Η ιστορία του τραγουδιού Συννεφιασμένη Κυριακή

Advertisement
Για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και για το ποιοι διεκδικούν την πατρότητα των στίχων της έχουν γραφτεί πολλά. Ας δούμε τα σοβαρότερα.

α. Πρώτα ας δούμε τι λέει ο δημιουργός της Βασίλης Τσιτσάνης στον Χατζηδουλή, 1979: «Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους. Παρόμοια λέει και στον Λιάνη: «ήταν εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της κατοχής…[προφανώς του 1943]. Γύριζα από την ταβέρνα χαράματα [κι όμως, επί κατοχής, απαγορεύονταν τις νύχτες η κυκλοφορία] και πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το παγωμένο αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού έξω από το σπίτι μου». Αν λοιπόν η «Συννεφιασμένη Κυριακή» άρχισε να γράφεται στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα του 1943, το τέλος της άργησε πολύ. Αποπερατώθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη τού 1948. Δηλαδή μεσολάβησαν πέντε χρόνια γιατί, φαίνεται, το τραγούδι δεν του «έβγαινε». Ο ίδιος λέει (Χατζηδουλής,1979): «βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο (κυρίως ως προς τη μελωδία τού τρίτου στίχου).» Στο θέμα της δυστοκίας ο Τσιτσάνης επανέρχεται και στη συνέντευξή του προς τον Gauntlett: «Την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια μού έδωσε

Advertisement
 η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο.
Τελικά η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: «που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά».
 Η υπογραμμισμένη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς».

β. Το 1975 εμφανίζεται ως στιχουργός τής «Συννεφιασμένης Κυριακής» ο Λαρισινός στιχουργός και συνεργάτης τού Τσιτσάνη Αλέκος Γκούβερης. Δυο χρόνια αργότερα θέτει το θέμα αναλυτικά ο Σχορέλης, που δεν έτρεφε καλά αισθήματα για τον Τσιτσάνη, στο γνωστό βιβλίο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία». Γράφει: «Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια». Ο Τσιτσάνης δεν απάντησε, ίσως για να μη θίξει τον παλιό του φίλο. Αργότερα, σε μια συνέντευξη του στον Γεραμάνη, παραδέχτηκε ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη από τη Λάρισα. Τέλος, πολύ αργότερα, στο αφιέρωμα του «Ταχυδρόμου» για τα εικοσάχρονα από το θάνατο του Τσιτσάνη, ο Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, γραμμένη στην Αθήνα στις 17.9.1947, σύμφωνα με την οποία ο Γκούβερης λέει: «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ», δήλωση που ανατρέπει και διαψεύδει τον Σχορέλη. Στο ίδιο τεύχος ο Χατζηδουλής προσθέτει και ένα νέο στοιχείο, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια μετά το γράψιμο της «Συννεφιασμένη Κυριακής».

Πρώτη γραμμοφώνηση: 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Ο Τσαουσάκης, από λάθος, αντί να πει «πλακώνεις», όπως ήταν η αρχική γραφή, είπε «ματώνεις», που άρεσε στον Τσιτσάνη και το χρησιμοποίησε.

Το 1959 η «Συννεφιασμένη Κυριακή» έγινε και ταινία από τον Γιώργο Ζερβουλάκο, με τον τίτλο «Για το ψωμί και τον έρωτα», με τη Δάφνη Σκούρα και τον Μιχάλη Νικολινάκο.

Ο Τσιτσάνης έγραψε για την ταινία δύο τραγούδια που τα τραγουδάει η Λάουρα.

Τον τίτλο της «Συννεφιασμένης Κυριακής» ο Τσιτσάνης τον εμπνεύστηκε από τον τίτλο ενός μουσικού κομματιού κάποιου Ούγγρου συνθέτη, που ήταν «θλιμμένη Κυριακή» [JF σημ. «Gloomy Sunday», Rezső Seress,1933].

 Κατά τον ίδιο τον Τσιτσάνη, ο αρχικός τίτλος, ήδη από την περίοδο της γερμανικής κατοχής,
ήταν «Ματωμένη Κυριακή».

Η ιστορία της “Συννεφιασμένης Κυριακής” έτσι όπως την καταγράφει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του “Ανθολογία τραγουδιών τού Βασίλη Τσιτσάνη”, 

εκδόσεις Ιανός.

Η ιστορία του τραγουδιού Συννεφιασμένη Κυριακή

Προηγούμενο άρθροΠυρετός στην άσφαλτο 1967-1968
Επόμενο άρθροΟι μπαμπάδες του ελληνικού κινηματογράφου