Λάκης Μιχαηλίδης 1932-2010

Λάκης Μιχαηλίδης
Advertisement

Ο Λάκης Μιχαηλίδης, είναι από τους σημαντικότερους επιθεωρησιογράφους του μεταπολεμικού μουσικού θεάτρου κι ένας από τους παραγωγικότερους σεναριογράφος του εμπορικού κινηματογράφου. Ο Λάκης Μιχαηλίδης συνεργάστηκε στενά και με τη Ρένα Βλαχοπούλου, με χαρακτηριστικότερη ίσως συνεργασία τους την ταινία Βίβα Ρένα, ο τίτλος της οποίας δόθηκε αρκετά χρόνια αργότερα και στην επίσημη βιογραφία της.

Advertisement
Λάκης Μιχαηλίδης
Λάκης Μιχαηλίδης

Ο Λάκης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Νοεμβρίου του 1932. Αρχικά σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα δραματικής τέχνης στο Μακεδονικό Ωδείο (συμμαθητές τους εκεί ήταν ο Άλκης Στέας και ο Κώστας Βουτσάς). Στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, ωστόσο, τον κέρδισε η διαφήμιση. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους διαφημιστές της Θεσσαλονίκης.

Το 1953 ο Λάκης Μιχαηλίδης ίδρυσε μαζί με φίλους του τη διαφημιστή εταιρία “Ηχώ” που έγινε περιζήτητη σε όλη την Ελλάδα. Δικής του έμπνευσης ήταν μια σειρά από διαφημιστικά για τα ξυραφάκια “Άστορ” με τον Κώστα Χατζηχρήστο να λανσάρει τα σλόγκαν “Αμ πώς!”, “Τίπουτας” και “Ασουπή”. Σιγά-σιγά άρχιζε να δοκιμάζει τις δυνατότητές του στο μουσικό θέατρο, γράφοντας νούμερα και επιθεωρήσεις για θιάσους της συμπρωτεύουσας ή για αθηναϊκούς θιάσους που επισκέπτονται τη Θεσσαλονίκη.

Η πρώτη του επιθεώρηση είχε τίτλο Χαρούμενες τουλίπες που ανέβηκε στο Στρατιωτικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης από τον θίασο της Αλεξάνδρας Δέλτα και του Γιάννη Μπέρτου, ενώ σταθμός στα πρώτα του βήματα ήταν η επιθεώρηση Όλα σπάστα που παρουσίασε στο θέατρο Μετροπόλ της συμπρωτεύουσας ο αθηναϊκός θίασος Μαίρης Βασιλάκη-Νίκου Σταυρίδη, με τη συμμετοχή και θεσσαλονικιών ηθοποιών όπως ο Γιώργος Κάππης και ο Κώστας Βουτσάς.  Το τραγούδι της έναρξης ερμήνευε η επίσης Σαλονικιά Κική Παπαδοπούλου που σύντομα τη γνώρισε το πανελλήνιο ως Μαρινέλλα

Κάπου εκεί ο Λάκης Μιχαηλίδης συναντήθηκε για πρώτη φορά με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Όπως διηγείται ο ίδιος στο βιβλίο του Ιερά τέρατα… αγγελικά πλασμένα, η αξέχαστη πρωταγωνίστρια εμφανιζόταν στο τέλος της δεκαετίας του ’50 στο Στρατιωτικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης με ένα νούμερο που δεν είχε επιτυχία (με βάση τις δικές μου έρευνες η Βλαχοπούλου εμφανίστηκε το 1958 στο θέατρο Παλλάς της Θεσσαλονίκης). Τότε ο Άλκης Στέας της πρότεινε να γνωρίσει τον ανερχόμενο συγγραφέα για να της γράψει εκείνος ένα καινούριο νούμερο. “Αύριο το βράδυ, κυρία Βλαχοπούλου, θα έχετε ένα καινούριο σόλο. Έχω ήδη βρει και την ιδέα.” “Αυτή θέλω… την ιδέα… την υπόθεση. Τα άλλα άσ’ τα επάνω μου”, του απάντησε εκείνη. Αυτά της τα λόγια τα επαναλάμβανε πάντοτε ο Μιχαηλίδης, σε εκπομπές και αφιερώματα, όταν του ζητούσαν να μιλήσει για τη μεγάλη κωμικό και για την υποκριτική της τέχνη.

Τελικά ο νεαρός επιθεωρησιογράφος τής έγραψε ένα νούμερο που γνώρισε επιτυχία και φυσικά η Βλαχοπούλου. όπως συνήθιζε, δεν ξέχασε την υποχρέωση που του είχε. Λίγα αργότερα, το 1960 ο Κώστας Χατζηχρήστος καλεί τον Μιχαηλίδη στην Αθήνα για να συνεργαστούν στο θέατρο Παρκ (στην επιθεώρηση Φέρρυ Μπόουτ, για την οποία γράφου επίσης κείμενα οι καθιερωμένοι Κώστας Νικολαΐδης, Ηλίας Λυμπερόπουλος και Γιώργος Οικονομίδης) αλλά και τον κινηματογράφο (Το παιδί της πιάτσας και Ο Μιχαλιός του 14ου Συντάγματος είναι τα πρώτα του σενάρια).

Ταυτόχρονα ο Λάκης Μιχαηλίδης γράφει νούμερα για ραδιοφωνικές επιθεωρήσεις του ΕΙΡ. Το όνομά του ακούγεται όλο και περισσότερο και την άνοιξη του ’64 η Ρένα σκέφτεται ότι πρέπει να του χαρίσει την απόλυτη καταξίωση που θα ονειρευόταν κάθε επιθεωρησιογράφος: να γράψει για το θέατρο Ακροπόλ του Βασίλη Μπουρνέλλη. Λέει λοιπόν τα καλύτερα λόγια στον θρυλικό επιχειρηματία για το νέο συγγραφικό ταλέντο και τον πείθει να συναντηθούν.

Τηλεφωνεί στον Μιχαηλίδη και του λέει: “Αύριο το μεσημέρι θα σε περιμένει στο γραφείο του στο Ακροπόλ για να σε γνωρίσει και να συζητήσετε για τη συνεργασία σας. Του έχω πει τα καλύτερα λόγια… Πρόσεχε μόνο… Όχι πολλά λόγια και φούμαρα με τον Μπουρνέλλη, γιατί δεν τα σηκώνει,.. Είναι χορτάτος από ‘ταλαντούχους’. Σεμνά και ταπεινά΄. Να του κάνεις καλή εντύπωση σαν χαρακτήρας, και τα υπόλοιπα άσ’ τα επάνω μου. Άντε με το καλό και να με ενημερώσεις αμέσως”.

Ο θρυλικός επιχειρηματίας Βασίλης Μπουρνέλλης και η Ρένα Βλαχοπούλου υπογράφουν συμβόλαιο συνεργασίας…
Η συνάντηση βέβαια δεν εξελίχθηκε τόσο καλά όσο περίμεναν η Βλαχοπούλου και ο Μιχαηλίδης. Ο Μπουρνέλλης, για να δοκιμάσει τη σεμνότητα και την υπομονή του νεαρού Σαλονικιού, εμφανίζεται αδιάφορος και ψυχρός και του λέει “Θα σε ειδοποιήσω”. Η Ρένα κλείνει κι άλλα ραντεβού, το σκηνικό επαναλαμβάνεται και κάποια στιγμή, όταν για πολλοστή φορά ο Μπουρνέλλης ρωτά τον Μιχαηλίδη “Ποιος είσαι;”, εκείνος αντιδρά άσχημα και του απαντά προσβλητικά (έως… χυδαία, όπως ομολογεί ο ίδιος) και ορκίζεται ότι δεν θα συνεργαστεί ποτέ μαζί του.

Η Ρένα χαίρεται, γιατί πιστεύει ότι ο Μπουρνέλλης θα έχει εκτιμήσει αυτή τη συμπεριφορά: πράγματι, στην επόμενη, τυχαία, συνάντησή τους ο επιχειρηματίας δηλώνει στον Μιχαηλίδη ότι θα χαρεί πολύ να συνεργαστεί μαζί του, ωστόσο ο νεαρός συγγραφέας δεν δέχεται, γιατί η απόφασή του να μη συνεργαστεί ποτέ με τις επιχειρήσεις του είναι αμετάκλητη. Πραγματικά, τον όρκο αυτό τον κράτησε όσο ζούσε ο αξέχαστος Μπουρνέλλης, παρόλο που συνέχισαν να συναντιούνται φιλικά, και κατά συνέπεια, ο Μιχαηλίδης άργησε να συνεργαστεί στην επιθεώρηση με τη Ρένα Βλαχοπούλου, αφού εκείνη τότε συνεργαζόταν στενά με τον Μπουρνέλλη.

Δεν άργησαν όμως να συναντηθούν στον κινηματογράφο. Η νεοσύστατη κινηματογραφική εταιρία “Καραγιάννης-Καρατζόπουλος” εξασφαλίζει το 1966 τη συνεργασία της Βλαχοπούλου και η πρώτη μεγάλη της παραγωγή είναι η Βουλευτίνα σε σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη και του Γιώργου Κατσαμπή και σκηνοθεσία του Κώστα Καραγιάννη.

Η ταινία, αν και ασπρόμαυρη, γνωρίζει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία (κατακτά την 6η θέση στον πίνακα εισιτηρίων της σεζόν 1966-67) και οδηγεί στη δεύτερη συνεργασία των ιδίων συντελεστών την επόμενη σεζόν: το Βίβα Ρένα είναι πιο ακριβή έγχρωμη παραγωγή και σηματοδοτεί τη δεύτερη κινηματογραφική συνεργασία της Ρένας με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Και οι δυο ταινίες δεν ανήκουν σεναριακά στις καλύτερες της φιλμογραφίας της Βλαχοπούλου: ωστόσο, έχουν χαριτωμένες καταστάσεις, αρκετές έξυπνες άτακες και βέβαια είναι άκρως επιτυχμένα star vehicles για τη Ρένα.

Επιπλέον της δίνουν την ευκαιρία να ερμηνεύσει αρκετά τραγούδια, σε μουσική Γιώργου Μουζάκη και Γιώργου Κατσαρού αντίστοιχα, που τους στίχους τους έχει γράψει ο Λάκης Μιχαηλίδης δείχνοντας τις ικανότητές του και σ’ αυτόν τον τομέα.

Στο δυναμικό της εταιρίας Καραγιάννης-Καρατζόπουλος προστίθεται και η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Μιχαηλίδης τής γράφει Το πιο λαμπρό αστέρι και Το κορίτσι του Λούνα Παρκ. Όταν αργότερα η Βουγιουκλάκη επιστρέφει στη Φίνος Φιλμ παίρνει μαζί της και τον Μιχαηλίδη που της δίνει τις μεγάλες της επιτυχίες Η αρχόντισσα κι ο Αλήτης, Η νεράιδα και το παλικάρι και Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά.

Ο Λάκης Μιχαηλίδης είναι πια καθιερωμένος σεναριογράφος που δίνει επιτυχίες και στον Φίνο (Η ωραία του κουρέα, Το λεβεντόπαιδο, Ξυπόλητος Πρίγκιψ) και στον Καραγιάννη (Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ο γεροντοκόρος) ενώ παράλληλα γράφει επιθεωρήσεις και κωμωδίες για μεγάλους αθηναϊκούς θιάσους. Μαζί με τον επί χρόνια συνεργάτη του Πολύβιο Βασιλειάδη γράφουν τις κωμωδίες Επτά χρόνια γάμου, Ο επαρχιώτης, Ο αισιόδοξος, Ο ξύπνιος που κοιμήθηκε, Ένας κοντός θα μας σώσει, Ο σιγανοπαπαδιάς, Ο δημοκράτης, Ο άγουρος και το τρελοκόριτσο, Τι το ‘θελα κι αμάρτησα.

Με τη Ρένα Βλαχοπούλου συναντιέται ξανά το 1980 στον κινηματογράφο, στον οποίο η Ρένα έχει επιστρέψει μετά από μακρόχρονη απουσία την προηγούμενη χρονιά με τις Φανταρίνες. Οι συνθήκες του σινεμά έχουν αλλάξει, ο Φίνος είναι αισθητά απών αλλά η παλιά γενιά δίνει τη μάχη με τις δυνάμεις της αλλά και με συμβιβασμούς. Ο Μιχαηλίδης γράφει για τη Ρένα την κωμωδία (Ρένα), Να η ευκαιρία, που γνωρίζει σαφώς επιτυχία αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ταινίες του παρελθόντος. Αμέσως μετά την ταινία αυτή, οι δυο τους συνεργάζονται για πρώτη φορά και στο θέατρο.

Σε συνεργασία και πάλι με τον Βασιλειάδη, τής γράφουν το μιούζικαλ Η μάνα μου η γόησσα με το οποίο η Ρένα περιοδεύει τη σεζόν 1980-81 σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία (στον θίασό της ανήκουν η Ρένα Παγκράτη, ο Γιώργος Λουκάκης, ο Κώστας Παληός, ο Μιχάλης Δεσύλλας και άλλοι ηθοποιοί).

Αν και το έργο έχει ατέλειες, δίνει την ευκαιρία στη Ρένα να λάμψει και να ερμηνεύσει αρκετά επιτυχημένα τραγούδια σε μουσική του Γιώργου Θεοδοσιάδη και στίχους του Λάκη Μιχαηλίδη. Πιο χαρακτηριστικά από αυτά είναι η “Αρτίστα” που συνοψίζει στο τέλος της τη δυσκολία του επαγγέλματος:

Δεν τον νοιάζει, ναι, τον κοσμάκη
αν οι πίκρες σου είναι μάτσο
“Σε πληρώνω”, σου φωνάζει,
“και γι΄ αυτό, ρίντι παλιάτσο!”

Αλλά το πιο συγκινητικό είναι το “Τι θα μείνει”:
Τι θα μείνει,
ένα άλμπουμ κριτικές απ’ τις πρεμιέρες
που το κλείνει βιαστικά ο χρόνος όπως και τις μέρες.
Τι θα μείνει
λίγα μπράβο και παλιές φωτογραφίες
μια γαλήνη, ένα τέρμα στης χαράς τις τρικυμίες.
 
Τι θα μείνει,
κάποιοι δίσκοι στο πικάκ κι αυτοί φθαρμένοι.
Τι να γίνει,
για το σήμερα είσαι πια ξεπερασμένη.
 
Από ό,τι έχεις δώσει, το τίποτα μένει,
σωρό αναμνήσεις η μόνη ομορφιά.
Δεν είσαι ζωγράφος, το χτες του να δένει
αφήνοντας πίσω μια απλή ζωγραφιά…

Το έργο αυτό μεταφέρεται τη σεζόν 1982-83 στον κινηματογράφο, με τον τίτλο Η μανούλα, το μανούλι και το παίδαρος και με κάποιες αλλαγές στο καστ (βασικότερη η συμμετοχή του Πάνου Μιχαλόπουλου που το όνομά του φιγουράρει “εντός πλαισίου” στις αφίσες μαζί με τον χαρακτηρισμό “Το τσακάλι του ελληνικού κινηματογράφου). Η ταινία, σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, προδίδει κάποιες αδυναμίες του κειμένου, αλλά μας δίνει την ευκαιρία να χαιρόμαστε τη Ρένα στα τραγούδια του έργου, αν και δυστυχώς το “Τι θα μείνει” είναι συντομευμένο.

Για αυτόν τον λόγο προτείνω να το απολαύσουμε από το κανάλι του φίλου desmich8, που το έχει ανεβάσει έτσι ακριβώς όπως ακουγόταν στην παράσταση. Είναι η στιγμή που τα νέα παιδιά προσπαθούν να πείσουν την παλιά πρωταγωνίστρια να εμφανιστεί και πάλι στην πίστα. Στην αρχή της ηχογράφησης ακούγονται οι επευφημίες του κοινού που φέρνει στον νου της η πρωταγωνίστρια…

Η θεατρική καριέρα του μιούζικαλ Η μάνα μου η γόησσα δεν ολοκληρώθηκε με την τουρνέ, αλλά πριν μιλήσουμε γι’ αυτήn, να αναφέρουμε πως ο Λάκης Μιχαηλίδης έγραψε ένα ακόμα κινηματογραφικό σενάριο για τη Ρένα, τη Σιδηρά κυρία, ταινία που δεν είναι απαραίτητο να σχολιάσουμε καθώς αποτελεί τη χειρότερη ταινία της Ρένας (αν και η ίδια ξεχωρίζει πάντα, ακόμα και σε… αντίξοες συνθήκες), ενώ συναντήθηκαν και στα χρόνια του βίντεο: της έγραψε το σενάριο για τη Βασίλισσα της ρέγγας, στο οποίο επαναδιαπραγματεύτηκε ιδέες από παλιότερά του σενάρια, ενώ έγραψε επίσης τους στίχους για τα τραγούδια μιας άλλης βιντεοταινίας της με τίτλο Η μεγάλη ρεμούλα (το σενάριο ανήκε στη Μέλπω Ζαρόκωστα).

Ο Γιώργος Θεοδοσιάδης γράφει και πάλι τη μουσική και η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδά το “Ανάβουν τα φώτα” και κυρίως το τρυφερό “Αφού ήταν να ‘ρθεις, γιατί άργησες”. Στην ίδια ταινία η Μάγια Μελάγια τραγουδά το “Τράβα λοιπόν”: τους στίχους αυτούς είχε ερμηνεύσει σε μουσική του Ζακ Ιακωβίδη η αξέχαστη Καίτη Μπελίντα σε μια από τις πρώτες ραδιοφωνικές επιθεωρήσεις που έγραψε ο Λάκης Μιχαηλίδης για το ΕΙΡ, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, το Ελάτε να γελάσουμε…

Ας επιστρέψουμε όμως στη θεατρική συνεργασία Ρένας Βλαχοπούλου και Λάκη Μιχαηλίδη. Οι δυο τους συναντιούνται στις θεατρικές επιχειρήσεις των αδελφών Μαρασούλη. Αρχικά το καλοκαίρι του ’83 στο “Δεφλινάριο”, στην επιθεώρηση Μας πρήξανε τα ούμπαλα, στην οποία συνεργάζονται και οι αξέχαστοι συγγραφείς Ναπολέων Ελευθερίου και Μίμης Τραϊφόρος (αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Μιχαηλίδης παρέμεινε πιστός στο “Δελφινάριο” από το 1983 ως το 1992, γράφοντας, σε συνεργασία πλέον με τον Βύρωνα Μακρίδη κείμενα για όλες τις επιθεωρήσεις που ανέβηκαν εκεί, ενώ επέστρεψε αρκετές φορές και τα επόμενα χρόνια).

Τις επόμενες δυο χειμερινές σεζόν, Βλαχοπούλου και Μιχαηλίδης συνεργάζονται στις μεγάλες επιθεωρήσεις που ανεβάζουν οι αδελφοί Μαρασούλη στον “Ορφέα” (της οδού Σταδίου, που δεν “άντεξε” πολύ, παρά τη μεγάλη επιτυχία που γνώριζαν οι παραστάσεις του και έκλεισε): το 1983-84 στο Αλαλούμ Ελλάς και το 1984-85 στο Έξω η Ελλάδα από το ΚΙΑΤΟ. Και τις δυο χρονιές η Ρένα είναι επικεφαλής των πολυπρόσωπων θιάσων στους οποίους συμμετέχουν ο Θανάσης Βέγγος (και τις δυο σεζόν) ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Γιάννης Μιχαλόπουλος (στο Αλαλούμ), ο Στάθης Ψάλτης, η Σπεράντζα Βρανά (στο Κιάτο) και άλλα μεγάλα ονόματα.

Τη σεζόν 1985-86 η Ρένα κρίνει πως ήρθε η στιγμή να αποστασιοποιηθεί για λίγο από την επιθεώρηση και να στραφεί στην κωμωδία. Η μάνα μου η γόησσα φαίνεται πως είναι η καλύτερη λύση: αποκτά τον καινούριο τίτλο Η δυναστεία της Ρένας και διαφορετικό καστ (συμμετέχουν αυτή τη φορά ο Δημήτρης Καλλιβωκάς, ο Γιάννης Κατράνης, η Στέλλα Κωνσταντινίδου) και παρουσιάζεται με επιτυχία στο θέατρο Βρετάννια.

Αν και το έργο είναι πολύ γνωστό, αφού πλέον η κινηματογραφική του εκδοχή κυκλοφορεί σε βίντεο και μπαίνει στα σπίτια όλης της Ελλάδας (είναι η εποχή της παντοδυναμίας των βίντεο κλαμπ…), ο κόσμος συρρέει στο Βρετάννια και χειροκροτά με την ψυχή του την αγαπημένη πρωταγωνίστρια, φωνάζοντάς της στο τέλος, όπως θυμάται ο Δημήτρης Καλλιβωκάς, “Να μας ζήσεις, να μας ζήσεις!”

Ο Καλλιβωκάς διηγείται πως η απόδοση της Ρένας σ’ αυτό το έργο τον είχε εντυπωσιάσει και πως ήταν μια καλή ευκαιρία να αναδείξει το ταλέντο της για ένα δίωρο και όχι για τον περιορισμένο χρόνο που διαρκούν τα επιθεωρησιακά νούμερα. Η Ρένα ήταν τότε ακόμα στα μεγάλα της κέφια (δεν είχαν ακόμα παρουσιαστεί τα προβλήματα υγείας που οδήγησαν σταδιακά στην κάμψη της) και, κρίνοντας από τα λίγα βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα της παράστασης που είχα την ευκαιρία να δω τότε, νομίζω πως ήταν πραγματικά απόλαυση για το κοινό να τη χαίρεται τόση ώρα στη σκηνή…

(Αξίζει να αναφέρουμε επίσης ότι Η μάνα μου η γόησσα ή Η δυναστεία της Ρένας παρουσιάστηκε μια ακόμη φορά στο θέατρο, το 1995 από την Κατερίνα Γιουλάκη με τον τίτλο Μαμά μαμούνια. Αυτή τη φορά το έργο παρουσιάστηκε ως καθαρόαιμη πρόζα αλλά, κατά τη γνώμη μου, η εκλεκτή κωμικός δεν έπειθε όσο η Ρένα στον ρόλο αυτόν).

Η τελευταία θεατρική συνεργασία της Ρένας Βλαχοπούλου με τον Λάκη Μιχαηλίδη πραγματοποιήθηκε τη σεζόν 1990-91 στο θέατρο Ακροπόλ, στην επιθεώρηση Ούτε Ψηλός στον κόρφο μας. Τα κείμενα γράφουν εκτός από τον Μιχαηλίδη ο Βύρωνας Μακρίδης και ο Χάρης Ρώμας. Επί σκηνής βρίσκονται επίσης ο Κώστας Καρράς, ο Γιάννης Μιχαλόπουλος, ο Σωτήρης Τζεβελέκος, ο Τάσος Πεζιρκιανίδης, η Κάτια Αθανασίου και η Έλντα Πανοπούλου που παίζει μαζί με τη Ρένα Βλαχοπούλου στο νούμερο “Μια μόνιμη έκτακτη” που δίνει την ευκαιρία στη Ρένα να επαναλάβει κάποιες ατάκες από τη Μάνα μου τη γόησσα, όταν λέει στην κόρη της τι απαιτείται για να κάνει κάποιος/α καριέρα στο θέατρο.

Ο Λάκης Μιχαηλίδης συνέχισε να γράφει, επιθεωρήσεις κυρίως, σε συνεργασία με τον Βύρωνα Μακρίδη ακάθεκτος μέχρι πριν από λίγα χρόνια για κεντρικά θέατρα της Αθήνας. Αν και η επιθεώρηση είχε πλέον μπει σε μια δύσκολη περίοδο και η σάτιρα συχνά κατέφευγε σε φτηνές λύσεις, τα κείμενα του Μιχαηλίδη συχνά κατάφερναν να διακρίνονται για την ποιότητά τους και το χιούμορ τους. Όταν άρχισε πια να αραιώνει τις συνεργασίες του με θιάσους, ο Μιχαηλίδης ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων.

Εξέδωσε σε μυθιστορηματική μορφή τα επιτυχημένα του σενάρια Η νεράιδα και το παλικάρι (με τίτλο Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες) και Η αρχόντισσα και ο αλήτης (και τα δύο το 2001, από τις εκδόσεις Σιδέρη). Μας έδωσε επίσης ένα χρήσιμο βιβλίο με τίτλο Έτσι γράφεται η επιθεώρηση (εκδ. Σιδέρη, 2002) στο οποίο μετέφερε πολύτιμες αναμνήσεις από την εμπειρία του σ’ αυτό το θεατρικό είδος και κάποια από τα πρόσφατα νούμερά του.

Δυστυχώς ο Λάκης Μιχαηλίδης δεν διέσωσε νούμερά του από τα χρόνια του ’60. Υπάρχει, ωστόσο, στο βιβλίο και ένα νούμερο της Ρένας Βλαχοπούλου που το έγραψε σε συνεργασία με τον Γιάννη Καλαμίτση για την επιθεώρηση Έξω η Ελλάδα από το ΚΙΑΤΟ). Τέλος, ο Μιχαηλίδης εξέδωσε το απολαυστικό βιβλίο Ιερά τέρατα, αγγελικά πλασμένα στο οποίο θυμάται περιστατικά από τη γνωριμία του με σπουδαίες/ους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου (εκδ. Σιδέρη, 2005).

Όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό του που είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδας, ο Λάκης Μιχαηλίδης εργάστηκε και για την τηλεόραση: έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές για την ΕΡΤ (από τα πρώτα κιόλας χρόνια λειτουργίας της, πχ. Οικογένεια Ταμτούρλα, Ο ταξιτζής) αλλά και για τον ΑΝΤ1 (Είμαι ο πρωθυπουργός, Η καλή πεθερά). 

Ο Λάκης Μιχαηλίδης βραβεύτηκε τρεις φορές από την Εταιρία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (ΕΕΘΣ, της οποίας ήταν τακτικό μέλος από το 1964, ενώ αρκετές φορές ήταν μέλος του Δ.Σ. της) αλλά και με το Βραβείο Παπαδούκα του Κέντρου Μελέτης του Θεάτρου. Δίδαξε επιθεώρηση στο Σπουδαστήριο Θεατρικής Παιδείας της ΕΕΘΣ. Υπήρξε Γ. Γραμματέας του Θεατρικού Μουσείου και Κέντρου Μελέτης του Θεάτρου, μέλος τηςΓνωμοδοτικής Επιτροπής Θεάτρου, μέλος Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού θεάτρου.

Ο Λάκης Μιχαηλίδης ήταν επίσης από τα παλαιότερα μέλη της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος και διετέλεσε για πολλά χρόνια μέλος του ΔιΣ. της αλλά και μέλος του Πειθαρχικού της Συμβουλίου. Η ένωση τον τίμησε για την προσφορά του το 2006, ενώ την ίδια χρονιά τον τίμησε και το 47ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το σύνολο της προσφοράς του στον ελληνικό κινηματογράφο.

Το 2004, όταν εκδόθηκε από την Άγκυρα η βιογραφία της Ρένας, ο Λάκης Μιχαηλίδης επέτρεψε με πολύ μεγάλη χαρά να δοθεί στο βιβλίο ο τίτλος της ταινίας του Βίβα Ρένα και έγραψε στον πρόλογο τα εξής συγκινητικά λόγια:
Όταν έχεις το κουράγιο να “στραπατσάρεις” την πλούσια ομορφιά σου…
Όταν ο αυτοσαρκασμός σου δεν γνωρίζει περιθώρια…
Όταν η αθυροστομία σου γίνεται ποιητικός λόγος…
Όταν τραγουδάς σαν να λαλούνε αηδόνια…
Όταν η υποκριτική σου δημιουργεί θαυμασμό…
Τότε, ναι… Μπορείς να ισχυριστείς ότι είσαι η Ρένα Βλαχοπούλου.
Πόσοι όμως μπορούν να το ισχυριστούν αυτό… εκτός από την ίδια;

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Λάκης Μιχαηλίδης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας που οδήγησαν στον ακρωτηριασμό του ενός ποδιού του. Μέχρι το τέλος πάντως παρέμεινε πνευματώδης, οξυδερκής παρατηρητής της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, ακόμα και αν δεν είχε τη δυνατότητα να την αποτυπώνει σε εξαιρετικά επιθεωρησιακά νούμερα, όπως στο παρελθόν. Στον Λάκη Μιχαηλίδη χρωστώ εν μέρει την αγάπη μου για το μουσικό θεάτρο, καθώς η πρώτη επιθεώρηση που είδα ήταν γραμμένη από κείνον (σε συνεργασία με τον Β. Μακρίδη, τον Ν. Καμπάνη και τον Χ. Ρώμα).

Ήταν το Αντρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα, στο κινηματοθέατρο Εγνατία της Θεσσαλονίκης, με τον θίασο Σωτήρη Μουστάκα, Μαρίας Μπονέλλου, Γιάννη Βογιατζή, Νάντιας Φοντάνα και Έρρικας Μπρόγιερ, στις 26 Απριλίου του 1987 (ήταν και τότε Κυριακή του Θωμά…). Ίσως ήταν μια από τις τελευταίες καλές επιθεωρήσεις της παλιάς σχολής που εκπροσωπούσε ο Λάκης Μιχαηλίδης και που με τον θάνατό του μοιάζει να αποσύρεται οριστικά από το προσκήνιο…

Προηγούμενο άρθροΟι δύσκολες ώρες του Πάνου Μουζουράκη
Επόμενο άρθροΓιώργος Μητσάκης