Άκουγα τ’ όνομά της. Όλος ο πέμπτος όροφος την ανέφερε συνέχεια και όταν μιλάω για πέμπτο όροφο, εννοώ τον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου, που είναι στην πλατεία Κάνιγγος και που λεγόταν το Ελληνικό Χόλιγουντ. Εκεί πέρα λοιπόν, στον πέμπτο όροφο, ήταν όλα τα μικρά γραφεία παραγωγής και εκμετάλλευσης ελληνικών ταινιών.
Λοιπόν, όλος ο πέμπτος όροφος μιλούσε για μια Αλίκη, όχι Βουγιουκλάκη, Αλίκη σκέτα.
Και μια μέρα, είμαι κάτω από αυτό το κτίριο στην Ακαδημίας, στην πλατεία Κάνιγγος. Σταματάει ένα ταξί, κατεβαίνει ένα πανέμορφο ξανθό πλάσμα και μου λέει ο φίλος μου, «να, αυτή είναι η Αλίκη».
Πραγματικά την είδα και εντυπωσιάστηκα και αμέσως ένιωσα την ανάγκη να γράψω το πρώτο μου σενάριο, «το τρελοκόριτσο».
Αν και η ταινία προοριζόταν για την πηγή έμπνευσης του Γιάννη Δαλιανίδη, δηλαδή την Αλίκη, οι δυο τους τελικά δεν συνεργάστηκαν.
Στο «τρελοκόριτσο» πρωταγωνίστησε η Τζένη Καρέζη.
Ο λόγος του «πρόωρου» διαζυγίου Δαλιανίδη- Αλίκης δεν ήταν κάποια μεταξύ τους διαφωνία, αλλά η επιθυμία του παραγωγού να απομακρύνει τη νεαρή σταρ από τον γιο του, που την είχε ερωτευτεί.
«Με την Αλίκη ήταν ερωτευμένος ο Δαδήρας. Παραγωγός ήταν ο πατέρας του Δαδήρα. Ο πατέρας του Δαδήρα δεν το ήθελε αυτό το ειδύλλιο, φοβόταν μην του ξελογιάσει αυτή η θεατρινούλα τον γιο.
Όταν λοιπόν γύρισε ο Δαδήρας μία ταινία, στην αμέσως επόμενη, στο «τρελοκόριτσο», η Αλίκη ζήτησε κάποια αύξηση. Την οποία ο μπαμπάς δεν την έδωσε για να χαλάσει επιτέλους η συμφωνία και βρήκε πάτημα εκεί.
Έτσι δεν δούλεψε, χάλασε η δουλειά με την Αλίκη στο «τρελοκόριτσο», χάλασε και το ειδύλλιο. Το ειδύλλιο δηλαδή, ήταν ήδη χαλασμένο, δεν επρόκειτο τίποτα να γίνει.
Εγώ, μπροστά στον κίνδυνο να μη γυριστεί το σενάριό μου, λέω στον Ντιμη Δαδήρα «και γιατί να βάλουμε την Αλίκη, να προτείνουμε το σενάριο στην Τζένη Καρέζη, η οποία είναι ήδη φίρμα».
Και πάμε στην Τζένη, διαβάζει το σενάριο, της άρεσε το σενάριο, υπογράφει με τον Δαδήρα, ήσυχος ο πατέρας τώρα πια, δεν κινδύνευε ο υιός Δαδίρας και το αναγγέλλω αμέσως.
Μόλις το διαβάζει η Αλίκη, γίνεται έξω φρενών, δεν φανταζόταν ποτέ, ότι ήταν δυνατόν να μην της δώσουν αυτά τα δύο χιλιάρικα παραπάνω, είχε πολύ εμπιστοσύνη στο μεγάλο ερωτικό πάθος του Ντίμη γι’ αυτήν.
Σου λέει «θα τον τουμπάρει τον πατέρα του». Ο Γιάννης Δαλιανίδης έκανε τελικά το ντεμπούτο του ως σεναριογράφος με την Τζένη Καρέζη.
Ένα χρόνο μετά, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, τη «Μουσίτσα».
Σε αυτό του το ξεκίνημα, πρωταγωνίστρια ήταν η μούσα του, η Αλίκη….
Πολυδιάστατος καλλιτέχνης, με εξαιρετικό χιούμορ, άφησε πίσω του τεράστια δουλειά με τον αυθορμητισμό της καρδιάς του και τη δύναμη της λαϊκής σοφίας ενώ θεωρείται από τους κορυφαίους Έλληνες δεξιοτέχνες του μπουζουκιού.
Στις 25 Ιανουαρίου του 1925 γεννήθηκε στην Αθήνα ο αγαπημένος συνθέτης, τραγουδιστής και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιώργος Ζαμπέτας. Ο προικισμένος με εξαιρετικό μουσικό αυτί Γιώργος Ζαμπέτας πήρε τα πρώτα του μαθήματα μπουζουκιού από τον πατέρα του, κουρέα στο επάγγελμα, και σε ηλικία 7 ετών είχε ήδη βραβευτεί σε σχολικό διαγωνισμό.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Στα 13 του είχε την τύχη να γνωρίσει τον σπουδαίο συνθέτη, στιχουργό και ερμηνευτή Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος άσκησε καθοριστική επιρροή στο νεαρό ταλέντο. Εξασκεί το πάθος του με αφοσίωση αδιάκοπα. Το 1940 η οικογένεια μετακομίζει από το Μεταξουργείο στο Αιγάλεω το οποίο θα αποκαλεί «Σίτι».
Το 1942, τον φοβερό εκείνο χειμώνα της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιουργεί το πρώτο του συγκρότημα με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες σε κορίτσια.
Η επαγγελματική του καριέρα ωστόσο ξεκινάει στ’ αλήθεια τη δεκαετία του 1950, οπότε αρχίζει να παίζει μπουζούκι σε λαϊκά κέντρα. Το ταλέντο του τον κάνει να διακριθεί σύντομα, ενώ από το 1952 ξεκινάει να συνθέτει και μουσική για τραγούδια, με πρώτο το Σαν σήμερα σαν σήμερα σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
Το 1953 ηχογραφεί για πρώτη φορά. Δημιουργεί σταθερά τραγούδια ενώ συνεχίζει να παίζει σε λαϊκά κέντρα, διαμορφώνοντας το προσωπικό του στιλ που τον καθιέρωσε ως τον σπουδαιότερο μουσικό μπουζουκιού της χώρας.
Ορισμένες από τις σημαντικότερες συνθέσεις του της δεκαετίας του 1950 είναι: Αφήνω γεια (1954) σε στίχους Κώστα Βίρβου, Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα (1956) σε στίχους Γιώργου Μητσάκη, Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω (1956) σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη, ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου (195 σε στίχους Χ. Βασιλειάδη καθώς και το γνωστό και πολυτραγουδισμένο, Ο πιο καλός ο μαθητής (1959) πάλι σε στίχους Χ. Βασιλειάδη.
Το 1959 είναι η χρονιά που ο Μάνος Χατζιδάκις τον κάνει σολίστ στα έργα του και ταξιδεύουν μαζί, καθώς και με την Μελίνα Μερκούρη και τον Ζιλ Ντασέν, στις Κάννες για το “Ποτέ την Κυριακή” – το πάρτυ υπό τους ήχους του Ζαμπέτα άφησε ιστορία στο φεστιβάλ.
Το παίξιμο του Ζαμπέτα γίνεται το μέτρο επιδεξιότητας του οργάνου, ενώ στις αρχές του 1960 γνωρίζεται με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και συνθέτει μια σειρά από εξαιρετικά τραγούδια, όπως: Το κουτούκι (1960) σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου, Δεν έχει δρόμο να διαβώ (1963), Πόρτα κλειστή τα χείλη σου και Τα δειλινά (1964) και Τι να φταίει (1969)σε στίχους Δ. Χριστοδούλου, Σήκω χόρεψε συρτάκι, Η Κυριακή (1965), Δημήτρη μου Δημήτρη μου (1966) σε στίχους Αλέκου Σακελάριου, Σταλιά, σταλιά (1967) σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη και Αγωνία (1970) σε στίχους Χ. Βασιλειάδη.
Το 1974 επί δικτατορίας Ιωαννίδη, στο θέατρο Ρεξ ανέβαινε η παράσταση «Επτά χρόνια φαγούρα».
Στη διάρκεια της γενικής πρόβας, ο ηθοποιός ζήτησε από τον θεατρικό συγγραφέα να του γράψει μια αντιδικτατορική μαντινάδα.
Ο σεναριογράφος του είπε ότι μπορεί να τη γράψει, αλλά θα είναι εκτός κειμένων, που έχουν εγκριθεί από τους λογοκριτές.
Ο Σταύρος Παράβας είπε ότι θα έπαιρνε αυτός την ευθύνη για τις ατάκες εκτός κειμένου.
Ο Σταύρος Παράβας.
Η μαντινάδα ήταν η εξής:
«Όποιος καλά μας κυβερνά, θα είναι και δικός μας, γύψο – κοντούς – τρελούς και τανκς, δε θέλει ο λαός μας. Είπα πολλά και λάλησα και πρέπει να το στρίψω, μη τύχει και με βάλουνε και μένα μες στον γύψο».
Ο Παράβας στην παράσταση έπαιζε τον Κρητικό λυράρη. Όταν βγήκε, είπε τη μαντινάδα.
«Σταύρο, πρόσεχε. Θα μας κάψεις όλους» του έλεγαν οι άλλοι ηθοποιοί.
Ένα Σάββατο τον επισκέφθηκαν δύο στρατονόμοι με πολιτικά. Νόμιζε ότι ήθελαν αυτόγραφο. Σύντομα κατάλαβε ότι έκανε λάθος.
Τον πήραν και έφυγαν. Στην έξοδο ο θυρωρός ρώτησε: «που τον πάτε;».
«Εδώ δίπλα, θα γυρίσει σε λίγο, σε έξι μήνες» απάντησαν ειρωνικά. Οι συνάδελφοί του δεν κατάλαβαν τίποτα. Όταν το αντιλήφθηκαν ήταν πλέον αργά.
«Δεν μπορούσα να σκεφτώ και να διανοηθώ ότι υπάρχουν τέτοια μέρη τέρατα, όπου φυλακίζουν ανθρώπινες ψυχές» είπε χρόνια μετά.
Ο Σταύρος Παράβας παρέμεινε στη Γυάρο μέχρι και την πτώση της χούντας.
Ήταν ένας από τους τελευταίους 44 εξόριστους που έφυγαν από το κολαστήριο.
Η “Μοντέρνα Σταχτοπούτα” είναι από τις αγαπημένες μας ελληνικές ταινίες με πρωταγωνιστές το πιο αγαπημένο ζευγάρι του ελληνικού κινηματογράφου (Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ), η πρώτη που βγήκε στις αίθουσες ενάμισι μήνα μετά το γάμο του ζευγαριού στους Δελφούς, τον Ιανουάριο του 1965.
Η Κατερίνα Πιερή (η Αλίκη δηλαδή), το άνεργο φτωχοκόριτσο, που όμως ήταν πανέξυπνη, καπάτσα και έσκιζε στην γραφομηχανή (ήταν η μοναδική δακτυλογράφος που σταματούσε να γράφει προτού τελειώσει υπαγόρευση), κατάφερε ν’ αγοράσει επιτέλους και λίγο ζαμπονάκι για τ’ αδερφάκια της, όταν την προσέλαβε ο γοητευτικός επιχειρηματίας Αλέξης Βαρνέζης (δηλ. ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ), τον οποίο φυσικά και ερωτεύτηκε.
Για να την ερωτευτεί, όμως, κι εκείνος με τη σειρά του, έπρεπε να προηγηθεί ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Ρώμη, όπου έπρεπε να κλειστεί μια σημαντική συμφωνία, λεπτομέρειες για την οποία δεν γνωρίζει ο μέσος θεατής, αφού όλες οι πληροφορίες δίνονται στα ιταλικά και χωρίς υπότιτλους.Είναι η σκηνή που οι Ιταλοί δημοσιογράφοι πολιορκούν τον Βαρνέζη ζητώντας να μάθουν λεπτομέρειες για τη συμφωνία κι εκείνος δεν τους χαλάει το χατίρι. Με στόμφο και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ο Παπαμιχαήλ μοιάζει να λέει κάποια πολύ σπουδαία πράγματα.
Τι ακριβώς τους λέει, όμως;. Και κατ’ αρχήν, ποιος ακριβώς ήταν το επάγγελμα του επιχειρηματία Βαρνέζη;Κατ’ αρχήν, ο εκφωνητής της ιταλικής τηλεόρασης, που δίνει την πάσα για την ζωντανή σύνδεση και τη δήλωσε του Βαρνέζη, αναφέρει μεταξύ πολλών άλλων ότι 32 αντιπρόσωποι από διάφορα μέρη του κόσμου βρίσκονταν στη Ρώμη για να συμμετάσχουν στο “διεθνές συνέδριο παρουσίασης της πετρελαϊκής βιομηχανίας… ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της χρονιάς, μεγάλης εμπορικής και πολιτικής σημασίας”.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο “famoso industriale greco signior Alexis Varnezis”, δηλαδή ο “διάσημος Έλληνας βιομήχανος, κύριος Αλέξης Βαρνέζης”.Κι επειδή στην Ελλάδα πετρέλαια δεν έχουμε, το πιθανότερο είναι ότι ο Βαρνέζης ασχολείτο με τάνκερ, εκτός κι αν είχε πετρελαιοπηγές στη Σαουδική Αραβία. Εν τω μεταξύ, κατά σύμπτωση, εκείνη τη στιγμή ο “διάσημος Έλληνας βιομήχανος” μόλις έβγαινε από το χώρο του συνεδρίου, όπου έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους, που τον περίμεναν εκστασιασμένοι αναμένοντας “due parole” (= “δυο λόγια”).
Τι τους είπε, όμως, ο “σινιόρ Βαρνέζης” -ή αν προτιμάτε ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ- σε άπταιστα ιταλικά;“Signori, al questo congresso era presentati dalle nostre industrie della vitale importanza per noi tutti e apre nuovi orizzonti per industria petrolifera Nel quatro degli prossimi programmi del mercato commune. E certamente ne saranno molto presto tangibili resultati a favore del tutto il mondo occidentale”.
Δηλαδή: “Κύριοι, σ’ αυτό το συνέδριο παρουσιάστηκαν από τις βιομηχανίες μας (θέματα) ζωτικής σημασίας για όλους μας και ανοίγουν νέοι ορίζοντες για τη βιομηχανία πετρελαίου στα τέσσερα επόμενα προγράμματα της Κοινής Αγοράς. Και σίγουρα, πολύ σύντομα θα έχουμε απτά αποτελέσματα προς όφελος ολόκληρου του δυτικού κόσμου”. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το σενάριο, η Ελλάδα είχε μπει στην Κοινή Αγορά, δηλαδή στην ΕΟΚ, 15 χρόνια πριν την κανονική είσοδο της και ο “σινιόρ Βαρνέζης” έκανε ευρωπαϊκές μπίζνες με πετρέλαια έχοντας έδρα της επιχείρησής του την Αθήνα! Όχι και τόσο αληθοφανές, αλλά και who cares εδώ που τα λέμε… Μετά από λίγα λεπτά ακολουθεί η θρυλική ατάκα “Με συγχωρείτε ήταν τυχαίο….”
Ένας… ξανθός κυκλώνας ενέσκηψε στο νησί της Αντιπάρου τον Ιούνιο του 1960, κατά την εύστοχη παρατήρηση του δημοσιογράφου Στ. Φιλιππούλη, ο οποίος υπέγραφε ρεπορτάζ από τα γυρίσματα της ταινίας “Μανταλένα” στο μικρό νησί των Κυκλάδων, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στις 18.06.1960.
Φυσικά, ο “ξανθός κυκλώνας” δεν ήταν άλλος από την πρωταγωνίστρια της ταινίας, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την οποία ωστόσο οι κάτοικοι της Αντιπάρου δε γνώριζαν παρά ως το…. κορίτσι της τσίχλας, καθώς η Αλίκη είχε δανείσει το πρόσωπό της σε συσκευασία της εποχής. Βλέπετε, στην Αντίπαρο δεν είχε ακόμη φτάσει ο ηλεκτρισμός εκείνη την εποχή και οι περισσότεροι κάτοικοι δεν είχαν ποτέ μέχρι τότε παρακολουθήσει οποιαδήποτε κινηματογραφική ταινία, με αποτέλεσμα να αγνοούν ακόμα και την “εθνική σταρ”.
Η απόβαση του κινηματογραφικού συνεργείου έγινε απροειδοποίητα το καλοκαίρι του 1960, όταν μια ομάδα πενήντα ηθοποιών και τεχνικών κατέλαβε το νησί των οχτακοσίων – τότε – κατοίκων, οι οποίοι όχι απλά απέδειξαν πόσο φιλόξενοι ήταν, αλλά βοήθησαν και στην πραγματοποίηση των γυρισμάτων, ενώ πολλοί συμμετείχαν και ως κομπάρσοι.
Το καφενείο της παραλίας είχε μετατραπεί σε εστιατόριο και εντευκτήριο των ηθοποιών και των τεχνικών, ενώ τις συζητήσεις των παππούδων του νησιού απασχολούσαν πλέον τα καλλιτεχνικά δρώμενα αντί των πολιτικών. Ενδιαφέρον έχει ένας διάλογος της Αλίκης Βουγιουκλάκη με κάτοικο του νησιού, όπως μεταφέρεται στο ρεπορτάζ της εφημερίδας, που αποδεικνύει πόσο γνωστή-άγνωστη ήταν η Αλίκη μεταξύ των Αντιπαριανών.
Σκηνή από την ταινία, “Μανταλένα”.
Μόλις η Αλίκη πάτησε στο νησί, την πλησίασε ένας ντόπιος και της είπε: “Σε θαυμάζω τόσον καιρό, αλλά τώρα σε γνωρίζω και από κοντά”. Σε παρατήρηση του δημοσιογράφου αν τη γνώριζε από τον κινηματογράφο, ο κάτοικος έδωσε αρνητική απάντηση. “Τότε θα με είδατε στο θέατρο” τον ρώτησε η Αλίκη, για να εισπράξει και πάλι αρνητική απάντηση.
“Τότε; Μήπως από το ραδιόφωνο;” επέμεινε η ηθοποιός. “Ούτε από το ραδιόφωνο. Σε ξέρουμε από τις τσίχλες. Αλλά μας αρέσεις περισσότερο απ’ αυτές” ήταν η απρόοπτη, πλην όμως αποστομωτική απάντηση.
Το κλίμα ήταν εξόχως φιλικό, όπως αποκαλύπτεται και από το παρακάτω περιστατικό. Σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων η Βουγιουκλάκη προθυμοποιήθηκε να μαγειρέψει ντολμαδάκια, κάτι που προκάλεσε τα περιπαιχτικά γέλια των παρευρισκομένων, οι οποίοι μάλλον δεν πίστευαν στις μαγειρικές ικανότητες της ηθοποιού.
“Και δε μου λες παιδί μου Αλίκη, τι ντολμαδάκια θα μας σερβίρεις; Κονσέρβα;” την πείραξε ο ηθοποιός Παντελής Ζερβός, που υποδυόταν τον παπά του νησιού στη “Μανταλένα” ξεγελώντας μάλιστα ορισμένους από τους ηλικιωμένους κατοίκους του νησιού.
Τέλος πάντων, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, η Αλίκη πείσμωσε, έλα όμως που όντως δεν ήξερε να μαγειρεύει ντολμαδάκια…. Απευθύνθηκε, λοιπόν, διακριτικά στον Φιλιππούλη, όπως τουλάχιστον ο ίδιος μετέφερε στο ρεπορτάζ που είχε την υπογραφή του, μήπως τυχόν γνώριζε εκείνος την συνταγή.
Δυστυχώς ούτε ο δημοσιογράφος τη γνώριζε κι έτσι η Αλίκη του ζήτησε να τηλεφωνήσει στο σπίτι της στην Αθήνα, όπου η ηθοποιός επικοινώνησε με τη μητέρα της ζητώντας να μάθει από εκείνη τη συνταγή για το φαγητό που είχε υποσχεθεί στο κινηματογραφικό τιμ, όπως και τελικά έγινε σερβίροντας ντολμάδες μαγειρεμένους από τα χεράκια της!
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας είναι πραγματικά πλούσιο σε αφηγήσεις, όπως για παράδειγμα το περιστατικό με έναν παππού κοντά 90 ετών, το όνομα του οποίου ήταν Κώστας Τριανταφύλλου, ενώ ήταν γνωστός και ως Χόχλας (το παρατσούκλι του).
Ο συγκεκριμένος παππούς είδε το συνεργείο να φωτογραφίζεται έξω από το σπήλαιο της Αντιπάρου, και έτρεξε προς το μέρος τους για να φωτογραφηθεί μαζί τους, ενώ μπέρδευε το επίθετο της Αλίκης αποκαλώντας την Γιαβουκλόκλη και Γιαβουκλάκη! Μάλιστα, ύστερα από πρωτοβουλία του Ζερβού, ο παππούς έκανε προξενιό στην “εθνική σταρ” έναν ανιψιό του “εγγράμματο (που) έχει βγάλει όλο το δημοτικό”, όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο ρεπορτάζ.
Στην Αντίπαρο βρισκόταν με το υπόλοιπο συνεργείο και ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος μάλιστα ηχογράφησε μουσική και τραγούδια του νησιού, προκειμένου να εμπνευστεί για τα τραγούδια της ταινίας, μεταξύ αυτών και “Το τραγούδι της βάρκας”, όπως ήταν ο αρχικός τίτλος του αγαπημένου “Θάλασσα πλατιά”.
Σε κάποια στιγμή η αγαπημένη ηθοποιός αποκάλυψε στον δημοσιογράφο πως εκεί στην Αντίπαρο ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη: “Σ’ αυτόν τον τόπο, μακριά από τον θόρυβο, ανάμεσα σ’ ευγενικούς ανθρώπους, η ζωή μου πήρε έναν άλλο, καινούριο ρυθμό… Γυρίζω όπου θέλω, όπως θέλω… Ξυπόλητη επάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, μ’ ένα απλό φορεματάκι, ζω, έτσι φαντάζομαι, σε έναν τόπο, όπου όλα είναι απλά, ανεπιτήδευτα, που το μόνο στολίδι τους είναι ένας λαμπρός ήλιος, μια ακρογιαλιά και το βράδυ ένα χλωμό φεγγάρι.
Ακούω το πρωί τα κοκόρια, βλέπω τα παιδάκια να πηγαίνουν σχολείο, τον παπά να χτυπά το σήμαντρο, τους χωρικούς να με καλημερίζουν. Η ψυχή μου χάνεται ευτυχισμένη σ’ αυτήν τη θάλασσα και τότε νομίζω πως έχω ξαναγεννηθεί”, εξομολογήθηκε. Άλλωστε, ελλείψει και αυτοκινήτων, η Αλίκη συνήθιζε να κυκλοφορεί στο νησί πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, το οποίο μάλιστα και ονόμασε… “Μανταλένα”, όπως δηλαδή το όνομα της ηρωίδας που ενσάρκωνε στην ταινία.
Οι αρχικές εκτιμήσεις για το κόστος των γυρισμάτων έκαναν λόγο για ενάμιση εκατομμύριο δραχμές, ενώ η αμοιβή της Αλίκης Βουγιουκλάκη ανερχόταν στο 10% επί των ακαθάριστων εισπράξεων συν ένα επιπλέον ποσό 250.000 δραχμών ως “γκαραντί”.
Όμως, φαίνεται ότι τα πράγματα δεν ήταν μόνο ειδυλλιακά στην Αντίπαρο, καθώς είχε ξεσπάσει σκάνδαλο λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν απογευματινή εφημερίδα δημοσίευσε την είδηση ότι ένα παιδί-ηθοποιός ηλικίας 10 ετών, που επρόκειτο να παίξει τον μικρότερο αδελφό της Αλίκης στην ταινία, αντικαταστάθηκε την τελευταία στιγμή, επειδή δήθεν η Βουγιουκλάκη ζήλεψε τη… δημοφιλία του.
Να σημειωθεί ότι τελικά τον μικρότερο αδελφό της Βουγιουκλάκη στην ταινία τον υποδύθηκε ο Βασιλάκης Καΐλας, το παιδί-θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου, που ήταν γνωστός και από προηγούμενες συμμετοχές του στη μεγάλη οθόνη, ενώ αρχικά για το ρόλο προοριζόταν ο Βαγγέλης Ιωαννίδης, ο οποίος επίσης είχε πάρει μέρος σε άλλες ταινίες, όπως “Το ποτάμι” του Νίκου Κούνδουρου.
Να σημειωθεί ότι ο Ιωαννίδης συμμετείχε αργότερα σε ταινίες όπως οι “Μικρές Αφροδίτες“, επίσης του Κούνδουρου, ενώ σίγουρα όλοι τον θυμόσαστε στο ρόλο του Μπάμπη Πετρόχειλου, του μικρότερου από τους τρεις γιους-“ρεμάλια” του Λάμπρου Κωνσταντάρα στην ταινία “Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι”, όπως και από τη συμμετοχή του στις ταινίες “Γαμπρός απ’ το Λονδίνο”, “Ο τζαναμπέτης” κλπ.
Πάντως, σχετικά με το “σκάνδαλο που ανακάλυψε μερίδα του Τύπου, ως προς το πρόσωπο του νεαρού της συμπρωταγωνιστή, η Βουγιουκλάκη το εξέλαβε ως κακοήθεια. “Αγαπώ όλους τους συναδέλφους μου, όποιος και αν είναι. Σε καμία περίπτωση δε θα καταδεχόμουν να κατέβω τόσο χαμηλά.
Αφήνω τη δουλειά αυτή σε εκείνους που αρέσκονται να την εκτελούν… Λυπούμαι πραγματικά που με ανακάτεψαν σε μια υπόθεση, στην οποία δεν έχω καμία ανάμιξη” ήταν η απάντηση της πρωταγωνίστριας, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 09.07.1960.Η ταινία, που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Κανών τον Μάιο του 1961 χωρίς να διακριθεί, απέσπασε τρία βραβεία στο (πρώτο) Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 1960: σεναρίου για τον Γεώργιο Ρούσσο, πρώτου γυναικείου ρόλου για την Αλίκη Βουγιουκλάκη και δεύτερου ανδρικού για τον Παντελή Ζερβό.
Στις αίθουσες έκανε πρεμιέρα στις 24 Οκτωβρίου 1960, ενώ συνολικά έκοψε 192.378 εισιτήρια ερχόμενη δεύτερη μεταξύ των ελληνικών ταινιών της σαιζόν.
Ζωή Λάσκαρη, Μαίρη Χρονοπούλου και Αλέκος Αλεξανδράκης καλούνται στις αρχές του 1966 από τον Φίνο να συμπρωταγωνιστήσουν σε μια ταινία που είχε σαν κεντρικό της θέμα τον μύθο των Ατρειδών, στην Ελλάδα του 1960.
Οι 3 αυτοί ηθοποιοί την εποχή εκείνη αποτελούσαν τα πιο «hot» ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου και η σύμπραξή τους σε μια ταινία αποτελούσε σοβαρό εχέγγυο για μια ακόμη επιτυχία της Φίνος Φιλμ.
Σκηνή από την ταινία, “Δάκρυα για την Ηλέκτρα”.
H ταινία είχε τίτλο «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» και γυρίστηκε τέσσερα χρόνια μετά την ταινία «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη.
Οι προσδοκίες του Φίνου επιβεβαιώθηκαν αμέσως, η ταινία βραβεύτηκε στις Κάννες και έκανε τον γύρο του κόσμου με μεγάλη επιτυχία.
Όσον αφορά στο σενάριο, ο Γιώργος, ένας γοητευτικός οδηγός, παίρνει την θέση του σωφέρ στο σπίτι του πλούσιου Τάσου Πετρίδη και δημιουργεί ερωτικό δεσμό με την γυναίκα του Λίνα Πετρίδη.
Η αποκάλυψη της παράνομης σχέσης της Λίνας και του σωφέρ θα γίνει η αιτία να πεθάνει ο σύζυγος της Λίνας. Όταν η όμορφη κόρη τους, Ηλέκτρα, αποφασίζει να τους εκδικηθεί για το χαμό του πατέρα της, ρισκάροντας την ίδια της τη ζωή.
Οι διπλοί ρόλοι κατά γενική ομολογία απαιτούν μεγάλο ταλέντο, κάτι που ο Κώστας Χατζηχρήστος διέθετε άπλετο.
Κι αυτό το απέδειξε στην ταινία «Ο Δήμος απ’ τα Τρίκαλα», η οποία γυρίστηκε το 1962, αποτελώντας κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Δημήτρη Γιαννακάκη “Μειδιάστε Παρακαλώ”.
Το σενάριο θέλει τον Κώστα Χατζηχρήστο να υποδύεται έναν ζωηρούλη σύζυγο, τον Παρασκευά, ο οποίος καλύπτει τις ερωτικές του παρασπονδίες στη γυναίκα του, τη Λέλα, προφασιζόμενος την ύπαρξη κάποιου δίδυμου αδελφού του, του Δήμου απο τα Τρίκαλα.
Σκηνή από την ταινία, “Ο Δήμος απ’ τα Τρίκαλα”.
Ο Δήμος υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά δεν του μοιάζει καθόλου.
Κάποια μέρα, η Λέλα ανακαλύπτει μια φωτογραφία του Παρασκευά με μια κοπέλα σε ένα παραθαλάσσιο κέντρο, καταλαβαίνει την απάτη και αποφασίζει να τον εκδικηθεί με το ίδιο νόμισμα.
Αυτή η αποκάλυψη γίνεται αφορμή για μια σειρά…εξωφρενικά κωμικών καταστάσεων, που προκαλούν πολύ γέλιο, με τον Κώστα Χατζηχρήστο να δίνει τον καλύτερο εαυτό του, υποδυόμενος δύο ρόλους, τόσο του Παρασκευά, όσο και του δίδυμου αδελφού του.
Aπολαυστική η σκηνή που υποδύεται και τους δύο ρόλους, σε μια σκηνή, όταν εμφανίζεται αλλάζοντας ρούχα και κόμμωση, τη μια ως Παρασκευάς, την άλλη ως Δήμος.
Όπως αναφέρει η Φίνος Φίλμ, «η ταινία “Ο Δήμος απ΄ τα Τρίκαλα” ανήκει στις κωμωδίες που γύρισε ο Γιάννης Δαλιανίδης τα δύο πρώτα χρόνια στη Φίνος Φίλμ και εδραίωσε την φήμη του ως σκηνοθέτη που είναι σε θέση να γυρίσει γρήγορα και καλά μια ταινία με εμπορική επιτυχία».
Απολαυστικοί όπως πάντα οι Μανώλης Χιώτης και Μαίρη Λίντα, οι οποίοι εμφανίζονται στη σκηνή ταβέρνας, που ποτέ δεν έλειπε από τις ελληνικές ταινίες της εποχής.
Η πρώτη της προβολή έγινε στις 26 Μαρτίου 1962 και έκοψε 56.391 εισιτήρια.
«Στρίβειν δια του αρραβώνος». «Δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε». Δεν μπορεί, όλο και κάπου θα έχετε ακούσει αυτές τις ατάκες, στην καθημερινότητά σας.
Κι αν δεν το γνωρίζετε, ήρθε η ώρα να μάθετε ότι αυτές οι ατάκες ακούστηκαν για πρώτη φορά στην ελληνική ταινία με τίτλο «Ο ατσίδας», η οποία γυρίστηκε το 1961, με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Ηλιόπουλο.
Σκηνή από την ταινία, “Ο ατσίδας”.
Η ταινία ήταν παραγωγής Φίνος Φιλμ και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη Θεσσαλονίκη, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ήταν κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως».
Επρόκειτο για μια άκρως ρεαλιστική ηθογραφία της εποχής, που σατίριζε το «έθιμο» της εποχής, ο αδελφός να παντρεύει πρώτα την αδελφή του και μετά να παντρεύεται ο ίδιος. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ξεδιπλώνει για άλλη μια φορά το μοναδικό του ταλέντο, καθηλώνοντας τους θεατές και καταφέρνοντας να καλύψει τις όποιες αδυναμίες της παραγωγής.
Κανείς βέβαια, ούτε και ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτές οι ατάκες θα παρέμεναν «ζωντανές» 50 και πλέον χρόνια αργότερα.
Ο Ηλιόπουλος υποδύονταν τον Αλέκο, ο οποίος συνδέεται από καιρό με την Βούλα, χωρίς να αποφασίζει να την παντρευτεί, μέχρι που ο αδελφός της απειλεί να τον σκοτώσει αν δεν αποκαταστήσει την χαμένη τιμή της αδελφής του.
Ο Αλέκος έχει και αυτός μια ανύπαντρη αδελφή, την Άννα (Ζωή Λάσκαρη), που χωρίς να το ξέρει συνδέεται κρυφά με έναν νεαρό, τον Αντώνη (Στέφανος Στρατηγός). Ο Αλέκος και ο Αντώνης συναντιούνται τυχαία σε ένα εξοχικό κέντρο (γκαρσόνι σε αυτό είναι ο Θρασύβουλος –Θανάσης Βέγγος-, μέγας…φιλόσοφος), στο οποίο ο Αντώνης μαθαίνει στον Αλέκο την μέθοδο.. στρίβειν δια του αρραβώνος.
Όταν βέβαια μετά ανακαλύπτει ότι ο Αντώνης είναι ο μέλλων μνηστήρας της αδελφής του, το σοκ είναι μεγάλο και οι κωμικές καταστάσεις που δημιουργούνται μοναδικές.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 15 Ιανουαρίου του 1962 και στην πρώτη προβολή της έκοψε 69.414 εισιτήρια. Ήρθε στην 5η θέση σε 68 ταινίες. Η μουσική του «Ατσίδα» ήταν του λιγότερο γνωστού συνθέτη, Γεράσιμου Λαβράνου, ενώ στην ταινία τραγουδούν οι Μαίρη Λίντα, Μανώλης Χιώτης, αλλά και ο Ντίνος Ηλιόπουλος.
Η «μάχη» Ηλιόπουλου-Χιώτη στην πίστα, όπου ο ένας με μπαγλαμαδάκι και ο άλλος με μπουζούκι «προκαλεί» τον άλλο να ακολουθήσει τις νότες, είναι μοναδική στο είδος της…
Κριτικές ταινίας απο την Φίνος Φιλμ – Αντώνης Μοσχοβάκης, Εφημερίδα Η Νίκη, Ιανουάριος 1962 Διασκευή θεατρικής κωμωδίας και πάλι (της επιτυχίας του Δημ. Ψαθά Εξοχικόν κέντρον «Ο Έρως» ), αλλά από τις πιο πετυχημένες. Ο κ. Γιάννης Νταλ εκμεταλλεύτηκε αρκετά επιδέξια τις δυνατότητες για κινηματογραφική ανάπτυξη που προσέφερε το πρωτότυπο, άφησε ανέπαφα και συχνά τόνισε τα σατιρικά στοιχεία που περιείχε, και έδωσε όλες τις δυνατότητες στον Ντίνο Ηλιούπουλο να αναπτύξει το δαιμονισμένο, το σπαρταριστό μπρίο του.
Ένα σφάλμα του: από πολύ σεβασμό, ίσως, στον συγγραφέα τού θεατρικού έργου, δεν περιόρισε τους διαλόγους που στην ταινία γίνονται φλυαρία και ζημιώνουν.
Παρά το αρκετό αυτό ελάττωμα, τόσο με το θέμα του (σάτιρα της διπλής «ηθικής» των αδελφών και πατεράδων, ανάλογα αν πρόκειται για ξένες ή για δικές τους αδελφές ή κόρες) όσο και με την εξαίρετη ανάπτυξη και τ΄ανεξάντλητα κωμικά επεισόδια, Ο Ατσίδας είναι μια πολύ καλή κωμωδία.
Ως σκηνοθέτης, ο κ. Νταλ, αν και δεν απέφυγε τις θεατρικές σκηνές, έχει πετύχει μια γοργή εναλλαγή πλάνων και σκηνών, που διασπά τη στατικότητα του θεατρικού στυλ. Ο ρυθμός είναι γοργός, η αφήγηση, στρωτή και άνετη. Η φωτογραφία του Νίκου Δημόπουλου είναι πολύ καλή. Ο Ντίνος Ηλιούπουλος είναι περίφημος, απολαυστικός, αμίμητος: ενθουσιάζει. Έξοχη, όχι μόνο στο τραγούδι, αλλά και στο «παίξιμο», η Μαίρη Λίντα. Άριστος ο Παντελής Ζερβός.
Το 1964, ο Θανάσης Βέγγος αποφάσισε να φτιάξει τη δική του εταιρεία παραγωγής, που ονόμασε «ΘΒ- ταινίες γέλιου». Ο ηθοποιός ίδρυσε την εταιρεία, για να είναι ελεύθερος να φτιάχνει τις ταινίες με απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά και ο Βέγγος πέτυχε αυτό που ήθελε. Την ελευθερία έκφρασης. Σύντομα όμως, άρχισαν τα πρώτα οικονομικά προβλήματα. Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός, που σημάδεψε με τις ερμηνείες και το στυλ του τον ελληνικό κινηματογράφο. Στην οικονομική διαχείριση όμως, δεν είχε καθόλου ταλέντο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η εταιρεία απέκτησε μεγάλα χρέη, τα οποία ο ηθοποιός αδυνατούσε να καλύψει.
“Ένα από τα λάθη του ήταν, ότι για να ολοκληρώσει τις ταινίες του, προπωλούσε μετοχές, που συχνά ξεπερνούσαν το 100% της πραγματικής αξίας. Έφτανε στο σημείο, να πουλήσει το 120% με 130% της ταινίας και στη συνέχεια να είναι υποχρεωμένος να πληρώνει το 30% ή το 20% επιπλέον”.
Η φήμη του για την κακοδιαχείριση των οικονομικών, γρήγορα εξαπλώθηκε και όσοι ήθελαν να βγάλουν άμεσα χρήματα, αγόραζαν μετοχές από τον Βέγγο. Ακόμα και παλιοί συνεργάτες του, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό ενός ηλεκτρολόγου, στον οποίο ο Βέγγος δώρισε ποσοστά από μία ταινία του, όταν πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος. Όταν προβλήθηκε η ταινία, ο ηθοποιός δεν είχε χρήματα για να δώσει στον ηλεκτρολόγο. Εκείνος τότε, τον κατήγγειλε για χρέη και τον οδήγησε στα δικαστήρια.
Για όλα έφταιγε η τελειομανία του
Οι άνθρωποι που γνώριζαν καλά τον Θανάση Βέγγο, πιστεύουν πως αιτία της οικονομικής του καταστροφής, ήταν η παροιμιώδης τελειομανία του.
Ο ηθοποιός, όταν έγινε ο ίδιος παραγωγός, δηλαδή χρηματοδότης των ταινιών του, δε λογάριαζε τα χρήματα. Το μόνο που τον ενδιέφερε, ήταν να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ήταν ικανός να επαναλάβει την κάθε σκηνή αμέτρητες φορές, μέχρι να ικανοποιηθεί.
Ακόμα και για μια μικρή λεπτομέρεια, μπορούσε να σταματήσει το γύρισμα και να το ξεκινήσει από την αρχή. Όλα αυτά, σε μια εποχή που το φιλμ ήταν πολύ ακριβό. Οι ιδιοτροπίες του είχαν κόστη, τα οποία έπρεπε να πληρώσει από τα λεφτά που δεν είχε.
Σε μια συνέντευξή του, αναγνώρισε το κόστος των επιλογών του: «Θα ξέρεις βέβαια, ότι κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο και ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Ναι μα τον Θεό! Καθαρίσαμε τις Θερμοπύλες για ένα γύρισμα. Αυτή η τελειότητα μόνο στο δικό μου κεφάλι υπάρχει.
Αυτή η τελειότητα με έχει οδηγήσει δύο φορές στην καταστροφή» είπε ο ηθοποιός. Παρόλο που επιχειρηματικά ο Βέγγος είχε αποτύχει, οι ταινίες του σημείωναν πάντα επιτυχία. Δυστυχώς όμως, η απήχηση των ταινιών δεν ήταν αρκετή, για να τον σώσει από την ολική καταστροφή.
Η πτώχευση
Ο Βέγγος οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Οι δανειστές του τον πίεζαν, η εφορία τον κυνηγούσε και οι περισσότεροι φίλοι και συνεργάτες, του είχαν γυρίσει την πλάτη. Ο ηθοποιός έχασε ακόμα και το σπίτι του στην Κυψέλη, όπου ζούσε ο ίδιος και η οικογένειά του. Το διαμέρισμα ήταν το μόνο του περιουσιακό στοιχείο, το οποίο είχε αποκτήσει από την πετυχημένη καριέρα του. Κάποια στιγμή όλοι οι άσοι που είχε ο Βέγγος στο μανίκι του τελείωσαν και έφτασε η στιγμή να δηλώσει χρεοκοπία.
Το κλείσιμο της εταιρείας του, όπως είχε αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του, του στοίχισε πολύ. «Η στιγμή που ξεβίδωσα την πινακίδα με το όνομα της εταιρείας από τον τοίχο, δεν περιγράφεται. Ένιωθα σαν να ξηλώνω τα όνειρα μου. Όλα».
Η ανάκαμψη για τον Βέγγο ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, όταν τα οικονομικά του ανέλαβε ο παλιός του φίλος και συνεργάτης Ντίνος Κατσουρίδης, ο οποίος τον ενέπνευσε και καλλιτεχνικά, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν από κοινού σημαντικές ταινίες, που βραβεύτηκαν.
Το «Δελησταύρου και Υιός» του Αλέκου Σακελλάριου παίχθηκε ως θεατρική παράσταση το 1956, με μεγάλη επιτυχία και ένα χρόνο αργότερα, το 1957, γυρίζεται και ταινία, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Αυτή τη φορά σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη και σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.
Ωστόσο η ταινία αυτή φαίνεται ότι είχε ακόμα πολύ …δρόμο.
Κι αυτό γιατί το 1971, ο Σακελλάριος παίρνει την απόφαση – και το ρίσκο – να την γυρίσει ξανά, με άλλο φυσικά τίτλο, αλλά με γυναίκα στη θέση της πρωταγωνίστριας.
Η γυναίκα αυτή ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου και ο τίτλος της ταινίας «Ζητείται επειγόντως γαμπρός». Στην ταινία, η Βλαχοπούλου δείχνει για άλλη μια φορά το τεράστιο ταλέντο της, υποδυόμενη μια ώριμη χήρα, η οποία προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της με νεότερους άνδρες, και στην προσπάθειά της να προσελκύσει την προσοχή τους κάνει παράτολμα για την ηλικία της πράγματα, προσφέροντας άφθονο γέλιο, αλλά και πίκρα, αφού στο τέλος πάντα κάτι γίνεται και οι προσπάθειές της πέφτουν στο κενό.
Στο τέλος βέβαια, και μετά από πολλές αποτυχίες, βρίσκει παρηγοριά σε έναν άνδρα της ηλικίας της, τον οποίο υποδύεται ο Ανδρέας Φιλιππίδης. Την ταινία σκηνοθετεί και πάλι ο Αλέκος Σακελλάριος, σε μουσική του Γιώργου Κατσαρού.
Μαζί με τη Βλαχοπούλου, εκτός από τον Φιλιππίδη, πρωταγωνιστούν ο Ανδρέας Μπάρκουλης, η Μπέτυ Λιβανού, η Άννα Κυριακού, ο Παύλος Λιάρος και ο Βασίλης Ανδρονίδης. Η ταινία σημειώνει μεγάλη επιτυχία από την πρώτη κιόλας προβολή της, κόβοντας στην Αθήνα 327.366 εισιτήρια.
Εκείνη τη σεζόν βρέθηκε στην 6η θέση, ανάμεσα σε 90 ταινίες. Στην ταινία τραγουδούν ακόμα η Μαρίνα, ο Γιάννης Πάριος και ο Κώστας Προκοπίου, σε μουσική του Γιώργου Κατσαρού.
Εξαιρετική η ερμηνεία και του τραγουδιού «Ηρθες», από την ίδια την Βλαχοπούλου.
Το 1911 ο ελληνικός κινηματογράφος βρισκόταν σε βρεφική ηλικία. Οι μόνες ταινίες που γυρίζονταν ήταν κάποια ελάχιστα ζουρνάλ, μετρημένα στα δάχτυλα, ενώ δεν υπήρχαν καν ταινίες μυθοπλασίας ελληνικής παραγωγής. Εκείνη όμως τη χρονιά γυρίστηκε η πρώτη ταινία στα χρονικά του παγκόσμιου κινηματογράφου, εμπνευσμένη από την ελληνική επανάσταση του 1821. Ήταν μια ταινία μικρού μήκους (μόλις 269 μέτρων), ιταλικής παραγωγής, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί και ως “ψευδοϊστορική”, αφού δεν αναφερόταν σε πραγματικά γεγονότα, αλλά σε μια φανταστική ιστορία, που λάμβανε χώρα την περίοδο εκείνη.
Ο τίτλος της: “Gulnara (Storia dell’ indipendenza greca 1820-1830)”, δηλαδή “Γκιουλνάρα (Ιστορία της ελληνικής ανεξαρτησίας 1820-1830)”.Η λογική απορία είναι γιατί η πρώτη κινηματογραφική ταινία στα παγκόσμια χρονικά γυρίστηκε στην Ιταλία. Τόσο πολύ φιλέλληνες ήταν ανέκαθεν οι Ιταλοί, οι οποίοι – παρεμπιπτόντως- το 1821 ήταν χωρισμένοι σε πολλά, μικρά και αντίπαλα μεταξύ τους βασίλεια; Η πραγματική εξήγηση είναι διαφορετική.
Το Σεπτέμβριο του 1911 ξέσπασε ιταλοτουρκικός πόλεμος, όταν η Ιταλία προέβαλε διεκδικήσεις επί της Λιβύης, που μέχρι τότε αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας – ενώ μετά τη λήξη του πολέμου η περιοχή όντως πέρασε σε ιταλική κατοχή, όπως το ίδιο συνέβη και με τα Δωδεκάνησα, τα οποία παρέμειναν ιταλικό έδαφος μέχρι το 1947. Εν τω μεταξύ, η αντιτουρκική ιταλική προπαγάνδα είχε αρχίσει να εκδηλώνεται πολλούς μήνες πριν την έναρξη του πολέμου και εκφραζόταν με διάφορα μέσα.
Ένα από αυτά ήταν και ο κινηματογράφος. Μέσα στη χρονιά γυρίστηκαν αρκετές αντιτουρκικές – επί της ουσίας – ταινίες, ώστε να διεγερθεί η ιταλική κοινή γνώμη εναντίον των “βάρβαρων” Τούρκων. Κάποιες από τις ταινίες εκείνης της περιόδου (1911-1912) ήταν: “I cavalieri di Rodi”, “Hussein il pirata” κλπ., μεταξύ δε αυτών και η “Γκιουλνάρα”.
Η ταινία ήταν μια παραγωγή της εταιρίας Αμπρόζιο σε σκηνοθεσία Λουίτζι Μάγκι, ενώ πρωταγωνιστούσαν οι Λουίτζι Μάγκι, Ορέστε Γκράντι, Αλμπέρτο Α. Καπότζι, Σεραφίνο Βίτε, Μάριο Βόλερ-Μπούτζι και Νορίνα Ραζέρο. Ήταν από τις πρώτες ταινίες της αντιτουρκικής εκστρατείας του ιταλικού κινηματογράφου. Tον Ιούλιο του 1911 η “Γκιουλνάρα” προβαλλόταν ήδη στις ΗΠΑ, ενώ δυο μήνες αργότερα η χάρη της θα έφτανε μέχρι και την Αυστραλία.
Παραμένει άγνωστο αν – ή πότε – προβλήθηκε και στην Ελλάδα.Ποια ήταν όμως η υπόθεση της ταινίας, που δεν διασώζεται μέχρι τις μέρες και για την οποία δεν υπάρχουν πληροφορίες σε καμιά άλλη ιστοσελίδα (ούτε καν στο imdb.com); Οι πληροφορίες προέρχονται (κατά 99%) από αμερικανική εφημερίδα του 1911.Ο Σάθας, ένας Έλληνας προδότης, κατατάσσεται στον τουρκικό στρατό και απαγάγει την Γκιουλνάρα, την όμορφη σύζυγο του Ζαχαρία, ενός Έλληνα πολεμιστή.
Ο Ζαχαρίας μεταμφιέζεται σε δερβίση και καταφέρνει να εισέλθει στο παλάτι. Ωστόσο, ο Σάθας τον αναγνωρίζει και ο Ζαχαρίας συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Εν τω μεταξύ, η Γκιουλνάρα σφάζει τον Πασά, ο οποίος προηγουμένως της είχε φερθεί με σκληρότητα, και του κλέβει το δαχτυλίδι, το οποίο αποτελούσε σύμβολο εξουσίας.
Χάρη σ’ αυτό το δαχτυλίδι καταφέρνει να επικοινωνήσει με το σύζυγό της, ενώ το ζευγάρι σχεδιάζει την απόδραση του Ζαχαρία από τη φυλακή με τη βοήθεια ενός σχοινιού.Ενώ όμως η Γκιουλνάρα καταφέρνει και προσγειώνεται με ασφάλεια, την τελευταία στιγμή εμφανίζεται στο παράθυρο ο Σάθας, ο οποίος κόβει το σκοινί και ο Ζαχαρίας πέφτει νεκρός στα βράχια.
Η “Γκιουλνάρα” ήταν μια ιστορία έρωτα και προδοσίας με τραγικό φινάλε, δυσαρεστώντας ωστόσο τους Αμερικανούς, οι οποίοι άλλωστε τα επόμενα χρόνια θα επέβαλλαν το “happy end” στις ταινίες.Και για το τέλος, μια σπάνια φωτογραφία από σκηνή της ιταλικής ταινίας, που χρησιμοποίησε την ελληνική επανάσταση ως πρόσχημα αντιτουρκικής προπαγάνδας (χωρίς να καταγράφει την αληθινή ιστορία, αλλά εμπνεόμενη από αυτήν). https://ola-ta-kala.blogspot.gr
H Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου απένειμε στον Μάνο Χατζιδάκι το βραβείο Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού για το παγκοσμίως – πλέον – γνωστό τραγούδι του “Τα παιδιά του Πειραιά”, το οποίο ερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη στην ταινία του Ζιλ Ντασέν με τίτλο “Ποτέ την Κυριακή“.
Ο μουσικοσυνθέτης, που είχε γράψει και τους στίχους του τραγουδιού, δεν είχε παρευρεθεί στην τελετή λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων που τον είχαν κρατήσει στην Ελλάδα, ωστόσο λίγες ημέρες αργότερα έδωσε συνέντευξη στην εβδομαδιαία εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, η οποία δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 22.4.1961, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο πώς εμπνεύστηκε τους στίχους για το τραγούδι-σταθμός αναφερόμενος εμμέσως και στις φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με την προσωπική του ζωή.
Ο Μάνος Χατζιδάκις.
Σχολιάζοντας κατ’ αρχήν τη βράβευση του με Όσκαρ, ο Χατζιδάκις δήλωσε ότι ένιωθε “μια απέραντη συγκίνηση”, καθώς δεν περίμενε ότι τελικά θα κέρδιζε ο ίδιος το βραβείο, παρότι ήταν το φαβορί. Σημείωσε ότι μοιράζεται το βραβείο με όλη την Ελλάδα υπενθυμίζοντας ότι είχε προηγηθεί η βράβευση της Κατίνας Παξινού λίγα χρόνια νωρίτερα. Από κει και πέρα εξέφρασε την – προφητική όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων – άποψη ότι η καριέρα του ξεκινούσε “μόλις τώρα”, καθώς “το Όσκαρ δεν είναι μόνο ένα μικρό αγαλματάκι. Είναι μια μεγάλη και βαριά υποχρέωση. Είναι το προηγούμενο…”.
Πώς όμως ο βραβευμένος μουσικοσυνθέτης είχε εμπνευστεί τους στίχους του τραγουδιού; Η απάντηση του Μάνου Χατζιδάκι ήταν η εξής: “Η Μελίνα στο “Ποτέ την Κυριακή” παίζει το ρόλο μιας “ελεύθερης” γυναίκας. Στη σκηνή λοιπόν που νοσταλγεί την αλλοτινή ζωή της … και που θα τραγουδήσει τα “Παιδιά του Πειραιά”, τα λόγια του τραγουδιού έπρεπε να ήσαν αυτά ακριβώς που ήσαν κι αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Και το ότι επέτυχαν τόσο πολύ, σημαίνει ότι ξέρω να κάνω πολύ καλά τη δουλειά μου”.
Στο σημείο αυτό ο Χατζιδάκις έκανε μια εκτενή αναφορά στα “κίτρινα” κουτσομπολιά της εποχής, ότι δηλαδή η έμπνευση για τους στίχους του τραγουδιού, όπως και στα περισσότερα τραγούδια του, προερχόταν από προσωπικά βιώματα του συνθέτη: “Στα τραγούδια μου δεν κρύβω, όπως πιστεύουν μερικοί, κάποιο μυστικό ούτε αναφέρονται στην προσωπική μου ζωή.
Στον Πειραιά έχω κατέβει τρεις ή τέσσερις φορές κι αυτό τράνζιτ, προκειμένου δηλαδή να πραγματοποιήσω κάποιο ταξίδι. Ούτε ακόμα μ’ αρέσει να κάνω βόλτες στο λιμάνι… Κάθε τραγούδι είναι ένα παιχνίδι με λέξεις και επειδή έχω συνείδηση, φροντίζω να βγαίνει ένα καλό παιχνίδι… Όταν υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα στα τραγούδια το θεωρώ γελοία ιστορία και την αφήνω για τους υπόλοιπους συνθέτες του είδους. Τα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με την προσωπική μου ζωή.
Όταν γράφω ένα τραγούδι με την προοπτική να το τραγουδήσει η Μούσχουρη, το τραγούδι περιέχει στίχους που ένα κορίτσι θα μιλάει για ένα αγόρι. Όταν πρόκειται να το τραγουδήσει άνδρας, όπως ένα-δύο φορές μου έτυχε, ένας άνδρας απευθύνεται σε μια κοπέλα.
Το ότι βρίσκονται άνθρωποι που θέλουν να βλέπουν κάτι διαφορετικό ή κάτι πέρα από αυτό στα τραγούδια μου λυπάμαι, αλλά αποτελούν μια ηλίθια μειοψηφία κοινού, η οποία εννοεί να τρέφεται με χυδαιολογίες και φυσικά οι καλοθελητές που την τροφοδοτούν πάντα υπάρχουν εκμεταλλευόμενοι την αρρώστια του. Και τέτοιοι είναι πρώτα απ’ όλα οι επιθεωρησιογράφοι αθηναϊκών επιθεωρήσεων και οι διάφοροι κονφερασιέ συνοικιακών βαριετέ”.
Εξάλλου, με αφορμή την κίτρινη παραφιλολογία που είχε αναπτυχθεί για τα “ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά” του Πειραιά και το τι ακριβώς εννοεί ο ποιητής, ο Χατζιδάκηις στην ίδια συνέντευξη αναφέρθηκε και σε μια άλλη, παλιότερη επιτυχία του, τον “Υμηττό”, που είχε πρωτοτραγουδήσει η Νανά Μούσχουρη, οι στίχοι του οποίου έλεγαν ότι “εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό/ και είναι πώς να σας το πω, πολύ μπλεγμένο ομολογώ”:
“Όσον για τον Υμηττό μόνο από μακριά τον έχω δει, γιατί κάθε άλλο παρά τύπος εκδρομικός είμαι. Για την ιστορία σας αναφέρω ότι το τραγούδι αυτό το έγραψα μετά την επιτυχία του “Ιλισού”, όταν μία μέρα κουβεντιάζοντας με κάτι φίλους τους είπα: Αφού σας αρέσει ο “Ιλισός” θα γράψω κάτι και για τον Υμηττό. Τίποτε άλλο” προσθέτοντας σε άλλο σημείο: “Ελπίζω ότι η μεγάλη μερίδα του κοινού είναι υγιής φύσει και θέσει, ώστε να μη θέλει να πιστεύει ακούγοντας τον “Υμηττό” ότι μπορεί να υπάρχει εκεί ψηλά ένα μυστικό”.
Να σημειωθεί ότι η μεγάλη επιτυχία της βράβευσης του Έλληνα συνθέτη με το βραβείο της αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου συνέπεσε και με την απόρριψη – λίγο νωρίτερα – της προσφυγής του Γάλλου συνθέτη Γκαστέ στα γαλλικά δικαστήρια, με την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυριζόταν ότι η μελωδία των “Παιδιών του Πειραιά” ήταν κλεμμένη και βασιζόταν στον “χορό των Βαλεαρίδων” που είχε συνθέσει ο ίδιος. Η σόου μπιζ είναι ένας ατέρμονος κύκλος, όπου οι συμπεριφορές ανακυκλώνονται και το μόνο που αλλάζει είναι τα πρόσωπα.
Η Τζίνα Βούλγαρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939 και ήταν ηθοποιός του μουσικού θεάτρου.Εμφανίστηκε αρχικά ως τραγουδίστρια στην Αίγλη Ζαππείου, στο Γκρην Παρκ της οδού...