Πως ξεκίνησε το θέατρο η Γεωργία Βασιλειάδου

Γεωργία Βασιλειάδου
Advertisement

Η Γεωργία Βασιλειάδου, παραμένει μια από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, χάρη στις ταινίες της που παρακολουθούμε ακόμη. Γνωστή σήμερα και ως “κινηματογραφική προξενήτρα”, “η πιο ωραία άσχημη του ελληνικού σινεμά”, “η κυρά-μαμή” κλπ, σε δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ με ημερομηνία 18.07.1959 (σελ.2), το οποίο υπογράφεται από τον Στάμο Φιλιππούλη, περιγράφεται ως “βασίλισσα της επιθεώρησης” ύστερα από 37 χρόνια παρουσίας στο θεατρικό σανίδι.

Advertisement

Αλλά και ως “η πρώτη γιαγιά του ελληνικού ελαφρού θεάτρου”, λόγω της αγάπης που έτρεφε η Βασιλειάδου προς την εγγονή της, ηλικίας τότε 8 μηνών, την οποία η ηθοποιός περιέγραφε στη συνέντευξή της ως “το μπιμπλό μου…. που με το γέλιο του, που με το κλάμα του κυβερνά σήμερα τη σκέψη μου και κατακτά την ψυχή μου”.

Εκείνη την περίοδο, η Γεωργία Βασιλειάδου γύριζε τρεις ταινίες: τη “Μπουμπουλίνα”, το “Θησαυρό του μακαρίτη” και τη “Δημαρχίνα”, ενώ η αγαπημένη ηθοποιός ήταν δημοτική σύμβουλος στο Νέο Ηράκλειο. Το πατρικό της επίθετο ήταν Αθανασίου, ενώ το Βασιλειάδου, με το οποίο έγινε γνωστή, το οφείλει στον πρώτο της σύζυγο. Το επίθετο του δεύτερου συζύγου της – εκείνη την εποχή – ήταν Γάμπαρος. Στο ίδιο δημοσίευμα-αφιέρωμα, αποκαλύπτεται το γράμμα ενός 20χρονου θαυμαστή, ο οποίος ζητούσε από την 62χρονη Γεωργία Βασιλειάδου να τον… παντρευτεί:

Γεωργία Βασιλειάδου
Η Γεωργία Βασιλειάδου.

“Αγαπητή κυρία Βασιλειάδου, πρέπει να πιστέψετε πως την έχω δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα. Αν ήταν ο σύζυγός σας κάπως προχωρημένος στην ηλικία, θα σας ξεμυάλιζα – και θα ήταν αρκετά εύκολο, διότι, εδώ που τα λέμε, τα κορίτσια δε μένουν ασυγκίνητα, όταν τους δείχνεις κάποιο ενδιαφέρον. Αν πάλι προτιμάτε καινούριο σύζυγο, δεν έχετε παρά να μου γράψετε…”.

Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του αφιερώματος είναι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από την ίδια την ηθοποιό για το πώς ξεκίνησε στο θέατρο και τα πρώτα της βήματα, μια αφήγηση καλογραμμένη και παραστατική:

“Γεννήθηκα…. δεκατριών ετών. Τ’ αμφισβητείτε; Αλλά γιατί; Αφού την ημέρα εκείνη, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, πρωτάκουσα να μου μιλούν για θέατρο. Και πήρα την απόφαση ν’ αφοσιωθώ σ’ αυτό. Την… φωτιά μου την άναψε μια συμμαθήτριά μου, ενώ συγχρόνως μου έσβησε την όρεξη για σχολείο και γράμματα. Άλογο η φαντασία μου κάλπαζε πάνω στο πάλκο και τα χτυπήματα των οπλών ήταν για μένα… χειροκροτήματα.

Μ’ αυτά, λοιπόν, περνούσα τον καιρό μου, ώσπου, μετά από δύο χρόνια, έφθασε η μεγάλη στιγμή.Πριν, όμως, προχωρήσω, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω, ότι τόπος γεννήσεως μου είναι η Κυψέλη και είμαι το έκτο κατά σειρά παιδί από την… στρατιά των οκτώ, που έφεραν οι γονείς μου στον κόσμο. Και τώρα επανέρχομαι εις τη θεατρική μου ιστορία…

Ήταν απόκριες. Φεβρουάριος. Η μητέρα μου μου έδωσε ένα πιάτο γλυκά, να τα πάω στη νουνά μου που έμενε στο Παγκράτι. Περνώντας, όμως, έξω από τη Λυρική Σκηνή, άκουσα μουσική και τραγούδια. “Εδώ θα είναι θέατρο”, συλλογίστηκα. Στο προαύλιο έκαναν βόλτες ο μακαρίτης ο Λαυράγκας και ο ιδιοκτήτης του κτιρίου.– Καλέ τι είναι εδώ, ρώτησα με αφέλεια.– Θέατρο, μου απαντούν.Τότε, μια φωνή μέσα μου μου είπε: “Γεωργία, ήρθε η ώρα σου να βγεις στη σκηνή…”Έτσι, ξαναρωτώ:– Και πού πρέπει ν’ αποτανθώ, για να μάθω πώς βγαίνει κανείς ηθοποιός;

– Σ’ εμάς. Ποιος ενδιαφέρεται;
– Εγώ…
– Τραγουδάς;
– Τραγουδώ.

Με παίρνουν, λοιπόν, και με πάνε στην πλατεία. Μ’ αφήνουν να περιμένω, ώσπου να τελειώσει η πρόβα. Εν τω μεταξύ, με περικυκλώνουν διάφοροι ηθοποιοί, κι ενώ εγώ μαγεμένη κοίταζα στη σκηνή, εκείνοι μου έφαγαν όλα τα γλυκά. Τέλος πάντων, κάποτε έρχεται η σειρά μου, με δοκιμάζουν και διαπιστώνουν ότι είχα… υποφερτή φωνή. Και με προσλαμβάνουν. Έτσι, έκανα το ντεμπούτο μου στην Λυρική στο “Γάμο της Γιαννούλας”.

Στην όπερα έμεινα δύο μήνες. Μετά πάω με τον Ιωαννόπουλο στα Εξάρχεια, ακολουθεί μια περίοδος με Κυβέλη – Βεάκη και, εν συνεχεία, εμφανίζομαι στην επιθεώρηση “Καρακάξα” στο Κεντρικόν. Εκεί με είδε η Μαρίκα Κοτοπούλη και με πήρε κοντά της. Δέκα χρόνια έμεινα στο θίασό της. Πήγα τέσσερις φορές τουρνέ στην Αίγυπτο. Σε πολλές, μάλιστα, από τις περιοδείες αντικαθιστούσα τη Μαρίκα στους ρόλους της. Ύστερα, συνεργάστηκα με πολλούς άλλους θιάσους, έπαιξα σε πολλά θέατρα.

Κάποτε έκανα και μια αίτηση να προσληφθώ στο Εθνικό, αλλά ο τότε διευθυντής του Μπαστιάς την απέρριψε, επειδή ήμουν σ’ ενδιαφέρουσα. Πόσο πικράθηκα…Είμαι τριάντα εφτά ολόκληρα χρόνια στο θέατρο. Στο διάστημα αυτό έφαγα τη φτώχεια με το κουτάλι. Έχω εννέα χρόνια που ανέπνευσα. Πέρασα δύσκολα νιάτα. Είμαι ευτυχής, όμως, που θα έχω καλά γεράματα…”.

Προηγούμενο άρθροΠληροφορίες για 5 χαμένες ταινίες του 1930
Επόμενο άρθροΤαϋγέτη Μπασούρη: Η ιστορία της διάσημης άσχημης και το τραγικό τέλος της