Η ταινία, “Οι άσσοι του γηπέδου” προβλήθηκε την σαιζόν 1955-1956 και έκοψε 19.726 εισιτήρια. Ήρθε στην 16η θέση σε 24 ταινίες. Η πρώτη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη.
Όλοι οι “Άσσοι του γηπέδου” της εποχής και της ταινίας.Με το χαρτί στο χέρι καθοδηγεί ο Βασίλης Γεωργιάδης.
-Η κριτικός κινηματογράφου Ελένη Βλάχου είχε γράψει για αυτήν την ταινία, στην εφημερίδα “Η Καθημερινή: “Είναι μια ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα και επειδή χρησιμοποιεί νέα εκφραστικά μέσα, έχει βάλει το όνομα ενός βοηθού του.”.
-Η γλώσσα της ταινίας είναι σε Ελληνικά και Ιταλικά.
-Η ταινία, “Οι άσσοι του γηπέδου” βγήκε στους κινηματογράφους στις 12 Μαρτίου 1956 (την ίδια ακριβώς ημέρα με την ταινία «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη).
Περίληψη της ταινίας, “Οι άσσοι του γηπέδου”
Η ιστορία επικεντρώνεται στις δραστηριότητες μερικών απο τους πιο δημοφιλείς ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του ’50, όταν δεν υπήρχε ακόμα επαγγελματικό ποδόσφαιρο και οι παίκτες αγωνίζονταν απο αγάπη για το άθλημα και για τη δόξα.
Ο Ανδρέας Μουράτης κάνει τον αφισοκολλητή, ο Κώστας Λινοξυλάκης σπουδάζει μηχανικός στο πολυτεχνείο, ο Λάκης Πετρόπουλος -γνωστός ως Δον Ζουάν των γηπέδων- ξετρελαίνει κάθε όμορφη κοπέλα που συναντά, ο Κώστας Πούλης δουλεύει σε γκαράζ ενώ ο γάμος του Στάθη Μανταλόζη δοκιμάζεται, επειδή η γυναίκα του δεν συμμερίζεται την αγάπη του για το ποδόσφαιρο.
Μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό του Λινοξυλάκη, ο Μουράτης δημιουργεί επεισόδιο στα αποδυτήρια και το Ανώτατο Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του προέδρου τον τιμωρεί με αποκλεισμό από τους αγώνες της Εθνικής ομάδας.
Ο Άλκης Κούρκουλος είναι Έλληνας ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 1967. Ο πατέρας του ήταν ο γνωστός ηθοποιός Νίκος Κούρκουλος και η μητέρα του η Μελίτα Κουτσογιάννη-Κούρκουλου, βοηθός σκηνοθέτη. Οι γονείς του δημιούργησαν το θέατρο ΚΑΠΠΑ, το οποίο ανέλαβε και ανέβασε δικές του παραγωγές αργότερα.
Ο Άλκις (Αλκίνοος) Κούρκουλος πήρε το πρώτο του χειροκρότημα στο θέατρο την ημέρα που γεννήθηκε, καθώς ο πατέρας του λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης Ίλια Ντάρλινγκ στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ πληροφορήθηκε από τηλεγράφημα τη γέννηση του, εκείνο το βράδυ ο μαέστρος λίκνιζε τα χέρια του σαν να νανούριζε μωρό, με το τέλος της παράστασης το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Νίκος Κούρκουλος και Άλκις Κούρκουλος
Ο Άλκις Κούρκουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα κοντά στο Πεδίον του Άρεως, όπου ζει μέχρι και σήμερα. Όταν ήταν μόλις τριών μηνών ταξίδεψε στην Αμερική με την μητέρα του για να συναντήσει για πρώτη φορά τον πατέρα του. Έχει τρία αδέλφια: τη Μελίτα και την Εριέττα και τον Φίλιππο από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του με τη Μαριάννα Λάτση. Νονά του είναι η Ελληνίδα ηθοποιός, Μαίρη Χρονοπούλου που υπήρξε πολύ στενή φίλη του πατέρα του.
Μικρός δεν ήθελε να ασχοληθεί με την υποκριτική, σε ηλικία 13 ετών μάλιστα είχε δηλώσει πως θα άλλαζε το επίθετο του. Μικρός δεν ήταν ήσυχος και άλλαξε κάποιες φορές σχολείο.
Ο Άλκις Κούρκουλος σπούδασε στη Σχολή Κινηματογράφου Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου διεύθυνση φωτογραφίας. Στη συνέχεια σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως βοηθός σκηνοθέτη και ηχολήπτης. Το 1985 έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο, στην ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, Η Σκιάχτρα, παίζοντας έναν νεαρό που ερωτεύεται μια νεράιδα. Ακολούθησε το 1987 η πρώτη εμφάνιση στην τηλεόραση στο Παραμύθι χωρίς όνομα του Μανουσάκη και πάλι στην ΕΤ1. Το 1989 εμφανίζεται στο θέατρο με το έργο Γεια Σου, του Μπέρναρντ Σλέιντ. Πολύ γνωστός έγινε από την ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου Άντε Γεια το 1990 και εντάχθηκε στη λίστα με τους ταχύτατα ανερχόμενους ζεν πρεμιέ.
Ακολούθησαν οι μεγάλες του επιτυχίες μέσα από τη συχνότητα του Mega Channel Αναστασία (1993) και Λόγω Τιμής (1996). Έπειτα πρωταγωνίστησε στο Κρεσέντο στο Star (2000) και στο Ξέχασε Με στον Alpha (2004).
Στον κινηματογράφο ο Άλκις Κούρκουλος έπαιξε στις ταινίες, Προς την ελευθερία (1996), Black Out (1998), Το φως που σβήνει (2000), Poker Face (2012), Τέλειοι Ξένοι (2016)
Η θεατρική του καριέρα συνεχίστηκε με συμμετοχές σε κεντρικά και περιφερειακά θέατρα. Mετά το Γεια Σου (1989) ακολούθησαν Διπλή Απιστία (1991), το Ημερολόγιο της Άννας Φράνκ (1992), το Φιντανάκι (1995), Ο θάνατος του εμποράκου (2002), Fool for love (2010), Πρόβα Νυφικού (2013), Μυστικοί Αρραβώνες (2014), Φιλουμένα (2015), Ταρτούφος (2016), Μαντάμ Σουσού (2017), Art (2018).
Δραστηριοποιήθηκε και ως παραγωγός για ένα διάστημα στο θέατρο ΚΑΠΠΑ, γεγονός που όπως έχει δηλώσει τον κατέστρεψε οικονομικά.
Έχει δανείσει τη φωνή του στο Σερίφη Γούντι, στη μεταγλώττιση της αμερικανικής σειράς ταινιών Toy Story.
Ο ίδιος, όπως έχει πει σε συνέντευξή του, θέλει να περνά καλά στις παραγωγές που συμμετέχει για αυτό άλλωστε έχει απορρίψει κάποιες επαγγελματικές προτάσεις, καθώς αισθανόταν πως δεν θα ικανοποιούνταν. Δεν υπήρξε ποτέ καριερίστας.
Ο Άλκις Κούρκουλος είχε λίγες και μακροχρόνιες σχέσεις. Ήταν με την τραγουδίστρια Τάνια Τσανακλίδου,την ηθοποιό Χρύσα Παππά και την Ευγενία Δημητροπούλου. Δεν έχει παντρευτεί, και δεν τον ενδιαφέρει ο γάμος. Δηλώνει πως δεν έκανε παιδιά γιατί δεν έτυχε, αν και υπήρξαν στιγμές που θέλησε να αποκτήσει.
Ο Άλκις Κούρκουλος αγαπά, εκτός από το θέατρο, την ταχύτητα, τις μηχανές μεγάλου κυβισμού, τα αυτοκίνητα, τον Παναθηναϊκό, τη ροκ, την τζαζ και τα ιδιαίτερα gadget. Μάλιστα, έτρεχε σε αγώνες ράλλυ για ένα διάστημα.
Στάθης Ψάλτης: 6 Αν και πολλοί πιστευουν πως ο Στάθης Ψάλτης γύρισε πάρα πολλές βιντεοταινίες κάνουν λάθος καθώς ο αγαπημένος αυτός ηθοποιός γύρισε μόνο έξι. Μάλιστα σε μια το 1987 με τίτλο, “Της κακομοίρας” συμπρωταγωνιστεί με τον Λάκη Λαζόπουλο, την Άννα Παναγιωτοπούλου, την Μίνα Αδαμάκη και την Μίρκα Παπακωνσταντίνου. Ενώ τραγουδούν ο Λευτέρης Πανταζής και ο νέος τότε Στέλιος Ρόκκος.
Ρένα Παγκράτη: 11 Απ’όλες τις γυναίκες πρωταγωνίστριες εκείνης της δεκαετίας η Ρένα Παγκράτη γύρισε τις λιγότερες βιντεοταινίες. Μόλις 11 στον αριθμό με τις εφτά από αυτές να έχει σκηνοθετήσει ο Όμηρος Ευστρατιάδης ενώ πιο πετυχημένη ήταν η κωμωδία, “Η Μαντόνα απ’την Δραπετσώνα”.
Πάνος Μιχαλόπουλος: 13 Δεκατρείς βιντεοταινίες γύρισε ο γοητευτικός ηθοποιός με πιο γνωστή το κοινωνικό δράμα, “Παλικάρι στα θρανία” σε σκηνοθεσία του Κώστα Καραγιάννη. Επίσης στην κωμωδία του Γιάννη Χαρτοματζίδη, “Εραστής απο χαρτόνι” το σενάριο υπέγραφε η τότε σύζυγος του ηθοποιού Ρούλα Κορομηλά.
Σκηνή από την ταινία, “Έλα να γυμνωθούμε ντάρλινγκ”.
Σοφία Αλιμπέρτη: 15 Ακριβώς 15 βιντεοταινίες γύρισε η ανερχόμενη τότε ηθοποιός Σοφία Αλιμπέρτη και μάλιστα στο πλάι γνωστών πρωταγωνιστών όπως του Νίκου Γαλανού και του Γιάννη Βόγλη. Ενώ σε τρείς συμπρωταγωνίστησε με τον Γιάννη Βούρο και σε άλλες τρείς με τον Αλμπέρτο Εσκενάζυ.
Μιχάλης Μόσιος: 15 Ο συγκεκριμένος ηθοποιός είναι από τους λίγους που έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με έναν ρόλο κι αυτό γιατί στις 14 απο τις 15 βιντεοταινίες που γύρισε υποδύθηκε τον καλοκάγαθο, Ταμτάκο. Μάλιστα όλες αυτές γυρίστηκαν μέσα στην τριετία 1986 – 1989. Σημαντικό επίσης είναι πως σε μια από αυτές με τίτλο, “Χαμός στο Αιγάλεω σίτυ” την μουσική έγραψε ο σπουδαίος Γιώργος Ζαμπέτας.
Έφη Πικούλα: 17 Αν και πολύ μικρή τότε η Έφη Πίκουλα εκτός απο κινηματογραφικές ταινίες γύρισε και 17 βιντεοταινίες με τις 8 από αυτές να είναι σε σκηνοθεσία του μετέπειτα συζύγου της Τάκη Βουγιουκλάκη.
Σταμάτης Γαρδέλης: 22 Ο νεαρός ηθοποιός την δεκαετία του ’80 ήταν το απόλυτο είδωλο δεκάδων κοριτσιών. Γύρισε συνολικά 22 βιντεοταινίες με τρείς εξ αυτών να υπογράφει σεναριακά ο Μιχάλης Ρέππας ενώ μια μουσική κωμωδία με τίτλο, “Μουσικός και τζέντλεμάν” να την σκηνοθετεί ο ίδιος. Επίσης ο Σταμάτης Γαρδέλης είναι ο μοναδικός έλληνας ηθοποιός που έπαξε σε βιντεοταινία γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Νέα Υόρκη. Πρόκειται για το κοινωνικό δράμα του Γιάννη Δαλιανίδη, “Χαμένοι στο Μανχάταν”.
Ελένη Φιλίνη: 23 Η πανέμορφη ηθοποιός έπαιξε σε 23 βιντεοταινίες με πιο γνωστή την κωμωδία, “Η γυναικάρα με τα πράσινα” του 1985. Την χρονιά που γύρισε και την, “Λεονώρα” στο πλευρό του Χρήστου Πάρλα μια αιαθηματική κωμωδία σε σενάριο την Μέλπως Ζαρόκωστα και σκηνοθεσία του Κώστα Καραγιάννη.
Ισμήνη Καλέση: 25 Η πληθωρική σεξοβόμβα της δεκαετίας του ’80 έπαιξε σε 25 βιντεοταινίες με πιο γνωστή την κωμωδία του Τάκη Βουγιουκλάκη, “Χάρισε μου το γουνάκι σου”. Ενώ επίσης πετυχημένη ήταν και η συμμετοχή της στην βιντεοταινία του 1989, “Κύριε καθηγητά που κοιμηθήκατε χθες”.
Κώστας Τσάκωνας: 27 Ο αγαπητός ηθοποιός με την χαρακτηριστική φωνή συμμετείχε αε 27 βιντεοταινίες με πιο γνωστή την κωμωδία του Τάκη Βουγιουκλάκη, “Η μεγάλη απόφραξη”. Επίσης δύο από αυτές είναι σε σενάρια δικά του. Πρόκειται για τις κωμωδίες, “Φαλακρός στόχος” του 1987 και “Ο κόμης Τσάκωνας και οι δρακουλίτσες του” το 1989.
Καίτη Φίνου: 31 Η αγαπητή ηθοποιός που το όνομα της έχει συνδεθεί όσο λίγα με την δεκαετία του ’80 έπαιξε σε 31 βιντεοταινίες με τις πιο πολλές να της γυρίζει το 1987 (11). Ενώ μια από αυτές η αισθηματική κωμωδία, “Καλωσόρισες έρωτα” είναι σε σενάριο της γνωστής ηθοποιού, Μέλπως Ζαρόκωστα.
Στήβ Ντούζος: 32 Ο πληθωρικός ηθοποιός που έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από την κινηματογραφική ταινία, “Ρόδα τσάντα και κοπάνα” στη συνέχεια πρωταγωνίστησε η συμμετείχε σε 32 βιντεοταινίες διαφόρων σκηνοθετών ενώ σε δύο από αυτές συνεργάστηκε με τον πατέρα του Ανδρέα Ντούζο. Πρόκειται για την κωμωδία, “Έξαλλος κι ωραίος” και “Κως, το κυνήγι των παρανόμων”. Μάλιστα και οι δύο γυρίστηκαν το 1986.
Βάνα Μπάρμπα: 34 Η εκρηκτική Βάνα Μπάρμπα μετά της στέψη της στα Καλλιστεία του 1984 ξεκίνησε την καριέρα της στον χώρο της υποκριτικής μέσα από κινηματογραφικές ταινίες ενώ παράλληλα πρωταγωνίστησε η συμμετείχε σε 34 βιντεοταινίες με πιο πετυχημένη του Νίκου Φώσκολου, “Άγνωστος πόλεμος 1: Καταδικασμένη σε θάνατο”. Επίσης συμπρωταγωνίστησε και με τον Γιώργο Κιμούλη στην περιπέτεια του Γιώργου Λαζαρίδη, “Ο άγραφος νόμος”.
Βίνα Ασίκη: 42 15 το 1987 Η όμορφη ηθοποιός είναι αυτή που πρωταγωνίστησε η συμμετείχε στις περισσότερες βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80. Συνολικά γύρισε 42 βιντεοταινίες και συνεργάστηκε με όλους τους σκηνοθέτες του είδους την περίοδο εκείνη όπως τους : Γιάννη Δαλιανίδη, Τάκη Βουγιουκλάκη, Όμηρο Ευστρατιάδη, Βαγγέλη Φουρνιστάκη, Φίλιππο Φυλακτό, Κώστα Μπακοδήμο, Γιώργο Μυλωνά, Απόστολο Τεγόπουλο και Νίκο Ζερβό.
Η ταινία, “Χειροκροτήματα” προβλήθηκε ξανά στο “Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης” το Νοέμβριο του 1994.
Τα “Χειροκροτήματα” είναι δραματική-μουσική ταινία του 1944-1945, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, με πρωταγωνιστή το γνωστό συνθέτη Αττίκ (Κλέωνα Τριανταφύλλου). Η υπόθεση παρουσιάζει ομοιότητα με την πραγματική ζωή του πρωταγωνιστή. Αξιοσημείωτη είναι η θεματική συγγένειά της με τη γνωστή ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, Τα φώτα της ράμπας, η οποία βέβαια είναι μεταγενέστερη (του 1952).
Η ταινία, “Χειροκροτήματα” γυρίστηκε εξ ολοκλήρου τη νύχτα, λόγω οικονομίας στο ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς εξωτερικά πλάνα, στο στούντιο της Νόβακ – Ωρίων, που ήταν το τελειότερο της εποχής.
Ο ίδιος ο Νόβακ υποστήριζε ότι πλέον το ελληνικό φιλμ δε φοβάται τα “εσωτερικά γυρίσματα”, διότι υπήρχε η πείρα του πώς επιτυγχάνεται ο κατάλληλος φωτισμός. Τα πλάνα με το κοινό γυρίστηκαν με προσκεκλημένους στις 28 Νοεμβρίου 1943 στον κινηματογράφο Ρεξ.
Στην ταινία, “Χειροκροτήματα” ακούγονται πολλές γνωστές μελωδίες του πρωταγωνιστή, καθώς και το “Μόνο για σένα”, που αποτελούσε το λάιτ μοτίβ. Μέχρι τα γυρίσματα εκείνα το όνομα της πρωταγωνίστριας παρέμενε μυστικό, ως ιδεώδης αποκάλυψη. Αρχικά, ο Τζαβέλλας είχε προσφέρει το ρόλο αυτό στη Στέλλα Γκρέκα. Ο τότε σύζυγός της, όμως, Ορέστης Λάσκος την πίεσε να αρνηθεί, ώστε να παίξει στη δική του ταινία, τις Ραγισμένες καρδιές.
Η πρεμιέρα δόθηκε την 1η Μαΐου 1944. Λίγο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας ο Αττίκ πέθανε από τις κακουχίες και τις στερήσεις της Κατοχής. Η ταινία, “Χειροκροτήματα” είναι η μοναδική του εμφάνιση στον κινηματογράφο.
Περίληψη της ταινίας, “Χειροκροτήματα”
Ένας διάσημος συνθέτης, στη δύση της καριέρας του, γνωρίζει μια νεαρή, ταλαντούχα τραγουδίστρια, την Νόρα. Την προσλαμβάνει στο θίασό του και κάνει τα πάντα για να την κάνει πρώτο όνομα στο θέατρο. Ένα βράδυ ανακαλύπτει ότι η Νόρα έχει δεσμό με τον νεαρό βιολιστή της ορχήστρας, Στέφανο.
Πληγωμένος και απογοητευμένος εγκαταλείπει το θέατρο και καταλήγει να παίζει μουσική σε ταβέρνες για να εξασφαλίσει το μεροκάματο. Μια μέρα πηγαίνει στο θέατρο, όπου η άλλοτε προστατευομένη του, είχε γίνει διάσημη. Βγάζει ένα εισιτήριο γαλαρίας για να δει την παράσταση. Στη διάρκεια του έργου εκείνη τον διακρίνει μέσα στο πλήθος και τον προσκαλεί να την συνοδεύσει στο πιάνο. Ο ηλικιωμένος άνδρας ανεβαίνει στη σκηνή ενώ το κοινό τον αναγνωρίζει και τον αποθεώνει.
Η ταινία, “Αγάπη για πάντα” προβλήθηκε τη σαιζόν 1969-1970 και έκοψε 266.826 εισιτήρια. Ήρθε στην 23η θέση σε 99 ταινίες.
Μετά από 9 χρόνια συνεργασίας με τον σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη, η Ζωή Λάσκαρη αποφασίζει να κάνει την πρώτη της ταινία με άλλο σκηνοθέτη για να ανανεωθεί κινηματογραφικά. Έτσι, συνεργάζεται με τον Βασίλη Γεωργιάδη, σε μια από τις λίγες συμμετοχές του σε ταινίες της Φίνος Φιλμ.
Περίληψη: Ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο (Ζωή Λάσκαρη) και ένας ταλαντούχος αλλά φτωχός πιανίστας (Γιάννης Φέρτης) ερωτεύονται αλλά οι γονείς της έχουν διαφορετική άποψη για έναν επικείμενο γάμο απορρίπτοντας τον και προωθώντας έναν πολύφερνο γαμπρό της «τάξης» τους.
Η επιμονή των γονιών της όσο και μια παρεξήγηση με τον αγαπημένο της, την ωθούν αρχικά να δεχτεί να αρραβωνιαστεί με τις ευλογίες της οικογένειας της, έναν πλούσιο μεγαλοεπιχειρηματία.
Ένα ατύχημα στο χέρι, αναγκάζει τον φτωχό πιανίστα να μείνει μακριά από το πιάνο του φέρνοντας όμως ξανά πίσω την αγαπημένη του για να του συμπαρασταθεί καθώς έχει χάσει την πίστη του ότι μια μέρα θα μπορέσει να γίνει διάσημος πιανίστας και να τον εγκαταλείπει αμέσως μετά την αποθεραπεία του. Ωστόσο ένα άλλο μεγάλο γεγονός θα τους ξαναφέρει πάλι μαζί.
Ο Παύλος Ευαγγελόπουλος γεννήθηκε στο Κέδρος της Καρδίτσας στις 15 Ιανουαρίου του 1962 και είναι Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του θεάτρου.
Αποτέλεσε έναν από τους πιο γνωστούς και γοητευτικούς ηθοποιούς της δεκαετίας του 1980, παίζοντας σε πολλές ταινίες και βιντεοταινίες της εποχής.
Ο Παύλος Ευαγγελόπουλος έχει παίξει σε πολλές τηλεοπτικές σειρές και σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Στην ελληνική τηλεόραση έκανε το ντεμπούτο του το 1983 στα “Καθημερινά” και αμέσως μετά στα “Λιονταράκια του κυρ Ηλία” του Γιάννη Δαλιανίδη το 1985.
Το 1990 συνεργάστηκε και πάλι με τον Δαλιανίδη στο “Το Ρετιρέ” του Mega, που είναι μια από τις πιο επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές και μπήκε στο “πάνθεον” των επαναλήψεων του ίδιου καναλιού.
Επίσης, μεγάλη επιτυχία αποτέλεσε για τον ίδιο η συμμετοχή του στο σίριαλ του Mega “Οι Μικρομεσαίοι” το 1992, καθώς και η εμφάνισή του ήταν στην αισθηματική σειρά, “Όσο υπάρχει αγάπη” του ΑΝΤ1 το 2001.
Από το 2016, παίζει στην επιτυχημένη σειρά του ALPHA “Έλα στη θέση μου”, ερμηνεύοντας το ρόλο του Λεωνίδα Καλατζή.
Ο Παύλος Ευαγγελόπουλος επέλεξε συνειδητά να μη δημιουργήσει οικογένεια. Όπως είχε πει σε παλιότερη συνέντευξή του, «δεν πιστεύω στην τύχη. Αν θέλεις να κάνεις οικογένεια, την κάνεις. Δεν είχα ποτέ στο κεφάλι μου να δημιουργήσω οικογένεια. Δεν έκατσα ποτέ να το σκεφτώ. Ούτε μπήκα ποτέ στη διαδικασία να το αναλύσω, γιατί δεν ήθελα».
Αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν πως υπήρχε αντιζηλία με τον Πάνο Μιχαλόπουλο αλλά και τον Σταμάτη Γαρδέλη, μιας και οι αφίσες τους ήταν κρεμασμένοι στους τοίχους όλων των κοριτσίστικων δωματίων.
Ποιος/ποια ηθοποιός της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου γύρισε τις περισσότερες βιντεοταινίες την δεκαετία του ΄80 και ποιος/ποια τις λιγότερες;
Λάκης Κομνηνός: Ο ηθοποιός γύρισε μόνο μια βιντεοταινία. Πρόκειται για το κοινωνικό δράμα του Νίκου Φώσκολου, “Θανάσιμο δίλημμα” που γύρισε το 1989 με συμπρωταγωνίστρια την Τόνια Καζιάνη.
Η Νόρα Βαλσάμη.
Νόρα Βαλσάμη: 2 Την μια εκ των δύο με τίτλο “Ο πεταλούδας πάει στον παράδεισο ” σκηνοθέτησε ο σύζυγος της Ερρίκος Ανδρέου και την μουσική έγραψε ο γιός του Μίμη Πλέσσα, Αντώνης. Ενώ στην άλλη βιντεοταινία, “Ένας λαθρεπιβάτης στην καρδιά μου” συμπρωταγωνιστεί με τον Κώστα Σπυρόπουλο.
Ζωή Λάσκαρη: 2 Στην μια το 1985 είχε συμπρωταγωνιστή τον Αλέκο Αλεξανδράκη σχεδόν 22 χρόνια μετά την πρώτη τους συνεργασία. Η δευτερη είναι σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Φώσκολου και πρόκειται για μια τριλογία με θέμα μια γυναίκα θύμα των Ες Ες.
Αλέκος Αλεξανδράκης: 4 Οι δύο είναι σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη, “Παράξενη συνάντηση” το 1986 και “Αντίστροφη πορεία” 1987 με συμπρωταγωνίστρια την Ζωή Λάσκαρη.
Άγγελος Αντωνόπουλος: 4 Από τις οποίες οι δύο είναι ο “Άγνωστος πόλεμος” σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Φώσκολου.
Ο Μίμης Φωτόπουλος.
Μίμης Φωτόπουλος: 4 O αγαπητός αυτός ηθοποιός έπαιξε σε τέσσερις μόνο βιντεοταινίες με τελευταία την κωμωδία, “Μασάζ για όλα τα γούστα” που κυκλοφόρησε στα βιντεοκλάμπ το 1987 λίγους μόνο μήνες μετά τον θάνατο του τον Οκτώβριο του 1986.
Νίκος Ξανθόπουλος: 6 Στίς τέσσερις συμπρωταγωνίστησε με την Χριστίνα Σύλβα ενώ όλες ήταν σε σενάριο και σκηνοθεσία του Απόστολου Τεγόπουλου.
Μάρω Κοντού: 7 Η πρώτη της βιντεοταίνια ήταν το 1985 ενώ μέχρι το τέλος του 1989 γύρισε άλλες 6 με τελευταία την διλογία του Νίκου Φώσκολου, “Άβε μαφία… Εθνική ομάδα απατεώνων.
Θανάσης Βέγγος: 8 Όλες σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Λαζαρίδη ενώ η μια ήταν με τίτλο, “Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης” έδωσε την ιδέα για την ομότιτλη σειρά που παίχτηκε στον Αντ1 στις αρχές του 1990.
Η Μάρθα Καραγιάννη.
Μάρθα Καραγιάννη: 9 Μάλιστα στην μια με τίτλο, “Μια τρελή τρελή ζωντοχήρα” υπέγραψε και το σενάριο και συμμετείχε και η επιστήθια φίλη της Ντόρα Δούμα.
Γιώργος Κωνσταντίνου: 10 Σε όλες υπογράφει το σενάριο άλλα και την σκηνοθεσία ενώ σε δύο συμπρωταγωνιστεί με την Τζοβάνα Φραγκούλη. Ενώ ποιό γνωστή είναι η βιντεοταινία, “Κύριε καθηγητά … που κοιμηθήκατε χθες”.
Ρένα Βλαχοπούλου: 11 Στις τέσσερις από αυτές το σενάριο ανήκει στον Χάρη Ρώμα με τον οποίο ξανασυνεργάστηκε το 1991 στην τηλεοπτική σειρά του Αντ1, “Μάμα μια” που επίσης έγραψε.
Ντίνος Ηλιόπουλος: 16 Σε μια συμπρωταγωνίστησε με την Άννα Καλουτά, πρόκειται για την κωμωδία του Στέλιου Στυλιανού, “Ελεήστε γιατί χανόμαστε” που γυρίστηκε το 1987.
Νίκος Γαλανός: 17 Ο ηθοποιός είναι ο μόνος που πρωταγωνίστησε σε σίκουελ βιντεοταινίας καθώς μετά την επιτυχία της αισθηματικής κωμωδίας, “Ο σοφός και η Σοφία” το 1987 γύρισε έναν χρόνο μετά την συνέχεια, “Ο σοφός και η Σοφία 2” με την Σοφία Αλιμπέρτη στο πλευρό του.
Ο Κώστας Βουτσάς.
Κώστας Βουτσάς: 25 Σε δύο έγραψε ο ίδιος το σενάριο. Πρόκειται για τις κωμωδίες, “Ο υπαλληλάκος πάει στον παράδεισο” του 1989 και “Γαμπρός με το ζόρι” του 1990.
Αλέκος Τζανετάκος: 28 Στις 12 έγραψε ο ίδιος το σενάριο. Ενώ μέσα στο 1987 γύρισε 12 και η τελευταία ήταν το 1990.
Γιάννης Γκιωνάκης: 34 Σε κάποιες συμπρωταγωνιστεί με την κόρη του Πωλίνα Γκιωνάκη ενώ το 1988 έπαιξε και με την Άντζελα Δημητρίου στην κοινωνική ταινία του Γιώργου Λαζαρίδη, “Άντζελα ο πειρασμός”.
Σωτήρης Μουστάκας: 43 Στις 8 συμπρωταγωνίστει με την σύζυγο του Μαρία Μπονέλου. 18 το 1988, 11 το 1987, 9 το 1989, 3 το 1986, 1 το 1990 και 1 το 1985.
Νίκος Ρίζος: 58 Είναι ο ηθοποιός με τις περισσότερες βιντεοταινίες και όλες γυρίστηκαν μέσα σε μια πενταετία. Συγκεκριμένα: 19 το 1987, 15 το 1986, 8 το 1985, 8 το 1988, 6 το 1989 και μια το 1990. Μάλιστα στην κωμωδία, “Οι ερωτιάρηδες” το σενάριο έγραψε ο ηθοποιός Βάσος Ανδριανός. Ενώ δύο άλλες υπέγραψαν σεναριακά ο Παύλος Λιάρος και η Μαίρη Βιδάλη η οποία ήταν και η πρωταγωνίστρια.
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και τραγουδοποιός που έλαμψε στις πίστες και τη δισκογραφία. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές του λαϊκού και ελαφρολαϊκού τραγουδιού, με στιβαρή φωνή και μεγάλες διαχρονικές επιτυχίες.Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές που υπήρξαν.
Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1935 στη Νιγρίτα Σερρών. Ήταν γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Το 1947, μετακόμισε στον Επτάλοφο των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης.Έναν χρόνο αργότερα, ο πατέρας του απεβίωσε.
Από μικρός ο Στράτος Διονυσίου βγήκε στη βιοπάλη και το 1947 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε ως μικροπωλητής, εργάτης και ράφτης, προτού ασχοληθεί με το τραγούδι. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση έγινε στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης, όπου έκανε αίσθηση με την πλούσια και τη γεμάτη φωνή του, με τη χαρακτηριστική και υπέροχη βραχνάδα.
Εκεί γνώρισε και τη σύντροφο της ζωής του Γεωργία Λαβένη, με την οποία ανέβηκε στα σκαλιά της εκκλησίας το 1955. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Άγγελο (γ. 1957), τον Στέλιο (γ. 1974) και τον Διαμαντή (γ. 1977), που ακολούθησαν τα βήματα του πατέρα τους και την Τασούλα (1959-2012).
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να κατέβει στην Αθήνα, όπως και τόσοι άλλοι καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη. Συνεργάζεται αρχικά με την Καίτη Γκρέυ και το 1959 εμφανίζεται στη δισκογραφία με το τραγούδι του Σταύρου Χατζιδάκη και του Χρήστου Κολοκοτρώνη «Δεν είμαι ένοχος».
Ο κόσμος άρχισε να τον γνωρίζει και οι δισκογραφικές εταιρείες δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν. Υπογράφει συμβόλαιο με την «Κολούμπια» και κάνει τις πρώτες επιτυχίες του: «Δεν με πόνεσε κανείς» (διασκευή από ινδικό τραγούδι), «Στης Αγάπης μου το Δίσκο» ή «Ηλεκτρόφωνο» (μουσική και στίχοι Μπάμπη Μπακάλη), «Φύγε φύγε» (Στράτου Ατταλίδη / Κώστα Βίρβου) και άλλες.
Το όνομά του άρχισε να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό και οι μεγάλοι δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού άρχισαν να του εμπιστεύονται παλιές τους επιτυχίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε δεύτερη εκτέλεση με τη φωνή του: «Αχάριστη» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Πριν το χάραμα» του Γιάννη Παπαϊωάννου, «Η μπαμπέσα» του Γιώργου Μητσάκη, «Το φτωχομπούζουκο» του Μανώλη Χιώτη.
Το 1967 είναι μια χρονιά σταθμός για την καριέρα του, καθώς γνωρίζεται με τον Άκη Πάνου, ο οποίος του γράφει μερικές από τις μεγάλες του επιτυχίες: «Γιατί, καλέ γειτόνισσα» (1968), «Φέρτε το παιδί του χάρου» (1971), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Ήταν ψεύτικα» (1972), «Μια γυναίκα» (1984), «Ασ’ τη να φύγει» (1984) κ.ά.
Ο Μίμης Πλέσσας τον ανακαλύπτει, όταν τραγουδά στο κέντρο «Σου-Μου» της Ιεράς Οδού δίπλα στην Ανθούλα Αλιφραγκή και του δίνει να τραγουδήσει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έγραψε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι σημείωσε τεράστια επιτυχία πριν ακόμη βγει το φιλμ στους κινηματογράφους στις αρχές του 1970.
Ακολούθησαν όμως κι άλλοι, πολλοί δίσκοι, με τραγούδια που έγιναν το ίδιο ή και ακόμη πιο μεγάλες επιτυχίες: «Ο παλιατζής» (1969) και «Αγάπη μου επικίνδυνη» (1969) των Αντώνη Ρεπάνη και Δημήτρη Γκούτη και «Αφιλότιμη» (1972) των Γιώργου Χατζηνάσιου και Τάσου Οικονόμου.
Σε μία περίοδο που η καριέρα του είχε απογειωθεί, ο Στράτος Διονυσίου έμπλεξε σε μια υπόθεση ναρκωτικών, που ο ίδιος τη χαρακτήρισε πλεκτάνη. Στις 30 Μαΐου 1975 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 3 ετών κι εκτόπιση τριών ετών στα Γιάννινα για κατοχή ποσότητας ναρκωτικών (χασίς). Οδηγήθηκε στις φυλακές της Τίρυνθας, όπου παρέμεινε μέχρι το Πάσχα του 1976, οπότε αποφυλακίστηκε. Η καριέρα του, όμως, είχε πάρει την κατιούσα και το καλλιτεχνικό κύκλωμα τον είχε απορρίψει.
Με τη βοήθεια του στενού του φίλου Τόλη Βοσκόπουλου, που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στις πίστες, ο Στράτος Διονυσίου κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο με διαχρονικές επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Τα πήρες όλα» (1981) και «Και λέγε λέγε» (1981) των Θανάση Πολυκανδριώτη και Γιάννη Πάριου, «Άκου, βρε φίλε» (1982) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Ο Σαλονικιός» (1985) και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (1985) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Εγώ ο ξένος» (1988) και «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988) του Τάκη Μουσαφίρη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 είχε μαζί του τη Χαρούλα Αλεξίου, η οποία έκανε τις δεύτερες φωνές. Ακολούθησε μια πολύχρονη συνεργασία με τη Μαρίνα Βλαχάκη και τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του πάνω στην πίστα δίπλα του ήταν η Κική Λουκά.
Ο Στράτος Διονυσίου υπήρξε από τις στιβαρότερες και δυνατότερες φωνές μιας και επηρεασμένος μουσικά από τον ιεροψάλτη πατέρα του απέκτησε μια βυζαντινή δωρικότητα, αξιοθαύμαστο μουσικό φαινόμενο στο λαϊκό μας πεντάγραμμο.
Ο Τάκης Μουσαφίρης τον θεωρεί Θεϊκό τραγουδιστή μιας και ήταν ο μόνος στη δισκογραφία που ηχογραφούσε μία και έξω δίσκο μέσα σε λίγες ώρες καθιστώντας τον ανεπανάληπτο και αφήνοντας του πάντες άναυδους.
Ο Τάκης Σούκας έχει δηλώσει για τον Διονυσίου ότι «είναι ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια φορά στα τόσα χρόνια τον τόνο του!». Τη στιβαρότητα της φωνής του έχει μνημονεύσει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Ο Στράτος Διονυσίου πέθανε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής το πρωί της 11ης Μαΐου 1990, σε ηλικία 54 ετών. Βρέθηκε λιπόθυμος σε σουίτα του ξενοδοχείου «Χανδρής» στη λεωφόρο Συγγρού (απέναντι από τον Ιππόδρομο του Νέου Φαλήρου), την οποία νοίκιαζε για να παρακολουθεί, όχι μόνο τις αγαπημένες του ιπποδρομίες, αλλά και την προπόνηση των αλόγων του. Άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, τραγουδούσε στο μαγαζί Στράτος, ενώ νωρίτερα, το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε 9 τραγούδια για τον δίσκο Ποιος άλλος που κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Σύμφωνα με τον στιχουργό Τάκη Μουσαφίρη, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα ήταν το, Μη μ’ αφήνεις μόνο μου.
Η κηδεία του ήταν πάνδημη και την παρακολούθησαν χιλιάδες θαυμαστών του στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Από τα τέσσερα παιδιά του Στράτου, ο Άγγελος και ο Στέλιος Διονυσίου είναι επίσης τραγουδιστές. Η Τασούλα Διονυσίου απεβίωσε τον Απρίλιο του 2012 σε ηλικία 53 ετών, ενώ το τέταρτο παιδί, ο Διαμαντής Διονυσίου, ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία το χειμώνα του 2007 σε κέντρα της Αθήνας.
Σήμερα, το όνομά του φέρουν οδοί στα Τρίκαλα, τη Λάρισα και τους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης.
1ον. Στους τίτλους της ταινίας αναγράφονται τα ονόματα δύο ηθοποιών που όμως δεν εμφανίζονται στην ταινία. Πρόκειται για την Νίτσα Μαρούδα και την Ρένα Πασχαλίδου.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι σκηνές τους κόπηκαν κατά την διάρκεια του μοντάζ.
Σκηνή από την ταινία, “Η νεράιδα και το παλικάρι”.
2ον. Ο Νίκος Τσούκας ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή για τον ρόλο του Νομάρχη και προκειμένου να είναι στην ταινία η αμοιβή του αυξήθηκε κατά πολύ.
Αυτό συνέβη γιατί όλα τα δικά του γυρίσματα θα γινόταν στην Κρήτη και θα έπρεπε να εγκαταλείψει μια θεατρική παράσταση που είχε κλείσει για εκείνη την περίοδο.
3ον. Όλες οι εσωτερικές σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στο στούντιο της Φίνος Φιλμ κι όχι σε αυθεντικούς χώρους που επιλέχθηκαν όπως το σπίτι του Νίκου Κούνδουρου στην Κρήτη.
4ον. Του στίχους στο τραγούδι, “Ήτανε κάποιος άνθρωπος” έχει γράψει ο σκηνοθέτης της ταινίας Ντίνος Δημόπουλος.
5ον. Για μουσική επένδυση της ταινίας είχε γίνει ανάθεση στον Μάνο Λοΐζο που σε συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο είχαν γράψει δύο τραγούδια. Το ντουέτο, “Ανέβα στο χαγιάτι μου” με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να ενώνει για άλλη μια φορά τις φωνές του. Και το “Ρίξε 12 μαχαίρια” ένα υπέροχο ένα ζεϊμπέκικο που ερμήνευσε μοναδικά ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
Τα δύο αυτά τραγούδια δεν μπήκαν ποτέ στην ταινία αφού ο Κρητικός Νίκος Μαμαγκάκης ανέλαβε την μουσική.
Παρόλα αυτά συμμετείχε κι ο Μάνος Λοΐζος με το τραγούδι, “Νανούρισμα” που ερμήνευσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
6ο. Για τις ανάγκες της μεταμφίεσης της Αλίκης Βουγιουκλάκη από Κατερινιώ σε Σήφη, χρησιμοποιήθηκε η περούκα που η ίδια η πρωταγωνίστρια είχε φορέσει έναν χρόνο πριν στην ταινία, “Η αρχόντισσα κι ο αλήτης“.
7ο. Αρχικά η ταινία ολοκληρωνόταν με την έξοδο των πρωταγωνιστών από το δωμάτιο του ιερέα που τους βοήθησε. Επειδή όμως αυτό δεν άρεσε στον Φίνο, ζήτησε και γυρίστηκε μια επιπλέον σκηνή με τον ερχομό του ζευγαριού από το ταξίδι του μέλιτος κι ένα εντυπωσιακό χορευτικο να το πλαισιώνει.
Ο Χάρρυ Κλυνν γεννήθηκε στη Καλαμαριά, στις 7 Μαΐου 1940 και το πραγματικό του όνομα ήταν, Βασίλης Τριανταφυλλίδης. Ήταν Έλληνας κωμικός και σατιρικός ηθοποιός, τηλεοπτικός παρουσιαστής, συγγραφέας, τραγουδιστής και σεναριογράφος. Γιος του ήταν ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης.
Ο Χάρρυ Κλυνν ήταν από φτωχή οικογένεια Πόντιων προσφύγων, τον Νίκο και την Κυριακή Τρανταφυλλίδη. Εξαιτίας των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, ωθήθηκε στην εργασία από την ηλικία των 5 ετών. Παράλληλα φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο και στο Γυμνάσιο Kαλαμαριάς και αργότερα στο Πέμπτο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης. Η συμμετοχή του σε μια βραδιά ταλέντων του Γιώργου Οικονομίδη άλλαξε τη ζωή του καθώς, εκτός από το πρώτο βραβείο, «κέρδισε» και μια πρόταση από τον Οικονομίδη να τον ακολουθήσει στην Αθήνα.
Για τρία χρόνια, ο Οικονομίδης υπήρξε δάσκαλος και οδηγός του. Παράλληλα με τις σπουδές του στην Δραματική Σχολή του Kατσέλη, εμφανίστηκε περιστασιακά σε κοσμικά κέντρα, όπως το «Kάστρο», ο «Bράχος», το «Tροκαντερό», το «Άλσος» και το «Γκρην Παρκ». Στη συνέχεια άρχισε να δουλεύει σε διάφορες ταβέρνες, αναψυκτήρια και καμπαρέ, που ανθούσαν εκείνη την εποχή, ενώ για μια τριετία ως πρώτος νουμερίστας και παρουσιαστής προγράμματος. Άρχισε να γίνεται πιο γνωστός μετά τη συμμετοχή του σε δύο ταινίες («Γάμος αλά Ελληνικά» και «Τα 201 Καναρίνια»), στις αρχές της δεκαετίας του 1960, και μετά τις πρώτες θεατρικές εμφανίσεις του στα θέατρα Ακροπόλ και Χατζηχρήστου.
Το 1964 ο Χάρρυ Κλυνν έκανε μερικές εμφανίσεις στο Μόντρεαλ. Αυτή η περίοδος διήρκεσε 10 χρόνια και δούλεψε τόσο στις HΠA όσο και στον Kαναδά σε κέντρα της ελληνικής διασποράς και σε καφεθέατρα ως stand up comedian (νέο είδος, που το εισήγαγε αργότερα στην Ελλάδα), ως ηθοποιός σε underground παραστάσεις και ως συγγραφέας σατιρικών κειμένων. Συνεργάστηκε επίσης για πολλά χρόνια με τα περιοδικά «Playboy», «Village» και «On the double» και με την εφημερίδα «Daily Worker».
Στο Σικάγο παντρεύτηκε την γυναίκα του, Χαρίκλεια, και απέκτησε το πρώτο από τα τρία παιδιά του, τον Νίκο. Τότε του προτάθηκε να παίξει στη γνωστή ταινία «Καμπαρέ», πρόταση που τελικά δεν δέχτηκε.Αργότερα απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Αποστόλη, στο Μόντρεαλ. Η κόρη του Κορίνα γεννήθηκε στην Αθήνα.
Τον χειμώνα του 1974 ο Χάρρυ Κλυνν γύρισε στην Ελλάδα και πρωτοεμφανίστηκε στις μπουάτ της Πλάκας ; στον «Aιγόκερω», στον «Zυγό» και στην «Διαγώνιο». Ύστερα δούλεψε στα νυχτερινά κέντρα «Διογένης», «Δειλινά» και «Στορκ». Άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός μετά την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου «Για δέσιμο», από τη δισκογραφική εταιρεία Columbia το φθινόπωρο του 1978. Αυτός ο δίσκος αλλά και οι υπόλοιποι δίσκοι του βρίσκονται για χρόνια στις πρώτες θέσεις των δισκογραφικών charts ενώ οι ταινίες του σπάνε όλα τα ρεκόρ των εισιτηρίων.
Οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση του χαρίζουν τον τίτλο του εμπορικότερου καλλιτέχνη της χιλιετίας σύμφωνα με την AGB και οι παραστάσεις του στα θέατρα Ορφέας, Άλσος, Δελφινάριο και Μινώα κ.ά. καταρρίπτουν κάθε προηγούμενο εισπρακτικό ρεκόρ.
Το 1998 παρουσιάζεται η πρώτη του ζωγραφική έκθεση στον «Εικαστικό Κύκλο». Από το 2006 ζούσε μόνιμα στη γενέτειρά του, την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, όπου έγραφε βιβλία (κυκλοφορούν 12 βιβλία του), έπαιζε στο θέατρο, ζωγράφιζε (έχει κάνει 8 ατομικές εκθέσεις) και ηγούταν της μείζονος αντιπολίτευσης στο Δήμο Καλαμαριάς.
Στο Ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 τάχτηκε υπέρ του «Όχι».
Η σχέση του Χάρρυ Κλυνν με την τηλεόραση άρχισε με πολλά διαφημιστικά σποτ, τα περισσότερα από τα οποία έχουν βραβευθεί από τα Φεστιβάλ Ελληνικής Διαφημιστικής Δημιουργίας της EΔEE. Το 1990 και για τέσσερις συνεχείς χρονιές παρουσίαζε στον ΑΝΤ1 την εκπομπή «Harry Klynn Special Shows». Στο ίδιο κανάλι το 1995 παρουσίασε ένα one man show 10 επεισοδίων με το όνομα «Πολίτης Κλυνν».
Το 1977 ο Χάρρυ Κλυνν πρότεινε στην EMI – Columbia να συνεργαστούν πειραματικά στην παραγωγή ενός σατιρικού δίσκου. Oι δίσκοι του αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο στοιχείο στο χώρο της ελληνικής δισκογραφίας. Για πρώτη φορά σατιρικοί δίσκοι φιγουράρουν στην πρώτη θέση του Ελληνικού Top Ten. Όλοι οι δίσκοι του υπήρξαν πρώτοι σε κυκλοφορία ; ακόμα και σήμερα τα νούμερα-ρεκόρ πωλήσεων των δίσκων του Xάρρυ Kλυνν παραμένουν ακατάρριπτα.
Κυκλοφορεί ένας μεγάλος αριθμός από πειρατικές κασέτες με ηχογραφήσεις από ζωντανές του παραστάσεις καθώς και οι ραδιοφωνικές εκπομπές του «Aραμπάδες με καρούλια», «Βάσανα που ‘χει η Αγάπη» τις οποίες παρουσίασε από το Δεύτερο Πρόγραμμα της Eλληνικής Pαδιοφωνίας το 1981 μαζί με τον Aντώνη Aνδρικάκη.
Ο Χάρρυ Κλυνν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών στις 21 Μαΐου του 2018. Το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας κι ενώ βρισκόταν στο σπίτι του, έπαθε κρίση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου κατέληξε
Η υγεία του είχε επιβαρυνθεί το τελευταίο διάστημα, μετά από το θάνατο του γιου του και βρισκόταν καθηλωμένος με αναπνευστικά προβλήματα σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Η Ελίζα Βόζεμπεργκ γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1956 και το πλήρες όνομα της είναι, Ελισσάβετ Βόζεμπεργκ Βρυωνίδη.
Η Ελίζα Βόζεμπεργκ είναι Ελληνίδα γερμανικής καταγωγής ηθοποιός, δικηγόρος και πολιτικός. Από την πλευρά του πατέρα της είναι γερμανικής καταγωγής, απόγονος των Βαυαρών του Όθωνος.
Αποφοίτησε από το Λύκειο στην Κυψέλη και σπούδασε νομική και πολιτικές επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασκεί δικηγορία από το 1982 και ειδικεύεται στο ποινικό και οικογενειακό δίκαιο. Έχει συμμετάσχει σε μεγάλες ποινικές δίκες έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος, καθώς επίσης στις δίκες των εγκληματικών οργανώσεων 17 Νοέμβρη και Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (δίκες κατά της τρομοκρατίας), όπου εκπροσώπησε στην πολιτική αγωγή θύματα και συγγενείς.
Η Ελίζα Βόζεμπεργκ έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με θέματα ισότητας και μητρότητας και είναι μέλος του γνωστού σωματείου γυναικών «Η Καλλιπάτειρα», καθώς επίσης και της «Παναθηναϊκής Οργάνωσης Γυναικών». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και διετέλεσε μέλος νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Για 15 συνεχή έτη εκλεγόταν Σύμβουλος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και έχει εισηγηθεί ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις ειδικά για τους νέους δικηγόρους και την αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου του δικηγόρου. Υπήρξε μέλος του Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE), όπου εκπροσώπησε τους Έλληνες δικηγόρους με εισηγήσεις και παρεμβάσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλά επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό με καίριες εισηγήσεις.
Η Ελίζα Βόζεμπεργκ όταν ήταν δεκατεσσάρων, έλαβε μία απρόσμενη πρόταση. Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν αδελφικός φίλος του πατέρα της και μία μέρα της ζήτησε να συμμετάσχει στην ελληνική ταινία, “Η Ρένα είναι οφ-σάιντ” του 1972 με την Ρένα Βλαχοπούλου. Η νεαρή κοπέλα ενθουσιάστηκε και δέχθηκε κατευθείαν.Παρακινούμενη από αυτήν την εμπειρία συμμετείχε επιτυχώς στις εξετάσεις εισαγωγής στην Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, για να την κερδίσει όμως τελικά η Νομική.
Πολλά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή της, η Ελίζα Βόζεμπεργκ είχε αναφερθεί στη συνύπαρξή της με τη Ρένα Βλαχοπούλου.
«Είχε έμφυτο χιούμορ. Πολλές φορές ξέφευγε από το κείμενο, το θυμάμαι χαρακτηριστικά από εκείνη την εποχή. Έλεγε τις δικές της ατάκες, οι οποίες ήταν πιο δυνατές πολλές φορές από το αρχικό κείμενο»
Όσο για τη συμμετοχή της στην ταινία, η Ελίζα Βόζεμπεργκ είχε δηλώσει το εξής: «Δεν με είχε επηρεάσει, αλλά μου άρεσε. Ήταν μια εμπειρία που την έχω κρατήσει με τρυφερότητα μέσα μου».
Η Ελίζα Βόζεμπεργκ μιλάει αγγλικά και γαλλικά. Ήταν παντρεμένη με τον βιομήχανο Ιωάννη Βρυωνίδη με καταγωγή από την Λευκωσία, ο οποίος απεβίωσε τον Απρίλιο του 2015.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915 και ήταν συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα του οποίου τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα.
Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 ο Βασίλης Τσιτσάνης κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου και ο αγαπημένος του μουσικός.Υπήρξε μεγάλος λάτρης του Άρη Θεσσαλονίκης, αλλά και του ιστορικού ποδοσφαιρικού Α.Ο. Τρίκαλα, πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Προς τιμήν του, ο Δήμος Γλυφάδας μετονόμασε την οδό Βάου σε οδό Βασίλη Τσιτσάνη, καθώς ο συνθέτης κατοικούσε στη συγκεκριμένη οδό. Επίσης, κεντρικός δρόμος των Τρικάλων φέρει το όνομά του, όπως και άλλοι δρόμοι στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.
Έλληνας ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός.
Ο Κώστας Σπυρόπουλος μπήκε στον χώρο του θεάματος όταν ήταν δέκα ετών. Ξεκίνησε με παιδικές διαφημίσεις και συνέχισε με παιδικό...