Το καλοκαίρι του 1962 ο Νίκος Κούρκουλος επισκέπτεται την Ίο για να συναντήσει την Αλίκη η οποία διαμένει εκεί την συγκεκριμένη περίοδο για τα γυρίσματα της ξενόγλωσσης ταινίας, “Aliki my love“. Σκοπός της συνάντησης είναι να συζητηθεί η θεατρική συνεργασία τους στο έργο, “Καίσαρ και Κλεοπάτρα” που θα ανεβάσει η Αλίκη την επόμενη χειμερινή σαιζόν στο θέατρο, “Κοτοπούλη – Rex”.
Στην ολιγοήμερη διαμονή του στο πανέμορφο νησί των Κυκλάδων θα απολαύσει τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου και θα επιστρέψει στην Αθήνα ενθουσιασμένος από την αγάπη των κατοίκων του νησιού και τις ομορφιές του τόπου.
Η θεατρική αυτή συνεργασία τελικά δεν θα πραγματοποιηθεί, την συγκεκριμένη όμως χρονιά θα εμφανιστούν μαζί για δεύτερη και τελευταία φορά στο πανί στο “Ταξίδι” της Φίνος Φιλμ, τρία χρόνια μετά την πρώτη κινηματογραφική τους συνύπαρξη στις, “Ερωτικές ιστορίες” που προβάλλονται στην μεγάλη οθόνη το 1959.
Η Αλίκη “τσαλακώνει” την μέχρι τότε κινηματογραφική της εικόνα και ερμηνεύει με έξοχο τρόπο την νεαρή κοπέλα που ονειρεύεται ένα ταξίδι μακριά για να ξεφύγει από την μιζέρια της κλειστής κοινωνίας, δίνοντας μια από τις καλύτερες δραματικές ερμηνείες στην καριέρα της. Στην ταινία αποτυπώνονται με απόλυτο ρεαλισμό τα συναισθήματα και οι σκληρές συνθήκες στις φτωχικές γειτονιές της Αθήνας με εξίσου εκπληκτικές τις ερμηνείες του Βασίλη Διαμαντόπουλου και της Λίλης Παπαγιάννη.
Το δραματικό φινάλε του έργου όπου σε μια συγκλονιστική σκηνή η Αλίκη τραυματίζεται θανάσιμα από τον αγαπημένο της προσπαθώντας να τον αποτρέψει να σκοτώσει την σύζυγο του δεν ενθουσιάζει ιδιαίτερα το κοινό καθώς στο πρόσωπο του κινηματογραφικού τους ειδώλου έχουν πάντα συνυφασμένη την χαρά και την αισιοδοξία.
Μια ταινία “αριστούργημα” στην ιστορία του ελληνικού σινεμά με τον Φίνο να αισθάνεται ιδιαίτερα περήφανος για το αποτέλεσμα και με χαρά να την συγκαταλέγει ανάμεσα στα “διαμάντια” των αξεπέραστων ταινιών του.
Ο Λάκης Μιχαηλίδης θεωρείται ένας από τους πιο αξιόλογους σεναριογράφους του παλιού καλού κινηματογράφου. Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, συνεργάστηκε την εποχή της μεγάλης της δόξας, όταν η μια ταινία έσπαγε τα ρεκόρ εισιτηρίων μετά την άλλη.
Σε ένα βιβλίο που είχε εκδώσει πριν από 20 ολόκληρα χρόνια από τις εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ με τίτλο, “Η αρχόντισσα και ο αλήτης, ο Πίπης” ο σεναριογράφος θυμάται την συνεργασία του για το κινηματογραφικό σενάριο “Η αρχόντισσα και ο αλήτης” που έσπασε όλα τα ρεκόρ εισιτηρίων και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να γοητεύει το τηλεοπτικό κοινό.
“Η πρώτη μου συνεργασία με την αξέχαστη Αλίκη έγινε το 1967 με το σενάριο, “Το πιο λαμπρό αστέρι” στο οποίο πρωταγωνίστησε μαζί με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και σκηνοθέτησε ο Κώστας Καραγιάννης. Την χρονιά εκείνη για λόγους προσωπικούς η Αλίκη αποφάσισε να εγκαταλείψει την σχεδόν μόνιμη κινηματογραφική της στέγη και να την μεταφέρει στα πλατό της νεοιδρυθείσας εταιρίας Καραγιάννης-Καρατζόπουλος.
Στην εταιρία αυτή, με την οποία μόνο καλές αναμνήσεις με συνδέουν, τη χρονιά της ίδρυσής της ήμουν ο αποκλειστικός σεναριογράφος, όπως αποκλειστικός σκηνοθέτης ήταν και αλησμόνητος Κώστας Καραγιάννης. Θυμάμαι ότι είχα γράψει επτά σενάρια, που γυρίστηκαν όλα και γνώρισαν σημαντική εμπορική επιτυχία.
Είχα γράψει όμως και μια αισθηματική ιστορία με τίτλο “Το πιο λαμπρό αστέρι” που δεν είχε γίνει σενάριο. “Αυτή την ιστορία Λάκη θα πας να την διαβάσεις στην Αλίκη και στον Δημήτρη και αν τους αρέσει θα την κάνεις αμέσως σενάριο που θα γυριστεί το καλοκαίρι και θα παιχτεί με την έναρξη της χειμερινής σαιζόν” μου είπε ο Κώστας Καραγιάννης. Αμέσως ένιωσα δύο συναισθήματα εκ διαμέτρου αντίθετα.
Χαρά γιατί θα είχα τη σπάνια ευκαιρία να συναντήσω το θρυλικό ζευγάρι του θεάτρου και του κινηματογράφου και μεγάλη αγωνία αν αυτό που θα τους διάβαζα θα είχε θετική ανταπόκριση. Ήμουν πολύ νέος τότε, ξεκινούσα την κινηματογραφική και θεατρική μου καριέρα σαν συγγραφέας και η έγκριση μιας ιστορίας μου από την Αλίκη και τον Δημήτρη θα ήταν σίγουρα ένα από τα πιο σπουδαία ‘πιστοποιητικά’ που αναζητά ένας νέος για να προχωρήσει στο δύσκολο αυτό χώρο.
Σημασία δεν έχει που το στόρι εγκρίθηκε, που γυρίστηκε η ταινία και ήρθε πρώτη σε εισιτήρια ανάμεσα σε άλλες, περίπου διακόσιες. Βέβαια αυτή η επιτυχία ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για μένα, αλλά πιστέψτε με πως το σημαντικότερο ήταν που έγινε η αφορμή να γνωρίσω δύο ανθρώπους που με αγκάλιασαν με τόση αγάπη που όσα χρόνια κι αν ζω θα τη θυμάμαι με ευγνωμοσύνη.
Την ίδια χρονιά μου ζητούν να γράψω ένα ακόμα σενάριο. Γράφω “Το κορίτσι του λούνα παρκ”. μεγάλη επιτυχία κι αυτό. Σκηνοθέτης και πάλι ο Κώστας Καραγιάννης. Το “ζευγάρι” όμως για λόγους που δεν είναι να τους πολυψάχνεις σ΄αυτό το χώρο, επιστρέφει στα παλιά λημέρια. Στη Φίνος Φιλμ.
Εκτός των οικονομικών όρων που φυσικά δεν με ενδιαφέρουν, πληροφορήθηκα και αυτόν και με έκανε να αγγίξω τον έβδομο ουρανό. Το πρώτο σενάριο που θα γυρίσουμε, Φίφη μου με την επιστροφή μου, θα είναι του Λακούλη -έτσι με φώναζε πάντα- και θα είναι μια ερωτική ιστορία που εξελίσσεται στην Κέρκυρα και στο μεγαλύτερο μέρος της, υποδύομαι ένα αγοράκι. “Τον Πίπη”.
Ο μέγας Φίνος του οποίου το αισθητήριο ήταν σχεδόν αλάνθαστο μου έδωσε αμέσως εντολή να γράψω το σενάριο. Όταν τον ρώτησα πότε πρέπει να είναι έτοιμο, μου έδωσε μια απάντηση που δεν θα την ξεχάσω ποτέ: “χθες Λάκη μου, χθες”.
Την επόμενη μέρα της εντολής μου τηλεφώνησε ο τότε διευθυντής παραγωγής της Φίνος Φιλμ, Μάρκος Ζέρβας και μου είπε ότι αν το επιθυμούσα, η παραγωγή ήταν διατεθειμένη να μου διαθέσει ΄να δωμάτιο στο “ΞΕΝΙΑ” της Πάρνηθας. Εκεί θα είσαι ήσυχος και απερίσπαστος να γράψεις το σενάριο που τόσο βιαζόμαστε να έχουμε στα χέρια μας” μου είπε ο αγαπητός Μάρκος.
Δέχτηκα να αποχωριστώ για ένα χρονικό διάστημα τη γυναίκα μου και τον τρίχρονο γιο μου και να απομονωθώ σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου της Πάρνηθας και να γράψω το σενάριο που ήδη είχε βαπτιστεί από την Αλίκη “Η αρχόντισσα και ο αλήτης”. Έγραφα λοιπόν περίπου οκτώ ώρες την ημέρα και με πολύ καλή διάθεση. Δέχτηκα πολλά τηλεφωνήματα από την Αλίκη που τότε περιόδευε με το θίασό της σε όλη την Ελλάδα και δύο επισκέψεις του Φίνου.
Σε λιγότερο χρόνο από αυτόν που είχα υπολογίσει το σενάριο ήταν έτοιμο. Η Αλίκη ανυπομονούσε να το διαβάσει. Θυμάμαι αν και έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες, ότι βρισκόταν εκείνη την εποχή στο Βόλο με το θίασό της. Η επιθυμία της ήταν να πάμε να την επισκεφτούμε και να της διαβάσω το σενάριο. Την επόμενη ο Φίφης, η γυναίκα του Τζέλλα και η σύζυγός μου επιβιβαστήκαμε στη μαύρη κούρσα του Φίνου με προορισμό τη Λάρισα.
Το μικρό μου γιο Χάρη τον αφήσαμε σε μια έμπιστη κοπέλα που απασχολούσαμε στο σπίτι . Αυτή η έμπιστη κοπέλα έγινε η αιτία να μην χαρεί κανένας μας τα πολύ θετικά σχόλια που προέκυψαν από την ανάγνωση. Ο λόγος ήταν ότι τηλεφωνήσαμε το βράδυ εκείνο σπίτι και δεν απαντούσε κανείς. Η αγωνία όλων επί ώρες πλησίαζε τα όρια της απελπισίας. Χίλιες δυο καλές ιδέες μας πέρασαν από το μυαλό.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά. Γύρω στα ξημερώματα ο φίλος και συγκάτοικος που είχε αναλάβει να συγκεντρώσει πληροφορίες μας τηλεφώνησε ότι η έμπιστη κοπέλα είχε επιστρέψει στο σπίτι με το παιδί μας. Και τις μας είπε: “μα γιατί ανησυχήσατε; ήμουν καλεσμένη σε ένα πάρτι και αντί να αφήσω το παιδί μόνο του, το πήρα μαζί μου”.
Μετά από αυτή την ψυχική δοκιμασία η Αλίκη που πραγματικά είχε συγκλονιστεί γύρισε και μας είπε: “Αυτή η ταινία θα σκίσει”.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θ’ άλλαζε όλους αυτούς τους ρόλους για να παίξει έναν στην πραγματική του ζωή:
Αυτόν του τερματοφύλακα στη λατρεμένη του Α.Ε.Κ.! Το γνωρίζουν πολύ λιγότεροι απ’ όσους γέλασαν κι εξακολουθούν να γελούν εδώ και 3-4 γενιές με τις ταινίες του, ωστόσο είναι πέρα για πέρα πραγματικό: O αξέχαστος ηθοποιός δεν ήταν απλά ερωτευμένος με την «Ένωση». Μα για ένα μικρό έστω διάστημα υπήρξε και αθλητής της.
Λάμπρος Κωνσταντάρας: Σε ηλικία 15 ετών έπαιζα τερματοφύλακας στην Α.Ε.Κ. όμως, το ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να με συντηρήσει οικονομικά και το παράτησα. Την Α.Ε.Κ. τη λάτρευα και παρακολουθούσα την πορεία της φανατικά. Να φανταστείς, σε μια παράσταση είχα δέσει στη ζώνη μου ένα τρανζιστοράκι, είχα το ακουστικό περασμένο στο αφτί και άκουγα τη μετάδοση ενός αγώνα, παίζοντας παράλληλα το ρόλο. Ακόμα χειρότερα, στο γάμο μου με τη Γιούλη Γεωργοπούλου είχα πάει στην εκκλησία μέσα στα νεύρα και καθυστερημένος κατά μία ώρα, επειδή είχαμε χάσει ένα σημαντικό ματς!
Την ώρα της παράστασης στο Θέατρο όπου έπαιζε την “Βροχή του Μονκ” έπαιζε η Α.Ε.Κ. σημαντικό αγώνα και ακούει σε μετάδοση από ραδιοφωνάκι !!! Η Μάρω Κοντού που συμπρωταγωνιστούσε αναφέρει : “Κάποια στιγμή που έπρεπε να γονατίσω στα πόδια του να ζητήσω άφεση αμαρτιών, ακούω μέσα από την κοιλιά του να βγαίνει μετάδοση αγώνα ποδοσφαίρου, είχε βάλει το ραδιοφωνάκι στην τσέπη του, το ακουστικό μέσα από το ρούχο στην πλευρά που δεν τον έβλεπε το κοινό του θεάτρου από κάτω”.
Ο γιος του Δημήτρης Κωνσταντάρας αναφέρει : “Mε είχε παρακαλέσει να πάω να του το φτιάξω για να μάθει πως θα το βάζει και να μην του φεύγει από το αυτί, να το περνάει μέσα από το κολάρο και να μπορεί να ακούει κρυφά όποτε έπαιζε η Α.Ε.Κ. και δεν μπορούσε να πάει στο Γήπεδο”.
Η γυναικά του η Γιούλη Γεωργοπούλου: Μέχρι και στον γάμο μου με έστησε για την Α.Ε.Κ. άργησε να έρθει γιατί εκείνη την ώρα έπαιζε η Α.Ε.Κ. και δεν ήθελε να χάσει το ματς!!! Η μεγάλη του αγάπη ήταν η Α.Ε.Κ., τόσο φανατικός φίλαθλος της που δεν έχανε αγώνα, εντός έδρας στην Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά ούτε στα έκτος έδρας ή στα ευρωπαϊκά ματς.
Η ταινία, “Ο ζηλιαρόγατος” προβλήθηκε τη σαιζόν 1956-1957 και έκοψε 95.421 εισιτήρια. Ήρθε στην 6η θέση σε 30 ταινίες.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές για την ταινία, “Ο ζηλιαρόγατος” και μας τις αποκαλύπτει…
Ο ζηλιαρόγατος: Οι άγνωστες αποκαλύψεις
1ον. Όταν στις αρχές του 1956 ο Γιώργος Τζαβέλλας πρότεινε στον Βασίλη Λογοθετίδη τον ρόλο του ζηλιάρη Πότη, εκείνος αρνήθηκε λόγω θεατρικών υποχρεώσεων. Ξαναμίλησαν όμως στα τέλη Μαΐου και έδωσαν τα χέρια ενώ λίγες μέρες μετά ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Μάλιστα η πρώτη σκηνή που γυρίστηκε ήταν αυτή όπου ο κουμπάρος του που υποδυόταν ο Βαγγέλης Πρωτόπαπας του άναβε την φλόγα της ζήλιας με όσα του έλεγε.
2ον. Πρώτη κινηματογραφική συνεργασία του Λάμπρου Κωνσταντάρα με την Σμάρω Στεφανίδου που 12 χρόνια αργότερα θα υποδυθεί την πεθερά του στην ταινία, “Ο τρελός τα χει 400“.
3ον. Σε αυτή τη ταινία είναι η πρώτη καταγεγραμμένη εικόνα κινηματογράφου της εποχής (Η σκηνή όπου οι ηθοποιοί που πηγαίνουν να δουν την ταινία, “Ο εραστής έρχεται”) και η πρώτη χρήση μηχανήματος ηχογραφήσης.
4ον. Σε μια σκηνή δύο εκ των πρωταγωνιστών (Λάμπρος Κωνσταντάρας και Ίλυα Λιβυκού) χορεύουν υπό τον ήχο ενός ορχηστρικού κομματιού του Μάνου Χατζιδάκι που δεν είναι άλλο από το γνωστό, “Γαρύφαλλο στ’ αυτί”.
5ον. Ο ηθοποιός Νίκος Καζής εμφανίζεται στην ταινία ως τραγουδιστής με το όνομα Πίπης και ερμηνεύει το τραγούδι, “Ερωτευμένος”. Η μικρή αυτή συμμετοχή του πραγματοποιήθηκε μετά από πρόταση του πολύ καλού του φίλου Βασίλη Λογοθετίδη.
Η ταινία, “Καπετάν φάντης μπαστούνι” προβλήθηκε τη σαιζόν 1968-1969 και έκοψε 291.450 εισιτήρια. Ήρθε στην 24η θέση σε 108 ταινίες.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές για την ταινία, “Καπετάν φάντης μπαστούνι” και μας τις αποκαλύπτει…
Καπετάν φάντης μπαστούνι: Οι άγνωστες αποκαλύψεις
1ον. Το όνομα “Ανδρέας” το διάλεξε ο ίδιος ο Λάμπρος Κωνσταντάρας καθώς το θεωρούσε γούρικο αφού έτσι τον έλεγαν και στην ταινία, “Υπάρχει και φιλότιμο” που ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του στον κινηματογράφο.
2ον. Η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη για τον ρόλο της χήρας νύφης του πρωταγωνιστή ήταν η Δέσπω Διαμαντίδου που λόγω θεατρικών υποχρεώσεων στην Αμερική αρνήθηκε. Έτσι ο ρόλος πήγε στην Τασσώ Καββαδία συνεργάστηκε για πρώτη και τελευταία φορά με την κινηματογραφική εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Μάλιστα η αμοιβή της ήταν λίγο μικρότερη από εκείνη του Λάμπρου Κωνσταντάρα και μεγαλύτερη από της Μάρως Κοντού.
3ον. Όλες οι εξωτερικές σκηνές γυρίστηκαν στον Πόρο και την Αθήνα ενώ οι εσωτερικές στο στούντιο στην Αθήνα. Ο Πόρος ήταν επιλογή του Αλέκου Σακελλάριου αφού εκεί επτά χρόνια πριν είχαν γυριστεί και κάποιες σκηνές από την κωμωδία του, “Η Αλίκη στο ναυτικό” με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
4ον. Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου αν και εκείνη την εποχή ήταν ήδη πρωταγωνίστρια σε αυτή την ταινία πραγματοποιεί την πιο σύντομη εμφάνιση της στην μεγάλη οθόνη που δεν ξεπερνάει το ένα λεπτό.
5ον. Ο Μανώλης Παπαγιαννάκης υποδύεται τον ανιψιό του Καπετάν Ανδρέα και είναι ο πιο γνωστός ρόλος του στην πεντάχρονη καριέρα του στο σινεμά. Γεννήθηκε το 1943 και πέθανε το 1983.
6ον. Ο Αλέκος Σακελλάριος πρώτα είχε πάει αυτό το σενάριο στον Φιλοποίμην Φίνο. Όμως ο μεγάλος Έλληνας παραγωγός το αρνήθηκε αφού είχε ήδη κλείσει τις ταινίες εκείνης της σεζόν. Έτσι το πήγε στην Καραγιάννης – Καρατζόπουλος και το μόνο που ζήτησε είναι να το σκηνοθετήσει ο ίδιος.
Η ταινία, “Νόμος 4000” έκανε πρεμιέρα στις 29 Οκτωβρίου 1962 και ήρθε 4η ανάμεσα σε 82 ταινίες με 118.841 εισιτήρια στη σεζόν 1962-1963.
Το Νομοθετικό Διάταγμα 4000/1958, γνωστό ευρέως ως Νόμος 4000, άρχισε να εφαρμόζεται στις 10 Σεπτεμβρίου του 1958, όταν τέσσερις νεαροί που είχαν κατηγορηθεί για πράξεις εξύβρισης, διαπομπεύτηκαν στους δρόμους της Αθήνας, κουρεμένοι σύρριζα και δεμένοι με χειροπέδες, με έναν από αυτούς να φοράει πινακίδα που έγραφε: «Είμεθα τεντυ-μπόυς και πετάξαμε γιαούρτι κατά γυναικός».
Αυτό έδωσε στον Γιάννη Δαλιανίδη την ευκαιρία να γράψει και να σκηνοθετήσει μία από τις καλύτερες ταινίες του με θέμα την ανήσυχη νεολαία της εποχής, στην οποία υπάρχουν η σκηνή με το γιαούρτωμα και η σκηνή της δημόσιας διαπόμπευσης του μαθητή με το ξυρισμένο κεφάλι που αποτελούν ντοκουμέντα.
Ο περίφημος Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού, θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958 και ήταν το διάταγμα που καθόριζε την αντιμετώπιση των νεαρών που ήταν γνωστοί ως τεντιμπόις. Οι «τεντιμπόηδες» θεωρούνταν επικίνδυνοι λόγω της συμπεριφοράς τους, που χαρακτηριζόταν αναιδής και προκλητική από την τότε κυβέρνηση.
Η αστυνομία συνελάμβανε όσους νεαρούς θεωρούσε ότι διέπρατταν εξύβριση, τους οδηγούσε στο κρατητήριο, τους κούρευε με την ψιλή, τους έσκιζαν τα παντελόνια και στη συνέχεια τους περιέφεραν στο δρόμο. Ο νόμος δέχτηκε έντονη κριτική γιατί προήγαγε τη διαπόμπευση. Ο Νόμος 4000 καταργήθηκε το 1983 από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981 από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη.
Το θέμα (που έχει αρκετές ομοιότητες με την ταινία Αλήθεια με την Μπριζίτ Μπαρντό που είχε προβληθεί την προηγούμενη χρονιά με ελληνικό τίτλο Όσα δεν έσβησε ο άνεμος) παρουσιάζει την άσεμνη ζωή μιας παρέας νέων που οι γονείς τους δεν φροντίζουν για την ανατροφή τους και τις συνέπειες που έχουν οι πράξεις τους, τόσο στους ίδιους όσο και στην κοινωνία.
Η ταινία γίνεται σούπερ επιτυχία και έτσι την επόμενη χρονιά, ο Γιάννης Δαλιανίδης αναλαμβάνει να κάνει ακόμα μία ταινία για την ανήσυχη νεολαία της εποχής. Παίρνει ως βασικό θέμα το νόμο 4000 και γύρω του πλάθει ένα από τα καλύτερα σενάριά του.
Νόμος 4000: Οι άγνωστες αποκαλύψεις
1ον. Η σκηνή της έκτρωσης για πολλά χρόνια ήταν κομμένη από τις τηλεοπτικές μεταδόσεις.
2ον. Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος δίνει μία συγκλονιστική ερμηνεία όταν παρακαλάει την “Βούλα” να τον βοηθήσει (Αναγκάζομαι να ταπεινωθώ σε σένα για να μην ρεζιλευτώ σε όλο τον κόσμο) ενώ η Χέλμη ως Βούλα αφήνει εποχή με το σπαρακτικό Κύριε καθηγητή.
3ον. Είναι η τρίτη ταινία της Ζωής Λάσκαρη (πρώτη ο Κατήφορος, δεύτερη Ο ατσίδας) και η δεύτερη από τις τέσσερις συνολικά που έπαιξε ζευγάρι με τον Βαγγέλη Βουλγαρίδη.
4ον. Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης έπαιξε σε 10 μόνο ταινίες, οι πέντε σε παραγωγή Φίνος Φιλμ.
5ον. Ο Νόμος 4000 είναι η τελευταία συνεργασία του Βασίλη Διαμαντόπουλου με τη Φίνος Φιλμ.
7ον. H ταινία περιέχει τολμηρές σκηνές -και ως θέμα- για την εποχή και ήταν ακατάλληλη, με αριθμό άδειας 12436/22.9.62. Είναι η 58η ταινία της Φίνος Φιλμ.
8ον. Ο νόμος και η ποινή του «εν χρω» κουρέματος επέστρεψε κατά τη διάρκεια της επταετίας, εποχή του κινήματος των μπίτνικς και των χίπις. Με διαταγή του υπουργού Παιδείας Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου όσοι νεαροί «μπίτνικς» ήταν μακρυμάλληδες και συλλαμβάνονταν από την αστυνομία, θα υφίσταντο κούρεμα εν χρω.
9ον. Ο Νόμος 4000 καταργήθηκε το 1983 από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981 από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη.
10ον. Μικρό ρόλο στο φιλμ έχει και ο Θάνος Σουγιούλ, γιος του μεγάλου συνθέτη Μιχάλη Σουγιούλ. Για την ιστορία να πούμε ότι ο Θάνος ήταν μέλος του μουσικού γκρούπ Juniors,και έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (άλλοι αναφέρουν την Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας) το απόγευμα της Κυριακής 10 Οκτωβρίου 1965.
11ον. Στη ταινία «Νόμος 4000»,στη σκηνή του λαϊκού κέντρου,ακούγεται το τραγούδι «Ρίξε μου μια διπλοπενιά» του Μίμη Πλέσσα, που ερμηνεύει η Κατερίνα Τζοβάρα, ενώ στην ορχήστρα διακρίνεται,να προσπαθεί να παίξει το μπουζούκι του, ο κορυφαίος Μάρκος Βαμβακάρης.
12ον. Όσο για τις περιοχές των Αθηνών που γυρίστηκε το φιλμ αξίζει να αναφέρουμε ότι το υποτιθέμενο σπίτι του Αυστηρού καθηγητή Βασίλη Διαμαντόπουλου είναι στην οδό Μιχαήλ Βόδα 138, το στενό που προσπαθούν να κλέψουν το αυτοκίνητο είναι Μιχαήλ Βόδα & Λαέρτιου Διογένους ενώ η παρέα των μαθητών γιαουρτώνει τον καθηγητή επί της οδού Λαέρτιου Διογένους.
13ον. Στη στήλη “Κινηματογράφος” ο Μάριος Πλωρίτης παρουσίασε την ταινία τρίτη κατά σειρά, αν και ήταν η μόνη ελληνική ταινία πρώτης προβολής εκείνη την εβδομάδα. Πρώτη παρουσίασε την ταινία, “Αδόλφος Χίτλερ, η άνοδος και η πτώσις του” και δεύτερη το “Θαύμα της Άννυ Σαλλιβαν”.
14ον. Η σκηνή τόσο του γιαουρτώματος όσο και της δημόσιας διαπόμπευσης του μαθητή με το ξυρισμένο κεφάλι, αποτελούν ντοκουμέντα εποχής.
15ον. Το σάουντρακ της ταινίας, ήταν εξαιρετικό αλλά δεν κυκλοφόρησε ποτέ ως ολοκληρωμένο έργο του Μίμη Πλέσσα.
Ο Κώστας Παπαχρήστος γεννήθηκε στο Βόλο το 1916, αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όπου πήγε σχολείο μαζί με τον αδελφό του Νίκο και την αδελφή του Φρόσω. Έπαιζε συνήθως δεύτερους ρόλους στρατιωτικού, αστυνομικού κ.λ.π. Έπαιξε σε 200 ταινίες, εκ των οποίων οι 19 ήταν της Φίνος Φιλμ. Συνήθως, όμως, οι σκηνές στις οποίες συμμετείχε δεν ξεπερνούσαν τα δάχτυλα του ενός χεριού. Παρά ταύτα η προσφορά του ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που εισέπραττε το κοινό.
Υπήρξε για 38 χρόνια σύντροφος της ομότεχνης Δήμητρας Σερεμέτη (έζησαν ως παντρεμένοι μόνο 3,5 χρόνια) αλλά δεν απέκτησαν παιδιά.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι δύο από τους γνωστότερους ηθοποιούς που διακρίθηκαν σε ρόλο αστυνομικού ή στρατιωτικού είναι αδέλφια. Ο Κώστας και ο Νίκος Παπαχρήστος δεν ευτύχισαν να έχουν πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο, τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Είναι όμως από τις γνωστότερες φυσιογνωμίες. Οι ρόλοι τους στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου δεν είναι μεγάλοι, είναι όμως χαρακτηριστικοί.
Κι ενώ ο ένας, ο Κώστας, αγάπησε με πάθος τις στολές, άρα και τους ρόλους που ερμήνευσε, ο άλλος, ο Νίκος, άφησε πίσω του μια μεγάλη λυρική καριέρα για να βρει την αποδοχή ως ηθοποιός.
Η οικογένειά τους ήταν από τις λεγόμενες αριστοκρατικές του Βόλου. Ευκατάστατη. Ο πατέρας ταμίας στην Τράπεζα της Ελλάδος και η μητέρα από εύπορη οικογένεια. Τόσο εύπορη που πήρε σε μοναστήρι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για να μάθει πιάνο, γαλλικά και χειροτεχνία. H Δήμητρα Σερεμέτη είχε πει σχετικά: “Έπαιζε πάρα πολύ ωραίο πιάνο. Ήταν καλλιτεχνική φύση και τολμώ να πω ότι τα παιδιά της γενικά της μοιάσανε. Ήτανε μια γυναίκα με ισχυρή κι έντονη προσωπικότητα, που πολλά πήρε ο Κώστας από εκείνη.
O Κώστας Παπαχρήστος είχε δύο αδέλφια. Μεγαλύτερη ήταν η Φρόσω, η αδελφή του, η οποία σπούδασε κι αυτή πιάνο. Τελείωσε το ωδείο στη Θεσσαλονίκη, αλλά δε βγήκε στο επάγγελμα. Παντρεύτηκε με ένα μεγαλοδικηγόρο, κι έκαναν δύο παιδιά. Τα παιδιά τους βρίσκονται εδώ. Η Φρόσω και ο σύζυγός της έχουν αποδημήσει κι αυτοί εις Κύριον… O μικρότερος ήταν ο Νίκος, ο οποίος έκανε σπουδαία καριέρα στο κλασικό τραγούδι στη Λυρική Σκηνή”.
Πριν ακόμα αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Κώστας Παπαχρήστος το έσκασε από το σπίτι για να καταταγεί στο στρατό. Πλαστογράφησε τα απαιτούμενα έγγραφα, δήλωσε ψεύτικη ηλικία και κατάφερε να μπει στην αεροπορία της Λάρισας. Οι δικοί του τον έψαχναν παντού. Η αγωνία τους τελείωσε, όταν έλαβαν ένα μήνυμά του, μέσω του οποίου τους ενημέρωνε για την παράτολμη πράξη του και τους παρακαλούσε να μην προδώσουν στις αρχές την πραγματική του ηλικία. Μετά την απόλυσή του ξαναφόρεσε τη στολή του στρατιώτη στον πόλεμο του ’40. Για τη δράση του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο τιμήθηκε αργότερα με ειδικό βραβείο.
Μετά τον πόλεμο και αφού είχε φοιτήσει για ένα χρόνο στη σχολή του Κάρολου Κουν, ξαναφόρεσε τη στολή, όχι μόνο του φαντάρου, αλλά και του αστυφύλακα, του αξιωματικού και άλλες, αυτή τη φορά για τις ανάγκες των ρόλων του. Δημιούργησε προσωπικό βεστιάριο με στολές Αν και οι σκηνές των ταινιών στις οποίες εμφανιζόταν ήταν συνήθως μικρές, ο Κώστας Παπαχρήστος έδινε μεγάλη σημασία στην εικόνα του. Ήταν τελειομανής και ήθελε οι στολές που φορούσε να είναι ραμμένες στα μέτρα του. Έτσι ξεκίνησε να επιμελείται ο ίδιος τα κουστούμια του. Μέσα σε λίγο καιρό, είχε καταφέρει να δημιουργήσει το προσωπικό του βεστιάριο και από το 1964 άρχισε να εκτελεί χρέη ενδυματολόγου σε διάφορες ταινίες.
Η επιμέλεια των κουστουμιών δεν ήταν η μοναδική του αρμοδιότητα πέραν της υποκριτικής. Ο Κώστας Παπαχρήστος ήταν πολυπράγμων. Εκτός από ηθοποιός, σε αρκετά γυρίσματα ήταν και βοηθός σκηνοθέτη, τεχνικός σύμβουλος και βοηθός παραγωγής. Οι συνεργάτες του τον εμπιστεύονταν γιατί γνώριζαν πως ήξερε τα πάντα γύρω από το σινεμά.
Ως ενδυματολόγος ο Κώστας Παπαχρήστος ήταν πολύ επιτυχημένος, καθώς λόγω της αγάπης του για το στρατό πρόσεχε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια των στολών. Πολλές φορές έκανε μικρές αλλαγές στις στολές και τις χρησιμοποιούσαν περισσότεροι από ένας ηθοποιοί, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει οτιδήποτε.
Η σύζυγός του και ηθοποιός Δήμητρα Σερεμέτη ανέφερε πως ο σύζυγός της είχε μια τεράστια συλλογή ανεκτίμητης αξίας στο βεστιάριό του. Εκτός από στρατιωτικές στολές είχε και πολλά παραδοσιακά κοστούμια από όλο τον κόσμο, ακόμα και από την Κίνα. Ο Κώστας Παπαχρήστος δημιούργησε το προσωπικό του βεστιάριο με στολές.
Στην κινηματογραφική ταινία “Γυμνό Φωτομοντέλο” του 1978 ο Κώστας Παπαχρήστος εμφανίζεται ως Costa Pappas. Είναι 5ος στη λίστα με τις περισσότερες συμμετοχές στον Ελληνικό Κινηματογράφο.
Ο Κώστας Παπαχρήστος πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 χτυπημένος από την επάρατο νόσο στους πνεύμονες. Εργαζόταν μάλιστα ως τεχνικός σύμβουλος αλλά και προμηθευτής στρατιωτικών στολών στη σειρά «Πρόβα νυφικού» (ΑΝΤ1) όταν υπέστη καρδιακό επεισόδιο τον Μάρτιο του 1995, το οποίο επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας του. Κηδεύτηκε στις 02 Οκτωβρίου στον Κόκκινο Μύλο.
Πριν φύγει από τη ζωή ο Κώστας Παπαχρήστος είχε εκφράσει την επιθυμία να δώσει αφιλοκερδώς στολές από τη συλλογή του για να οργανωθεί το πρώτο μουσείο στρατιωτικών στη Θεσσαλονίκη, αλλά η επιθυμία του έμεινε ανεκπλήρωτη. Μετά τον θάνατό του, η σύζυγός του δώρισε τις στολές στο Γενικό Επιτελείο Στρατού ελπίζοντας να αξιοποιηθούν κάποια στιγμή…
Ο Νίκος Φέρμας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, από τους πιο σημαντικούς δευτεραγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου. Διακρίθηκε, κυρίως, σε ρόλους ανθρώπων της πιάτσας και του υποκόσμου, τους οποίους ερμήνευσε με ζωντάνια και πειστικότητα. Το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν, Νίκος Χατζηανδρέου.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές για την καριέρα και τη ζωή του Νίκου Φέρμα και μας τις αποκαλύπτει…
Νίκος Φέρμας: Οι άγνωστες πτυχές
1ον. Στις 05 Ιανουαρίου του 1948 έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες η κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου, “Οι Γερμανοί ξανάρχονται” όπου μεταξύ άλλων ηθοποιών έπαιζε και ο Νίκος Φέρμας στην παρθενική του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος και ο Νίκος Φέρμας στη ταινία “Ο καζανόβας”.
2ον. Για σχεδόν μια δεκαετία ήταν ένας από τους μόνιμους συνεργάτες του Κώστα Χατζηχρήστου τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο. Συγκεκριμένα έπαιξαν μαζί σε 30 ταινίες με πιο πετυχημένη την ξεκαρδιστική κωμωδία, “Της κακομοίρας” η αλλιώς “Ο μπακαλόγατος” που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Ντίνος Κατσουρίδης.
3ον. Το 1960 συμμετείχε στην ταινία του Ζυλ Ντασέν, “Ποτέ την κυριακή” με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη. Ενώ έξι χρόνια μετά επιλέχθηκε μαζί με άλλους ηθοποιούς για να πλαισιώσει την Τζένη Καρέζη στην Γαλλική ταινία, “Une balle au coeur” (Μια σφαίρα στην καρδιά).
4ον. Εισπρακτικά η πιο πετυχημένη ταινία που συμμετείχε ήταν η αισθηματική δημιουργία του Αλέκου Σακελλάριου, “Το δόλωμα” όπου υποδυόταν τον ιδιοκτήτη του καμπαρέ που τραγουδούσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
5ον. Ο αγαπητός ηθοποιός πέρασε κι από την μικρή οθόνη αφού το καλοκαίρι του 1972 συμμετείχε στο πλευρό του Μίμη Φωτόπουλου στην τηλεοπτική σειρά, “Το 24ωρο ενός παλιατζή”. Δυστυχώς όμως τρεις εβδομάδες μετά την πρεμιέρα έφυγε ξαφνικά απ’ τη ζωή.
6ον. Η τελευταία του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1972. Ήταν στην ερωτική ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Γιώργος Νομικός με τίτλο, “Πουλημένες παρθένες”.
Τα κίτρινα γάντια είναι ασπρόμαυρη ελληνική κινηματογραφική ταινία, του 1960, της Φίνος Φιλμ, με θέμα την παθολογική συζυγική ζήλια.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές για την ταινία, “Τα κίτρινα γάντια” και μας τις αποκαλύπτει…
Τα κίτρινα γάντια: Οι άγνωστες αποκαλύψεις
1ον. Η ταινία, αποτελεί μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας, “Η Ρένα εξώκειλε” που είχε γράψει για τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη λίγα χρόνια πριν το δίδυμο, Αλέκος Σακελλάριος – Χρήστος Γιαννακόπουλος. Ενώ με αυτό το έργο περιόδευσε στην Ελλάδα το 1959 και ο μετέπειτα πρωταγωνιστής της ταινίας, Νίκος Σταυρίδης έχοντας στο πλευρό του την ηθοποιό Άννα Λώρη που υποδύοταν την σύζυγο του. Ρόλο που στην ταινία υποδύθηκε η νεαρή τότε, Μάρω Κοντού.
2ον. Παρότι σήμερα η ταινία θεωρείται κλασική και μια από τις πιο αγαπημένες του ελληνικού κινηματογράφου αφού προβάλλεται πολύ συχνά από την τηλεόραση σημειώνοντας κάθε φορά υψηλή τηλεθέαση. Όταν όμως έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 12 Δεκεμβρίου του 1960 η προσέλευση ήταν αρκετά μικρότερη σε σχέση με προηγούμενες ταινίες του Αλέκου Σακελλάριου και της Φίνος Φιλμ που από την πρώτη κιόλας μέρα έκαναν ρεκόρ εισιτηρίων. Συγκεκριμένα, “Τα κίτρινα γάντια” έκοψαν μόνο 27.781 εισιτήρια με αποτέλεσμα να βρεθεί στην 18η θέση ανάμεσα στις 58 ταινίες που προβλήθηκαν εκείνη την χρονιά.
3ον. Με αυτή την ταινία η Μάρθα Βούρτση (υπηρέτρια) την οποία πρότεινε στον Σακελλάριο ο Μίμης Φωτόπουλος και η Πόπη Λάζου (φίλη της Ρένας) εμφανίζονται για πρώτη φορά σε ταινία της Φίνος Φιλμ.
4ον. Για τον Νίκο Σταυρίδη αυτός ο ρόλος αποτελεί τον τελευταίο της επιτυχημένης συνεργασίας του με την θρυλική κινηματογραφική εταιρία. Μια συνεργασία που ξεκίνησε το 1950 με την κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου, “Έλα στο θείο” όπου επίσης συμπρωταγωνίστησε με τον Μίμη Φωτόπουλο.
5ον. Με “Τα κίτρινα γάντια” όμως ολοκληρώθηκε και η συνεργασία του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη, Τάκη Μωράκη με την Φίνος Φιλμ που ξεκίνησε το 1956 με την ταινία του Ορέστη Λάσκου, “Η άγνωστος“. Ενώ η σπαρταριστή αυτή κωμωδία παρεξηγήσεων αποτελεί και την πρώτη συμπαραγωγή της Φίνος Φιλμ με την νεοϊδρυθείσα τότε εταιρία παραγωγής, “Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης“.
6ον. Εν τω μεταξύ ο αγαπημένος κωμικός ηθοποιός, Νίκος Σταυρίδης σε αυτή την ταινία ήταν 50 ετών και η συμπρωταγωνίστρια του Μάρω Κοντού μόλις 23. Όσο δηλαδή και η Μάρθα Βούρτση που είχε στο πλευρό της τον Μίμη Φωτόπουλο που λίγους μήνες πριν είχε κλείσει τα 47 του χρόνια.
7ον. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους της ταινίας είναι αυτός του “Μπρίλη” που υποδύθηκε απολαυστικά ο Γιάννης Γκιωνάκης σε μια από τις λιγοστές εμφανίσεις του σε ταινία της Φίνος Φιλμ. Μάλιστα γύρισε όλες του τις σκηνές μέσα σε δύο ημέρες λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας στο θέατρο.
8ον. Τα ρούχα που δανείζεται (στην πραγματικότητα είναι δικά της) και φοράει η Νίκη Λινάρδου είναι όλα στις αποχρώσεις του μωβ. Απαλό μωβ (λιλά) το φόρεμα με κίτρινη ζώνη και σκούρο μωβ το περίφημο μαντό που συνοδευόταν από μια μεγάλη κίτρινη τσάντα και τα περίφημα κίτρινα γάντια που δημιούργησαν όλες τις κωμικές παρεξηγήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την ζήλεια του μοναδικού Νίκου Σταυρίδη που δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σε έναν από τους πιο πετυχημένους ρόλους της κινηματογραφικής του καριέρας.
9ον. Τέλος, στον ρόλο του οδηγού του Νίκου Σταυρίδη βλέπουμε τον Παντελή Παλιεράκη που ήταν ο φροντιστής της Φίνος Φιλμ σε όλες σχεδόν τις ταινίες της εταιρίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως το κλείσιμο της το 1977.
Είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη συνείδηση του γένους μας ο συνδυασμός 25η Μαρτίου-Ένοχη απόλαυση Παπαφλέσσα στην TV, που οτιδήποτε άλλο μας ανεβάζει τους σφυγμούς, παθαίνουμε τρέλα, πανικό και ταραχή.
Το εντυπωσιακό πάντως είναι πόσα λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτήν την ταινία που γαλούχησε γενιές και γενιές περήφανων Ελληνόπουλων. Εμείς προσπαθήσαμε να αποκαταστήσουμε αυτήν την ιστορική αδικία, να μάθουμε κάποιες ιστορίες από τα παρασκήνια, προσπερνώντας τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκύπτουν για κάθε καλόπιστο ερευνητή (πχ. οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές δεν βρίσκονται πια στη ζωή). Προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε την προφορική ιστορία της ταινίας “Παπαφλέσσας: Η μεγάλη στιγμή του ‘21“, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Ευχαριστούμε, λοιπόν, προκαταβολικά την Κάτια Δανδουλάκη («Κατερινιώ» και σύντροφο του Παπαφλέσσα στην ταινία) και τον Γιώργο Κυρίτση (υπασπιστή του Ιμπραήμ) που δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μας κάποιες απ’ τις ιστορίες των γυρισμάτων.
Επικοινωνήσαμε και με τον Ηλία Λογοθέτη, αλλά δυστυχώς, όπως πολύ ευγενικά μας είπε το μόνο που θυμόταν από την ταινία, ήταν ότι τα γυρίσματα έγιναν στα Αμπελάκια στη Θεσσαλία και τίποτα περισσότερο. Τον ευχαριστούμε κι εκείνον, όπως και να ‘χει, για τον χρόνο του.
Ακολουθούν ανέκδοτες ιστορίες για την ταινία από τα στόματα των ίδιων των πρωταγωνιστών:
Ο Ισπανός που έπαιζε ταυτόχρονα και τον Δράμαλη και τον Αλή Πασά
Ο Φερνάντο Σάντσο, ο ευτραφής Ισπανός που βλέπαμε να παριστάνει τον Έλληνα πατριώτη σε ταινίες όπως το “Οι Τελευταίοι του Ρούπελ” και το 28η Οκτωβρίου ώρα 5:30, στον Παπαφλέσσα μας πρόδωσε, πήγε με τους «άλλους». Ο Ισπανός υποδύθηκε τον Δράμαλη, αλλά ταυτόχρονα, επειδή την ίδια περίοδο είχαν ξεκινήσει και τα γυρίσματα των Σουλιωτών και χρειάζονταν και κάποιον να παριστάνει τον Αλή Πασά, τον ‘επίταξαν’ να παίξει και αυτόν τον ρόλο.
Αυτή η κατάσταση, ένας ξένος που δεν ήξερε μισή λέξη ελληνικά να πρέπει να υποδυθεί δύο διαφορετικούς ρόλους, αλλά τόσο όμοιους μεταξύ τους (και στους δύο έπρεπε να είναι ντυμένος ως μουσουλμάνος του 19ου αιώνα, να έχει μούσια, να συνομιλεί με φουστανελάδες σε άγνωστη γλώσσα κλπ), οδήγησε σε ένα όμορφο χάος.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Κυρίτση, ο Φερνάντο Σάντσο δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πότε έκανε γυρίσματα για τη μία ταινία και πότε για την άλλη, πότε ‘μιλούσε’ ως Δράμαλης και πότε ως Αλή Πασάς.
«Ο Παπακωσταντής που ήταν φωτογράφος στον Παπαφλέσσα έκανε σκηνοθετικά και τους Σουλιώτες, αυτή η ταινία γυριζόταν σχεδόν ταυτόχρονα», θα πει ο κ. Κυρίτσης. «Ο Σάντσο γύριζε τις σκηνές του σε δύο ταινίες ταυτόχρονα ντυμένος τούρκικα και δεν καταλάβαινε, ούτε τον ένοιαζε κάθε φορά για ποια ταινία έπαιζε.
Στο γύρισμα απλώς μετρούσε, δεν μάθαινε καμία ατάκα, δηλαδή μιλούσες εσύ στη σκηνή και αυτός έλεγε “ούνο, ντος, τρες”, του έλεγαν “η σκηνή κρατάει μέχρι να μετρήσεις εσύ ως το 10”, και αυτός δεν μιλούσε, απλώς μετρούσε, δεν έλεγε λόγια, ούτε καν στα ισπανικά. Έλεγε μόνο αριθμούς, ανοιγόκλεινε το στόμα και μετά στο μοντάζ τον μεταγλώττιζαν, έβαζαν κάποιον άλλον να μιλάει ελληνικά από πάνω του.
Στον Παπαφλέσσα είχα τον ρόλο του υπασπιστή του Ιμπραήμ, μου είπαν “μετά θα κάνεις και τον γιο του Αλή Πασά στους Σουλιώτες”, και έτσι έκανα και άλλες σκηνές μαζί του. Εγώ, βέβαια, ήξερα πότε ήταν ο Δράμαλης και πότε ο Αλή Πασάς, εμένα δεν μπορούσαν να μου πουν για παράδειγμα ότι “είσαι ο υπασπιστής του Ιμπραήμ” και να βρίσκομαι στο αντίσκηνο του Αλή Πασά και να μην το καταλαβαίνω (γέλια). Είχα σκηνές μαζί του, εγώ μιλούσα, είχα διαβάσει κανονικά το σενάριο και αυτός όπως σου είπα, μετρούσε, ανοιγόκλεινε το στόμα του, ψάχνε γύρευε.
Ήταν όμως ωραίος τύπος. Σηκωνόταν το πρωί στο ξενοδοχείο στη Λάρισα και έπαιρνε απ’ τις 5 η ώρα τη γυναίκα του τηλέφωνο στην Ισπανία, αυτή δεν το σήκωνε και ο κακομοίρης φώναζε “ίο σόνο κορνούτο!”, “είμαι κερατάς!”, (ξανά γέλια), δεν ξέρω, πρέπει να είχε κάποιο πρόβλημα οικογενειακό εκείνη την περίοδο.
Ούτε ξέρω πως τον είχαν βρει, έλα ντε, κάτι είχε κάνει αυτός τότε, είχε παίξει σε κάτι γουέστερν, και τον είδαν εδώ στην Ελλάδα και μάλλον τους άρεσε. Ήμουν και νέος ηθοποιός τότε, δεν μπορούσα να ρωτήσω εγώ “πού τον βρήκατε αυτόν”, ας πούμε. Βέβαια ο ρόλος του πήγαινε πολύ, ήταν μια χαρά όλο αυτό έτσι στημένο».
Έλληνες φαντάροι με φέσια και φουστανέλες
Όλο αυτό το πλήθος που βλέπουμε να παίρνει μέρος σε μάχες με γιαταγάνια, καριοφίλια, ντυμένοι Έλληνες και Τούρκοι, δεν είναι παρά κομπάρσοι-μεταγραφή από ένα άλλο μέρος που χρειάζεται να παίξεις το καλύτερο θέατρο της ζωής σου για να τα βγάλεις πέρα: τον ελληνικό στρατό. Εκατοντάδες στρατιώτες που έκαναν τότε απλώς τη θητεία τους, «επιστρατεύτηκαν» από τους παραγωγούς για να συμπληρώσουν το cast της ταινίας.
«5 η ώρα το πρωί φεύγαμε απ’ το ξενοδοχείο στη Λάρισα, ανεβαίναμε στα Αμπελάκια, για να βαφτούμε, να ετοιμαστούμε και να γυρίσουμε τις σκηνές μας”, θυμάται ο Γιώργος Κυρίτσης. “Οι φουκαριάρηδες οι στρατιώτες σηκώνονταν από ακόμα πιο νωρίς, τους ξυπνούσαν από τις 3, ήταν εντελώς διαλυμένα τα παιδιά. Σκέψου ότι κάποιος μπορεί να είχε σκοπιά 12-2 και στις 6 το πρωί, έπρεπε να κάνει έφοδο στο Μανιάκι.
Εν τω μεταξύ, είχαν εκεί στο βουνό μία λεκάνη με κόλλα κι ένα πινέλο, τους βάζανε στη σειρά και «φραπ» κολλούσανε ένα μουστάκι στον έναν, «φραπ» κολλούσαν ένα μουστάκι στον άλλον. Θυμάμαι που τους ντύνανε Τούρκους και όταν σε κάποιους δεν τους έκαναν τα παπούτσια, τους άφηναν να φορούν τις κανονικές τους αρβύλες. Φορούσαν δηλαδή τις τούρκικες φορεσιές και από κάτω ήταν με τα άρβυλα του στρατού, πολύ γέλιο”».
Η έφοδος στο Μανιάκι
Έχουμε φτάσει στην κορύφωση της ταινίας, στην αγαπημένη μας σκηνή, όλα αυτά που συμβαίνουν πριν ο Ιμπραήμ-Στέφανος Στρατηγός δώσει το φιλί της αναγνώρισης και του σεβασμού στον νεκρό Παπαφλέσσα. Στη σκηνή της μάχης, το γύρισμα της οποίας κρύβει μία υπέροχη ιστορία.
Είχε μείνει ο Παπαμιχαήλ, ο Διανέλλος και μερικοί ακόμη πάνω στο βουνό, ήταν η τελευταία έφοδος που έπρεπε να γυριστεί», συνεχίζει ο Γιώργος Κυρίτσης. «Φωνάζουν τότε οι σκηνοθέτες απ’ τα μεγάφωνα στους στρατιώτες που παρίσταναν τους Τούρκους: “όσο θα πυροβολούν, και εσείς θα τρέχετε προς τα πάνω στο βουνό, κάποια στιγμή θα ακουστεί ένα σύνθημα.
Μόλις ακουστεί αυτό, κάποιοι από σας θα πέσετε κάτω, θα κάνετε τους πεθαμένους, και οι υπόλοιποι θα συνεχίσετε να τρέχετε προς τα πάνω”. Αρχίζουν, λοιπόν, να τρέχουν, ακούγονται 5-6 πυροβολισμοί, ακούγεται κάποια στιγμή και το σύνθημα, και πέφτουν και οι 100 κάτω, δεν έμεινε ούτε ένας “Τούρκος” όρθιος…
Αυτό έγινε γιατί πολύ απλά έκαναν όλοι την ίδια σκέψη: “δεν μας παρατάς ρε που θα ανέβω εγώ τον λόφο, θα τρέχω πρωί πρωί στο βουνό ενώ είμαι διαλυμένος; Θα την πέσω εδώ κάτω με την πρώτη τουφεκιά και άσε τους άλλους να τρέχουν για πάνω”.
Ε, εκεί έγινε το έλα να δεις. Την ξανακάνανε βέβαια τη σκηνή μετά, αλλά έπεσε το γέλιο της αρκούδας. Ήταν όπως εσύ ας πούμε θες να πας το Πάσχα στα Τρίκαλα και λες “κοίτα τι θα κάνω, θα ξυπνήσω πολύ πρωί για να βρω άδειο τον δρόμο”, και ξυπνάς, ξεκινάς και τελικά βρίσκεις γεμάτο τον δρόμο, γιατί μαζί με σένα, έκαναν την ίδια σκέψη και καμιά εκατοστή χιλιάδες άνθρωποι ακόμη. Ε, έτσι την ίδια σκέψη κάνανε και αυτά τα παιδάκια εκεί».
Η ανάπαυση του πολεμιστή
«Έπαιρναν παιδιά που έκαναν τη θητεία τους», θα μας πει η κ. Δανδουλάκη «και τους έντυναν Έλληνες, Τούρκους, έβαζαν τους μεν να κυνηγούν τους δε κτλ… Ήταν κι αυτά τα παιδιά ταλαιπωρημένα, όπως κι εμείς, περιμένανε να ανατείλει ο ήλιος για να αρχίσουν τα γυρίσματα και όλα αυτά… Θυμάμαι, λοιπόν, μια σκηνή, όπου κάποια στιγμή σηκώνεται όρθιος ο Παπαμιχαήλ και φωνάζει “ΠΑΜΕ, ΩΡΕ”, κοιτάζει γύρω του και όλοι κοιμόνταν, δεν κουνήθηκε κανείς, είχανε μείνει οι στρατιώτες ξαπλωμένοι.
Ε μα είχαν κάτσει μισή ώρα εκεί πέρα γιατί κάποιος έδινε οδηγίες και περνούσε η ώρα, ε και τα παιδιά κοιμήθηκαν, δεν είχαν το ενδιαφέρον που είχαν οι ηθοποιοί να ακούν τις οδηγίες κτλ… Και λέει ο Δημήτρης “ΠΑΜΕ, ΩΡΕ” και το στράτευμα πού να πάει, είχε πέσει και κοιμότανε».
«Θυμάμαι ήταν ένας λοχαγός», συμπληρώνει ο Γιώργος Κυρίτσης, «ο οποίος έψαχνε να βρει τους φαντάρους που κοιμόνταν. Στην περιοχή υπήρχαν κάτι φτέρες, πολύ ψηλές, και στα διαλείμματα πολλά παιδιά πήγαιναν και ξαπλώνανε από κάτω, για να κοιμηθούν λίγο, ήταν ψόφια. Έτρεχε τότε αυτός ο λοχαγός και έψαχνε να δει που είχαν κρυφτεί, να τους ξετρυπώσει, λες και ήταν τίποτα κουνέλια οι φαντάροι».
Ο τραυματισμός από τα ειδικά εφέ
«Είχε τσακωθεί ο διευθυντής παραγωγής με τον Σαμιώτη, τον άνθρωπο που έκανε τα ειδικά εφέ, και όπως ήταν τα κανόνια έτοιμα να ρίξουν πάνω στον λόφο, λέει “αφήστε, θα τα κάνω εγώ να ρίξουν”. Θυμάμαι είχανε βάλει τα κανόνια στη σειρά και περνούσε ο διευθυντής παραγωγής, ο Λαμπρινός, έτσι τον έλεγαν, και έβαζε φωτιά σε ένα ένα τα φιτίλια, γιατί αυτά τα άναβες και ήθελαν ξέρω γω τρία λεπτά μέχρι να εκραγούν.
Κάτι όμως δεν είχε υπολογίσει καλά, δεν ξέρω ακριβώς τι και όπως ανάβει το πρώτο φιτίλι, προχωράει ανάβει και το δεύτερο, ανάβει και το τρίτο και μόλις ακουμπάει και το τέταρτο φιτίλι, αυτό σκάει αμέσως πάνω του. Πώς είναι τα Μίκυ Μάους, όταν παθαίνουν κάτι τέτοιο και σηκώνεται το μαλλί τους όρθιο, καμένο, το πρόσωπο τους γίνεται κατάμαυρο κτλ, ε, έτσι έγινε και με εκείνον. Και αρχίζει μετά κάτι βρισίδια στον Σαμιώτη, άλλο πράμα».
Το κοτέτσι και η βροχή με τη μάνικα
«Είναι μία σκηνή που είχαμε κάνει σε μια σπηλιά», θυμάται η Κάτια Δανδουλάκη, «και έχω πάρει στα χέρια μου το κόκκαλο ενός πουλιού και το διαβάζω, λέω στον Παπαφλέσσα την μοίρα του. Αυτή η σπηλιά χωρούσε ίσα ίσα τον Παπαμιχαήλ, εμένα και το συνεργείο σκεβρωμένο, δηλαδή μια μηχανή, τον σκηνοθέτη και τον βοηθό του.
Χωρούσαμε ίσα ίσα μέσα στη σπηλιά και μείναμε εκεί μέσα κοντά στις οκτώ ώρες, μέσα στο κρύο και την υγρασία. Αν δεν κάνω λάθος το γύρισμα έγινε στη Μακρυνίτσα και θυμάμαι τον Δημήτρη να λέει αφού τελειώσαμε, “λοιπόν, την επόμενη φορά να μπούμε να το κάνουμε σε κοτέτσι το γύρισμα”, γιατί πραγματικά ήταν τόσο μικρό το σημείο, ήταν τόσο ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά ήμασταν όλοι ταγμένοι σ’ αυτό που κάναμε, ήταν αυτοθυσιαστική δουλειά.
Πολλές φορές έλεγα στον εαυτό μου “τι θέλω εγώ στο βουνό και στον λόγγο, εγώ που είμαι του καναπέ;”. Αργότερα, μετά από χρόνια, όταν έκανα τηλεόραση και τα γυρίσματα ήταν εσωτερικά, ήμουν πανευτυχής. Την ταλαιπωρία του εξωτερικού γυρίσματος δεν την ήθελα ποτέ, ενώ οι περισσότεροι ηθοποιοί τρελαίνονται για αυτά.
Γενικά οι συνθήκες των γυρισμάτων ήταν πολύ σκληρές, έκανε και αρκετό κρύο τότε πάνω στα βουνά, ήταν χειμώνας. Σε μια άλλη σκηνή θυμάμαι, πάλι στη Μακρυνίτσα, όπου έπρεπε να πέφτει καταρρακτώδης η βροχή, είχαν έρθει με αντλίες και μας καταβρέχανε.
Αυτή η σκηνή κράτησε δυο με τρεις ώρες, και μετά για να μην πάθουμε τίποτα, καμιά πνευμονία, μας τρίβανε με τσικουδιά, με ρακί στην πλάτη για να καταφέρουμε να ζεσταθούμε. Και όλο αυτό συνέβαινε 12 με 3 το πρωί, μέσα σε τρομερό κρύο. Ευτυχώς πάντως δεν πάθαμε ποτέ τίποτα, δεν κρυώσαμε ποτέ στα γυρίσματα που κάναμε στους εξωτερικούς χώρους.
Θυμάμαι πολύ έντονα τέτοιες στιγμές ταλαιπωρίας, αισθανόμουν κι εγώ ότι έκανα στρατιωτική θητεία, αλλά συγχρόνως υπήρχε κι ένα πάθος για τη δουλειά, το γευόμασταν αυτό που κάναμε, το ευχαριστιόμασταν, παρά τη μεγάλη κούραση, και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά με το σήμερα, ότι ο πιεσμένος χρόνος που απαιτείται για τέτοιες δουλειές, και το άγχος που υπάρχει, καλύπτουν τη χαρά.
Κοιμόμασταν μια ώρα, δυο ώρες, ξυπνούσαμε 4 το πρωί για να προλάβουμε την ανατολή του ηλίου, για ανάλογα πλάνα… Για παράδειγμα, για το τελευταίο μου πλάνο στην ταινία που πεθαίνω και είμαι μέσα στην αγκαλιά του Παπαμιχαήλ, είχαμε πάει θυμάμαι στο βουνό για να προλάβουμε το χάραμα από τις 4 η ώρα, και περιμέναμε.
Αν δεν πετύχαινε η σκηνή την ώρα που έσκαγε ο ήλιος, θα έπρεπε να πάμε και να ξαναπάμε και να ξαναπάμε, γι’ αυτήν τη συγκεκριμένη σκηνή και μόνο. Όλα αυτά όμως γίνονταν με πολύ μεγάλη χαρά για τη δουλειά».
Ο Παπαμιχαήλ στο ελικόπτερο
«Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου τρεις με τρεισήμισι μήνες και έγιναν όλα στα Αμπελάκια και στο Πήλιο. Οι εσωτερικοί χώροι ήταν όλοι σε στούντιο στη Λάρισα, καμία σκηνή δεν γυρίστηκε σε στούντιο στην Αθήνα. Εγώ τότε δεν έκανα θέατρο, αλλά ο Δημήτρης ο Παπαμιχαήλ ανέβαζε μαζί με τη Βουγιουκλάκη ένα έργο του Ρούσσου νομίζω, τη Βασίλισσα Αμαλία, δεν είμαι και τόσο σίγουρη.
Για να καταφέρνει, λοιπόν, να είναι παρών και στα γυρίσματα της ταινίας και στο θέατρο, τον έφερναν μετά την παράσταση με ελικόπτερο και τον ξαναγύριζαν πίσω για να προλάβει την επόμενη μέρα να είναι ξανά στο Θέατρο Αλίκη. Αυτή η κατάσταση ήταν σχεδόν καθημερινή».
Παίξε μας κάτι, πατέρα
Μιλώντας με τους πρωταγωνιστές, δεν μπορούσες παρά να διακρίνεις μία αγάπη για τον Λαυρέντη Διανέλλο, τον ηθοποιό που για κάποιο περίεργο λόγο, μας βγάζει και μας μία παππουδίστικη συμπάθεια, σχεδόν αυθόρμητη.
«Θυμάμαι μια ιστορία που μας είχε πει σε ένα διάλειμμα», λέει ο Γιώργος Κυρίτσης. «Έπαιζε σε μία ταινία, δεν θυμάμαι πια, ήταν στο κρεβάτι ξαπλωμένος και πέθαινε, και του λένε τα παιδιά του “παίξε μας κάτι πατέρα” και πήρε ένα μπουζούκι και άρχισε να παίζει, έτσι στο άσχετο, στο κρεβάτι.
Και τον ρωτάω εγώ “καλά, δεν είχατε ορούς, καλώδια, απ’ αυτά που έχουν οι άρρωστοι, “όχι παιδάκι μου”, μού λέει, “τι ορούς; Πέθαινα, έριξα και μία με το μπουζούκι εκεί και γεια σας”… Γελούσαν και οι ίδιοι με αυτά, εν γνώση τους δηλαδή τα κάνανε, καταλάβαιναν από μόνοι τους το αστείο του πράγματος».
«Ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο υπέροχος αυτός ηθοποιός», θυμάται και η Κάτια Δανδουλάκη, «ξυπνούσε το πρωί, διάβαζε την εφημερίδα του, έπινε το καφεδάκι του, μας ειδοποιούσαν στο ξενοδοχείο ότι θα ξεκινήσουμε στις 6 η ώρα το πρωί και αυτός ήταν εκεί στημένος απ’ τις 5. Κάποιες άλλες φορές μας έλεγαν ότι δεν θα σας μεταφέρουμε ακόμα στο βουνό γιατί μπορεί να βρέξει και έτσι καθόμασταν και περιμέναμε. Πήγαινε 6, πήγαινε 7, πήγαινε 8 και ο Διανέλλος καθόταν εκεί πέρα αμίλητος, ατάραχος.
Του έλεγα τότε “πώς το κάνετε αυτό το πράγμα;” και μου απαντούσε “αχ κοριτσάκι μου, έχω κάνει τόσες ταινίες… Αυτή είναι η δουλειά του κινηματογράφου”. Και έλεγα από μέσα μου “τι λέει ο άνθρωπος”, πώς είναι δυνατόν να έχει τέτοια ηρεμία, τέτοια ιώβεια υπομονή, αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας άγγελος, ένας κύριος. Και αυτήν την υπομονή με τα χρόνια την απέκτησα κι εγώ.
Θυμάμαι τον εαυτό μου 40-45 χρονών, να κάνει απεριόριστη υπομονή στα τηλεοπτικά κυρίως γυρίσματα και τους νέους να ανυπομονούν. Και πάντα, μα πάντα, θυμόμουν αυτά τα λόγια του Διανέλλου».
Σουλιώτες: Μάχες και κυνηγητά με άλογα στη Λέσβο
Όπως είπαμε και πιο πάνω, οι Σουλιώτες άρχισαν να γυρίζονται ταυτόχρονα με τον Παπαφλέσσα και συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του, με τις υπόλοιπες σκηνές, αυτές που εσύ και εγώ φανταζόμαστε ότι γυρίστηκαν στα βουνά του Σουλίου, να γυρίζονται στην πραγματικότητα στη Λέσβο, και κυρίως στον Μόλυβο και στην Πέτρα. Εκεί, η Κάτια Δανδουλάκη θα χρειαστεί να κάνει κάποιες σκηνές πάνω σε άλογο, κάτι που θα την δυσκολέψει πολύ.
«Είχα μάθει να ανεβαίνω και να κατεβαίνω από το άλογο, μέχρι εκεί όμως, δεν ήμουν και ο ιππέας του ιπποδρόμου, ένα 20χρονο κορίτσι ήμουνα. Με είχαν πάει σε ένα βουνό, λοιπόν, και έπρεπε να με κυνηγάνε οι Τούρκοι. Τι να με κυνηγάνε δηλαδή, εγώ δεν ήξερα που πάνε τα τέσσερα. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι ανέβηκα στο άλογο και δεν μπορούσα να το κάνω να πάρει μπρος με τίποτα.
Το άλογο όταν αισθάνεται καβαλάρη που είναι άσχετος, δεν υπακούει ό, τι και να του κάνεις. Έπρεπε, λοιπόν, να τρέξω με το άλογο για να πάω γρήγορα το μήνυμα στο Σούλι, τρέχα γύρευε δηλαδή, και ενώ μου έκαναν σήμα από μακριά για να ξεκινήσω, από εκεί που ήταν οι κάμερες για να τρέξω προς το μέρος τους, το άλογο δεν ξεκινούσε με τίποτα. Εν τω μεταξύ, οι από πίσω μου είχαν ξεκινήσει, ο στρατός των Τούρκων είχε ξεκινήσει και με κυνηγούσε.
Με φτάνουνε, με προσπερνάνε και όταν είδε το άλογο το δικό μου τους Τούρκους να τρέχουν μπροστά, τότε πήρε μπρος κι αυτό και άρχισα να κυνηγάω εγώ τους Τούρκους.. Και λέω πόσο κρίμα που δεν κρατήσανε το βίντεο ως making of, γιατί ήτανε εκπληκτικό, ότι βρίσκομαι εγώ να κυνηγάω τους Τούρκους, είχε γίνει χαμός.
Μια άλλη φορά, πάλι στους ‘Σουλιώτες’, ήμουν πάνω στο άλογο και έπρεπε να σταματήσω σε ένα σταυροδρόμι, να κοιτάξω δεξιά, μετά αριστερά, να ξανακοιτάξω δεξιά και να φύγω προς αυτήν την κατεύθυνση. Έρχομαι, λοιπόν, με φόρα, οι καμεραμέν φοβισμένοι, σου λέει “αυτή μπορεί και να μη σταματήσει”, δεν μου είχαν καμιά εμπιστοσύνη, με είχανε μάθει πια.
Τους βλέπω, λοιπόν, έτοιμους να φύγουν να γλιτώσουν μην τους χτυπήσω και τελευταία στιγμή τελικά το άλογο σταματάει. Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, ξανακοιτάζω δεξιά και με το που πάω να φύγω προς τα εκεί, το άλογο έφυγε μόνο του προς τα αριστερά.
Γενικά, το συνεργείο και όλοι εκεί διασκεδάζανε πάρα πολύ με μένα και το άλογο. Μην πω και για το καριοφίλι, καλά όταν έπιασα το καριοφίλι… η άσχετη, η ανίκανη, η άχρηστη, αλλά έλεγα “τι να κάνω, θα το πιω και αυτό το ποτήρι”, αλλά ιδίως στα κυνηγητά με τα άλογα, εκεί δεν πέρναγα καθόλου καλά».
Ο Σωτήρης Μουστάκας γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1940 στο χωριό Κάτω Πλάτρες, Λεμεσού και ήταν το τελευταίο παιδί πολυμελούς οικογένειας. Έκανε μουσικές σπουδές (βιολί), αλλά το όνειρό του ήταν να γίνει ηθοποιός. Από το Δημοτικό κιόλας ήταν πρωταγωνιστής στα έργα που ανέβαζε με τους συμμαθητές του. Του άρεσε ο Σέξπιρ, αλλά και ο Τσάρλι Τσάπλιν, που τον είχε δει στο σινεμά.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές για την καριέρα και τη ζωή του Σωτήρη Μουστάκα και μας τις αποκαλύπτει…
Σωτήρης Μουστάκας: Οι άγνωστες πτυχές
1ον. Η κινηματογραφική του καριέρα άρχισε το 1964 όταν ο Μιχάλης Κακογιάννης τον επέλεξε για να συμμετάσχει στην Ελληνοαμερικάνικη παραγωγή, “Zorba the Greek“.
2oν. Ο Σωτήρης Μουστάκας συμμετείχε σε αρκετές ταινίες της χρυσής εποχής του Ελληνικού κινηματογράφου ερμηνέυοντας μικρούς άλλα χαρακτηριστικούς ρόλους που αγαπήθηκαν και αγαπιούνται έως σήμερα από το κοινό. Όμως μόνο σε δύο ήταν αυτός ο βασικός πρωταγωνιστής. Η πρώτη το 1970 στην κωμωδία του Μάρκου Μαλλιαράκη, “Ο αχαΐρευτος” και η δεύτερη στην κοινωνική ταινία του 1974 με τίτλο, “Ένας νομοταγής πολίτης” σε σενάριο του Κώστα Μουρσελά και σκηνοθεσία του Ερρίκου Θαλασσινού. Όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Σωτήρης Μουστάκας αυτή ήταν και η αγαπημένη του.
3oν. Το 1966 έπαιξε στο πλευρό της Τζένης Καρέζη στην Γαλλική ταινία, “Une balle au coeur” (Μια σφαίρα στην καρδιά) ενώ έναν χρόνο μετά συμμετείχε και στην Ελληνοδανέζικη παραγωγή, “Μartha”.
4oν. Το 1982 ο Σωτήρης Μουστάκας μαζί με την σύζυγο του Μαρία Μπονέλου πρωταγωνίστησαν στην κωμωδία του Ερρίκου Θαλασσινού, “Εγώ και το πουλί μου” που ήταν και η πιο πετυχημένη απ’ όλες τις ταινίες που γύρισε την δεκαετία του ’80.
5ον. Οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση ήταν σπάνιες αν και είχε αρκετές προτάσεις. Για την ακρίβεια ως γκεστ συμμετείχε σε οχτώ σειρές και μόνο σε μια ήταν βασικός πρωταγωνιστής. Ήταν στην κωμωδία, “Τα χαϊδεμένα παιδιά” που σκηνοθέτησε το 2001 για την ΕΡΤ ο καλός του φίλος, Γιάννης Σμαραγδής.
6ον. Με την πολυαγαπημένη του σύζυγο Μαρία Μπονέλου συνεργάστηκαν σε 10 κινηματογραφικές ταινίες από το 1967 έως το 1982.
7ον. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με την έλευση της βιντεοκασέτας ο Σωτήρης Μουστάκας θα γίνει ένας από τους πιο παραγωγικούς ηθοποιούς αφού θα πρωταγωνιστήσει σε 43 βιντεοταινίες διαφόρων σκηνοθετών με 18 από αυτές να γυρίζονται το 1988.
8ον. Η πρεμιέρα στο σινεμά της τελευταίας ταινίας που συμμετείχε πραγματοποιήθηκε στις 11 Οκτωβρίου του 2007. Ακριβώς πέντε μήνες μετά τον θάνατο του. Υποδύθηκε τον τον Titian στην βιογραφική υπερπαραγωγή του Γιάννη Σμαραγδή, “El Greco“
Χτισμένη στις δυτικές πλαγιές του Πηλίου βόρεια του Βόλου, η Μακρινίτσα, 10 μόλις χιλιόμετρα από το Βόλο, είναι από τα τουριστικότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας και φημίζεται για το παραδοσιακό της χρώμα, την ιδιαίτερη πηλιορείτικη αρχιτεκτονική της και για την εξαιρετική θέα που διαθέτει, ώστε να την αποκαλούν «μπαλκόνι του Πηλίου», χαρακτηρισμός που πρώτος απέδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν επισκέφθηκε το 1934 το χωριό, και εντυπωσιάστηκε από τη θέα.
Τη Μακρινίτσα επέλεξε ο Φιλοποίμην Φίνος το 1968 για τα εξ ολοκλήρου γυρίσματα της ταινίας «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο ρόλο της δασκάλας και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο ρόλο του ήρωα Στέφανου.Οι σκηνές με το τρένο πραγματοποιήθηκαν στο σταθμό στα Άνω Λεχώνια.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1968, και κατά τη διάρκεια η Αλίκη ανακάλυψε την πολυπόθητη εγκυμοσύνη της. Αυτός είναι και ο λόγος που η εξωτερική εμφάνιση της παρουσιάζει διαφορές σε αρκετά στιγμιότυπα της ταινίας.
Τη σκηνοθεσία υπέγραψε ο Ντίνος Δημόπουλος ενώ το σενάριο συνυπέγραψαν ο Λάκης Μιχαηλίδης και η Ανθή Δημοπούλου, που εικασίες θέλουν να πρόκειται για την ηθοποιό Φλωρέττα Ζάννα, σύζυγο του σκηνοθέτη, της οποίος το πραγματικό της όνομα ήταν Ανθή. Η δασκάλα με τα ξανθιά μαλλιά ξεκίνησε ως, “Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά”.
Είχαν τυπωθεί και αφίσες με αυτό τον τίτλο, είχαν γίνει δημοσιεύσεις σε περιοδικά και εφημερίδες, ωστόσο ο Φίνος αναγκάστηκε να τον αλλάξει όταν δημιουργήθηκε πρόβλημα με τους κληρονόμους του Στράτη Μυριβήλη, ο οποίος είχε γράψει το μυθιστόρημα «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Έτσι, λίγους μήνες πριν την προβολή της στους κινηματογράφους, ο τίτλος άλλαξε.
Η ταινία, “Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά” έκανε πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου 1969 και ήταν η επιτυχία της σεζόν. Έκοψε 739.001 εισιτήρια στην πρώτη προβολή της, κατακτώντας την πρώτη θέση, ενώ στον πίνακα με τις εμπορικότερες ταινίες στην ιστορία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, έχει την τρίτη θέση μετά την «Υπολοχαγό Νατάσα» και την «Αρχόντισσα και ο αλήτης».Τρεις Αλίκες στη σειρά δηλαδή!
Ολόκληρο το χωριό επιστρατεύτηκε για τις ανάγκες των γυρισμάτων της ταινίας καθώς και για την κάλυψη μικρότερων ρόλων. Οι περισσότεροι μικροί μαθητές που βλέπουμε στην ταινία ήταν πραγματικοί μαθητές του σχολείου του χωριού. Μία από τις μαθήτριες ήταν και η Καίτη Χρυσοχού.
“Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά” όπως μας τις διηγήθηκε μια μαθήτρια της ταινίας.
Η Καίτη Χρυσοχού ήταν 6 χρονών όταν γυριζόταν η ταινία, και έπαιξε μια μικρή μαθήτρια. Αρκετά χρόνια τώρα, διατηρεί σε ένα παραδοσιακό οίκημα στη Μακρινίτσα, κατάστημα με βότανα. Η Καίτη μοιράζεται μαζί μας για πρώτη φορά τις αναμνήσεις της από τα γυρίσματα με την Αλίκη:
«Η Αλίκη ήταν τελειομανής και γι΄αυτό ήταν αυστηρή. Απολύτως φυσιολογικό για να βγει τέλειο το αποτέλεσμα. Ήταν δίκαιη όμως. Μας μιλούσε πολύ και μεγαλώνοντας, όταν δραστηριοποιήθηκα επαγγελματικά, την κατάλαβα γιατί κι εγώ στη δουλειά μου θέλω το τέλειο.
Έχω πολλές αναμνήσεις από τα γυρίσματα. Μια φορά, στο νυχτερινό γύρισμα του βομβαρδισμού του σχολείου θυμάμαι κατουρήθηκα από το φόβο μου. Τα περισσότερα κτίρια υπάρχουν ακόμα εκτός από ένα δύο που τα είχε στήσει η παραγωγή. Η παραγωγή μας πλήρωνε όλους, τους γονείς φυσικά.
Ο πατέρας μου με τα λεφτά που πήρε, αγόρασε ένα χωράφι και το έδωσε σε μένα. Ερχόταν πολύς κόσμος καθημερινά από όλη τη Θεσσαλία και γέμιζαν τα καλντερίμια γιατί ήθελαν να δουν από κοντά την Αλίκη. Μετά την προβολή της ταινίας η Μακρινίτσα πήρε την άνοδο στον τουρισμό.
Τότε υπήρχε μόνο ένα ξενοδοχείο αυτό που έμενε η Αλίκη το «Πηλιορείτικο Σπίτι» και μετά γέμισε ξενοδοχεία το χωριό. Όταν προέκυψε το πρόβλημα με την εγκυμοσύνη της ήρθε ο γιατρός της με το ελικόπτερο προσγειώθηκε στο γήπεδο που έχουμε μεταξύ Μακρινίτσας και Πορταριάς, και διέταξε να μείνει ακίνητη ξαπλωμένη στο κρεβάτι . Σταμάτησαν τα γυρίσματα κι όταν γέννησε ξανάρχισαν».
Η Αλίκη φιλοξενήθηκε στο Πηλιορείτικο Σπίτι ένα αρχοντικό που χτίστηκε το 1850, στο κεντρικό πλακόστρωτο σοκάκι του χωριού και λειτουργεί ακόμα. Βρίσκεται 80 μέτρα πάνω από την κεντρική πλατεία. Η Αλίκη έμεινε στον επάνω όροφο του σπιτιού, στη σημερινή σουίτα δύο δωματίων με την ξεχωριστή αρχιτεκτονική.
Η Αλίκη με τον Δημήτρη παντρεύτηκαν στις 18 Ιανουαρίου 1965, και προσπαθούσαν να αποκτήσουν παιδί. Η Αλίκη είχε ταξιδέψει μέχρι την Τήνο και είχε κάνει τάμα στην Παναγία να της χαρίσει ένα μωρό. Ο γιατρός Νίκος Παπανικολάου ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης όταν δέχθηκε την επίσκεψη της Αλίκης στο γραφείο του.
Του εμπιστεύθηκε το πρόβλημα που είχε με τη γονιμότητα της. Λόγω σοβαρών γυναικολογικών προβλημάτων δεν θα μπορούσε εύκολα να μείνει έγκυος, την βοήθησε και πολύ γρήγορα έμεινε. Κατά τη διάρκεια γυρίσματος η Αλίκη λιποθύμησε σε σκηνή που εκτυλισσόταν στη πλατεία του χωριού.
Η Αλίκη ήταν έγκυος! Σε ορισμένα πλάνα χρησιμοποιήθηκε η «σωσίας» της Αλίκης, το μοντέλο Μίτσι Καρά, την οποία ντούμπλαρε και στη ταινία «Η νεράιδα και το παλικάρι» που γυρίστηκε στην Κρήτη. Στη σκηνή με το γαμήλιο γλέντι η Αλίκη αρχίζει να αιμορραγεί. Ειδοποιείται ο γιατρός ο οποίος την βρήκε μέσα στο αίμα στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Την υποχρέωσε να διακόψει το γύρισμα καθώς η επιπλοκή έδειχνε πως εκδηλωνόταν αποβολή.
Ο Φιλοποίμην Φίνος που λάτρευε την Αλίκη έστειλε την αμερικάνικη Κάντιλακ του, που τα καθίσματα της γινόντουσαν κρεβάτι για να φτάσει η Αλίκη άνετα στην Αθήνα. Όταν φτάνουν στην Αθήνα ο γιατρός, της συνιστά πλήρη ακινησία.
Στις 04 Ιουνίου του 1969 η Αλίκη φέρνει στον κόσμο, με καισαρική τομή, τον Γιάννη και στη συνέχεια επιστρέφει στη Μακρινίτσα για να ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας. Με τον γιατρό παρέμειναν φίλοι, ενώ από τη δημοσιότητα, όπως είχε ο ίδιος δηλώσει, επωφελήθηκε επαγγελματικά όχι όμως και όσον αφορά την πανεπιστημιακή του εξέλιξη.
Η ταινία, "Ταξίδι στα Κύθηρα" προβλήθηκε τη σαιζόν 1984-1985 και έκοψε 115.955 εισιτήρια. Ήρθε στην 8η θέση σε 38 ταινίες.-Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι...
Σε πολλούς από τους καλλιτέχνες μας τα ονόματα όπου έγιναν γνωστοί είναι ψευδώνυμα.Διαβάστε στο ellinikoskinimatografos.gr τα πραγματικά τους ονόματα.Τζένη Καρέζη - Ευγενία ΚαρπούζηΜαρινέλλα -...