Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο έγινε το 1959 όταν πρωταγωνίστησε στο πλάι του Δημήτρη Μυράτ στην αισθηματική ταινία, “Αμαρυλλίς το κορίτσι της αγάπης”.
Σκηνοθέτης ήταν ο Ντίνος Δημόπουλος, ο έρωτας της ζωής της με τον οποίο παντρεύτηκε έναν χρόνο αργότερα.
Ήταν το 1958 όταν η 17χρονη μελαχρινή ηθοποιός εισήλθε στο σινεμά παίζοντας στην μεταφορά της αρχαίας τραγωδίας του Σοφοκλή, “Οιδίπους τύραννος”.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι το 1968 πρωταγωνίστησε σε άλλες 23 ταινίες στο πλευρό σπουδαίων Ελλήνων ηθοποιών με κάποιες από αυτές να έχουν χαρακτηριστεί κλασσικές όπως, “Η αρτίστα” και “Ο λουστράκος“.
Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στην μελοδραματική ταινία των Γιάννη Χριστοδούλου και Θάνου Σάντα, “Επιστροφή της Μήδειας” όπου υποδύθηκε μια φτωχή χωριατοπούλα την Φιλιώ.
Η Νίκη Λινάρδου ξεκίνησε την καριέρα της σε ηλικία 15 ετών όταν συμμετείχε στην ταινία, “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο” υποδυόμενη την τσιγγάνα με την οποία η Τζένη Καρέζη ανταλλάσει ρούχα.
Στους τίτλους αναγράφεται ως Μπέμπη Κούλα, καλλιτεχνικό όνομα που κράτησε μέχρι τις αρχές του 1960.
Στη συνέχεια και μετά τον γάμο της με τον Αλέκο Σακελλάριο “βαφτίστηκε” Νίκη (Ανδρονίκη) Λινάρδου και συνέχισε την πορεία της στον κινηματογράφο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Η τελευταία της ολίγων δευτερολέπτων εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη πραγματοποιήθηκε το 1972 στην “Κόμησσα της Κέρκυρας“.
Ύστερα ως ηθοποιός πλέον πρωταγωνίστησε σε πολλές πετυχημένες ταινίες όπως π.χ. “Ραντεβού στον αέρα“, “Οι κυρίες της αυλής” κι άλλες.
Ο τελευταίος της ρόλος στο σινεμά ήταν το 1972 στην ταινία τη Φίνος Φιλμ, “Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας“. Τότε μάλιστα ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος στην μονάκριβη κόρη της Ειρήνη.
Η εντυπωσιακή ξανθιά ηθοποιός άρχισε την πορεία της στον κινηματογράφο το 1964 και έκτοτε πρωταγωνίστησε σε δεκάδες μελοδράματα με πιο γνωστά αυτά που έγραψε και σκηνοθετούσε ο Θάνος Λειβαδίτης.
Χαρακτηριστική όμως είναι και η συμμετοχή της στην κωμωδία, “Ένας άφραγκος Ωνάσης” όπου σαν “γοργόνα” μάγευε τον πρωταγωνιστή Κώστα Βουτσά.
Στην δεκαετία του 1970 γύρισε μόνο τέσσερις ταινίες και ύστερα αποσύρθηκε και αφοσιώθηκε στην οικογένεια της και το μεγάλωμα των δύο παιδιών της.
Η θεία απ’ το Σικάγο είναι ο τίτλος ελληνικής ασπρόμαυρης κινηματογραφικής ταινίας από τη Φίνος Φιλμ, έτους παραγωγής 1957. Ταινία με σαφή κοινωνικοπολιτικά μηνύματα και διττή έξυπνη σάτιρα, τόσο για την οπισθοδρομικότητα και την εμμονή με τις παραδόσεις, όσο και για την κακόγουστη και νεοπλουτίστικη διάσταση των μοντέρνων αμερικανόφερτων συνηθειών.Η ταινία έκοψε 142.459 εισιτήρια.
Σκηνή από την ταινία, “Η θεία απ’ το Σικάγο”.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές της ταινίας, “Η θεία απ’ το Σικάγο” και μας τις αποκαλύπτει…
1ον. Το μπαλκόνι στο οποίο βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να βγαίνουν και να πετάνε τα κανάτια, στην πραγματικότητα είναι σκηνικό. Οι ηθοποιοί κοιτάνε στο δάπεδο και τα κανάτια που πετάνε τα πιάνει ένας από τους βοηθούς της παραγωγής.
2ον. Όταν γυριζόταν η ταινία κανείς δεν πίστευε πως θα γίνει μεγάλη επιτυχία. Όλοι τότε στην εταιρία είχαν ρίξει όλη τους την προσοχή στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, “Μια ζωή την έχουμε“, με τους Δημήτρη Χορν και Υβόν Σανσόν. Όμως η “θεία” ήταν αυτή που τελικά κατέκτησε την πρώτη θέση στα εισιτήρια εκείνη τη χρονιά.
3ον. Ο Δημήτρης Καλλιβωκάς είχε συζητήσει να υποδυθεί έναν από τους τρεις γαμπρούς. Κάτι που τελικά δεν έγινε.
4ον. Η Τζένη Καρέζη αν και ήταν ήδη πρωταγωνίστρια με τρεις ταινίες στο ενεργητικό της, δέχτηκε να υποδυθεί την μια από τις τέσσερις ανιψιές με κείμενο μόλις μιάμισης σελίδας. Εν τω μεταξύ η Γκέλυ Μαυροπούλου ήταν πιο ακριβοπληρωμένη απ΄ όλες τις νεαρές.
6ον. Η μικρότερη ανιψιά απ’ όλες η Νίκη Παπαδάτου έπαιξε σε μόλις τρείς ταινίες με χρονική διαφορά η μια από την άλλη από 10 έως 20 χρόνια. Η θεία απ’ το Σικάγο – 1957 Χωρισμός – 1966 Άλκηστη – 1987
7ον. Όλα τα ρούχα που φοράει η Γεωργία Βασιλειάδου είναι από την προσωπική της γκαρνταρόμπα.
Το “Ένα έξυπνο έξυπνο μούτρο” (γνωστή και ως, “Ο Αχτύπητος”), είναι όνομα ασπρόμαυρης ελληνικής κωμικής ταινίας, που γυρίστηκε τη σεζόν 1964-65. Η σκηνοθεσία υπογράφεται από τον μοντέρ Ανδρέα Ανδρεαδάκη, στην πραγματικότητα όμως ανήκει στον Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος απέφυγε να την υπογράψει για φορολογικούς λόγους. Η παραγωγή ανήκει στη Φίνος Φιλμ. Βασίστηκε στο θεατρικό έργο των Τσιφόρου-Βασιλειάδη, «Ο Τηλέμαχος Τρύπωσε». Πρόκειται για τυπική φαρσοκωμωδία.
Σκηνή από την ταινία, “Ένα έξυπνο έξυπνο μούτρο”.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές της ταινίας, “Ένα έξυπνο έξυπνο μούτρο” και μας τις αποκαλύπτει …
1ον. Η επιλογή του σκηνοθέτη για τον ρόλο της Αμαλίας ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου καθώς εκείνη την περίοδο συνεργαζόταν στο θέατρο με το δίδυμο Αυλωνίτη – Ρίζο. Όμως κρίθηκε πως ήταν μεγάλη ηλικιακά κι έτσι επιλέχθηκε η Νανά Σκιαδά.
2ον. Για πρώτη φορά παίζουν μαζί σε ταινία ο Αλέκος Τζανετάκος και η αδερφή του Νινή Τζανέτ (Η ερωμένη του Βασίλη Αυλωνίτη).
3ον. Αυτή ήταν η τελευταία συνεργασία του Βασίλη Αυλωνίτη με την Φίνος Φιλμ. Μια συνεργασία που ξεκίνησε το 1954 με την ταινία, “Η ωραία των Αθηνών“.
4ον. Ολόκληρη η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 23 ημέρες με τις εξωτερικές λήψεις να πραγματοποιούνται πρώτες.
Το δόλωμα είναι τίτλος ελληνικής ταινίας παραγωγής Φίνος Φιλμ του 1964 σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου, με πρωταγωνιστές τους Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκο Αλεξανδράκη, Ντίνο Ηλιόπουλο και Βαγγέλη Βουλγαρίδη.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές της ταινίας, “Το δόλωμα” και μας τις αποκαλύπτει…
1ον. Αυτή την ταινία της Φίνος Φιλμ η Αλίκη αναγκάστηκε να την γυρίσει γιατί λίγους μήνες πριν είχε αποχωρήσει από την εταιρεία. Το συμβόλαιο της όμως έκανε λόγο για άλλη μια ταινία και έτσι παρότι είχε ήδη πάει σε νέα εταιρία και γύρισε μια άλλη, “Η σωφερίνα“. Επέστρεψε στην Φίνος και γύρισε, “Το δόλωμα” και μάλιστα έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες την ίδια ημέρα με την αντίπαλη, “Σωφερίνα” την οποία και ξεπέρασε κατά πολύ σε εισιτήρια.
2ον. Τα χορευτικά της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην Τρούμπα ήταν χορογραφημένα από τον Βαγγέλη Σειληνό στην μια και μοναδική συνεργασία τους στον κινηματογράφο.
3ον. Αν και ο ρόλος του ήταν μικρός η αμοιβή του ήταν μεγάλη. Και μιλάμε για τον Ανδρέα Μπάρκουλη που έλαβε λίγα περισσότερα από 50.000 δραχμές…
4ον. Στην Ρόδο γυρίστηκαν μόνο οι εξωτερικές σκηνές της ταινίας, όπου όλοι συντελεστές είχαν μείνει για περίπου 15 ημέρες. Εκεί μάλιστα ο Αλέκος Αλεξανδράκης γνώρισε την μετέπειτα σύζυγο του. Όλες οι υπόλοιπες σκηνές γυρίστηκαν στο στούντιο της Φίνος Φιλμ.
5ον. Τους στίχους του τραγουδιού, “Άστο το χεράκι σου” τους έχει γράψει ο Αλέκος Σακελλάριος.
6ον. Όλα τα ρούχα που φορούσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη ράφτηκαν αποκλειστικά για αυτήν και τον ρόλο της στην ταινία. Ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοι ντύθηκαν από την προσωπική τους γκαρνταρόμπα.
7ον. Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης ήταν επιλογή του Φίνου καθώς η δημοτικότητα του αγαπημένου ηθοποιού εκείνη την εποχή ήταν στα ύψη. Έτσι παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του σκηνοθέτη ο γοητευτικός ηθοποιός βρέθηκε στο πλάι της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ευτυχώς δηλαδή γιατί ήταν άψογος στον ρόλο του.
Η εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος ιδρύθηκε το 1966 από το σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη τον αδερφό του Ντόντο Καραγιάννη και τον Αντώνη Καρατζόπουλο.
Ο Κώστας Καραγιάννης
Ο Κώστας Καραγιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα και το 1951 μετακόμισε στη Λυών της Γαλλίας, όπου σπούδασε υφαντουργός, για να μπορέσει να ακολουθήσει την οικογενειακή του επιχείρηση. Γυρνώντας στην Ελλάδα πήγε στρατό και στη συνέχεια εργάστηκε για ένα διάστημα στην «Πειραϊκή-Πατραϊκή». Παράλληλα ασχολήθηκε και με την μετάφραση αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το 1957 επέστρεψε στη Γαλλία και συγκεκριμένα στο Παρίσι, όπου σπούδασε σκηνοθεσία, ενώ παράλληλα διατηρούσε τη θέση του καλλιτεχνικού ανταποκριτή για την εφημερίδα Αθηναϊκή.
Η αγάπη του για τον κινηματόγραφο τον οδήγησε να πιάσει δουλειά ως βοηθός γενικών καθηκόντων σε 4 ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ. Το 1959 επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα. Έχοντας πια εμπειρία στον κινηματογράφο αποφάσισε να ξεκινήσει την παραγωγή της πρώτης του ταινίας «Το Νησί Της Αγάπης».
Ο Αντώνης Καρατζόπουλος γεννήθκε στην Αθήνα και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Στον πατέρα του, άνηκε ο κινηματόγραφος «Μπομπονιέρα» στην Κηφισιά και εξαιτίας της δουλειάς του γνώριζε καλά τον Ούγγρο κινηματογραφιστή Ζοζέφ Χεπ, Ο Ζοζέφ Χεπ ζούσε στην Ελλάδα και εργαζόταν τα πρώτα χρόνια στον Φίνο. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να φτιάξει το δικό του εργαστήριο, προσέλαβε σαν υπάλληλό του τον Αντώνη Καρατζόπουλο.
Μέσα στο εργαστήριο αυτό έλαβε τις πρώτες του γνώσεις γύρω από τον κινηματογράφο. Μέσα σε λίγα χρόνια αγόρασε τη δική του κάμερα, που ήταν απαραίτητο εργαλείο τότε για τη δουλειά του οπερατέρ και ξεκίνησε να εργάζεται ως οπερατέρ και διευθυντής φωτογραφίας. Το 1957 πήρε τη μεγάλη απόφαση μαζί με τον αδερφό του και τον πατέρα του να ιδρύσουν την εταιρεία Ι. Καρατζοπουλος και να ξεκινήσουν την παραγωγή ελληνικών ταινιών με την ταινία “Μαρία Πενταγιώτισσα”. Ακολούθησαν αρκετές ταινίες όπως «ο Μιμικός και η Μαίρη(1958)», «ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα(1959 )”, “Ποια είναι η Μαργαρίτα” κ.α.
Με τον Κώστα Καραγιάννη συναντήθηκαν στο λεγόμενο «Hollywood», ένα κτίριο στην Ακαδημίας, στο οποίο στεγάζονταν τα γραφεία της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και πολλά άλλα γραφεία μικρότερων εταιρειών παραγωγής.Ο Κώστας Καραγιάννης είχε νοικιάσει ένα γραφείο στον τρίτο όροφο, είχε ιδρύσει τη δική του εταιρεία παραγωγής την «Κίκος film» και είχε ήδη προχωρήσει στην παραγωγή 7 ταινιών με πρώτη του εμπορική επιτυχία το 1963 την ταινία «Κόκκκινα φώτα».
Στον ίδιο όροφο είχε τα γραφεία του και ο Αντώνης Καρατζόπουλος. Οι δύο άντρες μόλις συναντήθηκαν θυμήθηκαν ότι είχαν υπηρετήσει μαζί στο στρατό, στον ίδιο λόχο και στον ίδιο θάλαμο. Έχοντας και οι δυο τους σα μεμονωμένες εταιρείες παραγωγής κάποιες εμπορικές επιτυχίες αποφάσισαν να συνεργαστούν και να μπουν πιο επιθετικά στην αγορά του κινηματογράφου.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και η Μάρω Κοντού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Τη δεκαετία του 60 ο μόνος που έκανε εμπορικές ταινίες ήταν ο Φίνος. Πολλοί μεμονωμένοι παραγωγοί είχαν προσπαθήσει κατά καιρούς να μπουν στα χωράφια του αλλά μετά από 2-3 χρόνια έκλειναν τις εταιρείες τους γιατί δεν είχαν καλό οικονομοτεχνικό επιτελείο.
Παρ ‘ όλα αυτά υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι και κυρίως αυτοί που δεν έπαιζαν τις ταινίες του Φίνου, που επιθυμούσαν να συνεργαστούν με μία εταιρεία παραγωγής που θα τους τροφοδοτούσε κάθε χρόνο με ένα σοβαρό αριθμό κινηματογραφικών ταινιών. Ο Κώστας Καραγιάννης μαζί με τον Αντώνη Καρατζόπουλου αποφάσισαν να ξεκινήσουν αυτή την εταιρεία με στόχο να παράγουν 10 ταινίες το χρόνο.
Η πρώτη ταινία που παρουσίασαν σε συνεργασία με το γραφείο εκμετάλλευσης Κουρουνιώτης και το Δήμο Σακελλαρίου ήταν «ο Παράς και ο Φουκαράς», που εισπρακτικά σημείωσε σημαντική επιτυχία. Αμέσως μετά αποφάσισαν να ιδρύσουν την Καραγιάννης-Καρατζόπουλος και από το 1966 ξεκίνησαν τις παραγωγές. Την πρώτη χρονιά που ιδρύθηκε η εταιρεία γύρισαν 9 ταινίες και αγοράσανε και ποσοστό από μία ταινία του Ασημακόπουλου «Οι ένοχοι» προκείμενου να παρουσιάσουν στους κινηματογράφους τις 10 ταινίες που είχαν υποσχεθεί.
Στο ξεκίνημα τους, ότι κατόρθωσαν να γυρίσουν δέκα ταινίες ακόμη το θεωρούν θαύμα. Το κεφάλαιο της εταιρείας ήταν μόλις 1.600.000δρχ, πήραν πολλές προκαταβολές από τους κινηματογράφους και υπέγραψαν εκατομμύρια γραμμάτια, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος τους. Αυτό που κυριολεκτικά έσωσε την εταιρεία και τη βοήθησε να αντέξει στον ανταγωνισμό του Φίνου, ήταν ότι υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις.
Ο Αντώνης Καρατζόπουλος που γνώριζε το τεχνικό μέρος, ο Κώστας Καραγιάννης που σκηνοθετούσε τις ταινίες και ο μικρότερος κατά δύο χρόνια αδερφός του, Θόδωρος Καραγιάννης, που ανέλαβε το γραφείο εκμετάλλευσης της εταιρείας και το έκανε ίσως το καλύτερο σε εκείνα τα χρόνια. Όλες οι ταινίες που προβλήθηκαν τον πρώτο χρόνο ίδρυσης της εταιρείας κάνανε αρκετά εισιτήρια για να καλύψουν τον προϋπολογισμό τους.
Στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν την εμπορικότητα των ταινιών που παρήγαγαν και να κατορθώσουν να αποσπάσουν κάποιους σποδαίους έλληνες ηθοποιούς από την Φίνος Φιλμ, που μέχρι τότε είχε μόνιμη συνεργασία μαζί τους, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Κώστας Βουτσάς, αύξησαν πολύ τις αμοιβές τους.
Από τα γυρίσματα της ταινίας, “Το πιο λαμπρό αστέρι”.
Την επόμενη χρονιά από την ίδρυση της εταιρείας γυρίσανε την ταινία «Το Πιο Λαμπρό Αστέρι» (1967), με το ζευγάρι Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ και κατάφεραν να κατακτήσουν την κορυφή στον πίνακα των εμπορικότερων ταινιών της χρονιάς εκτοπίζοντας την παντοκρατορία της.
Σύντομα η Καραγιάννης-Καρατζόπουλος με τους τρεις άντρες τοποθετημένους τον καθένα στο δικό του πόστο κατόρθωσε να παράγει, μαζί με τις συμπαραγωγές που χρηματοδοτούσε, 20 ταινίες το χρόνο.
Μετά το 1973 η παραγωγή της εταιρείας μειώθηκε κατακόρυφα, εξαιτίας της εισόδου της τηλεόρασης. Στα τέλη του ΄70 οραματιζόμενοι την ανάκαμψη του ελληνικού κινηματογράφου χρηματοδότησαν την ταινία του Θ. Μαραγκού «Από πού Πάνε για την Χαβούζα» (1978), η οποία με την τεράστια επιτυχία της, τους δικαίωσε.
Παρ’ όλα αυτά η τηλεόραση προκάλεσε δραστική μείωση στα εισιτήρια των κινηματογράφων και έτσι οι ταινίες που γινόντουσαν είχαν πολύ χαμηλό προϋπολογισμό και το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό. Συνολικά η εταιρεία έχει παράγει μαζί με τις συμπαραγωγές 110 ταινίες.
Από τις ταινίες της Καραγιάννης-Καρατζόπουλος έχει λάβει μέρος στο ΦΕΚΘ η ταινία «Ο μπλοφατζής (1969)» που κέρδισε το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου.
Στο φεστιβάλ ως επίσημες συμμετοχές συμμετείχαν και οι ταινίες «Μια γυναίκα στην αντίσταση (1970)» «Υποβρύχιο Παπανικολής (1971)» που πήρε τιμητική διάκριση και η “Καταναλωτική κοινωνία (1971)”.
Από το 1990 η εταιρεία ασχολήθηκε κυρίως με τη διανομή ταινιών, συγκεντρώνοντας ταινίες ανεξάρτητων παραγωγών . Έχει αγοράσει συνολικά 180 ελληνικές ταινίες. Συγκεκριμένα το 1997 αγόρασε τον κατάλογο ταινιών του παραγωγού James Paris, το 2000 τις ταινίες της Δαμασκηνός Μιχαηλίδης, καθώς και ταινίες κάποιων μικρότερων παραγωγών.
Ο Κώστας Καραγιάννης μαζί με τη Ρένα Βλαχοπούλου κατα τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, “Βίβα Ρένα”.
Από τις ταινίες αυτές μόνο οι 80 ήταν σε αξιοπρεπή κατάσταση. Στις υπόλοιπες είχαν χαθεί τα αρνητικά, άλλες δεν είχαν ήχο και σε άλλες τα αρνητικά είχαν υποστεί τεράστια ζημιά. Παρ’ όλες τις δυσκολίες και το κατεστραμμένο υλικό έχει γίνει η καλύτερη δυνατή προσπάθεια να αποκατασταθούν οι ταινίες και να μπορούν να επαναπροβληθούν.
Από το 2013 συμμετέχει σε αρκετές εμπορικές παραγωγές του νέου ελληνικού κινηματογράφου όπως “ο Ακάλυππτος”, “Στα καλά καθούμενα”, “Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός” και “ο Μαγικός Καθρέφτης”.
Το 2015 πήρε τη μεγάλη απόφασή να χρωματίσει στο εξωτερικό για πρώτη φορά την ασπρομάυρη ελληνική ταινία “Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα“, του ΓΙώργου Τζαβέλλα, με εκπληκτικά αποτελέσματα.
Αυτή τη στιγμή η συλλογή της Καραγιάννης-Καρατζόπουλος καλύπτει περισσότερα από εξήντα χρόνια ελληνικού κινηματογράφου, ξεκινώντας από το 1952 και την ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη» και φτάνωντας στο 2016 με την ταινία «Ο Μαγικός καθρέφτης».
Ταινία με τα περισσότερα εισιτήρια: Το πιο λαμπρό αστέρι (1967 – 1968) 652.661 (1η/99) Κώστας Καραγιάννης.
Ταινία με τα λιγότερα εισιτήρια: Κρουαζιέρα του τρόμου (1977 – 1978) 1.380 Χρήστος Κεφαλάς
Η Νάνα Μούσχουρη είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια με διεθνή καριέρα.
Διεθνούς φήμης Ελληνίδα αοιδός. Με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 300 εκατομμύρια δίσκους, θεωρείται η πιο εμπορική τραγουδίστρια όλων των εποχών σε παγκόσμιο επίπεδο και η μόνη που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις τους Beatles και τον Έλβις Πρίσλεϊ. Η χαρακτηριστική σοπράνο φωνής της (γεννήθηκε με μόνο μία φωνητική χορδή), η ικανότητά της να τραγουδά πειστικά σε πολλές γλώσσες και η ποικιλία του ρεπερτορίου της, τη βοήθησε να χτίσει την αξιομνημόνευτη διεθνή καριέρα της.
Η Ιωάννα Μούσχουρη (Νάνα το χαϊδευτικό της) γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης στις 13 Οκτωβρίου 1934. Ο πατέρας της Κωνσταντίνος δούλευε ως μηχανικός προβολής σ’ έναν τοπικό κινηματογράφο και η μητέρα της Αλίκη ως ταξιθέτρια. Σε ηλικία τριών ετών η Νάνα μετακόμισε στην Αθήνα με την οικογένειά της. Στην Κατοχή ο πατέρας της έλαβε ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και οι γονείς της δούλευαν πολύ σκληρά για να μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια τα δύο μικρά κορίτσια της οικογένειας, την Τζένη (Ευγενία) και τη Νάνα.
Η Νάνα Μούσχουρη.
Σε ηλικία 12 ετών η Νάνα Μούσχουρη άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής. Από το ραδιόφωνο άκουγε αμερικανούς τραγουδιστές της τζαζ (Φρανκ Σινάτρα, Έλλα Φιτζέραλντ και Μπίλι Χολιντέι), καθώς και γάλλους (Εντίθ Πιάφ κ.ά.). Το 1950 έγινε δεκτή στο Ωδείο Αθηνών, όπου σπούδασε κλασσική μουσική και λυρικό τραγούδι. Όμως, το 1957 αποβλήθηκε από το Ωδείο, όταν οι καθηγητές της ανακάλυψαν ότι τραγουδούσε τζαζ σ’ ένα νάιτ-κλαμπ της Αθήνας. Το 1958 ήταν σημαδιακό για τη Νάνα Μούσχουρη. Η γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος έγινε ο μέντοράς της στη μουσική, της άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη καριέρα που ακολούθησε. Τον επόμενο χρόνο εμφανίζεται στο Α’ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού και κυριαρχεί με δύο τραγούδια, το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» του Μάνου Χατζιδάκι και το «Ξέρω κάποιο αστέρι» του Μίμη Πλέσσα, τα οποία κερδίζουν το πρώτο και το δεύτερο βραβείο αντίστοιχα. Το 1960 κερδίζει και πάλι το πρώτο βραβείο με δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, που ισοψήφησαν («Κυπαρισσάκι», «Τιμωρία»). Την περίοδο εκείνη ερμήνευσε και άλλα τραγούδια του σπουδαίου συνθέτη, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία («Υμηττός», «Χάρτινο το Φεγγαράκι».
Το 1960 η Νάνα Μούσχουρη ανοίγει τα φτερά της στο εξωτερικό. Συμμετέχει στο Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού στη Βαρκελώνη και κερδίζει το πρώτο βραβείο με το τραγούδι του Κώστα Γιαννίδη «Ξύπνα Αγάπη Μου», που αποτέλεσε το μουσικό διαβατήριο για τη διεθνή καριέρα της. Η αναγνώριση και η μεγάλη επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Σαν σφυρίξεις τρεις φορές», που συνέθεσε για το γερμανικό ντοκιμαντέρ «Ελλάς η χώρα των Ονείρων» γίνεται «Weisse Rosen aus Athen» («Το λευκό ρόδο της Αθήνας») και γνωρίζει τεράστια επιτυχία στη Γερμανία, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 1.500.000 αντίτυπα. Το ίδιο τραγούδι στα αγγλικά, ως «White Rose of Athens», θα την κάνει γνωστή σ’ ολόκληρο τον κόσμο. To 1961 ανέβηκε για πρώτη φορά τα σκαλιά της εκκλησίας. Παντρεύτηκε τον κιθαρίστα του συγκροτήματός της Γιώργο Πετσίλα, τον πρώτο άντρα που φίλησε, όπως έχει δηλώσει. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Νικόλα (1968) και τη Λενού (1970), και χώρισε το 1973.
Το 1962, ο σπουδαίος τζαζίστας και παραγωγός Κουίνσι Τζόουνς, που την είχε ακούσει στο Φεστιβάλ της Βαρκελώνης, την καλεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ηχογραφήσει τον πρώτο αμερικάνικο δίσκο της με κλασικά αμερικάνικα τραγούδια και τίτλο «The girl from Greece sings». Λίγο αργότερα γνώρισε την πρώτη της επιτυχία στην Αγγλία με τη διασκευή του ποπ τραγουδιού «My Colouring Book». Το 1963 εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι και ηχογραφεί τον δίσκο «Mes plus belles chansons Grecques» με αποκλειστικά ελληνικά τραγούδια. Ο δίσκος αυτός θα της χαρίσει την πρώτη της διάκριση στη Γαλλία, το βραβείο «Charles Cros» της Γαλλικής Μουσικής Ακαδημίας. Στις 23 Μαρτίου 1963 η Νάνα Μούσχουρη εκπροσώπησε το Λουξεμβούργο στο διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον, που έγινε στο Λονδίνο. Ερμήνευσε το τραγούδι «A force de prier», που μπορεί να κατετάγη όγδοο, αλλά αποτέλεσε μία από τις πρώτες επιτυχίες της που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Την επόμενη διετία συνεργάστηκε με τον γάλλο συνθέτη Μισέλ Λεγκράν, ο οποίος της έγραψε δύο μεγάλες επιτυχίες, τα τραγούδια «Les Parapluies de Cherbourg» (1964) και «L’ Enfant au Tambour» (1965). Το 1965 ηχογράφησε τον δεύτερο αγγλόφωνο δίσκο της στις ΗΠΑ με τίτλο «Nana Sings» και συνεργάστηκε με τον Χάρι Μπελαφόντε σε σειρά συναυλιών και στο άλμπουμ «An Evening With Belafonte/Mouskouri» (1966).
Το 1967 η Νάνα Μούσχουρη κυκλοφόρησε ένα από τους πιο σημαντικούς δίσκους της, το «Le Jour où la Colombe», που περιέχει πολλά σπουδαία τραγούδια του γαλλικού ρεπερτορίου της: «Au Coeur de Septembre», «Adieu Angélina», «Robe Bleue, Robe Blanche» και το κλασικό ποπ στάνταρ «Le Temps des Cerises». Ηχογράφησε, επίσης, τη δική της εκδοχή του «Guantanamera» κι έκανε την παρθενική της εμφάνιση στο «Ολιμπιά», τον θρυλικό συναυλιακό χώρο του Παρισιού, με γαλλικά ποπ τραγούδια, ελληνικά τραγούδια και συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι. Το 1969 κυκλοφορεί το «Over and Over», ο πρώτος της δίσκος στην αγγλική αγορά που παραμένει στους πίνακες επιτυχιών περισσότερο από 100 εβδομάδες. Η δημοτικότητά της στην Αγγλία διαρκώς ανεβαίνει και τα εισιτήρια της πρώτης της συναυλίας στο περίφημο «Άλμπερτ Χολ» του Λονδίνου, εξαντλούνται μέσα σε λίγες ώρες.
Η Νάνα Μούσχουρη πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ‘70 «στο δρόμο», δίνοντας συναυλίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου και αυξάνοντας τη δημοτικότητα της. Στη Γαλλία, κυκλοφόρησε μία σειρά από επιτυχημένα άλμπουμ («Comme un Soleil», «Une Voix Qui Vient du Coeur», «Vielles Chansons de France» και «Quand Tu Chantes») και ηχογράφησε την επιτυχημένη διασκευή της άριας «Habanera» από την όπερα του Μπιζέ «Κάρμεν», ντουέτο με τον Σερζ Λαμά. Στις γερμανόφωνες χώρες σημείωσε μεγάλη επιτυχία το άλμπουμ «Sieben Schwarze Rosen» (1975), όπως και στις αγγλόφωνες χώρες το «Book of Songs». Η δημοτικότητά της στις αγγλόφωνες χώρες θα αυξηθεί ακόμη πιο πολύ, όταν το BBC θα της εμπιστευθεί την τριετία 1971-1974 την παρουσίαση μιας σειράς μουσικών εκπομπών με τίτλο «Nana with Guests». Το 1981 γνωρίζει μία ακόμη παγκόσμια επιτυχία με το τραγούδι «Je chante avec toi Liberté», βασισμένο στο χορωδιακό «Va Pansiero» από την όπερα του Βέρντι «Ναμπούκο». Το ερμήνευσε εκτός από τα γαλλικά, στα γερμανικά («Lied der Freiheit»), τα ισπανικά («Libertad»), τα πορτογαλικά («Liberdade») και τα αγγλικά («Song for Liberty»). Την ίδια χρονιά, τιμάται με το «Χρυσό Εισιτήριο», για περισσότερα από 100.000 εισιτήρια που πωλήθηκαν μέσα σε λίγες μέρες στην περιοδεία της στη Γερμανία.
Γιώργος Μούτσιος, Μάνος Χατζιδάκις και Νάνα Μούσχουρη.
Το καλοκαίρι του 1984 η Νάνα Μούσχουρη επιστρέφει ύστερα από απουσία 20 ετών στην Αθήνα, όπου πρωτοξεκίνησε τη μεγάλη καριέρα της. Στις 23 και 24 Ιουλίου τραγουδά στο κατάμεστο Ηρώδειο, κάτω από την Ακρόπολη, συναυλία που συχνά δηλώνει ότι θα παραμείνει για πάντα η πιο γλυκιά της ανάμνηση στη σκηνή. Από τότε, αποφασίζει να ηχογραφήσει νέους δίσκους στα ελληνικά και κυκλοφορεί «Η ενδεκάτη εντολή» του Γιώργου Χατζηνάσιου σε στίχους του αγαπημένου της φίλου Νίκου Γκάτσου.
Το 1985 η Νάνα Μούσχουρη ηχογραφεί το «Only Love» για το σήριαλ του BBC, «Η Κόρη του Μιστράλ» που ανέβηκε στο Νο2 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε για την ισπανόφωνη αγορά το τραγούδι «Con Todo el Alma», μεγάλη επιτυχία σε Ισπανία, Αργεντινή και Χιλή. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε πέντε άλμπουμ σε ισάριθμες γλώσσες και το 1988 επέστρεψε στην εποχή του Ωδείου Αθηνών με το διπλό άλμπουμ «The Classical Nana», που περιλάμβανε άριες από αγαπημένες της όπερες. Τον Σεπτέμβριο του 1987 επιστρέφει στην Ελλάδα και τραγουδά ξανά για μια βραδιά στο Ηρώδειο. Ακολουθεί μια συναυλία στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου ξανασμίγει με τον Μάνο Χατζιδάκι. Η συναυλία αυτή γίνεται αφορμή να ξανασυνεργαστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Νίκο Γκάτσο, ηχογραφώντας τον δίσκο «Οι Μύθοι μιας Γυναίκας» (1988).
Το 1991 η Νάνα Μούσχουρη κυκλοφορεί την αγγλόφωνη συλλογή «Only Love: The Best of Nana Mouskouri», που γίνεται η μεγαλύτερη επιτυχία της στη δύσκολη γι’ αυτή αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Τη δεκαετία του ‘90 εξακολουθεί να δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο και ναηχογραφείί τακτικά στα Αγγλικά, τα Γερμανικά, τα Ελληνικά, τα Γαλλικά και τα Ισπανικά. Ξεχωρίζουν η συλλογή με σπιρίτσουαλ «Gospel», το ισπανόφωνο «Nuestras Canciones», το πολύγλωσσο «Côté Sud, Côté Coeur» (1992), το «Falling In Love Again: Great Songs From the Movies» και το γαλλικό «Dix Mille Ans Encore».
Το 1993 έγινε πρέσβειρα καλής θελήσεως της «Γιούνισεφ». Από τη θέση της αυτή συναντά κρατικούς αξιωματούχους και αρχηγούς κρατών και προβάλλει τα δικαιώματα των παιδιών. Τον επόμενο χρόνο αναμίχθηκε στην πολιτική. Με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας κέρδισε μία θέση στην Ευρωβουλή, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1999. Ενδιάμεσα ηχογράφησε μία σειρά από άλμπουμ, από τα οποία ξεχωρίζουν το ισπανόφωνο «Nana Latina» (ξεχωρίζουν τα ντουέτα με τον Χούλιο Ιγκλέσιας και τη Μερσέντες Σόσα), το αγγλόφωνο « Return to Love» και το γαλλόφωνο «Hommages».
Το 1998, ύστερα από μια σειρά συναυλιών σε όλο τον κόσμο, καταλήγει και πάλι στην Αθήνα. Στον επιβλητικό χώρο του Ηρωδείου θα τραγουδήσει συντροφιά με τον Σαρλ Αζναβούρ, τον Ζαν – Κλοντ Μπριαλί και τον Γιάννη Πάριο, σε μία συναυλία που διοργάνωσε το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη» για τη χρηματοδότηση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Το 1999, η Νάνα ολοκληρώνει τη θητεία της στο Ευρωκοινοβούλιο με μια σημαντική επιτυχία. Το πρόγραμμα – πλαίσιο «Πολιτισμός 2000-2004», του οποίου ήταν εισηγήτρια, υιοθετήθηκε με συντριπτική πλειοψηφία. Την ίδια χρονιά, η Διεθνής Ένωση Ηχογραφημάτων (IFPI) θα της απονείμει στο Λονδίνο ειδικό βραβείο για τη σημαντική συνδρομή της στην υπερψήφιση της Οδηγίας για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας.
Μάνος Χατζιδάκις, Μελίνα Μερκούρη, Νανα Μούσχουρη και Ζυλ Ντασέν.
Το 2003 η Νάνα Μούσχουρη παντρεύτηκε ύστερα από μακροχρόνιο δεσμό τον Γάλλο μουσικό παραγωγό Αντρέ Σαπέλ και το 2004 ξεκίνησε από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την «Παγκόσμια Αποχαιρετιστήρια Περιοδεία» (Farewell World Tour). Το 2008 η περιοδεία της ολοκληρώνεται στην Ελλάδα. Το 2006 ήταν μία πολύ παραγωγική χρονιά όσον αφορά τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα. Τον Μάιο κυκλοφόρησε μετά από 12 χρόνια νέο δίσκο με τίτλο «Μόνη Περπατώ» και τον Νοέμβριου εκδόθηκε η βιογραφία της με τίτλο «Το Όνομά μου είναι Νάνα» σε επιμέλεια του δημοσιογράφου Φώτη Απέργη.
Τον Οκτώβριο του 2011 κυκλοφορεί ένα ακόμη δίσκο στα ελληνικά με τίτλο «Τραγούδια από τα Ελληνικά Νησιά». Στο δίσκο συμμετέχουν οι: Χάρις Αλεξίου, Μανώλης Μητσιάς, Νατάσα Θεοδωρίδου, Έλενα Παπαρίζου και Νίκος Αλιάγας, ενώ το εξώφυλλο έχει σχεδιάσει ο Ζαν-Πολ Γκοτιέ.
Το 2013 η Νάνα Μούσχουρη ξεκίνησε μία νέα περιοδεία («Happy Birthday Tour») για να γιορτάσει τα ογδόντα της χρόνια. Στις 14 Ιουλίου 2014 έκανε μία ακόμη στάση στο Ηρώδειο. Σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή» (12 Ιουλίου 2014) δικαιολόγησε την επάνοδό της στη μουσική: «Θέλω να το ξεκαθαρίσω: Πριν από έξι χρόνια, στο Ηρώδειο, είπα αντίο. Ήταν μια εποχή που ένιωθα ότι μεγάλωνα, ότι δεν ήμουν πλέον σ’ ένα κόσμο όπου ανήκα. Σταμάτησα, γιατί είπα δεν είναι πια της ηλικίας μου, οι νέοι έπρεπε να προχωρήσουν. Η απόφαση ήταν σωστή, αλλά μου κόστισε πολύ. Ήμουν κάθε μέρα στο γιατρό, ένιωθα ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι κανείς δεν με αγαπάει… Ένιωθα απελπισία. Όσο πλησίαζε, όμως, το 2014, έλεγα, να η ευκαιρία να τραγουδήσω πάλι: τον Οκτώβριο γίνομαι 80 χρονών!».
Τιμές και βραβεύσεις
Η Νάνα Μούσχουρη έχει τιμηθεί πολλάκις για την συνεισφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό και ιδιαιτέρως στον ελληνικό και τον γαλλικό.
Το γαλλικό κράτος της έχει απονείμει τις εξής τιμητικές διακρίσεις:
Ταξιάρχης του Εθνικού Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (2019) Αξιωματούχος της Λεγεώνας της Τιμής (2007) Ιππότης του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (1997) Ιππότης των Γραμμάτων και Τεχνών (1986) Μεταξύ των πολλών βραβείων που έχει λάβει είναι και το Echo Music Prize το οποίο έλαβε το 2015 για την συνολική της καριέρα από τη Γερμανική Ακαδημία Φωνολογίας.
Αυτοβιογραφίες
Chanter ma vie, Nana Mouskouri, Grasset ed., 1989. ISBN 2-246-39211-X και ISBN 978-2-246-39211-8. (Γαλλικά) Το όνομά μου είναι Νάνα, Νάνα Μούσχουρη, Εκδόσεις Λιβάνη, 2006. ISBN 960-14-1341-3, ISBN 978-960-14-1341-9.(Ελληνικά) Memoirs, Nana Mouskouri, Weidenfeld & Nicolson, ISBN 0-297-84469-5 και ISBN 978-0-297-84469-3. (Αγγλικά) Mémoires: La fille de la chauve-souris, Nana Mouskouri, XO Éditions, ISBN 2-84563-311-4 και ISBN 978-2-84563-311-7. (Γαλλικά) Stimme der Sehnsucht: Meine Erinnerungen Nana Mouskouri, μετάφραση από Ulrike Lelickens, Schwarzkopf & Schwarzkopf. ISBN 3-89602-848-0 και ISBN 978-3-89602-848-8. (Γερμανικά)
Η Νάνα Μούσχουρη στον Ελληνικό Κινηματογράφο (1958-1961)
Κάθε εμπόδιο για καλό (1958) Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα (1958 Μουσίτσα (1959) Η Λίζα τόσκασε (1959) Ναυάγια της ζωής (1959) Σταχτοπούτα (1960) Το ραντεβού της Κυριακής (1960) Ραντεβού στη Κέρκυρα (1960) Αγάπη και θύελλα (1961)
Η ταινία, “Γοργόνες και μάγκες” είναι κωμωδία του 1968, η οποία παράχθηκε από την εταιρεία Φίνος Φιλμ. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης, ενώ η μουσική της ταινίας συντέθηκε από τον Μίμη Πλέσσα. Συνολικά, η ταινία έκοψε 414.724 εισιτήρια.
Γοργόνες και μάγκες: Οι άγνωστες πτυχές
Η Μαίρη Χρονοπούλου και ο Λάκης Κομνηνός στη ταινία, “Γοργόνες και μάγκες”.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές της ταινίας, “Γοργόνες και μάγκες” και μας τις αποκαλύπτει…
1ον. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν, “Πωλείται Ελλάς”.
2ον. Στην ταινία δεν ακούγεται ποτέ ότι το νησί στο οποίο οι πρωταγωνιστές θέλουν να αγοράσουν οικόπεδα είναι η Ύδρα.
3ον. Μόνο οι εξωτερικές σκηνές της ταινίας, “Γοργόνες και μάγκες” γυρίστηκαν στην Ύδρα. Όλες οι υπόλοιπες γυρίστηκαν στο στούντιο όπου ο Μάρκος Ζέρβας είχε κατασκευάσει ένα υπέροχο σκηνικό που θύμιζε νησί.
4ον. Αν και η Μάρθα Καραγιάννη είχε μεγάλο ρόλο εν τούτοις στους τίτλους αναγράφεται τελευταία με αποτέλεσμα να τσακωθεί με τον σκηνοθέτη, Γιάννη Δαλιανίδη και την επόμενη χρονιά να γυρίσει ταινία με τον Ντίνο Δημόπουλο.
5ον. Παρόλο που στην ταινία παίζει ο Βαγγέλης Σειληνός τις χορογραφίες επιμελήθηκε ο Γιάννης Φλερύ. Μάλιστα η πρώτη που γυρίστηκε ήταν αυτή της Νόρας Βαλσάμη με τον Βαγγέλη Σειληνό.
6ον. Όλες οι σκηνές του Διονύση Παπαγιαννόπουλου γυρίστηκαν μέσα σε ένα 24ωρο καθώς εκείνη την περίοδο ο αγαπημένος ηθοποιός γύριζε μια άλλη ταινία και ο χρόνος του ήταν περιορισμένος. Εν τω μεταξύ παρότι είχε πολύ μικρό ρόλο στους τίτλους αναγράφεται τρίτος.
7ον. Αυτή η μουσική ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη βρέθηκε στην 9η θέση των εισιτηρίων εκείνης της χρονιάς. Ενώ γενικά είναι η τελευταία σε εισιτήρια απ΄ όλες τις μουσικές ταινίες του σκηνοθέτη την δεκαετία του 1960.
Η Ευαγγελία Σαμιωτάκη ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Γεννήθηκε στις 03 Ιουνίου του 1935 στη Λαμία και στα 18 της παντρεύτηκε τον ηθοποιό Σπύρο Καλογήρου, με τον οποίο απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο.
Οι γονείς της είχαν καταγωγή από τη Σάμο, με τον προπάππου της να είναι οπλαρχηγός κατά την Απελευθέρωση της Σάμου το 1840. Ο πατέρας της απεβίωσε ενώ αυτή ήταν σε μικρή ακόμη ηλικία, και έτσι η μητέρα της έφυγε με έναν νεαρώτερο κατά 15 χρόνια άνδρα κρυφά από το νησί. Πατέρας της ήταν ο λαϊκός τραγουδιστής Κώστας Σαμιωτάκης.
Στο θέατρο ηΕυαγγελία Σαμιωτάκη συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο σε ρόλους κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, με το ΚΒΘΕ και με τους θιάσους των σκηνοθετών Αδαμαντίου Λεμού και Αλέξη Σολομού. Εμφανίστηκε σε παραστάσεις θιάσων του εμπορικού θεάτρου και συνεργάστηκε με συναδέλφους της, όπως ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Νίκος Ρίζος, η Σμαρούλα Γιούλη και ο Θύμιος Καρακατσάνης.
Με τον σύζυγό της, Σπύρο Καλογήρου, συγκρότησε θίασο τη δεκαετία του 1980, ανεβάζοντας παραστάσεις κωμωδίας και πραγματοποιώντας περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Αυστραλία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και Καναδά).
ΗΕυαγγελία Σαμιωτάκη δίδαξε υποκριτική στη Δραματική Σχολή Διομήδη Φωτιάδη, ενώ τα τελευταία χρόνια πριν από το θάνατό της υπέφερε από προβλήματα υγείας στο αριστερό της πόδι.
ΗΕυαγγελία Σαμιωτάκη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών στις 11 Μαρτίου του 2017 στην Αθήνα.
Το “Ραντεβού στον αέρα” είναι μια μουσική κωμωδία της Φίνος Φιλμ σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Προβλήθηκε για πρώτη φορά στους κινηματογράφους στις 31 Ιανουαρίου 1966.
Σκηνή από την ταινία, “Ραντεβού στον αέρα”.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές της ταινίας, “Ραντεβού στον αέρα” και μας τις αποκαλύπτει…
1ον. Στην Γαλλία και συγκεκριμένα στο Παρίσι ταξίδεψε μόνο η Ελένη Προκοπίου όπου γύρισε κάποιες χορευτικές σκηνές. Μαζί με την ίδια, το συνεργείο, τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη ήταν και ο Φιλ. Φίνος.
2ον. Η σκηνή που ο Κώστας Βουτσάς είναι στο αεροπλάνο και πετάει είναι αληθινή, μόνο που στο πίσω κάθισμα ειναι κρυμμένος ο κανονικός πιλότος.
3ον. Την χρονιά που βγήκε στους κινηματογράφους κατέκτησε την πρώτη θέση στα εισιτήρια ενώ εισπρακτικά είναι η τρίτη πιο πετυχημένη μουσική ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη μετά το, “Κάτι να καίει” και το “Κορίτσια για φίλημα“.
4ον. Τα πανέμορφα ρούχα που φορούσε η Ελένη Προκοπίου είχε ράψει ο σχεδιαστής μόδας Φιλήμων.
5ον. Το τραγούδι, “Έχω στενάχωρη καρδιά” η Ρένα Βλαχοπούλου το πρωτοτραγούδησε τρία χρόνια πριν στην ταινία, “Μερικοί το προτιμούν κρύο“. Μεγάλη επιτυχία όμως έγινε όταν με το μοναδικό της στυλ το ερμήνευσε στο, “Ραντεβού στον αέρα”.
7ον. Η σκηνή όπου μια μια οι πρωταγωνίστριες χορεύουν και τραγουδούν την επιτυχία, “Μένουμε πάντα παιδιά” γυρίστηκε πολύ δύσκολα καθώς έπρεπε να προλάβουν να μην πέσει ο ήλιος. Γι’ αυτό και ξεκίνησαν το γύρισμα πολύ νωρίς το πρωί.
Η Μάρω Κοντού είναι φανατική οπαδός του Ολυμπιακού!!! Το καλοκαίρι του 1961, η εφημερίδα «Αθλητική Ηχώ» συνήθιζε να ζητά από διάσημες σταρ της εποχής να επιλέξουν τη συντροφιά ενός ποδοσφαιριστή για να εκδηλώσουν τη συλλογική τους προτίμηση.
Η Μάρω Κοντού επέλεξε τον Σάββα Θεοδωρίδη. Η ποδοσφαιρική σεζόν είχε ολοκληρωθεί με τον Ολυμπιακό να τερματίζει στη 2η θέση πίσω από τον Παναθηναϊκό, γεγονός που δεν έμεινε ασχολίαστο από τη Μάρω Κοντού.
Μάρω Κοντού: «Λοιπόν Σάββα, είμαι θυμωμένη μαζί σας». Σάββας Θεοδωρίδης: «Θυμωμένη; Και γιατί;» Μάρω Κοντού: «Γιατί εφέτος μας τα κάνατε μούσκεμα. Επιτρέπεται ο Παναθηναϊκός να μας ξεφύγει τόσο πολύ μπροστά;» Σάββας Θεοδωρίδης: «Ε, τι να γίνει. Αυτά έχει το ποδόσφαιρο». Μάρω Κοντού: «Το ποδόσφαιρο… Μα, το ποδόσφαιρο εσείς δεν το δημιουργείτε μωρέ Σάββα;» Σάββας Θεοδωρίδης: «Ε, κι έπειτα;» Μάρω Κοντού: «Θέλω να πω ότι εφέτος θέλατε ξύλο όλοι σας».
Ο δημοσιογράφος είπε χαριτολογώντας: «Και γιατί δεν κάνεις την αρχή εσύ Μάρω;» Η ηθοποιός απάντησε: «Εγώ; Όχι δα». Τότε, ο Σάββας Θεοδωρίδης πέταξε την εξής… ατάκα και… έκλεψε την παράσταση από την καθ’ ύλην αρμόδια: «Κι όμως, αν γινόταν αυτό θα ήταν το πιο ευχάριστο ξύλο που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου». «Φέρω μαζί μου και την Ολυμπιακή… ταυτότητα!»
Λίγο αργότερα, η Μάρω Κοντού εξήγησε ότι ο πατέρας της ήταν βέρος Πειραιώτης και θερμός υποστηρικτής του Ολυμπιακού. Ερωτηθείσα ποιους «ερυθρόλευκους» άσους ξεχωρίζει, η όμορφη ηθοποιός χαμογέλασε διακριτικά και απάντησε: «Μα, τον Θεοδωρίδη». -Άλλους; Μάρω Κοντού: «Τον Στεφανάκο και τον Μπέμπη». -Εσύ προσωπικά Μάρω έχεις καμιά σχέση με τον αθλητισμό; «Πώς. Μ’ αρέσει πολύ το κολύμπι». -Τι άλλο σ’ αρέσει; «Μ’ αρέσει πάρα πολύ επίσης να… με ρωτούν για ν’ απαντήσω».
Έπειτα ακολούθησε ένας νέος μικρός διάλογος μεταξύ του ποδοσφαιριστή και της ηθοποιού:
Σάββας Θεοδωρίδης: «Δεν σε πειράζει που θα μάθει ο κόσμος ότι συμπαθείς τον Ολυμπιακό;» Μάρω Κοντού: «Ούτε που το σκέφτομαι». Σάββας Θεοδωρίδης: «Κι όμως, ίσως για τη δουλειά σου δεν πρέπει να εκδηλώνεσαι». Μάρω Κοντού: «Δεν νομίζω Σάββα ότι έχεις δίκιο». Σάββας Θεοδωρίδης: «Γιατί;» Μάρω Κοντού: «Γιατί ο άνθρωπος όταν πιστεύει σε κάτι, δεν πρέπει να φοβάται να το ομολογήσει». Σάββας Θεοδωρίδης: «Κι εσύ δηλαδή δεν φοβάσαι καθόλου;» Μάρω Κοντού: «Όχι μόνο δεν φοβάμαι, αλλά όπως βλέπεις φέρω μαζί μου και την Ολυμπιακή… ταυτότητα». Μόλις ολοκλήρωσε την παραπάνω φράση, η Μάρω Κοντού έδειξε το ερυθρόλευκο φόρεμά της και, μάλιστα, σηκώθηκε για να το δουν καλύτερα οι παρευρισκόμενοι.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές της ταινίας, “Ο Ηλίας του 16ου” και μας τις αποκαλύπτει…
Σκηνή από την ταινία, Ο Ηλίας του 16ου.
1ον. Η ταινία αυτή κατέχει ένα ρεκόρ καθώς γυρίστηκε μέσα σε 17 ημέρες.
2ον. Αρχικά τους ρόλους των Χατζηχρήστου και Βέγγου ήταν να υποδυθούν ο Βασίλης Λογοθετίδης και ο Βαγγέλης Πρωτοπαππάς αντίστοιχα. Όμως η υγεία του Λογοθετίδη που ήταν επιβαρεμενη δεν του το επέτρεψε.
3ον. Η αρχική διάρκεια της ταινίας ήταν 97 λεπτά. Όμως κατά τη διάρκεια του μοντάζ μειώθηκε στα 88.
4ον. Η τελευταία εν ζωή ηθοποιος από την ταινία ήταν η Κυβέλη Θεοχάρη που απεβίωσε το 2017 σε ηλικία 93 ετών.
5ον. Τις αστυνομικές στολές είχε παραχωρήσει στην παραγωγή ένας εκ των ηθοποιών που συμμετείχαν στην ταινία. Αυτός ήταν ο Κώστας Παπαχρήστος οποίος είχε στην κατοχή του μια τεράστια συλλογή με στρατιωτικές και αστυνομικές στολές. Μάλιστα ένα μικρό ρολάκι έχει και η σύζυγός του Δήμητρα Σερεμέτη.
6ον. Για τον ρόλο της υπηρέτριας ο Αλέκος Σακελλάριος ήθελε την Νίκη Λινάρδου όμως τελικά αυτός δόθηκε στην Αλίκη Γεωργούλη που αυτή ήταν η δευτερη και τελευταία συμμετοχή της σε ταινία της Φίνος Φιλμ.
7ον. Μπορεί ο Αλέκος Σακελλάριος να έγραψε και να σκηνοθέτησε την ταινία όμως στην θέση του οπερατέρ βρισκόταν ο μετέπειτα γνωστός και βραβευμένος σκηνοθέτης, Ντίνος Κατσουρίδης.
Ο Νίκος Ξυλούρης, γνωστός και με το παρατσούκλι Ψαρονίκος ή τον τιμητικό χαρακτηρισμό Αρχάγγελος της Κρήτης, ήταν Έλληνας μουσικός και τραγουδιστής του λαϊκού, του δημοτικού και του εντέχνου. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικούς, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην διάσωση της Κρητικής παραδοσιακής μουσικής.
Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 07 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.
Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.
Ο Νίκος Ξυλούρης με τη Τζένη Καρέζη.
Μια μέρα ο Νίκος Ξυλούρης βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη.
Το 1953 ο 17χρονος Νίκος Ξυλούρης αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο. Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο». Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.
Σε μια αποκριάτικη γιορτή ο Νίκος Ξυλούρης βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.
Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ο Νίκος Ξυλούρης ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.
Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη δοκιμαστική εμφάνισή του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι», και ο κόσμος τον αποθεώνει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ένα από εκείνα τα βράδια, επισκέπτεται το μαγαζί ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός. Γνωρίζονται και γίνονται αχώριστοι φίλοι.
Ο Θαλασσινός μιλάει γι’ αυτόν στον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος – αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, για τον οποίο βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ «Λήδρα» στην πλάκα.
Ο Νίκος Ξυλούρης με τα παιδιά του.
Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης… «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).
Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο σανίδι. Κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον», με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επίσημες παρουσίες στο χώρο, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια ο Νίκος Ξυλούρης τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής». Όμως, η ζωή του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη…
Το 1979 είναι μια δύσκολη χρονιά για τον Νίκο Ξυλούρη. Αν και η καριέρα του βρίσκεται στο απόγειό της, ο ίδιος υποφέρει από έντονους πόνους στο κεφάλι και στο θώρακα. Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και εισάγεται για εξετάσεις στο Memorial Hospital, όπου διαπιστώνεται ότι πάσχει από καρκίνο. Έπειτα από πολλαπλές εγχειρήσεις επιστρέφει στο σπίτι ενός φίλου του στο Πόρτο Ράφτη και προσπαθεί να νικήσει την επάρατο νόσο.
Την Τετάρτη, 06 Φεβρουαρίου του 1980, ο Νίκος Ξυλούρης μπαίνει στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς για νέες εξετάσεις. Την επόμενη μέρα, όμως, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται και το βράδυ της Πέμπτης πέφτει σε κώμα. Οι γιατροί κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά όλα είναι μάταια. Τα χαράματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου φεύγει για πάντα από κοντά μας. Το τραγούδι που κάποτε τραγούδησε βγήκε αληθινό…
Στις 9 Φεβρουαρίου χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, αποχαιρετούν τον «Αρχάγγελο της Κρήτη» με δάκρυα στα μάτια και τραγουδούν:
Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…
Ο Ξενοφών Αργυρόπουλος γεννήθηκε το 1899 και ήταν αδελφός του γνωστού μεγάλου κωμικού Βασίλη Αργυρόπουλου.Συμμετείχε στον θίασο "Ελεύθερη Σκηνή" με την Μαρίκα Κοτοπούλη, τον...
Ο Γιάννης Αποστολίδης (Πραγματικό επίθετο Ρεβύθης) γεννήθηκε το 1894. Γνωστός ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου στη διάρκεια της πολυετούς σταδιοδρομίας του (εμφανίστηκε το 1913 και...