Τίποτα δεν προμήνυε ότι εκείνο το Πάσχα θα ήταν το τελευταίο για την μεγάλη Βίκυ Μοσχολιού. Και όμως το Πάσχα του 2005 για την ερμηνεύτρια που αγάπησαν όλοι οι Έλληνες και δη οι συνθέτες, θα ήταν το τελευταίο.
Ήξερε ήδη για τον καρκίνο, όπως ήξερε ότι είχε ξεπεράσει το μεγάλο πρόβλημα. Της τα είχαν πει όλα, αφού η ίδια το είχε ζητήσει. Όμως η αντίστροφη μέτρηση, είχε ήδη ξεκινήσει χωρίς να το ξέρει. Ο καρκίνος την σιγοέτρωγε…
Πάσχα 2005. Όλη την Μεγάλη Εβδομάδα η Βίκυ Μοσχολιού, αφού πήγε στο μοναστήρι της μητέρας της ηγουμένης, Ελισάβετ στην περιοχή Καβελάρης Μεγάρων, έκανε νηστεία όπως σε όλες τις μεγάλες γιορτές της ορθοδοξίας, έψαλλε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ιερής κοινότητας, ενώ παράλληλα μαζί με την μητέρα της, την θεία της καθώς και τα αδέρφια της προετοίμαζε το μοναστήρι για την Ανάσταση.
Οι φωτογραφίες ντοκουμέντο που έφερε στο φως της δημοσιότητας το RespectNews.gr έμελλε να είναι και οι τελευταίες για την σπουδαία και αξιολάτρευτη Βίκυ Μοσχολιού.
Όσοι την είδαν εκείνες τις ημέρες στο μοναστήρι, έμειναν άφωνοι, μιας και η Βίκυ ήταν πιο όμορφη και λαμπερή από ποτέ. Ωστόσο η αρχή του τέλους πλησίαζε, αφού λίγο μετά το Πάσχα του 2005 και τις εξετάσεις που έκανε, της ανακοινώθηκε πως ο Καρκίνος είχε επιστρέψει επιθετικός.
Οι τέσσερις μήνες που ακολούθησαν ήταν αγωνιώδεις και μαρτυρικοί τόσο για την ίδια, όσο και για το κοινό που την λάτρευε και αγωνιούσε. Εν τέλει στις 16 Αυγούστου του 2005 η Βικάρα της Ελλάδας, πέταξε ψηλά στα χέρια του θεού!
Στο “Γοργόνες και μάγκες“. Εκεί, ναι, μου άρεσα. Δεν πίστευα ότι είχα κανένα τεράστιο ταλέντο. Είμαι υποφερτή ηθοποιός. Δεν έχω τη στόφα της σταρ. Δεν ήμουν το ιδεώδες του Ρωμιού.
Αυτό που άλλαξε την καριέρα μου ήταν στη ταινία, “Μια κυρία στα μπουζούκια“. Η απήχηση που είχε το κομμάτι, “Του αγοριού απέναντι” δεν έχει ξαναγίνει. Εμβληματικό άσμα.
Είχα αυτοσχεδιάσει εκείνη την ώρα. Δεν ήταν τίποτα χορογραφημένο. Ο τύπος αυτής της γυναίκας με σημάδεψε, ενώ δεν είμαι έτσι σαν γυναίκα, απλώς είχα τους γενετικούς αδένες και την προσωπικότητα να επιβάλω αυτόν τον τύπο. Εγώ ήμουν τελείως άλλος άνθρωπος, απολύτως πιο ευάλωτη και απολύτως πιο συναισθηματική.
Σε παλιότερη συνέντευξή της στο περιοδικό, “Λοιπόν” η Μαίρη Χρονοπούλου είχε αποκαλύψει πως έχει ετοιμάσει τα πάντα για την κηδεία της γιατί ξέρει πως το τέλος της φτάνει και είχε εκφράσει ταυτόχρονα τις επιθυμίες της για εκείνη την ώρα που τελικά έφτασε…
Πιο συγκεκριμένα είχε πει «Έρχεται. Τα έχω οργανώσει όλα. Πιστεύω αιρετικά. Εμένα δεν θα με πάνε στην εκκλησία να ακούσω εκείνες τις φρικτές λέξεις. Ο δικός μου πνευματικός θα πει τις προσευχές που λέω εγώ κάθε βράδυ και όσα έχω διαλέξει και μετά θα με κάψουν, θέλω να πιστεύω ότι θα έχω την πιο πλούσια κηδεία του κόσμου.
Ζήτησα από την αγαπημένη μου φίλη, Ευανθία Ρεμπούτσικα μία χάρη, να μου γράψει ένα μικρό ρέκβιεμ μουσικό. Θα έρθει στην Ριτσώνα και με το υπέροχο κόκκινο βιολί της θα μου παίξει αυτό το κομμάτι πριν από την καύση. Αισθάνομαι αυτοκράτειρα με αυτό και μου αρέσει».
Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και πρωταγωνιστές όπως Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Τζένη Καρέζη, Λάμπρος Κωνσταντάρας και πλήθος άλλων αστέρων συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να ασκούν τη δική τους γοητεία στο κοινό, φέρνοντας στην επιφάνεια αναμνήσεις και άγνωστες ιστορίες μιας άλλης εποχής.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ πραγματοποίησε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στην πρώτη έγχρωμη ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση το 1956 στην ταινία, “Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας” που αποτελεί και την πρώτη έγχρωμη ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Με την εισαγωγή του το 1952 στην Δραματική Σχολή του Εθνικού θα ζήσει την μαγεία της διδασκαλίας και της ερμηνείας από «μεγαθήρια» της υποκριτικής και στο δεύτερο έτος της σχολής θα ερμηνεύσει τον πρώτο μικρό θεατρικό του ρόλο στο έργο, “Ο Βασιλιάς και ο σκύλος” όπου και θα ξεχωρίσει.
Οι ρόλοι που θα ακολουθήσουν με την αποφοίτησή του ως αριστούχος τα επόμενα δύο χρόνια στο Εθνικό θα αποτελέσουν και τα θεμέλια για την σπουδαία μετέπειτα θεατρική του πορεία.
Η πρώτη εμφάνιση του στο σινεμά θα τον απογοητεύσει και αποφασίζει να ασχοληθεί αποκλειστικά με το θέατρο και με πρώτο ουσιαστικά μεγάλο ρόλο το 1957 στον «Γλάρο» του Τσέχοφ.
Η παρουσία του δίπλα στην μεγάλη Κυβέλη με τις διθυραμβικές κριτικές που τον συνοδεύουν θα επιβεβαιώσουν και τις προσδοκίες των καθηγητών που πιστεύουν από την πρώτη στιγμή στο μεγάλο ταλέντο του.
Στην συγκεκριμένη παράσταση θα τον δει ο Φίνος μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο όπου στο πρόσωπο του θα διακρίνουν το νέο μεγάλο αστέρι του κινηματογράφου και θα του προτείνουν αρχικά δύο μικρούς ρόλους στην “Θεία από το Σικάγο” και στην “Κυρά μας η μαμή“, ικανούς για να τον κάνουν να ξεχωρίσει για άλλη μια φορά.
Την περίοδο αυτή θα παίξει και στο πλάι της Έλλης Λαμπέτη στο “Τελευταίο ψέμα“, μια συνεργασία που θα χαράξει για πάντα στην μνήμη του μέσα από την μαγική προσωπικότητα της μεγάλης ηθοποιού.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει τον Φεβρουάριο του 1959 στην “Αστέρω” της Φίνος Φιλμ όπου θα συναντηθεί για πρώτη φορά με την συμμαθήτρια του από την Δραματική Σχολή, Αλίκη Βουγιουκλάκη με την οποία θα θριαμβεύσει εννέα μήνες μετά στην θρυλική ταινία, “Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο“.
Στην δεύτερη φωτογραφία βλέπουμε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ σε εκδρομή με παρέα τις αγαπημένες φίλες και συναδέλφους του Μελίνα Μερκούρη, Δέσπω Διαμαντίδου και Μαίρη Χρονοπούλου, αρχές της δεκαετίας του ’60.
Την εποχή εκείνη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ είχε δεσμό με τη Δέσπω Διαμαντίδου, με την οποία χώρισαν λίγα χρόνια αργότερα, όταν ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τη γυναίκα με την οποία είναι συνδεδεμένος στο μυαλό όλων μας, την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη συνεχίζει να ζει μέσα από τις ταινίες της και τους θαυμαστές της, που αναζητούν φωτογραφίες και πληροφορίες για το αγαπημένου τους αστέρι.
Ο γιος της αείμνηστης Αλίκης Βουγιουκλάκη, Γιάννης Παπαμιχαήλ δημοσιεύει συχνά στιγμιότυπα από την προσωπική και επαγγελματική ζωή της μητέρας του.
Στη πρώτη φωτογραφία βλέπουμε την Αλίκη σε συνάντηση της το 1976 με άλλους δώδεκα (από τους 15 συνολικά) πρωταγωνιστές – θιασάρχες οι οποίοι δημιούργησαν την «Εταιρεία Θεάτρου» ώστε όλοι μαζί ενωμένοι να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που παρουσιάζει κατά καιρούς ο χώρος και να συμβάλλουν με το έργο τους στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου.
Στη δεύτερη φωτογραφία βλέπουμε την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Γεωργία Βασιλειάδου, να ποζάρει η μία δίπλα στην άλλη ενθουσίασε τους φανατικούς οπαδούς της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.
Η αξέχαστη Αλίκη Βουγιουκλάκη, χαμογελά στο πλευρό μια επίσης θρυλικής ηθοποιού, που σημάδεψε ανεξίτηλα τη μεγάλη οθόνη, της Γεωργίας Βασιλιειάδου.
«Άλλη μια πολύ σπάνια φωτογραφία αυτή τη φορά η Αλίκη με την Γεωργία Βασιλειάδου μέσα από τον φακό του @studio_kleisthenis !!! Η Αλίκη προλογίζει μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο την 100η παράσταση του έργου «Οι νεόπλουτοι που ανεβάζει με μεγάλη επιτυχία το 1963 ο θίασος Βασιλειάδου -Αυλωνίτης -Ρίζος στο θέατρο, Φύρστ (πρώην Σαμαρτζή)», γράφει ο Γιάννης Παπαμιχαήλ στη λεζάντα της φωτογραφίας.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη σε επίσκεψή της σε κατάστημα του Εδιμβούργου τέλη Αυγούστου του 1961 όπου δοκιμάζει Σκωτσέζικους μπερέδες κατά την παραμονή της εκεί στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου με συμμετοχή 19 χωρών ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα.
Το Φεστιβάλ κάνει πρεμιέρα στον κινηματογράφο, “New Victoria” με την ελληνική συμμετοχή και την θρυλική ταινία, “Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο” η οποία προκαλεί ιδιαίτερο ενθουσιασμό και συνοδεύεται από την θερμή υποδοχή στο πρόσωπο της Αλίκης καθώς και των συμπρωταγωνιστών Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Ορέστη Μακρή.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη με την εμφάνιση της στην αίθουσα εντυπωσιάζει τους παρευρισκόμενους με την φινετσάτη παρουσία, τον αέρα και το τεράστιο χαμόγελο της και με τον τύπο να κάνει την επόμενη μέρα αφιερώματα για την ζωή και την καριέρα της δημοφιλέστερης Ελληνίδας ηθοποιού.
Κατά την διαμονή της το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός», ένα γεγονός θα της προκαλέσει μεγάλη ανησυχία και αναστάτωση.
Λίγο πριν κοιμηθεί και ενώ έχει κάνει τηλεφωνική πρόσκληση στην Αθήνα για να συνομιλήσει με την μητέρα της, ανάβει λόγω έντονου κρύου κατά λάθος τον διακόπτη του φωταερίου αντί του κλιματιστικού με αποτέλεσμα να πέσει σε βαθύ λήθαργο με έντονη δυσφορία από τις αναθυμιάσεις.
Το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου από την μητέρα της στην Ελλάδα θα είναι η αφορμή να ξυπνήσει και με δυσκολία να σηκωθεί και να ανοίξει τα παράθυρα φωνάζοντας στην συνέχεια για βοήθεια τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου.
Μετά την εφιαλτική αυτή εμπειρία την επόμενη μέρα θα αλλάξει ξενοδοχείο με τις τοπικές εφημερίδες να κάνουν εκτενή αναφορά για το ατύχημα της Ελληνίδας πρωταγωνίστριας.
Παρά το γεγονός αυτό στην επιστροφή της στο αεροδρόμιο του Ελληνικού όπου την περιμένει η μητέρα της, εκφράζει τον μεγάλο ενθουσιασμό για την αγάπη του κόσμου στην Σκωτσέζικη πρωτεύουσα στο πρόσωπό της, αναφέροντας πως η παραμονή της εκεί θα της μείνει πραγματικά αξέχαστη.
Αλίκη Βουγιουκλάκη και Παντελής Ζερβός μαζί σε κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό
Η Αλίκη με τον αγαπημένο ηθοποιό, Παντελή Ζερβό τον Ιούλιο του 1961 στα γραφικά σοκάκια της Ύδρας με τους θαυμαστές να τους ακολουθούν σε όλη την διάρκεια παραμονής τους στο νησί.
Η επίσκεψη γίνεται στα πλαίσια της δεύτερης κρουαζιέρας που διοργανώνει από κοινού το περιοδικό «Πρώτο» με την Φίνος Φιλμ όπου τουλάχιστον 200 τυχεροί αναγνώστες του περιοδικού με επικεφαλής την Αλίκη και το καλλιτεχνικό επιτελείο της ταινίας «Η Λίζα και η άλλη», απολαμβάνουν όλοι μαζί τα νησιά του Αργοσαρωνικού.
Εμπνευστής της ιδέας ο δημοσιογράφος του περιοδικού και θρυλικός κοσμικογράφος, Δημήτρης Λιμπερόπουλος ο οποίος για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού δημιουργεί πρωτότυπους διαγωνισμούς δίνοντας την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τα αγαπημένα του αστέρια.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο πλευρό του Παντελή Ζερβό το 1961 στα σοκάκια της Ύδρας, με τους θαυμαστές να τους ακολουθούν σε όλη την διάρκεια παραμονής τους στο νησί.
Στις μονοήμερες αυτές Δευτεριάτικες κρουαζιέρες με το καράβι «Μαριώ», οι εκδηλώσεις αγάπης του κόσμου στο πρόσωπο των καλλιτεχνών υπήρξαν πραγματικά συγκινητικές με χαρακτηριστικές τις εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπο της Αλίκης.
Το ιδιαίτερα βαρύ εκείνη την περίοδο πρόγραμμα της δεν θα την εμποδίσει να γνωρίσει από κοντά τους θαυμαστές της και να ξεφύγει για λίγο από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις της.
Ένα πρόγραμμα με πολύωρα γυρίσματα για την ταινία, “Η Λίζα και η άλλη” που κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους τον ερχόμενο Νοέμβριο και εντατικές προετοιμασίες για την πρώτη θριαμβευτική περιοδεία της ως θιασάρχης σε όλη την Ελλάδα που θα αποτελέσει και την πιο επιτυχημένη στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Το μεγαλύτερο αστέρι του ελληνικού θεάματος υπήρξε και από τις ξεχωριστές περιπτώσεις καλλιτεχνών όπου σε όλη την θεατρική της διαδρομή κατάκοπη κάθε φορά μετά τις παραστάσεις περίμενε υπομονετικά έξω από το καμαρίνι της για να χαιρετήσει και τον τελευταίο θαυμαστή που επιθυμούσε να την συγχαρεί, στοιχείο της μοναδικότητας και του μεγαλείου της ως αληθινή Θεατρίνα.
Σε μια συζήτηση που είχα πρόσφατα με έναν φίλο μου τον Παύλο μου είπε πως ξαναείδε πριν από λίγες την ταινία, “Ορατότης μηδέν” του Νίκου Φώσκολου.
Οπότε έγραψα κάποια μικροπράγματα γι’ αυτό το διαμάντι του Ελληνικού κινηματογράφου που όταν προβλήθηκε στους κινηματογράφους το 1970 τερμάτισε δεύτερο με 640.720 εισιτήρια.
Εκτός από την Άννα Βαγενά που είναι γνωστό πως σε αυτή τη ταινία κάνει την παρθενική της εμφάνιση στον κινηματογράφο είναι και για την Βίλμα Τσακίρη το ντεμπούτο της. Η αγαπητή ηθοποιός στα χρόνια που ακολούθησαν διέγραψε μια εξαιρετική πορεία στον χώρο της υποκριτικής και αγαπήθηκε από το κοινό. Ενώ με τη Φίνος Φιλμ συνεργάστηκε άλλη μια φορά τρία χρόνια αργότερα στην κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη, “20 γυναίκες κι εγώ“.
Εν τω μεταξύ αυτή ήταν η τέταρτη και τελευταία συνεργασία του Νίκου Κούρκουλου με την πολυαγαπημένη του φίλη και νονά του γιού του Μαίρη Χρονοπούλου. Η πρώτη του συνύπαρξη μπροστά από τις κάμερες ήταν το 1965 στην κοινωνική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη, “Οι αδίστακτοι”. Μια ταινία για την οποία ο Νίκος Κούρκουλος τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βραβείο του 1ου ανδρικού ρόλου.
Η περιβόητη και ίσως η πιο χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας είναι αυτή με τον Νίκο Κούρκουλο να φωνάζει, “Όχι άλλο κάρβουνο” η οποία γυρίστηκε όχι μια, όχι δύο άλλα τέσσερις φορές προκειμένου ο σκηνοθέτης Νίκος Φώσκολος να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Τα γυρίσματα άρχισαν στις αρχές του φθινοπώρου το 1969 και ολοκληρώθηκαν περίπου δύο μήνες αργότερα. Να σημειώσω εδώ ότι όλες οι εσωτερικές σκηνές γυρίστηκαν στα στούντιο της Φίνος Φιλμ στους Αγίους Αναργύρους και όχι στα νέα υπερσύγχρονα στα Σπάτα. Καθώς αυτά εγκαινιάστηκαν τέσσερις μήνες μετά την πρεμιέρα της ταινίας.
Φοβούμενος μη τυχόν τραυματιστεί ο Φίνος ήταν αντίθετος στο να γυρίσει ο ίδιος ο Νίκος Κούρκουλος τη σκηνή της διάσωσης του από το ελικόπτερο. Ήταν άλλωστε γνωστή η αδυναμία που του είχε.
Ο αγαπημένος ηθοποιός όμως επέμενε πάρα πολύ και οι όποιες αντιρρήσεις του παραγωγού κάμφθηκαν μετά τη διαβεβαίωση όλων ότι θα λάμβαναν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Επίσης αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ένα ελικόπτερο εμφανίζεται σε ταινία της Φίνος Φιλμ.
Τέλος για να είναι όσο το δυνατόν γινόταν έντονη η σκηνή όπου ο Άγγελος (Νίκος Κούρκουλος) καίει όλα του τα υπάρχοντα επιλέχθηκε να ακουστεί το τραγούδι, “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου” από ένα γραμμόφωνο το οποίο είναι κι αυτό μέσα στη φωτιά.
Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτό ακουγόταν από ένα κασετόφωνο προκειμένου να ολοκληρωθεί σωστά η σκηνή δίχως τυχόν προβλήματα από το κάψιμο του γραμμοφώνου.
-Ό,τι ξύλο έχετε δει με εμένα και τον Κούρκουλο στις ταινίες ήταν πέρα ως πέρα αληθινό! Στη ταινία, “Ορατότης μηδέν” την πιο σκληρή σκηνή τη γυρίσαμε στη Χαλυβουργική κατακαλόκαιρο. Το σενάριο έλεγε πως έπρεπε να κυλιστούμε παίζοντας ξύλο από έναν λόφο.
Ο λόφος αυτός ήταν από ρινίσματα σιδήρου, που έκαιγαν από τον ήλιο. Ο Κούρκουλος φορούσε ένα παντελόνι κι ένα μπλουζάκι. Εμένα, όμως, ο Φώσκολος με ήθελε γυμνό από τη μέση και πάνω. Όταν τελείωσα και πήγα σπίτι μου, όλο το σώμα μου ήταν καμένο από τον καυτό σίδηρο όπου κυλιόμασταν και η πλάτη μου ήταν γεμάτη αμυχές, σαν να με είχαν γδάρει. Έκανα πολλές μέρες για να φορέσω μπλούζα.
Το σταρ-σίστεμ του ελληνικού κινηματογράφου σε εμβρυακή μορφή στα χρόνια του ’50 ανέδειξε δύο ντίβες που γρήγορα χάθηκαν πίσω από την Καρέζη και τη Βουγιουκλάκη.
Η περίοδος 1945-1955 ανήκει στην προϊστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Η ανάγκη για ένα εγχώριο “Χόλιγουντ” άρχισε να δημιουργεί ανάγκες για δημοφιλείς αστέρες. Όμως οι πρώτες ισορροπίες που διαμορφώθηκαν εξαερώθηκαν σχεδόν αμέσως, όταν το ωστικό κύμα κοσμαγάπητων ηθοποιών όπως η Βουγιουκλάκη και η Καρέζη σάρωσαν τα πάντα.
Ένα αντίστοιχο δίπολο είχε δημιουργηθεί ήδη στον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς η Σμαρούλα Γιούλη και η Καίτη Πάνου εμφανίζονταν με αξιώσεις στις πρώτες ταινίες που έκοβαν εισιτήρια στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η Καίτη Πάνου, πρώτη, θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί στο “καλό κορίτσι” που λάνσαρε αργότερα η Αλίκη αλλά προφανώς δεν είχε την άμετρη φιλοδοξία της Βουγιουκλάκη και η ανθρώπινη συστολή της δεν της επέτρεψε μια επεκτατική καριέρα. Οι εμφανίσεις της στο σινεμά του ’50 είναι μάλλον αραιές κι όταν το πήρε απόφαση να ασχοληθεί πιο σοβαρά είχε μεγαλώσει για να υποδύεται την ενζενί.
Άφησε πίσω της ιστορικές ταινίες όπως η κατοχική “Φωνή της Καρδιάς” και ” Ο δρόμος με τις ακακίες” παραγωγή του 1954 αλλά και η περίφημη “Άννα Ροδίτη” με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Ο γάμος της υπήρξε τροχοπέδη που την κράτησε μακριά από το σινεμά για κάποια χρόνια κι όταν επέστρεψε στις αρχές του ’60 όλα είχαν αλλάξει.
Η Σμαρούλα Γιούλη έκανε το ντεμπούτο της ως “μικρή Σμάρω” στην ταινία που πρωταγωνιστούσε η Καίτη Πάνου. Στη συνέχεια όμως η καριέρα της εξελίχθηκε πολύ πιο δυναμικά κι έλαμψε πρώτη φορά στην ταινία “Χαμένοι Άγγελοι” του Νίκου Τσιφόρου. Στα χρόνια που ακολούθησαν έκανε τη μια επιτυχία μετά την άλλη μέχρι το θρυλικό, “Σωφεράκι” παρέα με τον Μίμη Φωτόπουλο.
Σμαρούλα Γιούλη και Καίτη Πάνου έδειξαν το δρόμο που θα ακολουθούσαν με πολύ πιο αδρό αποτύπωμα Καρέζη και Βουγιουκλάκη. Σήμερα ελάχιστοι θυμούνται πως ήταν οι πρώτες… ντίβες του εγχώριου σινεμά.
Σωτήρης Μουστάκας: Τα δύο λεπτά που του στέρησαν την υποψηφιότητα για Όσκαρ
Μία ιστορία που δεν γνωρίζουν πολλοί σχετικά με τον Σωτήρης Μουστάκας μοιράστηκε ο λογαριασμός που διατηρεί στα social media “Το Σπίτι του Ηθοποιού”.
Όπως αναφέρει σε ανάρτηση στο Instagram, κάποτε ο ηθοποιός έχασε για 2 λεπτά την υποψηφιότητά του στα Όσκαρ του 1964, για την ερμηνεία του στον “Ζορμπά”.
Συγκεκριμένα, εξηγεί πως τότε, υπήρχαν συγκεκριμένοι όροι για να κερδίσει κανείς το πολυπόθητο Όσκαρ. Ένας από αυτούς ήταν η διάρκεια της εμφάνισης του κάθε ηθοποιού. Ο Σωτήρης Μουστάκας εμφανίστηκε στην ταινία κατά δύο λεπτά λιγότερο, γεγονός που του στέρησε το βραβείο.
Προτάθηκε για Όσκαρ, αλλά…
“Φως” σε αυτή τη σχετικά άγνωστη ιστορία έδωσε πριν χρόνια η εκπομπή “Μηχανή του Χρόνου”.
Αν και πρωτάρης στο πανί, ο Σωτήρης Μουστάκας παίζει με τόση μαεστρία τον Μιμυθό, που προτείνεται από τους Αμερικανούς παραγωγούς της ταινίας για το Όσκαρ του Β’ Ανδρικού Ρόλου. Όπως φαίνεται μετά το 15:35 του βίντεο, η υποψηφιότητα κόπηκε για… δύο λεπτά!
Τόσα παραπάνω έπρεπε να εμφανιστεί ο Μουστάκας στην ταινία, για να πιάσει το μίνιμουμ όριο χρόνου για διεκδίκηση Όσκαρ. Χρόνια αργότερα, τα 30 λεπτά που είχε ορίσει ως όριο η Ακαδημία στο καταστατικό της, έγιναν 8.
Από τη διεθνή προβολή του “Ζορμπά” ο Μουστάκας εξασφαλίζει πρόσκληση για το Hollywood, καθώς η Fox του προτείνει συμβόλαιο για να παίξει σε μια ταινία με τον Μάικλ Κέιν.
Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την άρνησή του ως μια “μεγάλη χαμένη ευκαιρία”, καθότι προτίμησε τότε το θέατρο και την παράσταση “Μία Ιταλίδα στην Κυψέλη”.
Παρεμπιπτόντως, το χρονικό όριο στην ίδια ταινία έπιασε η Ρωσίδα, Λίλα Κέντροβα, που προτάθηκε και κατέκτησε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, υποδυόμενη τη μαντάμ Ορντάνς.
Ο “Αλέξης Ζορμπάς” κέρδισε άλλα δύο Όσκαρ, αυτά της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και της φωτογραφίας (για ασπρόμαυρη ταινία), ενώ αποτελεί μάλλον ιστορική “ανορθογραφία” για το θεσμό ότι δεν κέρδισε και αυτό της μουσικής για το συρτάκι του Μίκη Θεοδωράκη.
Για την ιστορία, το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου το 1964, κέρδισε ο Πίτερ Ουστίνοφ για την ερμηνεία του στο “Τοπ Καπί” του Ζιλ Ντασέν.
Ο Ζορμπάς μπορεί να μην χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ στον Σωτήρη Μουστάκα, ήταν όμως το διαβατήριο για να γνωρίσουν κόσμος και κριτικοί ένα νέο μεγάλο υποκριτικό ταλέντο και τελικά το εφαλτήριο για μια λαμπρή καριέρα, που θα αναδείκνυε τον Μουστάκα σε κορυφαίο κωμικό της γενιάς του στο θέατρο και την επιθεώρηση.
Το ίδιο θα είχε συμβεί και στον κινηματογράφο, αν η ολοκλήρωσή του ως καλλιτέχνη δεν συνέπιπτε χρονικά με τις “φτηνές” κινηματογραφικές παραγωγές και την trash αισθητική του βίντεο, που κυριάρχησαν για αρκετά μεγάλη περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Και πάλι, όμως, ποιος δεν θυμάται τον χαρισματικό ηθοποιό να παίρνει ένα ασήμαντο ρόλο σε μια βιντεοκασέτα και να τον μετατρέπει στον μοναδικό – και ταυτόχρονα ακαταμάχητο – λόγο για να τη δεις.
Ο Λάκης Κομνηνός είναι Έλληνας ηθοποιός, παραγωγός και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Άγρα της Λέσβου στις 04 Ιουνίου του 1944. Το πραγματικό του όνομα είναι Απόστολος Πάστος με προπάππου Κεφαλονίτη. Ο γνωστός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου είναι από τους ανθρώπους που συνέδεσε τη ζωή του με το πάθος του κυνηγιού.
Φοίτησε για δύο χρόνια στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Κ. Μιχαηλίδη. Επίσης, παρακολούθησε μαθήματα Κινηματογράφου και Θεάτρου στην Ακαδημία Τεχνών του Ιλινόις στις ΗΠΑ.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο στην τραγωδία Αντιγόνη και στον κινηματογράφο στην ταινία Εγωισμός. Διακρίθηκε στον κινηματογράφο σε ρόλους ωραίου και μοιραίου άντρα, «αρχηγού των κακών», κατασκόπου – πράκτορα, ξένου (Γερμανού ή Άγγλου), ή νεαρού με πλούσια καταγωγή.
Σύζυγός του παλαιότερα ήταν η ηθοποιός, Ντίνα Τριάντη με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Γιώργο και τον Γιάννη . Με τη μετέπειτα σύζυγο του δημοσιογράφο, Τζώρτζια Κοντράρου απέκτησε ένα τρίτο γιο τον Δημήτρη. Ανιψιός (γιος της αδελφής του) είναι ο γνωστός σκηνοθέτης, Βασίλης Μαζωμένος και πρώτη του ξαδέλφη η τραγουδίστρια και συγγραφέας, Ντόρα Γιαννακοπούλου.
Αλέκος Τζανετάκος, Ορφέας Ζάχος, Λάκης Κομνηνός, Σμαρούλα Γιούλη, Θανάσης Βέγγος στο Θέατρο Αμιράλ το 1969.
Το περιστατικό του Λάκη Κομνηνού και του Αλέκου Τζανετάκου με τις θαυμάστριες
Τη δεκαετία του 1970 πρωταγωνίστησε σε κοσμοπολίτικες ταινίες, κάποιες από τις οποίες είχαν διεθνές καστ και υψηλό για τα ελληνικά δεδομένα μπάτζετ, ενώ κυκλοφόρησαν και σε άλλες χώρες εκτός της Ελλάδας.
Ο Λάκης Κομνηνός, είχε πει για τις θαυμάστριες και τα αυτόγραφα: «Εκείνα τα χρόνια τυπώναμε φωτογραφίες για τα αυτόγραφα, ήταν δαπανηρό. Δεν είναι όπως τώρα που υπάρχουν τα κινητά, οι σέλφι… Ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα τότε. Όταν ήμασταν νέοι ηθοποιοί με τον μακαρίτη τον Αλέκο Τζανετάκο κάναμε πολύ παρέα, ήταν πολύ ευχάριστος, φοβερός κωμικός και εξαιρετικός στην παρέα.
Παίζαμε μια φορά σε έναν θίασο μαζί και ανεβαίνομε στη Θεσσαλονίκη για παραστάσεις. Εκείνη την ημέρα τα λεφτά που είχαμε ήταν τσίμα τσίμα για να πάμε στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί θα μας πλήρωναν. Σταματήσαμε να βάλουμε με τα τελευταία μας λεφτά βενζίνη, πηγαίναμε με το αυτοκίνητό του και πληρώναμε ρεφενέ τα καύσιμα.
Εκείνη την ώρα σχόλασε ένα σχολείο θηλέων, έξω από τη Θεσσαλονίκη. Και μας πήραν χαμπάρι, μας έσκισαν τα πουκάμισα. Και υπογράφαμε αυτόγραφα πάνω στο καπό του αυτοκινήτου.
Οπότε, εκεί που υπογράφαμε για να ικανοποιήσουμε τις θαυμάστριες γυρνάει ο Τζανετάκος και μου λέει “Ρε συ, άμα ξέρανε ότι είμαστε με 20 δραχμές στην τσέπη θα μας ζητούσαν αυτόγραφο;”. Αυτό με σημάδεψε και προσπαθούσα στη ζωή μου αυτό να μην το ξεχάσω διότι ήταν μια πραγματικότητα», είπε ο Λάκης Κομνηνός.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη συνεχίζει να γοητεύει μικρούς και μεγάλους θαυμαστές της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.
Σπάνια «κλικ» και πολύτιμες πληροφορίες αναβιώνουν μέσα από τον λογαριασμό που έχει δημιουργήσει ο Γιάννης Παπαμιχαήλ, ενώ στιγμιότυπα από την προσωπική κι επαγγελματική ζωή της Αλίκης Βουγιουκλάκη βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Στην πρώτη φωτογραφία θα δούμε την Αλίκη να ποζάρει στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού της στο Θεολόγο και για πρώτη φορά βλέπουμε τον προσωπικό της χώρο στο εξοχικό σπίτι της. Όπως θα δείτε, το μπαλκόνι του δωματίου της είχε θέα τη θάλασσα ενώ το χώρο κοσμούσαν φωτογραφίες του μονάκριβου γιου της.
Στη δεύτερη φωτογραφία η Αλίκη ποζάρει για το εξώφυλλο του περιοδικού, “Ταχυδρόμος” στις 04 Σεπτεμβρίου του 1986, δύο μήνες μετά την πρώτη και επιτυχημένη εμφάνιση της στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με την “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη και μια εξίσου επιτυχημένη περιοδεία στην συνέχεια με το συγκεκριμένο έργο σε αρχαίους χώρους σε όλη την Ελλάδα».
Σχεδόν εξήντα χρόνια έχουν περάσει από εκείνο το προσκλητήριο για τα εγκαίνια του μαιευτηρίου στην Πλατανιά, κι ο Υπουργός Μαυρογιαλούρος, ακόμη να έρθει!
Ο Άγριλος έχει πάρει διαστάσεις μύθου, σχετικά με το πού βρίσκεται. Και ποιος είναι ο Άγριλος; Είναι το υποτιθέμενο χωριό στο οποίο καταφτάνει ο υπουργός, “Μαυρογιαλούρος” στη ταινία, “Υπάρχει και φιλότιμο“.
Υπήρχαν οι σχετικές πληροφορίες για τα κτήματα του Καμπά, τα αμπέλια αλλά η σκηνή από μια άλλη ταινία, ξεκλείδωσε τη γεωγραφία της περιοχής.
Λίγα λόγια για την ταινία, “Υπάρχει και φιλότιμο”
Η ταινία, “Υπάρχει και φιλότιμο” προβλήθηκε τη σαιζόν 1965-1966 και έκοψε 325.683 εισιτήρια. Ήρθε στην 12η θέση σε 101 ταινίες.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πρωταγωνίστησε αρχικά στο θεατρικό έργο, γνωρίζοντας την απόλυτη επιτυχία για δύο συνεχόμενες χρονιές στο θέατρο, “Βεργή” και στο θέατρο, “Άλφα” και στα 52 του χρόνια καθιερώθηκε ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής και βασιλιάς της κωμωδίας. Στη συνέχεια, ερμήνευσε τον ίδιο ρόλο και στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Αλέκο Σακελλάριο, γνωρίζοντας αντίστοιχη επιτυχία.
Τα φιλμ νουάρ, όρος που καθιερώθηκε από τον Γάλλο κριτικό κινηματογράφου Νίνο Φρανκ το 1946, άνθισαν τις δεκαετίες του ‘40 και ‘50, κυρίως από βορειοευρωπαίους σκηνοθέτες που εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ. Ασπρόμαυρες ταινίες, με ξεχωριστή γοητεία. Απέκτησαν τεράστια απήχηση στο κοινό, που διψούσε για κάτι που να ξεφεύγει από τους γνωστούς κώδικες του Χόλυγουντ, τα κλισέ, με τους “καλούς” και “κακούς”, την απλοϊκή αφήγηση, τα happy end.
Οι κατά βάση αστυνομικές ταινίες, με πρωταγωνιστές κυνικούς αντιήρωες, διάχυτο ερωτισμό, επικίνδυνες και μοιραίες γυναίκες, διαφθορά, άγρια πρόσωπα πίσω από αθώα προσωπεία, μυστήριο, ανατροπές, πολλά φλας μπακ, επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, χαμηλό φωτισμό, βροχερό κλίμα, γκαμπαρντίνες και τα ρεβόλβερ πάντα γεμάτα έτοιμα να καπνίσουν.
Όπως ήταν αναμενόμενο αυτό το κινηματογραφικό είδος έφτασε κάποια στιγμή και στην Ελλάδα. Ωστόσο, λόγω της διαφορετικότητας των Ελλήνων, τα ντόπια φιλμ νουάρ ήταν ελάχιστα, αν και είχαμε κάποιες περιπτώσεις ταινιών που θα χαρακτηριζόντουσαν επηρεασμένες από το είδος αυτό. Και μόνο ότι οι ταινίες θεωρούνται σκοτεινές θα ήταν παράταιρο να ενταχθούν σε μια χώρα του ήλιου, της εξωστρέφειας και μιας απλής ζωής, που πολλές φορές το έγκλημα περιοριζόταν στη ζωοκλοπή – μην ξεχνιόμαστε μιλάμε για την Ελλάδα του ‘50 και ‘60.
Παρόλα αυτά, η αγάπη κάποιων κινηματογραφιστών μας για το φιλμ νουάρ, όπως ήταν ο Ντίνος Κατσουρίδης, ο Ντίνος Δημόπουλος, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Ερρίκος Ανδρέου, αλλά και κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα του πρωτοπόρου, για την εποχή του, Γιάννη Μαρή, συνέβαλαν στο γύρισμα ορισμένων καλών ταινιών, ενώ υπάρχουν και κάποιες παραγωγές που ξεπερνούν τα όρια της καρικατούρας και οι οποίες έχουν ξεχαστεί ακόμη και από τους συντελεστές τους.
Μπορεί να είναι υπερεκτιμημένη η ταινία αυτή (1956), η δεύτερη, του Νίκου Κούνδουρου, αλλά δεν παύει να είναι μια ιδιαιτέρως καλή προσπάθεια, που μπορεί να συγκαταλέγεται στο ελληνικό φιλμ νουάρ.
Φανερά επηρεασμένη από το “Μ” του Φριτς Λανγκ, αλλά και από τον ιταλικό νεορεαλισμό, η ταινία έχει ως κεντρικό πρόσωπο έναν ασήμαντο και μοναχικό τραπεζικό υπάλληλο, ένα καθημερινό ανθρωπάκι, το οποίο όταν ανακαλύπτει ότι μοιάζει με έναν κακοποιό, που οι εφημερίδες αποκαλούν “Δράκο”, βρίσκει καταφύγιο σε ένα καταγώγιο και γίνεται ο ήρωας μιας συμμορίας που συχνάζει εκεί.
Καλή αναπαράσταση της εποχής, συγκροτημένο σενάριο από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, υπερβολικές οι φιγούρες του υποκόσμου, που πολλές φορές δεν συντονίζονται με τα λαϊκά μοτίβα του Μάνου Χατζιδάκι. Ωστόσο, η επιτυχία της ταινίας (ειδική μνεία στο Φεστιβάλ της Βενετίας και ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) στηρίζεται κυρίως στον Ντίνο Ηλιόπουλο, που κάνει μία από τις ελάχιστες δραματικές εμφανίσεις του και δείχνει το βάθος του ταλέντου του.
Από κοντά και μια σειρά από σημαντικούς καρατερίστες όπως οι Γιάννης Αργύρης, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Θανάσης Βέγγος και Ανέστης Βλάχος.
Αν και το ελληνικό καλοκαιράκι στην Επίδαυρο και το Ναύπλιο κυριαρχεί, το θέμα της ταινίας (1958) και η κινηματογράφηση του Ντίνου Δημόπουλου δίνουν έναν τόνο πολύ κοντά στο φιλμ νουάρ. Η Άννα Συνοδινού στη διαδρομή για το Ναύπλιο, όπου ταξιδεύει με τον άνδρα της και μια παρέα ευκατάστατων αστών, βλέπει σε διερχόμενο τρένο τον αγαπημένο της που νομίζει από χρόνια ότι είναι νεκρός.
Τι έχει συμβεί; Τι κρύβεται πίσω από την επανεμφάνισή του; Γκαμπαρντίνες, ύποπτες κινήσεις, σκιές που τρομάζουν την ηρωίδα και ένα μυστήριο που αν δεν λυθεί θα την οδηγήσει στην ψυχολογική κατάρρευση. Συμπαθέστατη προσπάθεια από τον Δημόπουλο, σε σενάριο του Γιάννη Μαρή και με τη φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη Φουκς.
Από τις πρώτες αστυνομικές ιστορίες μυστηρίου που γυρίστηκαν (1959) στη χώρα μας κι έχει το ενδιαφέρον της. Το σενάριο είναι του Γιάννη Μαρή, που είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό εκείνης της εποχής και η σκηνοθεσία του Τζανή Αλιφέρη, σαφώς επηρεασμένη από το φιλμ νουάρ, την οποία ανεβάζει και η φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη Φουκς. Η ιστορία αφορά τη δολοφονία ενός διάσημου ζωγράφου, με βασικό ύποπτο τον σύζυγο της ερωμένης του πρώτου.
Ο γιος του κατηγορούμενου θα αναλάβει να βρει στοιχεία για να αθωώσει τον πατέρα του. Εδώ ο αστυνόμος Μπέκας έχει δεύτερο ρόλο. Το πολυπρόσωπο και αξιόλογο καστ συμβάλει στην επιτυχία της ταινίας. Παίζουν: Ανδρέας Μπάρκουλης, Χρήστος Τσαγανέας, Ελένη Χατζηαργύρη, Γκέλυ Μαυροπούλου, Στέφανος Στρατηγός, Γιάννης Μπέρτος, Νάσος Κεδράκας, Μιχάλης Νικολινάκος, Μάρω Κοντού κα.
Ίσως το καλύτερο ελληνικό φιλμ νουάρ, που γύρισε ο το 1960 ο Ντίνος Κατσουρίδης (“Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση;”, “Της Κακομοίρας”), αυτός ο πολύτιμος εμπνευσμένος εργάτης του ελληνικού σινεμά, το οποίο υπηρέτησε από πολύ μικρή ηλικία ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ.
Νυχτερινά εξωτερικά πλάνα, σκιές, υγροί δρόμοι, περίτεχνοι φωτισμοί και κυρίως δουλεμένοι χαρακτήρες, πολλές φορές αινιγματικοί, όπως επιτάσσει το είδος. Το σενάριο του Γιάννη Μαρή, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του ίδιου, προσεγμένο, χωρίς υπερβολές κρατά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος, ενώ γίνονται αναφορές και στην κατοχή. Στη φωτογραφία και πάλι ο Αριστείδης Καρύδης Φουκς, ενώ στη μουσική ο Μίμης Πλέσσας.
Το στόρι συνοπτικά: Μια ηθοποιός βρίσκεται νεκρή στα καμαρίνια ενός θεάτρου κι ο αστυνόμος Μπέκας μαζί με ένα φίλο του αρχισυντάκτη εφημερίδας αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν την υπόθεση. Πρωταγωνιστούν ο ζεν πρεμιέ και ενθουσιώδης Αλέκος Αλεξανδράκης στο ρόλο του δημοσιογράφου και ο στιβαρός Τίτος Βανδής στο ρόλο του Μπέκα.
Παίζουν ακόμη οι Χρήστος Τσαγανέας, Αλίκη Γεωργούλη, Μάρω Κοντού και Ζωρζ Σαρρή, η οποία κέρδισε δικαίως και το βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η ταινία πήρε μέρος και στο Φεστιβάλ των Κανών.
Από τα ελάχιστα ψυχολογικά θρίλερ της ελληνικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ερρίκου Ανδρέου. Βρισκόμαστε στο 1961 και ο “πρωτάρης” Ανδρέου καταφέρνει να δώσει ένα γνήσιο πρωτοποριακό, για την εποχή του, ελληνικό θρίλερ, με στοιχεία από το φιλμ νουάρ, σαφώς επηρεασμένος από το “Ψυχώ” του Χίτσκοκ.
Το ψαλίδι, ως φαλλικό σύμβολο εκδίκησης, είναι το όργανο των φόνων, το κόκκινο γαρύφαλλο συμβολίζει την ανάγκη για έρωτα, ενώ η επιστήμη της ψυχολογίας εισβάλει για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία μέσω μίας ταινίας. Το στόρι έχει ως ηρωίδα την Άννα που φεύγει από το σπίτι της μετά το θάνατο του πατέρα της, δυσαρεστημένη από το μοίρασμα της κληρονομιάς, δέχεται ένα απειλητικό τηλεφώνημα και ζητά τη βοήθεια ενός φίλου της.
Η φωτογραφία και πάλι του Καρύδη Φουκς, η υποβλητική μουσική του Μίμη Πλέσσα, ενώ η Βούλα Χαριλάου στον πρωταγωνιστικό ρόλο θεωρείται αποκάλυψη. Παίζουν ακόμη οι Μιχάλης Νικολινάκος, Αθηνά Μιχαηλίδου, Θανάσης Μυλωνάς, Σταύρος Ξενίδης, Δημήτρης Νικολαΐδης, Κατερίνα Γώγου κα.
Καλογυρισμένη δραματική περιπέτεια του 1964, με αρκετά στοιχεία από το φιλμ νουάρ, από τον Ντίνο Δημόπουλο, έναν σημαντικό σκηνοθέτη, που μας χάρισε από τη μια μερικές από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού σινεμά, με πρώτη το κλασικό δράμα “Το Αμαξάκι” και πολλά συμπαθητικά φιλμ, από κωμωδίες (“Δεσποινίς Διευθυντής”) και δράματα μέχρι ντοκιμαντέρ.
Βεβαίως είχε και τις άτυχες στιγμές του “Η Κόρη του Ήλιου“, θύμα κι αυτός της πτώσης του παλαιού εμπορικού σινεμά και πολλών ανοησιών που γύρισε η Φίνος Φιλμ – ειδικά εκεί κοντά στο ‘70 – και ο Καραγιάννης. Εδώ, ο Δημόπουλος έχοντας ένα προσεγμένο σενάριο από τον Ηλία Λυμπερόπουλο, τοποθετεί το στόρι του στον κόσμο της τρούμπας, των καμπαρέ, της μαγκιάς και του εγκλήματος. Ο ήρωάς του βγαίνει από τη φυλακή, θέλοντας να καθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον υπόκοσμο και να πάρει πίσω τον έρωτά του, που δουλεύει σε ένα καμπαρέ.
Ο Δημόπουλος δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής και της τρούμπας (η εξαίρετη δουλειά στη φωτογραφία είναι του Νίκου Καβουκίδη), με τα υποφωτισμένα πλάνα, το παρακμιακό κλίμα να κυριαρχεί, ενώ κορυφώνει ταυτόχρονα μεθοδικά την ένταση. Μπορεί η ταινία να έχει μείνει για την ατάκα του “Μαύρου”- Σπύρου Καλογήρου “είναι πολλά τα λεφτά Άρη”, αλλά η μουσική και τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου, που ερμηνεύουν η Βίκυ Μοσχολιού και το δίδυμο Πάνος Γαβαλάς και Ρία Κούρτη και το δέσιμό τους με το στόρι είναι εξαίσια.
Πρωταγωνιστούν με επάρκεια Νίκος Κούρκουλος και Τζένη Καρέζη, ενώ σε χαρακτηριστικούς ρόλους οι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Παντελής Ζερβός, Λαυρέντης Διανέλλος, Σπύρος Καλογήρου και ο Νίκος Φέρμας στο ρόλο του μάγκα ιδιοκτήτη νυχτομάγαζου της τρούμπας να βάζει την πιο ξεχωριστή πινελιά στην ταινία.
Σκληρή ταινία του 1965, απ’ τις καλύτερες του είδους, που η αξία της οφείλεται και πάλι στον σκηνοθέτη της Ντίνο Κατσουρίδη. “Αυστηρώς Ακατάλληλη” για την εποχή της, καθώς το θέμα της είχε όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να θεωρηθούν ιδιαιτέρως προκλητικά και ανήθικα για την ελληνική κοινωνία. Αδίστακτοι κακοποιοί, που εκμεταλλεύονται ανθρώπινα δράματα, μίσος, εκδίκηση, πορνεία, αλκοολισμός αλλά και πολλές δόσεις μελοδράματος και ηθικοπλαστικών μηνυμάτων, καθώς το σενάριο το υπογράφει ο Νίκος Φώσκολος.
Ωστόσο, ο Κατσουρίδης καταφέρνει να μετριάσει τις υπερβολές και τα φωσκολικά μηνύματα, με την ένταση, τον ρυθμό και την εξπρεσιονιστική φωτογραφία του. Με τον Νίκο Κούρκουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός κακοποιού, που βγαίνει από τη φυλακή, επιστρέφει στα παλιά του λημέρια και στην παρέα κακοποιών, με την οποία έκανε “δουλειές” και ταυτόχρονα αναζητεί τη χαμένη μητέρα του. Παίζουν ακόμη: Μαίρη Χρονοπούλου, Γιώργος Μούτσιος, Βούλα Χαριλάου και η Δέσπω Διαμαντίδου, στο ρόλο της ξεπεσμένης πόρνης.
Φιλμ νουάρ του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου
Φυσικά φιλμ νουάρ είχαμε και στο λεγόμενο νέο ελληνικό κινηματογράφο, αν και τις περισσότερες φορές θα τις χαρακτηρίζαμε νέο-νουάρ, καθώς πολλοί απ’ τη νεότερη γενιά κινηματογραφιστών είχαν έντονες επιρροές – πολλοί έκαναν λόγο για μίμηση – από τον ξένο σινεμά της εποχής τους.
Κάποιες είχαν ενδιαφέρον και ανέδειξαν το ταλέντο του δημιουργού τους, άλλες ήταν στα όρια της καρικατούρας. Μερικές απ’ τις αξιόλογες ταινίες του είδους ήταν: “Επικίνδυνο παιχνίδι” του Γιώργου Καρυπίδη (1982), “Η Νύχτα με τη Σιλένα” του Δημήτρη Παναγιωτάτου (1986), “Singapore Sling: Ο άνθρωπος που αγάπησε ένα πτώμα” του Νίκου Νικολαΐδη (1990), “Κλειστή στροφή” του Νίκου Γραμματικού (1991), “Μαχαιροβγάλτης” του Γιάννη Οικονομίδη (2010).
Το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (Σ.Ε.Η.), είναι συνδικαλιστικός φορέας και πόλος συσπείρωσης των ηθοποιών της Ελλάδας, είτε αυτοί εργάζονται σε θέατρα, είτε στον κινηματογράφο είτε...
Η ταινία, "Ένα βότσαλο στη λίμνη" προβλήθηκε τη σαιζόν 1952-1953 και έκοψε 151.058 εισιτήρια. Ήρθε στην 2η θέση σε 22 ταινίες.-Η ταινία είναι Ελληνικής...