16 C
Athens
Πέμπτη, 18 Δεκεμβρίου, 2025

Λαυρέντης Διανέλλος: Η ψυχή του ελληνικού κινηματογράφου

Υπάρχουν ονόματα που δεν χρειάζονται φανφάρες για...

Βαγγέλης Βουλγαρίδης: Ο ευγενικός ζεν πρεμιέ

Τις περισσότερες φορές, ήταν εκείνοι οι δευτεραγωνιστές...
Blog Σελίδα 275

Μιχάλης Κακογιάννης 1921-2011

kakogianis
kakogianis

Ο κορυφαίος σκηνοθέτης, Μιχάλης Κακογιάννης, αναγνωρισμένος και βραβευμένος διεθνώς, πρόσφερε με το πολύτιμο έργο του, για μισό και πλέον αιώνα, όσο ελάχιστοι Έλληνες καλλιτέχνες.

Γιος της Αγγελικής και του Παναγιώτη Κακογιάννη, γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου, στις 11 Ιουνίου του 1921. Αδελφή του ήταν η Στέλλα Σουλιώτη.Σπούδασε Νομική, Δραματικές Τέχνες και σκηνοθεσία στο Λονδίνο. Σχεδόν ολόκληρο το διάστημα που βρισκόταν στο Λονδίνο, εργάστηκε στην ελληνική υπηρεσία του BBC, στην αρχή ως μεταφραστής και εκφωνητής, και αργότερα, σε ηλικία μόλις 22 χρόνων, ανέλαβε τη διεύθυνση της Κυπριακής Ώρας.

Λάτρης της Ελλάδας και της ιδιαίτερης πατρίδας του της Κύπρου, αλλά με σημαντική παιδεία και ξεχωριστή κουλτούρα, αφιέρωσε όλη του τη ζωή αποκλειστικά στην καλλιτεχνική δημιουργία και την πολιτιστική εξέλιξη, ξεπερνώντας από την αρχή τα ελληνικά σύνορα και κερδίζοντας την αθανασία.
Από νεαρός άρχισε να εργάζεται σαν μεταφραστής και στη συνέχεια εκφωνητής στο ελληνικό τμήμα του BBC.

Μιχάλης Κακογιάννης
Ο Μιχάλης Κακογιάννης.

Το 1943, ανέλαβε τη διεύθυνση της εκπομπής του BBC «Κυπριακή Ώρα» και εμψύχωνε τους Έλληνες της διασποράς στα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το 1947 ξεκίνησε την καριέρα του σαν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου στο Λονδίνο, αλλά παρά τους αξιόλογους ρόλους του, εγκατέλειψε σύντομα την ηθοποιία και ξεκίνησε τη σκηνοθετική του δράση.

Το 1954, εγκατεστημένος πια στην Αθήνα, συνεργάστηκε με το θίασο της Κυβέλης και παράλληλα γύρισε την πρώτη του ταινία, «Κυριακάτικο Ξύπνημα», με τον Δημήτρη Χορν και την Έλλη Λαμπέτη, η οποία συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου, ανοίγοντας του το δρόμο για διεθνή καριέρα.

Το 1955 σκηνοθέτησε τη θρυλική «Στέλλα», ταράζοντας το ελληνικό κινηματογραφικό κατεστημένο, και κέρδισε το βραβείο Χρυσής Σφαίρας καλύτερης ξένης ταινίας στο Χόλυγουντ. Επόμενη ταινία του ήταν «Το Κορίτσι με τα Μαύρα» (1956) η οποία βραβεύεται και πάλι στο Χόλυγουντ και στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Μόσχας.

Το 1958 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τη Φίνος Φιλμ, γυρίζοντας την ταινία «Το Tελευταίο Ψέμμα», που συμμετείχε σε πολλά φεστιβάλ και κατέκτησε το βραβείο Κριτικών Αγγλίας (1959). Το 1961, μετά από δύο ακόμα ταινίες του, γύρισε με τη Φίνος Φιλμ την «Ηλέκτρα» με την Ειρήνη Παπά, η οποία πέρα από τις 25 διεθνείς διακρίσεις της, ήταν και υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας (1962). Εκεί σταμάτησε και η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, αλλά την τεχνική επεξεργασία όλων των ταινιών του την έκανε πάντα στα εργαστήρια του Φίνου, του οποίου εκτιμούσε τις μοναδικές τεχνικές γνώσεις του.

Το 1964 γυρίζει τη διαχρονική ταινία «Ζορμπάς» – με 7 συμμετοχές για Όσκαρ, 5 για Χρυσή Σφαίρα, και βραβείο Διεθνούς Κριτικής – η οποία κατακτά όλο τον κόσμο και από τότε ο Κακογιάννης συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των καλύτερων σκηνοθετών διεθνώς. Ακολουθούν με επιτυχία και άλλες ταινίες και θεατρικές σκηνοθεσίες του, με κορυφαία στιγμή της καριέρας του το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Αττίλας 1974» για την εισβολή της Κύπρου, το οποίο κάνει το γύρο του κόσμου.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθέτησε ταινίες και θιάσους σε Ελλάδα, Ευρώπη και Αμερική, συνεργαζόμενος με τους σημαντικότερους Έλληνες και ξένους ηθοποιούς, που συνοψίζονται σε 15 ταινίες – 13 από αυτές με δικά του σενάρια – 36 θεατρικά έργα εκ των οποίων πολλά αρχαία δράματα και 7 όπερες.

Μετέφρασε πολλά έργα του Ευριπίδη στα αγγλικά, του Σαίξπηρ στα ελληνικά, έγραψε πολλά σενάρια και στίχους γνωστών ελληνικών τραγουδιών και ένα αφήγημα (Δηλαδή, 1990).

Για τη συνολική προσφορά του στην 7η τέχνη, τιμήθηκε με διεθνή βραβεία, όσο κανένας άλλος σκηνοθέτης. Χρήστηκε επίτιμος διδάκτωρ σε πολλά Πανεπιστήμια του κόσμου, και για την προσφορά του στο ελληνικό έθνος βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.

Το 2004, συνέστησε το κοινωφελές ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, για την υποστήριξη του θεάτρου και του κινηματογράφου, του οποίου το Πολιτιστικό τμήμα, λειτουργεί από το 2009 στην Αθήνα, αποτελώντας μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά.
Σε δική του πρωτοβουλία ανήκει και ο νυκτερινός φωτισμός των Μνημείων της Ακρόπολης.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης ήταν μια μοναδική προσωπικότητα που θα παραμείνει εσαεί ζωντανή, ιδιαίτερα σε όλους τους Έλληνες.

Έχει τιμηθεί με τον Ταξιάρχη του Χρυσού Φοίνικα (Ελλάδα), τον Ταξιάρχη των Γραμμάτων και Τεχνών (Γαλλία), τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Μακαρίου του Γ’ (Κύπρος) και το Special Grand Prix of the Americas (Μόντρεαλ). Βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά του στο έθνος, από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το συνολικό έργο του και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Τεχνών στο Columbia College των ΗΠΑ, επίτιμος διδάκτωρ στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Κύπρου και Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης. Ανακηρύχτηκε Επίτιμος Δημότης στη Λεμεσό, στο Μονπελιέ (Γαλλία) και στο Ντάλας (Τέξας, Η.Π.Α.).

Για την προσωπική του ζωή ο ίδιος είχε αναφέρει: «Έζησα καλή ζωή, ασχέτως αν ποτέ δεν έκανα οικογένεια. Αγάπησα πλάσματα, που με μεγαλύτερη παραφορά αγάπησαν εμένα, έσπασα συχνά τις ερωτικές συμβάσεις, που η τρέχουσα ηθική επέβαλλε. Αγάπησα πολύ περισσότερο, ωστόσο, τη δουλειά μου».

Ο Μιχάλης Κακογιάννης έφυγε από τη ζωή  στις 25 Ιουλίου 2011, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας, σε ηλικία 90 ετών.

Advertisement

Οι λόγοι για την κάμψη του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του 80

κάμψη

Η ξενιτιά για τους Έλληνες δεν είναι κάτι που ανακάλυψαν τα τελευταία χρόνια της κρίσης, αλλά είναι απόλυτα συνυφασμένη με το DNA τους.Τα δύσκολα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, σε μια Ελλάδα κατεστραμμένη οικονομικά και κοινωνικά, ήταν σαφές ότι η ξενιτιά ήταν μονόδρομος.

Τη δεκαετία του 1950 και του 1960 οι Έλληνες που έφευγαν σε χώρες του εξωτερικού, όπως στις ΗΠΑ, στην Γερμανία, στην Αυστραλία και αλλού, αυξάνονταν διαρκώς, λύνοντας σε ένα βαθμό το οικονομικό τους πρόβλημα, δημιουργώντας όμως την ίδια στιγμή τεράστια κοινωνικά ζητήματα, ειδικά από τη στιγμή που άφηναν πίσω τους γυναίκες και παιδιά. Και βέβαια, όταν εκείνα τα χρόνια μιλούσαμε για ξενιτιά, δεν αναφερόμαστε σε μικρά χρονικά διαστήματα, αλλά για πολλά χρόνια παραμονής στις ξένες χώρες, ενώ κάποιοι δεν επέστρεφαν και ποτέ.

Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη
Σκηνή από την ταινία, “Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη”.

Ένα τέτοιο ζήτημα αγγίζει και η ελληνική ταινία με τίτλο «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη», η οποία γυρίστηκε το 1972 από τον κινηματογραφικό οργανισμό Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, στο ρόλο του πατέρα που ξενιτεύτηκε για 20 χρόνια σε μια χώρα της Αφρικής, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του και τα δύο μωρά παιδιά του.

Η ταινία στηρίχθηκε στο ομώνυμο σενάριο των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου, το οποίο αρκετά χρόνια πριν είχε παιχθεί και ως θεατρικό έργο, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη. Είναι σαφές ότι η ταινία δεν είναι κωμωδία, έστω κι αν προσπαθεί να αντλήσει το γέλιο από τον θεατή.

Δεν το καταφέρνει, όχι μόνο λόγω της σοβαρότητας του θέματος που θίγει – όλοι οι Έλληνες εκείνη την εποχή είχαν να θυμηθούν μια αντίστοιχη εμπειρία, από το οικογενειακό τους περιβάλλον -, αλλά κυρίως εξαιτίας της ελαφρότητας με την οποία προσεγγίζεται σκηνοθετικά το θέμα από τον Κώστα Καραγιάννη, τρόπου που μάλλον δεν ήταν ο ενδεδειγμένος. Και όσο κι αν προσπαθεί ο Λάμπρος Κωνσταντάρας «να πάρει πάνω του» την ταινία, δεν το καταφέρνει.

Άλλωστε το 1972 δεν ήταν 1962 και πολύ περισσότερο δεν ήταν 1952, εποχές που ο Κωνσταντάρας έσφυζε από πάθος, μεράκι, αλλά και αντοχές. Δίπλα στον Κωνσταντάρα, στάθηκαν ο Γιώργος Μούτσιος, στο ρόλο του μαύρου υπηρέτη του πρωταγωνιστή, αλλά και η Καίτη Πάνου, ως σύζυγος.

Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Όταν ο Λουκάς (Λάμπρος Κωνσταντάρας) εγκατέλειψε την Ελλάδα για να ξενιτευτεί, άφησε τη γυναίκα του Ελένη (Καίτη Πάνου) μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά και με άλλο ένα στην κοιλιά. Στα δεκαεννέα χρόνια της απουσίας του στο Χαρτούμ, νοσταλγούσε συχνά τον τόπο του και περίμενε με αδημονία τη στιγμή της επιστροφής του. Όταν επιτέλους γυρίζει, συνοδευόμενος από τον μαύρο υπηρέτη του Χουσεΐν (Γιώργος Μούτσιος), βρίσκεται μπροστά σε μια αναπάντεχη πραγματικότητα, καθώς η οικογένειά του τον αγνοεί και προτιμά να παραβρεθεί στη δεξίωση που δίνεται προς τιμήν του γιου του Ανδρέα (Πάνος Τουλιάτος) ο οποίος είναι δεξιοτέχνης του βιολιού.

Όταν δε μαθαίνει ότι η κόρη του Αλίκη (Έλια Καλλιγεράκη) αγαπά έναν απλό υπάλληλο, γίνεται έξαλλος έχοντας γι’ αυτήν άλλα όνειρα. Μέχρι να ξεπεραστούν οι προστριβές ανάμεσα στον Λουκά, που θέλει να το παίξει παραδοσιακός πατέρας, και στα παιδιά του, που έχουν φτιάξει ήδη μια δική τους ζωή, τα τελευταία καταφεύγουν στο σπίτι του θείου Σταμάτη (Λαυρέντης Διανέλλος), του αδελφού του Λουκά, ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια τους έχει σταθεί σαν πραγματικός πατέρας. Από την ταινία δεν θα μπορούσε να λείπει και η Μίτση Κωνσταντάρα, αδελφή του Λάμπρου, η οποία ερμηνεύει τον ρόλο της υπηρέτριας Μαργαρίτας, με τον δικό της χαρακτηριστικό πάντα τρόπο.

Η ταινία δεν σημείωσε εμπορική επιτυχία, κάτι μάλλον αναμενόμενο. Έκοψε 92.400 εισιτήρια τη σεζόν 1972-73 που προβλήθηκε και βρέθηκε στην 22η θέση από πλευράς εισπράξεων, ανάμεσα στις 64 ταινίες της σεζόν εκείνης. «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» για πολλούς αποτελούσε ένα προμήνυμα για την κάμψη του ελληνικού κινηματογράφου τις δεκαετίες του 80’ και του 90’, που ακολούθησαν, τόσο λόγο της τηλεόρασης, όσο και λόγο βιολογικής κούρασης μεγάλων Ελλήνων παραγωγών, όπως ήταν ο Φίνος, ο Κονιτσιώτης, ο Μιχαηλίδης κ.α.

Η εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος είχε πολλές μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες στο roster της, ωστόσο η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι μια από αυτές. Τόσο ο Κωνσταντάρας, όσο και ο Μούτσιος είναι φανερό ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν την αμηχανία τους, ερμηνεύοντας ρόλους που δύσκολα θα αποδέχονταν τα προηγούμενα χρόνια.

Ωστόσο, το οικονομικό κίνητρο υπάρχει πάντα και είναι βέβαια θεμιτό. Μάλιστα, η Ρένα Βλαχοπούλου σε μια δήλωση που έκανε αρκετά χρόνια αργότερα, πήγε το πράγμα ακόμα παραπέρα, εκτιμώντας ότι η εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος έδινε περισσότερα χρήματα στους ηθοποιούς, για να τους αποσπάσει από τον Φίνο, ωστόσο την ίδια στιγμή δεν είχε τα υψηλά ποιοτικά standards του τελευταίου, με αποτέλεσμα η ίδια να εκτιμά ότι έτσι οι ηθοποιοί έχαναν σε κύρος και υστεροφημία.

Δύσκολα ωστόσο κάποιος θα μπορούσε να πάρει θέση σε αυτή την άποψη της Ρένας Βλαχοπούλου, που σε κάποιους ακούγεται ακραία. Καταλήγοντας, να σημειώσουμε ένα ενδιαφέρον tip της ταινίας, το γεγονός ότι η μουσική έχει γραφτεί από τον γιο του Λάμπρου Κωνσταντάρα, Δημήτρη, ενώ σε αυτή τραγουδούν τόσο η Νέλλη Γκίνη, όσο και ο ίδιος ο Γιώργος Μούτσιος.

Advertisement

Το άδοξο τέλος της Ρένας Παγκράτη

Ρένας Παγκράτη

Η Ρένα Παγκράτη υπήρξε από τις πιο αγαπημένες και επιτυχημένες ηθοποιούς και τα ρεπορτάζ τότε έλεγαν έβαλε τέλος στη ζωή της επειδή είχε μείνει χωρίς δουλειά. Ο ανιψιός της ρίχνει φως και αποκαλύπτει το μυστικό που την “σκότωσε”.

Ο Γιάννης Γραμματικός έλυσε την σιωπή του σε μια συνέντευξη: “Είναι ψέματα ότι πεινούσε και δεν είχε χρήματα. Είχε κάνει το κουμάντο της”, τόνισε. “Αποφεύγουμε τόσα χρόνια να μιλήσουμε ως οικογένεια γιατί θέλουμε να προφυλάξουμε τη μνήμη της”, ξεκαθαρίζει.

Ρένα Παγκράτη
Η Ρένα Παγκράτη.

“Η θεία μου είχε μεγάλο άγχος με τη δουλειά της. Προσπαθούσε μέσω αυτής να ξεφύγει. Είχε κάνει πολλές προσπάθειες να ενταχθεί σε κάποιες σειρές. Τελευταία φορά είχε παίξει σε ένα επεισόδιο στη “Λάμψη” του Φώσκολου. Έβλεπε, λοιπόν, ότι δεν της έδιναν ρόλους και είχε απογοητευτεί. Θα έλεγα ότι είχε πάθει κατάθλιψη εξαιτίας αυτού.

Η δουλειά της ήταν το φως της. Συχνά πυκνά έλεγε: “Τι γίνεται με εμένα; Ήρθε το τέλος; Δεν με θέλουν πλέον; Δεν θα ξαναπαίξω;”

“Από ότι ξέρω από τη μητέρα μου, εκτός από την ανεργία που βίωνε, υπήρχε και ένα ερωτικό ζήτημα το οποίο της δημιούργησε όλα αυτά. Την είχε καταβάλει, την είχε εξουθενώσει… τα αισθηματικά της Ρένας ήταν λίγο μπερδεμένα γιατί πολλοί ήθελαν να την αγαπήσουν, όμως δεν ξέρω πόσο ήθελαν την αγάπη της. Γιατί γενικά έβλεπαν το όνομα Ρένα και δεν έβλεπαν τον άνθρωπο Ρένα.”

Ο τελευταίος της σύντροφος ήταν ένας Κύπριος ο οποίος σκοτώθηκε σε τροχαίο και αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα για εκείνη… Αυτοκτόνησε  από υπερβολική δόση χαπιών αφήνοντας πίσω της ένα ακόμη μεγάλο κενό στην Ελληνική 7η τέχνη.

Εμείς, μέσα από τις ταινίες που έχει συμμετάσχει και μέσα από την δισκογραφία της, θα τη θυμόμαστε για το ταλέντο της και την πολύπλευρη προσωπικότητα της. Χάρη σε αυτά θα παραμείνει ανεξίτηλη η μνήμη της μέσα στο πέρασμα του χρόνου, επιτρέποντας και στις επόμενες γενιές να δουν και να μάθουν τους ταλαντούχους καλλιτέχνες του παρελθόντος… Ένας από αυτούς αναμφισβήτητα ήταν και η Ρένα Παγκράτη.

Advertisement

Η τραγική ιστορία του Αλέξη Γκόλφη που υποδύθηκε το Χριστό

gkolf4
gkolf4

Ο Αλέξης Γκόλφης ή αλλιώς Αλέξης Γκολφινόπουλος, υπήρξε ο μοναδικός Έλληνας ηθοποιός που ενσάρκωσε τον Χριστό και δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από το ρόλο που τον στιγμάτισε.

Η τραγική ιστορία του Αλέξη Γκόλφη που υποδύθηκε το Χριστό
Ο Αλέξης Γκόλφης.

Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1948. Ξεκίνησε το 1973 να παίζει μικρούς ρόλους στην τηλεόραση με την καθοδήγηση του Βασίλη Γεωργιάδη.

Το 1975 υποδύθηκε τον Μανωλιό-Χριστό στην επιτυχημένη σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και η ζωή του άλλαξε σε μια νύχτα.

Η σειρά προβλήθηκε το 1975- 1976. Η σκηνοθεσία ήταν του Βασίλη Γεωργιάδη και πρωταγωνιστούσαν οι Αλέξης Γκόλφης, Κάτια Δανδουλάκη, Λυκούργος Καλλέργης, Ανδρέας Φιλιππίδης, Γιώργος Φούντας, Γεωργία Βασιλειάδου και πολλοί άλλοι.

Όλη η Ελλάδα τον κάνει είδωλο, τον προσκυνούν του φιλούν τα χέρια και τα πόδια. Παίρνει χιλιάδες γράμματα λατρείας για το πρόσωπο του, αλλά και συμπάθειας για την εξέλιξη της σειράς, όπως τον αφορισμό που δέχεται από τον παπά-Γρηγόρη (Λυκούργο Καλλέργη). 

Ο ρόλος αυτός τον σημάδεψε και τον ακολούθησε σε όλη τη ζωή του. Ταυτίστηκε μαζί του. Χάθηκε μεταξύ ρόλου και πραγματικότητας.

Έμπλεξε με ναρκωτικά και ζούσε σαν ρακοσυλλέκτης. Eφυγε το 2007 άστεγος και μόνος σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κάπου στην πλατεία Κολιάτσου. Για 2 μήνες έμεινε στο νεκροτομείο μια και κανείς δεν τον είχε αναζητήσει. Η κηδεία του έγινε με δαπάνη της ΕΡΤ.

Advertisement

Οι απιστίες του ελληνικού κινηματογράφου

«Αι γυναίκαι είναι άπισται» έλεγε ο Ζήκος (κατά κόσμον Κώστας Χατζηχρήστος) στην ταινία «Της Κακομοίρας», την καλύτερη ίσως κωμωδία του ελληνικού σινεμά. Και οι άντρες όμως δεν πάνε πίσω, τουλάχιστον κινηματογραφικά.

Ποιοι ήταν οι πιο άπιστοι χαρακτήρες, που μας χάρισαν απλόχερα γέλιο στη μεγάλη οθόνη; Να τους συμπεριλάβουμε όλους είναι αδύνατο, καθώς ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος αποτέλεσε «χειροπιαστή απόδειξη» του κάθε άπιστου/ης της μεγάλης οθόνης. Με απλά λόγια, η απιστία (ή έστω και η υποψία της) ήταν και παραμένει, ένα μεγάλο κεφάλαιο των απανταχού σεναριογράφων και σκηνοθετών των ταινιών.

«Η σωφερίνα»

26 Οκτωβρίου 1964 η πρώτη προβολή και 515.265 τα εισιτήρια που κόπηκαν. Ο λόγος; «Η σωφερίνα». Μπορεί η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως …σωφερίνα να επέμενε, ότι «όποιος πιάνει το τιμόνι, που και που να φασκελώνει», αλλά ο Γιώργος Κωνσταντίνου ήταν αυτός, που ως ζηλιάρης σύζυγος της φίλης της Μάρως Κοντού, υποστήριζε ότι η γυναίκα θέλει παρακολούθηση.

«Ο φίλος μου ο Λευτεράκης»

Μια τρελή βραδιά καρναβαλιού (που αλλού; Στην Πάτρα) ένας ευυπόληπτος σύζυγος, ο Θοδωράκης (Ντίνος Ηλιόπουλος) γυρίζει, μετά από ολονύκτιο γλέντι με την ερωμένη του, σε κακό χάλι στη σύζυγό του (Μάρω Κοντού) και εφευρίσκει τον Λευτεράκη (Κώστας Βουτσάς), ως το ιδανικό πρόσωπο, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

«Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός»

Ο Κλέαρχος (Βασίλης Αυλωνίτης) μπερμπάντης –σύζυγος, προσπαθούσε να ξεφύγει από τη Μαρίνα (Γεωργία Βασιλειάδου), η οποία κυνηγούσε τον κοντό (Νίκο Ρίζο, ποιον άλλον;) σε μία εξωφρενική κωμωδία που προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών – Πειραιώς – προαστίων το 1961 και έκοψε 25.617 εισιτήρια.

«Τα κίτρινα γάντια»

Ο Νίκος Σταυρίδης έπρεπε περάσει από σαράντα κύματα για να ανακαλύψει, ότι οι υποψίες του πως η γυναίκα του Μάρω Κοντού τελικά δεν τον απατούσε. Η αιτία δυο «Κίτρινα γάντια», που δάνεισε στην υπηρέτριά της Μάρθα Βούρτση, η Μάρω Κοντού, για να πάει βόλτα με τον αρραβωνιαστικό της (Μίμης Φωτόπουλος).

«Σάντα Τσικίτα»

Η ταινία, Σάντα Τσικίτα προβλήθηκε στις αίθουσες (Αθηνών – Πειραιώς – προαστίων, πάντα) το 1953 και έκοψε 89.572 εισιτήρια. Ο κακομοίρης Βασίλης Λογοθετίδης είναι ο Φώτης (Φαγκρής), ένας μεροκαματιάρης που προσπαθεί να αποκαταστήσει την αρραβωνιαστικιά του. Τα λεφτά δε φτάνουν φυσικά, και όταν η μητέρα του αρρωσταίνει, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο. Η προσφορά για έναν εικονικό γάμο με την αρτίστα «Σάντα.

«Ο Δήμος απ’ τα Τρίκαλα»

Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία (ούτε ερμηνεία) του Κώστα Χατζηχρήστου, αλλά είναι ιδανική για ….απιστίες. Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Δημήτρη Γιαννουκάκη «Μειδιάστε Παρακαλώ», ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης, εξιστορεί την περιπέτεια του άπιστου Δήμου, ο οποίος επιστρατεύει τον δίδυμό του αδερφό Θύμιο, προκειμένου να καλύψει τις μπαγαποντιές του.

«Κάτι κουρασμένα παλικάρια»

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υποκύπτει (ή καλύτερα θα ήθελε να έχει υποκύψει) στις προτροπές του φίλου, γιατρού του και…γερομπισμπίκη Διονύση Παπαγιαννόπουλου, ο οποίος επέμενε «χούφτω στη, χούφτω στη». Αν και αρραβωνιασμένος χρόνια ολόκληρα με τη Ρίτα Ζαφειρίου (Μπέτυ Αρβανίτη, γνωστή, όπως λέγεται στα νιάτα της ως «Το σώμα» για ευνόητους λόγους), ο Κωνσταντάρας δε μπορεί να αντισταθεί σε μία μελλοντική περιπετειούλα με την κατά (πάρα μα πάρα) πολλά χρόνια νεότερή του, 20χρονη Νόρα Βαλσάμη.

«Η βίλλα των οργίων»

Η ταινία «Η Βίλλα Των Οργίων» αποτελεί –από τον τίτλο και μόνο- το αποκορύφωμα της ελληνικής «κινηματογραφικής απιστίας». Προβλήθηκε το 1964, έκοψε 170.234 και μέχρι σήμερα είναι μία από τις «απαγορευμένα» λατρεμένες κωμωδίες με πρωταγωνιστή τη συζυγική απιστία. Η υπόθεση, επίκαιρη όσο ποτέ. Πολιτική, σκάνδαλα και τύπος μπλέκονται σε ένα κουβάρι, που θα ξετυλιχθεί μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα.

Η Κάκια Αναλυτή ερμηνεύει τον ρόλο που είχε παίξει και στο θέατρο, ενώ ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (Χάρης Ζάβαλος, στην ταινία), περιφέρεται μέσα στο κτίριο της αστυνομίας καλυμμένος μόλις με ένα σεντόνι…ό,τι δηλαδή πρόλαβε να σώσει από μία κωμική κατάσταση που δύσκολα σώζεται.

Advertisement

Η ιστορία της Φίνος Φιλμ

bd32cea219cc1e156203a4f9bb45c697
bd32cea219cc1e156203a4f9bb45c697

Η Φίνος Φιλμ αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του Ελληνικού Κινηματογράφου. Η άποψη αυτή δεν στηρίζεται απλά και μόνο στον όγκο των ταινιών, αλλά πολύ περισσότερο στην απήχηση που είχαν, και συνεχίζουν να έχουν αυτές οι ταινίες στο ελληνικό κοινό.

Ένα κοινό που από την πρώτη γενιά του φροντίζει να δίνει αλώβητη και άφθαρτη τη σκυτάλη των ταινιών της Φίνος Φιλμ στην επόμενη, εξασφαλίζοντας έτσι τη διαχρονικότητά τους. Και δεν θα μπορούσε να υπάρξει διαχρονικότητα αν δεν υπήρχαν στις ταινίες στοιχεία όπως η ποιότητα και η αξιοπρέπεια όσον αφορά τα σενάρια και τη σκηνοθεσία, αλλά και στην τεχνική αρτιότητα όσον αφορά την παραγωγή. Στοιχεία που αποκτούσαν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα με τον επαγγελματισμό, το μεράκι, τον ψυχισμό και το ταλέντο που κατέθεταν οι ηθοποιοί και οι υπόλοιποι  συντελεστές των ταινιών.

Φίνος Φιλμ

Από τον Μάρτιο του 1943, με την προβολή της πρώτης ταινίας «Η Φωνή της Καρδιάς» μέχρι και τον Ιανουάριο του 1977 με την τελευταία ταινία της εταιρίας «Ο Κυρ Γιώργης Εκπαιδεύεται», η Φίνος Φιλμ διέγραψε μία πορεία 34 χρόνων, με την οποία σημάδεψε όσο καμία άλλη εταιρία παραγωγής την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Το σήμα FF συμβολίζει μία ολόκληρη εποχή και πολιτογραφεί μια Ελλάδα, η οποία προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο σπαραγμό, αστικοποιείται με γρήγορους ρυθμούς και αναπτύσσεται με δαιμονιώδη ταχύτητα. Μια Ελλάδα της αθωότητας, της ελπίδας, αλλά και συνάμα της φτώχειας και του σκληρού αγώνα επιβίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού της στις πόλεις και στην ύπαιθρο.

Πίσω από το θρυλικό σήμα της Φίνος Φιλμ κρύβεται η ευφυΐα, ο οραματισμός, η φαντασία και η ευρηματικότητα του αφοσιωμένου δημιουργού της: του Φιλοποίμενα Φίνου. Ο Φίνος άξια αποκαλείται  «Πατριάρχης του Ελληνικού Κινηματογράφου», και πώς όχι άλλωστε, όταν είναι ο άνθρωπος που πήρε τον νηπιακής ηλικίας Ελληνικό κινηματογράφο από το χέρι, τον ανέθρεψε, τον ενηλικίωσε, τον ωρίμασε και του έδωσε υπόσταση.

Φίνος Φιλμ

Του έδωσε φωνή με την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία, εκσυγχρόνισε τις τεχνικές εικονοληψίας και φωνοληψίας, έφερε πρώτος τους φακούς ζουμ και την τεχνική σινεμασκόπ, καθιέρωσε τα μιούζικαλ, δημιούργησε υπερσύγχρονα για την εποχή κινηματογραφικά στούντιο, και τελικά δημιούργησε και κληροδότησε στις επόμενες γενιές Ελλήνων ένα πολιτιστικό δημιούργημα το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού.

Δεν θα μπορούσε όμως να συντελεστεί αυτό το τιτάνιο έργο, αν ο Φίνος δεν είχε άξιους συνεργάτες. Συνεργάτες, που προσέφεραν τα μέγιστα, ώστε αυτή τη στιγμή οι 187 ταινίες της εταιρίας να αποτελούν το πολυτιμότερο κομμάτι του πολιτιστικού κεφαλαίου που ονομάζεται «Χρυσή εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου».

Οι τεχνικές ικανότητες, η αδιάκοπη εργατικότητα, ο επαγγελματισμός και το όραμα του Φίνου ήταν το διαβατήριο  της επιτυχίας. Το ταλέντο, η δημιουργικότητα και το ομαδικό πνεύμα όλων των συντελεστών της Φίνος Φιλμ την οδήγησαν στην κορυφή δίνοντάς της θρυλική διάσταση.

Ο Φίνος συνεργάστηκε με τους καλύτερους, και αυτοί με τη σειρά τους έβγαλαν τον καλύτερο τους εαυτό, αφού βρήκαν δίπλα του τις καλύτερες δυνατές συνθήκες εργασίας. Μέσα από τις ταινίες της εταιρίας αναδείχθηκε πλειάδα καλλιτεχνών, γεννήθηκαν σταρ, δημιουργήθηκαν είδωλα.

Φίνος Φιλμ

Για κάποιους η Φίνος Φιλμ αποτέλεσε «πανεπιστήμιο» αρχίζοντας ως βοηθοί, ενώ για άλλους ήταν η αφετηρία για μια νέα σελίδα στην καριέρα τους. Τρανταχτό παράδειγμα οι σεναριογράφοι Αλέκος Σακελλάριος και Νίκος Φώσκολος, οι οποίοι μέσα από την Φίνος Φιλμ ανέδειξαν το ταλέντο τους και στην σκηνοθεσία, αφήνοντας εποχή.

Η Φίνος Φιλμ είχε ονομαστεί κάποτε «το Χόλλυγουντ της Ελλάδας». Μία εύλογη και εύστοχη παρομοίωση, που αποτυπώνει και την απόλυτη υπεροχή της εταιρίας στο χώρο της κινηματογραφικής παραγωγής. Στη  δεκαετία του ‘40 έγινε η αρχή, στη δεκαετία του ‘50 ήρθε η καθιέρωση και η καταξίωση.

Ακολούθησε η δεκαετία του ‘60 με την απογείωση και την κατακόρυφη αύξηση παραγωγών, μέσα σε ένα καθεστώς βιομηχανοποίησης του ελληνικού σινεμά. Κατά τη δεκαετία του ’70, σε μία εποχή όπου δρομολογούνταν σαρωτικές αλλαγές στον κινηματογράφο μαζί με την καθιέρωση της τηλεόρασης, η Φίνος Φιλμ έμεινε αλώβητη έχοντας στο ενεργητικό της πλούσιες και ποιοτικές παραγωγές που κέρδισαν το κινηματογραφικό κοινό.

Έμελλε η τηλεόραση – ένα μέσο που ποτέ δεν είδε με καλό μάτι ο Φίνος – να βάλει αργότερα τη σφραγίδα πιστοποίησης της ποιότητας των ταινιών της Φίνος Φιλμ, αναδεικνύοντας τη διαχρονική τους αξία.

Οι ταινίες της Φίνος Φιλμ αποτελούν μέχρι σήμερα αξεπέραστα πρότυπα υγιούς και ευπρεπούς ψυχαγωγίας. Η απόδειξη δεν είναι μόνο η συνεχής προβολή τους, αλλά κυρίως η αγάπη του κόσμου προς αυτές επί δεκαετίες. Μιας αγάπης αυθεντικής και διαχρονικής από ένα κοινό που διψάει να γυρίζει πίσω στην Ελλάδα που αγάπησε.

Advertisement

Η ιστορία του σπιτιού που έζησε η μεγαλύτερη Ελληνίδα σταρ

ιστορία

Ο δρόμος πίσω από τα παλιά Ανάκτορα έχει τη δική του ιστορία.

Κάποιος την έγραψε με κόκκινα γράμματα σε ένα από τα κουδούνια της πολυκατοικίας του αριθμού 3: το κουδούνι έγραφε απλώς«Αλίκη», γιατί, ούτως ή άλλως, οι πάντες γνώριζαν πως το ρετιρέ του κτιρίου φιλοξενούσε το πιο λαμπρό αστέρι της ελληνικής show business.

Η τοποθεσία δεν ήταν φυσικά τυχαία. Το κομμάτι γης ανάμεσα στην Ηρώδου Αττικού και τη Ρηγίλλης δεν ήταν απλώς το αριστοκρατικότερο της Αθήνας. Η μικρή του απόσταση από τα Ανάκτορα υπογράμμιζε, τρόπον τινά, τον τίτλο της Αλίκης ως «βασίλισσας της μεγάλης οθόνης»…

Η Αλίκη στο σπίτι της στην Στησιχόρου
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, στο σπίτι της στην Στησιχόρου.

Το πολυτελές σπίτι είχε αγοραστεί από την ηθοποιό πολύ νωρίς, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. «Ποιος από αυτούς τους τοίχους είναι της Φίνος Φιλμς;», την είχε ρωτήσει τότε ο Φιλοποίμενας Φίνος, θέλοντας να τονίσει στην «εθνική σταρ» ότι είχε κάνει τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες της στην εταιρεία του, όπως επίσης και να της υπενθυμίσει ότι είχε το υψηλότερο κασέ.

«Κανείς!», του είχε απαντήσει ευθαρσώς η Αλίκη, που είχε χρηματοδοτήσει την αγορά από τα έσοδα της πρώτης πανελλαδικής περιοδείας της, η οποία είχε σπάσει ταμεία ανά τη χώρα, κάνοντας ρεκόρ εισπράξεων. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι ψίθυροι που ήθελαν το διαμέρισμα ως ένα από τα ανταλλάγματα που είχε δώσει στην ηθοποιό η Φρειδερίκη, προκειμένου να εγκαταλείψει το φλερτ με το διάδοχο Κωνσταντίνο. Ήδη από τότε η εμμονή του κοινού γεννούσε φήμες που ανήκαν όμως αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας…

Για αρκετά χρόνια μετά την αγορά του ακινήτου, η Αλίκη εξακολουθούσε να μένει με τη μητέρα της. Στην οδό Στησιχόρου μετακόμισε το 1965, μετά το γάμο της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ο ηθοποιός δεν ήθελε αρχικά να ζήσει εκεί. Εκλάμβανε ίσως την επιθυμία της σταρ, που είχε μεγαλώσει στο Μαρούσι και στη συνέχεια, καθώς τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας αυξάνονταν, στον όχι και τόσο chic Άγιο Παύλο, ως μεγαλομανία. Θεωρούσε ότι το σπίτι ήταν «υπερβολικά μεγάλο». Ως γνήσιος Πειραιώτης ίσως και να μην ήταν και τόσο ενθουσιασμένος με την προοπτική να μείνει σε ένα σπίτι που είχε αγοραστεί με τα χρήματα της γυναίκας του…

Όπως και να έχει, το διαμέρισμα επιπλώθηκε σε μοντέρνο για την εποχή στιλ, όλο σουηδικό ξύλο, δερμάτινους καναπέδες και νεωτερισμούς. Centerpiece το μπαρ, που την εποχή εκείνη ήταν απαραίτητη προσθήκη στα αθηναϊκά νοικοκυριά, ενώ το κρεβάτι του ζευγαριού με τη γαλάζια ταπετσαρία ήταν μάλλον πιο κλασικό από την υπόλοιπη επίπλωση και παρέπεμπε στην επίσης γαλάζια κρεβατοκάμαρα της βασίλισσας Ελισσάβετ…

ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΘΑ ΓΙΝΌΤΑΝ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΌ ΤΟΥ ΜΕΓΆΛΟΥ ΤΟΥΣ ΈΡΩΤΑ, ΑΛΛΆ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΕΙΡΌΤΕΡΩΝ ΚΑΒΓΆΔΩΝ ΤΟΥ

Η Αλίκη θα παραπονιόταν για χρόνια αργότερα για το πώς κάποια Χριστούγεννα ο Παπαμιχαήλ γκρέμισε το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ή για το πώς με τον πρώτο καβγά, εκείνος έβγαζε τη βέρα του, την ακουμπούσε στο κομοδίνο και αποκοιμιόταν με γυρισμένη την πλάτη του.
Έπειτα από έναν τέτοιο μεγάλο καβγά, ο Παπαμιχαήλ θα ξύπναγε για να ακούσει την Αλίκη να τηλεφωνεί στον Γιώργο Λαζαρίδη και να του λέει λεπτομέρειες του τσακωμού, προκειμένου ο σεναριογράφος να τις χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της ταινίας «Η αγάπη μας», που όταν προβλήθηκε έμοιαζε πραγματικά βγαλμένη από τη ζωή του διάσημου ζευγαριού. Ίσως επειδή τελικά ήταν…

Ο ερχομός του γιου τους, Γιάννη, το 1969 γέμισε το σπίτι χαρά, δεν ήταν όμως αρκετός ώστε να σώσει το γάμο των γονιών του, που θα χώριζαν ουσιαστικά έπειτα από δύο χρόνια και θα έδιναν το οριστικό τέλος στο γάμο τους επεισοδιακά το καλοκαίρι του 1974. Το σπιτικό της Αλίκης μετά την «έξοδο» του Παπαμιχαήλ θα άλλαζε μορφή και ενοίκους. Η πιστή αμπιγέζ της, Νότα Κονοπίση, μετακόμισε εκεί, όπως άλλωστε και η γκουβερνάντα του μικρού Γιάννη, που θα έμενε κοντά στην οικογένεια μέχρι που εκείνος θα μεγάλωνε.

Το άλλο που άλλαξε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ήταν βέβαια η διακόσμηση, που πλέον συντονίστηκε με τις μαξιμαλιστικές τάσεις της δεκαετίας. Χρυσοποίκιλτοι καθρέφτες, βαρύτιμα ασημένια κηροπήγια, λευκές μοκέτες, πίνακες του Βασιλείου, γυάλινα τραπέζια και μια σειρά από επίχρυσους Βούδες, που είχαν επικριθεί με αρκετή κακοπροαίρετη διάθεση ως κακόγουστοι από πολλούς επισκέπτες του σπιτιού τότε…

Κατόπιν, το διαμέρισμα της Στησιχόρου θα φιλοξενούσε το δεύτερο σύζυγό της, Γιώργο Ηλιάδη, με τον οποίο η Αλίκη θα πόζαρε σημαδιακά στο ίδιο κρεβάτι που μοιραζόταν με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, και αργότερα τον Βλάσση Μπονάτσο αλλά και τον Κώστα Σπυρόπουλο. «Σε χωριστές κρεβατοκάμαρες, βέβαια», όπως θα εξηγούσε η Αλίκη. «Ανεξαρτησία…».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο διαμέρισμα θα γίνονταν και άλλες ανακαινίσεις, καθώς ο Γιάννης μετακόμισε σε ένα στούντιο στην ίδια πολυκατοικία και η παλιά διακόσμηση έδειχνε πλέον «κουρασμένη». Για όσο διάστημα διήρκεσαν οι εργασίες, η Αλίκη διέμενε στο Meridien, όπου είχε και την ατυχία να πέσει θύμα ληστείας. Όταν ολοκληρώθηκε, η νέα εικόνα του διαμερίσματος παρέπεμπε στο αγγλικό στιλ, με κόκκινα δωμάτια και χαρακτηριστική βαρύτιμη επίπλωση.

Πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες όμως υπήρξε μια δυσάρεστη έκπληξη, όταν, εξαιτίας κακής κατασκευής, το νέο τζάκι που είχε τοποθετηθεί έβαλε φωτιά στο διαμέρισμα, προκαλώντας μεγάλες υλικές ζημιές αλλά και στεναχώρια στην ηθοποιό, που είχε αποδώσει, με επεισοδιακή εμφάνισή της στην τηλεόραση, όλες τις ευθύνες για τη φωτιά στη διακοσμήτρια…

Μετά την αποκατάσταση των καταστροφών, το νέο διαμέρισμα ήταν έτοιμο να υποδεχτεί την Αλίκη, η οποία ήταν ενθουσιασμένη με το τελικό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να το χαρεί. Την άνοιξη του 1996 είχε προσκαλέσει τον Κλεισθένη να την απαθανατίσει χαρούμενη στο νέο της σαλόνι και στη βεράντα, όπου είχε βγάλει μερικές από τις πιο διάσημες φωτογραφίες της. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε ήδη αρχίσει για το τέλος, που θα γραφόταν τόσο πικρά στις 23 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς…

Advertisement

Οι τελευταίες επιθυμίες του Γιάννη Δαλιανίδη

dalianidis giannis
dalianidis giannis

Μπορεί στη ζωή του να μην απέκτησε παιδιά, είχε δημιουργήσει όμως τη δική του οικογένεια. Τρεις ανθρώπους με τους οποίους είχε αναπτύξει δεσμούς αίματος και τους ένιωθε πολύ κοντά του. Τον Δημήτρη μάλιστα, ανιψιό της Καίτης Ιμπροχώρη και βαφτιστήρι του, τον θεωρούσε στην κυριολεξία γιο του. Αυτό το παιδί είναι ο «χρυσός» κληρονόμος της τεράστιας περιουσίας του Γιάννη Δαλιανίδη. Η «Espresso» αποκαλύπτει  τη συμβολαιογραφική πράξη με τις τελευταίες επιθυμίες του σκηνοθέτη.

Στον Δημήτρη Ιμπροχώρη, γιο του αδελφού της Καίτης Ιμπροχώρη Αγγελου, περιέρχεται η μερίδα του λέοντος της σεβαστής κληρονομιάς, σύμφωνα με τη διαθήκη του. Κληρονόμοι όμως ορίζονται και η ηθοποιός μαζί με τον αδελφό της καθώς κληρονομούν ακίνητα και μετρητά επιβεβαιώνοντας έτσι παλαιότερο δημοσίευμα της «Espresso».

Εξι μήνες μετά τον θάνατο του σπουδαίου σκηνοθέτη -έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο του 2010- ανοίγει η διαθήκη του. Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Γιάννης Δαλιανίδης αφήνει τα υπάρχοντά του στους ανθρώπους που αγαπούσε και θεωρούσε οικογένειά του.

Οι τελευταίες επιθυμίες του Γιάννη Δαλιανίδη
Ο Γιάννης Δαλιανίδης.

Η «Espresso» έχει εξασφαλίσει και δημοσιεύει σήμερα το περιεχόμενο της διαθήκης του κορυφαίου σκηνοθέτη. Η περιουσία του, τα κινητά και ακίνητα υπάρχοντά του, καθώς επίσης και τα πνευματικά δικαιώματα από τις κινηματογραφικές ταινίες περιέρχονται στην οικογένεια της ηθοποιού Καίτης Ιμπροχώρη, που ήταν τα πιο οικεία πρόσωπα του Γιάννη Δαλιανίδη. Τους θεωρούσε οικογένειά του αφού δεν είχε άλλους συγγενείς εξ αίματος και τους εγκαθιστά κληρονόμους του. Μετά τον θάνατο της θετής μητέρας του, της Ολυμπίας Δαλιανίδη, η οικογένεια Ιμπροχώρη -με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη όπως και εκείνος- ήταν και οικογένεια του ηθοποιού.

Ηταν οι άνθρωποι που στάθηκαν στο πλευρό του τις δύσκολες ώρες μέσα στο νοσοκομείο. Τον φρόντιζαν με αγάπη και του συμπαραστάθηκαν ώς τις τελευταίες του στιγμές χωρίς να λείψουν ούτε λεπτό από το προσκεφάλι του. Βρίσκονταν στο νοσοκομείο μέρα-νύχτα, έξω από την Εντατική, συνομιλούσαν με τους γιατρούς και ενημερώνονταν για όλες τις εξελίξεις σχετικά με την κατάσταση της υγείας του. Εκείνον που ξεχώριζε ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν ο γιος του αδελφού της ηθοποιού Αγγελου Ιμπροχώρη, ο Δημήτρης, τον οποίο είχε βαφτίσει και τον θεωρούσε στην κυριολεξία παιδί του. Αλλά και ο Δημήτρης έτρεχε κάθε φορά που ο νονός του είχε κάποια ανάγκη και τον χρειαζόταν.

Ενα σεβαστό μέρος της περιουσίας, σύμφωνα με την επιθυμία του σκηνοθέτη, περιέρχεται σε ιδρύματα που φιλοξενούν ορφανά παιδιά. Ηταν γνωστή σε όλους η ευαισθησία του για τα παιδιά που δεν είχαν οικογένεια καθώς και ο ίδιος ήταν υιοθετημένος. Πρόκειται για δημόσια συμβολαιογραφική διαθήκη που έχει δημοσιευτεί στο Πρωτοδικείο και εκκρεμεί να καθαρογραφεί η απόφαση. Σύμφωνα με όσα αναγράφονται στη διαθήκη, ο Γιάννης Δαλιανίδης «εγκαθιστά κληρονόμους τον Δημήτρη Ιμπροχώρη, την Καίτη Ιμπροχώρη ως προς ένα διαμέρισμα, ενώ ως προς τα πνευματικά δικαιώματα τον Δημήτρη και τον Αγγελο Ιμπροχώρη».

Ο Γιάννης Δαλιανίδης υπήρξε ένας από τους πιο επιτυχημένους δημιουργούς του ελληνικού σινεμά με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του. Ταλαντούχος, εργατικός, τελειομανής, με το μόνο το οποίο ασχολούνταν ήταν η δουλειά του. Στα χρόνια της μακρόχρονης καριέρας του απέκτησε σεβαστή περιουσία, προϊόν του μεγάλου μόχθου και της επιτυχίας. Ολες οι ταινίες του υπήρξαν μεγάλες καλλιτεχνικές και εμπορικές επιτυχίες που προβάλλονται κατ’ επανάληψη από την τηλεόραση μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες της «Espresso», στην κατοχή του αξέχαστου σκηνοθέτη υπήρχαν διαμερίσματα, οικόπεδα και χρηματικά ποσά σε λογαριασμούς τράπεζας. Βέβαια, το πλέον σημαντικό περιουσιακό του στοιχείο είναι τα πνευματικά δικαιώματα από τις ταινίες του, τα οποία και αποδίδουν τα μέγιστα. Στην κυριολεξία πρόκειται για θησαυρό! Ενα από τα διαμερίσματα είναι αυτό στην περιοχή των Ιλισίων, στο οποίο διέμενε ο Γιάννης Δαλιανίδης και σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πληροφορίες, περιέρχεται στα χέρια της Καίτης Ιμπροχώρη.

Εκεί υπάρχουν όλα τα αγαπημένα του αντικείμενα, η τεράστια βιβλιοθήκη του και το πιάνο στο οποίο περνούσε ατέλειωτες ώρες. Ο Γιάννης Δαλιανίδης, άνθρωπος με καλό γούστο που του άρεσε το ωραίο, ζούσε σε ένα καλαίσθητο σπίτι μέσα στο οποίο υπήρχαν μόνο όμορφα πράγματα. Από διακοσμητικά που κοσμούσαν τα τραπέζια, μέχρι ακριβούς πίνακες και σπάνια αντικείμενα.

Θεσσαλονικιός στην καταγωγή, είχε στην κατοχή του διαμερίσματα στη συμπρωτεύουσα, τα οποία περιήλθαν στην ιδιοκτησία του όταν έδωσε αντιπαροχή το πατρικό του σπίτι, αυτό που κληρονόμησε από τους θετούς γονείς του τους οποίους λάτρευε. Ιδιαίτερα τη μητέρα του, την Ολυμπία Δαλιανίδη. «Ο,τι αγάπησε περισσότερο η μητέρα μου, ακόμη και από τον ίδιο τον Θεό γιατί ήταν θεοσεβούμενη γυναίκα, ήμουν εγώ. Οσο ζούσε εκείνη είχα οικογένεια» μας είχε εξομολογηθεί σε μία εκ βαθέων συνέντευξή του -την τελευταία που έδωσε- στην «Espresso».

Ο σκηνοθέτης δεν φορούσε τίποτα πάνω του, αντιπαθούσε τα κοσμήματα κάθε είδους. Φορούσε μόνο ένα δαχτυλιδάκι και αυτό ήταν της αγαπημένης του μητέρας και δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Είχε ανάγκη να αισθάνεται ότι η όμορφη σχέση τους δεν θα διακόπτονταν ποτέ ώς το τέλος. Οπως μας είχε εκμυστηρευθεί ο ίδιος, μία από τις επιθυμίες του ήταν το πατρικό της Θεσσαλονίκης να γινόταν μουσείο κινηματογράφου. Ηταν μια σκέψη που τριγυρνούσε στο μυαλό του, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να υλοποιήσει. Η μεγάλη απόσταση και η πολλή δουλειά δεν του επέτρεψαν να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Στην κατοχή του Γιάννη Δαλιανίδη υπήρχαν ακόμη μαγαζιά καθώς επίσης και οικόπεδο στην Καλλιτεχνούπολη, στον Νέο Βουτζά Αττικής.

Θησαυρός τα πνευματικά δικαιώματα

Το κομμάτι εκείνο της περιουσίας του που είναι πραγματικά ανεκτίμητο είναι το έργο του. Οι υπέροχες ταινίες που χάρισε απλόχερα στο κοινό, το τραγούδι και το γέλιο. Γι’ αυτό και ο απλός κόσμος τον αγάπησε πολύ, όπως επίσης και ο κόσμος του κινηματογράφου. Τα ποσοστά από τα δικαιώματα των ταινιών περιέρχονται στη δικαιοδοσία των Δημήτρη και Αγγελου Ιμπροχώρη, όπως και τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Θεσσαλονίκη.

Μόνο από τα πνευματικά δικαιώματα οι κληρονόμοι μπορούν κάθε χρόνο να εισπράττουν ποσά δεκάδων χιλιάδων ευρώ. Τα μιούζικαλ του Φίνου είναι χρυσοφόρα και τα τηλεοπτικά κανάλια για την προβολή τους δίνουν γη και ύδωρ. Θεωρείται το πλέον ακριβοπληρωμένο ελληνικό τηλεοπτικό προϊόν. Και ο Γιάννης Δαλιανίδης υπέγραφε σχεδόν την πλειοψηφία των ταινιών αυτών. Σύμφωνα με πληροφορίες, όλες τις αφίσες του, που είναι πάρα πολλές, ο Γιάννης Δαλιανίδης τις αφήνει στον δημοσιογράφο Ιάσονα Τριανταφυλλίδη τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ.

Αγάπη και φροντίδα για τα ορφανά παιδιά

Η επιθυμία του σκηνοθέτη για το πώς ακριβώς ήθελε να διαθέσει την περιουσία του δεν είχε γίνει ευρέως γνωστή όσο ζούσε. Το μόνο που εκμυστηρευόταν και συζητούσε συχνά με τους ανθρώπους με τους οποίους έκανε στενή παρέα τα τελευταία χρόνια ήταν η πρόθεσή του να βοηθήσει παιδιά που ήταν μόνα στον κόσμο και είχαν ανάγκη από αγάπη και φροντίδα. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό καθώς βρήκε αγάπη και ζεστασιά στο σπιτικό της οικογένειας Δαλιανίδη που τον καλοδέχτηκε και τον ανάθρεψε σαν βασιλόπουλο. Γι’ αυτό και συμβούλευε τα νέα ζευγάρια που δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά να υιοθετήσουν.

«Δεν μπορείτε να ξέρετε τι θεάρεστο έργο είναι να μεγαλώσεις ένα ορφανό! Ρωτήστε και εμένα…» συνήθιζε να λέει. Υπάρχουν πάρα πολλοί που χρωστούν ευγνωμοσύνη στον Γιάννη Δαλιανίδη. Ανθρωποι που τους συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές τους. Ευαίσθητος και συμπονετικός, βοήθησε φτωχά και ορφανά, σπούδασε παιδιά που οι οικογένειές τους δεν είχαν χρήματα και έδωσε ευκαιρίες σε νέους σκηνοθέτες. Αγαπούσε πολύ τους νέους, πίστευε ότι υπάρχουν πολλά ταλέντα ανάμεσά τους και γνώριζε πολύ καλά ότι αυτοί είναι το μέλλον στο οποίο αξίζει να επενδύσει κανείς.

Advertisement

Το μοναδικό ντοκουμέντο από τον Άγνωστο Πόλεμο

Άγνωστο Πόλεμο

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η Μπέτυ Λιβανού ξεκινούσε μια ιδιαίτερα ελπιδοφόρα καριέρα στη Φίνος Φιλμ και πρωταγωνιστούσε σε μια σειρά από επιτυχημένες εμπορικά ταινίες της εποχής.

Μια από αυτές ήταν η ταινία «20 γυναίκες κι εγώ», στην οποία πρωταγωνιστούσε η ίδια μαζί με τον Κώστα Βουτσά, ο οποίος αποτελούσε διαχρονικά «γερό χαρτί» για κάθε ταινία του Φίνου και όχι μόνο.

Η ταινία αποτελούσε κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής κωμωδίας του Γιάννη Δαλιανίδη, η οποία είχε παιχτεί το 1972 σε κεντρική σκηνή της Αθήνας, σε μια πολύ δύσκολη εποχή για τη χώρα.

Ελληνικος κινηματογραφος, 20 γυναίκες κι εγώ, ellinikos kinimatografos
Σκηνή από την ταινία, “20 γυναίκες κι εγώ”.

Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους της πρωτεύουσας στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγες μόνο ημέρες πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Όσον αφορά στην υπόθεση, αυτή αφορά στην ιστορία δύο νέων που θέλουν να παντρευτούν, αλλά σκοντάφουν στα ήθη και στα στερεότυπα της εποχής.

Σε μια επιχείρηση γυναικείων εσωρούχων εργάζεται ο Κώστας Φιλίππου (Κώστας Βουτσάς) και είναι ο μοναδικός άντρας ανάμεσα σε πολλές γυναίκες που αποτελούν το προσωπικό της εταιρείας. Πολλές είναι αυτές που τον βλέπουν σαν υποψήφιο γαμπρό, άλλά ο Κώστας πρέπει να παντρέψει πρώτα τις δύο ανύπαντρες αδερφές του. Η Μπέτυ (Μπέτυ Λιβανού), μια νεαρή που εργάζεται στην επιχείρηση, είναι εκείνη που έχει κερδίσει την καρδιά του Κώστα.

Όταν όμως τολμά να κάνει συζήτηση στο σπίτι του για γάμο, αντιμετωπίζει την οργή της μητέρας του και των κοριτσιών. Έτσι οι δύο νέοι αποφασίζουν να παντρευτούν κρυφά, με αποτέλεσμα να προκύπτουν πολλά προβλήματα, που προκαλούν γέλιο από τη μία, αλλά και πίκρα από την άλλη.

Μαζί με τους Βουτσά και Λιβανού πρωταγωνιστούν οι Σμάρω Στεφανίδου, Ελένη Μαυρομάτη, Μαίρη Μεταξά, Καίτη Ιμπροχώρη, Λυδία Λένωση, Ειρήνη Μαρκογιάννη, Ανθή Γούναρη, Βίλμα Τσακίρη, Κατερίνα Μπούρλου, Άννα Μεταλλίδου κ.α.

Μάλιστα, σε μια από τις σκηνές της ταινίας, η οικογένεια παρακολουθεί στην τηλεόραση την πολύ δημοφιλή τότε ελληνική σειρά «Άγνωστος Πόλεμος», του Νίκου Φώσκολου.

Αυτή η σκηνή αποτελεί και το μοναδικό ντοκουμέντο από το θρυλικό αυτό σίριαλ της εποχής, αφού έχουν χαθεί όλα τα αρχεία του από τα κρατικά κανάλια.

Το σενάριο και η σκηνοθεσία της ταινίας «20 γυναίκες κι εγώ» ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και η μουσική του Μίμη Πλέσσα.

Στην πρώτη της προβολή η ταινία «έκοψε» 129.099 εισιτήρια σε Αθήνα-Πειραιά.

Advertisement

Στηβ Ντούζος: Πήγαινα για απλές εξετάσεις και βρισκόμουν νεκρός

Στηβ Ντούζος

Σοκάρει η περιγραφή του Στηβ Ντούζου στο Down Town και τη Φανή Πλατσατούρα για τις στιγμές που φλέρταρε με τον θάνατο.

Στα 57 του χρόνια,  ο ηθοποιός έφτασε πολλές φορές κοντά στον θάνατο. Ο ίδιος λέει χαριτολογώντας ότι «τέσσερις φορές ήρθε ο χάρος να με πάρει. Τελικά πήρε τα παπούτσια μου, για να μην πω κάτι πιο χοντρό».Η πρώτη φορά ήταν το 1990, όταν ήταν μόλις 33 χρόνων.

«Ζύγιζα 190 κιλά και οι γιατροί μου είχαν δώσει ένα χρόνο ζωής. Γύρισα στον εαυτό μου και του είπα: «Ή κάνεις εγχείρηση και πεθαίνεις πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι ή κάθεσαι και λιώνεις σιγά-σιγά στο σπίτι σου».Τελικά, αποφάσισα να κάνω την πρώτη εγχείρηση αδυνατίσματος που έγινε πειραματικά στην Ελλάδα. Διαμερισματοποίηση στομάχου.

ntouzos stiv

Την ώρα του χειρουργείου σταμάτησε για ενάμισι λεπτό η καρδιά μου και με έφεραν πίσω στη ζωή οι γιατροί.Όταν βγήκα από το νοσοκομείο ζύγιζα πια 78 κιλά, αλλά δεν ήμουν καλά ψυχολογικά. Ένιωθα ότι παραήμουν αδύνατος, φώναζαν «χοντρέ» και γύριζα.Έμπαινα πλαγίως από την πόρτα διαφόρων μαγαζιών επειδή νόμιζα ότι δεν χωρούσα, δεν αναγνώριζα το κορμί μου. Σήμερα είμαι 125 κιλά και θέλω να χάσω γύρω στα 10 κιλά».

Η δεύτερη φορά που κινδύνευσε η ζωή του ήταν το 2001, όταν έπαθε ξανά ανακοπή καρδιάς. Το 2011, πάλι, πήγε για στεφανιογραφία στο νοσοκομείο και έπεσε ξαφνικά το οξυγόνο στο μηδέν, με αποτέλεσμα να μπει στην εντατική σε κωματώδη κατάσταση για 40 ολόκληρες μέρες.

«Πήγα για απλές εξετάσεις και βρέθηκα νεκρός. Για 12 μέρες ήμουν φουσκωμένος, μπλε και κρύος. Κλινικά νεκρός. Οι γιατροί έπιασαν τα παιδιά μου και τους είπαν: «Δυστυχώς ο μπαμπάς σας πεθαίνει».

Ουσιαστικά με έσωσε η γυναίκα μου που 40 μέρες που ήμουν στην εντατική ήταν πάνω από το κεφάλι μου και έλεγε «ο Στηβ είναι μαχητής, ο Στηβ θα τα καταφέρει». Όταν ξύπνησα ήμουν σε άθλια κατάσταση. Το σώμα μου είχε λιώσει, δεν μπορούσα να μιλήσω, ούτε καν να κουνήσω τα δάχτυλά μου. Είχα παραισθήσεις».

Η τέταρτη φορά που βρέθηκα κοντά στο τέλος ήταν το 2013, που είχε άλλη μία ανακοπή καρδιάς αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του. «Σήμερα είμαι καλά στην υγεία μου. Προσπαθώ να προσέχω τη διατροφή μου. Μόνο στη ρακή δεν μπορώ να αντισταθώ, ενώ συνηθίζω να λέω αστειευόμενος ότι «καπνίζω τουριστικά». Έχω 70% αναπηρία από ΧΑΠ δευτέρου βαθμού και καρδιά.Το πότε θα φύγω όμως θα το αποφασίσω εγώ».

Advertisement

Αποδέχτηκε με μόνο έναν όρο

όρο

Κάτι που μέχρι σήμερα δεν γνωρίζαμε για τον μεγάλο Έλληνα ηθοποιό… Σε πρόσφατη συνέντευξη του ο Γιάννης Σμαραγδής έκανε μια αποκάλυψη για τον Σωτήρη Μουστάκα που θα συζητηθεί.

Αναφερόμενος στην συνεργασία τους στο «Εl Greco» λίγο πριν ο μεγάλος ηθοποιός φύγει απο την ζωή, ο γνωστός σκηνοθέτης θέλησε να εξομολογηθεί δημόσια κάτι για τον Σωτήρη Μουστάκα που αποτελεί πρότυπο Έλληνα.

«Όταν πρότεινα στον Σωτήρη Μουστάκα να παίξει στο El Greco, το αποδέχτηκε με έναν όρο: να μην πληρωθεί.

Ήξερε ότι θα πεθάνει.

Ήρθε στο γραφείο μου και μου είπε: θα παίξω αυτό το ρόλο αλλά δεν θέλω να πληρωθώ. Του έδωσα το σενάριο και τις σκηνές που ήταν να παίξει», δήλωσε ο Γιάννης Σμαραγδής και συνέχισε:

« Όταν χρειάστηκε να μικρύνουν οι σκηνές αυτές, και τον ενημέρωσα, μου είπε ότι: δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και του έκοψα αυτό που έλεγε ο Τισιάνο ότι ο «πίνακας αυτός είναι ελληνικός».

Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι άλλο θέλεις να κόψω αλλά μην μου πάρεις από το στόμα αυτού του ρόλου τη λέξη ελληνικός. Θέλω να την πω για πολλούς λόγους αυτή τη λέξη. Αργότερα έμαθα ότι είχε πει πάνω από τον τάφο μου θέλω την ελληνική σημαία. Ήταν μεγάλος πατριώτης, μεγάλος καλλιτέχνης και πολύ σπουδαίος άνθρωπος».

Advertisement

Ιστορίες από τη ζωή της Ρένας Βλαχοπούλου

Ρένα Βλαχοπούλου

«Εζησα άριστη ζωή» λέει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη η Ρένα Βλαχοπούλου. «Αγάπησα, αγαπήθηκα, έβρισα, με βρίσανε. Ολα ήταν ωραία». Από μόνη της, αυτή η δήλωση αναδεικνύει τον χαρακτήρα της λατρεμένης ηθοποιού που πραγματικά έζησε τα πάντα.

Τραγουδούσε από μικρή, παιδάκι, στη γενέτειρά της την Κέρκυρα. Στην πλατεία, πάνω στα τραπέζια των καφενείων, αργότερα στη Λυρική Σκηνή του νησιού. Και είχε τρελό χιούμορ από τότε: όταν τραγουδούσε τον «Θάνατο της Τζίλντας», «πέφτει μια κοτσίδα κάτω και μου φωνάζ’ η μάνα μου από την πλατεία: “Μωρή Ρηνούλα, σου ’πεσε η κοτσίδα”. Και της λέω κι εγώ από τη σκηνή: “Τι θέλεις; Να βγάλω και την άλλη;”». Είναι σαν να τη βλέπουμε μεγάλη σε μια από τις τόσες και τόσες κωμωδίες της…

Ρένα Βλαχοπούλου
Η Ρένα Βλαχοπούλου με τον σκύλο της.

Πλούσιοι γονείς (μια γιαγιά της ήταν Βενετσιάνα), τους έχασε και τους δύο στον πόλεμο, στον πρώτο βομβαρδισμό των Ιταλών. Η Ρένα Βλαχοπούλου πάλεψε σκληρά για να μεγαλώσει τα οκτώ αδέλφια της. Η φωνή της ήταν το εισιτήριο για την Αθήνα. Με δανεικό φουστάνι της Μπέλας Σμάρω τραγούδησε τη «Μικρή χωριατοπούλα, γλυκιά μελαχρινούλα» στην Οαση του Εθνικού Κήπου και έκανε πάταγο.

Η Ρένα Βλαχοπούλου διαψεύδει τη φήμη ότι ο πρώτος σύζυγός της, ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Κώστας Βασιλείου, την έφερε στην Αθήνα από την Κέρκυρα. Στην πρωτεύουσα γνωρίστηκαν. «Με παντρέψανε. Δεν είχα ιδέα από την παντρειά, όπως δεν είχα και ιδέα από σεξ. Δεν ένιωσα τίποτα. Εκείνος ο παλιάνθρωπος τότε, λοιπόν, επειδή έβλεπε από τη φωνή μου μέλλον για φαΐ και λεφτά, μόλις έμεινα έγκυος μου είπε: “Θα το ρίξουμε το παιδί”. Ενα δράμα, δεν θα ξεχάσω ποτέ τους πόνους».

Δεν έπαψε να μισεί απεριόριστα τον Βασιλείου ως τον θάνατό της. Ακολούθησε μια δεύτερη σχέση με άλλον άνδρα και ένα νέο μίσος. Η αλήθεια είναι πως η Βλαχοπούλου δεν ήθελε παιδί. «Δεν τα αγάπησα τα παιδιά ποτέ, ή μάλλον τα αγαπώ όλα τα παιδιά αλλά είχα ευθύνη τότε απέναντι στ’ αδέλφια μου, ποιος θα τα κοιτάξει, ποιος θα τα μεγαλώσει. Γι’ αυτό και δούλευα ασταμάτητα».

Και πάντα, σε αντίθεση με τους ρόλους της, ήταν ένας άνθρωπος χαμηλού προφίλ. «Δεν έζησα βεντετισμούς και όλες αυτές τις αηδίες, πού θα μπει το όνομά μου. Δεν ρώτησα ποτέ, δεν νοιάστηκα ποτέ». Αποκαλυπτική στην αφήγησή της για τη διεθνή περιοδεία της με τον Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο μάλιστα τραγούδησε τζαζ, μια από τις πρώτες στην Ελλάδα. Κάιρο, Βηρυτός, Κωνσταντινούπολη, Περσία. «Ο,τι μαζεύαμε το κάναμε λίρες και κάθε βράδυ τις πλέναμε, τις γυαλίζαμε και τις βάζαμε στην άκρη».

Στην Περσία ο σάχης τούς ξενάγησε στο παλάτι του, η Βλαχοπούλου «φρίκαρε» από τον πλούτο, «δεν μ’ άρεσε, δεν ξαναπάτησα». Αρνήθηκε την καριέρα στην Αμερική («η Αμερική είναι κουραστική και δεν με ενδιέφερε ποτέ να γράψω ιστορία»), ακολούθησε μια νέα αρχή ως τραγουδίστρια της επιθεώρησης το 1951 και το τραγούδι με τις αδελφές Τατά στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι.

Πρώτη επαφή με το σινεμά στις «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Βασίλη Μάρου το 1957, σοουγούμαν στην Πλάκα, ένας μικρός ύμνος για τον Γιάννη Δαλιανίδη που την επέβαλλε στον Φίνο «που δεν με ήθελε» για το «Μερικοί το προτιμούν κρύο». Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν επίσης εκείνος που την «είδε» ως «Χαρτοπαίκτρα», «ήταν ο τρόπος που έπαιζα, ο τρόπος που έβριζα».

Και μια σημαντική λεπτομέρεια: Η πιο διάσημη χαρτοπαίχτρα του ελληνικού θεάματος δεν είχε αγγίξει ποτέ στη ζωή της τράπουλα!

Advertisement

Μία ματιά και εδώ..

Τασσώ Καββαδία 1921-2010

Τασσώ Καββαδία
Η Τασσώ Καββαδία γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1921 στην Πάτρα και ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.Σπούδασε πιάνο στην Αθήνα, ζωγραφική και...

Που γυρίστηκε η Ελληνική ταινία Η Μαρία της σιωπής

Η Μαρία της σιωπής
Η Μαρία είναι η κόρη του μπάρμπα Λάμπρου η οποία είναι  η μουγκή  του χωριού.Ο νέος δάσκαλος του χωριού προσπαθεί να της μάθει την...