Στο «Δάσος» του Βοτανικού κάθε βράδυ εγινόντανε πανζουρλισμός
Το στέκι του Αντώνη Βλάχου – Βαρύμαγκας του σχοινιού και του παλουκιού!
Στην Οδό Αγησιλάου στο Βοτανικό, στις γραμμές του σιδηροδρόμου βρισκόταν το Δάσος. Ιδιοκτήτης ενός από τα πιο γνωστά κέντρα διασκέδασης της εποχής εκείνης ήταν ο “άγριος” Αντώνης Βλάχος, που είχε κάνει και φυλακή! Ο Αρβανίτης ο Αντώνης ο Βλάχος ήταν ένας ξερακιανός ψηλός, με σπαστά κατσαρά μαλλιά μαύρα, με μουστάκι αντρικό και σκούρο κοστούμι χειμώνα καλοκαίρι. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρίκα, μια κοντή στρουμπουλή, με γλυκό πρόσωπο, χαμογελαστή πάντα, όχι όπως γελαστή!
Στο Δάσος του Βοτανικού έπαιξαν ο μεγάλος δάσκαλος Mάρκος Bαμβακάρης και οι Στράτος Παγιουμτζής, Aνέστος Δειλιάς, K. Kαρίπης, Σ. Kυρομύτης Γενίτσαρης και άλλοι πίσω στο 1936. Ο Χιώτης το 1935 περίπου πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει βιολί όταν τότε και γνωρίστηκε με τον Στράτο Παγιουμτζή ο οποίος και τον προσέλαβε να παίζει δίπλα του μπουζούκι στο «Δάσος».
Ο μεγάλος Μάρκος Βαμβακάρης θυμάται: «Μετά τις περιοδείες με περίμεναν να πάω στην Αθήνα στο Βοτανικό. Εκεί στο δάσος ο Αντώνης ο Βλάχος είχε ένα μαγαζί μπαρ σε μια μάντρα, στίς γραμμές του σιδηροδρόμου. Καί άρχισα να κάνω την ορχήστρα μου. Επήρα τότε μαζί μου για πρώτη φορά τόν Ιωάννη Παπαΐωάννου καθώς και τον Καρίπη τον Κώστα, και τον Στέλιο τον Κερομύτη, ένα καλό παίδι καί καλό μπουζουκάκι, καί κάποιον Στέλιο με το σαντούρι του, και είχαμε την ορχήστρα τη λαϊκή, την καθεαυτό ορχήστρα δηλαδή τη μάγκικη. Αργότερα είχα και την Χασκιλ την Εβραία. Δεν μπορώ να σας παραστήσω τι έγινε εκεί. Κάθε βράδυ εμαζευόντανε άπειρος κόσμος και καθόντανε και γλένταγε από το βράδυ μέχρι τις πέντε έξι ή ώρα! Καί κάθε βράδυ μας άκουαν όλους καί χειροκροτούσαν. Κάθε βράδυ εγινόντανε πανηγύρι και έγραψα ένα τραγούδι εκεί. Κάθε βράδυ θα σε περιμένω κι όπου θέλω γώ θα σε πηγαίνω… Αυτό το τραγουδούσα καί το εχόρευαν χασάπικο. Κάθε βράδυ πανζουρλισμός.»
Ο μεγάλος συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού, Γιάννης Παπαϊωάννου (Κίος Μικράς Ασίας 18 Ιανουαρίου 1914 – Πέραμα 3 Αυγούστου 1972) θυμάται (από την αυτοβιογραφία του):
«Μετά το 1936, έπιασα δουλειά στο «Δάσος» στο Βοτανικό, του Αντώνη του Βλάχου. Εγώ, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Κερομύτης, ο Χατζηχρήστος, ο Μπάτης, το Ανεστάκι, ο Μπαγιαντέρας, κιθάρα ο Καρίπης, βιολί ο μπάρμπα Μήτσος ο Λορέντζος. (…) Κι όλοι μας εκεί μουσικοί, λαϊκοί συνθέτες, όχι αστεία. Και άνθρωποι όλοι τους, παιδιά που σήμερα δεν τα βρίσκεις σ’ αυτό το επάγγελμα. Χωρίς ρουφιανιές και κάτι τέτοια. Μαζί τα παίρναμε, μαζί τα τρώγαμε και πάλι ξανά από την αρχή.
Ωραία χρόνια, αξέχαστα. Ο Χατζηχρήστος καρδιά μποστάνι. Καλός στο όργανο και συνθέτης από τους λίγους, έχει τόσες επιτυχίες. Οι κωλοεταιρίες τον θάψανε. Μαζί ξεκινήσαμε τότες, μαζί παίζαμε, μαζί τραγουδούσαμε στους δίσκους τα τραγούδια μας, μαζί γλεντάγαμε, μαζί τόσες ιστορίες. Και με τον Στεφανάκη (Σπιτάμπελο) τα ίδια. Ο Χατζηχρήστος πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Πήγε τζάμπα. Άστα. Ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό μου, κάθε βράδυ, λέω τα τραγούδια του στο μαγαζί».
«Μόνο για τον Αντώνη το Βλάχο μη μου λες. Αυτός ήταν πολύ κακό αφεντικό. Εκμεταλλευτής και σκληρός. Του σχοινιού και του παλουκιού, λέμε. Μετά που βγήκε από τη φυλακή άνοιξε αυτό το μαγαζί στο Βοτανικό, το «Δάσος». Μόλις το πήρε ο Βλάχος το ‘κανε μπουζούκια. Πήρε όλους εμάς που είμαστε γνωστοί στο κόσμο από τους δίσκους. Ο Βλάχος ήταν πολύ σκυλόμαγκας χωρίς μέτρο και ζυγαριά. Πολύ άγριος νταής. Δεν σεβόταν τους καλλιτέχνες που δούλευαν στο μαγαζί του. Όποιον έπαιρνε σβάρνα έπρεπε να τον σακατέψει. Δεν σεβόταν ούτε τη μάνα του. Σακάτεψαν από το πολύ ξύλο, αυτός και οι μπράβοι του, το Μάθεση τον Τρελλάκια. Μια άλλη φορά χαστούκισαν το γέρο Μπάτη, ενώ ο ίδιος ο Βλάχος κούφανε από το πολύ ξύλο το Χατζηχρήστο, που ήταν ένα παιδί άγιο»!
«Πίνδος» – Παρεξηγήσεις, επεισόδια, πιστόλια και μαχαίρια στο στέκι του Αλεξανδριανού.
Οι μουσικοί πληρώνονταν με λίρες, ο ιδιοκτήτης κυκλοφορούσε πάντα με δύο περίστροφα… χώρια οι σουγιάδες!
Στην περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας μυθικό ήταν το κέντρο του Βαγγέλη Αλεξανδριανού, αφού από εκεί πέρασε η dream team του μπουζουκιού: Χιώτης, Μπέμπης, Σπόρος και Γιάννης Τατασόπουλος. Στα τέλη του Εμφυλίου έμεινε μυθική η βραδιά που δεκαπέντε λοκατζήδες άνοιξαν πυρά μέσα στο μαγαζί –με αποτέλεσμα ένας μπουζουξής να πάθει νευρικό κλονισμό από τον φόβο! Οι μουσικοί πληρώνονταν με λίρες, ο ιδιοκτήτης κυκλοφορούσε πάντα με δύο περίστροφα και μάτια στην πλάτη.
Το κέντρο “Πίνδος” γύρω στο ’49-’50. Μπέμπης στην κιθάρα, Γ. Τατασόπουλος στο μπουζούκι και δίπλα ο Βάγιας βιολί. Πίσω Μιχάλης Ματθαίου και Βαγγέλης Μαντρούλιας ή Αλεξανδρινός! Σε αυτό το μαγαζί ο Τατασόπουλος παίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα.. Παρέα μαζί με τους Μπέμπη, Χιώτη, Λαύκα, Λεμονόπουλο, Τζουανάκο, Πετσά, Τσιμπίδη, Δασκαλάκη, Σπαγγαδώρο κ.α
Λίγο πριν ταξιδέψει στην Αμερική το ‘55 ο Χιώτης πιάνει δουλειά σαν πρώτο μπουζούκι στο ιστορικό κέντρο Πίνδος. Ένα μαγαζί πολύ περίεργο και ιδιότυπο. Κουμάντο έκανε ο σκληρός μάγκας Αλεξανδριανός. Το μαγαζί ήταν after – άνοιγε πολύ μετά τα μεσάνυχτα και έμενε ανοικτό ως όποια ώρα. Όταν έκλειναν όλα τα μαγαζιά, οι νταήδες και οι γλεντζέδες μαζεύονταν εκεί. Καβγάδες γίνονταν συνέχεια. Παρεξηγήσεις, επεισόδια, πιστόλια και μαχαίρια. Το αφεντικό ήταν μεγάλος νταής. Δεν του την έβγαινε κανείς. Σε αυτό το κέντρο πιάνει δουλειά ο Μανώλης Χιώτης και βρίσκει τον παράδεισό του, αφού οι φασαρίες ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία του.
Λέγεται ότι κάθε που γινόταν ένας τσαμπουκάς παράταγε το μπουζούκι να πάει να βοηθήσει τον κυρ-Βαγγέλη τον Αλεξανδριανό. Κι εκείνος φώναζε: «Στη δουλειά σου εσύ μικρέ». Είχε λέει μια ιδιοτροπία. Ήθελε ό,τι καβγάς και να γινόταν, στο πάλκο να συνεχίζει να παίζει το συγκρότημα. Ξύλο μετά μουσικής δηλαδή. Ήξερε μάλιστα να ρίχνει τάχα στο ψαχνό, αλλά ο ενοχλητικός νταής αντίπαλός του, απλά να τραυματίζεται. Έλεγε μάλιστα ότι αν δεν είχε κάνει επιστήμη το να τραυματίζει απλώς τους αντιπάλους του δεν θα είχε ξενυχτάδικο, αλλά νεκροταφείο.
Η «Τριάνα του Χειλά» – Στη Συγγρού, ο συνεργάτης του διαβόητου Αλ Καπόνε
Γιάννης Παπαϊωάννου – Ακόμα και ο Βασιλιάς Παύλος λέγεται ότι δεν αντιστάθηκε στη φήμη του λαϊκού μουσικού.
Η Τριάνα βρισκόταν στο νούμερο 170 επί της Λεωφόρου Συγγρού. Ξεκίνησε τη λειτουργία της ως ταβέρνα περί το 1948 και ιδιοκτήτης της ήταν ο Βασίλης Χειλάς. Ο πιο βασικός αστικός μύθος για το μαγαζί είναι ότι ο Χειλάς είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από την Αμερική όπου αποτελούσε συνεργάτη του διαβόητου γκάνγκστερ Αλ Καπόνε. Λέγεται μάλιστα ότι είχε καημό να ξαναγυρίσει στην Αμερική κι ας τον είχαν «απελάσει» ως μαφιόζο. Το μαγαζί έγινε ξακουστό ως «Η Τριάνα του Χειλά» και από τη μαρκίζα του πέρασε όλη η ελίτ του ελληνικού πενταγράμμου.
Εδώ ήταν και το μέρος όπου σχηματίζονταν ουρές για να ακούσει ο κόσμος τον μεγάλο ρεμπέτη, Γιάννη Παπαϊωάννου. Ακόμα και ο Βασιλιάς Παύλος λέγεται ότι δεν αντιστάθηκε στη φήμη του λαϊκού μουσικού.
Ένα βράδυ καθώς ο Βασιλιάς Παύλος ανέβαινε με την πομπή του τη Συγγρού και βλέποντας έξω από την Τριάνα τον κόσμο να κάνει ουρά για να μπει σαν να πρόκειται να δει κάποιο αξιοπερίεργο φαινόμενο, έδωσε την εντολή στον οδηγό του να σταματήσει. Ο Παύλος λέγεται ότι κατέβηκε από το αμάξι και μπήκε μόνος στο μαγαζί. Αφού είδε και άκουσε τον Παπαϊωάννου, έφυγε συνεχίζοντας το δρόμο του, χωρίς να αντιληφθεί κανείς την παρουσία του και χωρίς ποτέ να σχολιάσει το θέαμα.
Ένα όνομα που έχει συνδεθεί με την «Τριάνα» είναι αυτό της Βίκυς Μοσχολιού, αν και η πρώτη της οντισιόν εκεί δεν είχε πάει και τόσο καλά. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που βρισκόταν εκεί επέμεινε γι΄ αυτήν. Μέχρι το 1967, είχαν περάσει από εκεί οι πιο διάσημοι καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και διασημότητες.
Τραγούδησαν κι έπαιξαν στο πάλκο της “Τριάνας”: Τσιτσάνης, Νίνου, Παπαϊωάννου, Μοσχονάς, Μπέλλου, Χρυσάφη, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Μπιθικώτσης, Τζουανάκος, Γαβαλάς, Χιώτης – Λίντα, Πάνου, Μοσχολιού, και άλλοι. Λειτούργησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄60.
«Θα τα λέει με τον Μάρκο
θα ’χουνε κι ένα λουλά
και θα ετοιμάζουν πάλκο
στην “Τριάνα” του Χειλά»
Λουζιτάνια – Λεωφόρος Συγγρού 127, στη στάση Άγιος Σώστης.
Απέναντι από την Τριάνα του Χειλά, στο κέντρο Λουζιτάνια, ο Γιάννης Τατασόπουλος και ο Μανώλης Χιώτης.
Στο κέντρο Λουζιτάνια – που βρισκόταν απέναντι από την «Τριάνα του Χειλά» – το 1954 υπό την διεύθυνση του Τζίμη του Χοντρού, η Σεβάς Χανούμ τραγουδάει με το συγκρότημα Τζουανάκου-Τατασόπουλου.
Η Σεβαστή Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Δράμα και το 1949 αποφασίζει να φύγει για την Αθήνα. Τότε κάνει και την πρώτη της δισκογραφική δουλειά, το τραγούδι «ΟΜΟΡΦΗ ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΣΣΑ» του Κ. Καπλάνη μαζί με τον Τάκη Μπίνη.
Το 1951 στου «Τζίμη του Χονδρού» ο ίδιος ο Τζίμης της αλλάζει το όνομα σε Σεβάς Χανούμ για να ταιριάζει με τα ανατολίτικα τραγούδια που τραγουδούσε. Η Σεβάς Χανούμ – έρωτας και του Στέλιου Καζαντζίδη – είναι Πόντια, τουρκικά γνωρίζει από το σπίτι και η ιδέα ήταν να κρύψει την καταγωγή της και να προσποιηθεί τη βέρα Πολίτισσα. Οι εξαιρετικές ερμηνείες της, αλλά και το μάρκετινγκ της εποχής, πείθουν το κοινό ότι πρόκειται για Τουρκάλα. «Η νέα ανακάλυψη της Σεβάς Χανούμ, η ωραία του Πέραν», έγραφαν οι ρεκλάμες στις εφημερίδες.
Ταβέρνα «Τζίμης ο Χονδρός» – Εκεί επλακωθήκανε η Σεβάς Χανούμ με τη Μαρίκα Νίνου!
Δέκα βαρέλια με κρασί κοσμούσαν λειτουργικά το θρυλικό κέντρο του Δημήτρη Μάρκου στην οδό Αχαρνών, στο νούμερο 77.
Από το μαγαζί με τις απίστευτες για την εποχή εισπράξεις πέρασαν μεγάλα ονόματα του πάλκου των μεταπολεμικών χρόνων, ανάμεσά τους η μοιραία Σεβάς Χανούμ, ενώ το 1949 άφησε εποχή η ανεπανάληπτη συνύπαρξη των Μαρίκας Νίνου – Βασίλη Τσιτσάνη.
Η συνεργασία της Σεβάς Χανούμ με το μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» έληξε άδοξα – λίγο πριν από το τέλος του 1951. Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου επιστρέφουν από τουρνέ στην Κωνσταντινούπολη, και η τελευταία για να εμφανιστεί στο μαγαζί θέτει όρο να μην υπάρχει άλλη τραγουδίστρια δίπλα της. «Θέλω να δείρω τη Μαρίκα Νίνου. Γιατί πήρε το ψωμί μου εμένανε», είπε η Σεβάς όταν της ανακοινώθηκε η λήξη της συνεργασίας.
Tο 1977, κυκλοφόρησε, από τη μικρή δισκογραφική εταιρεία VENUS, ένας μεγάλος δίσκος με τη ζωντανή ηχογράφηση του προγράμματος της Μαρίκας Νίνου με τον Βασίλη Τσιτσάνη, από το θρυλικό κέντρο του «Τζίμη του Χοντρού», που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 1955 και, μάλλον, αποτελεί την πρώτη ζωντανή ηχογράφηση στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Η τεχνική επεξεργασία έγινε από τον Νικ. Δεσποτίδη στο studio ΕRA, ενώ η καλλιτεχνική διεύθυνση και παραγωγή ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου. Η μακέτα του εξωφύλλου έγινε από τον Κώστα Τσεκούρα, ενώ με την επιβολή του ψηφιακού ήχου εκδόθηκε και σε cd.
Η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε στο ρωσικό Καύκασο το 1924 και στην Ελλάδα ήρθε δέκα χρόνια αργότερα. Άρχισε να ερμηνεύει ρεμπέτικα τραγούδια το 1948 στο κέντρο «Φλωρίντα», που την εποχή εκείνη υπήρχε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, εκεί όπου σήμερα υψώνονται πολυκατοικίες. Μαζί της ήταν ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Χρυσίνης κι ο Χάρης Λεμονόπουλος.
Το χειμώνα όμως του ίδιου χρόνου, τη βρίσκουμε μαζί με το Βασίλη Τσιτσάνη στου «Τζίμη του Χοντρού». Έτσι αρχίζει μια καριέρα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του ρεμπέτικου που είναι συνυφασμένη με τη μεταπολεμική ρεμπέτικη περίοδο. Το 1951, η Μαρίκα Νίνου ταξίδεψε στην Αμερική κι επιστρέφοντας, συνεργάσθηκε πάλι με τον Τσιτσάνη, στο κέντρο «Τριάνα του Χειλά» στη Λεωφόρο Συγγρού. Τον Φεβρουάριο του 1957 η Μαρίκα Νίνου σε ηλικία 38 ετών πέθανε από καρκίνο με φρικτούς πόνους. Η ζωή της ενέπνευσε το σενάριο για την ταινία του Κώστα Φέρρη, Ρεμπέτικο του 1983. Το ντουέτο Τσιτσάνη – Νίνου κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, εφόσον η τραγουδίστρια ερμήνευσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Τσιτσάνη.
«Η σπηλιά του Παρασκευά» – Διασκέδασαν ο Ρενιέ του Μονακό, η Γκρέις Κέλι, ο Ωνάσης και η Κάλλας
Εκεί στη «Σπηλιά» γνώρισε η Γκρέις Κέλι, τον Χιώτη και την Μαίρη Λίντα με μεταφράστρια την τεράστια Μαρία Κάλλας.
Το καλύτερο νυχτερινό μαγαζί την δεκαετία του ’50 ήταν η Σπηλιά του Παρασκευά στην Καστέλα. Το λεγόμενο Σηράγγιο είναι υπόγεια δίοδος, σπήλαιο, στον Πειραιά. Θεωρείται πανάρχαιο κατασκεύασμα που ανάγεται στους πρώτους που συνοίκισαν την πόλη, στους προϊστορικούς Μινύες, ιωνικής καταγωγής, οι οποίοι φαίνεται πως εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον Πειραιά, προερχόμενοι από τον Ορχομενό της Βοιωτίας. Πρόκειται για μια σπηλαιώδη κατασκευή που ανακαλύφθηκε το 1897 και βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Καστέλλας σε απότομη βραχώδη ακτή πάνω από τη θάλασσα, στη σημερινή θέση «Βοτσαλάκια», άλλοτε γνωστή ως «παραλία του Παρασκευά», από το όνομα του ιδιοκτήτου της παραλιακής κοσμικής ταβέρνας που υπήρχε παλιά εκεί.
Η Σπηλιά του Παρασκευά είχε διαμορφωθεί ως κοσμική ταβέρνα από τη δεκαετία του 1920. Μάλιστα οι ιδιοκτήτες είχαν φροντίσει για την επικάλυψη των αρχαίων τοιχογραφιών με κρασοβάρελα. Κατά τη δεκαετία του 1960 διαμορφώθηκε σε λαϊκό κέντρο με το όνομα «Σπηλιά», από όπου πέρασαν πολλά γνωστά ονόματα της ελληνικής λαϊκής μουσικής σκηνής όπως ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Τώνης Μαρούδας, ο Νίκος Γούναρης, ο Γιάννης Καραμπεσίνης, ο Τάκης Μωράκης με την ορχήστρα του, η Γεωργία Βασιλειάδου, το Τριο Μπελκάντο, η Μάγια Μελάγια, ο Βαγγέλης Σειληνός, η Ελένη Προκοπίου και άλλοι πολλοί. Τη λειτουργία του κοσμικού κέντρου διέκοψε επί Επταετίας, το 1968, ο τότε δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης. Σήμερα ο χώρος έχει εγκαταλειφθεί.Υπεύθυνος ήταν ο Δημήτρης Παρασκευάς (ή Μήτσος ή Νέγκους) ένας μορφωμένος, πολυταξιδεμένος, με ρίζες κοσμοπολίτικες και αριστοκρατικούς τρόπους ο οποίος (σύμφωνα με το βιβλίο “Πειραϊκές και Φυσιολατρικές Μνήμες” του Γιάννη Σωτηρίου) είχε και αξιόλογο λογοτεχνικό ταλέντο και έγραφε ωραία χρονογραφήματα στην τοπική εφημερίδα “θάρρος” του Χαραλάμπους.
Το 1961 ο πρίγκιπας Ρενιέ του Μονακό (πατέρας του Αλβέρτου του Μονακό) και η πανέμορφη σύζυγος του και πρώην ηθοποιός Γκρέις Κέλι ήταν προσκεκλημένοι του Ωνάση και της τότε συντρόφου του Μαρία Κάλλας στην Ελλάδα για διακοπές.
Η πανέμορφη Γκρέης Κέλι εξέφρασε την επιθυμία να δει «μπουζούκια» και το πιο in μαγαζί της εποχής ήταν η «Σπηλιά του Παρασκευά» στην Καστέλα όπου τραγουδούσε τότε ο Χιώτης με την Λίντα. Στην ιστορία έμεινε ο τεράστιος λογαριασμός που έκανε ο Ωνάσης εκείνη τη βραδιά, καθώς και η επιθυμία της πριγκίπισσας να γνωρίσει τον Χιώτη και την Λίντα – συνάντηση που έγινε με μεταφράστρια την μοναδική Μαρία Κάλλας.
«Μαντουμπάλα» – Από το ομώνυμο σουξέ του Καζαντζίδη
Η ινδική ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης» ήταν η αφορμή για την τεράστια λαϊκή επιτυχία «Μαντουμπάλα» του Στέλιου Καζαντζίδη
Λειτουργούσε τη δεκαετία του ’60 στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και πήρε το όνομά του από το ομώνυμο σουξέ του Καζαντζίδη. Από εδώ ξεκίνησε η Γιώτα Λύδια, εδώ έκανε την τελευταία του ζωντανή εμφάνιση ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Στα ανέκδοτα του μαγαζιού ήταν ότι κάποτε στα καμαρίνια απείλησε ο τρομερός μπράβος Πανολιάσκος ότι θα απασφάλιζε μια χειροβομβίδα, αν δεν του έδιναν ένα χρηματικό ποσό για την προστασία του κέντρου. Λίγο καιρό πριν (το 1958), εδώ τράβηξαν κουμπούρια δύο ακόμη θρυλικοί μπράβοι της εποχής, ο Κατελάνος και ο Μαργαρίτης.
«Κέντρο Καλαματιανού» – Τι Τζιτζιφιές τι Αβάνα;
«Τζιτζιφιές – Σήμερον Πανηγυρική έναρξις με την άφθαστη ερμηνεύτρια των λαϊκών τραγουδιών Σωτηρία Μπέλλου- Κουζίνα εκλεκτή – Τιμές Λαϊκές»
Διασταύρωση Τζιτζιφιών. Ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου εγκαινιάζουν το περίφημο κέντρο και σημειώστε πως οι Τζιτζιφιές για μία εικοσαετία και παραπάνω υπήρξαν κάτι σαν τη λεωφόρο Mαλεκόν της Αβάνας, με πολλά και ξακουστά νυχτερινά κέντρα με θρυλικά brands.
Στις 31 Αυγούστου του 1951 δολοφονήθηκε ο ιδιοκτήτης του κέντρου Βασίλης Καλαματιανός από τον αστυφύλακα Θεόδωρο Ρίγκα, σοκάροντας την κοινή γνώμη. Μετά το αιματηρό περιστατικό το κέντρο έκλεισε και ξανάνοιξε από τον Βασίλη Χειλά, κατόπιν προτροπής της Μπέλλου, που ήθελε να εκδικηθεί τον Τσιτσάνη που μεσουρανούσε στο διπλανό Φαληρικόν με τη Μαρίκα Νίνου.
«Φαντασία» – Από εδώ ξεκίνησαν να σπάνε πιάτα 100% αληθινά
Την άνοιξη του 2010, ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας Γεώργιος Παπανδρέου γκρέμισε τη Φαντασία…
Ξεκινώντας, να τονίσουμε ότι η Φαντασία εκείνων των χρόνων -του 1950 και έπειτα -βρισκόταν στη Λεωφόρο Ποσειδώνος στις αρχές του Αγίου Κοσμά, από την κάτω μεριά της παραλιακής, δίπλα στη θάλασσα δηλαδή.
Οι αδελφοί του τραγουδιστή Μιχάλη Μενιδιάτη, μαζί με τον ίδιο, ήταν εκείνοι που άνοιξαν τη Φαντασία. Η φήμη του Μενιδιάτη όταν ξεκίνησε την καριέρα του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και κάπως έτσι η οικογένεια Καλογράνη, όπως ήταν το πραγματικό της επώνυμο, αποφάσισε να ανοίξει το δικό της κέντρο.
Εκεί ήταν και το μέρος όπου σπάστηκαν τα πρώτα πιάτα, μία ενέργεια που έμελλε να γίνει σύμβολο και συνώνυμο της νυχτερινής διασκέδασης. Με τα πιάτα τότε να είναι 100% αληθινά. Πολύ αργότερα, για την ασφάλεια όλων, αντικαταστάθηκαν με τα γνωστά γύψινα «μπουζοκόπιατα».
Στη Φαντασία η εκλεκτή πελατεία ήταν μεγάλη. Αξιοσημείωτη ήταν φυσικά και η επίσκεψη του Στρατάρχη Τίτο, του πρώτου προέδρου της Γιουγκοσλαβίας, μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά το 1974. Λοιποί θαμώνες του ήταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Τέλυ Σαβάλας και πολλοί άλλοι. Το κέντρο λειτούργησε μέχρι το 1997. Την άνοιξη του 2010, ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας Γεώργιος Παπανδρέου ξύπνησε ένα πρωί με το όνειρο μίας «ελεύθερης» παραλιακής χωρίς νυχτερινά κέντρα που εμποδίζουν την πρόσβαση στις παραλίες. Θύμα ήταν η «Φαντασία».
Εκείνο το πρωινό σε ένα πανηγυρικό κλίμα ανάμεσα σε Υπουργούς, κάμερες και δημοσιογράφους έπεσαν τα εδώ και μία δεκαετία εγκαταλελειμμένα ερείπια της Φαντασίας. Τρία χρόνια μετά το μόνο που υπάρχει είναι ένα επίσης εγκαταλελειμμένο χωμάτινο οικόπεδο στο οποίο κανείς δεν έχει πρόσβαση…
«Το Χάραμα» – Τσιτσάνης – Μπέλλου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Ο Παπαϊωάννου δε ξεχνούσε το χιούμορ του, ο Τσιτσάνης πάντα πιο σοβαρός, αλλά και οι δύο ξεσήκωναν το μαγαζί!
«Πριν το χάραμα μονάχος…» έλεγε το ομώνυμο τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου, από αυτό πήρε και την ονομασία του το κέντρο που βρισκόταν, και βρίσκεται, εντός του Άλσους του Σκοπευτηρίου στην Καισαριανή.
Ξεκίνησε τη λειτουργία του με το παρόν όνομα γύρω στο 1964 και εκεί ήταν που επαναλήφθηκε η επιτυχημένη συνεργασία Βασίλη Τσιτσάνη και Γιάννη Παπαϊωάννου, που είχε γίνει μερικά χρόνια πριν, το 1956, στο «Φαληρικόν» στις Τζιτζιφιές.
Το σχήμα αυτό συζητήθηκε έντονα στην πόλη και κάθε βράδυ το κοινό έδινε δυναμικό παρόν, ειδικά η φοιτητιώσα νεολαία. Ο Παπαϊωάννου ακόμη και πάνω στο πάλκο δε ξεχνούσε το χιούμορ του, ο Τσιτσάνης πάντα πιο σοβαρός, αλλά και οι δύο ξεσήκωναν το μαγαζί με τις επιτυχίες τους.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική, το 1953, για να τραγουδήσει στους εκεί απόδημους Έλληνες. Μετά την επιστροφή του έμεινε μόνιμος συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη. Στο χώρο του είχε το παρατσούκλι Ψηλός ή Πατσάς. Σκοτώθηκε στις 3 Αυγούστου του 1972 σε ηλικία 58 ετών σε τροχαίο δυστύχημα, στο Νέο Πέραμα οδηγώντας νωρίς το πρωί πηγαίνοντας για το εξοχικό του στην Σαλαμίνα και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της όμορφης Καλλιθέας.
Μετά το θάνατο του φίλου και κουμπάρου του, ο Τσιτσάνης επιστρέφει στο Χάραμα και συμπράττει με τη Σωτηρία Μπέλλου, μία συνεργασία που κράτησε κάτι παραπάνω από 10 χρόνια.
Το Χάραμα συνεχίζει τη λειτουργία του, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, με πολλές αναμνήσεις και ασπρόμαυρες εικόνες να θυμίζουν περασμένα μεγαλεία.
«Τα Δειλινά» – Ένα όνομα, μία ιστορία.
Το συγκεκριμένο κοσμικό κέντρο πήρε το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι της Βίκυς Μοσχολιού σε μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα, ένα κομμάτι σταθμός για το ελληνικό πεντάγραμμο και για την καριέρα της μεγάλης λαϊκής τραγουδίστριας.
Ήταν καλοκαίρι του 1965 και ανάμεσα στα νέα τραγούδια που ήθελε να προβάρει ο Ζαμπέτας, ήταν και τα αριστουργηματικά «Δειλινά», σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη (ο θρυλικός «Τσάντας»).
Ο ίδιος ο Γιώργος Ζαμπέτας αφηγείται:
«Πάω να βρω την Πόλυ Πάνου. Κάπου στην Αχαρνών. Για πρόβα. Καλοκαίρι ντάλα. Ποτάμι ο ιδρώτας. Ήρθα για πρόβα, λέω. Μου λέει “Καλώς τονε, αλλά τώρα φεύγω, πάω στο ‘μπιτς’ για μπάνιο.” Καλά εμένανε, κυρία Πόλυ Πάνου, δε μ” ένιωσες που ξεκινάω από το Αιγάλεω να έρθω εδώ να κάνω πρόβα; Έκανα το κορόιδο, πήρα το μπουζούκι παραμάσχαλα, γυρνάω ολοταχώς… Την άλλη μέρα πάω στον Λαμπρόπουλο (σ.σ. Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής της δισκογραφικής εταιρίας Κολούμπια), του λέω “Λαμπρόπουλε, η Πόλυ Πάνου την έκανε για το ‘μπιτς!” Μου λέει “Τι θες να κάνεις; Ποιος να μπει;” “Να μπει η Μοσχολιού”, του λέω. Και πάμε την άλλη μέρα, τα λέει η Μοσχολιού. Τυχερή η Μοσχολιού. Βουρ μπαμ κι έγινε η Μοσχολιού, η μεγάλη Μοσχολιού.»
Το τραγούδι, που τελικά ηχογραφήθηκε με την ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού (σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου), απογείωσε την καριέρα της ερμηνεύτριας, αλλά αποκάλυψε και μια «έντεχνη» πτυχή του ταλέντου του συνθέτη. Έκανε δε τεράστια εμπορική επιτυχία!
Τα πρώτα «Δειλινά» βρίσκονταν στα Πατήσια, κοντά στην Πλατεία Κολιάτσου, επί των οδών Κέας & Ταϋγέτου. Το χειμώνα του 1966, η Μοσχολιού μετά από 2,5 χρόνια εμφανίσεων στο πλευρό του Ζαμπέτα αποφασίζει να σολάρει ξεχωριστά. Αποχωρεί από τα «Ξημερώματα» στα οποία εμφανίζονταν τότε μαζί (σ.σ. ακόμη ένα μαγαζί που πήρε το όνομά του από τραγούδι των εν λόγω δύο ατόμων) και στις 5 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ξεκινά στα «Δειλινά» έχοντας μαζί της το μεγάλο σταρ του ελληνικού κινηματογράφου Νίκο Ξανθόπουλο.
Στις αρχές του ΄70 τα Δειλινά είχαν μετακομίσει στη Γλυφάδα, όπου γνώρισαν νέες μεγάλες δόξες με το Στράτο Διονυσίου (ειδικά το ΄80) και κατόπιν στην Ιερά Οδό. Τα πρώτα χρόνια τα δύο κέντρα λειτουργούσαν παράλληλα με το πρώτο να μετονομάζεται σε «Παλιά Δειλινά» και το δεύτερο σε «Νέα».
«Και τα δειλινά, μια φωνή μου ψιθυρίζει, μυστικά, δε θα γυρίσεις πια…»
«ΣΟΥ-ΜΟΥ» – Από το 1966, Ιερά Οδός
Εδώ ανέτειλε και βασίλεψε το άστρο της αθυρόστομης«ιέρειας» Ανθούλας Αλιφραγκή.
Εδώ έκαναν μεγάλη επιτυχία και οι Στράτος Διονυσίου, Βαγγέλης Περπινιάδης, Αντώνης Ρεπάνης, Κώστας Μοναχός, Παλόμα και άλλοι.
Η τσαούσα ρεμπέτισσα Ανθούλα Αλιφραγκή μίλησε για τον σύντροφό της και ιδιοκτήτη:
«Είχε πολλά λεφτά, όχι όταν τον γνώρισα, μετά τα ’κανε. Αν έχεις ακουστά το κέντρο Σου Μου στην Ιερά Οδό, στο Αιγάλεω, δικό του ήταν, εγώ του το’ φτιαξα. Και το κράτησα ξέρεις πόσα χρόνια; Από κει περάσανε φίρμες. Πρώτος ο Διονυσίου. Στο μαγαζί το δικό μου έγινε. Δίπλα στην Ανθούλα. Όταν ήρθε δεν είχε άνθρωπο να του πει καλησπέρα. Ο Στράτος το σουξέ Γιατί Καλέ Γειτόνισσα το έκανε στο Σου Μου. Τότες ήταν το όνομά μου απ’ έξω. Ανθούλα Αλιφραγκή και Στράτος Διονυσίου.
«Νεράιδα» – Εδώ μπήκε τέλος στο σπάσιμο των πιάτων
Πάγωσαν οι θαμώνες με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο και κάποιος τόλμησε να σπάσει ένα πιάτο! Τέλος τα πιάτα…
Η «Νεράιδα» βρισκόταν στην παραλιακή, στο ύψος του Αλίμου, απέναντι ακριβώς από το Συμμαχικό Στρατιωτικό Νεκροταφείο. Τις μεγαλύτερες δόξες της τις γνώρισε στα μέσα του ΄70 φιλοξενώντας στη σκηνή της τη Βίκυ Μοσχολιού με το Γιώργο Κατσαρό. Στις αρχές εκείνης της δεκαετίας πραγματοποίησε στον ίδιο χώρο τις πρώτες εμφανίσεις του και ο Γιάννης Πάριος.
Ο αστικός μύθος – ή πραγματικότητα – που συνοδεύει το νυχτερινό κέντρο, ήταν η απαγόρευση σπάσιμου πιάτων το οποίο έγινε από τον δικτάτορα Γιώργο Παπαδόπουλο, όταν είδε έναν ένθερμο θαμώνα να τα σπάει μπροστά του. Η ιστορία έχει ως εξής: Επί της περιόδου της δικτατορίας του ο Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία συνεργατών του επισκέφθηκε ένα βράδυ τη Νεράιδα για να διασκεδάσει. Όλο το μαγαζί πάγωσε φυσικά με την παρουσία του και αφού αλλάχθηκε μέχρι και το ρεπερτόριο του προγράμματος όλα κύλησαν ομαλώς. Όλα; Μέχρι τη στιγμή που κάποιος… επιπόλαιος πελάτης έσπασε ένα πιάτο. Ο δικτάτορας εξοργίστηκε με την παντελή έλλειψη τάξεως και αποχώρησε αμέσως από το μαγαζί. Την επόμενη ημέρα με διάταγμά του απαγόρευσε το σπάσιμο των πιάτων.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης – που κάτι τέτοιες απαγορεύσεις τον άφηναν παντελώς αδιάφορο – επισκέφθηκε ένα βράδυ τη Νεράιδα και αμφισβητώντας κάθε διαταγή έσπασε στο τσακίρ κέφι ό,τι πιάτο υπήρχε… δεν μάθαμε ποτέ τι έγινε όταν το πληροφορήθηκε ο Παπαδόπουλος.
Τη δεκαετία του ΄90 διαχωρίστηκε στη «μικρή» και τη «μεγάλη» Νεράιδα, με την πρώτη να συνεχίζει τη λειτουργία της ως κέντρο διασκέδασης και η δεύτερη να διαμορφώνεται σε club. Από το 2003 η λεγόμενη «μικρή Νεράιδα» έχει μετατραπεί σε γνωστό bar restaurant, ενώ ο χώρος της μεγάλης στεγάζει το νυχτερινό κέντρο «Θέα.
Αστέρια – Από την πίστα του έχουν περάσει όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού
Το μαγαζί που ξεκίνησε να τραγουδάει και να κάνει καριέρα στην «νύχτα» ο Νότης Σφακιανάκης.
Τα Αστέρια είναι ένα μαγαζί το οποίο κάνει την εμφάνισή του την δεκαετία του ΄70 με ιδιοκτήτη τον Αργύρη Παπαργυρόπουλο. Βρίσκεται στο ύψος της Γρ. Λαμπράκη στην Γλυφάδα και από την πίστα του έχουν περάσει όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού.
Αξίζει να σημειωθεί, πως είναι το μόνο μαγαζί της νυχτερινής Αθήνας όπου διατηρεί την ίδια ιδιοκτησία και το ίδιο όνομα μέχρι και σήμερα. Επίσης, τα Αστέρια ήταν το μαγαζί που ξεκίνησε να τραγουδάει και να κάνει καριέρα στην «νύχτα» ο Νότης Σφακιανάκης.
Φαληρικόν – CAN-CAN – ΠΙΓΚΑΛΣ ”PIGALS”
Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να απαριθμήσουμε τα ονόματα που πέρασαν από το πάλκο αυτών των τριών μαγαζιών.
Είκοσι πέντε χρόνια κυριάρχησε το Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές και ανήκε στον μάγκα και ακριβοδίκαιου Γιώργου Μαργωμένου. Τσιτσάνης – Παπαϊωάννου, βέβαια, αλλά και Πάνος Γαβαλάς και Μπιθικώτσης ήταν μερικά μόνο από τα ονόματα της μαρκίζας.
Το 1965 ανοίγουν οι πύλες του CAN-CAN, του ναού του Νίκου Γιγουρτάκη ή «Μουστάκια», γωνία Πέτρου Ράλλη και Κηφισού. Ευρωπαϊκών προδιαγραφών κέντρο και θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να απαριθμήσουμε τα ονόματα που πέρασαν από το πάλκο του μαγαζιού.
Στο ”PIGALS” αρχές 1951. Με Μπίνης, “Μπέμπης” Στεργίου, Χατζηχρήστος. Κοσμική ταβέρνα “Πίγκαλς” Στην οδό Πατησίων 12, λίγο πιο πέρα από την Ομόνοια και κάτω από το μετέπειτα θρυλικό σινέ Ροζικλαίρ.
Πληροφορίες: mpouzouksides.blogspot.gr, Φωτογραφίες-Λεύκωμα «Αρχείο Τάκη Πανανίδη: Αυτόπτης φωτομάρτυρας στην οδό των ονείρων», Συνέντευξη Ανθούλα Αλιφραγκή – lifo.gr.