Οι λόγοι για την κάμψη του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του 80

κάμψη
Advertisement

Η ξενιτιά για τους Έλληνες δεν είναι κάτι που ανακάλυψαν τα τελευταία χρόνια της κρίσης, αλλά είναι απόλυτα συνυφασμένη με το DNA τους.Τα δύσκολα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, σε μια Ελλάδα κατεστραμμένη οικονομικά και κοινωνικά, ήταν σαφές ότι η ξενιτιά ήταν μονόδρομος.

Advertisement

Τη δεκαετία του 1950 και του 1960 οι Έλληνες που έφευγαν σε χώρες του εξωτερικού, όπως στις ΗΠΑ, στην Γερμανία, στην Αυστραλία και αλλού, αυξάνονταν διαρκώς, λύνοντας σε ένα βαθμό το οικονομικό τους πρόβλημα, δημιουργώντας όμως την ίδια στιγμή τεράστια κοινωνικά ζητήματα, ειδικά από τη στιγμή που άφηναν πίσω τους γυναίκες και παιδιά. Και βέβαια, όταν εκείνα τα χρόνια μιλούσαμε για ξενιτιά, δεν αναφερόμαστε σε μικρά χρονικά διαστήματα, αλλά για πολλά χρόνια παραμονής στις ξένες χώρες, ενώ κάποιοι δεν επέστρεφαν και ποτέ.

Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη
Σκηνή από την ταινία, “Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη”.

Ένα τέτοιο ζήτημα αγγίζει και η ελληνική ταινία με τίτλο «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη», η οποία γυρίστηκε το 1972 από τον κινηματογραφικό οργανισμό Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, στο ρόλο του πατέρα που ξενιτεύτηκε για 20 χρόνια σε μια χώρα της Αφρικής, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του και τα δύο μωρά παιδιά του.

Η ταινία στηρίχθηκε στο ομώνυμο σενάριο των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου, το οποίο αρκετά χρόνια πριν είχε παιχθεί και ως θεατρικό έργο, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη. Είναι σαφές ότι η ταινία δεν είναι κωμωδία, έστω κι αν προσπαθεί να αντλήσει το γέλιο από τον θεατή.

Δεν το καταφέρνει, όχι μόνο λόγω της σοβαρότητας του θέματος που θίγει – όλοι οι Έλληνες εκείνη την εποχή είχαν να θυμηθούν μια αντίστοιχη εμπειρία, από το οικογενειακό τους περιβάλλον -, αλλά κυρίως εξαιτίας της ελαφρότητας με την οποία προσεγγίζεται σκηνοθετικά το θέμα από τον Κώστα Καραγιάννη, τρόπου που μάλλον δεν ήταν ο ενδεδειγμένος. Και όσο κι αν προσπαθεί ο Λάμπρος Κωνσταντάρας «να πάρει πάνω του» την ταινία, δεν το καταφέρνει.

Άλλωστε το 1972 δεν ήταν 1962 και πολύ περισσότερο δεν ήταν 1952, εποχές που ο Κωνσταντάρας έσφυζε από πάθος, μεράκι, αλλά και αντοχές. Δίπλα στον Κωνσταντάρα, στάθηκαν ο Γιώργος Μούτσιος, στο ρόλο του μαύρου υπηρέτη του πρωταγωνιστή, αλλά και η Καίτη Πάνου, ως σύζυγος.

Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Όταν ο Λουκάς (Λάμπρος Κωνσταντάρας) εγκατέλειψε την Ελλάδα για να ξενιτευτεί, άφησε τη γυναίκα του Ελένη (Καίτη Πάνου) μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά και με άλλο ένα στην κοιλιά. Στα δεκαεννέα χρόνια της απουσίας του στο Χαρτούμ, νοσταλγούσε συχνά τον τόπο του και περίμενε με αδημονία τη στιγμή της επιστροφής του. Όταν επιτέλους γυρίζει, συνοδευόμενος από τον μαύρο υπηρέτη του Χουσεΐν (Γιώργος Μούτσιος), βρίσκεται μπροστά σε μια αναπάντεχη πραγματικότητα, καθώς η οικογένειά του τον αγνοεί και προτιμά να παραβρεθεί στη δεξίωση που δίνεται προς τιμήν του γιου του Ανδρέα (Πάνος Τουλιάτος) ο οποίος είναι δεξιοτέχνης του βιολιού.

Όταν δε μαθαίνει ότι η κόρη του Αλίκη (Έλια Καλλιγεράκη) αγαπά έναν απλό υπάλληλο, γίνεται έξαλλος έχοντας γι’ αυτήν άλλα όνειρα. Μέχρι να ξεπεραστούν οι προστριβές ανάμεσα στον Λουκά, που θέλει να το παίξει παραδοσιακός πατέρας, και στα παιδιά του, που έχουν φτιάξει ήδη μια δική τους ζωή, τα τελευταία καταφεύγουν στο σπίτι του θείου Σταμάτη (Λαυρέντης Διανέλλος), του αδελφού του Λουκά, ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια τους έχει σταθεί σαν πραγματικός πατέρας. Από την ταινία δεν θα μπορούσε να λείπει και η Μίτση Κωνσταντάρα, αδελφή του Λάμπρου, η οποία ερμηνεύει τον ρόλο της υπηρέτριας Μαργαρίτας, με τον δικό της χαρακτηριστικό πάντα τρόπο.

Η ταινία δεν σημείωσε εμπορική επιτυχία, κάτι μάλλον αναμενόμενο. Έκοψε 92.400 εισιτήρια τη σεζόν 1972-73 που προβλήθηκε και βρέθηκε στην 22η θέση από πλευράς εισπράξεων, ανάμεσα στις 64 ταινίες της σεζόν εκείνης. «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» για πολλούς αποτελούσε ένα προμήνυμα για την κάμψη του ελληνικού κινηματογράφου τις δεκαετίες του 80’ και του 90’, που ακολούθησαν, τόσο λόγο της τηλεόρασης, όσο και λόγο βιολογικής κούρασης μεγάλων Ελλήνων παραγωγών, όπως ήταν ο Φίνος, ο Κονιτσιώτης, ο Μιχαηλίδης κ.α.

Η εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος είχε πολλές μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες στο roster της, ωστόσο η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι μια από αυτές. Τόσο ο Κωνσταντάρας, όσο και ο Μούτσιος είναι φανερό ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν την αμηχανία τους, ερμηνεύοντας ρόλους που δύσκολα θα αποδέχονταν τα προηγούμενα χρόνια.

Ωστόσο, το οικονομικό κίνητρο υπάρχει πάντα και είναι βέβαια θεμιτό. Μάλιστα, η Ρένα Βλαχοπούλου σε μια δήλωση που έκανε αρκετά χρόνια αργότερα, πήγε το πράγμα ακόμα παραπέρα, εκτιμώντας ότι η εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος έδινε περισσότερα χρήματα στους ηθοποιούς, για να τους αποσπάσει από τον Φίνο, ωστόσο την ίδια στιγμή δεν είχε τα υψηλά ποιοτικά standards του τελευταίου, με αποτέλεσμα η ίδια να εκτιμά ότι έτσι οι ηθοποιοί έχαναν σε κύρος και υστεροφημία.

Δύσκολα ωστόσο κάποιος θα μπορούσε να πάρει θέση σε αυτή την άποψη της Ρένας Βλαχοπούλου, που σε κάποιους ακούγεται ακραία. Καταλήγοντας, να σημειώσουμε ένα ενδιαφέρον tip της ταινίας, το γεγονός ότι η μουσική έχει γραφτεί από τον γιο του Λάμπρου Κωνσταντάρα, Δημήτρη, ενώ σε αυτή τραγουδούν τόσο η Νέλλη Γκίνη, όσο και ο ίδιος ο Γιώργος Μούτσιος.

Προηγούμενο άρθροΟι απιστίες του ελληνικού κινηματογράφου
Επόμενο άρθροΜιχάλης Κακογιάννης 1921-2011