Διαπρεπής, δημοφιλής και διαχρονικός θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος ο Κώστας Πρετεντέρης, σατίρισε με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, αλλά κυρίως με ήθος και σεβασμό, τον ελληνικό λαό των δεκαετιών του ’50, ’60 και ’70. Τα ανεκτίμητα αυτά χαρίσματά του εκτίμησε το ελληνικό κοινό, γι’ αυτό και αγάπησε τόσο πολύ το έργο του στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, αλλά και στους στίχους αθάνατων τραγουδιών.
Ο Κώστας Πρετεντέρης και Ο Γιώργος Οικονομίδης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1926, φοίτησε στο Πειραματικό γυμνάσιο και μαθητής ακόμα, άρχισε να γράφει νούμερα για επιθεωρήσεις. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γιώργο Οικονομίδη στο γράψιμο ραδιοφωνικών εκπομπών και επιθεωρήσεων. Το 1953 παρουσιάστηκε από το θίασο Αρνίδη στο θέατρο Περοκέ, το έργο του «Και ο μήνας έχει Εννιά». Μέχρι το 1961 ανέβηκαν στο θέατρο 15 επιθεωρήσεις του – που γράφτηκαν είτε μόνο από τον ίδιο, είτε από τη συνεργασία του με τον Γιώργο Θίσβο, ή τον Γιώργο Οικονομίδη – από τους θιάσους Ντιριντάουα, Μπουρνέλη, Καλουτά κ.α.
Το 1962 ξεκινάει να γράφει έργα πρόζας σε συνεργασία με τον Ασημάκη Γιαλαμά. Πρώτη τους επιτυχία το έργο «Τα παιδιά μας οι κέρβεροι» που ανέβασε ο θίασος της κ. Κατερίνας. Τα επόμενα δέκα χρόνια ο Κώστας Πρετεντέρης και ο Ασημάκης Γιαλαμάς έγραψαν είκοσι κωμωδίες που παρουσιάστηκαν από τους καλύτερους θιάσους και μεταφέρθηκαν με μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο. Τη μεγαλύτερη απήχηση είχαν οι ταινίες: «Δεσποινίς Διευθυντής» (1963), «Μιας Πεντάρας Νιάτα» (1965), «Τζένη Τζένη» (1966), «Κάτι Κουρασμένα Παληκάρια» (1967), «Ένας Ιππότης για τη Βασούλα» (1967).
Εκτός από τα 55 συνολικά θεατρικά του έργα και παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, ο Κώστας Πρετεντέρης εργάστηκε ως χρονογράφος στον ημερήσιο τύπο, όπως: Βραδυνή, Αθηναϊκή, Καθημερινή, Ελευθεροτυπία.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε σαν σεναριογράφος μαζί με τον Γιώργο Οικονομίδη και τον Ασημάκη Γιαλαμά το 1954 στην ταινία «Χαρούμενο Ξεκίνημα» για να γυριστούν μέχρι το τέλος της καριέρας του 30 ταινίες με δικά του σενάρια, εκ των οποίων οι πέντε στη Φίνος Φιλμ.
Τη δεκαετία του ’60, οι ραδιοφωνικές εκπομπές του «Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού», «Τα καθημερινά του καθημερινού» με τον Δημήτρη Χορν, «Το Νυφικό Κρεβάτι» με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν κ.α. είχαν πολύ μεγάλη απήχηση, κάνοντας τον γνωστό και αγαπητό σε ένα ευρύτερο κοινό.
Τεράστια όμως ήταν και η επιτυχία του στην τηλεόραση, την οποία όχι μόνο σφράγισε με την τέχνη του με δέκα αξέχαστες σειρές, αλλά αποτέλεσε και δίδαγμα για τους μεταγενέστερους. Οι σειρές του «Ο Κύριος Συνήγορος» (1970) – η πρώτη σειρά που γράφτηκε ειδικά για την τηλεόραση – «Η Κοκορόμυαλη», «Η Γειτονιά μας» (1972) και «Ο Ονειροπαρμένος» (1973) κράτησαν χρόνια και έκαναν πρωτιές τηλεθέασης.
Το 1998, με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατό του, κυκλοφόρησε ένας τιμητικός τόμος για το έργο του, από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, που περιέχει και τρία θεατρικά του έργα (Κουνενές, Η Κόμισσα της Φάμπρικας, Ενας Ιππότης για τη Βασούλα).
Καρπός του γάμου του με την Άννα Βέννη είναι ο γνωστός δημοσιογράφος Γιάννης Πρετεντέρης. Ο πρόωρος θάνατός του στέρησε πολλά το θέατρο και γενικότερα τα γράμματα και την τέχνη.
Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943, ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια και ερμηνεύτρια του λαϊκού τραγουδιού, γεννημένη στο Μεταξουργείο.
Ξεκίνησε την καριέρα της το Πάσχα του 1962 στην «Τριάνα» του Χειλά δίπλα στο Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα. Καθιερώθηκε το 1964 τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Σταύρου Ξαρχάκου στην κινηματογραφική παραγωγή «Λόλα».
Η Βίκυ Μοσχολιού.
Τον επόμενο χρόνο το τραγούδι της “Ένα αστέρι πέφτει – πέφτει” έγινε μεγάλη επιτυχία συνεχίζοντας σε συνεργασίες, μεταξύ άλλων, με το Γιώργο Ζαμπέτα, το Γιώργο Κατσαρό, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, το Δήμο Μούτση, τον Βασίλη Τσιτσάνη, το Μίμη Πλέσσα, το Γιάννη Σπανό, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Τάκη Μουσαφίρη,τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Σπύρο Παπαβασιλείου, το Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Ζώρζ Μουστακί, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Σταμάτη Κραουνάκη αλλά και με στιχουργούς όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Νίκος Γκάτσος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης.
Τρεις μόλις μήνες μετά την επιβολή της Δικτατορίας του 1967, στις 13 Ιουλίου 1967, η Βίκυ Μοσχολιού μαζί με το Γρ. Μπιθικώτση, τραγούδησαν στο νυκτερινό κέντρο, Δειλινά (Αθήνα), σε πρώτη δημόσια εκτέλεση, τον Ύμνο της 21ης Απριλίου, “Μέσα στ΄ Απρίλη τη γιορτή”, (στίχοι Η. Καραμανέα και μουσική Α. Ρεμούνδου), σε εκδήλωση του τότε Ρ/Σ της ΥΕΝΕΔ υπό την καλλιτεχνική παρουσίαση του Γ. Οικονομίδη.
Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν από τις πρώτες ερμηνεύτριες που τραγούδησαν σε μπουάτ, κάνοντας τις κυριότερες εμφανίσεις της στο «Ζυγό» και το «Zoom» της Πλάκας στο πλευρό του Δήμου Μούτση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας της είχε δώσει συναυλίες ενώ εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, τηςΠερσίας και της Ιορδανίας.
Την Πρωτομαγιά του 1967 παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, αλλά το 1979 πήραν διαζύγιο.
Στα τραγούδια της που έγιναν επιτυχίες συγκαταλέγονται τα: «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Έτσι είν’η ζωή», « Τα Ξημερώματα», « Δεν ξέρω πόσο σ’αγαπώ» , «Θα κλείσω τα μάτια», « Δεν κλαίω για τώρα», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι». Δύο επιτυχίες της ονοματοδότησαν νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».
Η φωνή της Βίκυ Μοσχολιού αποτελούσε και αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες γυναικείες ελληνικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Χαρακτηρίστηκε ως μια φωνή “δωρική”, δηλαδή μια φωνή βαθιά ελληνική, “ντόμπρα”, με μεγάλες φυσικές ικανότητες. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίο πολλοί την χαρακτήρισαν ως “ο θηλυκός Μπιθικώτσης”. Όμως, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, η Μοσχολιού επιβλήθηκε καλλιτεχνικά λόγω της ατέρμονης μοναδικότητας των ερμηνειών της, μια μοναδικότητα που έκανε συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης να χαρακτηρίσουν την φωνή της “ογκόλιθο”. Υπηρέτησε πιστά τον λαϊκό και έντεχνο χώρο, τραγουδώντας ταυτόχρονα κομμάτια διαφορετικής αισθητικής, αποδεικνύοντας πως ήταν καλλιτέχνιδα ολικού περιεχομένου.
Πιο συγκεκριμένα η Βίκυ Μοσχολιού ως τύπος τραγουδίστριας ήταν alto-mezzo, δηλαδή η βαρύτερη γυναικεία φωνή, σαφέστατα στην λαϊκή εκδοχή της. Κατείχε μεγάλη έκταση φωνής, βαριά ηχητικότητα και φυσικά μια μελαγχολική βραχνή χροιά η οποία αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της, καθώς είναι αδύνατο για τους ακροατές να μην καταλάβουν ποια τραγουδάει από την πρώτη κιόλας λέξη. Στις ικανότητες της φωνής της συγκαταλέγονται επίσης το ισχυρό “συρτό” vibrato της, που δραματοποιούσε τις ερμηνείες της κι οδηγούσε σε μια μοναδική επιβολή της φωνητικής δύναμης, τα εκπληκτικά της γυρίσματα, τα οποία της έδιναν την ικανότητα να ερμηνεύει με ευκολία δημοτικά τραγούδια ή τραγούδια με jazz-blues επιρροές.
Βασικότερο στοιχείο όλων αναμφισβήτητα στο φυσικό μουσικό της όργανο ήταν η ασυνήθιστη δύναμη και ο ενστικτώδης συναισθηματισμός. Η δύναμη της φωνής της Μοσχολιού ήταν αξεπέραστη και σε συνδυασμό με την μπάσα φωνή της, η ερμηνεύτρια μπορούσε ξεκάθαρα να ακούγεται ισχυρότερα από ότι μια soprano σε έναν χώρο. Χαρακτηριστικό αυτού του φωνητικού χαρακτηριστικού της, είναι η ερμηνεία της στο τραγούδι “Αλήτης”, στον οποίο η Μοσχολιού, όποτε το τραγουδούσε ζωντανά, κατέβαζε το μικρόφωνο, χαμήλωνε την ορχήστρα και γέμιζε τον χώρο με την επιβλητική φωνή της.
Ο συναισθηματισμός ήταν η δεύτερη μεγάλη κινητήρια δύναμη του οργάνου της. Με την ξεκάθαρη άρθρωση των λέξεων, συμφώνων και φωνηέντων μαζί, η Βίκυ Μοσχολιού κατάφερνε να δραματοποιεί και να αγγίζει ψυχικά, γνωρίζοντας και μη το τι εξιστορεί-ερμηνεύει. Αυτό ήταν και είναι βασικό γνώρισμα του ερμηνευτικού-υποκριτικού ταλέντου της.
Η πληρότητα της σπουδαιότητας της φωνής της σημαδεύονταν από την πρωτοφανή ερμηνεία της. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης την χαρακτήρισε ως “Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού”, διακρίνοντας έτσι την βαθιά θεατρικότητα και υποκριτική ευελιξία την οποία κατείχε η τραγουδίστρια. Ήταν μια πραγματική ερμηνεύτρια, γεμάτη κύρος επί σκηνής, πολύ παραπάνω από τραγουδίστρια, μια φωνή που επανέφερε την αίσθηση του αρχαιοελληνικού δράματος μέσω της έκφρασης του καημού και της χαράς των Ελλήνων του σήμερα.
Το 2008 πωλήθηκε, ύστερα από δημόσια διαμάχη μεταξύ των δύο θυγατέρων της, η μαρμάρινη έπαυλη 1.200 τ.μ., στην οποία έζησε.
To 2010 η στενή συνεργάτης της Βίκυς, Αρετή Γκόρντον, αποφάσισε να κυκλοφορήσει βιβλίο με τη ζωή της τραγουδίστριας, δίχως τη συγκατάθεση της οικογένειάς της. Έτσι οι κόρες της Βίκυς έμαθαν από τον περιοδικό Τύπο ότι πρόκειται να κυκλοφορήσει το βιβλίο “Θυμάμαι τη Βίκυ Μοσχολιού” με προσωπικές λεπτομέρειες από τη ζωή της.
Οι κόρες της ήθελαν να ενημερωθούν πριν την έκδοση του βιβλίου και μάλιστα ενοχλήθηκαν από την αναφορά σχετικά με το σπίτι της μητέρας τους. Έτσι έστειλαν εξώδικο στην Αρετή Γκόρντον για τη δημοσιοποίηση στοιχείων της ζωής της μητέρας τους.
Η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε από τη ζωή στις 16 Αυγούστου 2005, έπειτα από διετή μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 62 ετών.
Ο Δημήτρης Ψαθάς καταγόταν από την Τένεδο αλλά γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου τον Οκτώβριο του 1907.
Το 1923, με τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία, την ευθυμογραφία και το θέατρο.
Ο Δημήτρης Ψαθάς.
Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίεςμε τεράστια επιτυχία. Τα έργα του γνώρισαν τη διεθνή αναγνώριση και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά, τα ρουμανικά και τα τουρκικά, και παίχτηκαν σε πολλές χώρες του κόσμου.
Υπήρξε σύμβουλος τηςΕταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων καθώς και μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ).
Το 1925 ξεκινάει τα πρώτα δημοσιογραφικά του βήματα από τις σελίδες της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα.
Το 1935 αρχίζει να γράφει στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα στιγμιότυπα από τα δικαστήρια με το ψευδώνυμο «Ο μάρτυς».
Το 1937 αναλαμβάνει το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα (που μετά την Κατοχή μετονομάστηκε σε Τα Νέα), όπου παρέμεινε για σαράντα περίπου χρόνια δίνοντας με πάθος την καθημερινή του παρουσία μέσα από τη στήλη του μαχητικού του χρονογραφήματος «Εύθυμα και Σοβαρά», που δέσποζε στην πρώτη σελίδα. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το πρώτο χιουμοριστικό του βιβλίο, το Η Θέμις έχει Κέφια, με θέμα τα ευτράπελα των δικαστηρίων.
Το 1938 κυκλοφορεί το επόμενο Η Θέμις έχει Νεύρα.
Το 1940 γράφει το πρώτο θεατρικό του έργο, Το Στραβόξυλο.
Το 1941 κυκλοφορεί σε βιβλίο η θρυλική Μαντάμ Σουσού, ενώ την ίδια χρονιά γράφει και παρουσιάζει στο θέατρο την κωμωδία του Ο Εαυτούλης μου.
Το 1942 ανεβαίνει στη σκηνή η θεατρική «Μαντάμ Σουσού».
Το 1942-1943 γράφει τα μονόπρακτα Ο Νευρικός Κύριος (γνωστό ως «Η τσάντα και το τσαντάκι»), Η γαλάζια χελώνα και το Ιφιγένεια εν …Μαύροις (που κυκλοφορούν σε βιβλίο με τον τίτλο Ο Νευρικός Κύριος και άλλα σκέτς).
Το 1943 παρουσιάζει την κωμωδία Οι ελαφρόμυαλοι.
Το 1945 κυκλοφορούν τα βιβλία του Χειμώνας του 41, Αντίσταση και Το χιούμορ μιας εποχής, όπου απεικονίζει με τον δικό του χιουμοριστικό τρόπο τη δραματική περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής.
Το 1946 γράφει την κωμωδία του Ο Φον Δημητράκης,
Το 1950-1951 ταξιδεύει στην Αμερική, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία, την Αίγυπτο και περιλαμβάνει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις σε τρία βιβλία: Κάτω απ’ τους ουρανοξύστες (1950), Στη χώρα των μυλόρδων (1951) καιΠαρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια (1951).
Το 1953 γράφει την κωμωδία Ζητείται ψεύτης, το 1954 την κωμωδία Μικροί Φαρισαίοι, ενώ το 1956 κυκλοφορεί το χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Οικογένεια Βλαμμένου, μία σάτιρα των ηθών της εποχής.
Ακολουθούν οι κωμωδίες του Ενας βλάκας και μισός (1956), Προς Θεού μεταξύ μας (1957), Φωνάζει ο κλέφτης (1958), Εταιρεία Θαυμάτων (1959), Η Μαίρη τα λέει όλα (1960), Εξοχικόν κέντρον Ο Ερως (1960), Εμπρός να γδυθούμε(1962), Η Χαρτοπαίχτρα (1963), Ξύπνα Βασίλη (1965), Ο αχόρταγος (1966), Ο κουτσομπόλης (1968), Προίκα μου αγαπημένη (1968), Οι ατίθασοι (1970), Ο αφελής (1973), Το ανθρωπάκι (1974).
Τελευταία του βιβλία ήταν «Σε ήχο πλάγιο» (1973) και «Μαίηντ ιν Αμέρικα».
Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν επιλογές χρονογραφημάτων του σε τρία βιβλία: Στο καρφί και στο πέταλο (1999), Στου κουφού την πόρτα (2001) και Το εύθυμο καρνέ (2002).
Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε επίσης και ένα ιστορικό χρονικό 500 σελίδων, συγκλονιστικό ντοκουμέντο από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του ελληνισμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, με τον τίτλο Γη του Πόντου (1966).
Τα θεατρικά του έργα, κωμωδίες, παίχτηκαν απ΄ όλους σχεδόν τους θιάσους της Αθήνας και με τους καλλίτερους Έλληνες ηθοποιούς. Σπουδαιότερα εξ αυτών ήταν: «Το στραβόξυλο» (1940), «Ο εαυτούλης μου» (1941), «Οι ελαφρόμυαλοι» (1942), «Μαντάμ Σουσού» (1942), «Σκίτσα της εποχής» (1944), «Φον Δημητράκης» (1947), «Η ζωή μου είναι ωραία» (1952), Ζητείται ψεύτης (1953), «Μικροί Φαρισαίοι» (1954), «Ο φαύλος κύκλος» (1954), «Ένας βλάκας και μισός» (1956), «Προς Θεού μεταξύ μας» (1957), «Φωνάζει ο κλέφτης» (1958),«Εταιρεία θαυμάτων» (1959), «Η Μαίρη τα λέει όλα» (1960), «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» (1960), «Εμπρός να γδυθούμε» (1962), η «Χαρτοπαίχτρα» (1963), «Ξύπνα Βασίλη» (1965), ο «Αχόρταγος» (1966), «Ο Κουτσομπόλης» (1968), «Προίκα μου αγαπημένη» (1968), «Οι ατίθασοι» (1970), «Ο αφελής» (1973), «Το ανθρωπάκι» (1974) κ.α.
Γραμματόσημο με τη μορφή του Ψαθά εκδόθηκε το 2015 στην αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων των ΕΛΤΑ «100 χρόνια από την ίδρυση της ΕΣΗΕΑ».
Ο «εκκεντρικός bon viveur» Νάσος Μπότσης και το «στήριγμά» της Νίκος Μομφεράτος. Η εθνική «γατούλα» έζησε μια ζωή όχι μόνο φουλ στις κόντρες με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ αλλά και φουλ στους έρωτες, μάλιστα με βαρόνους των media της εποχής. Πιπεράτη και απαστράπτουσα, καθώς ήταν πάντα, και έχοντας κάνει πολλές πρόβες στον… καθρέφτη για να είναι όσο πιο ναζιάρα γίνεται, η Αλίκη Βιουγιουκλάκη μαγνήτιζε με το μπρίο της όποιο αρσενικό την πλησίαζε.
Δύο ξεχωριστές περιπτώσεις που τράβηξαν το ενδιαφέρον μας, καθώς διαβάζαμε το βιβλίο του μονάκριβου γιου της Γιάννη Παπαμιχαήλ «Εχω ένα μυστικό» που κυκλοφορεί από τον οίκο Λιβάνη σε επιμέλεια Νίκου Νικόλιζα και Βασιλείας Ζερβού, είναι οι σχέσεις της με τους αείμνηστους Νάσο Μπότση και Νίκο Μομφεράτο.
Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ δεν θα μπορούσε να παραλείψει τη σχέση της Αλίκης με τον ιδρυτή της «Απογευματινής» Νάσο Μπότση, ο οποίος έμελλε να έχει κοινό σημείο με τον Νίκο Μομφεράτο (πέρα από την Αλίκη) την ίδια την εφημερίδα. Μετά τον Μπότση, χρέη προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της «Απογευματινής» επιτελούσε ο Μομφεράτος, ο οποίος δολοφονήθηκε από τη «17Ν» στις 21 Φεβρουαρίου 1985 στο Κολωνάκι, στη γωνία Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ. Μάλιστα, πρόεδρο του Δ.Σ. της εφημερίδας τον είχε ορίσει στη διαθήκη του ο Νάσος Μπότσης.
Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ μιλάει για τον Νάσο Μπότση ανατρέχοντας όχι σε όσα του είχε πει η μητέρα του, καθώς δεν του είχε μιλήσει ποτέ σχετικά με αυτήν τη σχέση. Καταθέτει, όπως σημειώνει, ό,τι γνωρίζει για τον δεσμό τους από όσα έχει εκμυστηρευτεί για τη σχέση αυτή η μητέρα του στη φίλη της Μαλβίνα Κάραλη.
Εκκεντρικός bon viveur με κίτρινα μπλουζάκια και πράσινα παντελόνια
«Εκκεντρικό bon viveur» χαρακτηρίζει τον Νάσο Μπότση, που κυκλοφορούσε με «κίτρινα μπλουζάκια και πράσινα παντελόνια» και επαγγελματικά στήριζε πολύ την Αλίκη μέσα από τα περιοδικά («Πρώτον») και τις εφημερίδες του («Ακρόπολις» και «Απογευματινή»). Περνούσε καλά μαζί του η Αλίκη και του άρεσε να πειράζει την ηθοποιό. Θεωρούσε την Αλίκη «δώδεκα ετών», αλλά στην ίδια ηλικία έβαζε και τον… εαυτό του.
Ο Νάσος Μπότσης, εκδότης τότε και του περιοδικού «Πρώτον», σε ένα θέμα που ετοίμαζε με θέμα τις δώδεκα πιο όμορφες κοπέλες ηλικίας πέντε με δώδεκα ετών προς ανάδειξη της μικρούλας «Μις Ελλάς», τύπωσε και ένα φύλλο βάζοντας ανάμεσα σε αυτές μια φωτογραφία της Αλίκης. Η Αλίκη το είδε και έγινε έξαλλη, πιστεύοντας πως έτσι θα κυκλοφορήσει στα περίπτερα. Οπως χαρακτηριστικά γράφει στο βιβλίο, «τον πήρε τηλέφωνο μέσα στην νύχτα ουρλιάζοντας. Και εκείνος, από την άλλη άκρη της γραμμής, γελώντας της απάντησε: “Αφησέ με να παίξω λίγο…”».
Μπορεί βεβαίως η σχέση αυτή της μεγάλης σταρ με τον μεγαλοεκδότη να κυλούσε ανάμεσα σε… παιχνίδια αλλά, όπως λέγεται, εκείνη του έκανε πολλά «γυμνάσια».
«Ενα βράδυ, τον ξύπνησε στις τρεις για να της αγοράσει ένα βραχιόλι από τον Αθηνιώτη. Του είπε: “Τώρα το θέλω”». Οπως αναφέρεται στο βιβλίο, εκείνος ξύπνησε τον Αθηνιώτη για να μπορέσει να ευχαριστήσει την καλή του. Βέβαια, η Μαλβίνα αναφέρεται σε όσα είχε ακούσει να λέγονται, καθώς, όταν ρώτησε την Αλίκη για το αν συνέβη αυτό το περιστατικό, εκείνη το διέψευσε λέγοντας πως, αντιθέτως, ο Νάσος Μπότσης της έκανε πανάκριβα δώρα και εκείνη του τα πετούσε από το παράθυρο… Ακόμα και πρόταση γάμου της έκανε ο εκδότης, αλλά εκείνη αρνήθηκε.
Επίσης, λέει πως ο Νάσος Μπότσης ήταν αυτός που την έβαλε στη βασιλική οικογένεια, αφού η αδελφή του ήταν στην αυλή της Φρειδερίκης και επιστήθια φίλη της Σοφίας.
Στις περιόδους κόντρας ανάμεσα στην Αλίκη και στον Νάσο Μπότση ο εκδότης μαθαίνουμε πως έβαζε… εμπάργκο στην Αλίκη. Απαιτούσε να βγουν όλες οι φωτογραφίες της ηθοποιού από τα τεύχη. Οσον αφορά τις περιόδους κατά τις οποίες όλα μεταξύ τους ήταν καλά, είχε το Αλικάκι να φιγουράρει παντού. Μάλιστα, στα καλλιστεία που διοργάνωνε κάθε χρόνο η «Απογευματινή» του Νάσου Μπότση η Αλίκη ήταν αυτή που δεχόταν την πρόσκληση να στέψει τη «Μις Ελλάς».
Οι δυο τους έμειναν καλοί φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του Νάσου Μπότση, ενώ εκείνος περνούσε πολύ συχνά από το σπίτι της για να φάει κεφτεδάκια με τηγανιτές πατάτες.
Ο άνθρωπος που τη στήριξε απέναντι στον Παπαμιχαήλ
Το 1972, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του Γιαννάκη, στην καρδιά της χούντας των συνταγματαρχών, τότε που η Αλίκη έκανε «μπαμ» στο σελιλόιντ με την ταινία «Η Αλίκη δικτάτωρ» και «περνούσε κρίση στον γάμο της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ», όπως τουλάχιστον υποστηρίζει ο Γιάννης, «γνωρίζει σε μια δεξίωση τον εκδότη Νίκο Μομφεράτο».
Οπως εξιστορεί ο γιος τής εθνικής σταρ στο βιβλίο του, «η χημεία τους ταίριαζε απόλυτα». Ο Γιάννης τονίζει: «Η Αλίκη φαίνεται να είχε μεγάλη ανάγκη να συναντάει εκείνη την περίοδο τον εκδότη, καθώς εκείνος τη φρόντιζε πολύ και πρόσεχε ακόμα και την εμφάνισή της». Ηταν ένα συναίσθημα, που, όπως γράφει ο Γιάννης Παπαμιχαήλ, είχε χρόνια να νιώσει η Αλίκη. Κάπου εκεί θέλησε ο Γιαννάκης να επισημάνει για άλλη μία φορά πως την ίδια ώρα ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ έβλεπε την Αλίκη όχι σαν γυναίκα αλλά σαν ανταγωνιστή.
Ο Νίκος Μομφεράτος (που επί επταετίας χρημάτισε και υπουργός Βιομηχανίας) ήταν αυτός που της στάθηκε ακόμα και στα οικονομικά της αδιέξοδα. Θέματα που η Αλίκη έκρυβε από τον σύζυγό της Δημήτρη για να μην επιβαρύνει περισσότερο την κατάστασή του. «Η σχέση τους ήταν μεν ερωτική, αλλά οι δυο τους δεν υπήρξαν ποτέ σύντροφοι κάτω από την ίδια στέγη». Και ο Νίκος Μομφεράτος της έκανε πρόταση γάμου, χωρίς όμως να πάρει θετική απάντηση από την ίδια, καθώς η ηθοποιός δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί…
Ο Γιαννάκης θέλοντας προφανώς να αποκαλύψει όλα τα ντεσού της σχέσης της μητέρας του με τον εκδότη στο κεφάλαιο «Νίκος Μομφεράτος» προσθέτει και όλα όσα συνέβησαν στη μεγάλη σταρ εκείνη την εποχή. Αναφέρεται λοιπόν στο ’73, όταν σταμάτησε τη συνεργασία της με τον παραγωγό Φίνο και νονό του παιδιού της λόγω προβλημάτων στην εταιρεία.
Λίγο αργότερα, όπως διαβάζουμε, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ αποχωρεί από τον θίασο που είχαν με την Αλίκη. Στις 14 Μαΐου 1974 κυκλοφορεί αποκλειστικό δημοσίευμα στο περιοδικό «Θησαυρός» ανακοινώνοντας τη συνεργασία του Δημήτρη Παπαμιχαήλ με τη Ζωή Λάσκαρη στην παράσταση «Εραστές του ονείρου». Ενα έργο που στη συνέχεια θέλησε η Φίνος Φιλμ να γυρίσει σε ταινία. Γνωρίζοντας ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ την αντιδικία της Αλίκης με την εταιρεία, προχωρεί στην υπογραφή του συμβολαίου, εν αγνοία βεβαίως της εθνικής σταρ.
Η απάντησή του μάλιστα προς εκείνη, όταν το έμαθε, ήταν, όπως διαβάζουμε, πως και εκείνη γύρισε ταινίες χωρίς εκείνον. Η τελευταία συνεργασία του ζευγαριού ήταν στην παράσταση «Ωραία μου κυρία», ενώ ο γάμος τους ήρθε σε οριστική ρήξη στα γενέθλιά της και συγκεκριμένα στις 20 Ιουλίου του ’74, όταν ο Γιαννάκης ήταν πέντε ετών.
Προς το τέλος του γάμου της Αλίκης με τον Παπαμιχαήλ εμφανίζεται ξανά ο Νίκος Μομφεράτος, ο οποίος τη στήριξε με κάθε τρόπο εκείνα τα χρόνια. Για τη σχέση της Αλίκης με τον Μομφεράτο, πέραν της υποστήριξής του προς εκείνη, το μόνο περιστατικό που μαθαίνουμε είναι αυτό μιας νύχτας που θέλησε να τον συναντήσει, ενώ ο Δημήτρης είχε κοιμηθεί νωρίς. Εκείνη τη νύχτα, όπως περιγράφει ο Γιάννης, η Αλίκη θέλησε να το σκάσει με τον Μομφεράτο πηγαίνοντας βόλτα με το σκάφος του πατέρα του. Την παρέα συμπλήρωναν επίσης οι φίλοι της Αλίκης Τζένη Ζαχαροπούλου και Τόλης.
Στα Καμένα Βούρλα όμως, όπου είχε οριστεί το ραντεβού, θαυμαστές της Αλίκης μαζεύονται με σκοπό να της ζητήσουν αυτόγραφα. Δεν είχαν λοιπόν παρά να φύγουν γρήγορα με το σκάφος. «Επιασε φουρτούνα», γράφει ο Γιάννης, «και το κρις κραφτ αναποδογύρισε. Τελικά, κατάφεραν να βγουν στη στεριά και επέστρεψαν με ταξί πίσω στον Θεολόγο». Τελικά όμως, ούτε αυτή η σχέση κατέληξε στα σκαλιά της εκκλησίας.
Ο Κώστας Καραγιάννης γεννήθηκε το 1932 και θεωρείται ως ο πιο παραγωγικός σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς σκηνοθετούσε γύρω στις 10-12 ταινίες το χρόνο.
Σε νεαρή ηλικία πηγαίνει στη Γαλλία για να σπουδάσει αρχικά σε σχολή ραπτικής, όμως στη συνέχεια ο κόσμος του κινηματογράφου τον μάγεψε και ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός γενικών καθηκόντων σε διάφορες κινηματογραφικές παραγωγές.
Επιστρέφει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ξεκίνησε να σκηνοθετεί, να γράφει σενάρια αλλά και να αναλαμβάνει την παραγωγή ελληνικών ταινιών.
Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε για τη Φίνος Φιλμ το 1961 έκοψε έναν πολύ μικρό αριθμό εισιτηρίων, έχοντας ως αποτέλεσμα ο Φιλοποίμην Φίνος να τον διώξει.
Αυτό όμως δεν τον άφησε να χάσει το θάρρος του. Συνέχισε να εργάζεται ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός μέχρι το 1966, που μαζί με τον οπερατέρ Αντώνη Καρατζόπουλο, ιδρύουν τη γνωστότερη μετά τη Φίνος Φιλμ εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών, την “Καραγιάννης – Καρατζόπουλος“, η οποία δημιούργησε συνολικά 118 ταινίες.
Εργαζόταν εντατικά, ήταν αυστηρός και οξύθυμος στη δουλειά του, ενώ στην προσωπική του ζωή ήταν άνθρωπος με χιούμορ.
Στη δεκαετία του ’80 έκανε την παραγωγή πολλών βιντεοταινιών και επίσης στη δεκαετία του ’70 συνεργάστηκε και με ξένους κινηματογραφικούς οίκους, ενώ ήταν και παραγωγός πολλών τηλεοπτικών σειρών. Συνολικά σκηνοθέτησε 101 ταινίες.
Σοφία Βέμπο–Μίμης Τραϊφόρος. Δυο θυελλώδεις άνθρωποι που έζησαν μια θυελλώδη ζωή και καθόρισαν σε μέγιστο βαθμό τη φυσιογνωμία του μουσικού θεάτρου και του ελαφρού τραγουδιού.
Σοφία Βέμπο
Η Σοφία Βέμπο γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Θράκης (αν και αμφισβητούνται τόσο το έτος όσο και ο τόπος γέννησης) αλλά μεγάλωσε στον Βόλο. Μετά από διάφορες δουλειές που έκανε ως νεαρή κοπέλα, ξεκίνησε την τραγουδιστική της καριέρα το 1933, αρχικά στο ζαχαροπλαστείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης και αμέσως μετά στο θέατρο «Κεντρικόν» της Αθήνας. Το αληθινό της όνομα ήταν Μπέμπο, και ως Έφη Μπέμπο έγραψε τις πρώτες της σελίδες στην θεατρική και τραγουδιστική μας ιστορία.
Πριν εμφανιστεί η Βέμπο οι τραγουδίστριες του ελαφρού τραγουδιού προέρχονταν από τον χώρο του λυρικού θεάτρου και οι ερμηνείες τους θύμιζαν τις οπερατικές ερμηνείες. Αν και τον δρόμο τον είχε προλειάνει η σπουδαία πολύπλευρη καλλιτέχνιδα Σωτηρία Ιατρίδου, η Βέμπο θεωρείται ουσιαστικά η πρώτη ελληνίδα ντιζέζ: τραγουδίστρια δηλαδή όχι μόνο με σπουδαία φωνή αλλά και με μεγάλη εκφραστικότητα.
Αν και πολλές ντιζέζ είχαν μόνο μεγάλη εκφραστικότητα, η Βέμπο είχε πραγματικά και μια εξαιρετική φωνή, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη ως τότε: δεν ήταν σοπράνο, είχε αντίθετα μια βαθειά φωνή που ξένισε αρχικά και θεωρήθηκε «αντρική». Στις πρώτες της θεατρικές εμφανίσεις παρουσιαζόταν ως η «τσιγγάνα Έφη Μπέμπο»—αφενός γιατί η ίδια έδωσε την έμπνευση στη συνθέτρια Λόλα Βώτη να της γράψει «τσιγγάνικα» τραγούδια και αφετέρου γιατί η διαφορετικότητά της έπρεπε να πάρει έναν χαρακτηρισμό εξωτικό…
Η Σοφία Βέμπο.
Πολύ σύντομα θα αρχίσει η δισκογραφική της καριέρα, που θα την κάνει γνωστή σε όλο το πανελλήνιο, πριν ακόμα αρχίσει να περιοδεύει και πριν αρχίσει να λειτουργεί ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών που θα βάλει τη φωνή της στα σπίτια όλης της Ελλάδας. Κατακτά την πρώτη θέση στο μουσικό θέατρο και το τραγούδι—θέση που τη μοιράζεται μόνο με τη Δανάη Στρατηγοπούλου.
Οι δυο τους έχουν εντελώς διαφορετικές καταβολές (η Δανάη κατάγεται από λόγιο περιβάλλον και έχει σπουδάσει μουσική, η Βέμπο από πιο λαϊκή οικογένεια και είναι αυτοδίδακτη) και τελικά θριαμβεύουν και σε διαφορετικούς χώρους: η Βέμπο με συνοδεία ορχήστρας στις σκηνές των θεάτρων και η Δανάη με την κιθάρα της στην πίστα και το βαριετέ.
Υπήρξαν και κάποιες φήμες ότι τις χώριζε μια δήθεν αντιπαλότητα, ωστόσο αυτό δεν ήταν αληθές: «Μαρ’ συ;», έλεγε στη Δανάη η Βέμπο με τη χαρακτηριστική βολιώτικη προφορά της νιότης της, «Να ‘ρθω να με μάθεις τραγούδι;». Δεν πήγε ποτέ όμως και αυτό ίσως να στάθηκε η αιτία (μαζί βέβαια και με κάποια προσωπικά της προβλήματα που είχαν αντίκτυπο στην υγεία της) για τη φθορά της φωνής της που παρουσιάστηκε σχετικά σύντομα. Πάντως, οι δυο τους ήταν φίλες και η Δανάη τις έδωσε αρκετές σωστές συμβουλές που τη βοήθησαν στην καριέρα της.
Η Βέμπο θριαμβεύει στα χρόνια του μεσοπολέμου κυρίως με ταγκό που γράφουν για εκείνη συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης («Αφήστε με να πιω», «Ζητώ να σε ξεχάσω», «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος»), ο Μιχάλης Σουγιούλ («Κάτι με τραβά κοντά σου», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει»), ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης («Χειμώνας») αλλά και με εξαιρετικά βαλς του Κώστα Γιαννίδη («Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», «Κάποιο μυστικό»).
Η βαθειά φωνή της δίνει την έμπνευση για «αμαρτωλά» τραγούδια όπως το «Πριν το κορμί μου το ποτίσει η κοκαΐνη, το ποτό και η βρωμιά», και ανατολίτικα όπως η «Ζεχρά», αλλά πολύ σύντομα θα πρωτοστατήσει (και θα την ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες) στα δημοτικοφανή τραγούδια («Στη Λάρισα βγαίνει ο αυγερινός», «Ο Γιάννος κι η Παγώνα»).
Η προσφυγοπούλα
Το 1937-38 πρωταγωνιστεί στην πρώτη της ταινία, την Προσφυγοπούλα που γυρίζει ο Τόγκο Μιζράχι στην Αίγυπτο. Πρόκειται για μια από τις ταινίες της λεγόμενης αιγυπτιακής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου, που γυρίστηκαν στα υπερσύγχρονα τότε στούνιο του Καΐρου και λέγεται ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν άρτιες τεχνικώς αλλά μετριότατες καλλιτεχνικώς.
Βλέποντας την Προσφυγοπούλα σήμερα (φαίνεται ότι είναι η μόνη ταινία αυτής της περιόδου που διασώθηκε), μας δημιουργούνται ανάμεικτα συναισθήματα, αλλά πιστεύω ότι η ζυγαριά γέρνει προς τα θετικά. Μπορεί το σενάριο να είναι κοινότυπο και η σκηνοθεσία σχεδόν ανύπαρκτη, ωστόσο υπάρχουν αρκετά προτερήματα που την καθιστούν μοναδική. Πρώτα από όλα, είναι η πρώτη ελληνική ταινία με σύγχρονο ήχο και είναι ουσιαστικά η πρώτη οπτικοακουστική καταγραφή αυθεντικού φυσικού διαλόγου στην ελληνική γλώσσα (έστω και αν πρόκειται για διαλόγους ενός σεναρίου).
Έπειτα διασώζεται η παρουσία του μεγάλου πρωταγωνιστή της ελληνικής οπερέττας Μάνου Φιλιππίδη (πατέρα του Αντρέα Φιλιππίδη) που χάθηκε πρόωρα μετά τον πόλεμο. Ακόμα, έχουμε την πρώτη ολοκληρωμένη κατάθεση ελληνικής κινηματογραφικής μουσικής από τον σπουδαίο Κώστα Γιαννίδη (η μουσική επένδυσή του χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ακρίβεια, συνέπεια και ευαισθησία). Και, τέλος, έχουμε τη νεανική παρουσία της μεγάλης Σοφίας Βέμπο.
Αν και η φθορά του φιλμ παρουσιάζει κάπως αλλοιωμένη τη φωνή της, είναι ντοκουμέντα ανυπολόγιστης αξίας οι τραγουδιστικές της σκηνές (στις οποίες τραγουδάει ζωντανά, αφού το play back μάλλον δεν είχε… ανακαλυφθεί ακόμα!). Αλλά και στον υποκριτικό τομέα, η αυτοδίδακτη Βέμπο τα καταφέρνει μια χαρά.
Το 1940 αλλάζει για πάντα τη ζωή όλων των Ελλήνων. Αλλά είναι ιδιαίτερα σημαδιακό και για τη Σοφία Βέμπο. Αφενός θα γίνει η φωνή ενός ολόκληρου λαού τραγουδώντας τα πολεμικά τραγούδια που τη φέρνουν στην επικαιρότητα κάθε Οκτώβρη. Αφετέρου, θα ενώσει τη ζωή της με τη ζωή του Μίμη Τραϊφόρου και αυτό θα έχει θετικές συνέπειες για την καριέρα της και, μάλλον, αρνητικές για την προσωπική της ζωή.
Μίμης Τραϊφόρος
Ο Μίμης Τραϊφόρος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912. Ήταν γόνος πολυμελούς οικογένειας και αγωνίστηκε σκληρά για να τη στηρίξει οικονομικά μέχρι να γίνει γίνει γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους ως ο νέος ανερχόμενος κονφερανσιέ του βαριετέ. Μετά τις σπουδές του στο Εθνικό Θέατρο προσπαθεί να ορθοποδήσει στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Μαθητής του μεγάλου Αττίκ και… απόφοιτος της «Μάντρας» του, ο Τραϊφόρος θα γίνει σύντομα ο πιο δημοφιλής κομφερανσιέ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30. Βασίλειό του είναι η περίφημη «Όασις» του Ζαππείου. Τα πλήθη συρρέουν να χειροκροτήσουν τα πρώτης τάξης νούμερα που εξασφαλίζει ο επιχειρηματίας Αντώνης Ζερβός, τα οποία όμως μπορούν να «εξαφανιστούν» αν δεν τα προλογίσει με θέρμη και με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο ο λαοφιλής Τραϊφόρος.
Κάποιο βράδυ του Αυγούστου του 1940, ο Τραϊφόρος θα παρουσιάσει στο πολυπληθές κοινό του βαριετέ «μια θεοκουκλάρα που όταν την ακούς, νομίζεις ότι ακούς συναυλία αηδονιών: η Ρένα Βλαχοπούλου που μας ήρθε από την Κέρκυρα. Στο πιάνο θα τη συνοδέψει ο μαέστρος Μυρογιάννης. Στο σπίτι της το βράδυ θα τη συνοδέψω εγώ!». Το λογοπαίγνιο αυτό ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα (η Βλαχοπούλου ήταν ήδη παντρεμένη τότε) αλλά ξεκίνησε έτσι η συνεργασία των δυο καλλιτεχνών που στάθηκε σημαδιακή για τη Ρένα.
Ένα βράδυ στην «Όαση» ο Τραϊφόρος θα συγκρουστεί με τη Σοφία Βέμπο, που πήγε να παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Έτσι, θα ξεκινήσει ανάμεσά τους μια κόντρα που θα σταματήσει με την κήρυξη του πολέμου, όταν Βέμπο-Τραϊφόρος συνεργάζονται για πρώτη φορά στις πολεμικές επιθεωρήσεις του θεάτρου «Μοντιάλ».
Στον θίασο ανήκει και η νεαρή τραγουδίστρια Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία δεν έχει χρήματα για να ράψει φόρεμα για τις εμφανίσεις της και γι’ αυτό της ράβουν ένα «άσπρο φόρεμα με ροζ δαντελίτσες» η Σοφία Βέμπο και η ηθοποιός Λίτσα Λαζαρίδου—το θυμόταν αυτό με ευγνωμοσύνη η Βλαχοπούλου μέχρι το τέλος. Με το νέο της φόρεμα λοιπόν η Κερκυραία τραγουδίστρια, που αποτελεί το «πουλέν» του Τραϊφόρου, τραγουδάει κάθε βράδυ τους πρώτους πολεμικούς στίχους που έγραψε ο μέχρι τότε κονφερανσιέ: «Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη, κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη».
Η Βέμπο προσέχει τους στίχους αυτούς και ζητά από τον Τραϊφόρο να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι πάνω στους στίχους της «Ζεχράς». Σε χρόνο ρεκόρ εκείνος της παραδίδει τον νέο εθνικό ύμνο των Ελλήνων, τα «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», η Βέμπο γοητεύεται και αρχίζει ο ταραχώδης έρωτάς τους.
Ο Τραϊφόρος γράφει αδικαιολόγητα πολλά πολεμικά τραγούδια (οι εταιρίες δίσκων θέλουν να κερδίσουν χρήματα με όποιον τρόπο μπορούν…), κυρίως για τη φωνή της Βέμπο. Θα γράψει όμως και ένα για τη Ρένα Βλαχοπούλου που είχαμε την… ευτυχία να δισκογραφηθεί και να φτάσει στις μέρες μας («Πήγαινε κι όταν θα ‘ρθεις» σε μουσική του Κώστα Γιαννίδη).
Η Βέμπο, η Βλαχοπούλου και όλες οι τραγουδίστριες τραγουδούν παντού: στο θέατρο, στο ραδιόφωνο, στα νοσοκομεία για τους τραυματίες. Κάνουν ό,τι μπορούν για να εμψυχώσουν τον άμαχο πληθυσμό. Δυστυχώς όμως οι νίκες του ελληνοϊταλικού πολέμου θα δώσουν τη θέση τους στη γερμανική εισβολή στη χώρα μας και τα πολεμικά τραγούδια του ’40 θάβονται με πικρία στη μνήμη των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Η Βέμπο συνεχίζει να τραγουδάει στα αθηναϊκά θέατρα μέχρι το καλοκαίρι του ‘42 με πολλά προβλήματα.
Οι κατακτητές κάνουν ό,τι μπορούν για να της απαγορέψουν να εμφανίζεται και να θυμίζει στο κοινό τις ένδοξες στιγμές της νίκης. Είναι πλέον φανερό ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει και να δουλεύει στην Αθήνα και έτσι καταφεύγει στη Μέση Ανατολή, όπου την ακολουθεί λίγο αργότερα ο Τραϊφόρος.
Με βασικούς τους συνεργάτες τον συνθέτη Λεό Ραπίτη και την Αλίκη Βέμπο, το ζευγάρι παρουσιάζει αμέτρητες επιθεωρήσεις στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο και προσφέρει τα έσοδα στον ελληνικό στρατό. Θα παραμείνουν στην Αίγυπτο μέχρι και το 1946, ενώ η επιστροφή τους θα ξεσηκώσει θύελλα ενθουσιασμού στην καλλιτεχνική Αθήνα.
Στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου η Βέμπο θα προσπαθήσει να δώσει το δικό της μήνυμα συμφιλίωσης συντασσόμενη όμως με την πλευρά του Εθνικού Στρατού. Αυτό δεν την εμποδίζει να έρθει σε κόντρα με τη Φρειδερίκη σχετικά με κάποιες φιλανθρωπικές κινήσεις υπέρ των στρατιωτών.
Ηχογραφεί δυο επίκαιρα τραγούδια που κακώς οι σημερινοί ραδιοφωνικοί παραγωγοί μεταδίδουν κάθε Οκτώβρη (μια δραματική διασκευή του «Πού να ‘σαι τώρα»—για τα παιδιά που μετακινήθηκαν στις ανατολικές χώρες—και μια νέα εκδοχή του «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά» με τίτλο «Η φανέλα του Στρατιώτη»).
Ωστόσο, αν πρέπει να θυμόμαστε κάποια ερμηνεία της από αυτά τα χρόνια είναι το «Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου», στο οποίο γίνεται αναφορά στους συμμάχους που «μας τα λέγαν κάθε βράδυ απ’ τα Λονδίνα τους»: ο στίχος αυτός θα ενοχλήσει τους Άγγλους και σύντομα το τραγούδι θα απαγορευτεί. Επανακυκλοφορεί έπειτα από λίγο καιρό με την αναπόφευκτη αναφορά στους «Γράμμους και τα Βίτσια» (εκδοχή που ευτυχώς ακούγεται σπανιότερα σήμερα).
Σύντομα η Βέμπο θα εγκαταλείψει τις εμφυλιακές διαμάχες και θα ταξιδέψει στην Αμερική, όπου τραγουδώντας για τους ομογενείς αλλά και για το αμερικανικό κοινό (αποσπά θριαυμβευτικές κριτικές για το ρεσιτάλ της στο Carnegie Hall) συγκεντρώνει χρήματα για να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο της όνειρο: ένα θέατρο που θα φέρει το όνομά της.
Όσο η Βέμπο βρίσκεται στην Αμερική, ο Τραϊφόρος της γράφει το «Ας ερχόσουν για λίγο» που μελοποιεί ο Μιχάλης Σουγιούλ και τραγουδά μοναδικά η Δανάη, αλλά ταυτόχρονα μπαινοβγαίνει σε ερωτικές περιπέτειες που εξοργίζουν τη Βέμπο και αρχίζουν να επηρεάζουν την υγεία της.
Το θέατρο “Βέμπο”
Το όνειρο του θεάτρου «Βέμπο» γίνεται πραγματικότητα το καλοκαίρι του 1950. Η πρώτη επιθεώρηση που ανεβαίνει εκεί τιτλοφορείται Βίρα τις Άγκυρες και αλλάζει για πάντα την ιστορία του ελαφρού μουσικού θεάτρου καθώς η Βέμπο (μαζί με τον αδελφό της, Τζώρτζη Βέμπο, που αναλαμβάνει τα οικονομικά της επιχείρησης, μερικές φορές σε βάρος της υγείας και της προσωπικής ευτυχίας της αδελφής του) επενδύει πολλά χρήματα και ανεβάζει τον πήχυ για τους παραγωγούς του μουσικού θεάτρου—μόνον ο Βασίλης Μπουρνέλλης στο θέατρο «Ακροπόλ» μπορεί να τη συναγωνιστεί.
Ο Σταμάτης Φασουλής θυμάται πάντα πόσο τον σημάδεψε αυτή η παράσταση, στην οποία η Βέμπο τραγουδούσε, μεταξύ άλλων, το πρώτο αρχοντορεμπέτικο τραγούδι της, τη θρυλική «Ταμπακέρα». Στα χρόνια του ’50 η Βέμπο θα τραγουδήσει κι άλλα θρυλικά αρχοντορεμπέτικα στις καλοκαιρινές επιθεωρήσεις του θεάτρου της («Χαράμι», «Χαστούκι», «Όλα ρημάδια»)—τους χειμώνες εξακολουθεί να περιοδεύει στην Ελλάδα και το εξωτερικό για να ενισχύει το ταμείο των θεατρικών επιχειρήσεων της οικογένειάς της.
Σ’ αυτή τη δεκαετία θα γυρίσει και δυο ακόμα ταινίες που θα διασώσουν για πάντα την επιβλητική της παρουσία. Στη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη θα αφήσει για πάντα το στίγμα της στον ρόλο της Μαρίας, της ιδιοκτήτριας του «Παράδεισου» όπου τραγουδάει η Στέλλα.
Ως Μαρία τραγουδά δυο κορυφαία τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι: «Το φεγγάρι είναι κόκκινο» και, κυρίως, «Ο Μήνας έχει δεκατρείς» δείχνοντας πόσο ωραία μπορούσε να τραγουδήσει λαϊκή μουσική. Ήθελε πολύ να τραγουδήσει Τσιτσάνη, και κατάφερε να ηχογραφήσει μόνο ένα τραγούδι του, κι αυτό στην Αμερική, αφού οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες δεν επέτρεπαν τότε να μπλέκονται «ελαφροί» και «ρεμπέτες». Και πέρα από το τραγούδι της όμως, είναι εντυπωσιακή η γενικότερη παρουσία της στη Στέλλα—χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον Μιχάλη Κακογιάννη που την έπεισε να παίξει στην ταινία αυτή.
Συντομότερη είναι η εμφάνισή της στη Στουρνάρα 288 του Ντίνου Δημόπουλου. Πρόκειται για μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας του θεάτρου «Βέμπο», όπου πραγματοποιεί μια γλυκύτατη εμφάνιση ως ηλικιωμένη τραγουδίστρια αλλά και μια πιο εντυπωσιακή ως σύγχρονη ντίβα του τραγουδιού. Το έργο αυτό ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια του Τραϊφόρου να ανανεώσει το επιθεωρησιακό είδος. Στη δεκαετία του ’50 γραφει και σκηνοθετεί αδιάκοπα εντυπωσιακές επιθεωρήσεις κυρίως αλλά και μουσικές ηθογραφίες που αποσπούσαν θερμές κριτικές και βραβεία.
Σε μια από αυτές τις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Βέμπο» που τιτλοφορείται Διπλοπενιές, το καλοκαίρι του 1954, θα κάνει το υποκριτικό της ντεμπούτο η Ρένα Βλαχοπούλου, χάρη στην επιμονή του Μίμη Τραϊφόρου που διέκρινε το ξεχωριστό κωμικό της ταλέντο. Το νούμερο «Άλα πασά μου» απογειώνει την καριέρα της Ρένας Βλαχοπούλου .
Η κορυφαία Βέμπο καμαρώνει την Κερκυραία τραγουδίστρια και—πλέον και—ηθοποιό που μάλιστα ηχογραφεί δυο τραγούδια της («Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή» και «Κάποιος, κάπου, κάποτε») ενώ, πράγμα σπάνιο για τη Βέμπο, ηχογραφεί κι εκείνη ένα τραγούδι της Ρένας, το «Ομόνοια Πλας». Η Ρένα Βλαχοπούλου συνεργάζεται ξανά με το θέατρο «Βέμπο» δυο χρόνια μετά, στην επιθεώρηση Ρωμιός (η Βέμπο επρόκειτο να εμφανιστεί στο έργο αυτό, αλλά οι περιοδείες της την κράτησαν τελικά στο εξωτερικό και έτσι η Βλαχοπούλου παρέμεινε η βασική τραγουδίστρια του Ρωμιού).
Θα περάσουν 20 χρόνια μέχρι να εμφανιστεί ξανά η Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο «Βέμπο», αλλά τότε πλέον η επιχείρηση θα έχει περάσει στα χέρια του Βαγγέλη Λιβαδά. Η Ρένα Βλαχοπούλου θα θυμάται όμως πάντα με γλύκα τη σπουδαία αυτή καλλιτέχνιδα και γυναίκα—και καλή μαγείρισσα, που πάντα έφερνε μεζέδες στον θίασο.
Γενικά η Βέμπο αγαπούσε πολύ τα μέλη των θιάσων της—με εξαίρεση τις νεαρές καλλιτέχνιδες που έμπλεκαν σε ερωτικές περιπέτειες με τον Τραϊφόρο. Βασικός συγγραφέας και σκηνοθέτης όλων των έργων που ανεβαζε το θέατρο «Βέμπο», ο Τραϊφόρος βρισκόταν συνεχώς περιτριγυρισμένος από πειρασμούς στους οποίους συνήθως ενέδιδε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να παθαίνει συχνούς νευρικούς κλονισμούς η Βέμπο και να καταφεύγει στο αλκοόλ.
Δεν δίσταζε μάλιστα να επιτεθεί στις νεαρές κοπέλες που διεκδικούσαν τον Τραϊφόρο—η Σπεράντζα Βρανά διηγείται σ’ ένα βιβλίο της πώς την έδειρε κάποια φορά που νόμιζε πως κάτι έτρεχε ανάμεσά τους, αλλά τελικά της ζήτησε συγνώμη. Η κατάσταση χειροτέρευε από τη συμπεριφορά του επιχειρηματία αδελφού της που επέμενε να ελέγχει τις καλλιτεχνικές της κινήσεις για να επωφελείται ο ίδιος. Η Βέμπο βρισκόταν πάντα διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη της για τον Τραϊφόρο (τον λάτρευε παρά τις αταξίες του) και στην αγάπη για την οικογένειά της.
Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για τη Βέμπο να νιώθει ότι ενώ για έναν ολόκληρο λαό ήταν σύμβολο μιας μεγάλης πολεμικής νίκης, στην πραγματικότητα πάλευε σε ενα περιβάλλον διαρκών συγκρούσεων που οδηγούσαν στην επιδείνωση της υγείας της. Ακούγοντας τις ηχογραφήσεις της από το 1957 ως το 1963, διαπιστώνει κανείς τη φθορά της φωνής της.
Τραγούδια όπως το «Για σένα» του Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου ή τα «Κόκκινα φανάρια» του Μενέλαου Θεοφανίδη μας φέρνουν μια Βέμπο κουρασμένη αλλά πάντα εκφραστική και ευαίσθητη. Στα χρόνια του ’60 αραιώνει τις εμφανίσεις της. Το θέατρό της που συνεχίζει να παρουσιάζει επιτυχημένες επιθεωρήσεις που γράφει πάντα ο Μίμης Τραϊφόρος (Γαργάλατα, Άλλος για το Καστρί, Η Αθήνα που έφυγε κι η Αθήνα που ήρθε) σε κάποιες από τις οποίες εμφανίζεται και η ίδια τραγουδώντας κουρασμένα αλλά γοητευτικά ποτ-πουρί των παλιών της επιτυχιών.
Εξίσου γοητευτική είναι και σε ένα από τα τελευταία τραγούδια που ηχογράφησε στο τέλος της δεκαετίας του ’60, το «Λίγο το φως του μα ακόμα δεν βασίλεψε, ο έρωτάς μας που κι ο έρωτας τον ζήλεψε» του Ζακ Ιακωβίδη. Σχεδόν αυτοβιογραφικοί στίχοι του Τραϊφόρου για τη σχέση του με τη Βέμπο. Όπως είχε δηλώσει ο βιογράφος και πιστός της φίλος Ανδρέας Μαμάης στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, ο Τραϊφόρος επίσης τη λάτρευε, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στους πειρασμούς και αυτό την πλήγωνε όλο και περισσότερο. Μπορεί να ήταν σπουδαίος ποιητής (και μοναδική του μούσα η Βέμπο), ως σύζυγος όμως αποδείχτηκε ανάξιος της σπουδαίας αυτής γυναίκας.
Προς το τέλος
Στα χρόνια της δικτατορίας η Βέμπο πραγματοποιεί ελάχιστες εμφανίσεις, ανάμεσά τους και μια θριαμβευτική αποχαιρετιστήρια συναυλία στο «Παλαί ντε Σπορ» της Θεσσαλονίκης (τελικά εμφανίστηκε άλλες δυο φορές στο θέατρο μετά από αυτή τη συναυλία). Μια από αυτές τις εμφανίσεις όμως δεν της έκανε καλό: σε κάποια επέτειο της δικτατορίας κάνει το λάθος να συμμετάσχει, όπως και άλλοι/ες καλλιτέχνες/ιδες, σε μια χουντική φιέστα στο Καλλιμάρμαρο.
Οι συνταγματάρχες θέλουν να εκμεταλλευτούν την ταύτισή της με το έπος του ’40 και τη βάζουν να τραγουδήσει το «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά» πλαισιωμένη από τσολιάδες, στο γνωστό κιτς πνεύμα που θα επικρατούσε σε ανάλογες εκδηλώσεις τα επόμενα έξι χρόνια. Αν και η ίδια δεν συμμετείχε ξανά σε αντίστοιχη φιέστα, η εμφάνιση εκείνη, μαζί με το πολεμικό τραγουδιστικό της προφίλ, οδήγησε σε άδικους συσχετισμούς της Βέμπο με τη χούντα και την άκρα δεξιά (σ’ αυτό συνέτεινε και το ότι ακροδεξιοί οπαδοί συχνά χρησιμοποιούσαν σε πολιτικές συγκεντρώσεις τους τραγούδια της—και πολεμικά και ερωτικά!).
Άλλωστε υπήρξαν κι άλλοι καλλιτέχνες που έκαναν το σφάλμα να συμμετάσχουν στη φιέστα της πρώτης επετείου της δικτατορίας (ανάμεσά τους ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού—οι δυο τους τραγουδούν έναν από τους «ύμνους» της χούντας που γράφτηκαν για την επέτειο—ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Μαρινέλλα, η Ρένα Ντορ και, φευ, η Ρένα Βλαχοπούλου—αν και για τις δυο τελευταίες δεν το έχω ακόμα εξακριβώσει, και πρέπει να πω ότι στα σχετικά επίκαιρα που υπάρχουν στο Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο δεν εμφανίζονται σε κάποιο πλάνο) και για κάποιους/ες από αυτούς/ές φαίνεται ότι είναι πιο εύκολο να ξεχαστούν τα λάθη τους—προφανώς και λόγω πρότερου έντιμου βίου.
Λίγα χρόνια αργότερα η Σοφία Βέμπο—που το θέατρό της έγινε στόχος επιθέσεων στην περιόδο των Ιουλιανών όταν με την επιθεώρηση Γαργάλατα είχε σαφώς πάρει θέση υπέρ του Γεωργίου Παπανδρέου—δεν θα διστάσει να συγκρουστεί με τον Πατακό και τους ανθρώπους του όταν προσπαθούν να επιβάλουν τη λογοκρισία τους.
Και τελικά, στέκεται στο ύψος του ονόματος και της ιστορίας της με την ηρωική της στάση στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν δεν διστάζει να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της, στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων, για να περιθάλψει δεκάδες τραυματισμένων φοιτητών/τριών που έντρομοι/ες καταφεύγουν εκεί. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου το μήνυμα φτάνει παντού: «Στο σπίτι της κυρίας Βέμπο, Στουρνάρα 23, έχει στηθεί πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών»…
Μετά τη μεταπολίτευση η Σοφία Βέμπο ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής της παρέα με τον Τραϊφόρο και με λιγοστούς/ές φίλους/ες, ταλαιπωρημένη σωματικά και ψυχολογικά. Η διάθεσή της βελτιώθηκε για λίγο καιρό όταν ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να γυριστεί ταινία με θέμα τη ζωή της, αλλά το σχέδιο ναυάγησε κι εκείνη βυθίστηκε ξανά στην κατάθλιψη.
Μια τηλεοπτική εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού έχει διασώσει, ωστόσο, το ταμπεραμέντο και το κέφι της, ακόμα και σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, όταν τραγουδάει για χάρη μαθητών/τριών στο σαλόνι του σπιτιού της (και με τη συνοδεία του Ανδρέα Μαμάη στο πιάνο) το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» και τη «Χωριάτα».
Πέθανε το ξημέρωμα της 11ης Μαρτίου 1978. Ο θάνατός της ανακοινώθηκε με έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων και στην κηδεία της, παρόλο που ήταν Καθαρά Δευτέρα, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να αποθεώσει τη μοναδική αυτή γυναίκα και τραγουδίστρια στην τελευταία της αυλαία.
Μετά τον θάνατό της, ο Μίμης Τραϊφόρος ασχολήθηκε με συγκινητική αφοσίωση με την επανέκδοση των ηχογραφήσεών της και τη διατήρηση της μνήμης της. Κάποια στιγμή παντρεύτηκε την εξαιρετική τραγουδίστρια Κρύσταλ Τσίχλα και, όπως έγραφε η Δανάη Στρατηγοπούλου (κάποτε, όταν βρίσκονταν κι οι δυο στη Μάντρα του Αττίκ, παρά λίγο να δημιουργηθεί ειδύλλιο ανάμεσά τους), με τη νέα του γυναίκα νοσταλγούσαν διαρκώς την παλιά…
Ο ίδιος ο Τραϊφόρος θυμόταν πάντα με αγάπη τη Ρένα Βλαχοπούλου που τους ένωσαν τόσες επιτυχίες και τόνιζε πάντα ότι η Βλαχοπούλου δεν ξεχνούσε πόσα του όφειλε για τα δυο της ντεμπούτα, το τραγουδιστικό και το υποκριτικό. Κάποια στιγμή θέλησε να του το ανταποδώσει και έτσι ζήτησε από τον Ηλία Μαροσούλη να καλέσει τον μεγάλο επιθεωρησιογράφο για να συμμετάσχει στη συγγραφή της επιθεώρησης που θα ανέβαινε στο «Δελφινάριο» το καλοκαίρι του 1983.
Πράγματι ο Τραϊφόρος συνεργάζεται με τον Ναπολέοντα Ελευθερίου και τον Λάκη Μιχαηλίδη και διαπιστώνει ότι πλέον δεν μπορεί να εγκλιμαστιστεί στο νέο πνεύμα και ήθος της επιθεώρησης—ο τίτλος του έργου, Μας πρήξανε τα ούμπαλα, αρκεί για να το διαπιστώσει κανείς… Βλαχοπούλου και Τραϊφόρος συνεχίζουν να συναντιούνται και να επιβεβαιώνουν την αγάπη και την αλληλοεκτίμησή τους σε διάφορες τιμητικές εκδηλώσεις και πρεμιέρες μέχρι τα πρώτα χρόνια του ’90.
Στη συνέχεια αντιμετωπίζουν κι οι δυο τους σοβαρά προβλήματα υγείας. Η Ρένα περιορίζεται στο σπίτι της και ο Τραϊφόρος βρίσκεται σε κάποιο οίκο ευγηρίας παραπονούμενος ότι τελικά οι παλιοί του συνεργάτες τον ξέχασαν. Ο πιστός υπηρέτης του θεάτρου και του τραγουδιού, σβήνει τα ξημερώματα της 28ης Μαρτίου 1998, μια μέρα μετά τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου.
Βίρα τις Άγκυρες
Το βράδυ της 28ης Μαρτίου 1998 βρέθηκα στο θέατρο «Κοτοπούλη-Ρεξ», όπου εκείνη τη σεζόν το Εθνικό Θέατρο παρουσίαζε το υπερθέαμα των Θανάση Παπαθανασίου-Μιχάλη Ρέππα και Σταμάτη Φασουλή Βίρα τις άγκυρες, παράσταση που τιμούσε την επιθεώρηση και τους ανθρώπους της.
Ο τίτλος της παρέπεμπε στην ιστορική πρώτη παράσταση του θεάτρου «Βέμπο» που άλλαξε την ιστορία του είδους, ενώ δυο από τους χαρακτήρες του έργου παρέπεμπαν στο θρυλικό ζευγάρι Βέμπο-Τραϊφόρος: η τραγουδίστρια Σμάρω Μπιζάνη και ο σύζυγός της και συγγραφέας Μάκης Αλεβίζος. Τους δυο ρόλους έπαιξαν απολαυστικά η Νατάσα Μανίσαλη και ο Νίκος Γαροφάλλου.
Ειδικά η Μανίσαλη, ως άλλη Βέμπο, γοήτευε το κοινό τραγουδώντας και σαρώνοντας με την πληθωρική της παρουσία τη σκηνή του «Ρεξ». Εκείνο το βράδυ του Μαρτίου δεν έγινε, βέβαια, καμιά αναφορά στον θάνατο του Τραϊφόρου πριν από την παράσταση, ωστόσο στη σκηνή που η Μπιζάνη/Μανίσαλη/Βέμπο μεταμορφώνεται από τραγουδίστρια της «Ζεχρά» με ανατολίτικη φορεσιά σε τραγουδίστρια του «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά» με παραδοσιακή ελληνική φορεσιά ο κόσμος χειροκρότησε αυθόρμητα, αποτίοντας έτσι έστω και εν αγνοία του φόρο τιμής στον συγγραφέα, ποιητή και στιχουργό.
Μπορεί όλος εκείνος ο πατριωτισμός του ’40 να είναι ξεπερασμένος και αδικαιολόγητος σήμερα, ωστόσο η ενθουσιώδης αντίδραση του κοινού όσες φορές είδα την υπέροχη εκείνη παράσταση (αντίδραση που επαναλαμβανόταν και λίγα λεπτά αργότερα με την εμφάνιση ανταρτών στη σκηνή) δείχνει ότι στη συνείδηση του κοινού η παρουσία της Βέμπο, με τη βοήθεια και των στίχων του Τραϊφόρου, είναι καταλυτικά δεμένη με μια σημαντική στιγμή της ελληνικής ιστορίας.
Η Βέμπο γνώρισε την πλατιά αποδοχή όχι μόνο από το μεγάλο κοινό αλλά και από τους/τις συναδέλφους της και τους ανθρώπους της τέχνης γενικότερα. Όλοι/ες μίλησαν και μιλούν με καλά λόγια για εκείνη, από τον Μανώλη Καλομοίρη, τον Αττίκ και τη Δανάη, μέχρι τον Βασίλη Τσιτσάνη, τη Δήμητρα Γαλάνη και τη Μαρινέλλα.
Οι δυο τελευταίες τραγούδησαν τραγούδια της και σε δίσκους και σε ζωντανές εμφανίσεις. Η Μαρινέλλα μάλιστα αφιέρωσε έναν ολόκληρο δίσκο της στα τραγούδια της Βέμπο, ενώ η Δήμητρα Γαλάνη μαζί με τη Χαρούλα Αλεξίου τής αφιέρωσαν δυο εξαιρετικές συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν στο Ηρώδειο τον Ιούνιο του 2006, στο πλαίσιο του ανανεωμένου Φεστιβάλ Αθηνών, με την επιμέλεια της Λίνας Νικολακοπούλου.
Οι πιο πρόσφατες επανεκτελέσεις τραγουδιών της Βέμπο έγιναν από τη Δήμητρα Γαλάνη («Σε μισώ» των Θ. Παπαδόπουλου-Α. Σακελλάριου-Χρ. Γιαννακόπουλου, τραγούδι που η Γαλάνη πρωτοτραγούδησε στο Ηρώδειο και έκλεψε την παράσταση μαζί με τον «Άνθρωπό μου» που ερμήνευσε εντυπωσιακά η Χαρούλα Αλεξίου) και από τον Δώρο Δημοσθένους («Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα» των Κ. Γιαννίδη-Β. Σπυρόπουλου-Π. Παπαδούκα»).
Ο Νίκος Δημόπουλος γεννήθηκε το 1926 και ήταν Έλληνας κινηματογραφιστής, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διευθυντές φωτογραφίας στην Ελλάδα.
Ο εξαιρετικός φωτογράφος Νίκος Δημόπουλος ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 να εργάζεται κοντά στον Φίνο σαν βοηθός φωτογράφου.
Πολύ σύντομα, έγινε από τους πιο σημαντικούς οπερατέρ του ελληνικού κινηματογράφου και ιδιαίτερα της Φίνος Φιλμ, όπου και κινηματογράφησε πάνω από 70 ταινίες.
Το 1964 προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η ταινία μικρού μήκους – ντοκιμαντέρ, που σκηνοθέτησε ο ίδιος με τίτλο «Κύπρος, το Νησί των Παληκαριών».
Από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του στην Ελλάδα ήταν η εξαιρετική φωτογραφία της ταινίας «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» (1965), του Βασίλη Γεωργιάδη – πρώτη ταινία της κοινοπραξίας που είχε κάνει τότε ο Φίνος με την εταιρία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης η οποία προβλήθηκε σε πολλές χώρες και διεθνή φεστιβάλ (Κάννες, Κάρλοβυ Βάρυ), κερδίζοντας πολύ θετικά σχόλια, αλλά και την υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 1966.
Το 1975 ο Νίκος Δημόπουλος εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια, κινηματογραφώντας πολλές σειρές της Αυστραλιανής τηλεόρασης. Την τελευταία του πνοή άφησε στη Μελβούρνη, σε ηλικία 86 ετών.
Ο Πέτρος Λύκας ήταν Έλληνας μοντέρ και σκηνοθέτης. Αποτέλεσε τον βασικό μοντέρ της Φίνος Φιλμς σε μερικές από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Πέτρος Λύκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1927 και σπούδασε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου. Από το 1960, ξεκίνησε τη συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, με πρώτη ταινία του τον Κατήφοροτου 1961. Έγινε γρήγορα ο βασικός μοντέρ της εταιρείας και προϊστάμενος του τμήματος μοντάζ, ενώ σε αρκετές ταινίες εργάστηκε και ως βοηθός σκηνοθέτη.
Το 1969 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, Το Κορίτσι Του 17. Ήταν μια προσωπική ταινία, της οποίας επίσης έκανε την παραγωγή, έγραψε το σενάριο, και έκανε το μοντάζ.
Πρόκειται ένα σκοτεινό δράμα που αφηγείται την περιπλάνηση στην Αθήνα μιας ψυχασθενούς που αποδρά από την κλινική όπου νοσηλευόταν, αφού σκότωσε ένα νοσοκόμο που αποπειράθηκε να τη βιάσει.
Η ταινία κέρδισε πέντε βραβεία στο 10ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, ανάμεσα τους το καλύτερης ταινίας καθώς και σκηνοθεσίας και μοντάζ για το Λύκα.
Ο Πέτρος Λύκας σκηνοθέτησε μια δεύτερη και τελευταία κινηματογραφική ταινία το 1973, το Θέμα συνειδήσεως, ένα αστυνομικό δράμα με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Ύστερα από το κλείσιμο της Φίνος Φιλμ το 1977, ο Λύκας εργάστηκε κυρίως στην τηλεόραση, όπου σκηνοθέτησε τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ.
Ανάμεσα στις δουλειές του ήταν η τηλεοπτική προσαρμογή του βιβλίου, Το Καπλάνι της Βιτρίνας της Άλκης Ζέη.
Επίσης, διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης για πολλά χρόνια.
Οι αποκαλύψεις για άγνωστες ιστορίες από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο είναι πάντα πολύ όμορφες, καθώς μας μεταφέρουν σε μια εποχή που οι τελευταίες γενιές δεν έζησαν.
Μία από αυτή ήταν και το κόστος της ταινίας η “Η αρχόντισσα και ο αλήτης”. Σύμφωνα με το αφιέρωμα που έγινε στην εκπομπή ΦΜ Live, το κόστος της ταινίας ανήλθε στα 6.500.000 δραχμές, το 1968.
Σίγουρα όλοι όσοι αγαπούν τον παλιό, καλό ελληνικό κινηματογράφο, έχουν μια ιδιαίτερη αγάπη για την Φίνος Φιλμ και την προσφορά της στον ελληνικό πολιτισμό.
Πόσοι όμως γνωρίζουν ποια είναι η πρώτη ελληνική ταινία, στην οποία εμφανίζεται η εταιρεία αυτή ως παραγωγός; Μάλλον λίγοι.
Σκηνή από την ταινία, “Η φωνή της καρδιάς”.
Η ταινία αυτή λοιπόν, είναι «Η φωνή της καρδιάς», η οποία γυρίστηκε και προβλήθηκε το 1943, εν μέσω γερμανικής κατοχής. Μάλιστα ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που γυρίστηκε μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, το 1941.
Η υπόθεση θέλει τον κυρ-Σπύρο (Αιμίλιος Βεάκης») να έχει μόλις βγει από τη φυλακή, όπου εξέτισε την ποινή του για τη δολοφονία του εραστή της γυναίκας του. Προσπαθώντας να επιβιώσει, πιάνει δουλειά σε ένα ταβερνάκι, όπου συχνάζει μια κοπέλα, η οποία είναι η χαμένη του κόρη (Καίτη Πάνου). Αν και δεν την αναγνωρίζει, δημιουργείται μια στοργική σχέση και ο κυρ-Σπύρος προσπαθεί να τη βοηθήσει να παντρευτεί το νέο που αγαπάει, τον οποίο όμως δεν θέλει η μητέρα της.
Όπως πληροφορούμαστε από την Finos Film, η ταινία προβαλλόταν με μεγάλη επιτυχία επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε τρεις κινηματογράφους του κέντρου των Αθηνών και η κοσμοσυρροή έξω από τους κινηματογράφους Ρεξ και Έσπερος ενόχλησε ιδιαίτερα τους Γερμανούς κατακτητές. Η πρώτη προβολή της έγινε στις 29 Μαρτίου του 1943 και έκοψε στην Αθήνα 102. 237 εισιτήρια.
Όπως αναφέρει δε η εταιρεία, στα παρασκήνια των γυρισμάτων αναφέρεται η παρ’ ολίγον αποχώρηση του πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή, χρονογράφου και συνθέτη του ελαφρού τραγουδιού, Χρήστου Χαιρόπουλου, όταν έμαθε πως στην ταινία θα ακουγόταν ένα ρεμπέτικο τραγούδι. Υπήρχαν όμως κι άλλα ενδιαφέροντα tips για την ταινία.
Όπως το πρόβλημα που προέκυψε σε μια ερωτική σκηνή, καθώς ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ιωαννόπουλος, ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια Καίτη Πάνου, δεν επέτρεψε στον Δημήτρη Χορν να την φιλήσει στο στόμα όπως απαιτούσε το σενάριο.
Τέλος, η φωνή του Αιμίλιου Βεάκη στην ταινία ανήκει στον Τζαβάλα Καρούσο.
Συμπαραγωγός με την Φίνος Φιλμ ήταν ο Γ. Καβουκίδης, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Ιωαννόπουλου.
Ηθοποιός και τραγουδίστρια, που διέπρεψε στο μιούζικαλ. Η Σμαρούλα Γιούλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 27 Ιανουαρίου 1934. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη και συνέχισε με χορό και τραγούδι.
Στο θεατρικό σανίδι εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1948, στην επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι, άνθρωποι» και στη συνέχεια συνεργάστηκε με την Κατερίνα Ανδρεάδη και το Μάνο Κατράκη στο έργο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
Μετρούσαν πενήντα έξι χρόνια παντρεμένοι! Από τότε που εκείνος, έφεδρος ανθυπολοχαγός, την αγκάλιασε στην πλατεία Ομονοίας -έξω από του Μαρινόπουλου- και εκείνη, πρωτόβγαλτη ηθοποιός, ένιωσε από την αρχή ασφάλεια στα χέρια του. «Ηταν τζέντλεμαν με όλη τη σημασία της λέξεως» είχε δηλώσει η Σμαρούλα Γιούλη στη Χρύσα Δότσιου και στην «Espresso».
Ο πεισματάρης αξιωματικός λάτρεψε με πάθος το όμορφο, μελαχρινό κορίτσι από τη Θεσσαλονίκη με τα μεγάλα μάτια και ορκίστηκε εκείνη τη στιγμή ότι η δουλειά του πλέον για το υπόλοιπο της ζωής του θα ήταν το θέατρο. «Την έβλεπα έτσι, ντροπαλή, χαμηλών τόνων, μια πολύ σεμνή κοπέλα, που δεν της έδιναν την ευκαιρία να βγει μπροστά και να προχωρήσει. Κατάλαβα ότι άξιζε και ήθελα να τη βοηθήσω» είχε εξομολογηθεί τότε ο Βαγγέλης Λιβαδάς έχοντας στην αγκαλιά του τη σύντροφό του Σμαρούλα.
Πενήντα έξι χρόνια μετά ήταν αγαπημένοι όσο ποτέ. Ο σπουδαίος θεατρικός παραγωγός θυμάται ακόμα σ’ αυτή την τελευταία συνέντευξη στην «Espresso» το γάμο τους. «Παντρευτήκαμε με κουμπάρους δύο αδελφικούς φίλους, τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Οταν τους είπα ότι θα παντρευτώ τη Σμαρούλα, τρελάθηκαν. «Ευτυχώς που παντρεύτηκες αυτή τη γυναίκα, γιατί μόνο αυτή θα σταθεί όρθια και σίγουρα δίπλα σου» μου είχε πει ο Φωτόπουλος και πράγματι. Μείναμε στην αρχή στο Κολωνάκι και στη συνέχεια στο Παλαιό Φάληρο, στην πιο ωραία πολυκατοικία της Ελλάδος».
Η συγκεκριμένη συνέντευξη έγινε στο μοιραίο σπίτι στη Γλυφάδα, όπου ο Βαγγέλης Λιβαδάς βρήκε τραγικό θάνατο. Ενα όμορφο διαμέρισμα, όπου τα καλαίσθητα και ακριβά έπιπλα έδεναν αρμονικά με τις αναμνήσεις από τη ζωή και το θέατρο. Φωτογραφίες παντού. Νέοι και ερωτευμένοι στην Αμερική, μπροστά στη Rolls Royce στο Λονδίνο, από μεγάλους ρόλους της Σμαρούλας, με τα παράσημα, τα βραβεία και τις διακρίσεις για την προσφορά τους. Το μεγάλο παράπονό τους, όπως είχαν εκμυστηρευτεί, ήταν ότι οι περισσότεροι τους είχαν ξεχάσει.
«Ναι, έχω παράπονο από τους ανθρώπους του θεάτρου. Οταν σ’ έχουν ανάγκη, είναι όλο αγάπες! Οι ηθοποιοί. Εγώ τους αποκαλώ θεατρίνους, γιατί θεατρίνοι είναι. Εχουν εξαφανιστεί όλοι» ήταν τα λόγια του Βαγγέλη Λιβαδά τότε.
Όπως αναφέραμε και στο πρώτο μέρος αυτού του αφιερώματος, το ζευγάρι Τόλης Βοσκόπουλος-Μαρινέλλα είναι από εκείνα που έχουνε περάσει στο χώρο του «θρύλου» και στην ιστορία του εγχώριου καλλιτεχνικού στερεώματος.
Αμέτρητοι τόνοι μελανιού χύθηκαν και χαρτιού ξοδεύτηκαν για λογαριασμό τους, αφού οι μεγάλοι σταρ οποιασδήποτε χώρας είναι φυσικό κι επόμενο ν’ απασχολούν το κοινό με τις πράξεις και τα λόγια τους.
Συνεχίζουμε σήμερα την παρουσίαση «έργων και ημερών» των δύο σπουδαίων ερμηνευτών, η οποία καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1975 ως και το 1985, όταν συναντήθηκαν για τελευταία φορά στο βινύλιο…
Οι δεύτερες φωνές
Με την έκδοση των δύο κοινών δίσκων τους, ο Βοσκόπουλος και η Μαρινέλλα ξεκίνησαν τη συνεργασία τους και στις 33 στροφές. Αυτή, είχε να κάνει με τις δεύτερες φωνές που έκανε η «μεγάλη κυρία» στα τραγούδια που ηχογραφούσε ο «άρχοντας» για τους προσωπικούς δίσκους του. Ο τρόπος που «έδεναν» μουσικά οι δυο τους, ήτανε πραγματικά μοναδικός και οι διφωνίες τους θα πρέπει να διδάσκονται σε σεμινάρια φωνητικής…
Η αρχή έγινε την άνοιξη του 1975, με το άλμπουμ «Εγώ τι έχω και τι θα ‘χω». Εκεί, η Μαρινέλλα ακούγεται να κάνει σεκόντα σε τρία τραγούδια του συζύγου της: «Αν ήξερες», «Δεν πειράζει» και «Ρώτησε να μάθεις».
Ωστόσο, η παρουσία της θα είναι πιο έντονη την επόμενη χρονιά. Το Μάρτιο του 1976 κυκλοφορούν τα «Σμυρναίικα και λαϊκά», ίσως ο καλύτερος δίσκος στη μεγάλη καριέρα του Τόλη. Η «μεγάλη κυρία» στολίζει με τις υπέροχες δεύτερες φωνές της οκτώ από τα τραγούδια του άλμπουμ, μεταξύ των οποίων τα πασίγνωστα «Πριν χαθεί το όνειρό μας», «Το βαρυχείμωνο», «Ο αραμπατζής» και «Αχ Βαγγελίτσα μου. Το αποτέλεσμα, αληθινά εξαιρετικό…
Το ίδιο θα συμβεί και στη δεύτερη δισκογραφική παρουσία του Βοσκόπουλου το 1976. Το Νοέμβριο βγαίνει στα δισκοπωλεία το «Όταν τραγουδώ», με «χρυσές» πωλήσεις άνω των 50.000 αντιτύπων. Εδώ, η παρουσία της Μαρινέλλας είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς «σιγοντάρει» τον άνδρα της σε τρία τραγούδια, γνωστότερο εκ των οποίων είναι το «Να ‘ταν Θεέ μου»…
Τα τελευταία τρία τραγούδια
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, η Μαρινέλλα ετοιμάζει τον καινούργιο δίσκο της κι ενώ ήδη η απήχηση του «Ρεσιτάλ» της με τον Κώστα Χατζή βρίσκεται στο απόγειό της.
Μέσα στο υλικό που ηχογραφεί, είναι και τρία τραγούδια σε μουσική Τόλη Βοσκόπουλου και στίχους Μίμη Θειόπουλου: «Θα τραγουδήσω», «Όλη νύχτα αγαπιόμαστε» και «Τώρα τίποτα». Είναι τα τελευταία τραγούδια που θα γράψει ο «άρχοντας» για τη φωνή της «μεγάλης κυρίας», αλλά και τα μοναδικά κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους.
Ωστόσο, εκείνο το άλμπουμ δε θα κυκλοφορήσει τότε, καθώς η εταιρεία έκρινε ότι θα «καπέλωνε» τις ιλιγγιώδεις πωλήσεις του «Ρεσιτάλ». Έτσι, χρειάστηκε να περάσουν…15 χρόνια μέχρι να εμφανιστεί στα δισκοπωλεία, μόλις το 1991…
Ωστόσο, τα «Θα τραγουδήσω» και «Τώρα τίποτα» περιλήφθηκαν στο δίσκο της ερμηνεύτριας «Μαρινέλλα-Αθηναίοι» τον Ιούλιο του 1977, το δεύτερο με μια ελαφρά αλλαγή στίχων σε σχέση με το «πρωτότυπο»…
Είναι Αύγουστος του 1979, όταν κυκλοφορεί το άλμπουμ της Μαρινέλλας με τίτλο «Σ’ αγαπώ». Η εμπορική επιτυχία είναι μεγάλη (πωλήσεις άνω των 50.000 αντιτύπων) και το ομότιτλο τραγούδι σηματοδοτεί το τελευταίο ντουέτο του θρυλικού ζευγαριού. Σε μουσική Γιάννη Αξιώτη και στίχους Νάσου Νανόπουλου, οι δύο σπουδαίοι ερμηνευτές τραγουδούν την αγάπη τους και τίποτε δε δείχνει ότι ο χωρισμός τους περιμένει στη γωνία…
Νωρίτερα, το Νοέμβριο του 1978, η «μεγάλη κυρία» θα «σιγοντάρει» τον «άρχοντα» σε τρία τραγούδια του δίσκου «Τραγούδα θεατρίνε», από το ομότιτλο μιούζικαλ που ανεβαίνει στο θέατρο «Βέμπο» με πρωταγωνιστή τον Τόλη: «Ετούτο το παράξενο μεθύσι», «Κι αναρωτιέμαι» και «Μαζί σου βρήκα το δρόμο μου»…
Χωρισμός, σεκόντα και…Γιάννης Καλατζής
Τον Σεπτέμβριο του 1980, ο Βοσκόπουλος παρουσιάζει τη νέα του δουλειά με τίτλο «Τόλης Βοσκόπουλος 80» με «χρυσές» πωλήσεις και μεγάλες επιτυχίες. Η Μαρινέλλα δίνει και πάλι το παρών, κάνοντάς του δεύτερες φωνές στα «Καρδιά μου-καρδιά μου», «Μοναχός μου κουβεντιάζω», «Μιλάνε τα μάτια» και «Είσαι παντού»…
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1981, οι δυο τους θα εμφανιστούν μαζί κι αγαπημένοι (τουλάχιστον έτσι έδειχναν…) στο εορταστικό πρόγραμμα που προβλήθηκε στην ΥΕΝΕΔ με τίτλο «Πρωτοχρονιά μαζί μας» και πρωταγωνίστρια τη Μαρινέλλα. Η «μεγάλη κυρία» παρουσίασε ένα μέρος των προσωπικών επιτυχιών της ως τότε καριέρας της, αλλά και άνοιξε τις πόρτες του σπιτιού της για τις κινηματογραφικές (το πρόγραμμα ήταν γυρισμένο με φιλμ) κάμερες.
Εκεί, εμφανίστηκε μαζί με τον Τόλη τραγουδώντας το «Σ’ αγαπώ», ενώ εκείνος ερμήνευσε τα «Καρδιά μου-καρδιά μου» και «Με βρήκε δύσκολη στιγμή». Παράλληλα, υποδέχτηκαν το 1981 δίνοντας ευχές σε όλο τον κόσμο και πίνοντας σαμπάνια, παρέα με τη μικρή τότε Τζωρτίνα (κόρη της ερμηνεύτριας) και τους αδελφούς Τζαβάρα…
Όμως, στα μέσα της χρονιάς «έσκασε η βόμβα». Το λαμπερό ζευγάρι αποφάσισε να τραβήξει χωριστούς δρόμους, κάτι που είχε κυκλοφορήσει ως φήμη αρκετό καιρό πριν. Γράφτηκαν πολλά και διάφορα για τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση του γάμου του, όμως ουδέποτε κάποιος εκ των δύο μίλησε δημοσίως για όλα αυτά…
Πάντως, η συνεργασία τους στο βινύλιο συνεχίστηκε. Μάλιστα, η Μαρινέλλα κλήθηκε να κάνει δεύτερες φωνές στον Γιάννη Καλατζή στο δίσκο του «Για όλους» (Απρίλιος 1981), στον οποίον ο Βοσκόπουλος υπογράφει ως συνθέτης εννιά τραγούδια. Στα έξι από αυτά, τον ερμηνευτή συνοδεύει η «μεγάλη κυρία» («Μέρα-μέρα, μήνα-μήνα», «Ζητιανάκι», «Παναγιά μου», «Δυο φεγγάρια», «Το ‘να σπίτι δίπλα στ’ άλλο» και «Αύριο της το λέω»)…
Το φθινόπωρο του ’81, ο Τόλης ξεκινά τις ηχογραφήσεις για το νέο άλμπουμ του, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο με τίτλο «Καρδιά μου μόνη». Παρά το έντονα φορτισμένο κλίμα λόγω του χωρισμού τους, η Μαρινέλλα θα τον συνοδεύσει σε επτά τραγούδια, μεταξύ των οποίων το πασίγνωστο «Άιντε στην υγειά της»…
Το ίδιο θα συμβεί και στον επόμενο δίσκο του Βοσκόπουλου («Δε θέλω να θυμάμαι»), τον Δεκέμβριο του 1982. Το διαζύγιο είναι πλέον γεγονός, αλλά η ερμηνεύτρια θα του κάνει σεκόντο σε τρία τραγούδια, γνωστότερο εκ των οποίων είναι το «Χθες ακόμα»…
Μαρινέλλα και Τόλης Βοσκόπουλος θα «στεγαστούν» για τελευταία φορά κάτω από το ίδιο τραγούδι τα Χριστούγεννα του 1985 και για ιερό σκοπό. Τότε, κυκλοφορεί ένα maxi single (δίσκος δώδεκα ιντσών με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά) με τίτλο «Για τα παιδιά», σε μουσική Αλέξη Παπαδημητρίου και στίχους Φίλιππου Νικολάου.
Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με το “We are the world” που χαλούσε κόσμο εκείνη την εποχή, με ερμηνευτές τους μεγαλύτερους σταρ των ΗΠΑ κι αντικείμενό του τη συγκέντρωση εσόδων για τα παιδιά της Αφρικής.
Στην ελληνική «βερσιόν», συμμετείχαν ορισμένοι εκ των σπουδαιότερων εγχώριων ερμηνευτών όπως ο Γιάννης Πάριος, η Χάρις Αλεξίου, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου κ.α. και φυσικά, η Μαρινέλλα με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Είναι το τελευταίο τραγούδι που ακούγονται και οι δύο…
Ο Φίλιππος Βλάχος γεννήθηκε στην Περιθεια της Κέρκυρας 1939.Τελειώνοντας το γυμνάσιο πήγε στην Αθήνα,όπου φοίτησε στη Δραματική σχολή του Καρόλου Κουν.Όμως φύσει ανήσυχο πνεύμα...
Είναι οι ταινίες με τις οποίες μεγαλώσαμε, με εικόνες από νησιά, θάλασσες, όμορφα τοπία.Ξέρετε όμως πού γυρίστηκαν;Μανταλένα Το φιλμ έκανε διάσημη την Αντίπαρο, που...