Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν Έλληνας ηθοποιός, που υπηρέτησε το Εθνικό Θέατρο, το οποίο και τον γαλούχησε.
ΟΝίκος Κούρκουλος δεν ήταν απλά ένας ταλαντούχος ηθοποιός ούτε μόνο ένας κινηματογραφικός αστέρας, κατάφερε να ενσαρκώσει το αρσενικό ιδεώδες με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελεί μέτρο σύγκρισης.
Χωρίς ποτέ να λανσάρει τον εαυτό του ως μεσογειακό εραστή, με χαρακτηριστικά προσώπου που παρέπεμπαν στα αδρά πρόσωπα των χολιγουντιανών ηρώων, ο Κούρκουλος ήταν ο πρώτος δυτικού τύπου αστέρας του ελληνικού κινηματογράφου.
Τα κορίτσια πάθαιναν παραλήρημα στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του, αν κατάφερναν να μπουν στα καμαρίνια του θεάτρου, του έσκιζαν τα ρούχα και οι άντρες τον είχαν ως πρότυπο: πώς μιλούσε στις γυναίκες και πώς στα αφεντικά, πώς διεκδικούσε, πώς κέρδιζε αλλά και πώς έχανε. Εντός και εκτός οθόνης, ήταν ο Νίκος Κούρκουλος αυτός που έδειχνε το δρόμο.
ΟΝίκος Κούρκουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου του 1934 και μεγάλωσε στη συνοικία του Ζωγράφου. Αγάπησε πολύ τον αθλητισμό, στο γυμνάσιο έγινε ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού και όπως ο ίδιος είχε πει, εντελώς τυχαία, διαβάζοντας βιβλία για το θέατρο, πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός.
Στην απόφασή του αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Μάνος Κατράκης, τον οποίο ο Νίκος Κούρκουλος εκτιμούσε απεριόριστα και τον καθοδήγησε να δώσει εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1958.
Την επόμενη χρονιά έκανε την πρώτη εμφάνισή του στο θεατρικό σανίδι το 1959, στο πλευρό της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν, στην “Κυρία με τις Καμέλιες” του Αλέξανδρου Δουμά.
Γρήγορα αναδείχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.
ΟΝίκος Κούρκουλος ερμήνευσε πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε μεγάλα κλασικά, αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού θεάτρου. Πρωταγωνίστησε, ανάμεσα σε άλλα, στη Μήδεια (1959) και τον Ορέστη (1971) του Ευριπίδη, στον Οιδίποδα Τύραννο (1982) και στον Φιλοκτήτη (1991) του Σοφοκλή, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, που ήταν και η τελευταία του θεατρική εμφάνιση.
Ως επικεφαλής θιάσων, αλλά και δικού του θεάτρου στην Αθήνα, πρωταγωνίστησε στα έργα: Η μικρή μας πόλη (1960), Οντίν (1962), Η κληρονόμος (1962), Σαμπρίνα (1963), Ιούλιος Καίσαρ (1964), Να ντύσουμε τους γυμνούς (1964), Λούλου (1965), Ίλια Ντάρλιγκ (ΗΠΑ-1967 σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, παράσταση για την οποία κέρδισε την υποψηφιότητα για το βραβείο TONY, Πύργος (1964), Δίκη (1971), Τάγκο (1972), Όπερα της Πεντάρας (1975), Ο Γλάρος (1976), Επιστροφή (1977), Πρόσκληση στον Πύργο (1978), Μονό Ζευγάρι (1980), Ανταπόκριση (1983), Ψηλά από τη Γέφυρα (1986) και Στην Φωλιά του Κούκου (1987).
Όμως, εκτός από σπουδαίους πρωταγωνιστής του θεάτρου, ο Νίκος Κούρκουλος υπήρξε κι ένας από τους μεγαλύτερους ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου.
Πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 30 ταινίες, μεταξύ των οποίων “Ο κατήφορος”, “Κοινωνία ώρα μηδέν”, “Η κυρία δήμαρχος”, “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο”, “Αδίστακτοι”, “Ορατότης μηδέν”, “Ο Αστραπόγιαννος” κ.ά.
Τιμήθηκε δύο φορές με το Α’ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: το 1965 για τους “Αδίστακτους” και το 1970 για τον “Αστραπόγιαννο”.
Για πολλά χρόνια υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης των θιασαρχών του Ελληνικού Θεάτρου, (ΠΕΕΘ), ενώ από το 1994 μέχρι το θάνατό του διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Από τη θέση αυτή οραματίστηκε και δημιούργησε το Παιδικό Στέκι, την Πειραματική Σκηνή, τον Άδειο Χώρο, το Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, τη Διεθνή Σκηνή και τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, ενώ αναβάθμισε δραστικά τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Παράλληλα, άνοιξε τις, για χρόνια κλειστές, πόρτες του Εθνικού Θεάτρου σε όλους τους ηθοποιούς, έκανε τον θίασο περιοδεύοντα στην Ελλάδα και το εξωτερικό και προχώρησε σε μετακλήσεις ξένων σκηνοθετών.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του παρουσιάστηκαν πολλά και σημαντικά έργα του παγκόσμιου δραματολογίου, καθώς και έργα πολλών ελλήνων συγγραφέων, σε όλες τις σκηνές του Εθνικού Θεάτρου. Στις καινοτομίες του καταγράφηκε και η τεράστια επιτυχία του μιούζικαλ “Βίρα της Άγκυρες” των Β. Παπαθανασίου – Μ. Ρέππα, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, που ήταν το πρώτο μουσικό έργο στην ιστορία του Εθνικού Θεάτρου, αφιερωμένο στην ελληνική επιθεώρηση.
Τον Μάρτιο του 2006 υπέγραψε εκ μέρους της πολιτείας την οριστική σύμβαση για την ανάθεση του έργου “Αποκατάσταση και εξοπλισμός του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικού Θεάτρου”, που αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα οράματα της καλλιτεχνικής του θητείας. Κατά κοινή ομολογία, ήταν ένας άνθρωπος με πάθος και ειλικρίνεια που δεν δίσταζε να ομολογήσει πως όταν ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση, το Εθνικό Θέατρο “ήταν ένας σάπιος οργανισμός που είχαν μείνει μόνο τα κόκαλα”.
ΟΝίκος Κούρκουλος είχε περιγράψει πως έγινε σταρ σχεδόν σε μια νύχτα σε συνέντευξή του στο Bήμα: “Ο Φίνος ζητούσε ένα νέο στο στυλ σαν το δικό μου: Ένα παλικάρι έτσι… λίγο σκληρό, για να παίξει στο “Κοινωνία ώρα μηδέν”. Με πρότεινε λοιπόν ο Δαλιανίδης. Εν τω μεταξύ εγώ ως τότε είχα παίξει σε κάτι ταινίες ρόλο κομπάρσου για να βγάλω ένα μεροκάματο και όλα αυτά περνούσαν από τον Φίνο και τα έβλεπε. Με είχε δει λοιπόν σε ρόλους κομπάρσου και δεν συμφωνούσε με τον Δαλιανίδη, που επέμενε ότι ήμουν αυτό που ζητούσε.”
“Ώσπου μια μέρα ανοίγει την εφημερίδα και βλέπει μια φωτογραφία με τη Βεργή και εμένα, σε μια σκληρή σκηνή από το έργο που παίζαμε, και γυρίζει και τους λέει: “Να ‘τος ρε αυτός που ψάχνατε να βρείτε… Αυτός είναι, δεν τον βλέπετε; Δεν με νοιάζει αν δεν είναι όνομα. Το πρόσωπό του και η κίνηση μιλάνε, λένε αυτό που θέλουμε για τον ρόλο”. Του λέει ο Δαλιανίδης: “Μα αυτόν εσείς δεν τον θέλατε. Ξέρετε ποιος είναι; Είναι ο Κούρκουλος που σας έλεγα και δεν θέλατε ούτε να ακούσετε για αυτόν” (γέλια). Και έτσι κάνω την πρώτη ταινία και με αυτήν γίνομαι διάσημος”.
Σύζυγός του ήταν η Μελίτα Κουτσογιάννη – Κούρκουλου, βοηθός σκηνοθέτη, με την οποία δούλεψαν μαζί στο θέατρο – και δημιούργησαν το Θέατρο ΚΑΠΠΑ. Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο έρωτας ήρθε δύο χρόνια αργότερα, όταν η γοητευτική κοπέλα χτύπησε την πόρτα του στο καμαρίνι του θεάτρου ΡΕΞ, για να τον συγχαρεί για την ερμηνεία του στην παράσταση, “Η γειτονιά των Αγγέλων”, όπου έπαιζε με την Τζένη Καρέζη. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος.
ΟΝίκος Κούρκουλος και η Μελίτα παντρεύτηκαν το 1966, την περίοδο που ξεκίνησε να γυρίζεται η ταινία “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο”. Κουμπάρος ήταν ο ηθοποιός και συγγραφέας Νότης Περγιάλης.
Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Άλκη Κούρκουλο, ο οποίος ακολούθησε το δρόμο του πατέρα του, και την Μελίτα Κούρκουλου – Κυριακοπούλου – ο μπαμπάς της επέμενε να πάρει το όνομα της γυναίκας που λάτρεψε, Μελίτα – η οποία ασχολείται με τη διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις.
Γι’ αυτές τις γυναίκες, τις γυναίκες της ζωής του, ο Νίκος Κούρκουλος τραγούδησε το 1984 με τον Γιάννη Πάριο ένα τραγούδι, το οποίο όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ στο εμπόριο. Ήταν κουμπάροι με την ηθοποιό και καλή του φίλη Μαίρη Χρονοπούλου, η οποία βάπτισε τον γιο του Άλκη.
Σταθμός στη ζωή του Νίκου Κούρκουλου ήταν η γνωριμία του με τη Μαριάννα Λάτση (1953) το καλοκαίρι του 1986 κατά τη διάρκεια παράστασης στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1994 στον Νίκο Χατζηνικολάου περιέγραψε με το ίδιο πάθος και το ίδιο καρδιοχτύπι την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον μεγάλο και τελευταίο έρωτα της ζωής του, λέγοντας: “Κάνω έτσι και παγώνω… Ξαφνικά βλέπω ένα πλάσμα να ανεβαίνει τις κερκίδες και αυτό ήταν”.
Εκείνη την εποχή η Μαριάννα Λάτση ήταν παντρεμένη με τον δάσκαλο του σκι και Δήμαρχο Βουλιαγμένης, Γρηγόρη Κασιδόκωστα, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Πάρη (1983), ενώ το διαζύγιό τους βγήκε το 1987. Παράλληλα, ο Νίκος Κούρκουλος ζήτησε αμέσως διαζύγιο από τη σύζυγο του, Μελίτα. Διατήρησαν μία άψογη σχέση αγάπης και σεβασμού όλα τα μετέπειτα χρόνια.
ΟΝίκος Κούρκουλος είχε τέσσερα παιδιά. Δύο από τον πρώτο γάμο του με την Μελίτα, τη Μελίτα και τον ηθοποιό Άλκη Κούρκουλο και άλλα δύο από τον γάμο του με την Μαριάννα Λάτση, (με την οποία παντρεύτηκε μετά τον θάνατο του πατέρα της) την Εριέττα (1993) και τον Φίλιππο (1998).
Η τελευταία γυναίκα που “μπήκε” στη ζωή του Νίκου Κούρκουλου ήταν η εγγονή του, Αμαλία (2004). Καρπός του γάμου της κόρης του, Μελίτας (2003 – Σπέτσες) με τον επιχειρηματία Μενέλαο Κυριακόπουλο.
Ηοικογένεια του Νίκου Κούρκουλου μετρούσε τέσσερα παιδιά, όλα αγόρια, με τον σπουδαίο ηθοποιό να είναι το δεύτερο στη σειρά. Μια οικογένεια ιδιαίτερα αγαπημένη και δεμένη, η οποία βίωσε δυστυχώς απρόσμενες απώλειες.
Το 1952, ο πρωτότοκος γιος, Σπύρος, ταξίδευε με ένα γκαζάδικο ως τρίτος πλοίαρχος στα ανοιχτά της Βενεζουέλας. Εκεί το πλοίο χτυπήθηκε από τυφώνα και κόπηκε στα δύο. Σύμφωνα με μαρτυρίες το πλήρωμα σώθηκε, καθώς ο καπετάνιος έβαλε σε μια βάρκα τους πλοιάρχους και τους δύο μηχανικούς.
Η βάρκα μετά από περιπλάνηση στη θάλασσα, ξεβράστηκε σε μια ακτή της Βενεζουέλας, όπου οι κάτοικοι βρήκαν μόνο το άψυχο σώμα του καπετάνιου. Οι υπόλοιποι που επέβαιναν στη βάρκα δεν βρέθηκαν ποτέ.
Μάλιστα, την ημέρα του ναυαγίου, ο Νίκος Κούρκουλος ξύπνησε ξαφνικά και είπε στη μητέρα του, Αυξεντία: «Μάνα, μεγάλο κακό θα μας βρει». Η οικογένεια κατέρρευσε μόλις έμαθε τα νέα, ενώ η μητέρα του δεν αποδέχτηκε ποτέ τον θάνατο του παιδιού της και διατηρούσε μια άσβεστη ελπίδα στην ψυχή της, μιας και το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
Ο Νίκος Κούρκουλος συγκλονίστηκε από τον χαμό του αδελφού του, με τον οποίο είχαν μικρή διαφορά ηλικίας και ήταν αρκετά δεμένοι. Ο ηθοποιός δεν μιλούσε ποτέ δημόσια για την οικογενειακή τραγωδία και προτιμούσε να αναφέρεται στο θέατρο και τον έρωτα.
Η μοναδική αναφορά στον αδελφό του έγινε σε συνέντευξη του στο Θανάση Λάλα το 1998, όπου είχε μιλήσει για τη σχέση μεταξύ του πρωτότοκου παιδιού με τα αδέλφια του. «Ήμουν το δεύτερο παιδί. Το νούμερο που, έτσι πιστεύω, είναι το πιο δυνατό τις περισσότερες φορές. Είναι η άμιλλα που αναπτύσσεται στο δευτερότοκο παιδί.
Γεννιέται με το στίγμα, ότι ποτέ δεν θα γίνει πρώτο… ως παιδί ζει πάντα για να ξεπεράσει τον πρώτο αδελφό του. Εγώ τουλάχιστον, με αυτό βασανιζόμουν. Και εκεί ήταν ο αγώνας, εκεί έδινα τη μάχη. Ήμουν ένα παιδί που έβγαλε νυχτερινό γυμνάσιο, επειδή ήθελε να αποδείξει νομίζω ότι “εγώ μπορώ να σπουδάζω και να φέρνω και λεφτά στο σπίτι”.
Πήγα, δούλεψα, πήγα και στο νυχτερινό γυμνάσιο και όλα τα λεφτά πήγαιναν στο σπίτι. Βέβαια, όλα αυτά δεν είχαν να κάνουν με τον αδελφό μου… Ο πρώτος αδελφός μου, ο Σπύρος, ήταν ένα εξαίρετο παιδί, το καλύτερο παιδί ή αν θέλεις, πολύ καλύτερο παιδί από μένα… Μετά από κάποια χρόνια, ένιωσα τύψεις για τη συμπεριφορά μου απέναντί του, και κάποια στιγμή του είπα: “Ποτέ δεν θα συγχωρήσω στον εαυτό μου, που σου φέρθηκα έτσι σαν πιτσιρικάς”. Τον είχα πει κάποτε “χαραμοφάη”.
Είναι πολύ σκληρά τα παιδιά. Μερικές φορές είναι κακά πολύ. Ο αδελφός μου σπούδαζε, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τότε. Αυτός πήγαινε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, άρα χαραμοφάης, ενώ εγώ ήμουν ο δουλευταράς, που πήγαινε και στο νυχτερινό. Τι ανόητος που ήμουν τότε, Θεέ μου, και πόσο άδικος».
Ακόμα και τότε, ο ηθοποιός δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα στον τραγικό χαμό του αδελφού του, ωστόσο η τραγική ιστορία της οικογένειας αποκαλύφθηκε πρόσφατα μετά από συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη, του μικρότερου και τελευταίου αδελφού του ηθοποιού, Στέφανου, χωρίς όμως το θέμα να πάρει διαστάσεις.
Στη συνέντευξη αυτή, ο Στέφανος Κούρκουλος αποκάλυψε τη δεύτερη πράξη της οικογενειακής τραγωδίας. Τότε που χάθηκε αναπάντεχα και ο τρίτος γιος της οικογένειας. Ο Στέφανος Κούρκουλος είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο και μαζί με τον αδελφό του, έχτιζαν πολυκατοικίες. Όταν έχτιζαν τη δεύτερη πολυκατοικία, ένα δυστύχημα συγκλόνισε για δεύτερη φορά την οικογένεια Κούρκουλου. Ο τρίτος γιος βρισκόταν στην οικοδομή μαζί με τους εργάτες, όταν ξαφνικά έπεσε από την ταράτσα και σκοτώθηκε. Η οικογένεια υπέμεινε και αυτή την απώλεια, χωρίς το θέμα να πάρει δημοσιότητα, αν και ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ήδη γνωστός ηθοποιός.
ΟΝίκος Κούρκουλος δεν αναφερόταν ποτέ στον θάνατο των αδελφών του, αλλά δεν έμενε ανεπηρέαστος. Οι φήμες έλεγαν ότι η ένταση που έβγαλε ο γνωστός ηθοποιός στην ταινία «Ορατότης Μηδέν», οφείλεται στη μνήμη του αδελφού του, καθώς η ταινία αναφέρεται σε ένα θανατηφόρο, στημένο ναυάγιο. Ίσως γιατί για τον Κούρκουλο, η συναισθηματική φόρτιση του ήρωα δεν ήταν μόνο στο σενάριο, αλλά και στην ίδια του τη ζωή.
Το 2001 οΝίκος Κούρκουλος διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στο ρινοφάρυγγα. Παρά τα προβλήματα υγείας, συνέχιζε να αγωνίζεται για το Εθνικό Θέατρο. Απεβίωσε στις 30 Ιανουαρίου 2007 και κηδεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 2007 από το νεκροταφείο του Ζωγράφου, στη γειτονιά όπου μεγάλωσε.
Νίκος Κούρκουλος: Εργολαβία
Έτος | Τίτλος ταινίας |
---|---|
1957 | Μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς |
1958 | Το τελευταίο ψέμμα |
1959 | Αμαρυλλίς |
1959 | Ερωτικές ιστορίες |
1959 | Μπουμπουλινα |
1960 | Για σένα την αγάπη μου |
1960 | Δυο χιλιάδες ναύτες και ένα κορίτσι |
1960 | Η κυρία δήμαρχος |
1960 | Καλημέρα Αθήνα |
1960 | Το χαμίνι |
1961 | Κατήφορος |
1961 | Μάνα μου τον αγάπησα |
1962 | Οργή |
1962 | Το ταξίδι |
1963 | Συντρίμμια της ζωής |
1964 | Αμφιβολίες |
1964 | Δίψα για ζωή |
1964 | Ένας μεγάλος έρωτας |
1964 | Λόλα |
1965 | Αδίστακτοι |
1965 | Κατηγορώ τους ανθρώπους |
1965 | Το χώμα βάφτηκε κόκκινο |
1966 | Επιτάφιος για εχθρούς και φίλους |
1968 | Κατάσκοποι στο Σαρωνικό |
1969 | Γυμνοί στο δρόμο |
1969 | Ορατότης μηδέν |
Έτος | Τίτλος ταινίας |
---|---|
1970 | Ο Αστραπόγιαννος |
1971 | Κατάχρησις εξουσίας |
1972 | Με φόβο και πάθος |
1972 | Ο εχθρός του λαού |
1973 | Θέμα συνειδήσεως |
1974 | Η δίκη των δικαστών |
1979 | Ένα γελαστό απόγευμα |
1980 | Έξοδος κινδύνου |
1982 | Το φράγμα |
Έτος | Τίτλος παράστασης |
---|---|
1959 | Η κυρία με τις καμέλιες |
1959 | Τα φτερά της Νίκης |
1963 | Ένα κουτό κορίτσι |
1963 | Η γειτονιά των αγγέλων |
1964 | Δις Διευθυντής |
1964 | Ιούλιος Καίσαρ |
1964 | Ο πύργος |
1964 | Να ντύσουμε τους γυμνούς |
1967 | Illya Darling |
1971 | Η δίκη |
1972 | Τάνγκο |
1974 | Ταμπούρλα στη νύχτα |
1975 | Όπερα της πεντάρας |
1976 | Ο γλάρος |
1978 | Η επιστροφή |
1979 | Μονό ζευγάρι |
1981 | Πρόσκληση στον Πύργο |
1984 | Oedipus Rex |
1985 | Ψηλά από τη γέφυρα |
1988 | Στη Φωλιά του Κούκου |
1989 | Γεια σου |