lira 3

Όταν η Μαρία βλέπει τη λίρα ενθουσιάζεται και προτίθεται να κάνει έρωτα μαζί του. Το επόμενο πρωί, όμως, η Μαρία, παρά την αλλαγμένη προς αυτή διάθεση του ζητιάνου, ζητά τη λίρα, η οποία όμως είχε ξεγλιστρίσει από τη σκισμένη τσέπη του “τυφλού”. Κατόπιν, της αποκαλύπτει πως, έτσι κι αλλιώς, ήταν κάλπικη και ξεκινά κι άλλος μεγάλος καβγάς, ο οποίος διακόπτεται από τον αστυφύλακα. Στη γωνία, τέλος, δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.

Η κάλπικη λίρα: 3η Ιστορια

Η τρίτη ιστορία ξεκινά με μία άπορη οικογένεια, η οποία ζει φτωχικά αλλά ευτυχισμένα από τη δουλειά του Αναστάση, του πατέρα, που είναι μπογιατζής. Η Φανίτσα είναι η κορούλα του μπογιατζή. Ο Αναστάσης, όποτε δεν έχει δουλειά, προσφέρεται στους καταστηματάρχες, όπου χρωστάει, να τους μπογιατίσει το μαγαζί για να πατσίσουν. Ο μόνος που δεν θέλει άσπρισμα για να πατσίσουν είναι ο σπιτονοικοκύρης του, ο Μαυρίδης, ο οποίος τον απειλεί ότι, αν δεν πάρει τα χρωστούμενα νοίκια του, θα τους φέρει κλητήρα και θα τους κάνει έξωση.

Όταν η Φανίτσα δεν τρώει το φαγητό της, ο πατέρας της τη φοβίζει ότι θα έρθει ο Μαυρίδης, που “ως γνωστό τρώει παιδιά” (όπως της λέει) και θα φάει και εκείνη. Έτσι, η Φανή μέχρι και εφιάλτες βλέπει με τον Μαυρίδη και στο παιδικό της μυαλό φαίνεται πιο φοβερός και από δράκο παραμυθιού.

Η Φανίτσα, πλέον, όποτε τον βλέπει αρχίζει να στριγγλίζει, χωρίς εκείνος να ξέρει το γιατί. Μία μέρα η οικογένεια Μαυρίδη έχει τραπέζι στον Κώστα, τον ανιψιό του Μαυρίδη. Ο Μαυρίδης τότε αρχίζει να φωνάζει στη γυναίκα του για το πόσο ακριβό είναι το κρέας, ενώ εκείνη αρχίζει να του κάνει παράπονα για αυτό το ελάττωμα, τη φιλαργυρία του, και, δείχνοντας του την οικογένεια του Αναστάση, που παίζει με τη Φανή, του είπε ότι αυτοί είναι πιο “πλούσιοι” από αυτούς, γιατί είναι ευτυχισμένοι.

Με τον Κώστα (τον ανιψιό του) συζητούν για τις εξώσεις που προτίθεται να κάνει, όμως η γυναίκα του, τον παρακαλεί να μην κάνει έξωση στον Αναστάση για το κοριτσάκι τους, έτσι πάει ξανά να τους ζητήσει το νοίκι. Εκεί συναντά μόνο τη Φανίτσα, η οποία από τον τρόμο της μπαίνει κάτω από το κρεβάτι για να σωθεί.

Ο Μαυρίδης τη ρωτά γιατί αντιδράει έτσι, και εκείνη του λέει ό,τι ακούει από τους μεγάλους: “ότι τρώει ανθρώπους”, “ότι τους ρουφάει το αίμα”, “ότι θα πεθάνει και θα τα πάρει μαζί του”, και άλλα τέτοια. Ο Μαυρίδης γίνεται έξαλλος από αυτά που ακούει και, τελικά, τους πηγαίνει δικαστικώς με απόφαση, αν έως το τέλος του μήνα δεν πληρώσουν, να τους κάνει την έξωση.

kalpiki lira 6

Η μοίρα όμως παίζει περίεργο παιχνίδι στον Αναστάση (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αφηγητής), και πεθαίνει πριν προλάβει να ξεχρεώσει. Έτσι, η μητέρα ξεκινά να πλένει ρούχα, κι αφού αρρωσταίνει κι αυτή, η Φανίτσα κλέβει λουλούδια από τους τάφους του νεκροταφείου για να τα πουλάει. Ωστόσο, φτάνουν τα Χριστούγεννα και η Φανίτσα σκέφτεται τον πατέρα της, που της είχε πάρει μία κούκλα δώρο.

Η τύχη, παρ’ όλα αυτά, την φέρνει στη λίρα που είχε χάσει ο ζητιάνος και, δείχνοντας την στη μητέρα της, της λέει εκείνη να πάει να της τη χαλάσουν, όμως κανείς δεν θέλει γιατί είναι κάλπικη. Επιστρέφοντας στο σπίτι βουρκωμένη, τη βλέπει ο Μαυρίδης, και αναρωτιέται γιατί κλαίει.

Τότε εκείνη του λέει όλη την ιστορία κι ακόμη ότι η λίρα είναι κάλπικη και εκείνος της χαλάει τη λίρα, έτσι κι αλλιώς, και της δίνει και τα ψώνια που κρατάει για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με μοναδικό αντάλλαγμα ένα φιλί. Τέλος, τον βλέπει η γυναίκα του ακόμα έξω από το σπίτι και του ζητά φλουρί για τη βασιλόπιτα, εκείνος της δίνει εκείνη την κάλπικη λίρα, την οποία κερδίζει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Αλίκη και ο Παύλος.

Η κάλπικη λίρα: 4η Ιστορία

Η τέταρτη και τελευταία ιστορία ξεκινά στη φτωχική σοφίτα του Παύλου, ενός ζωγράφου, που κάνει μποέμικη ζωή. Μαζί του μένει και η γυναίκα του, η Αλίκη, κόρη πλούσιας οικογένειας. Οι οικονομίες τους δεν φτάνουν ούτε για τα βασικά, αλλά υπάρχει μεγάλη αγάπη. Μία φορά, λοιπόν, καθώς η Αλίκη αγκαλιάζει τον Παύλο του λέει: σ’ αγαπώ.

Εκείνος εμπνέεται από το γυναικείο πρόσωπο, που τόσο αγνά και αληθινά λέει σ’ αγαπώ, και αποφασίζει να απαθανατίσει αυτό το βλέμμα, ζωγραφίζοντας το. Εκείνη τη λίρα που έχουν κερδίσει από τον θείο του Παύλου, τον Μαυρίδη, τη βάζουν σε έναν κουμπαρά, παίρνοντας όρκο να μη τη χαλάσουν ποτέ, ως δείγμα που αντικατοπτρίζει την αγάπη τους.

Για μέρες η Αλίκη κάθεται εκεί και του λέει σ’ αγαπώ, αλλά αυτός ο πίνακας ποτέ δεν τελειώνει, γιατί κι ο Παύλος την αγαπά, κι όλο αρχίζουν τις αγκαλιές. Παράλληλα, τα πράγματα όλο και δυσκολεύουν, οι μαγαζάτορες του κόβουν και την πίστωση, ενώ τους έχουν κόψει και το ρεύμα και το αέριο. Τη λίρα όμως, δεν τη χαλάνε.

Ο Παύλος σαν μποέμ καλλιτέχνης που είναι δεν θέλει να δουλέψει και, μετά από συζήτηση, ο Παύλος λέει στην Αλίκη ότι οι καλλιτέχνες καλύτερα να μην παντρεύονται. Εν συνεχεία, όμως, ο Παύλος πηγαίνει τελικά και βάφει μία ταβερνίτσα στην Πλάκα. Γυρίζοντας όμως η Αλίκη έχει φύγει, αφήνοντας ένα γράμμα, στο οποίο του γράφει πως δεν θέλει να σταθεί εμπόδιο στην τέχνη του, ενώ, τέλος, ημιτελής έμεινε και ο πίνακας “σ’ αγαπώ”.

kalpiki lira 2

Ο καιρός περνά και η Αλίκη, που έχει γυρίσει στον πατέρα της, του κάνει τη χάρη να παντρευτεί έναν οικογενειακό, πλούσιο, φίλο. Ωστόσο, δεν σταματά ποτέ να αγαπά τον Παύλο. Μετά το ταξίδι του μέλιτος, η Αλίκη πηγαίνει με τον Δημήτρη, τον άντρα της, σε εκείνη την ταβέρνα, όπου ο Παύλος είχε ζωγραφίσει αρχικά ένα κίτρινο φεγγάρι και αργότερα την είχε βάψει. Εκεί, ρωτά τον ταβερνιάρη για τον Παύλο κι εκείνος της λέει ότι ακόμα είναι ο ίδιος κι ότι ακόμα πεινάει, ενώ, τέλος, της λέει ότι ετοιμάζει έκθεση με τους πίνακες του.

Στην έκθεση αυτή, υπάρχει και ο πίνακας “σ’ αγαπώ”. Αυτό δεν αρέσει στον Δημήτρη: να “εκθέτουν” τη γυναίκα του. Έτσι πηγαίνει να τον αγοράσει, αλλά ο πίνακας δεν πουλιέται. Όταν ο Παύλος τους βλέπει, λέει: Δεν πουλιέται, κύριε. Μπορεί κάποτε να πουλήθηκε το μοντέλο αλλά ο πίνακας, όχι. Αργότερα, η Αλίκη αποκτά και παιδί.

Ο Παύλος, όμως, αν και γίνεται ένας διάσημος ζωγράφος, συνέχισε να ζει μποέμικα. Έτσι, σκέφτεται να σπάσει τον κουμπαρά για να χαλάσει τη λίρα. Προς έκπληξη του, όμως, του λένε πως τελικά είναι κάλπικη. Εφτά χρόνια περνούν και ο Παύλος συναντά ξανά την Αλίκη. Της λέει ότι η λίρα ήταν, τελικά, κάλπικη, αλλά εκείνη λέει πως ο έρωτας τους δεν ήταν κι αυτός κάλπικος. Οι δύο νέοι, αν και ο ένας αγαπά τον άλλον ακόμα, τραβούν ξανά για τις ζωές τους, με τον Παύλο να πετάει κάτω στον δρόμο τη λίρα.

Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς υπάρχει αφηγητής, που συνδέει τις 4 αυτές ιστορίες. Ο ίδιος κλείνει την ταινία με τη φράση: “Κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία… κάλπικο είναι, γενικά το χρήμα…”. Αυτή η φράση περικλύει ουσιαστικά και το κεντρικό νόημα του αριστουργηματικού αυτού φιλμ.

Τη σύνδεση των 4 ιστοριών μεταξύ τους κάνει ο Δημήτρης Μυράτ, ο οποίος στην ταινία έχει το ρόλο του αφηγητή. “Ο παράς είναι πάντα κάλπικος” αναφέρει ο ίδιος στο τέλος κάθε αυτοτελούς επεισοδίου, μήνυμα που αποτελεί το κεντρικό νόημα γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ζωές των πρωταγωνιστών: ότι δηλαδή η άνευ όρων αναζήτηση του χρήματος μπορεί να μετατρέψει τη ζωή των ανθρώπων από γνήσια, ως προς τα αισθήματα και τις σχέσεις, σε κάλπικη.

Το σχετικό ρεπορτάζ του περιοδικού της εποχής «Κινηματογραφικός Αστήρ», τα λέει όλα:

«Η πρώτη προβολή της εν Αθήναις έκλεισε με 210 χιλ. περίπου εισιτήρια. Εν συνεχεία προεβλήθη στο “Ίρις” και απέδωσεν επί τέσσαρας συνεχείς εβδομάδας 34.000 εισιτήρια με τιμήν 10 δρχ. αντί της συνήθους των 5 δρχ. Εις το “Παλλάς” του Πειραιώς εσημείωσεν 48.836 εισιτήρια. Επίσης με ηυξημένον εισιτήριον προεβλήθη εις τους κιν/φους “Ατθίς” Αθηνών, “Βαλκάνια” Πειραιώς, “Ορφεύς” Κοκκινιάς, πραγματοποιήσασα διπλάσια των συνήθων εισιτήρια.

Καταπληκτική ήτο επίσης η επιτυχία εις Θεσσαλονίκην όπου προεβλήθη δια 4ην εβδομάδα εις τα “Ηλύσια” με υπερτιμημένον εισιτήριον. Εις Καβάλαν, Σέρρας, Ηράκλειον, Λάρισαν, Βόλον και Πάτρας εδημιούργησε ρεκόρ ελληνικών και ξένων ταινιών με ηυξημένον εισιτήριον κατά 25%.Λαμβανομένης υπ’ όψιν αυτής της αυξήσεως της τιμής των εισιτηρίων και του γεγονότος ότι η διάρκεια της προβολής είναι άνω των δύο ωρών, η απόδοσις της κινήσεως πρέπει να θεωρηθή ηυξημένη τουλάχιστον κατά 50% πλέον των πραγματοποιουμένων συνήθως εισιτηρίων».

Προηγούμενο άρθροΣαμιαμίδι: Η τύχη του σπιτιού μας
Επόμενο άρθροΑλέκος Σακελλάριος – Νίκη Λινάρδου: Σπάνια φωτογραφία από τον γάμο τους