Μια αδημοσίευτη και σπάνια φωτογραφία από τον γάμο του Αλέκου Σακελλάριου με την ηθοποιό Νίκη Λινάρδου δημοσίευσε στον λογαριασμό του στο Instagram ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr, Χρήστος Κωνσταντίνου.
Ο θεατρικός συγγραφέας – σεναριογράφος και σκηνοθέτης της χρυσής εποχής του Ελληνικού κινηματογράφου παντρεύτηκε με την όμορφη νεαρή ηθοποιό στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ο γάμος τους διήρκεσε ακριβώς 10 χρόνια.
Ήταν τρεις μέρες πριν μπει το 1956 όταν μια ελληνική ταινία θα έγραφε ιστορία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και όχι μόνο. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1955 προβάλλεται για πρώτη φορά στους κινηματογράφους “Η κάλπικη λίρα” και ανοίγει τον δρόμο για τις σπονδυλωτές ταινίες στην Ελλάδα, όντας η πρώτη που γυρίστηκε και παίχτηκε ποτέ στη χώρα μας.
Ένα αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου που κατάφερε τελικά να ξεχωρίσει όχι μόνο στην χώρα μας αλλά παγκοσμίως κερδίζοντας μάλιστα και πολλές διακρίσεις. Μια κάλπικη λίρα κατάφερε να κερδίσει κοινό και κριτικούς προκαλώντας εκατοντάδες διθυραμβικά σχόλια. Πράγμα που κάνει ακόμη και σήμερα σε όποιον τη δει. Προκαλεί τα ίδια συναισθήματα ακόμη και μετά από περισσότερο από μισό αιώνα προβολής.
Αυτό που πρέπει αρχικά να γνωρίζεις είτε έχεις δει είτε όχι την “Κάλπικη λίρα” είναι ότι αποτελεί την πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο για εκείνη την εποχή. Τα μέσα ήταν πενιχρά όχι μόνο για να γυριστεί μια ταινία, πόσω μάλλον να συνδεθούν στην ουσία τέσσερα διαφορετικά σκηνικά σε ένα.
Και αλήθεια πόσα άλλα γνωρίζεις για το αριστούργημα αυτό του ελληνικού κινημαστογράφου; Γνώριζες, για παράδειγμα, ότι ο κορυφαίος Γάλλος θεωρητικός του κινηματογράφου, Ζορζ Σαντούλ είχε συμπεριλάβει την ταινία στη λίστα του με τις χίλιες καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Όπως επίσης ότι η εγχώρια ένωση κριτικών κινηματογράφου την επέλεξε το 1985 ως μια από τις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών;
Πράγματι η επιτυχία της ήταν τόσο μεγάλη ότι τράβηξε τα βλέμματα (αλλά και ένα βραβείο) στο φεστιβάλ Βενετίας. Το επόμενο βήμα ήταν το φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Επιπλέον μια τέτοια παραγωγή δε θα μπορούσε να μην συμμετέχει στο επίσημο διαγωνιστικό του κορυφαίου κινηματογραφικού φεστιβάλ του κόσμου, δηλαδή το φεστιβάλ των Καννών.
Ακόμη και στη Ρωσία όχι μόνο ενθουσίασε το κοινό αλλά χαρακτηριστικό είναι ότι προβλήθηκε ταυτόχρονα σε 1000 αίθουσες, προκαλώντας αίσθηση στην τοπική κοινωνία.
Και φυσικά μετά την τόση επιτυχία δε θα μπορούσε να μην κάνει και ρεκόρ εισπράξεων τη χρονιά που προβλήθηκε. Συγκεκριμένα η ταινία, “Η Κάλπικη λίρα” έκοψε 211.780 εισιτήρια, δηλαδή ρεκόρ για την εποχή. Αλλά ακόμη και μετά από σχεδόν 60 χρόνια έκανε τη διαφορά καθώς το 2012 αποτέλεσε την πρώτη ελληνική ταινία η οποία επανακυκλοφόρησε στις αίθουσες των κινηματογράφων.
Τέτοια επανακυκλοφορία δεν είχε ξαναγίνει σε ελληνικό έργο. Η επανακυκλοφορία του 2012 έγινε από τον κινηματογραφικό οργανισμό Καραγιάννης – Καρατζόπουλος (τα δικαιώματά τους ανήκουν σήμερα), ο οποίος ανέλαβε την ψηφιοποίηση της ταινίας. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά εντυπωσιακό μιας και σε αυτή τη νέα μορφή όλος ο κόσμος της “Κάλπικης λίρας” παίρνει χρώμα και ζωντανεύει.
Η ταινία, “Η κάλπικη λίρα” γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Ανζερβός. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1954, ενώ και τα μέσα που διατέθηκαν ήταν πενιχρά. Εν συνεχεία, τη διεύθυνση παραγωγής την ανέλαβε ο Γιώργος Τζαβέλλας, με βοηθό τον Εμμανουήλ Καλογερόπουλο. Η σκηνοθεσία φέρει την υπογραφή του ιδίου, σε δικό του σενάριο, ενώ ο βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Ναπολέων Ελευθερίου.
Ωστόσο, την παραγωγή πλαισίωσαν και μερικοί ακόμα, όπως στη διεύθυνση της φωτογραφίας οι Κώστας Θεοδωρίδης και Γιώργος Τσαούλης με βοηθό τον Γρηγόρη Δανάλη, το μοντάζ ο Κώστας Τσαούλης, τη σκηνογραφία ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, την ηχοληψία ο Τάκης Κόντος, με τεχνικό ήχου τον Γιώργο Νιαγάσα. Και το μακιγιάζ το ανέλαβε ο Νίκος Βαρβερής. Τέλος, η μουσική σύνθεση ανήκει στον Μάνο Χατζιδάκι.
Η ταινία, “Η κάλπικη λίρα” πέρα από τη σκηνοθετική σφραγίδα του Γιώργου Τζαβέλλα, πλαισιώθηκε κι από ένα αξιόλογο καστ. Οι ηθοποιοί ανήκαν στην αφρόκρεμα της εποχής. Οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στην ταινία θεωρούνται, έως και σήμερα, ανάμεσα στους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, που ήταν ένας από τους καλύτερους Έλληνες κωμικούς της εποχής, μετά την ταινία, “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”, όπως η Ίλυα Λιβυκού, που διακρινόταν ως κινηματογραφικό ζευγάρι με τον Λογοθετίδη.
Όπως ο Μίμης Φωτόπουλος με ταινίες όπως, “Ο γρουσούζης”, “Εκατό χιλιάδες λίρες”, “Οι Απάχηδες των Αθηνών”, η Σπεράντζα Βρανά με το “Η ωραία των Αθηνών”, ο Ορέστης Μακρής με μία από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, “Ο μεθύστακας”, ενώ, τέλος, το δίδυμο Δημήτρη Χορν και Έλλης Λαμπέτη που είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.
Η κάλπικη λίρα: Η υπόθεση της ταινίας
Στην πραγματικότητα βλέπουμε ταυτόχρονα την εξέλιξη τεσσάρων ιστοριών οι οποίες έχουν ένα κοινό στοιχείο. Και αυτό δεν είναι άλλο από μια κάλπικη λίρα. Η συγκεκριμένη λίρα μεταφέρεται με έναν ιδιαίτερο και έξυπνο τρόπο από τη μία ιστορία στην άλλη.
Η κάλπικη λίρα: 1η Ιστορία
Η πρώτη ιστορία αφορά τον Ανάργυρο, ένα τίμιο βιοπαλαιστή και άριστο τεχνίτη, ο οποίος αφιέρωσε όλη του σχεδόν τη ζωή, δουλεύοντας ως χαράκτης, για να μαζέψει 100 λίρες. Απέναντι από το μαγαζί του, υπάρχει το γραφείο του Μιλτιάδη, του χρηματιστή, όπου ο Ανάργυρος εξαργύρωνε τις λίρες του.
Όταν μαζεύει την εκατοστή, ο Ντίνος, ο υπάλληλος, που άκουσε πως ο Ανάργυρος έχει 100 λίρες στην κατοχή του, τον προσεγγίζει για να του προτείνει μία ατιμία: εφόσον τυγχάνει άριστος τεχνίτης, του προτείνει να φτιάξει κάλπικες λίρες κι εκείνος να τις διοχετεύσει στην αγορά. Ο Ανάργυρος αρχικά αρνείται.
Αργότερα, ο Ντίνος, καθότι εργένης ο Ανάργυρος, του θίγει το θέμα του έρωτα, κι ότι με τα λεφτά έρχονται και οι γυναίκες. Έτσι, του γνωρίζει τη Φίφη, μία χωρισμένη γυναίκα, που είχε παντρευτεί έναν πλούσιο άντρα. Παρ’ όλα αυτά, η Φίφη είναι, παράλληλα, ερωμένη του Ντίνου, και στήνουν παγίδα στον Ανάργυρο. Εκείνη, όμως, προδίδει και τον Ντίνο και πουλάει έρωτα στον Ανάργυρο, για να τον πείσει να φτιάξει κάλπικες λίρες, καθότι σε λίγο θα χάσει τα όποια πλούτη είχε αποκομίσει από τον πλούσιο γάμο της. Ο αφελής Ανάργυρος δέχεται.
Έτσι, στήνουν στο υπόγειο του σπιτιού της ένα μικρό εργαστήρι για την κατασκευή των λιρών. Ο Ανάργυρος σπαταλά και τις 100 λίρες που είχε, για να εξοπλίσει το εργαστήρι του. Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή φτιάχνει τη κάλπικη λίρα, πριν προχωρήσουν, θέλουν να τη δοκιμάσουν στην αγορά.
Η δοκιμή αποτυχαίνει, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται από τον ήχο της ότι είναι κάλπικη. Κατόπιν, ο Ντίνος συλλαμβάνεται από την αστυνομία για κλοπές στο γραφείο όπου δουλεύει, πράγμα που δεν γνώριζε ο Ανάργυρος, που όταν βλέπει τη σύλληψη του κόβονται τα πόδια, καταστρέφει όλο τον εξοπλισμός του εργαστηρίου και εγκαταλείπει τη Φιφή.
Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζει έναν Ελληνοαμερικάνο, ο οποίος τον θέλει για να φιλοτεχνήσει το τέμπλο της εκκλησίας του χωριού του. Αυτό είναι ένα όνειρο ζωής για τον Ανάργυρο. Η κάλπικη λίρα του μένει και καθώς δεν θέλει να την καταστρέψει, τη δίνει σε έναν τυφλό ζητιάνο, ο οποίος μόνο τυφλός δεν είναι και καταλαβαίνει πως πρόκειται περί κάλπικης.
Η κάλπικη λίρα: 2η Ιστορία
Η δεύτερη ιστορία ξεκινά με τον “τυφλό” ζητιάνο να προσπαθεί να απαλλαγεί από την κάλπικη λίρα. Εις μάτην όμως. Χάνει μία ολόκληρη μέρα χωρίς να καταφέρει τίποτα. Έτσι, όταν βραδιάζει, γυρνά στη γνωστή του γωνία, η οποία, προς έκπληξη του, είναι πιασμένη από τη Μαρία, μία ιερόδουλη. Η Μαρία καταλαβαίνει πως δεν είναι τυφλός επειδή, όταν σκύβει να δει το καλσόν της, ο “τυφλός” καρφώνει τα μάτια του εκεί πέρα. Κατόπιν ξεκινά ένας μεγάλος καβγάς μεταξύ τους.
Η διαμάχη συνεχίζεται και τις επόμενες μέρες για το ποιος θα αποχωρίσει από εκείνη τη θέση: ο ένας χαλάει τη δουλειά του άλλου. Παρ’ όλα αυτά, όταν έρχεται ο αστυφύλακας, κανείς δεν καταδίδει τον άλλον. Παράλληλα, ο τυφλός χάνει και την ημέρα του, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τη λίρα. Σαν τελευταία λύση, εφόσον είχε απογοητευτεί, σκέφτεται να τη δώσει στη Μαρία.
Όταν η Μαρία βλέπει τη λίρα ενθουσιάζεται και προτίθεται να κάνει έρωτα μαζί του. Το επόμενο πρωί, όμως, η Μαρία, παρά την αλλαγμένη προς αυτή διάθεση του ζητιάνου, ζητά τη λίρα, η οποία όμως είχε ξεγλιστρίσει από τη σκισμένη τσέπη του “τυφλού”. Κατόπιν, της αποκαλύπτει πως, έτσι κι αλλιώς, ήταν κάλπικη και ξεκινά κι άλλος μεγάλος καβγάς, ο οποίος διακόπτεται από τον αστυφύλακα. Στη γωνία, τέλος, δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
Η κάλπικη λίρα: 3η Ιστορια
Η τρίτη ιστορία ξεκινά με μία άπορη οικογένεια, η οποία ζει φτωχικά αλλά ευτυχισμένα από τη δουλειά του Αναστάση, του πατέρα, που είναι μπογιατζής. Η Φανίτσα είναι η κορούλα του μπογιατζή. Ο Αναστάσης, όποτε δεν έχει δουλειά, προσφέρεται στους καταστηματάρχες, όπου χρωστάει, να τους μπογιατίσει το μαγαζί για να πατσίσουν. Ο μόνος που δεν θέλει άσπρισμα για να πατσίσουν είναι ο σπιτονοικοκύρης του, ο Μαυρίδης, ο οποίος τον απειλεί ότι, αν δεν πάρει τα χρωστούμενα νοίκια του, θα τους φέρει κλητήρα και θα τους κάνει έξωση.
Όταν η Φανίτσα δεν τρώει το φαγητό της, ο πατέρας της τη φοβίζει ότι θα έρθει ο Μαυρίδης, που “ως γνωστό τρώει παιδιά” (όπως της λέει) και θα φάει και εκείνη. Έτσι, η Φανή μέχρι και εφιάλτες βλέπει με τον Μαυρίδη και στο παιδικό της μυαλό φαίνεται πιο φοβερός και από δράκο παραμυθιού.
Η Φανίτσα, πλέον, όποτε τον βλέπει αρχίζει να στριγγλίζει, χωρίς εκείνος να ξέρει το γιατί. Μία μέρα η οικογένεια Μαυρίδη έχει τραπέζι στον Κώστα, τον ανιψιό του Μαυρίδη. Ο Μαυρίδης τότε αρχίζει να φωνάζει στη γυναίκα του για το πόσο ακριβό είναι το κρέας, ενώ εκείνη αρχίζει να του κάνει παράπονα για αυτό το ελάττωμα, τη φιλαργυρία του, και, δείχνοντας του την οικογένεια του Αναστάση, που παίζει με τη Φανή, του είπε ότι αυτοί είναι πιο “πλούσιοι” από αυτούς, γιατί είναι ευτυχισμένοι.
Με τον Κώστα (τον ανιψιό του) συζητούν για τις εξώσεις που προτίθεται να κάνει, όμως η γυναίκα του, τον παρακαλεί να μην κάνει έξωση στον Αναστάση για το κοριτσάκι τους, έτσι πάει ξανά να τους ζητήσει το νοίκι. Εκεί συναντά μόνο τη Φανίτσα, η οποία από τον τρόμο της μπαίνει κάτω από το κρεβάτι για να σωθεί.
Ο Μαυρίδης τη ρωτά γιατί αντιδράει έτσι, και εκείνη του λέει ό,τι ακούει από τους μεγάλους: “ότι τρώει ανθρώπους”, “ότι τους ρουφάει το αίμα”, “ότι θα πεθάνει και θα τα πάρει μαζί του”, και άλλα τέτοια. Ο Μαυρίδης γίνεται έξαλλος από αυτά που ακούει και, τελικά, τους πηγαίνει δικαστικώς με απόφαση, αν έως το τέλος του μήνα δεν πληρώσουν, να τους κάνει την έξωση.
Η μοίρα όμως παίζει περίεργο παιχνίδι στον Αναστάση (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αφηγητής), και πεθαίνει πριν προλάβει να ξεχρεώσει. Έτσι, η μητέρα ξεκινά να πλένει ρούχα, κι αφού αρρωσταίνει κι αυτή, η Φανίτσα κλέβει λουλούδια από τους τάφους του νεκροταφείου για να τα πουλάει. Ωστόσο, φτάνουν τα Χριστούγεννα και η Φανίτσα σκέφτεται τον πατέρα της, που της είχε πάρει μία κούκλα δώρο.
Η τύχη, παρ’ όλα αυτά, την φέρνει στη λίρα που είχε χάσει ο ζητιάνος και, δείχνοντας την στη μητέρα της, της λέει εκείνη να πάει να της τη χαλάσουν, όμως κανείς δεν θέλει γιατί είναι κάλπικη. Επιστρέφοντας στο σπίτι βουρκωμένη, τη βλέπει ο Μαυρίδης, και αναρωτιέται γιατί κλαίει.
Τότε εκείνη του λέει όλη την ιστορία κι ακόμη ότι η λίρα είναι κάλπικη και εκείνος της χαλάει τη λίρα, έτσι κι αλλιώς, και της δίνει και τα ψώνια που κρατάει για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με μοναδικό αντάλλαγμα ένα φιλί. Τέλος, τον βλέπει η γυναίκα του ακόμα έξω από το σπίτι και του ζητά φλουρί για τη βασιλόπιτα, εκείνος της δίνει εκείνη την κάλπικη λίρα, την οποία κερδίζει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Αλίκη και ο Παύλος.
Η κάλπικη λίρα: 4η Ιστορία
Η τέταρτη και τελευταία ιστορία ξεκινά στη φτωχική σοφίτα του Παύλου, ενός ζωγράφου, που κάνει μποέμικη ζωή. Μαζί του μένει και η γυναίκα του, η Αλίκη, κόρη πλούσιας οικογένειας. Οι οικονομίες τους δεν φτάνουν ούτε για τα βασικά, αλλά υπάρχει μεγάλη αγάπη. Μία φορά, λοιπόν, καθώς η Αλίκη αγκαλιάζει τον Παύλο του λέει: σ’ αγαπώ.
Εκείνος εμπνέεται από το γυναικείο πρόσωπο, που τόσο αγνά και αληθινά λέει σ’ αγαπώ, και αποφασίζει να απαθανατίσει αυτό το βλέμμα, ζωγραφίζοντας το. Εκείνη τη λίρα που έχουν κερδίσει από τον θείο του Παύλου, τον Μαυρίδη, τη βάζουν σε έναν κουμπαρά, παίρνοντας όρκο να μη τη χαλάσουν ποτέ, ως δείγμα που αντικατοπτρίζει την αγάπη τους.
Για μέρες η Αλίκη κάθεται εκεί και του λέει σ’ αγαπώ, αλλά αυτός ο πίνακας ποτέ δεν τελειώνει, γιατί κι ο Παύλος την αγαπά, κι όλο αρχίζουν τις αγκαλιές. Παράλληλα, τα πράγματα όλο και δυσκολεύουν, οι μαγαζάτορες του κόβουν και την πίστωση, ενώ τους έχουν κόψει και το ρεύμα και το αέριο. Τη λίρα όμως, δεν τη χαλάνε.
Ο Παύλος σαν μποέμ καλλιτέχνης που είναι δεν θέλει να δουλέψει και, μετά από συζήτηση, ο Παύλος λέει στην Αλίκη ότι οι καλλιτέχνες καλύτερα να μην παντρεύονται. Εν συνεχεία, όμως, ο Παύλος πηγαίνει τελικά και βάφει μία ταβερνίτσα στην Πλάκα. Γυρίζοντας όμως η Αλίκη έχει φύγει, αφήνοντας ένα γράμμα, στο οποίο του γράφει πως δεν θέλει να σταθεί εμπόδιο στην τέχνη του, ενώ, τέλος, ημιτελής έμεινε και ο πίνακας “σ’ αγαπώ”.
Ο καιρός περνά και η Αλίκη, που έχει γυρίσει στον πατέρα της, του κάνει τη χάρη να παντρευτεί έναν οικογενειακό, πλούσιο, φίλο. Ωστόσο, δεν σταματά ποτέ να αγαπά τον Παύλο. Μετά το ταξίδι του μέλιτος, η Αλίκη πηγαίνει με τον Δημήτρη, τον άντρα της, σε εκείνη την ταβέρνα, όπου ο Παύλος είχε ζωγραφίσει αρχικά ένα κίτρινο φεγγάρι και αργότερα την είχε βάψει. Εκεί, ρωτά τον ταβερνιάρη για τον Παύλο κι εκείνος της λέει ότι ακόμα είναι ο ίδιος κι ότι ακόμα πεινάει, ενώ, τέλος, της λέει ότι ετοιμάζει έκθεση με τους πίνακες του.
Στην έκθεση αυτή, υπάρχει και ο πίνακας “σ’ αγαπώ”. Αυτό δεν αρέσει στον Δημήτρη: να “εκθέτουν” τη γυναίκα του. Έτσι πηγαίνει να τον αγοράσει, αλλά ο πίνακας δεν πουλιέται. Όταν ο Παύλος τους βλέπει, λέει: Δεν πουλιέται, κύριε. Μπορεί κάποτε να πουλήθηκε το μοντέλο αλλά ο πίνακας, όχι. Αργότερα, η Αλίκη αποκτά και παιδί.
Ο Παύλος, όμως, αν και γίνεται ένας διάσημος ζωγράφος, συνέχισε να ζει μποέμικα. Έτσι, σκέφτεται να σπάσει τον κουμπαρά για να χαλάσει τη λίρα. Προς έκπληξη του, όμως, του λένε πως τελικά είναι κάλπικη. Εφτά χρόνια περνούν και ο Παύλος συναντά ξανά την Αλίκη. Της λέει ότι η λίρα ήταν, τελικά, κάλπικη, αλλά εκείνη λέει πως ο έρωτας τους δεν ήταν κι αυτός κάλπικος. Οι δύο νέοι, αν και ο ένας αγαπά τον άλλον ακόμα, τραβούν ξανά για τις ζωές τους, με τον Παύλο να πετάει κάτω στον δρόμο τη λίρα.
Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς υπάρχει αφηγητής, που συνδέει τις 4 αυτές ιστορίες. Ο ίδιος κλείνει την ταινία με τη φράση: “Κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία… κάλπικο είναι, γενικά το χρήμα…”. Αυτή η φράση περικλύει ουσιαστικά και το κεντρικό νόημα του αριστουργηματικού αυτού φιλμ.
Τη σύνδεση των 4 ιστοριών μεταξύ τους κάνει ο Δημήτρης Μυράτ, ο οποίος στην ταινία έχει το ρόλο του αφηγητή. “Ο παράς είναι πάντα κάλπικος” αναφέρει ο ίδιος στο τέλος κάθε αυτοτελούς επεισοδίου, μήνυμα που αποτελεί το κεντρικό νόημα γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ζωές των πρωταγωνιστών: ότι δηλαδή η άνευ όρων αναζήτηση του χρήματος μπορεί να μετατρέψει τη ζωή των ανθρώπων από γνήσια, ως προς τα αισθήματα και τις σχέσεις, σε κάλπικη.
Το σχετικό ρεπορτάζ του περιοδικού της εποχής «Κινηματογραφικός Αστήρ», τα λέει όλα:
«Η πρώτη προβολή της εν Αθήναις έκλεισε με 210 χιλ. περίπου εισιτήρια. Εν συνεχεία προεβλήθη στο “Ίρις” και απέδωσεν επί τέσσαρας συνεχείς εβδομάδας 34.000 εισιτήρια με τιμήν 10 δρχ. αντί της συνήθους των 5 δρχ. Εις το “Παλλάς” του Πειραιώς εσημείωσεν 48.836 εισιτήρια. Επίσης με ηυξημένον εισιτήριον προεβλήθη εις τους κιν/φους “Ατθίς” Αθηνών, “Βαλκάνια” Πειραιώς, “Ορφεύς” Κοκκινιάς, πραγματοποιήσασα διπλάσια των συνήθων εισιτήρια.
Καταπληκτική ήτο επίσης η επιτυχία εις Θεσσαλονίκην όπου προεβλήθη δια 4ην εβδομάδα εις τα “Ηλύσια” με υπερτιμημένον εισιτήριον. Εις Καβάλαν, Σέρρας, Ηράκλειον, Λάρισαν, Βόλον και Πάτρας εδημιούργησε ρεκόρ ελληνικών και ξένων ταινιών με ηυξημένον εισιτήριον κατά 25%.Λαμβανομένης υπ’ όψιν αυτής της αυξήσεως της τιμής των εισιτηρίων και του γεγονότος ότι η διάρκεια της προβολής είναι άνω των δύο ωρών, η απόδοσις της κινήσεως πρέπει να θεωρηθή ηυξημένη τουλάχιστον κατά 50% πλέον των πραγματοποιουμένων συνήθως εισιτηρίων».
Μας φώναζαν οι μανάδες και οι γιαγιάδες, όταν βλέπανε εμάς, τα χαιρέκακα παιδιά του παλιού καιρού (που χαρά είχαμε μα κακία όχι) να καραδοκούμε με κανένα ματσούκι ή καμιά παντόφλα στο χέρι, για να πετύχουμε το σαμιαμίδι (το «γουστεράκι» όπως αλλιώς το λέγαμε) που περπατούσε στον τοίχο ή στο πάτωμα ή στο ταβάνι του παλιού μας σπιτιού.
-Αυτό είναι η τύχη του σπιτιού! Φυλάει το σπίτι!
Γιατί, ναι! Αυτό είχε αποθησαυρίσει η σοφία «των παλαιών των ημερών»: Πως το σαμιαμίδι φέρνει τύχη στο σπιτικό και στους ανθρώπους του!
Κι εμείς σταματούσαμε και μέναμε μόνο να κοιτάμε πόσο γρήγορα έτρεχε να κρυφτεί σε καμιά χαραμάδα, σε κάποια τρυπούλα, πίσω από το μπαούλο ή κάτω από το ντιβάνι, αυτή η μικρή σπιτίσια σαυρίτσα με το ξεθωριασμένο χρώμα, το φολιδωτό δέρμα, το μεγάλο κεφάλι, τα μεγάλα συμπαθητικά μάτια, τη μικρή ουρά και τα νυχάκια στα ντελικάτα δαχτυλάκια της, που, ξαφνικά, εμφανιζότανε στα σπίτια μας (από το «πουθενά», κάπου εκεί στις αρχές του καλοκαιριού.
Πολλές φορές το κάναμε χάζι αραγμένοι ανάσκελα στα κρεβάτια μας, βλέποντάς το να σουλατσάρει στα ψηλά ψάχνοντας κανένα έντομο για να φάει. Μερικά παιδιά, μάλιστα, στις παρέες, μας λέγανε πως ο παππούς και η γιαγιά τους, έχουνε δώσει ονόματα στα σαμιαμίδια του σπιτιού τους και πως όταν τα βλέπουνε τους μιλάνε και όσο στενοχωρημένοι κι αν είναι αναγαλλιάζει το πρόσωπό τους και γίνονται χαρούμενοι και γελαστοί.
Από πού ερχόταν, πού και πώς εξαφανιζόταν το σαμιαμίδι του σπιτιού δεν ήξερε κανείς. Ο δάσκαλος, στη Φυσική Ιστορία που κάναμε στο σχολείο, μας είχε πει πως είναι ωφέλιμο, γιατί τρώει τα βλαβερά έντομα, μύγες, κουνούπια, αράχνες, κλπ. Και πως γεννάει κάτι πολύ μικρά αυγά, συνήθως σε παλιές θυρίδες ή σε σχισμές πετρόχτιστων σπιτιών, και το χειμώνα πέφτει σε χειμερία νάρκη. Κι ακόμα πως αν του κόψεις την ουρά του αυτή ξαναγίνεται. Τούτο δω μας συνάρπαζε κυριολεκτικά!
Σαν, δηλαδή, να κοβόταν το χέρι ή το πόδι μας και μετά να ξαναγεννιόταν!!! Αυτή η συγκλονιστική πληροφορία από το δάσκαλο μας έκανε να κυνηγάμε μανιωδώς τα καημένα τα σαμιαμίδια όπου τα βρίσκαμε και να προσπαθούμε να τους κόψουμε τις ουρές για να δούμε αν θα ξαναγίνουν. Εκείνο που βλέπαμε όμως, όποτε καταφέρναμε το μακάβριο πείραμα, ήταν ένα πονεμένο σαμιαμίδι που άτσαλα έτρεχε να κρυφτεί και μια κομμένη ουρίτσα που κουνιότανε πέρα δώθε σαν να ήταν ζωντανή!
Κι αυτό ήταν κάτι που μας έκανε να χάσκουμε μπροστά σ’ αυτό το θαύμα της φύσης και να δίνουμε πίστη στις γιαγιάδες ότι πραγματικά τούτο δω το γουστεράκι ήτανε πραγματικό «στοιχειό»! Σήμερα, σπάνια μέσα σε σημερινό σπίτι, μπορεί –εντελώς τυχαία – να εμφανιστεί ένα τέτοιο μικρό και αθώο ζωάκι. Κι όταν εμφανιστεί οι άνθρωποι αντιδρούν με τρόμο λες και βλέπουνε τον Γκοτζίλα και πασχίζουν να το ξεφορτωθούν!
Ίσως γι’ αυτό τα σημερινά σπίτια δεν είναι χαρούμενα κι ευτυχισμένα, αφού έχουν απαρνηθεί το καλό στοιχειό του σπιτιού, το μικρό σαμιαμίδι!
Πρόκειται για έναν ηθοποιό ο οποίος κατέκτησε το ελληνικό κοινό και έκανε μεγάλη επιτυχία σε οποιαδήποτε σειρά και αν συμμετείχε. Ο Θέμης Μάνεσης πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου του 2017. Όταν άφησε την τελευταία του πνοή, ήταν 72 ετών. Ο ηθοποιός έχει μείνει αξέχαστος για το ρόλο του Μένιου Τσαπάρα. Ήταν ο σύζυγος της Φλώρας στην αγαπημένη σειρά, “Δύο ξένοι”.
Όμως, όταν προβλήθηκε η σειρά, ο Θέμης Μάνεσης ήταν ήδη γνωστός από τις δουλειές του στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το 1969 αποφοίτησε από τη σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη. Τότε, βρισκόταν στην ηλικία των 25 χρόνων. Επίσης, την παρθενική του εμφάνιση στο θέατρο την έκανε με τους Ρίζο, Βουτσά, Κοντού και Βογιατζή.
Το 1972 έκανε ντεμπούτο και στον κινηματογράφο, με την ταινία, “Οι Αμαρτωλοί“. Επίσης, έπαιξε στις ταινίες, “Παραγγελιά”, “Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι”, “Οι απέναντι” και “Φυλακές Ανηλίκων“. Ήταν ένας μάγκας με μουστάκι επί σκηνής. Έπαιξε επίσης στις σειρές, “Η γειτονιά μας” και “Οι αυθαίρετοι”.
Θέμης Μάνεσης: Η αξέχαστη συμμετοχή του στους “Δυο ξένους”
Εκείνος, ο ρόλος που απογείωσε την καριέρα του, ήταν εκείνος του Μένιου Τσαπάρα. Στη σειρά των “Δύο ξένων“, ο Θέμης Μάνεσης έπαιξε τον αρραβωνιαστικό της Φλώρας. Έναν τύπο, ο οποίος είχε εξαφανιστεί πριν από δεκαοκτώ χρόνια στην Αφρική. Επίσης, είχε μπλεξίματα με κυκλώματα. Οι ατάκες του άφησαν εποχή στα χρονικά της ελληνικής τηλεόρασης. Μάλιστα, μοίρασε πολύ γέλιο στο κοινό της σειράς.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του προτίμησε να αφοσιωθεί κυρίως στην οικογένειά του, πραγματοποιώντας ελάχιστες εμφανίσεις σε θέατρο και τηλεόραση.
Το 2011 βυθίστηκε στη θλίψη. Αυτό έγινε λόγω της απώλειας του μεγαλύτερου αδερφού του. Ο Θέμης Μάνεσης είχε πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον αδερφό του και είχε κλονιστεί η υγεία του από την απώλεια του. Πάντως, η τελευταία τηλεοπτική εμφάνιση του ήταν στη σειρά, “Μην αρχίζεις τη μουρμούρα”.
Ο ηθοποιός είχε καρδιολογικά προβλήματα και πριν πεθάνει νοσηλευόταν σε κλινική της πρωτεύουσας. Η είδηση του θανάτου του βύθισε στη θλίψη των καλλιτεχνικό κόσμο, καθώς και όσους τον αγαπούσαν.
Αν σήμερα μιλάμε για διαμάντια του ελληνικού κινηματογράφου, τότε ένα από αυτά είναι και η ταινία της Φίνος Φίλμ, “Μια ζωή την έχουμε” η οποία βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1958 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα.
Σε αυτή την ταινία όλοι οι ηθοποιοί ήταν σπουδαίοι: Δημήτρης Χόρν, Υβόν Σανσόν, Χρήστος Τσαγανέας, Βασίλης Αυλωνίτης και πολλοί άλλοι. Και είχε όλα εκείνα τα στοιχεία για να σαρώσει σε εισιτήρια, κάτι όμως που δεν έγινε. Ας δούμε τώρα μερικά από τα όχι και τόσο γνωστά στοιχεία της σπουαδαίας αυτής ταινίας:
Καταρχήν ο τίτλος της ταινίας πάρθηκε από τους στίχους του γνωστού τραγουδιού, “Ο μήνας έχει εννιά” του Μιχάλη Σουγιούλ.
Η συγκεκριμένη ταινία ήταν μια από τις ακριβότερες παραγωγές της Φίνος Φίλμ. Για χάρη της Ιταλίδας “σταρ” Υβόν Σανσόν, έφτιαξε μέχρι και τουαλέτες στα στούντιο ο Φιλοποίμην Φίνος (μέχρι τότε δεν υπήρχαν) προκειμένου να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα της ντίβας.
Αν και ο Μάρκος Ζέρβας, (δεξί χέρι του Φίνου) είχε πολλές ενστάσεις για αυτή την ταινία λόγω τεράστιου buget τελικά ο Φιλοποίμην την έκανε.
Η ταινία αφορά τη ζωή ενός φτωχού και δειλού υπαλλήλου τραπέζης (Δημήτρη Χόρν), που όταν βλέπει την κοκότα, ερωμένη Υβόν Σανσόν του αφεντικού του Τσαγανέα, την ερωτεύεται, αλλά χωρίς ανταπόκριση. Αργότερα, όμως, όταν θα βρεθεί, κατά λάθος πλούσιος, γίνεται τολμηρός και τη φλερτάρει, τότε εκείνη ανταποκρίνεται, κι για χάρη της σπαταλάει 1.101.101,10 δραχμές μέσα σε λίγες μέρες.
Αρχικά ο Τζαβέλλας δημιούργησε το σενάριο, έχοντας στο μυαλό του για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον μεγάλο Βασίλη Λογοθετίδη. Ωστόσο εκείνος λόγω υγείας δεν κατάφερε να παίξει αυτόν τον σπουδαίο ρόλο και έτσι τον έδωσε στον Χόρν.
Διαβάστε με πόσο γλαφυρό τρόπο εξιστορεί τα γεγονότα για την ταινία ο Μάρκος Ζέρβας που ήταν το Α και το Ω της Φίνος Φίλμ:
Πριν τελειώσει η ταινία, “Το τελευταίο ψέμα” ο Φίνος φεύγει στην Ιταλία για να συνεννοηθεί και να την φέρει στην Ελλάδα για το έργο του Γιώργου Τζαβέλλα, “Μια ζωή την έχουμε” την Υβόν Σανσόν την οποία στο έργο θα ερωτεύοταν ο Λογοθετίδης για τον οποίο ήταν γραμμένο το σενάριο.
Ο Φίνος φέρνει την Υβόν Σανσόν που στην Ιταλία μπορεί να ήταν κάποια στάρ εκείνη την εποχή, όμως στην Ελλάδα δεν την ήξερε κανείς. Την εγκατέστησε στο Ολύμπικ Οτέλ, έγινε δεξίωση με πολλές φανφάρες, δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ και το χάι σοσάιτι της εποχής εκείνης και διαδόθηκε ότι καταγόταν από Κερκυραϊκή οικογένεια.
Το ότι η Φίνος Φίλμ θα έκανε μια ταινία με ξένη στάρ, έμοιαζε να σώζει τα περιορισμένα ελληνικά όρια προβολών και εκμετάλλευσης. Ήταν ένα ρίσκο του Φίνου για ταινίες διεθνούς επιπέδου. Ετοιμάζεται να αρχίσει τα γυρίσματα, όταν ξαφνικά αρρωσταίνει ο Λογοθετίδης. Η Σανσόν έχει συμβόλαιο περιορισμένου χρόνου που δεν επιτρέπει καμιά καθυστέρηση. Έτσι ο ρόλος δόθηκε στον Δημήτρη Χόρν.
-Όταν το άκουσα ότι θα δουλέψουμε με τον Τάκη, καταχάρηκα. Αυτόν τον άνθρωπο και μόνο μια φορά να μιλήσεις μαζί του, τον λατρεύεις και εγώ είχα ήδη κάνει δύο δουλειές μαζί του.
Σκηνή από τα γυρίσματα της ταινίας, “Μια ζωή την έχουμε”.
Τα γυρίσματα έχουν αρχίσει με την Σανσόν που είναι μια Ευρωπαία ηθοποιός και με έναν απολαυστικό ευαίσθητο Βασίλη Αυλωνίτη.
Έχω κάνει κάποια σκηνικά που ν΄ανταποκρίνονται στο έργο αλλά και στο ταπεραμέντο του Χόρν και το έργο προχωράει με τέτοιο κέφι που μεταδίδει ο Τάκης ώστε κανένας να μην θέλει να τελειώσει η ταινία αυτή.
Στα διαλείματα των γυρισμάτων ο Κελεσίδης ακομπανιάρει στο πιάνο στίχους που απαγγέλει ο Χόρν, σατυρίζοντας τους πάντες και τα πάντα. Δεν θυμάμαι των άλλων, θυμάμαι όμως αυτό που είχε σκαρώσει για μένα, ένα δείγμα και για τα στιχάκια των άλλων ΄που δεν θυμάμαι:
“Ο Μάρκος είναι καλό παιδί, δουλειά σπουδαία κάνει. Μας λέει αν κάθε ηθοποιός, μιλάει καλά ή…κλάνει”.
Του Νίκου Νικόλιζα. Αναδημοσίευση άρθρου από το respectnews.gr
Ένα πολύ αγαπημένο και αξιόλογο τραγούδι είχε γράψει η Βέτα Μπετίνη. Πρόκειται για το κομμάτι, “Μη γυρίσεις” που ερμήνευσαν οι αδερφοί Κατσιμίχα.
Η ίδια ηθοποιός είχε μιλήσει στην εκπομπή “Τα Καρντάσιανς” του Γρηγόρη Αρναούτογλου και είχε πει τα εξής: “Το όνομα μου το έγραφε στο δίσκο, αλλά εκεί που θα το έβλεπε πολύς κόσμος στο βιντεοκλίπ δεν το έγραφε”.
“Ο Μπουρμάς είχε γράψει το τραγούδι και το είχε τραγουδήσει η Κλεοπάτρα (demo). Ήταν φίλη με τον Χάρη και το ακούει και τρελαίνεται. Κι έκανε και το άλλο: άλλαξε δύο λέξεις μέσα στο τραγούδι. Αυτό ήταν που με τσάντισε πιο πολύ. Αλλιώς χέστ… εγώ αν θα μπει το όνομα μου στο βιντεοκλίπ. Και πήρε το μισό στίχο στα δικαιώματα.”
“Εκείνη την ημέρα μέχρι να πάω σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη είχε έρθει ο Χάρης και με βρήκε και τα έριχνε σε άλλους, ότι δεν έφταιγε αυτός, ότι έφταιγε ο παραγωγός. Εγώ πήγα στο “Γυάλινο” που είχαν εμφανίσεις και καθόμουν πρώτο τραπέζι και δε βγαίνουν να πούνε. Πες και η γυναίκα που έγραψε το στίχο είναι εδώ. Και λέει το αφιερώνω στη Βέτα Μπετίνη. Μου έχουν πει άνθρωποι που ήταν κολλητοί του πως είχε πάθει τέτοια τρέλα με αυτό το τραγούδι που δεν ήθελε να πιστέψει ότι είναι αλλουνού”.
Η Βέτα Μπετίνη, που έφυγε από τη ζωή στις 18 Οκτωβρίου του 2017, χτυπημένη από τον καρκίνο, κατά τη διάρκεια της καριέρας της, τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως στιχουργός έκανε πολλούς να γελάσουν αλλά και να συγκινηθούν, με το υποκριτικό της ταμπεραμέντο αφενός, με την πένα της αφετέρου.
Περσόνα που αγαπήσαμε μέσα από θρυλικές βιντεοταινίες όπως, “Βασικά καλησπέρα σας“, “Ντετέκτιβ για κλάματα”, “Καμικάζι αγάπη μου“, αλλά και από τηλεοπτικές σειρές όπως , “Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή”, “Οι μεν και οι δεν” και φυσικά τους “Στάβλους της Εριέττας Ζαΐμη”.
Να θυμίσουμε πως το “Μη γυρίσεις” συμπεριλαμβάνεται στον δίσκο των Κατσιμιχαίων με τίτλο, “Απρίλη ψεύτη” που κυκλοφόρησε το 1989.
Βέτα Μπετίνη: Μη γυρίσεις – Αδερφοί Κατσιμίχα
“Για θυμήσου καλά μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε Βάλε εσύ μια φωνή και αν δεν είμαι εκεί Χάρη να μη με λένε
Δεν είναι η ανάγκη Δεν είναι η μοναξιά που εκεί θα με φέρει Έχω αντέξει πολλά Δε με ξέρεις καλά, κανείς δε με ξέρει
Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις
Μπαίνω μες στη σκιά, με τυφλώνει το φως, μ’ αρρωσταίνουν οι λέξεις Έχω βαρεθεί Δε θέλω να εξηγώ Πρέπει εσύ να διαλέξεις
Όμως στο λέω ξανά μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε Βάλε εσύ μια φωνή και αν δεν είμαι εκεί Χάρη να μη με λένε
Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις”
Λίγοι γνωρίζουν πως η Αλίκη είχε δύο άδελφια και ακόμα πιο λίγοι γνωρίζουν για τον Αντώνη Βουγιουκλάκη. Ο Αντώνης Βουγιουκλάκης, το μεσαίο παιδί της οικογένειας, έμεινε στην αφάνεια και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1934 στο Μαρούσι Αττικής από τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη, δικηγόρο και πρώην Νομάρχη Αρκαδίας (8/1941 – 6/1943) και την Αιμιλία Κουμουνδούρου.
Οι γονείς της παντρεύτηκαν στις 22 Οκτωβρίου 1933 και εννέα μήνες αργότερα γεννιέται η ίδια. Κατάγεται από το χωριό Λάγια της Μάνης. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο πατέρας της ήταν νομάρχης, διορισμένος από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, και δολοφονήθηκε το 1943 από μέλη του ΕΛΑΣ.
Ο θάνατος του πατέρα της της στοίχισε πολύ, δεν είχε πλέον την πατρική στοργή και η μητέρα της ανέλαβε μόνη της υπό αντίξοες συνθήκες να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά: την Αλίκη (1934-1996), τον Αντώνη (1936) και τον Τάκη (1939-2021).
Αν και ο αδελφός της Τάκης ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία, ο μικρότερος μεγαλύτερος αδελφός της, Αντώνης, διάλεξε μια τελείως διαφορετική σταδιοδρομία. Ο ίδιος τελειώνοντας το σχολείο, σπούδασε Αρχιτεκτονική και ασχολήθηκε με αυτό. Πλέον είναι ο μόνος που ζει από τα τρία αδέλφια.
Αντώνης Βουγιουκλάκης: Μιλάει για τις τραγικές απώλειες της Αλίκης και του Τάκη
«Δεν θέλω και δεν μπορώ να θυμάμαι τις άσχημες στιγμές του τέλους των δύο πολυαγαπημένων μου αδερφών. Όταν έχεις χάσει τα δύο πιο αγαπημένα σου πρόσωπα, όπως ήταν ο Τάκης και η Αλίκη, η ζωή είναι δύσκολη με τις αναμνήσεις». Με αυτή τη φράση ο τελευταίος από τα αδέρφια της οικογένειας Βουγιουκλάκη, Αντώνης, με πολύ μεγάλη δυσκολία προσπάθησε να μιλήσει στην «Espresso» για την απώλεια των δύο προσώπων που έχουν σημαδέψει όλη του τη ζωή.
Η Αλίκη, ο αδελφός της Αντώνης Βουγιουκλάκης και ο γιος της Γιάννης.
Ο αποχωρισμός τους, δύσκολος και η κάθε ανάμνηση για τον ίδιο είναι μια γροθιά στο μαχαίρι. «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα να μπορώ να μιλήσω εκτενώς για τα δύο μου αδέρφια, έτσι όπως θα ήθελα. Πονάω ακόμα από τον χαμό του Τάκη και κάθε ανάμνηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι επανάληψη του δύσκολου αποχωρισμού μας» λέει ο Αντώνης Βουγιουκλάκης στην «Espresso», προσπαθώντας να μας δώσει να καταλάβουμε πως ο ίδιος πλέον έχει στις πλάτες του ένα βαρύ χρέος: να μιλάει για την Αλίκη που όλος ο ελληνικός λαός λάτρεψε και εξακολουθεί να λατρεύει, έχοντας παράλληλα στις πλάτες του και το βάρος της ιστορίας του αδερφού του.
«Θα έρθει η στιγμή που θα μιλήσουμε και για την Αλίκη και για τον Τάκη, γιατί τους το οφείλω ειλικρινά» ανέφερε ο Αντώνης Βουγιουκλάκης.
Ρένα Βλαχοπούλου: Η δολοφονία των γονιών της από τους Ιταλούς
Η Ρένα Βλαχοπούλου, μεγάλη στάρ που άφησε εποχή στο παλιό ελληνικό κινηματογράφο, γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας από τη πλευρά του πατέρα της. Ο πάτερας της δεν υπολόγιζε τα χρήματα και παντρεύτηκε την μαγείρισσα του, εγκαταλείποντας την περιουσία του και κάνοντας εννιά παιδιά ανάμεσα και η Ρένα Βλαχοπούλου.
Η Ρένα Βλαχοπούλου, για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια της, που περνούσαν δύσκολα, δούλευε από μικρή. Από μικρή είχε ταλέντο στο τραγούδι και μια εντυπωσιακή εμφάνιση. Μέχρι τα 17, είχε φύγει από το σπίτι και είχε παντρευτεί. Τον Νοέμβριο του 1940, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα και οι πρώτες βόμβες έπεσαν πάνω στο πατρικό της. Οι γονείς της δεν είχαν προλάβει να πάνε στο καταφύγιο και ήταν ακόμα μέσα στο σπίτι όταν έπεσαν οι βόμβες.
Η μεγάλη ηθοποιός, τότε ζούσε στην Αθήνα και έκανε τις πρώτες τις εμφανίσεις. Έλαβε τα νέα ότι σκοτώθηκαν οι γονείς της λίγο πριν βγεί στο σανίδι και βγήκε να τραγουδήσει με μεγάλο πόνο. Κατάφερε να βγάλει μόνο την μισή παράσταση πριν λυγίσει από τα τραγικά νέα για τους γονείς της. Από τότε, η φροντίδα της οικογένειας έπεσε πάνω στη Ρένα Βλαχοπούλου.
Η τολμηρή φωτογράφιση με μαγιό τη δεκαετία του ’50
Πριν παίξει μεγάλους ρόλους, η μεγάλη ηθοποιός, έκανε εμφανίσεις που τραγουδούσε. Μια από αυτές τις εμφανίσεις, έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, με μια φωτογραφία της Ελληνίδας ηθοποιού να φοράει μαγιό και να ποζάρει άνετη πάνω σ’ ένα τραπέζι. Ένα από τα πρωτοσέλιδα έγραφε χαρακτηριστικά: “Απήχθη εκουσίως γνωστή καλλιτέχνις του τραγουδιού εις την ελαφράν σκηνήν.” Από εκείνη την εμφάνιση, η μεγάλη ηθοποιός έκανε μια τεράστια καριέρα και ξέφυγε από την εικόνα της “ελαφράς σκηνής”.
Ο τσακωμός της Ρένας Βλαχοπούλου με τη Μελίνα Μερκούρη
Η μεγάλη κόντρα ανάμεσα στις ηθοποιούς ξεκίνησε όταν η Ρένα Βλαχοπούλου πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της “Νίνας” στην ραδιοφονική απόδοση του έργου, “Το Τρίτο Στεφάνι”, του Κώστα Ταχτσή. Ο ρόλος αυτός είχε αρχικά πρωταθεί στην αείμνηστη, Μελίνα Μερκούρη.
Η κόντρα ανάμεσα στις δύο μεγάλες ηθοποιούς, απογειώθηκε, όταν σε μία από τις επιθεωρήσεις που έπαιζε η Ρένα Βλαχοπούλου είχε μέσα την ατάκα, «Είδα εκείνο, είδα το άλλο και πάνω σε μια φοράδα είδα τη Μελίνα Μερκουράδα!»
Αυτή η ατάκα έπεσε στην αντίληψη της Μελίνας Μερκούρης και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιώργου Παυριανού, όταν συναντήθηκαν οι δύο ηθοποιοί έγινε μεγάλος τσακωμός. Πιο συγκεκριμένα, η Μέλινα ούρλιαξε στη Ρένα Βλαχοπούλου «Ποιον είπες Μερκουράδα, μωρή χουντιάρα;» και την άρπαξε από τα μαλλιά.
Η νεράιδα και το παλικάρι είναι μια από τις πλέον αγαπημένες ελληνικές ταινίες που άφησε εποχή και προβάλλεται ακόμη και σήμερα πολύ συχνά. Και ποιος δεν θυμάται τους Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες; Και ποιος δεν έχει γελάσει με τις αμίμητες ατάκες Παπαγιαννόπουλου, Παπαμιχαήλ και Βουγιουκλάκη. Μια από τις κωμωδίες που έχει αγαπηθεί όσο λίγες και έχει ξεχωρίσει λόγω παραγωγής.
Γυρίστηκε, εξάλλου, στην Κρήτη, σε όμορφα τοπία και με σκηνές σε διάφορους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους. Κάθε σκηνή ήταν προσεγμένη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία γυρισμάτων που το θυμούνται όλοι είναι το εκκλησάκι που συναντήθηκε κρυφά η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
Η υπόθεση της ταινίας, “Η νεράιδα και το παλικάρι”
Σε ένα χωριό της Κρήτης υπάρχει μια βεντέτα αιώνων ανάμεσα στους Βροντάκηδες και τους Φουρτουνάκηδες. Ο Φουρτουνάκης προξενεύει την κόρη του, Κατερινιώ (Αλίκη Βουγιουκλάκη) με τον Σκανταλάκη στα Χανιά, πράγμα με το οποίο διαφωνεί η ίδια. Ταυτόχρονα ο Μανούσος, γιος του Βροντάκη (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) κατεβαίνει από την Αθήνα, μετά από κάλεσμα των γονιών του για να τον προξενέψουν με την κόρη του Κωνσταντογιωργάκη το Λενιώ. Το μοιραίο θα συμβεί όταν βρεθεί τυχαία στο γλέντι του αρραβώνα και αντικρίζει για πρώτη φορά το Κατερινιώ και την ερωτεύεται.
Μετά από περιπέτειες και διάφορες εξελίξεις, ο Μανούσος φτάνει στο μπαλκόνι της κόρης του Φουρτουνάκη, χωρίς να της αποκαλύψει ποιος είναι. Τελικά δίνουν κρυφό ραντεβού έξω ένα μοναστήρι. Εκεί ο Μανούσος, μην μπορώντας να κρατήσει άλλο το μυστικό του, της αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Εξοργισμένη η κόρη του Φουρτουνάκη, τον κυνηγάει με το δίκαννο προσπαθώντας να τον σκοτώσει. Ωστόσο, θα παρέμβει ο παπάς της ενορίας του χωριού, ο πατήρ Νικόλας. Εκείνος της λέει ότι η αγάπη είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού προσπαθώντας να σταματήσει αυτό το μίσος.
Η μυστική συνάντηση έγινε, λοιπόν, έξω από ένα όμορφο και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής μοναστήρι. Ο λόγος για την Παναγία Κερά η οποία είναι η πιο φημισμένη εκκλησία της Κριτσάς και βρίσκεται στην περιοχή Λογάρι Λασιθίου. Δεν είναι γνωστό πότε άρχισε να οικοδομείται το μοναστήρια αλλά το σίγουρο είναι ότι με τη σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα πολυάριθμων επεμβάσεων. Θεωρείται, μάλιστα, ότι σε πρώτη φάση κατασκευάστηκε αρχικά ως μονόχωρος ναός με τρούλο κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Σύμφωνα με τη τοπική παράδοση, στον ναό βρισκόταν μια εικόνα της Παναγίας με θαυματουργές ιδιότητες. Αυτή, λοιπόν, η εκκλησία είχε επιλεγεί για να γίνουν τα γυρίσματα της ελληνικής ταινίας, “Η Νεράιδα και το Παλικάρι”. Και φυσικά οι πολύ διάσημες σκηνές της. Και η αλήθεια είναι πως το τοπίο και η αρχιτεκτονική της εκκλησίας αποτελούν βασικό λόγο για την επιλογή αυτή. Κάντε μια περιήγηση μέσα από το Google Maps πατώντας ΕΔΩ.
Μια από τις ελληνικές ταινίες που αγαπάμε να βλέπουμε ξανά και ξανά…
Όσα χρόνια και αν περάσουν, όσες φορές και αν παιχτεί, η ταινία, “Η κόρη μου η σοσιαλίστρια” θα είναι πάντα της μόδας. Με αυτή μεγάλωσαν γενιές και γενιές και θα μεγαλώσουν άλλες τόσες.
Ωστόσο, μέσα από τα υπέροχα φιλμ των έγχρωμων και ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, μπορούμε και διακρίνουμε τις αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος σταδιακά.
Στη βεράντα στο ιστορικό ταβερνάκι του Δάλλα στο Νεράκι.
Η βεράντα από το ιστορικό ταβερνάκι “Δάλλα” όπως είναι σήμερα.
Το ταβερνάκι του Δάλλα, σήμερα…
Το RespectNews.gr βρέθηκε στην περιοχή Νεράκι, δίπλα από το Μεγάλο Πεύκο (Νέα Πέραμος) εκεί όπου κάποτε υπήρχε η μεγάλη βιομηχανία υφάσματος, “Πειραίκή Πατραϊκή”.
Εκεί λοιπόν γυρίστηκε και η ταινία. Και πως έγινε το “κονέ” με τον Αλέκο Σακελλάριο;
Είχε πολύ καλές σχέσεις με τα αφεντικά της βιομηχανίας, τους Κατσάμπα και Στράτο (πεθερό του Βαρουφάκη). Τους είπε το σενάριο και εκείνοι δέχτηκαν αμέσως, αφού ήταν μια τεράστια διαφήμιση για την επιχείρησή τους. Μάλιστα, στα γυρίσματα παίζουν ως κομπάρσοι και πολλοί Μεγαρίτες και Νεοπεραμιώτες καθώς και προσωπικό της Πειραϊκής Πατραϊκής.
Η εξωτερική άποψη της εισόδου της τότε Πειραϊκής Πατραϊκής που γυρίστηκε η ταινία.
Η πρώην βιομηχανία υφάσματος Πειραϊκή Πατραϊκή όπως είναι σήμερα, εγκαταλελειμένη.
Τα εξωτερικά γυρίσματα, έγιναν στο ιστορικό ταβερνάκι του Δάλλα (λίγα μέτρα πριν την Πειραίκή Πατραϊκή) καθώς και στην παραλία που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την πρώην βιομηχανία υφάσματος.
Παλιοί κάτοικοι της περιοχής μιλούν για κάτι το πρωτόγνωρο που έγινε τότε, καθώς όλοι έτρεχαν για να δουν την Αλίκη Βουγιουκλάκη που είχε φτάσει στα Μέγαρα μετά βαΐων και κλάδων. Στα γυρίσματα χρησιμοποιήθηκε και ο σταθμός Χωροφυκής Μεγάρων!
“Η κόρη μου η σοσιαλίστρια” γυρίστηκε το 1966, σε σενάριο και σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου.
Ο χήρος εργοστασιάρχης Αντώνης Δέλβης (Λάμπρος Κωνσταντάρας) έχει μία μοναχοκόρη, τη Λίζα, που σπουδάζει στο Λονδίνο. Ο Δέλβης ονειρεύεται ότι η Λίζα θα τον αντικαταστήσει μια μέρα στη διεύθυνση του εργοστασίου του.
Από το μπαλκόνι της βιομηχανίας όπως γυρίστηκε τότε η ταινία.
Η σιδερένια πόρτα, χαρακτηριστικό απομεινάρι της εποχής εκείνης. Είναι η πόρτα που βγαίνουν οι εργάτες έξω για να κάνουν διαδήλωση και φαίνεται σε όλα τα πλάνα.
Εκείνη όμως, καταφθάνει από το Λονδίνο με εντελώς νέες και ανατρεπτικές ιδέες και ετοιμάζεται να αναλάβει τη διεύθυνση του εργοστασίου σκοπεύοντας να κάνει πολλές καινοτομίες, αλλά και να χτυπήσει την αυταρχικότητα του πατέρα της.
Οι προοδευτικές και σοσιαλιστικές ιδέες της, σχετικά με την απασχόληση, οδηγούν τη Λίζα (Αλίκη Βουγιουκλάκη) σε σύγκρουση με τον πατέρα της και με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής.
Ο σταθμός χωροφυλακής Μεγάρων που δεν υπάρχει σήμερα. Εκεί όπου πήγαν την Αλίκη και τον Δημήτρη στα κρατητήρια και “διοικητής” ήταν ο Χρόνης Εξαρχάκος.
Σε μια πορεία ειρήνης, όπου συμμετείχε παρά τη ρητή απαγόρευση του πατέρα της, η Λίζα γνωρίζει τον Γιώργο (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), ένα φανατικό φιλειρηνιστή νεαρό διαδηλωτή με τον οποίο διαπληκτίζεται από ένα λάθος με αποτέλεσμα να καταλήξουν αμφότεροι στο κρατητήριο.
Μια σκηνή γυρισμένη στην παραλία της Βάρκιζας, αλλά και στην παραλία κάτω από την Πειραίκή Πατραϊκή.
Η παραλία όπως είναι σήμερα!
Στην αρχή η Λίζα δείχνει να τον περιφρονεί. Τελικά όμως τον ερωτεύεται αν και ο μαχητικός νεαρός είναι υπάλληλος του πατέρα της και δεν είναι και τόσο ευπρόσδεκτος από τα αφεντικά. Στο τέλος όμως, παντρεύονται.
Η ταινία, “Η κόρη μου η σοσιαλίστρια” προβλήθηκε τη σαιζόν 1966-1967 και έκοψε 659.671 εισιτήρια. Ήρθε στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 117 ταινίες.
Ο Χρόνης Εξαρχάκος υποδύθηκε τον αστυνομικό διευθυντή Πικερμίου, ενώ ο Πέτρος Λοχαΐτης υποδύθηκε τον Πέτρο Δαράκη, καρφί του Λάμπρου Κωνσταντάρα.
Μία σκηνή πορείας, στην οποία οι ηθοποιοί κρατούσαν πλακάτ με συνθήματα όπως Ειρήνη και Αγάπη, λογοκρίθηκε και κόπηκε. Επίσης, για να προβληθεί η ταινία ελεύθερα έπρεπε να αφαιρεθεί η σκηνή όπου ο αστυνομικός φτιάχνει το μουστάκι του. Η ταινία προορίζονταν να προβληθεί στο μη διαγωνιστικό τμήμα του διεθνούς φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 1967, αλλά μεσολάβησε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και αυτό εμποδίστηκε.
Η τραγουδίστρια – ηθοποιός, Άντζελα Ζήλεια ήταν μια αξιολάτρευτη παρουσία που εμφανίστηκε στον ελληνικό κινηματογράφο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Βρισκόταν σχεδόν πάντα δίπλα στο Νίκο Ξανθόπουλο.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε το 1959, στην ταινία, “Ο θησαυρός του μακαρίτη”, με τον ρόλο της “Ντόλυς Ρόζα”. Ακολούθησαν διάφοροι ρόλοι στο πλευρό του Νίκου Ξανθόπουλου, με τον οποίο συνεργάστηκε επί χρόνια.
Η παρτενέρ του Νίκου Ξανθόπουλου
Όπως είχε αναφέρει, παρόλο που τους ήθελαν ζευγάρι, ακόμη και στις ταινίες δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ένα φιλί, επειδή οι σκηνοθέτες ήθελαν τον Νίκο Ξανθόπουλο αγνό, προκειμένου να μη ζηλεύουν οι θαυμάστριες του.
Επί μια δεκαετία, έπαιξε σε 31 ταινίες και άφησε το δικό της αποτύπωμα στον ελληνικό κινηματογράφο. Συνήθως έπαιζε το ευαίσθητο κορίτσι του λαού, που έκλαιγε για τις ατυχίες του.
Σε συνέντευξη της στην εκπομπή, “Οι Αταίριαστοι” με τη Σεμίνα Διγενή, εξομολογήθηκε ότι ζούσε τους ρόλους της, ωστόσο δεν έκλαιγε ποτέ αληθινά.
“Κάποτε ένας σκηνοθέτης άρχισε να με θίγει και να με λέει κακή ηθοποιό, προκειμένου να κλάψω, το αποτέλεσμα ήταν να πάρω τα ρούχα μου και να φύγω”, είχε αναφέρει με χιούμορ.
Η τελευταία της εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν ως “Άννα Καρατζόγλου” στην ταινία, “Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου”.
Τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού
Οι πιο παρατηρητικοί θα τη θυμούνται σίγουρα να τραγουδά μπροστά από τη ζωντανή ορχήστρα, καθώς διέθετε υπέροχη φωνή και ήταν τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το τραγούδι, “Καλώς όρισες έρωτα” για το οποίο βραβεύτηκε το 1967. Συνολικά κέρδισε πέντε βραβεία στα φεστιβάλ Βαρκελώνης, Σοπότ και Θεσσαλονίκης.
Η Αγγελική Ζήλεια, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1935 και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, ζώντας από πρώτο χέρι τη Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο. Είχε ακόμη τρεις αδερφές και από μικρή ηλικία βγήκε στο μεροκάματο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια της.
Ενώ εργαζόταν στο κατάστημα του Τσιτσόπουλου, γνωρίστηκε με την τραγουδίστρια Δανάη, η οποία την έμαθε να τραγουδάει. Η γνωριμία της με τον Νίκο Τσιφόρο ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της στον κινηματογράφο.
Παντρεύτηκε τον νεανικό της έρωτα, τον Βασίλη και απέκτησε μια κόρη. Έζησαν μαζί 60 ευτυχισμένα χρόνια.
Όπως έχει πει, τα προβλήματα της υγείας της δεν την αφήνουν να ανέβει ξανά στην σκηνή, ωστόσο θυμάται με νοσταλγία τις συναυλίες της και τις δυνατές φιλίες της από τον χώρο του κινηματογράφου.
Η ταινία, “Στον αστερισμό του Λαμπάντα” προβλήθηκε τη σαιζόν 1990-1991. Εναλλακτικός τίτλος: Ο μπαμπάς μου ο εργοστασιάρχης
Περίληψη της ταινίας, “Στον αστερισμό του Λαμπάντα”
Ο Νίκος (Γιώργος Χριστοδούλου), γιος διάσημου εργοστασιάρχη, ζει μια ξένοιαστη και ξέφρενη ζωή στο ρυθμό της Λαμπάντα, μαζί με τον φίλο του, τον Λάκη (Νίκος Μαγδαληνός). Ο γκαφατζής νέος, αποφασίζει να αντικαταστήσει τον πατέρα του και αναλαμβάνει αυτός την επιχείρηση βάζοντας στη θέση του Διευθυντή τον Λάκη, που παρουσιάζεται στο προσωπικό σαν σύμβουλος.
Με το σχέδιο αυτό ανακαλύπτει ότι δυο προϊστάμενοι, με τη βοήθεια της Λένας (Γιώτα Αγνάντη), κλέβουν την επιχείρηση. Η Λένα καταστρώνει ένα σχέδιο με φλερτ και ερωτικά παιχνίδια και προσπαθεί να δελεάσει τον Νίκο για να αποσιωπήσει τις κομπίνες της. Ο Νίκος όμως ερωτεύεται την Έφη (Βανέσα Τζελβέ), την ιδιαιτέρα του πατέρα του…
Πριν καν μάθουμε τον...Big Brother παγκοσμίως , φαίνεται πως ο σκηνοθέτης Γιάννης Κοκκόλης τον ανακάλυψε πρώτος μόνος του! Αποφάσισε να δημιουργήσει μια ταινία εν...
O Πέτρος Φυσσούν γεννήθηκε στις 05 Οκτωβρίου του 1933 στο Αγρίνιο από πατέρα πρόσφυγα από τη Ρωσία, που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα μετά την Οκτωβριανή...