H Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου απένειμε στον Μάνο Χατζιδάκι το βραβείο Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού για το παγκοσμίως – πλέον – γνωστό τραγούδι του “Τα παιδιά του Πειραιά”, το οποίο ερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη στην ταινία του Ζιλ Ντασέν με τίτλο “Ποτέ την Κυριακή“.
Ο μουσικοσυνθέτης, που είχε γράψει και τους στίχους του τραγουδιού, δεν είχε παρευρεθεί στην τελετή λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων που τον είχαν κρατήσει στην Ελλάδα, ωστόσο λίγες ημέρες αργότερα έδωσε συνέντευξη στην εβδομαδιαία εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, η οποία δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 22.4.1961, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο πώς εμπνεύστηκε τους στίχους για το τραγούδι-σταθμός αναφερόμενος εμμέσως και στις φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με την προσωπική του ζωή.
Σχολιάζοντας κατ’ αρχήν τη βράβευση του με Όσκαρ, ο Χατζιδάκις δήλωσε ότι ένιωθε “μια απέραντη συγκίνηση”, καθώς δεν περίμενε ότι τελικά θα κέρδιζε ο ίδιος το βραβείο, παρότι ήταν το φαβορί. Σημείωσε ότι μοιράζεται το βραβείο με όλη την Ελλάδα υπενθυμίζοντας ότι είχε προηγηθεί η βράβευση της Κατίνας Παξινού λίγα χρόνια νωρίτερα. Από κει και πέρα εξέφρασε την – προφητική όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων – άποψη ότι η καριέρα του ξεκινούσε “μόλις τώρα”, καθώς “το Όσκαρ δεν είναι μόνο ένα μικρό αγαλματάκι. Είναι μια μεγάλη και βαριά υποχρέωση. Είναι το προηγούμενο…”.
Πώς όμως ο βραβευμένος μουσικοσυνθέτης είχε εμπνευστεί τους στίχους του τραγουδιού; Η απάντηση του Μάνου Χατζιδάκι ήταν η εξής: “Η Μελίνα στο “Ποτέ την Κυριακή” παίζει το ρόλο μιας “ελεύθερης” γυναίκας. Στη σκηνή λοιπόν που νοσταλγεί την αλλοτινή ζωή της … και που θα τραγουδήσει τα “Παιδιά του Πειραιά”, τα λόγια του τραγουδιού έπρεπε να ήσαν αυτά ακριβώς που ήσαν κι αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Και το ότι επέτυχαν τόσο πολύ, σημαίνει ότι ξέρω να κάνω πολύ καλά τη δουλειά μου”.
Στο σημείο αυτό ο Χατζιδάκις έκανε μια εκτενή αναφορά στα “κίτρινα” κουτσομπολιά της εποχής, ότι δηλαδή η έμπνευση για τους στίχους του τραγουδιού, όπως και στα περισσότερα τραγούδια του, προερχόταν από προσωπικά βιώματα του συνθέτη: “Στα τραγούδια μου δεν κρύβω, όπως πιστεύουν μερικοί, κάποιο μυστικό ούτε αναφέρονται στην προσωπική μου ζωή.
Στον Πειραιά έχω κατέβει τρεις ή τέσσερις φορές κι αυτό τράνζιτ, προκειμένου δηλαδή να πραγματοποιήσω κάποιο ταξίδι. Ούτε ακόμα μ’ αρέσει να κάνω βόλτες στο λιμάνι… Κάθε τραγούδι είναι ένα παιχνίδι με λέξεις και επειδή έχω συνείδηση, φροντίζω να βγαίνει ένα καλό παιχνίδι… Όταν υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα στα τραγούδια το θεωρώ γελοία ιστορία και την αφήνω για τους υπόλοιπους συνθέτες του είδους. Τα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με την προσωπική μου ζωή.
Όταν γράφω ένα τραγούδι με την προοπτική να το τραγουδήσει η Μούσχουρη, το τραγούδι περιέχει στίχους που ένα κορίτσι θα μιλάει για ένα αγόρι. Όταν πρόκειται να το τραγουδήσει άνδρας, όπως ένα-δύο φορές μου έτυχε, ένας άνδρας απευθύνεται σε μια κοπέλα.
Το ότι βρίσκονται άνθρωποι που θέλουν να βλέπουν κάτι διαφορετικό ή κάτι πέρα από αυτό στα τραγούδια μου λυπάμαι, αλλά αποτελούν μια ηλίθια μειοψηφία κοινού, η οποία εννοεί να τρέφεται με χυδαιολογίες και φυσικά οι καλοθελητές που την τροφοδοτούν πάντα υπάρχουν εκμεταλλευόμενοι την αρρώστια του. Και τέτοιοι είναι πρώτα απ’ όλα οι επιθεωρησιογράφοι αθηναϊκών επιθεωρήσεων και οι διάφοροι κονφερασιέ συνοικιακών βαριετέ”.
Εξάλλου, με αφορμή την κίτρινη παραφιλολογία που είχε αναπτυχθεί για τα “ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά” του Πειραιά και το τι ακριβώς εννοεί ο ποιητής, ο Χατζιδάκηις στην ίδια συνέντευξη αναφέρθηκε και σε μια άλλη, παλιότερη επιτυχία του, τον “Υμηττό”, που είχε πρωτοτραγουδήσει η Νανά Μούσχουρη, οι στίχοι του οποίου έλεγαν ότι “εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό/ και είναι πώς να σας το πω, πολύ μπλεγμένο ομολογώ”:
“Όσον για τον Υμηττό μόνο από μακριά τον έχω δει, γιατί κάθε άλλο παρά τύπος εκδρομικός είμαι. Για την ιστορία σας αναφέρω ότι το τραγούδι αυτό το έγραψα μετά την επιτυχία του “Ιλισού”, όταν μία μέρα κουβεντιάζοντας με κάτι φίλους τους είπα: Αφού σας αρέσει ο “Ιλισός” θα γράψω κάτι και για τον Υμηττό. Τίποτε άλλο” προσθέτοντας σε άλλο σημείο: “Ελπίζω ότι η μεγάλη μερίδα του κοινού είναι υγιής φύσει και θέσει, ώστε να μη θέλει να πιστεύει ακούγοντας τον “Υμηττό” ότι μπορεί να υπάρχει εκεί ψηλά ένα μυστικό”.
Να σημειωθεί ότι η μεγάλη επιτυχία της βράβευσης του Έλληνα συνθέτη με το βραβείο της αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου συνέπεσε και με την απόρριψη – λίγο νωρίτερα – της προσφυγής του Γάλλου συνθέτη Γκαστέ στα γαλλικά δικαστήρια, με την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυριζόταν ότι η μελωδία των “Παιδιών του Πειραιά” ήταν κλεμμένη και βασιζόταν στον “χορό των Βαλεαρίδων” που είχε συνθέσει ο ίδιος. Η σόου μπιζ είναι ένας ατέρμονος κύκλος, όπου οι συμπεριφορές ανακυκλώνονται και το μόνο που αλλάζει είναι τα πρόσωπα.