Ο Βασίλης Λογοθετίδης γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης.Έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Το 1915 αποφοίτησε από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο και τον επόμενο χρόνο εμφανίσθηκε ερασιτεχνικά σε θεατρική σκηνή της Κωνσταντινούπολης κάνοντας μεγάλη εντύπωση.
Το 1918 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο έκανε την εμφάνισή του ως επαγγελματίας πλέον ηθοποιός με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με τον οποίο και συνεργάσθηκε μέχρι το 1935 όταν για μία μόνο θεατρική περίοδο δημιούργησε ο ίδιος θίασο συνεταιρικά με την Αλίκη και τον Κώστα Μουσούρη.

Ο Βασίλης Λογοθετίδης έπαιξε εκατοντάδες ρόλους του κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, κωμικούς και δραματικούς («Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, «Κνοκ» του Ζιλ Ρομέν, «Βολπόνε» του Μπεν Τζόνσον, «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Κέσερλινγκ).
Από το 1946, όταν σχημάτισε τον προσωπικό του θίασο, υπηρέτησε τη νεοελληνική κωμωδία και φάρσα. Σημαντικές επιτυχίες του υπήρξαν τα έργα: «Ένας βλάκας και μισός», «Προς θεού μεταξύ μας» και «Φαταούλας» του Δημήτρη Ψαθά, «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Δεσποινίς ετών 39», «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Οι δικοί μας άνθρωποι», «Ένα βότσαλο στην λίμνη» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου και η «Γυνή να φοβήται τον Άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα.
Ως κωμικός, ο Βασίλης Λογοθετίδης έπλασε τον θεατρικό χαρακτήρα του έλληνα αυτοδημιούργητου μικροαστού, σε μια εποχή, όπως η μεταπολεμική, ραγδαίας και βίαιης αστικοποίησης του νεοέλληνα αγρότη. Αντιφατικός, συναισθηματικός, μικροτύραννος, άπληστος, αφοπλιστικός, μικροαπατεώνας και ταυτόχρονα καταφερτζής και γενναιόδωρος.
Οι περισσότερες από τις θεατρικές επιτυχίες του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη κι έτσι διασώθηκε το απόλυτα προσωπικό υποκριτικό του ύφος. Κορυφαία του στιγμή θεωρείται ο ρόλος του στο κωμικό δράμα του Γιώργου Τζαβέλα «Η Κάλπικη Λίρα» (1955), που διακρίθηκε διεθνώς και είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1957 ανέλαβε καλλιτεχνική περιοδεία στις ΗΠΑ με σκοπό τη καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών της γης, δίνοντας παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ όπου και θριάμβευσε.
Κατά δε την υποδοχή του στη πόλη Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος της πόλης του παρέδωσε το χρυσό κλειδί της πόλης, τιμή που δεν έχει ξαναγίνει σε Έλληνα ηθοποιό. Ακριβώς σε αναγνώριση της συμβολής του αυτής για την πρόοδο της ελληνικής θεατρικής τέχνης και παρουσίας σε διεθνές κοινό, ο Βασιλιάς Παύλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Νωρίτερα (1952), είχε τιμηθεί και με το Έπαθλο Ξενόπουλου.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του εμφανίστηκε μόνο σε 12 κινηματογραφικές ταινίες.
Στις περισσότερες εμφανίσεις, παρτενέρ του ήταν η Ίλυα Λιβυκού, με την οποία υπήρξαν ζευγάρι και στη ζωή, χωρίς όμως ποτέ να παντρευτούν. Οι δύο ηθοποιοί έζησαν ένα μεγάλο έρωτα, αλλά ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν, κατά βάση, μοναχικός άνθρωπος.
Τα σοβαρά προβλήματα υγείας δεν του επέτρεψαν να πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου», ρόλο τον οποίο πήρε τελικά ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο το Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 1960 στις 17:45 από καρδιακή συγκοπή, σε ηλικία 62 ετών, ενώ ετοιμαζόταν να πάει στο θεάτρό του. Αναφέρεται, ότι, κατά τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από καρδιακά προβλήματα.
Η είδηση του θανάτου του έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες όχι μόνο γιατί χάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς της γενιάς του αλλά και γιατί ο Βασίλης Λογοθετίδης ενσάρκωνε αυτόν ακριβώς τον μέσο μεταπολεμικό νεοέλληνα μικροαστό που έβγαινε από τη μιζέρια και προχωρούσε προς μια ελπιδοφόρα ανάπτυξη.
Ο “τύπος” του ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς, το πηγαίο ταλέντο και η εύφορη φαντασία του υπήρξαν γνώμονας για νεώτερους ηθοποιούς. Τη διεύθυνση του θιάσου του συνέχισε επάξια ο Χρήστος Ευθυμίου.
Μετά από εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας και συνέρρευσε τεράστιο πλήθος 50.000 Αθηναίων. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Ήταν άγαμος και δεν είχε στενούς συγγενείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ελλείψει συγγενών, τα συλλυπητήρια των παρευρισκομένων μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία δέχονταν οι συνάδελφοί του ηθοποιοί.
Στο «τελευταίο του ταξίδι» συνόδευσαν τον ηθοποιό πάνω από 50.000 άτομα.
Το πλήθος, που είχε γνωρίσει τον ηθοποιό μέσα από τους ρόλους του, χειροκροτούσε δακρυσμένο και οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «δυσαναπλήρωτη απώλεια».
Οι συνάδελφοί του μίλησαν με συγκινητικά λόγια για εκείνον.
Ντίνος Ηλιόπουλος: «Ο Λογοθετίδης υπήρξε παράδειγμα γενναίου καλλιτέχνη, που δε θέλησε να υποκύψει αμαχητί».
Δημήτρης Χορν: «Αν δεν υπήρχε το εμπόδιο της γλώσσας, θα είχε αναγνωριστεί από όλο τον κόσμο ως ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής μας». Κάρολος Κουν: «Θρηνώ τον θάνατο του Λογοθετίδη και αισθάνομαι να έφυγε κάτι πολύτιμο».
Μαίρη Αρώνη: «Ξέρω πως στη δική μου νεότερη γενιά δεν θα ξαναδούμε Λογοθετίδη. Δεν γεννιούνται συχνά οι μεγάλοι».
Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε μόνος, αλλά η τελευταία του διαδρομή έγινε όπως του άξιζε. Με το χειροκρότημα του κοινού.
Βασίλης Λογοθετίδης: Φιλμογραφία
Έτος | Τίτλος ταινίας |
---|---|
1936 | Ο κακός δρόμος |
1948 | Οι Γερμανοί ξανάρχονται |
1948 | Μαντάμ Σουσού |
1952 | Ένα βότσαλο στη λίμνη |
1953 | Σάντα Τσικίτα |
1954 | Δεσποινίς ετών τριάντα εννέα |
1955 | Ούτε γάτα ούτε ζημιά |
1955 | Ιστορία μιας κάλπικης λίρας |
1956 | Ο ζηλιαρόγατος |
1957 | Η Αθήνα χορεύει ροκ εν ρολ |
1957 | Δελησταύρου και υιός |
1958 | Ένας ήρως με παντούφλες |
Έτος | Τίτλος παράστασης |
---|---|
1934/1935 | Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται |
1937/1938 | Κάντιντα |
1939/1940 | Τιμόνι στον έρωτα |
1944/1945 | Τοπικός παράγων |
1946/1947 | Οι Γερμανοί ξανάρχονται |
1947/1948 | Ερωτικό κυνήγι |
1948/1949 | Χωρίστε τη γυναίκα σας |
1949/1950 | Δεσποινίς ετών 39 |
1949/1950 | Πολυγαμία |
1951/1952 | Μασκαράς περιωπής |
1952/1953 | Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε |
1952/1953 | Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ |
1954/1955 | Ο θάνατός σου η ζωή μου |
1957/1958 | Τιμόνι στον έρωτα |