Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 92 ετών άφησε σήμερα ο ηθοποιός Νίκος Φιλιππόπουλος. Την είδηση του θανάτου έκανε γνωστή με ανάρτησή του στο Facebook, ο Σπύρος Μπιμπίλας.
Ο Νίκος Φιλιππόπουλος γεννήθηκε στον Βόλο το 1928 και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Σπούδασε επίσης ραδιοσκηνοθεσία, αλλά και βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Σε παιδική εκπομπή συμμετείχε στην εκπομπή, Η ώρα του παιδιού (Αντιγόνη Μεταξά) και παράλληλα έπαιξε στο θέατρο της Αντιγόνης Μεταξά.
Αργότερα έλαβε μέρος σε πολυάριθμες ραδιοφωνικές εκπομπές. Ανέπτυξε εκτεταμένη σκηνοθετική δραστηριότητα: σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα ελληνικού και ξένου δραματολογίου, ιστορικά και λαογραφικά χρονικά, εκπομπές συνέχειας με θρησκευτικά θέματα κ. α.
Διασκεύασε διάφορα θεατρικά κείμενα όλο το 1928. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1945. Από τότε και έως το 1982, έλαβε μέρος σε 62 παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου.
Η πιο γνωστή παρουσία του στον κινηματογράφο ήταν η ερμηνεία του Θεμιστοκλή (αδελφού της Μάρως Κοντού), στην ταινία “Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα“. Ήταν σύζυγος της ηθοποιού Λευκής Βεντουράτου.
Φιλμογραφία Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) Διαβόλου κάλτσα (1961) Ποια είναι η Μαργαρίτα (1961) Κόκκινος βράχος (1949) Παιδιά της Αθήνας (1947) Αδούλωτοι σκλάβοι (1946)
Είναι γνωστό ότι ο τέως βασιλιας Κωνσταντίνος ήταν λάτρης του θεάτρου και των ηθοποιών.
Σχεδόν κάθε βράδυ βρισκόταν και σε διαφορετική παράσταση. Βέβαια αγαπημένη του ηθοποιός υπήρξε η ναζιάρα Αλίκη Βουγιουκλάκη, όπου λέγεται πως υπήρξε μεταξύ τους και φλογερός έρωτας.
Σε μια από τις παραστάσεις που πήγε ως διάδοχος του θρόνου τότε ήταν και στο θρυλικό, “Έκτο Πάτωμα” που πρωταγωνιστούσε ο Ντίνος Ηλιόπουλος.
Ο μεγάλος κωμικός χωρίς κανέναν δισταγμό ζήτησε φωτιά για ανάψει το τσιγάρο του. Και ο τέως βασιλιάς δεν αρνήθηκε: του πρόσφερε απλόχερα τον αναπτήρα του!
Η φωτογραφία είναι από το θέατρο, “Γκλόρια” το 1964.
Ο Γιώργος Βασιλείου γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1950 στη Λαμία και ήταν ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.Οι γονείς του χώρισαν και ο Γιώργος έζησε με τον πατέρα του Βασίλη μέχρι την ηλικία των 8, όταν εκείνος απεβίωσε, με αποτέλεσμα να χάσει την παιδική του ηλικία.
Από μικρό παιδί εργάστηκε σε διάφορες δουλειές του ποδαριού παράλληλα με το σχολείο, για να συντηρήσει οικονομικά την οικογένειά του. Ο Γιώργος Βασιλείου είχε ύψος 1.90 και υπήρξε πολύ καλός στον κλασικό αθλητισμό, τερμάτιζε πρώτος σε όλα τα αγωνίσματα δρόμου και παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο και αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα της Λαμίας.
Σε ηλικία 22 ετών, τού προτάθηκε να συνεχίσει την καριέρα του στην ΑΕΚ, ωστόσο αποφάσισε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και να σταματήσει το ποδοσφαιρικό του όνειρο.Ο Γιώργος Βασιλείου έμαθε μόνος του κιθάρα και στο στρατό, όπου ήταν έφεδρος υπαξιωματικός (Λοχίας), συμμετείχε σε συγκρότημα και μπάντα.
Το 1967 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική και το πρώτο του βράδυ κοιμήθηκε σε μία οικοδομή σκεπασμένος με νάιλον για να μην κρυώσει, καθώς δεν είχε χρήματα για να βρει ξενοδοχείο ή σπίτι.Για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του εργαζόταν ως οικοδόμος και οδηγός ταξί.
Ο Γιώργος Βασιλείου αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Γιώργου Μπέλλου και την ολοκλήρωσε με άριστα. Στις 17 Νοεμβρίου του 1973, ανήμερα του Πολυτεχνείου, γνώρισε την σύζυγό του, Λία Θερμογιάννη, φοιτήτρια τότε της Νομικής Σχολής Αθηνών και μετά, ο νεαρός ηθοποιός συνελήφθη και κακοποιήθηκε άγρια από τη Χούντα. Παντρεύτηκε τη Λία μετά από 4 χρόνια και απέκτησε 2 παιδιά, το Βασίλη και την Ιουλιέττα.Εργάστηκε δίπλα σε μεγάλα ονόματα του ελληνικού θεάτρου, όπως οι Θανάσης Βέγγος, Ρένα Βλαχοπούλου, Στάθης Ψάλτης, κ.ά..
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ύστερα από πολλές συμμετοχές σε θεατρικές παραστάσεις, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, γνώρισε τον Νίκο Φώσκολο, τον οποίο συνήθιζε να αποκαλεί από τότε δάσκαλο και πατέρα. Εκείνος του εμπιστεύτηκε σπουδαίους ρόλους, με κυριότερο αυτόν του Στάθη Θεοχάρη στην καθημερινή σειρά Καλημέρα Ζωή, όπου έγινε ιδιαίτερα γνωστός στο τηλεοπτικό κοινό.
Ο Γιώργος Βασιλείου είχε συμμετάσχει και πρωταγωνιστήσει σε πολλά θεατρικά έργα, τηλεοπτικές παραγωγές και ταινίες. Επίσης, είχε δώσει τη φωνή του σε πολλές μεταγλωττίσεις και παιδικές παραγωγές, ενώ είχε διδάξει και στη Δραματική Σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα.
Στις εκλογές του 2004, εξελέγη βουλευτής με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Από το 2007, μετά το πέρας της βουλευτικής του ιδιότητας, συνέχισε να εργάζεται κατά καιρούς σε θέατρο και τηλεόραση. Το Νοέμβριο του 2011, ανακοίνωσε την προσχώρηση του στο κίνημα της Δημοκρατικής Συμμαχίας και την απόφασή του να πολιτευτεί στην εκλογική περιφέρεια της Β’ Πειραιώς. Τα τελευταία 12 χρόνια της ζωής του διέμενε μόνιμα στη Σαλαμίνα με τη σύζυγό του.
Τους τελευταίους μήνες ο ηθοποιός, Γιώργος Βασιλείου αντιμετώπιζε τον καρκίνο του πνεύμονα. Ο ίδιος είχε μιλήσει για το πρόβλημά του ανοιχτά προτρέποντας όλους να κόψουν το τσιγάρο: «Αυτό που έπαθα, το έπαθα από το τσιγάρο. Κάπνιζα δύο πακέτα την μέρα. Γι’ αυτό τώρα, όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, ένα πράγμα λέω σε όλους: “Κόψτε το τσιγάρο!”».
Στο πλευρό του ήταν η οικογένειά του, φίλοι και συνάδελφοι. Ο Γιώργος Βασιλείου έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Τετάρτης στις 02 Νοεμβρίου του 2016 σε ηλικία 66 ετών. Ο ηθοποιός κηδεύτηκε στις 03 Νοεμβρίου του 2016, από το Νεκροταφείο του Ζωγράφου.
Η Πόπη Αστεριάδη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 1948 και είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια, από τις γνωστότερες εκπροσώπους της γενιάς του λεγόμενου Νέου Κύματος στην Ελλάδα. Πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία 15 χρονών στα «Νέα Ταλέντα» του Γιώργου Οικονομίδη, πέρασε τις εξετάσεις της τότε Ραδιοφωνίας και έγινε αμέσως γνωστή.
Η Πόπη Αστεριάδη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλλιθέα Αττικής, σε μια πολύτεκνη οικογένεια. Ήταν η μικρότερη από τα υπόλοιπα αδέλφια της – τέσσερα αγόρια – και ο πατέρας της, κ. Φιλόστρατος Αστεριάδης, έκανε δύο δουλειές για να τα καταφέρει. Το 1973 μετακόμισε στην περιοχή Ευαγγελίστρια στον Πειραιά όπου ζει έκτοτε με τις δύο κόρες της
Η συμμετοχή της, τρία χρόνια μετά, στο Φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης και αμέσως μετά η κυκλοφορία του πρώτου της δίσκου ήταν η αρχή της μεγάλης της καριέρας στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι.
Η Πόπη Αστεριάδη υπηρέτησε πιστά την ποιότητα του ελληνικού τραγουδιού και συμμετείχε ενεργά στην “Πολιτιστική Άνοιξη” του ’60-’70.
Συνεργάστηκε με τους Μάνο Χατζιδάκι, Γιάννη Σπανό, Μίμη Πλέσσα, Νίκο Γκάτσο, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Νίκο Μαμαγκάκη, Λίνο Κόκκοτο, Σταύρο Κουγιουμζή, Νότη Μαυρουδή και με πολλούς άλλους συνθέτες και ποιητές, που σφράγισαν τη σύγχρονη ιστορία της έντεχνης ελληνικής μουσικής.
Η Πόπη Αστεριάδη επεδίωξε την προώθηση του μουσικού μας πολιτισμού μέσα από το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα διεθνή φεστιβάλ, τις περιοδείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Στον κινηματογράφο συμμετείχε μια φόρα και ως ηθοποιός τo 1970 (στο ρόλο της γυναίκας του Φώτου), στη δραματική ταινία “Ο Αστραπόγιαννος” του σκηνοθέτη Νίκου Τζίμα.
Το διασημότερο τραγούδι της, με μεγάλη επιτυχία, ήταν το “Σκληρό μου Αγόρι”, που ερμήνευσε το 1969 στην ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη», σε στίχους Ντίνου Δημόπουλου και μουσική Νίκου Μαμαγκάκη.
Παράλληλα με την πλούσια καλλιτεχνική της δράση, ασχολείται χρόνια με τα κοινά, συμμετέχει σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και διακατέχεται από μια βαθιά ανάγκη προσφοράς προς τον τόπο και τον συνάνθρωπο.
Στις δημοτικές εκλογές του 2010 συμμετείχε με τον συνδυασμό “Πειραιάς Πολιτών-Καθαρή Συμφωνία” του υποψηφίου δημάρχου και πρώην Νομάρχη Πειραιά, Γιάννη Μίχα. Εκλέχτηκε δημοτική σύμβουλος στην αντιπολίτευση, συγκεντρώνοντας 990 σταυρούς.
Η Πόπη Αστεριάδη το 2015 αναφέρθηκε για πρώτη φορά στον μεγάλο έρωτα της ζωής της και αποκάλυψε ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ τον πατέρα των παιδιών της!
«Δεν παντρεύτηκα» ομολόγησε τότε η Πόπη Αστεριάδη και τόνισε ότι: «Όταν ο πατέρας των παιδιών μου, ήταν να πάρει το διαζύγιο, γιατί ήταν παντρεμένος, τότε χώρισα. Μου έτυχε, θα παντρευόμουν σίγουρα αν δεν υπήρχε πρόβλημα. Ούτε έχω τύψεις, γιατί δεν χώρισα εγώ αυτόν τον άνθρωπο για να μείνω μαζί του. Δεν ήμουν εγώ η αιτία. Δεν ονειρευόμουνα ποτέ να παντρευτώ, ούτε στις επόμενες σχέσεις που είχα, κοίταγα το γάμο».
Ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα και σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στην παράσταση “Τα Κόκκινα Φανάρια” (1962) και καθιερώθηκε ως ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές του Εθνικού.
Στον κινηματογράφο πρώτη του ταινία ήταν οι “Προστάτες” το 1973. Πήρε μέρος σε πολλές τηλεοπτικές σειρές, καθώς και στον κινηματογράφο.
Συμμετείχε στο ΚΘΒΕ, στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, στο “Αμφιθέατρο” του Σπύρου Ευαγγελάτου και σε προσωπικούς θιάσους.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου τιμήθηκε με το βραβείο “Κατίνα Παξινού” το 1973 και με το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου “Αιμίλιος Βεάκης” το 1997. Συμμετείχε με το Εθνικό Θέατρο στην Πνευματική Ολυμπιάδα της Μόσχας το 1980 και στη Σεούλ το 1988.
Έχει ασχοληθεί και με τη σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Το 1997 ίδρυσε την Πολιτιστική Εταιρεία “Επιλογή”, ενώ είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 2004, ο τρίτος μόλις ηθοποιός που αποτελεί διευθυντή κρατικού θεάτρου (μετά τον Αλέξη Μινωτή και το Νίκο Κούρκουλο).
Αποτέλεσε τον 14ο καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ από την ίδρυσή του το 1961, ενώ είναι ο πρώτος που τοποθετήθηκε για δεύτερη συνεχή τριετή θητεία. Κατά την περίοδο διεύθυνσής του ήρθε αντιμέτωπος με τα χρόνια οικονομικά προβλήματα του ΚΘΒΕ, που χειροτέρεψαν λόγω και της οικονομικής κρίσης.Τελικά ανακοίνωσε το Μάιο του 2009 την απόφασή του να παραιτηθεί.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι παντρεμένος από το 1966 με την ηθοποιό Χρυσούλα Διαβάτη κι έχουν αποκτήσει μια κόρη και δύο εγγόνια.
Θέμα συνειδήσεως (1973) Ιωάννης ο βίαιος (1973) Οι προστάτες (1973) Τα χρώματα της ίριδος (1974) Ισιδώρα (1975) Ο ήλιος του θανάτου (1978) Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας (1978) Οι νταντάδες (1979) Εμφύλιος λόγος (1979) Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927 (1980) Παραγγελιά (1980) Ο ρεπόρτερ (1982) Ξαφνικός έρωτας (1984) Βαριετέ (1985) Απουσίες (1987) Δεξιότερα της δεξιάς (1989) Ισημερία (1991) Η άλλη όψη (1991)
Ο Γιάννης Σμαραγδής γεννήθηκε στις Γωνίες Μαλεβιζίου του Ηρακλείου, στις 25 Απριλίου 1946 και είναι Έλληνας σκηνοθέτης.
Μεγάλωσε στo Ηράκλειο Κρήτης και σπούδασε σκηνοθεσία στην Ελλάδα και το Παρίσι. Εμφανίστηκε το 1972 με τη μικρού μήκους ταινία, Δύο τρία πράγματα (12’), η οποία βραβεύτηκε στην Ελλάδα και διακρίθηκε στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ στον Καναδά.
Έχει διδάξει ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σενάριο και σκηνοθεσία σε σχολές κινηματογράφου.
Ως συγγραφέας ο Γιάννης Σμαραγδής έχει εκδώσει τα βιβλία Γεωγραφία του μη ορατού (1995), Καβάφης – λογοτεχνική μορφή του σεναρίου Καβάφης (1996) και το διήγημα, Η ελαφίνα της πλατείας Χαλανδρίου (2006).
Για περισσότερες βιογραφίες συντελεστών πατήστε ΕΔΩ.
Γιάννης Σμαραγδής: Φιλμογραφία
Καζαντζάκης (KAZANTZAKIS), 2017 Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι, (GOD LOVES CAVIAR), 2012 El Greco, 2007 Καβάφης, (CAVAFY), 1996 Το Τραγούδι της Επιστροφής, 1983 Κελί Μηδέν, 1975
Τηλεόραση – ντοκιμαντέρ
Αναζητώντας τον Ιωάννη Βαρβάκη (ντοκιμαντέρ), 2009 Σπύρος Λούης (δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ), 2004 Χριστιανικά Μνημεία (ντοκιμαντέρ), 2004 Τα Χαϊδεμένα παιδιά (τηλεοπτική σειρά) 2001 Η Δε Πόλις Ελάλησεν (σειρά 32 ντοκιμαντέρ), 1993 Μειδιώμεν καθ’οδόν (σειρά, ντοκιμαντέρ) 1989 Χαίρε Τάσο Καρατάσο ( Τηλεοπτική σειρά 13 επεισοδίων) (AVE TASO KARATASO), 1987 Χατζημαννουήλ (τηλεοπτική σειρά 13 επεισοδίων), 1985 Καλή σου Νύχτα κυρ’ Αλέξανδρε… (τηλεταινία), 1981 Δύο τρία πράγματα. (ταινία μικρού μήκους), 1972
Η Λίζα Κουντούρη ήταν ηθοποιός και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1934 και μετά το πέρας των γυμνασιακών της σπουδών, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη και ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο και το θέατρο.
Ως νεαρά ηθοποιός ξεκίνησε την καριέρα της από το Χορό της εμβληματικής ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη «Ηλέκτρα» (1962).
Η Λίζα Κουντούρη υπήρξε για ένα διάστημα στο στενό πυρήνα του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν και είχε παίξει στο θρυλικό Υπόγειο ωσότου την κέρδισε η δημοσιογραφία.
Τη δημοσιογραφική της σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1970 από την εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος». Στη συνέχεια, εργάστηκε ως καλλιτεχνική και τηλεοπτική συντάκτρια πολλών εφημερίδων και περιοδικών, καθώς ασχολήθηκε με ζήλο με το ραδιοτηλεοπτικό ρεπορτάζ.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της, η Λίζα Κουντούρη χαρακτηρίστηκε από το έντονο ταμπεραμέντο και τον δυναμικό της χαρακτήρα.
Παθιάστηκε με ό,τι καταπιάστηκε και για το λόγο αυτό διέγραψε μια μακρά και επιτυχημένη επαγγελματική πορεία. Υπήρξε σύζυγος του αείμνηστου δημοσιογράφου, πολιτικού αρθρογράφου και επίσης μέλους της Ενώσεως, Γιάννη Αθανασούλια. Ηταν μέλος της ΕΣΗΕΑ και αγωνιούσε για την τύχη του ΕΔΟΕΑΠ.
Η Λίζα Κουντούρη έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιουνίου του 2018, από ανακοπή καρδιάς κολυμπώντας στο Βραχάτι Κορινθίας.
Φιλμογραφία
Ηλέκτρα (1961) Δάκρυα για την Ηλέκτρα (1966) Το μυστικό μιας μητέρας (1966) Βίβα Ρένα (1967) Κοντσέρτο για πολυβόλα (1967) Ανάμεσα σε δυο γυναίκες (1967) Ο Μικές παντρεύεται (1968) Πέρα από λουλούδια και χρώματα (1968) Ο τζαναμπέτης (1969) Ο μικρός δραπέτης (1969) Το μυστικό μιας μητέρας (1966) Φωνές (1968)
Η Μήτση Κωνσταντάρα γεννιέται το 1922 στο Κολωνάκι ως το τρίτο παιδί μιας εύπορης οικογένειας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο Λάμπρος ήταν ο πρωτότοκος, γεννημένος το 1913, μετά ήρθε η Σάσα (1914) και οχτώ χρόνια αργότερα γεννιέται η Μήτση (ή Μήτσα για τους οικείους της), η οποία έρχεται στη ζωή σχεδόν ταυτόχρονα με τον θάνατο του πατέρα της Δημήτρη. Γι’ αυτό και την είπαν εξάλλου Μήτση.
Σαφώς αδικημένη από τον τρόπο που τη γνώρισε το νεότερο κοινό, ως αφανή παρτενέρ του φοβερού και τρομερού Λάμπρου Κωνσταντάρα δηλαδή, η Μήτση είχε μια ζηλευτή καριέρα και είχε κάνει τόσα πράγματα πριν έρθει στη ζωή της το εμπορικό σινεμά και την καθηλώσει στους περιοριστικούς αυτούς ρόλους.
Η Μήτση Κωνσταντάρα με έναν από τους μεγάλους έρωτες της. Εικάζεται πως ήταν ο Νικήτας Πλατής…
Η μικρή μεγαλώνει μέσα στη μεγαλοαστική οικογένεια με το κεντρικό κοσμηματοπωλείο και ζει άνετα παιδικά χρόνια. Όλοι της έχουν μάλιστα αδυναμία και κανείς δεν της χαλά χατίρι. Φοιτά σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία, κάνει κατ’ οίκον μαθήματα και την προορίζουν να ασχοληθεί με την πετυχημένη οικογενειακή επιχείρηση.
Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της, και ιδιαίτερα ο Λάμπρος, την αντιμετώπιζαν πάντα σαν μικρό παιδί. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία οι πολύ κοντινοί της άνθρωποι την αποκαλούσαν χαϊδευτικά Μίστα.
Η Μήτση Κωνσταντάρα ήταν μια δυναμική γυναίκα που παρά τις αυστηρές οικογενειακές συνθήκες και τις απαγορεύσεις, έκανε αυτό που αγαπούσε, έγινε θεατρίνα δηλαδή, χωρίς να δειλιάσει μάλιστα ούτε στιγμή.
Καλομαθημένη και προστατευμένη από όλους, και κυρίως τον Λάμπρο, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από την αγάπη και την επιρροή του, όντας λες σε μια σφιχτή αγκαλιά που την έπνιγε.
Η Μήτση Κωνσταντάρα σπούδασε στην δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου αποφοίτησε με άριστα και πρωτοεμφανίστηκε το 1945 στην Πρώτη Κρατική Σκηνή με το έργο Αρλεζιάννα. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα είδος θεάτρου, τα ονομαστά Μπουλούκια. Η Μήτση υπηρέτησε αυτό το είδος με μεγάλη επιτυχία, κάτι όμως που την έκανε το μαύρο πρόβατο της οικογένειας για το δρόμο που ακολούθησε.
Το 1948, η Μήτση Κωνσταντάρα συμμετείχε στο θίασο Δημητρίου-Σκορδούλη-Κάσση,που κάνει περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη για περίπου ένα χρόνο. Για κάποιο διάστημα εγκατέλειψε το θέατρο για οικογενειακούς λόγους. Εκείνη την περίοδο έμενε στο σπίτι του αδερφού της. Το 1961 επανέρχεται στο θέατρο αρχικά μόνη της στο θίασο της Μαίρης Αλκαίου και του Βασίλη Διαμαντοπούλου, στο έργο “Ένα Δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν” και ακολουθεί το έργο “Πέντε στρέμματα Παράδεισος” κ.α.
Από το 1964 και μετά, άρχισε να παίζει με τον αδερφό της Λάμπρο, σε θέατρο και σινεμά, σε παραστάσεις όπως “Μια Κυρία Ατυχήσασσα” (που στο σινεμά μεταφέρθηκε με τον τίτλο “Ο Στρίγκλος που έγινε αρνάκι”), “Τι 30, Τι 40, Τι 50“, “Υπάρχει και φιλότιμο” κ.α.
Τα πιο πολλά από αυτά τα έργα πήγαν και στον κινηματογράφο με άλλο τίτλο. Η Μήτση κοντά στον Λάμπρο ξέφυγε από την ανωνυμία και μαζί γυρίσανε περίπου 30 ταινίες. Τη δεκαετία του ’70 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο στα έργα “Αλκιβιάδης” του Ν. Τουτουντζάκη, “Δικαίωση” του Νίκου Ζακοπούλου” και πολλά άλλα έργα. Έκανε όμως και αυτόνομη καριέρα και στην τηλεόραση τη δεκαετία του ’70 σε σειρές όπως: “Λούνα Παρκ“, “Εκείνες Και Εγώ”, “Μεθοριακός Σταθμός”, Παλιατζής κ.α.
Η Μήτση Κωνσταντάρα δεν απέκτησε παιδιά, διοχετεύοντας την αγάπη της στα ανίψια της. Άνθρωπος καλοσυνάτος και δοτικός, έκανε συνεχώς δώρα στους οικείους της και συνήθιζε να περνά τον ελεύθερο χρόνο της πλέκοντας. Και φροντίζοντας τις τέσσερις γάτες της φυσικά.
Η Μήτση Κωνσταντάρα παντρεύτηκε, μια φορά, κράτησε όμως πάντα την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ήταν μάλιστα αντίστοιχα σκορποχέρα με τον Λάμπρο, γεμίζοντας όσους αγαπούσε με δώρα και αγάπη. Όσοι την ήξεραν καλά, την έβλεπαν διαρκώς με το χαμόγελο στα χείλη, με κέφι αλλά και μια απλόχερη αγκαλιά για όλους. Και προπάντων για τα δυο της αδέλφια, τον Λάμπρο και τη Σάσα.
Το μεγάλο πλήγμα στη ζωή της ήρθε τον Ιούνιο του 1985, όταν έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος της αδελφός, χτυπημένος εδώ και δυο χρόνια από διπλό εγκεφαλικό. Ο Λάμπρος είχε αποσυρθεί από τον έξω κόσμο και η Μήτση μαράζωνε μέρα με τη μέρα να τον βλέπει έτσι, καθώς ο Λαμπρούκος ήταν η μεγάλη της λατρεία και η παντοτινή της αφοσίωση.
Έπεσε λένε σε βαθιά μελαγχολία μετά τον θάνατό του και συνομιλούσε πια με τη φωτογραφία του. Έξι μήνες αργότερα, θα τον ακολουθούσε στον άλλο κόσμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: χτυπήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο και κατέληξε στις 22 Δεκεμβρίου 1985. Όλοι είπαν πως λυτρώθηκε κινώντας να πάει να τον βρει… Κηδεύτηκε στον οικογενειακό τάφο στο Α΄ Νεκροταφείο.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Κατέχει τον τίτλο του πιο παραγωγικού έλληνα ηθοποιού, με τουλάχιστον 207 ταινίες στο ενεργητικό του. Διακρίθηκε σε ρόλους «πατέρα», δίπλα σε μεγάλες πρωταγωνίστριες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος με τη σύζυγό του, ηθοποιό και τραγουδίστρια δημοτικών τραγουδιών, Φρόσω Κοκκόλα.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο Μαγνησίας το 1911 και ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές και συνεργάτες του Καρόλου Κουν, στη σχολή του οποίου γνώρισε τη σύζυγό του Φρόσω Κοκκόλα, ηθοποιό και τραγουδίστρια δημοτικών τραγουδιών, με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1936 με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Την περίοδο 1936-1940 εντάχθηκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ το 1947 συνεργάστηκε με τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη. Το 1954 άρχισε η συνεργασία του με τον μεγάλο κωμικό Μίμη Φωτόπουλο, η οποία και κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ευρείας γκάμας ηθοποιός, έπαιξε από κλασικό θέατρο έως επιθεώρηση και ελληνική κωμωδία («Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, «Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ, «Δον Καμίλο» του Σωτήρη Πατατζή, «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ κ.ά.).
Στη μεγάλη οθόνη εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1938 στην ελληνο-αιγυπτιακή παραγωγή «Δόκτωρ Επαμεινώνδας», που σκηνοθέτησε ο εβραίος Τόγκο Μιζραχί, με πρωταγωνιστές τον Παρασκευά Οικονόμου και τις αδελφές Καλουτά. Από το 1955 καθιερώθηκε στον ελληνικό κινηματογράφο, παίζοντας με την ίδια άνεση στο δράμα, στην κωμωδία, αλλά και στο μιούζικαλ, σε αξιόλογους δεύτερους ρόλους.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου του 1978 στο Σιάτλ (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) και κηδεύτηκε στη Ραφήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 1978.
Η κόρη του, Μαρία Διανέλλου έχει πει…
«Ο πατέρας μου ήταν ένας γλυκός, ταπεινός και με ευρύ πνεύμα άνθρωπος. Ήταν αυτό που βλέπουμε όλοι στις ταινίες. Δεν με μάλωσε ποτέ. Ήταν άνθρωπος της συζήτησης, που έδινε συμβουλές σε όλους. Στους συναδέλφους του ήταν πολύ αγαπητός. Τον λάτρευαν όλοι, γιατί ήταν πολύ χαμηλών τόνων. Εκείνον που θυμάμαι να έρχεται στο σπίτι μας πολύ συχνά και ήταν ο καλύτερος φίλος του ήταν ο Μίμης Φωτόπουλος» επισημαίνει συγκινημένη η Μαρία Διανέλλου.
«Αυτό που έζησα με την πυρκαγιά στο Μάτι δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Ακόμα και ο μπαμπάς μου, αν του έδιναν ένα τέτοιο σενάριο, θα ήταν δύσκολο να παίξει τον ρόλο. Η πύρινη κόλαση έλιωσε τα πάντα μέσα στο σπίτι. Δεν έμεινε τίποτα, ούτε από το αρχείο του μπαμπά μου και της μαμάς μου. Σκεφτείτε δεν έχω πλέον ούτε μία φωτογραφία τους. Κάηκαν όλα. Απόσπασμα από την Espresso.
Ομολογώ πως επηρεάστηκα να γράψω ένα ποίημα και ένα διήγημά μου για μία πόρνη, έχοντας παρακολουθήσει την Ελληνική ταινία «Αστερισμός της Παρθένου». Σκέφτηκα να γράψω την ιστορία μίας πόρνης η οποία εξομολογείται με αγοραία και σκληρή γλώσσα όλα αυτά που την έχει διδάξει η εμπειρία μέσα από τη ζωή της ως ιερόδουλη. Και η συγκεκριμένη ταινία με ενέπνευσε γιατί είναι σκληρή, ωμά ρεαλιστική αλλά και αισιόδοξη, καθώς η ιερόδουλη βρίσκει την αγάπη, ακόμα και μέσα στο βούρκο, ακόμα και αν ζει και βιώνει την ηθική και σωματική ακαθαρσία και εκπόρευση του εαυτού της. Ακόμα και μέσα σε έναν βούρκο, ένα διαμάντι μπορεί να βρεθεί…
Είναι ίσως η μόνη Ελληνική ταινία που αποτύπωσε μέσα από τρεις ιστορίες δοσμένες με τραγικότητα, χιούμορ και αγνό ρομαντισμό, μία άσχημη πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά πολλές εκδιδόμενες γυναίκες. Τη βρωμιά, τον κίνδυνο, αλλά και τη σκληρότητα που βιώνουν σε καθημερινή βάση, αφού προσφέρουν τα ιερότερα αγαθά που έχουν, το σώμα και την ψυχή τους, στο βωμό του αγοραίου έρωτα. Άλλοτε από ανάγκη, άλλοτε από ματαιοδοξία, άλλοτε επειδή έπεσαν θύματα ατόμων που εκμεταλλεύτηκαν τα συναισθήματα και τα όνειρά τους, οι εκδιδόμενες γυναίκες μου δημιουργούσαν πάντοτε μία συμπόνια σε συνδυασμό με τη θλίψη.
Αισθανόμουν πως πολλές από αυτές είχαν βιώσει την έλλειψη της αγάπης από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια, γεγονός που οδήγησε τις ίδιες στο λάθος να προσπαθούν να καλύψουν το κενό της ψυχής τους με την ύλη. Αλλά αυτό δε γίνεται..
Ο Ελληνικός κινηματογράφος ασχολήθηκε λιγότερο με σοβαρά προβλήματα και κοινωνικά αδιέξοδα σε ταινίες του, γεγονός. Αλλά όποτε καταπιάστηκε με αυτά, το έπραξε με ορθό τρόπο και έχοντας αποδώσει τη θέαση του κοινωνικού προβλήματος από πολλές και διαφορετικές απόψεις.
Και ενώ στην πρώτη αφήγηση η ηρωίδα φτάνει στο σημείο να ξεπουλήσει τον εαυτό της για την πολυτέλεια και το χρήμα μη αντέχοντας τη φτώχεια και την ανέχεια, στην Τρίτη –και τραγικότερη κατά τη γνώμη μου- ιστορία, βλέπουμε μία ιερόδουλη από μία τελείως διαφορετική θέαση: τη γυναίκα εκείνη που η ανάγκη και η έλλειψη χρημάτων, την εξαναγκάζουν να βγει στο πεζοδρόμιο και να γνωρίσει τη σκληρή πλευρά της ζωής, επειδή αγαπάει και θέλει να βρει χρήματα για τον άνθρωπο που αγαπάει. Αυτό σε κάνει να αντιληφθείς πως πολλές φορές οι “τραβηγμένες” επιλογές κάποιων ανθρώπων έχουν και αυτές μία αιτιολογία από πίσω τους, αντιλαμβάνεσαι πως δεν μπορείς να είσαι σκληρός και απόλυτος με κανέναν άνθρωπο.
Για περισσότερες “Προσωπικές Εμπειρίες” πατήστε ΕΔΩ.
Πιστεύω πως η ταινία αυτή δε θα μπορούσε να έχει καλύτερη πρωταγωνίστρια από τη Ζωή Λάσκαρη –και χαίρομαι πολύ που τελικά αυτή πήρε το ρόλο και όχι η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Πιστεύω πως τη σκληρότητα της ζωής μίας ιερόδουλης δε θα μπορούσε να την αποτυπώσει τόσο πειστικά μία γυναίκα που προσπαθούσε να κρατάει την πιο ανέμελη και εφηβική της πλευρά στις ταινίες της, αλλά μία γυναίκα με περισσότερο θράσος και τολμηρή γοητεία.
Χαίρομαι πολύ κάθε φορά που εμπνέομαι, διότι όσο περισσότερο βλέπεις και όσο περισσότερο ακούς, τόσο περισσότερο οξύνεται η ακουστική και κριτική σου ικανότητα. Και τον Αστερισμό της Παρθένου τον θεωρώ μία αρκετά καλή ταινία του Ελληνικού κινηματογράφου με ισοτιμία στις δόσεις τραγικότητας και ευαισθησίας, σε συνδυασμό με μία εξαιρετική μουσική επένδυση.
Νίκος Κούρκουλος, ο γιός ενός κουρέα με καταγωγή από την Κέρκυρα που είδε το όνομα του με φωτεινά γράμματα στις μαρκίζες των θεάτρων και των κινηματογράφων.
Αρχικά ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο παίζοντας στην ομάδα του Παναθηναϊκού, γρήγορα όμως τον κέρδισε η υποκριτική και έτσι το 1957 έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας τον Χρόνη στην κωμωδία, “Ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς“.
Έκτοτε έλαβε μέρος σε άλλες 37 ταινίες που δυο εξ αυτών του χάρισαν και το Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1965 για την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη “Οι αδίστακτοι” και το 1970 για τον “Αστραπόγιαννο“.
Παρότι είχε γυρίσει αρκετές ταινίες το μεγάλο μπαμ στην καριέρα του έγινε το 1961 όταν πρωταγωνίστησε στην κοινωνική ταινία της Φίνος Φιλμ, “Ο κατήφορος“. Από εκεί και έπειτα η καριέρα του εκτινάχθηκε στα ύψη και μέσα από σημαντικούς ρόλους καθιερώθηκε στην συνείδηση του κοινού ως υπερασπιστής των αδύναμων και του δίκιου.
Με αυτή όμως που ένιωθε πιο άνετα ήταν με την Μαίρη Χρονοπούλου με την οποία τον έδενε μια βαθιά φιλία που μετατράπηκε σε κουμπαριά καθώς η αγαπημένη ηθοποιός βάφτισε τον πρωτότοκο γιο του Άλκη.
Η τελευταία του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη ήταν το 1982 στην κοινωνική ταινία του Δημήτρη Μακρή “Το φράγμα” στον ρόλο ενός μηχανικού.
Επίσης σε πολλές συνεντεύξεις του μιλούσε με τα καλύτερα για τον άνθρωπο που τον βοήθησε πάρα πολύ στην καριέρα του. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Φιλ. Φίνο τον οποίο ο αγαπημένος ηθοποιός θεωρούσε δευτερο πατέρα.
Ο Νίκος Κούρκουλος γεννήθηκε στις 05/12/1934 και έφυγε από την ζωή στις 30/01/2007.
Η ταινία, “Κορίτσια στον ήλιο” προβλήθηκε τη σαιζόν 1969-1970 και έκοψε 186.109 εισιτήρια. Ήρθε στην 39η θέση σε 99 ταινίες.
-Το καλοκαίρι του 1967 ο Γιάννης Βόγλης θα πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία-σταθμό στην καριέρα του μαζί με την, νεαρή τότε, Αμερικανίδα ηθοποιό Αν Λόμπεργκ.
-Η Μαρία Δημητριάδη ερμηνεύει το τραγούδι, “Ένα πρωινό (Ανναμπέλ)”, η Φεφέ Αλιμπέρτη το τραγούδι “Σε ζητώ” ενώ και οι δυό μαζί ερμηνεύουν το τραγούδι “Τι να θυμηθώ”. Την μουσική των τραγουδιών έχει γράψει ο Σταύρος Ξαρχάκος και τους στίχους ο Γιώργος Παπαστεφάνου.
Περίληψη: Η νεαρή αγγλίδα τουρίστρια Άναμπελ (Αν Λόμπεργκ), που περνά τις διακοπές της σε ένα παραλιακό ελληνικό χωριό, συναντά έναν αγροίκο βοσκό (Γιάννης Βόγλης) που με νοήματα προσπαθεί να της δώσει να καταλάβει πως δεν υπάρχει λόγος να τον φοβάται. Της προσφέρει μερικά αμύγδαλα, εκείνη το βάζει στα πόδια κι ο βοσκός τρέχει πίσω της. Οι αρχές της περιοχής, νομίζοντας ότι την έχει βιάσει, τον συλλαμβάνουν και τον κλείνουν στο κρατητήριο. Η Άναμπελ μάταια προσπαθεί να πείσει τον ενωμοτάρχη και τη γυναίκα που εκλήθη ως μεταφράστρια, ότι δεν συνέβη τίποτα κακό. Όταν τελικά εκείνος αφήνεται ελεύθερος, η κοπέλα έχει ήδη αναχωρήσει για την Αθήνα, κι ο βοσκός δεν αργεί να την ακολουθήσει. Τη βρίσκει και περνά μαζί της μια υπέροχη βραδιά, αλλά η Άναμπελ πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα της κι ο άδολος έρωτας, που έλαμψε για λίγο, θα μείνει χωρίς επαύριο.
-Το 2012 ο Γιάννης Βόγλης και η Αν Λόμπεργκ είχαν συναντηθεί στην εκπομπή «Πάμε Πακέτο» μετά από πολλά χρόνια και με συγκίνηση θυμήθηκαν στιγμές από τα γυρίσματα της ταινίας.
Κάποτε ρώτησαν τον Γιάννη Δαλιανίδη γιατί επέμενε τόσο πολύ στα μιούζικαλ και η απάντηση που έδωσε ο αξέχαστος σκηνοθέτης ήταν αφοπλιστική, αλλά και δείγμα...
Ο Πέτρος Ζαρκάδης γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 στη Ζάκυνθο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή Λυκούργου Σταυράκου. Ως μέλος του Σ.Ε.Η. ανέπτυξε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Διετέλεσε...