Η ταινία, “Πέντε χιλιάδες ψέμματα” προβλήθηκε τη σαιζόν 1966-1967 και έκοψε 264.607 εισιτήρια. Ήρθε στην 17η θέση σε 117 ταινίες.
-Το σενάριο αυτής της ταινίας είναι διαφορετικό από τα συνηθισμένα εκείνης της εποχής.
-Ο ταλαντούχος Γιώργος Κωνσταντίνου πρωταγωνιστεί αλλά και σκηνοθετεί τη συγκεκριμένη ταινία, στην μοναδική του συνεργασία με την εταιρεία ως σκηνοθέτης.
-Η ηθοποιός Τόνια Καζιάνη κάνει την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση.
Ένας καθηγητής ζητάει από δύο φτωχούς φοιτητές της νομικής, να κλέψουν με το αζημίωτο ένα σπάνιο αγαλματίδιο, από το σπίτι ενός συλλέκτη. Μετά την επιτυχή έκβαση της κλοπής, ο καθηγητής πεθαίνει από τη χαρά του και οι δύο φοιτητές αποφασίζουν να επιστρέψουν το αγαλματίδιο στον δικαιούχο. Εκεί θα γνωρίσουν τις κόρες του, στις οποίες θα πουν άπειρα ψέματα…
Η ταινία, “Παράνομοι πόθοι” προβλήθηκε τη σαιζόν 1965-1966 και έκοψε 140.698 εισιτήρια. Ήρθε στην 43η θέση σε 101 ταινίες.
-Η ταινία σε πολλά σημεία της, θυμίζει την κλασική ταινία, “Η Γέφυρα της Aμαρτίας” του Μέλβιν Λερόι.
Περίληψη της ταινίας, “Παράνομοι πόθοι”
Ο πλούσιος Πέτρος και η Ελένη, που έχει αυστηρό αδελφό, έχουν σχέση που περνάει δύσκολη περίοδο εξαιτίας του οικογενειακού τους περιβάλλοντος και ιδιαίτερα της μητέρας του.
Εκείνος πάει φαντάρος, τα ίχνη του χάνονται, και εκείνη διώχνεται από τον ίδιο της τον αδελφό και βρίσκεται στο δρόμο.
Ένας προαγωγός (Βαγγέλης Σειληνός) την εκμεταλλεύεται και γίνεται στριπτιζέζ σε καμπαρέ. Μετά από καιρό εμφανίζεται, το ζευγάρι είναι ξανά μαζί, αλλά εκείνη δεν του αναφέρει τι δουλειά κάνει.
Ώσπου ένας φίλος λέει στο νεαρό την αλήθεια και τον πηγαίνει στον καμπαρέ…
Η ταινία, “Ο εμίρης και ο κακομοίρης” προβλήθηκε τη σαιζόν 1964-1965 και έκοψε 395.654 εισιτήρια. Ήρθε στην 8η θέση σε 93 ταινίες. Πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου των Κώστα Πρετεντέρη και Ασημάκη Γιαλαμά.
Περίληψη της ταινίας, “Ο εμίρης και ο κακομοίρης”
Ο εμίρης Αβδουραχμάν ο Α’ του Κεϊμπούτ-Καμπίρ φτάνει ινκόγκνιτο στην Ελλάδα για διακοπές, αλλά και για να συναντήσει τον γιο του, πρίγκιπα Αμπντουλάχ, που σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα συνεργάζεται με το Επαναστατικό Κίνημα της πατρίδας του για την ανατροπή του πατέρα του.
Στο ξενοδοχείο Μον Παρνές, όπου θα καταλύσει ο εμίρης, η ελληνική εταιρεία Άρπα Κόλλα Φιλμ γυρίζει μια ταινία, κι ένας κομπάρσος, ο Ανδρέας, που υποδύεται έναν πλωτάρχη, γνωρίζεται με την κατά το ήμισυ Ελληνίδα κόρη του εμίρη, την Γκιουλινάρ, η οποία τον εκλαμβάνει ως αξιωματικό του ναυτικού, σταλμένο από την κυβέρνηση για να τη συνοδεύσει.
Αλληλοερωτεύονται, βέβαια, αλλά η συνωνυμία του ψευτοπλωτάρχη μ’ έναν υποπλοίαρχο, τον οδηγεί στη φυλακή. Τρεις μήνες αργότερα, μετά την αποφυλάκισή του, ο φίλος του Φίφης οδηγεί τον Ανδρέα στο καμπαρέ Κεϊμπούτ-Καμίρ, που έχει ανοίξει στην Ελλάδα ο εμίρης Αβδουραχμάν, μετά την επικράτηση του Επαναστατικού Κινήματος στη χώρα του και την απώλεια της εξουσίας. Ο Ανδρέας ομολογεί την αλήθεια στην Γκιουλινάρ, που τον αγαπά πραγματικά και αδιαφορεί για το ότι είναι ένας φτωχός κομπάρσος.
-Κέρδισε τη “Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας”, της “Αμερικανικής Ένωσης Τύπου 1957”.
-Κέρδισε το “Αργυρό Βραβείο” στο “Φεστιβάλ Μόσχας 1957”.
Περίληψη: Με φόντο τα μαγικά τοπία της Ύδρας, η ταινία αφηγείται την τραγική ιστορία αγάπης μεταξύ του Αθηναίου συγγραφέα Παύλου και της Μαρίνας, μιας νεαρής κοπέλας από την Ύδρα. Δυο φίλοι από την Αθήνα, ο Παύλος και ο Αντώνης (Νότης Περγιάλης) αρχιτέκτονας, επισκέπτονται την Ύδρα για ολιγοήμερες διακοπές. Εκεί βρίσκουν κατάλυμα στο παλιό αρχοντικό μιας οικογένειας που βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής της μικρής κοινωνίας του τόπου. Ο πατέρας άλλοτε έμπορος, έχει πεθάνει στην Κατοχή, η νέα χήρα μητέρα η Φρόσω (Ελένη Ζαφειρίου) εμπλέκεται σε ανεπίτρεπτες για την κλειστή κοινωνία του νησιού ερωτικές περιπέτειες, ο γιος (Ανέστης Βλάχος) υπερασπίζεται με κάθε τρόπο την τιμή της οικογένειας, και η κόρη η Μαρίνα, αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια τη θλίψη της για τον πρόσφατο θάνατο της αδελφής της και την ντροπή για τον ξεπεσμό της οικογένειας. Η Μαρίνα και ο Παύλος θα ερωτευτούν και θα έρθουν αντιμέτωποι με τους ντόπιους. Η αντιπαράθεση θα κορυφωθεί με ένα τραγικό γεγονός που συγκλονίζει το ζευγάρι, αλλά κυρίως τους κατοίκους του νησιού.
Ο Θάνος Λειβαδίτης ήταν ηθοποιός, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής. Γεννήθηκε στη Λαμία το 1934. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών (στο εργαστήρι του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη).
Έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό μέσα από την τηλεόραση. Πρωταγωνίστησε σε σειρές είτε ως δικηγόρος είτε ως δημοσιογράφος ή ως απλός άνθρωπος που μετατρέπεται σε ντετέκτιβ για να συμβάλει στην απονομή της δικαιοσύνης.
Το 1959 τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου παραμένοντας σ΄ αυτό μέχρι το 1972.
Μέμα Σταθοπουλου και Θάνος Λειβαδίτης σε φωτογράφιση την εποχή που ζούσαν έναν μεγάλο έρωτα.
Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή το 1959 στο «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, ερμηνεύοντας το Βαλέριο. Ακολούθησε ο ρόλος του Αίμωνα στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, του Νεοπτόλεμου στο «Φιλοκτήτη», του Μάλκομ στο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, του αγγελιαφόρου στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, του Μενοικέα στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη κ.ά.
Ο Θάνος Λειβαδίτης είχε συμμετάσχει σε διεθνή θεατρικά φεστιβάλ, όπως στο Teatre de Nations (Παρίσι) το 1962, στο World Theater Season (Λονδίνο) το 1966.
Ο Θάνος Λειβαδίτης έγραψε παράλληλα 30 σενάρια για το κινηματογράφο και πρωταγωνίστησε σε 24 ελληνικές κινηματογραφικές παραγωγές (ταινίες). Στις ταινίες του συμπρωταγωνιστούσε σχεδόν πάντα με την αξέχαστη ηθοποιό Μέμα Σταθοπούλου.
Περισσότερο γνωστός όμως έγινε από τη τηλεοπτική του καρίέρα που άρχισε το 1974 με τη τότε μεγάλη επιτυχία «Οι Δίκαιοι» (σειρά που κράτησε 3 χρόνια) την οποία ακολούθησαν σειρά επιτυχιών όπως «Οι Αξιόπιστοι» 1981, «Οι Ιερόσυλοι» 1983, «Η Βεντέτα» 1987, «Η Έκτη Εντολή» 1989, «Η Δίκη» 1991, και «Η Οργή των Θεών» το 1994.
Σεναριογράφος και πρωταγωνιστής στους ρόλους του δικηγόρου Άγγελου Καρνέζη, του δημοσιογράφου Άρη Μαρτέλη προκειμένου να συμβάλει στην απονομή της δικαιοσύνης. Τιμήθηκε με το Κορφιάτικο Βραβείο Σεναρίου το 1984 για το σίριαλ «Οι Ιερόσυλοι».
Ο Θάνος Λειβαδίτης έφυγε από τη ζωή την 1η Σεπτεμβρίου του 2005 σε ηλικία 71 ετών στην Γενική Κλινική Αθηνών, καταβεβλημένος από τον καρκίνο. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο.
Η Μαρίκα Νέζερ ήταν Ελληνίδα ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1906 και πέθανε στην Αθήνα στις 18 Ιουλίου του 1989.
Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Νέζερ και της ηθοποιού και μίμου Κλεοπάτρας Νέζερ, αδερφή του Χριστόφορου Νέζερ (1903-1995), εξαδέλφη του Χριστόφορου Νέζερ (1887 – 1970) και εγγονή του Χριστόφορου Νέζερ, φρούραρχου Αθηνών και Υπασπιστή του Βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα. Στα πρώτα της θεατρικά βήματα έπαιζε με την αδερφή της Κατίνα (ονομάζονταν “Τα Νεζεράκια”).
Από 13 ετών ανήλθε στη θεατρική σκηνή στο Κάιρο όπου και κατέλαβε διαπρεπή θέση κυρίως στο μουσικό επιθεωρησιακό είδος. Το 1927 συνεργάστηκε με τον Θίασο του Ι. Παπαϊωάννου και εμφανίστηκε στις οπερέτες: «Ο χορός της τύχης», «Μαμζέλ Νιτούς», «Χαλιμά» και «Κρυφό Ρομάντσο» (οι δύο τελευταίες του Θ. Σακελλαρίδη).
Διέπρεψε στις επιθεωρησιακές παραστάσεις και τα συγκροτήματα της Σοφίας Βέμπο με το χαρακτηριστικό τύπο της “καρατερίστας”.
Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο ρόλο της Μαντάμ Σουσούς του Ψαθά, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη εκτιμούσε ιδιαίτερα το υποκριτικό της ταλέντο και προσπαθούσε να την εντάξει σε πιο σοβαρά θεάματα. Της έλεγε: «Εσύ, τι θέλεις και παίζεις στην επίδειξη μπουτιών; Εσύ, πρέπει να παίζεις δράμα μαζί μου».
Σε μια εξομολόγηση που έκανε στην Σπεράντζα Βρανά, εξομολογούταν ότι ζούσε για το χειροκρότημα. «Εγώ έτσι και δεν με χειροκροτούσαν πολύ, έπεφτα στο θάνατο, απελπισία σκέτη. Αγωνία και χαρά 65 ολόκληρα χρόνια!»…
Μέχρι μεγάλης ηλικίας συμμετείχε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες μεταξύ των οποίων και στο “Της κακομοίρας” του Ντίνου Κατσουρίδη όπου και σημείωσε ίσως τη μεγαλύτερη κινηματογραφική της επιτυχία ως προξενήτρα του Κυρ Παντελή (Κώστας Δούκας) με την Λίτσα (Ντίνα Τριάντη).
Ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Ερρίκο Κονταρίνη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν κατάκοιτη, μαζί με την επίσης κατάκοιτη αδερφή του άντρα της.
Απεβίωσε στις 18 Ιουλίου 1989 σε ηλικία 83 ετών και κηδεύτηκε με παρουσία τεσσάρων μόνο καλλιτεχνών, στο Κοιμητήριο του Βύρωνα.
Εγγονός της είναι ο γνωστός ηθοποιός, Γιώργος Πυρπασόπουλος.
Φιλμογραφία
Μαντάμ Σουσού (1948) Το στραβόξυλο (1952) Χαλιμα (1954) Δολλάρια και όνειρα (1956) Τζιπ περίπτερο κι αγάπη (1957) Της τύχης τα γραμμένα (1957) Ένας βλάκας και μισός (1959) Το έξυπνο πουλί (1961) Η Ελληνίδα και ο έρωτας (1962) Ένας βλάκας… με πατέντα! (1963) Μικροί και μεγάλοι εν δράσει (1963) Ο ταυρομάχος προχωρεί! (1963) Οι τουρίστες (1963) Της κακομοίρας (1963) Το γέλιο βγήκε απ’ τον Παράδεισο (1963) Ο πολύτεκνος (1964) Αυτοί που ξέχασαν το Θεό (1964) Ο μεγάλος όρκος (1965) Δοσατζού επιχείρησις γαμπρός (1966) Εισπράκτωρ 007 (1966) Ο παλιάτσος (1968) Αλτ! και σ’ έφαγα (1969) Ένας άφραγκος Ωνάσης (1969) Ο τζαναμπέτης (1969) Το στραβόξυλο (1969) Ο νάνος και οι 7 χιονάτες (1970) Ο τρελλός της πλατείας Αγάμων (1970) Όμορφες μέρες (1970) Ο Ντιρλαντάς (1970) Η κρεββατομουρμούρα (1971) Μια νταντά και τέζα όλοι (1971) Ο καουμπόυ του Μεταξουργείου (1971) Η προεδρίνα (1972) Ο Πατούχας (1972) Όλοι θα ζήσουμε (1974) Μονά… ζυγά δικά μου (1979) Ταξείδι του μέλιτος (1979) Πολίτες Β`Κατηγορίας (1981) Επικίνδυνο παιχνίδι – η αναμέτρηση (1982)
Θεατρικές παραστάσεις
Σελίδα περιεχομένου Ακουαρέλλες (1943) Ζητείται ψεύτης (1953) Κοντή φούστα (1953) Μ’ αγαπά-δεν μ’ αγαπά (1949) Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα (1957) Οι τρεις αδελφές (1932) Παπαγάλος 33 (1933) Χρυσά κουτάλια (1953)
Η Μέμα Σταθοπούλου άφησε ευκρινές το αποτύπωμά της στη χρυσή εποχή του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου, παρότι η καριέρα της κράτησε λίγα χρόνια. Ξανθιά, πανέμορφη, με αρχοντικό στιλ και παρουσιαστικό που έφερνε στις γαλλίδες σταρ της εποχής – την Μπριζίτ Μπαρντό και τη Δαλιδά – έπαιξε σε περίπου 30 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν δακρύβρεχτα ερωτικά δράματα.
Η Μέμα (Δήμητρα) Σταθοπούλου, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1941 (κατ’ άλλους το 1942) και από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και το χορό.
Μία άγνωστη στους περισσότερους λεπτομέρεια της ζωής της είχε αποκαλύψει ο 70χρονος αδελφός της, Νίκος Σταθόπουλος. Η Μέμα Σταθοπούλου ως μαθήτρια λάβαινε μέρος σε σχολικά αθλητικά πρωταθλήματα ενώ μετείχε ως αθλήτρια του στίβου και στην ομάδα της Παναχαικής.
Ήταν πολύ καλή στο άλμα εις ύψος και μάλιστα τότε γύριζε την Ελλάδα για αγώνες όπου είχε κατακτήσει πολλές διακρίσεις κύπελλα και μετάλλια. Ο αρχικός της στόχος ήταν να ανέβει στην Αθήνα και να δώσει εξετάσεις για την Γυμναστική Ακαδημία, είχε μάλιστα προετοιμαστεί γι’ αυτό κι έτσι πίστευαν οι γονείς της και ο μικρότερος αδελφός της. Ωστόσο επιστρέφοντας στην Πάτρα από τη Αθήνα όπου είχε πάει για τις εξετάσεις, στο ερώτημα του πατέρα της Γιώργου πώς τα πήγε απήντησε με θάρρος και εκείνη την υπέροχη νευρώδη φωνή της, πως είχε πετύχει αλλά όχι στην Γυμναστική Ακαδημία αλλά στο θέατρο.
Στα 18 της η Μέμα Σταθοπούλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αντί για τη Γυμναστική Ακαδημία προτίμησε να ακολουθήσει τον καλλιτεχνικό δρόμο. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Σχολή του Πέλου Κατσέλη και τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της το 1963 και τον επόμενο χρόνο πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο ως πρωταγωνίστρια στο έργο «Δικέφαλος Αετός» του Ζαν Κοκτό, με τον θίασο του Δημήτρη Χορν. Αμέσως μετά πρωταγωνίστησε στο έργο του Αντρέ Ρουσέν «Ένας έρωτας που δεν τελειώνει ποτέ», δίνοντας μία από τις σημαντικότερες ερμηνείες της, η οποία την καθιέρωσε ως ηθοποιό.
Στον κινηματογράφο η Μέμα Σταθοπούλου πρωτοεμφανίστηκε το 1964, στην περιπέτεια του Πάνου Λάφη «Οι Επικίνδυνοι» δίπλα στον Μάνο Κατράκη, την Γκιζέλα Ντάλι και τον Θάνο Λειβαδίτη. Έπαιξε σε περίπου 30 ταινίες, στις 15 από τις οποίες συμπρωταγωνίστησε με τον Θάνο Λειβαδίτη, με τον οποίο υπήρξε ζευγάρι στη ζωή, στη σκηνή και την οθόνη. Μεγάλες επιτυχίες υπήρξαν οι ταινίες «Επιστροφή» (1965), «Ο Νικητής» (1965), «Με ιδρώτα και δάκρυα» (1965), «Η παραστρατημένη» (1966), «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» (1967), «Το κορίτσι της οργής» (1967), «Του χωρισμού το τρένο» (1967), «Ένας μάγκας στα σαλόνια» (1969), «Ένας άφραγκος Ωνάσης» (1969), «Φουκαράδες και Λεφτάδες» (1970), «Ο τρελός της πλατείας Αγάμων» (1970), «Κάθε ναυάγιο και μια κόλαση» (1971) κ.ά.
Λίγο πριν από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, η Μέμα Σταθοπούλου εγκατέλειψε το χώρο του θεάματος, μετά το γάμο της με τον βιομήχανο Δημήτρη Μαρούση, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και την Ελένη.
Μετά τον χωρισμό της τη δεκαετία του ’80 επέλεξε να επιστρέψει στη γενέτειρά της, την Πάτρα. Για ένα διάστημα ασχολήθηκε με το εμπόριο, έχοντας ανοίξει μία μπουτίκ γυναικείων ενδυμάτων.
Η Μέμα Σταθοπούλου έφυγε από τη ζωή στην Πάτρα στις 17 Οκτωβρίου 1999, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο.
Η κηδεία της έγινε ένα συννεφιασμένο απόγευμα στο Β΄ Κοιμητήριο της Πάτρας με χιλιάδες Πατρινούς, αλλά οι ηθοποιοί δεν πήγαν στην κηδεία της εκτός από την Άννα Φόνσου δικαιολογώντας τους ηθοποιούς ως πρόεδρός τους στους δημοσιογράφους ότι η απόσταση ήταν αυτή που ευθυνόταν για την απουσία τους.
Τραγικές φιγούρες η γρια μάνα της και τα παιδιά της. Εκεί ήταν και ο παρτενέρ της στις ταινίες ο Θάνος Λειβαδίτης με την οποία διατηρούσαν άριστες σχέσεις ως το τέλος της ζωής της.
Η κόρη της Μέμας Σταθοπούλου σκοτώθηκε σε τροχαίο το 2005, έξι χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της.
Η Νάντια Φοντάνα (Κορνηλία Μακρίδου) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 04 Δεκεμβρίου του 1944. Ο πατέρας της κατάγεται από το Κάιρο της Αιγύπτου και η μητέρα της από την Κωνσταντινούπολη. Σε νηπιακή ηλικία άρχισε σπουδές στον χορό. Στα δεκατέσσερα, ο Γιάννης Φλερύ και η Λίντα Άλμα ανακάλυψαν το ταλέντο της και της πρότειναν την πρώτη της δουλειά, στο «Μετροπόλιταν».
Η Νάντια Φοντάνα συνεργάστηκε με εξαίρετους χορογράφους, όπως ο Μανώλης Καστρινός και ο Τάκης Βαρλάμος. Το 1965 συναντήθηκε on stage με τον Φώτη Μεταξόπουλο, στο κέντρο «Παλιά Αθήνα» όπου εμφανίζονταν -μεταξύ άλλων- οι Γιώργος Μουζάκης και Γιάννης Βογιατζής.
Η Νάντια Φοντάνα και ο Φώτης Μεταξόπουλος.
Λέγεται ότι υπήρξε η 14η στη σειρά παρτενέρ που δοκίμασε ο Μεταξόπουλος μέχρι να κατασταλάξει σε εκείνην, να τη «βαφτίσει» Φοντάνα και το 1970 να την παντρευτεί.
Από εκείνη τη χρονιά μέχρι το 1980 που χώρισαν, το θρυλικό ντουέτο Μεταξόπουλος – Φοντάνα θα εμφανιστεί στις πιο μεγάλες σκηνές και πίστες της Αθήνας, γράφοντας τη δική του λαμπρή ιστορία. Ένας ακόμη σημαντικός άνδρας της ζωής της ήταν ο πρώην βουλευτής Γιώργος Λιάνης, τον οποίο η ίδια αποκαλούσε «ψυχούλα».
Η ταινία, “Ιφιγένεια” προβλήθηκε τη σαιζόν 1977-1978 και έκοψε 61.803 εισιτήρια. Ήρθε στην 2η θέση σε 17 ταινίες.
Στην “Ιφιγένεια” κάνουν την πρώτη τους κινηματογραφική εμφάνιση οι Πάνος Μιχαλόπουλος και Τατιάνα Παπαμόσχου.
Δύο βραβεία: “Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1977” (“Βραβείο Καλύτερης Ταινίας” και “Βραβείο Πρώτου Γυναικείου Ρόλου” στην Τατιάνα Παπαμόσχου). Επίσης, συμμετείχε στο “Φεστιβάλ Καννών 1978” με υποψηφιότητα για “Όσκαρ Ξένης Ταινίας”.
Περίληψη της ταινίας, “Ιφιγένεια”
Μετά την από τον Πάρη απαγωγή της βασίλισσας της Σπάρτης, της ωραίας Ελένης, οι έλληνες βασιλείς αποφασίζουν να εκδικηθούν την προσβολή που έγινε στον σύζυγό της Μενέλαο, και υπό την αρχιστρατηγία του βασιλιά των Μυκηνών, του Αγαμέμνονα, συγκεντρώνονται με χίλια πλοία στην Αυλίδα κι ετοιμάζονται να αποπλεύσουν για την Τροία.
Όμως ο απόπλους είναι αδύνατος διότι δεν φυσάει ούριος άνεμος. Ο Αγαμέμνων, αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της πείνας και της ανταρσίας, επιχειρεί να καταστείλει τις ηγετικές φιλοδοξίες του μάντη Κάλχα, σκοτώνοντας τα ιερά ζώα του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια επίδειξης δύναμης.
Ο Κάλχας αντεπιτίθεται με τη μοναδική δύναμη που κατέχει, το λόγο των θεών, και χρησμοδοτεί ότι οι άνεμοι θα φυσήξουν μόνον αν ο αρχιστράτηγος θυσιάσει την κόρη του.
Παγιδευμένος από τη φιλοδοξία του κι ελπίζοντας να κερδίσει χρόνο, ο Αγαμέμνων καλεί την Ιφιγένεια στην Αυλίδα, με πρόσχημα ότι θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Η Κλυταιμνήστρα, παρά την προσταγή του άντρα της, συνοδεύει την κόρη και βρίσκεται αντιμέτωπη με το τρομερό γεγονός.
Οι παρακλήσεις μητέρας και κόρης δεν μεταπείθουν τον Αγαμέμνονα, η Ιφιγένεια αφήνεται στο μοιραίο, και οδηγείται με τη θέλησή της στο βωμό. Καθώς, όμως, χάνεται στο μούχρωμα, αρχίζει να φυσά ούριος άνεμος και τα πλοία μπορούν τώρα να αποπλεύσουν.
Ο Γιώργος Κατσαρός γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 7 Μαρτίου του 1934 και είναι Έλληνας συνθέτης, μαέστρος και δεξιοτέχνης του σαξόφωνου με διεθνή καριέρα. Διετέλεσε Διευθυντής της ορχήστρας του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας κατά τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο Γιώργος Κατσαρός φοίτησε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι απόφοιτος του Ελληνικού Ωδείου. Πάμπολλες συνθέσεις του έχουν παρουσιαστεί από το 1959 που πρωτοξεκίνησε στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση καθώς και σε πολλούς μουσικούς δίσκους.
Ο Γιώργος Κατσαρός και η Μιρέλλα είχαν παντρευτεί το 1969 και απέκτησαν δύο παιδιά, τον δημοσιογράφο Αντώνη Κατσαρό και τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Κατσαρό.
Ο Γιώργος Κατσαρός είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, της Ένωσης Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδος και του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου. Έχει δώσει πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπως στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αλβανία, τη Βραζιλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία κ.α.
Έχει τιμηθεί με το Β΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Σόποτ της Πολωνίας και Βρυξελλών (1965), το Γ΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ τραγουδιού Μάλτας (1969), και το Δ΄ Βραβείο Φεστιβάλ τραγουδιού στο Ρίο ντε Τζανέιρο (1970). Επίσης έχει λάβει μέρος στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision του 1974 ως συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας και ως μέλος σε πολλές καλλιτεχνικές επιτροπές ανάδειξης νέων καλλιτεχνών. Το 1960 έδωσε εξετάσεις, τις οποίες πέρασε και διετέλεσε μαέστρος της μεγάλης Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ).
Κατά τη Στρατιωτική δικτατορία συμμετείχε στους χουντικούς εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς και τραγουδιστές. Ο Κατσαρός ήταν ένας από τους Διευθυντές της ορχήστρας του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας.
Μελοποίησε τον χουντικό Ύμνο της 21ης Απριλίου σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη.
Ο Γιώργος Κατσαρός είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών (Παλαιό Φάληρο). Έχει διατελέσει κατά το παρελθόν μέλος του Δ.Σ. του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου.
Ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες στις οποίες έχει γράψει/επιμεληθεί τη μουσική:
Η Λίλη Παπαγιάννη ήταν ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου του 1927 (Ημερολόγιο ΤΑΣΕΗ) και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης απ’ όπου αποφοίτησε το 1958.
Συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και το 1965 συγκρότησαν με το σύζυγό της Ανδρέα Φιλιππίδη δικό τους θίασο. Αργότερα πρωταγωνίστησε για αρκετά χρόνια στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΒΘΕ) και από το 1982 έως το 1988 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο. Αξιοπρόσεκτες ήταν και οι εμφανίσεις της σε παραστάσεις αρχαίου δράματος με το θίασο του Δημήτρη Ποταμίτη. Πρωταγωνίστησε, επίσης, σε τηλεοπτικά θεατρικά έργα.
Για την ερμηνεία του ρόλου της «Ειρήνης» στην πολυβραβευμένη ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Η Εκδρομή», τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας από τους κριτικούς στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1966.
Με τον Ανδρέα Φιλιππίδη έζησαν αχώριστοι από τη γνωριμία τους, το 1957, έως τον θάνατό του, το 1989.
Η Λίλη Παπαγιάννη, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, πέθανε στις 12 Μαΐου 2015, σε ηλικία 88 ετών.
Ο Τόλης Βοσκόπουλος ήταν ένας από τους σημαντικότερους τραγουδιστές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, και μακράν ο πιο εμπορικός. Όταν πρωτοξεκίνησε στο τραγούδι λόγω του στυλ, του στησίματος του στο πάλκο, και του τρόπου ερμηνείας και ντυσίματος, οι φανατικοί θαυμαστές του τον αποκαλούσαν Πρίγκιπα. Ένας καλλιτέχνης που έχει φανατικούς θαυμαστές, και όπως λένε χαρακτηριστικά «τον Βοσκόπουλο ή θα τον λατρεύεις ή δεν θα τον ακούς καθόλου».
Ο Τόλης Βοσκόπουλος βρισκόταν στην κορυφή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού για δεκαετίες, γεγονός που οδήγησε τον εξίσου μεγάλο καλλιτέχνη και στιχουργό σε πολλές επιτυχίες του Γιάννη Πάριο να δηλώσει: «ο μόνος σταρ που έχει η Ελλάδα είναι ο Τόλης». Μάλιστα όπως έχει δηλώσει ο Γιώργος Γερολυμάτος τη δεκαετία του 1970 οι νέοι τραγουδιστές έσπαγαν το δόντι τους προκειμένου να μοιάσουν στον Βοσκόπουλο (λόγω της χαρακτηριστικής οδοντοστοιχίας του καλλιτέχνη).
Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του σημειώνει: «Ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος. Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα όταν ανεβαίνεις σου λέει: φάε με για θα σε φάω. Να ξηγιόμαστε. Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος».
Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Τόλης Βοσκόπουλος κάποτε σε συνέντευξη του στη δημοσιογράφο Σεμίνα Διγενή, «ξεκινώντας το τραγούδι, πήρα μαζί μου και τον ηθοποιό Βοσκόπουλο».
Ο Τόλης Βοσκόπουλος και η Ζωή Λάσκαρη.
Κατά περιόδους έχει γράψει τραγούδια τόσο σε στίχο όσο και μουσική που έχει συμπεριλάβει σε προσωπικούς του δίσκους ή τα έχουν ερμηνεύσει άλλοι καλλιτέχνες, με πιο γνωστό το ντουέτο του με τη Μαρινέλλα, Εγώ κι εσύ το 1974 το οποίο έκανε ρεκόρ πωλήσεων και τραγουδιέται μέχρι και σήμερα.
Ανάμεσα στους θαυμαστές του υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τον λαϊκό κόσμο των εργατικών συνοικιών, μέχρι την οικονομική ελίτ των εφοπλιστών, και βέβαια τον αείμνηστο Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Τόλης Βοσκόπουλος γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1940 στον Πειραιά (Κοκκινιά). Είναι το δωδέκατο παιδί της οικογένειας Βοσκόπουλου (είχει 11 αδελφές).
Ο περίγυρός του ήταν άνθρωποι δίχως ακαδημαϊκή καλλιέργεια αλλά μέσα από τη γειτονιά έμαθε πολλά πράγματα. Ο πατέρας του, ταπεινός πρόσφυγας, πάλεψε και πέτυχε το ακατόρθωτο, ή τουλάχιστον κάτι πολύ δύσκολο για τις συνθήκες στις οποίες το έπραξε. Να έχει δικό του μανάβικο στη Λαχαναγορά, στα Λεμονάδικα.
Μάλιστα είχε βάλει και μια μεγάλη ταμπέλα στο μαγαζί με το όνομά του. Όταν έκλεινε η Λαχαναγορά, καθόταν αρκετές ώρες να την κοιτάζει και να απολαμβάνει την προκοπή του.
Το όνειρό του ήταν να έχει γιούς να συνεχίσουν την σπορά του. Αλλά εκείνος έκανε κορίτσια. Και δίδυμα και και … και όλα θηλυκά. Στο 12 παιδί ήρθε ο γιος.
Μάλιστα παρότι Απόστολος δεν γιορτάζει των Αποστόλων αλλά στις 16 Αυγούστου. Κι αυτό γιατί στο εμπόριο που έκανε ο πατέρας του, τον έταξε στον Βόλο, στη μονή του Αγίου Αποστόλου του Νέου στην γενέτειρά του, τον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου.
Το όνομά του ήταν Τόλιος… έτσι τον φωνάζανε όλοι. Αργότερα, όταν ασχολήθηκε με τα καλλιτεχνικά, επειδή του φαινότανε λίγο ιταλικό, το έκανε Τόλης, για να μη τον μπερδεύουνε.
Ο Τόλης Βοσκόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο, σε ηλικία 18 ετών σε σκηνοθεσία Θάνου Τράγκα, το 1963, έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Μπήκε στη δισκογραφία με το τραγούδι Βήμα-βήμα του αξέχαστου μουσικοσυνθέτη Λυκούργου Μαρκέα. Η καθιέρωσή του στο πεντάγραμμο ήρθε με την Άγωνία τη σημαδιακή χρονιά του 1968 (σύνθεση Γιώργου Ζαμπέτα) που μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα ξεπέρασε τις 300.000 πωλήσεις, ένα άπιαστο νούμερο για εκείνη την εποχή.
Έχει ένα εντυπωσιακό φάσμα συνεργασιών, ερμηνεύοντας τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, του Μίμη Πλέσσα, του Άκη Πάνου, του Θανάση Πολυκανδριώτη, του Μάριου Τόκα, του Γιάννη Πάριου, του Γιώργου Κατσαρού, του Κώστα Βίρβου, του Φοίβου και πολλών άλλων.
Στην ιστορία έχει μείνει η συνεργασία του με τον Στράτο Διονυσίου. Μάλιστα όταν οι 2 καλλιτέχνες τραγουδούσαν στη Θεσσαλονίκη ένα απόγευμα αποφάσισαν να πάνε να παίξουν μπιλιάρδο. Η αγάπη του κόσμου για τα λαϊκά είδωλα ήταν τόσο μεγάλη που μέσα σε λίγη ώρα έξω από τη καφετέρια είχαν μαζευτεί χιλιάδες θαυμαστές με αποτέλεσμα να χρειαστεί η συνδρομή της αστυνομίας προκειμένου να μπορέσουν να βγούν από το μαγαζί.
Για παραπάνω από 35 χρόνια όλες του οι εμφανίσεις ήταν sold-out με τον Πρίγκιπα να αποθεώνεται από τους φανατικούς θαυμαστές.
Τραγούδια-επιτυχίες όπως «Δυο καρδιές», «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Και εσύ θα φύγεις», «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», «Οι άντρες δε μιλούν πολύ», «Άιντε στην υγειά της», «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρο μας», «Της Χελιδονούς το ρέμα», «Τσιγγάνα για χατίρι σου», «Ψύλλοι στα αφτιά μου», «Μου χρωστάει μια αγάπη η ζωή» και πόσα άλλα, όλα αγαπημένα, ακόμα και από κείνους που δεν λάτρεψαν το Βοσκόπουλο.
Γιατί ο Βοσκόπουλος αμφισβητήθηκε πολύ. Όμως, τι είδωλο θα ‘ταν αν δεν είχε παράφορες και ακραίες τόσο αγάπες, όσο και αντιπάθειες;
Τη δεκαετία του 1980 ο Τόλης Βοσκόπουλος θα καθιερωθεί ως Πρίγκιπας του ελληνικού τραγουδιού με φανατικούς θαυμαστές που κάνουν κάθε δίσκο του χρυσό και πλατινένιο ενώ παράλληλα κάνουν κράτηση στα κέντρα που εμφανίζεται με το μήνα προκειμένου να εξασφαλίσουν προνομιακή θέση, κοντά στο είδωλο τους.
Το 2000 βραβεύτηκε από τα βραβεία ΠΟΠ ΚΟΡΝ (μετέπειτα Αρίων) για την συνολική προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι.
Το 2005 τραγούδησε σε 5000 άτομα στο φρούριο της Κέρκυρας και τα έσοδα από τη συναυλία πήγαν για φιλανθρωπικό σκοπό.
Το 2011 έπειτα από τριετή απουσία από την αθηναϊκή νύχτα δέχτηκε την πρόταση του Αντώνη Ρέμου και εμφανίστηκε μαζί του στη μουσική σκηνή Διογένης στην Αθήνα, ένα σχήμα που αποτέλεσε το talk of the town της χρονιάς.
Το καλοκαίρι του 2013 ο Τόλης Βοσκόπουλος επέστρεψε στον Πειραιά, στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σε μια συγκινητική συναυλία στο Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο τραγούδησε στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί εκεί από νωρίς για να καταφέρει να εισέλθει μιας και τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί.
Κατά τη διάρκεια της βραδιάς ο καλλιτέχνης βραβεύτηκε από τον δήμαρχο Πειραιά Βασίλη Μιχαλολιάκο για τη προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι: «τον τόπο που γεννιέσαι και μεγαλώνεις τον κουβαλάς πάντα μέσα στην ψυχή σου, όπου κι αν βρεθείς. Μόνο συγκίνηση και βαθιά χαρά νοιώθω που επιστρέφω στον Πειραιά, που αγαπώ και έχω τόσες αναμνήσεις» δηλώνει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Μια βραδιά γεμάτη συγκινήσεις. Μια ιδιαίτερη στιγμή ήταν όταν ανέβηκε στη σκηνή μαζί του ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος δήλωσε: «δεν έκανα τίποτε άλλο από το να χειροκροτώ ένα συγκλονιστικό καλλιτέχνη».
Η συνάντηση αυτή των 2 καλλιτεχνών στη σκηνή μετά από 40 χρόνια ήταν μόνο η αρχή αφού τον χειμώνα του ιδίου έτους ένωσαν τις δυνάμεις τους παρουσιάζοντας τη μουσική παράσταση «και να που ξανασυναντιόμαστε» σε γνωστό νυχτερινό κέντρο των Αθηνών.
Πλούσιο είναι και το έργο του ως συνθέτης. Μερικοί καλλιτέχνες που ΄χουν ερμηνεύσει τραγούδια του είναι: Δούκισσα, Μαρινέλλα, Στράτος Διονυσίου, Αντώνης Ρέμος, Νότης Σφακιανάκης.
Τόλης Βοσκόπουλος και Μπάρμπαρα Μπουσέ στη “Νεράιδα” το 1972.
Το 1971 έγραψε τη σύνθεση του τραγουδιού Αδέλφια μου αλήτες πουλιά το οποίο ερμήνευσε ο Γιάννης Βογιατζής και κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, ενώ μετείχε στο ίδιο φεστιβάλ την επόμενη χρονιά ο ίδιος, τραγουδώντας το Ξανθή αγαπημένη Παναγιά, τραγούδι που όπως είχε ειπωθεί τότε το έγραψε για τη Ζωή Λάσκαρη, η οποία ήταν παρούσα στο ακροατήριο της εκδήλωσης.
Το 1976 όταν ο Στράτος Διονυσίου κρίθηκε αθώος από τις δικαστικές αρχές του έγραψε το πολύ γνωστό τραγούδι με τίτλο Αποκοιμήθηκα το οποίο έγινε μεγάλη επιτυχία κι το τραγούδησε κι ο ίδιος ο Βοσκόπουλος σε δίσκο του το 1985.
Στην ιστορία έχει μείνει το ειδύλλιο του με την τραγουδίστρια Δούκισσα της οποίας ήταν μουσικός και παρτενέρ της αλλά και με την γνωστή ηθοποιό Ζωή Λάσκαρη με την οποία έπαιξαν μαζί στο θρυλικό μιούζικαλ Εραστές του ονείρου.
Ο Τόλης Βοσκόπουλος έχει κάνει τέσσερις γάμους. Παντρεύτηκε πρώτα τη Στέλλα Στρατηγού (1960 – 1965), ύστερα την Μαρινέλλα (1973 – 1981), μετά την Τζούλια Παπαδημητρίου, με την οποία έχει μία κόρη, τη Χαρά (1986) (εκκρεμεί δικαστική διαμάχη για την πατρότητά της από την πλευρά του Τόλη Βοσκόπουλου) (1990 – 1996) και την πρώην ηθοποιό και νυν βουλευτή και υφυπουργό του ΠΑΣΟΚ Άντζελα Γκερέκου (παντρεύτηκαν στις 2 Αυγούστου 1996 στην Κέρκυρα με κουμπάρο τον δημοσιογράφο Τέρενς Κουίκ). Με τη Γκερέκου έχουν μία κόρη, τη Μαρία, που γεννήθηκε το 2001.
Στις 17 Μαΐου 2010 η εφημερίδα Ελευθεροτυπία, είχε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο ο Τόλης Βοσκόπουλος χρωστάει στην ΙΓ΄ ΔΟΥ Αθηνών περί τα 5,5 εκατομμύρια ευρώ, για φοροδιαφυγή κατά την περίοδο 1993 – 1997, τα οποία ακόμη δεν έχει καταβάλει, ενώ έχει να υποβάλει φορολογική δήλωση από το 1993.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραιτηθεί η σύζυγός του Άντζελα Γκερέκου από υφυπουργός Τουρισμού στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επικαλούμενη λόγους ευθιξίας, αλλά το 2013 επανήλθε στην δικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ως υφυπουργός Πολιτισμού.
Στην εκδίκαση της υπόθεσης, που έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 2011, το Ζ΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών του επέβαλε ποινή τριών ετών με αναστολή για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, ενώ παράλληλα του έδωσε την δυνατότητα εξαγοράς της ποινής με πέντε ευρώ ημερησίως. Στα πλαίσια της δίκης έγινε γνωστό από τον δικηγόρο του Τόλη ότι αίτησή του προς το υπουργείο Οικονομικών για υπαγωγή σε ρύθμιση που θα του έδινε το δικαίωμα να τύχει έκπτωσης 100% επί των προσαυξήσεων, δεν έγινε δεκτή.
O Τόλης Βοσκόπουλος με επιστολή του στα ΜΜΕ δήλωσε: «δεν εισέπραξα ο ίδιος, δεν καρπώθηκα και δεν απέκτησα ουσιαστικώς ποτέ, τα εισοδήματα στα οποία αντιστοιχεί ο φόρος που μου καταλογίστηκε. Η φορολογική αρχή που επιλήφθηκε εξαιτίας αντιδικίας και είναι γνωστή από τη δημοσιότητά της και τα αντίστοιχα δικαστήρια, προσδιορίζουν το πρόσωπο που απόλαυσε όσα ως «εισοδήματά μου» υπολογίστηκαν.»
Ο Τόλης Βοσκόπουλος έφυγε από ανακοπή καρδιάς, λίγες ημέρες πριν από τα γενέθλιά του σε ηλικία 81 ετών στις 19 Ιουλίου του 2021. Στις 11 Ιουλίου του 2021 ο Τόλης Βοσκόπουλος διακομιστηκε στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ. Το ΕΚΑΒ είχε κληθεί για ασθενή με αναπνευστική δυσχέρεια.
Περίληψη: Ένα φτωχό και καλόκαρδο κορίτσι, η Μαργαρίτα, δουλεύει σ' ένα λούνα παρκ κι ερωτεύεται έναν ευκατάστατο καρδιοχειρουργό, τον Αλέκο, ο οποίος όμως της...
Ο Νίκος Φέρμας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, από τους πιο σημαντικούς δευτεραγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου, με περίπου 150 ταινίες στο ενεργητικό...