Η Μαρίκα Κρεβατά ξεκίνησε τις εμφανίσεις της στο θέατρο από πολύ μικρή ηλικία.
Έπαιζε παιδικούς ρόλους και ακολουθούσε τους θιάσους σε περιοδείες. Ήταν ένας τρόπος να ξεφεύγει από τη δύσκολη καθημερινότητά και να εξασφαλίζει ένα πιάτο φαγητό. Όταν ήταν μωρό, έχασε τον πατέρα και την αδελφή της και έμεινε μόνη με τη μητέρα της, που αντιμετώπιζε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.
Η Μαρίκα Κρεβατά.
Η ένταξή της στον κόσμο του θεάτρου, από τόσο μικρή ηλικία, την οδήγησε μετέπειτα στο να αναζητά συντρόφους που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα.
Έτσι ο πρώτος της σύζυγος Άγγελος Μαυρόπουλος ήταν ηθοποιός. Παντρεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά χώρισαν τρεις μήνες μετά τη γέννηση της κόρης τους. Ο λόγος δεν έγινε ποτέ γνωστός καθώς η ηθοποιός προστάτευε την προσωπική της ζωή.
Γι’ αυτό όταν δημιούργησε δεσμό με τον επίσης ηθοποιό Γιώργο Γαβριηλίδη, δεν το είπε σε κανέναν.
Γνωρίστηκαν στο θίασο οπερέτας του Παρασκευά Οικονόμου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μετά από πολλά χρόνια σχέσης παρόλο που ο Οικονόμου ήταν ερωτευμένος με την ηθοποιό και η μητέρα της τον ήθελε για γαμπρό πιστεύοντας ότι θα τη βοηθήσει στην καριέρα της, η ίδια δεν τον είδε ερωτικά και σχετίστηκε με τον Γαβριηλίδη.
Ο δεσμός τους έμεινε κρυφός για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Κρεβατά αποφάσισε να κοινοποιήσει τη σχέση της όταν η κόρη της είχε παντρευτεί και είχε φύγει από το σπίτι και η μητέρα της ήταν αρκετά ηλικιωμένη ώστε να παρμβείνει στα προσωπικά της, όπως συνήθιζε.
Οι δυο τους έκαναν και πολλές κοινές εμφανίσεις στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Γιώργος Γαβριηλίδης αποδείχτηκε πως ήταν ο άντρας της ζωής της. ‘Εμειναν μαζί μέχρι το τέλος του ταλαντούχου ηθοποιού.
Ο Γιώργος Γαβριηλίδης έφυγε από τη ζωή του 1980. Η Μαρίκα Κρεβατά το τελευταίο διάστημα της ζωής της έπασχε από γεροντική άνοια. Η κόρη της θυμάται με συγκίνηση τη μάνα της, άρρωστη πια, να αναζητά τον αγαπημένο της…
Τον συνάντησε το Σεπτέμβρη του 1994, όταν έφυγε και αυτή, για το σανίδι του παραδείσου…
Στα τέλη του 1944 τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα. Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές.
Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο. Ένα από τα σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου.
Ο Μίμης Φωτόπουλος νέος.
Η απώλεια ήταν μεγάλη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, με περοσσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά.
Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου»:
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής.
Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε». Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο με άγνωστο προορισμό. Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας. Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν.
«Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την Αίγινα». Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής. Η ζωή στο στρατόπεδο Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες. Το στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου. Οι Έλληνες, που δεν είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν.
Την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να υποφέρουν. Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά. Οι σκηνές δεν έφταναν για όλους με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν.
Το φαγητό ήταν μια ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους. Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου μέσα στο λιγοστό φαγητό που τους έδιναν. Όλοι έψαχναν διεξόδους που θα κράταγαν ζωντανή την ελπίδα για ζωή. Ο Φωτόπουλος Μίμης βρήκε καταφύγιο στο θέατρο. «Καιρό τώρα σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό.
Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός. Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί». Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους κρατούμενους κάνοντας κάτι δημιουργικό.
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1900,η αστή Κατερίνα Κωνσταντοπούλου. Η κόρη αλευροβιομηχάνου μεγάλωσε για να γίνει μάλλον η πιο κορυφαία τραγωδός της Ελλάδας που γέννησε το δράμα.
Τιμώντας την, αυτά είναι κάποια ελάχιστα στοιχεία που ίσως δεν γνωρίζει για τη γυναίκα βρέθηκε ως ναυαγός στην Αμερική και κέρδισε ένα Όσκαρ γιατί προφανώς για αυτή χτύπησε η καμπάνα της αναγνώρισης το 1944.
1. “Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά” είπε κάποτε σχολιάζοντας το χαμό της κόρης της Έθελ από λευχαιμία.
2. Ο ταραχώδης έρωτας της με τον Αλέξη Μινωτή, τον οποίο και συνάντησε στο καμαρίνι της Μαρίκας Κοτοπούλη γίνεται αφορμή για να γυρίσει την πλάτη της στο λυρικό θέατρο και να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη στο έργο του Ανρί Μπατάιγ “Γυμνή Γυναίκα”. Κάνει το δεύτερο γάμο της μαζί του το 1940. Θα μείνουν μαζί για τα επόμενα 40 χρόνια.
Η Kατίνα Παξινού.
3. “Η Κατίνα Παξινού είναι η ηθοποιός της ψυχής, ενσάρκωνε τους χαρακτήρες που υποδύονταν από τα βάθη του είναι της, δεν υποκρίνονταν, δεν έκανε εξωτερικές μιμήσεις, έπλαθε ολοζώντανες ποιητικές μορφές. Με την ίδια όψη, με την ίδια φωνή με την ίδια ψυχικότητα με παράφορη πάντα πλαστουργική δύναμη μετουσίωνε τα θεατρικά πρόσωπα συγχωνεύοντας τα με τη δική της πρωτεϊκή φύση” είπε ο μέντορας της Μινωτής για τη γυναίκα της ζωής του.
4. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρίσκει στο Λονδίνο να ερμηνεύει τους “Βρικόλακες” του Ίψεν, απολαμβάνοντας το σεβασμό του αγγλοσαξονικού τύπου. Οι βομβαρδισμοί τη βρίσκουν μόνη και αποκλεισμένη από τους ανθρώπους της στη βρετανική πρωτεύουσα. Η Μαρίνα, δούκισσα του Κεντ τη φυγαδεύει με στρατιωτικό πλοίο για την Αμερική, το πλοίο τορπιλίζεται. Ναυαγός για τρεις ημέρες η Παξινού περισυλλέγεται από αντιτορπιλικό πλοίο και πατάει στο έδαφος της Αμερικής.
5. Το 1941 εντυπωσιάζει το Μπρόντγουεϊ για να ακολουθήσει η συγκλονιστική ερμηνεία της σαν Πιλάρ στο “Για ποιόν χτυπά η καμπάνα” για την οποία κερδίζει το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου. Όταν της πρότειναν το ρόλο είπε: “Είμαι ίδια. Αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω”. Με τερτίπια και επιχειρήματα πήρε το ρόλο αναγκάζοντας το συνεργείο να χρησιμοποιήσει τρεις κάμερες ταυτόχρονα για να κινηματογραφήσουν την ερμηνεία της ολοκληρωμένη, χωρίς διαλλείματα, όπως εκείνη ήξερε να φέρνει ρόλους στη ζωή. “Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω το ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει” έλεγε η ίδια.
6. Είναι η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που καταφέρνει κάτι τέτοιο. “Το δέχομαι για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, του Εθνικού θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών” θα πει στον ευχαριστήριο λόγο της χωρίς να μπορεί να γνωρίζει ποιοι είχαν επιβιώσει και ποιοι όχι του πολέμου.
7. “H Kατίνα Παξινού δεν είναι μόνο μεγάλη, είναι μοναδική” έλεγε για εκείνη ο Όρσον Γουέλς, ένας ακόμη μεγάλος του θεάματος που ζητάει τη συνδρομή της ερμηνείας της στο δικό του “Κύριο Αρκάντιν”. Θα τον μιμηθεί και ο Λουκίνο Βισκόντι για το εμβληματικό“Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του”.
8. Η Κατίνα Παξινού ήξερε μουσική, ήξερε θέατρο, ήξερε τα τερτίπια της γλώσσας, έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων και είχε συνθέσει η ίδια τη μουσική για την παράσταση που ανέβηκε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1965, τον “Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή.
9. “Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ. Την ξέρω καλά” είπε για το ρόλο που της χάρισε αυτό που η Κατίνα Παξινού είχε ήδη. Την υπεροχή μιας ζωής γεμάτη δράμα όπως το όριζαν αυτοί οι σπουδαίοι που το επινόησαν. Αυτοί που υπηρέτησε η Κατίνα Παξινού με τις ανάσες και τη φωνή της που ο Μινωτής εκθείασε.
10. Το 1971 ερμηνεύει τον τελευταίο της ρόλο, τη “Μάνα Koυράγιο” του Μπρεχτ αν και οι πόνοι από τη μάχη της με τον καρκίνο προσπαθούν να ρίξουν την αυλαία πριν από την ώρα της.
Η Kατίνα Παξινού θα πεθάνει τον Φεβρουάριο του 1973 κληροδοτώντας σε όλους την αξία του να είσαι τραγωδός και όχι τραγωδία.
Υπήρξε από τις πιο όμορφες γυναίκες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου… Από το 1960 που έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με το έργο «Το ραντεβού της Κυριακής» και για τα επόμενα δώδεκα χρόνια έλαβε μέρος σε συνολικά 23 ταινίες.
Σε πολλές από αυτές τις ταινίες και ειδικά όταν ο ρόλος της συνοδευόταν από χορό, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο αφού όχι μόνο υπήρξε χορεύτρια αλλά είχε και την επιμέλεια των χορογραφιών.
Η Ελένη Προκοπίου έπαιξε σε διάφορες ταινίες, από μιούζικαλ και κωμωδίες μέχρι και δράματα. Η καριέρα της χωρίστηκε σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος αρχίζει το 1955 και διαρκεί μέχρι το 1962.
Εκείνη την περίοδο εμφανιζόταν μόνο σαν χορεύτρια στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στον οποίο εμφανίστηκε σε τρεις ταινίες με χορευτικό ρόλο και συγκεκριμένα: «Το ραντεβού της Κυριακής» που γυρίστηκε το 1960, «Η Αθήνα τη Νύχτα» που γυρίστηκε δύο χρόνια αργότερα και στην «Προδομένη Αγάπη» που έγινε την ίδια χρονιά.
Η δεύτερη περίοδος ήρθε το 1963 και διήρκεσε μέχρι το 1966. Τότε καταξιώθηκε και ως ηθοποιός. Την εμπιστοσύνη του της έδειξε ο Νίκος Κούνδουρος στην ταινία «Μικρές Αφροδίτες» το 1963. Επρόκειτο για μια ταινία που γνώρισε διεθνή επιτυχία. Ένα χρόνο αργότερα έγινε η ταινία «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» στην οποία υποδύθηκε τη Γκιουλινάρ, μια πανέμορφη ανατολίτισσα πριγκίπισσα κάποιου Εμιράτου.
Το 1965 έκανε την ταινία «Το Πρόσωπο της Ημέρας» και την ίδια χρονιά ήρθε το «Ραντεβού στον Αέρα», στην οποία είχε πολύ σημαντικό ρόλο και ως χορεύτρια και ως ηθοποιός και έτσι έγινε μέλος της οικογένειας της Φίνος Φιλμ.
Ακολούθησε το «Και οι… 14 ήταν υπέροχοι!» όμως το 1966 υπήρξε η πιο παραγωγική της χρονιά αφού είχε αναλάβει χρέη πρωταγωνιστικού ρόλου σε πέντε ταινίες και συγκεκριμένα στις «Παράνομοι Πόθοι», «Το Συρτάκι της Αμαρτίας», «Πέντε Χιλιάδες Ψέματα», «Οι Κυρίες της Αυλής» και «Αγάπη που δεν σβήνει ο χρόνος».
Από το 1967 μέχρι το 1972 πρωταγωνίστησε σε ταινίες χαμηλότερου προϋπολογισμού που το κοινό τις αναγνώρισε. Εκείνη την περίοδο συναντήθηκε καλλιτεχνικά με σπουδαίους ηθοποιούς όπως οι Νίκος Σταυρίδης, Τάσος Γιαννόπουλος, Τζένη Ρουσσέα, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Νίκος Ρίζος, Σωτήρης Μουστάκας κ. ά. Η τελευταία της ταινία με τη Φίνος Φιλμ ήταν «Το Κοροϊδάκι της Πριγκηπέσας» έγινε το 1972. Σε αυτή την ταινία υποδύθηκε μια αφελή ηθοποιό και χορεύτρια.
Η Ελένη Προκοπίου σπούδασε χορό στη σχολή χορού της Λουκίας Σακελλαροπούλου μαζί με την επίσης πασίγνωστη ηθοποιό, Μάρθα Καραγιάννη. Σαν παιδιά έδιναν παραστάσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Αποφοίτησαν προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄50 και οι δυο τους υπήρξαν από τις καλύτερες χορεύτριες-ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου. Και συνεργάστηκαν κατά καιρούς και στα δύο. Αποτέλεσαν επίσης ντουέτο με τον Βαγγέλη Σειληνό και στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο. Από το 1960 μέχρι το 1965 το χορευτικό δίδυμο συμμετείχε στα χορευτικά των περισσότερων επιθεωρησιακών θεάτρων της πρωτεύουσας. Επίσης κινηματογραφικό ζευγάρι αποτέλεσε και με τον Γιώργο Πάντζα, με τον οποίο έπαιξαν μαζί σε πέντε ταινίες.
Πήρε την απόφαση όμως να αποχωρήσει οριστικά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα μετά το γάμο της τη δεκαετία του ΄70. Και παρά τις προτάσεις που δεχόταν, είχε αποφασίσει να απομακρυνθεί από το χώρο του θεάματος.
Το 2006, παρά την τριαντάχρονη απουσία της από το χώρο, τιμήθηκε. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του αφιερώματος στα 100+1 χρόνια του Ελληνικού Κινηματογράφου που οργάνωσε ο δήμος Αθηναίων στο «Σινέ Ορφέας» με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Τότε, ο δήμαρχος της πόλης την τίμησε με το μετάλλιο της Πόλης. Εκτός της Ελένης Προκοπίου τιμήθηκαν ακόμη 90 άνθρωποι της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Η Ελένη Προκοπίου κατοικεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά της και απέχει από τα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Εδώ και τέσσερις δεκαετίες, η γυναίκα με το αγαλματένιο κορμί απέχει όχι μόνο από τα θεατρικά δρώμενα, αλλά δεν δέχεται ούτε να μιλήσει ούτε να φωτογραφηθεί. Να όμως που μια πρόσφατη φωτογραφία της εμφανίστηκε πριν λίγο καιρό. Και δυστυχώς όχι για καλό λόγο, αφού ήταν στην κηδεία της αξέχαστης Χρυσούλας Ζώκα.
Όπως θα διαπιστώσετε η Ελένη Προκοπίου έχει μεγαλώσει με αξιοπρέπεια και είναι μια πολύ κομψή και κλασάτη γυναίκα…
Ο Νίκος Κούνδουρος είναι από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες. Διανοητής, ασυμβίβαστος, με εικαστικό ταλέντο και γνώσεις, με έντονη και εκρηκτική προσωπικότητα, εγκαινίασε ένα καινούργιο στυλ ποιότητας και πλαστικότητας στον ελληνικό κινηματογράφο. Οι ταινίες του βρίσκονται σήμερα σε κινηματογραφικά μουσεία και ταινιοθήκες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ ο ίδιος εκτιμήθηκε διεθνώς από ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης στις 15 Δεκεμβρίου 1926 απο μεγαλοαστική οικογένεια, και σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο, όντας ενεργό μέλος του ΕΑΜ από τα χρόνια της κατοχής, εξορίστηκε για 4 χρόνια στην Μακρόνησο. Επιστρέφοντας από την εξορία, είχε ήδη αποφασίσει να ασχοληθεί με την κινηματογραφική σκηνοθεσία. Μελετώντας αδιάκοπα εκλεκτά έργα της 7ης τέχνης, ξεκινάει τη σκηνοθεσία το 1954, με την ταινία «Μαγική Πόλις» (σενάριο Μαργαρίτας Λυμπεράκη), στην οποία είναι εμφανείς οι εικαστικές γνώσεις του, αλλά και οι νεορεαλιστικές επιρροές του. Η ταινία, παίρνει εξαιρετικές κριτικές, αντιμετωπίζεται θετικά και από το ελληνικό κοινό, ξαφνιάζει το Φεστιβάλ της Βενετίας – αν και συμμετέχει ανεπίσημα λόγω της ελληνικής λογοκρισίας – και ο Κούνδουρος θεωρείται από πολλούς «αποκάλυψη».
Ο Νίκος Κούνδουρος.
Δεύτερη ταινία του είναι «Ο Δράκος» του 1956 σε σενάριο Ιάκ. Καμπανέλλη, η οποία διακρίθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ το 1960 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ως καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1950-60. Σήμερα η ταινία αυτή θεωρείται σαν μία από τις σπουδαιότερες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1957 ο Κούνδουρος γυρίζει την τρίτη ταινία του σε δικό του σενάριο, με τίτλο «Οι Παράνομοι», πρώτη ταινία για τον ελληνικό εμφύλιο, με εξαιρετική εικαστική εικόνα. Ο Φιλοποίμην Φίνος, αν και γνωρίζει την αντιεμπορικότητα των ταινιών ποιότητας, εκτιμάει ιδιαίτερα το ταλέντο και τις ικανότητες του Κούνδουρου και αναλαμβάνει την παραγωγή. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1959, όπου λαμβάνει εξαιρετικά θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβάλλεται από το BBC.
Σταθμό στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι, αποτελεί και η τέταρτη ταινία του «Μικρές Αφροδίτες» του 1963, σε σενάριο Βασ. Βασιλικού, η οποία κατακτά το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου το 1963, βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής και κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1963, καθώς και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Το 1967 γυρίζει την τολμηρή ταινία «Πρόσωπο της Μέδουσας», η οποία δεν ολοκληρώθηκε λόγω αναχώρησης του Κούνδουρου από την Ελλάδα την επομένη του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Αργότερα, η ταινία ολοκληρώθηκε στην Ιταλία και παρουσιάστηκε με τον τίτλο «Βόρτεξ».
Το 1975, η Φίνος Φιλμ ήταν η κύρια παραγωγός του μουσικού ντοκιμαντέρ του Κούνδουρου, «Τα Τραγούδια της Φωτιάς». Ωστόσο, όλες οι ταινίες του μέχρι το 1977 επεξεργάστηκαν στα εργαστήρια της Φίνος Φιλμ.
Ο Νίκος Κούνδουρος έχει σκηνοθετήσει συνολικά 11 ξεχωριστές ταινίες – αρκετές με δικά του σενάρια – που κατέκτησαν πολλές διεθνείς βραβεύσεις. Τελευταία του ταινία είναι η αγγλικής παραγωγής «Το Πλοίο», την οποία γύρισε το 2011 σε δικό του σενάριο. Έχει επίσης γυρίσει τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ: «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Αντιγόνη» και «Ελληνιστί Κύπρος». Έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών, ενώ το 1998 εκδόθηκε βιβλίο του (Stop Carre), με μακέτες, σχέδια και φωτογραφίες από τα πρόσωπα, τα σκηνικά και τα κοστούμια των ταινιών του. Το 2009 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα».
Τον Φεβρουάριο του 2014 τιμήθηκε με ειδική πλακέτα από την Εταιρεία Σκηνοθετών, την οποία του παρέδωσε ο υπουργός Πολιτισμού, Πάνος Παναγιωτόπουλος.
Ο Νίκος Ρίζος καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως ο κοντός του ελληνικού σινεμά και όχι άδικα, καθώς το ύψος του με το ζόρι ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο. Ο ηθοποιός έχει σπάσει πολλά ρεκόρ, καθώς εμφανίστηκε σε 300 ταινίες και σε πολλές θεατρικές παραστάσεις. Ο Ρίζος κέρδισε το κοινό μόνο με το ταλέντο του, καθώς δεν είχε σπουδάσει ποτέ υποκριτική….
Ο Ρίζος ήταν στενός συνεργάτης του Ελευθερίου και η παρουσία του στο θέατρο, καθημερινή. Ένα βράδυ απουσίασε ξαφνικά ο ηθοποιός που ενσάρκωνε τον θρυλικό αρσιβαρίστα «Τόφαλο».
Αμέσως ο «αντιγραφέας» προσπάθησε να αρπάξει την ευκαιρία. «Θα τον αντικαταστήσω εγώ», είπε στο συγγραφέα. «Μα είσαι τόσο κοντός» του απάντησε εκείνος, αναζητώντας άλλο αντικαταστάτη. «Βάλε με στη σκηνή και θα δεις πως θα ψηλώσω» απάντησε ο Ρίζος και έπεισε τον Ελευθερίου.
Εκείνη τη βραδιά ο «κοντός» κέρδισε το πρώτο του χειροκρότημα στον ρόλο του γιγαντιαίου αθλητή της πάλης. Αν και ο ρόλος που έπαιξε ήταν μικρός, ήταν αρκετός για να τον μαγέψει…
Το 1952 η Ελλάδα προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές του πολέμου, αλλά η προσπάθεια φάνταζε άνιση. Φτώχεια, ανεργία, ξενιτιά, βάσανα και πείνα ήταν τα δομικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας.
Παρά τα προβλήματα όμως, οι αξίες της οικογένειας και η ηθική που αυτή αντιπροσώπευε παρέμεναν ζωντανές για τους Έλληνες. Αυτό όμως είχε και τα αρνητικά του. Δεν μπορούσε π.χ. η κοινωνία να ανεχθεί την ύπαρξη ενός παιδιού εκτός γάμου.
Σκηνή από την ταινία, “Ο γρουσούζης”.
Η μητέρα ήταν κατακριτέα. Σε αυτό το κοινωνικό ζήτημα στηρίχθηκε και η ταινία με τίτλο «Ο γρουσούζης», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο σπουδαίος Ορέστης Μακρής, στο ρόλο του κυρ Αγαθοκλή, ενός φτωχού καφετζή.
Ο ίδιος, για άλλη μια φορά δίνει τον καλύτερό του εαυτό και με το μοναδικό του ταλέντο απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα. Η ταύτιση μαζί του είναι μονόδρομος για τον θεατή.
Η υπόθεση είναι η εξής: Το καφενεδάκι του κυρ-Αγαθοκλή – του γρουσούζη, όπως τον αποκαλούν οι θαμώνες-, μαζεύει όλους τους αρχιτεμπέληδες της γειτονιάς.
Παρά την γκρίνια του Αγαθοκλή – που συχνά φτάνει στο σημείο να διώχνει τους τεμπέληδες θαμώνες –, οι πελάτες του παραμένουν πιστοί.
Όταν μια μέρα στο κατώφλι του καφενείου βρίσκεται εγκαταλελειμμένο ένα μωρό, ο Αγαθοκλής αποφασίζει να το κρατήσει και προσλαμβάνει μια παραμάνα, την Μαρία, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι η αληθινή μητέρα του παιδιού. Στη γειτονιά οι φήμες οργιάζουν πως το μωρό είναι δικό του, ώσπου εμφανίζεται ο πραγματικός πατέρας.
Είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος που ο Μακρής αναδεικνύει την ταινία, με την σκηνοθετική καθοδήγηση βέβαια του σπουδαίου Γιώργου Τζαβέλλα, ο οποίος είχε γράψει και το σενάριο.
Ο Μακρής δείχνει να παίζει «στο δικό του γήπεδο», ερμηνεύοντας έναν γρουσούζη τόσο ρεαλιστικά που πολλές φορές σε κάνει να σκεφθείς μήπως τελικά αυτός είναι και ο πραγματικός χαρακτήρας του.
Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Μίμης Φωτόπουλος, Γεωργία Βασιλειάδου, Δάφνη Σκούρα, Ανδρέας Ζησιμάτος, Περικλής Χριστοφορίδης, Λάκης Σκέλλας, Θανάσης Τζενεράλης, Γιώργος Βλαχόπουλος, Σοφία Αρσένη, Λόλα Φιλιππίδου, Νίκος Φέρμας, Κώστας Παπαχρήστος, Γιώργος Πλουτής.
Μια σημαντική ακόμα πληροφορία για την ταινία αφορά στον Ντίνο Ηλιόπουλο, ο οποίος κάνει μέσα από τον «Γρουσούζη» την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση. Η μουσική ήταν του Μάνου Χατζιδάκι και η ταινία ήρθε τρίτη σε εισπράξεις από τις 22 ελληνικές παραγωγές της χρονιάς εκείνης.
Έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 3 Νοεμβρίου του 1952 και στην πρώτη της προβολή έκοψε 121.007 εισιτήρια.Ήρθε στην 3η θέση σε 22 ταινίες. Η παραγωγή ήταν της Finos Film.
Κριτικές από την ταινία: Εφημερίδα Ελευθερία, Νοέμβριος 1952 Ο γρουσούζης είναι μια επιτυχία, επιτυχία σε πολλούς τομείς.Έχει συνέπεια, λογική και φυσική ανέλιξη. Κι ο τύπος του γρουσούζη που παρουσιάζει, έχει και αληθοφάνεια και ανθρωπιά. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε ν΄αρνηθούμε πως ο «γρουσούζης» είναι μια επιτυχία, προπάντων σκηνοθετική, τεχνική και υποκριτική – επιτυχία σχετική, που ευχόμαστε να την ακολουθήσει, και πολύ γρήγορα, μια επιτυχία «απόλυτη».
Ήταν το 1946, όταν η Ελλάδα έβγαινε από τον εφιάλτη του εμφύλιου πολέμου και προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της.
Η Τέχνη και ο Πολιτισμός, για άλλη μια φορά στην ιστορία, είχαν αναλάβει να δώσουν πνοή στην ελληνική κοινωνία και να την κρατήσουν όρθια.
Ο Φίνος αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία με ενδιαφέρουσα πλοκή, εμπνευσμένη από τα φιλμ νουάρ του αμερικανικού κινηματογράφου, που εκείνη την εποχή έκαναν «θραύση» στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Έτσι, καλεί τον σπουδαίο σκηνοθέτη Γιώργο Τζαβέλλα και συμφωνούν να γυρίσουν την ταινία «Πρόσωπα λησμονημένα», η οποία ήταν και η πρώτη ταινία της Φίνος Φιλμ που σκηνοθέτησε ο Τζαβέλλας.
(Να σημειωθεί ωστόσο ότι η ταινία ήταν συμπαραγωγή με την κινηματογραφική εταιρεία της εποχής Ωρίων).
Μάλιστα, ο σκηνοθέτης που εμφανίζεται σε μια σκηνή του έργου ως οδηγός ενός αυτοκινήτου, θεωρούσε την ταινία αυτή, ως την μεγαλύτερη αποτυχία του.
«Και να φανταστεί κανείς πως από τους κριτικούς χαρακτηρίστηκε, τουλάχιστον σκηνοθετικά, η καλύτερη της χρονιάς», αναφέρει χαρακτηριστικά η Finos Film, στον επίσημο ιστότοπό της.
Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν κορυφαίοι ηθοποιοί, που σήμερα θεωρούνται πλέον «ιερά τέρατα» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου: Αιμίλιος Βεάκης, Μιράντα Μυράτ, Γιώργος Παππάς, Ζινέτ Λακάζ, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Αθανασία Μουστάκα, Δήμος Σταρένιος, Μαρίκα Φιλιππίδου, Τζόλυ Γαρμπή, Κούλης Στολίγκας, Νάσος Κεδράκας κ.α.
Για τον τελευταίο μάλιστα, ήταν η πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση.
Όσον αφορά στην υπόθεση, ένας άνθρωπος του υποκόσμου συναντά σε ένα καμπαρέ του Πειραιά μια παλιά του ερωμένη και εκβιάζει τον τωρινό σύζυγό της επειδή την εμποδίζει να βλέπει το παιδί της που τη θεωρεί χαμένη.
Η μουσική ήταν του Γιώργου Μαλλίδη και στην ταινία τραγουδούσε η Στέλλα Γκρέκα.
Δεν αποτελεί μυστικό ότι ο Φιλοποίμην Φίνος ήταν ένας άνθρωπος που τολμούσε να κάνει καινοτομίες στον ελληνικό κινηματογράφο, ακόμα και σε δύσκολες εποχές, που το χρήμα ήταν περιορισμένο και τα λάθη δεν επιτρέπονταν.
Μια από τις πολλές καινοτομίες του ήταν το γεγονός ότι ήταν από τους πρώτους παραγωγούς που πίστεψε πραγματικά στη δύναμη των μουσικών ταινιών, οι οποίες αποτέλεσαν τον προπομπό των μετέπειτα μιούζικαλ.
Μια από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες λοιπόν, δημιουργίας μουσικής ταινίας έγινε από τον Φίνο το 1954, με την ταινία «Χαρούμενο ξεκίνημα».
Σκηνή από την ταινία, “Χαρούμενο ξεκίνημα”.
Πρωταγωνιστής της ήταν ο ηθοποιός Γιώργος Οικονομίδης ο οποίος υπήρξε ίσως ο πιο επιτυχημένος και δημοφιλής άνθρωπος του ραδιοφώνου εκείνη την εποχή.
Η συγκεκριμένη ταινία, που αποτελεί και το πρώτο πραγματικό κινηματογραφικό μιούζικαλ που γυρίστηκε στην Ελλάδα, “εκμεταλλεύεται” την προσωπικότητα του Γιώργου Οικονομίδη και τη μόδα του ραδιοφώνου στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’50.
Όπως μας πληροφορεί η Finos Film, σχετικά με την υπόθεση της ταινίας, μια ομάδα τριών φίλων και άλλη μια τριών φιλενάδων αποφασίζουν να λάβουν μέρος σε έναν διαγωνισμό διαφήμισης που προκήρυξε ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών.
Η κάθε ομάδα προσπαθεί να κερδίσει με κάθε τρόπο, σκαρώνοντας παγίδες για τους ανταγωνιστές της.
Όμως ο έρωτας παρεμβαίνει στις καρδιές των δυο ομάδων και τους ενώνει. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια ενός τραγουδιού, κάνουν από ένα «βουβό» πέρασμα δύο πολύ νέα κορίτσια, που θα κάνουν μεγάλη καριέρα αργότερα στον ελληνικό κινηματογράφο, η Μάρω Κοντού και η Μαίρη Χρονοπούλου.
Σκηνικό βγαλμένο από ταινία. Αυτό είναι ο Πόρος. Τα στενά σοκάκια, τα επιβλητικά νεοκλασικά κτήρια, οι πευκόφυτοι λόφοι, η γαλήνια θάλασσα, το πέρασμα, η κορυφογραμμή της Τροιζηνίας. Όλα τα παραπάνω, αποτελούν εδώ και 75 χρόνια πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς, τους ποιητές, τους ζωγράφους και φυσικά… τους κινηματογραφιστές.
Η τουριστική ανάπτυξη του Πόρου τις τελευταίες δεκαετίες, έχει συνδεθεί άρρηκτα με την προβολή του νησιού, μέσα από τις αγαπημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 μέχρι και σήμερα, ο Πόρος αποτελεί δημοφιλή προορισμό για τους κινηματογραφιστές, καθώς είναι ένα νησί κοντινό, γραφικό, ειδυλλιακό και καταπράσινο.
1939: Το πρώτο κινηματογραφικό πλάνο του Πόρου
Η μοναδική σκηνοθετική προσπάθεια του μεγάλου έλληνα κινηματογραφικού παραγωγού Φιλοποίμην Φίνου ήταν το «Τραγούδι του χωρισμού» με πρωταγωνιστή τον 27χρονο, τότε, Λάμπρο Κωνσταντάρα. Η ταινία αυτή γυρίστηκε λίγους μήνες πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και είναι η πρώτη σύγχρονη ομιλούσα ταινία της οποίας ολόκληρη η επεξεργασία έγινε σε ελληνικά εργαστήρια. Σε εκείνη την ταινία συμπεριλαμβάνονται τα πρώτα κινηματογραφικά πλάνα του Πόρου.
Σύμφωνα με τον Νάσο Αργυρόπουλο – τον άνθρωπο, που μέσα από την επαγγελματική του σταδιοδρομία, γνωρίζει καλύτερα από όλους την ιστορία του Πόρου στον ελληνικό κινηματογράφο – που έχει δει αυτά τα πλάνα, σε κάποιο σημείο της ταινίας, καταγράφεται το λιμάνι του νησιού από πλοίο που περνάει από το «πέρασμα» και κατευθύνεται προς την Ύδρα.
«Βλέποντας εκείνα τα πλάνα, μου προκάλεσε εντύπωση το γεγονός ότι το λιμάνι του Πόρου είχε πολλά… κότερα!» μας λέει ο Νάσος Αργυρόπουλος «Με δεδομένο το γεγονός ότι η χώρα βρισκόταν προ των πυλών ενός παγκοσμίου πολέμου, το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι τα κότερα εκείνα, φιλοξενούσαν Άγγλους πράκτορες της Ιντέλιτζενς».
Δεκαετία ’50: Ο «έρωτας» του Χορν και της Σανσόν στο Νεώριο
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50 δεν καταναλώθηκε φίλμ για γυρίσματα στο νησί, παρά μόνο για λίγα πλάνα στο αριστούργημα του Μιχάλη Κακογιάννη «Το κορίτσι με τα μαύρα» το 1955. Η πολυβραβευμένη ταινία, με την μοναδική Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χόρν, γυρίστηκε στην Ύδρα, ωστόσο στους τίτλους αρχής, κινηματογραφείται το πέρασμα του πλοίου από τον Πόρο.
Μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια αυτών των πλάνων μας περιέγραψε ο κ. Αργυρόπουλος, «Η ταινία ξεκινάει με την αναχώρηση του ΠΙΝΔΟΣ από το λιμάνι του Πειραιά. Μάλιστα, διακρίνεται ο ποριώτης καπετάν Γιάννης Τρύπος. Ωστόσο, αν και έφυγε το ΠΙΝΔΟΣ από τον Πειραιά, στον Πόρο φτάνει το ΝΕΡΑΙΔΑ. Αυτό έγινε γιατί προφανώς το κινηματογραφικό συνεργείο ταξίδεψε με το ΠΙΝΔΟΣ και ο Κακογιάννης χρειάστηκε να τραβήξει μια άφιξη στο νησί. Αυτή ήταν η άφιξη του ΝΕΡΑΙΔΑ».
Το 1957 κινηματογραφείται ξανά ο Πόρος για της ανάγκες των τίτλων αρχής, για ταινία που γυρίστηκε και πάλι στην Ύδρα. Αυτή τη φορά πρόκειται για την διεθνή παραγωγή «Το παιδί και το δελφίνι» με την εντυπωσιακή Σοφία Λόρεν. Η ταινία ξεκινάει με τον Πόρο, να φιγουράρει ανάμεσα σε πέντε ελληνικά νησιά. Τα υπόλοιπα τέσσερα νησιά ήταν η Ρόδος, η Δήλος, η Μύκονος και φυσικά η Ύδρα.
Η Σοφία Λόρεν, εκείνη την εποχή, πέρασε αρκετές μέρες στον Πόρο, κάνοντας διακοπές. Γύρω από την διαμονή της στο νησί, έχει «χτιστεί» αστικός μύθος, ενώ ο αείμνηστος Λουκάς Κληροδοτάκος ονόμασε τη θρυλική βάρκα του, «Σοφία Λόρεν», τιμής ένεκεν.
Το 1958 πραγματοποιείται «οργασμός» γυρισμάτων στο νησί. Ο Ορέστης Λάσκος κινηματογραφεί (για πρώτη φορά στον Πόρο) την ταινία «Μακριά απ’ τον κόσμο». Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Κικής Δεκουλάκου, «Στο Μοναστήρι». Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Α. Μπάρκουλης, Χ. Σύλβα, Μ. Ασημακοπούλου, Χ. Νέζερ και πολλοί ακόμη πασίγνωστοι έλληνες ηθοποιοί.
Την ίδια χρονιά, κινηματογραφείται στο νησί η ταινία «Μια ιταλίδα στην Ελλάδα» του Ιταλού σκηνοθέτη Ουμπέρτο Λένζι με τους Wandisa Guida, Γιώργο Βελέντζα, Μίμη Φωτόπουλο, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Ανδρέα Μπάρκουλη, Σταύρο Ξενίδη κ.α.
Η τρίτη ταινία εκείνης της χρονιάς με πλάνα από Πόρο, ήταν η κομεντί «Μια ζωή την έχουμε» του Γιώργου Τζαβέλα. Η ταινία που έμεινε στην ιστορία για το κινηματογραφικό ειδύλλιο του Δημήτρη Χόρν με την πληθωρική Yvonne Sanson, στο Νεώριο. «Ο Χορν με την Σανσόν δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις όταν έσβηναν οι κάμερες» μας αποκαλύπτει ο Νάσος Αργυρόπουλος «Ο Χορν ήταν ένας μπον βιβέρ που έπληττε με τη Σανσόν, ενώ η Σανσόν ένιωθε ανασφάλεια με την εμφάνιση της και έπαιζε με υπερβολικό μακιγιάζ».
Παρά τις παραπάνω «δυσκολίες» η κινηματογραφική χημεία των δύο ηθοποιών έμεινε στην ιστορία από τις ρομαντικές σκηνές που γυρίστηκαν στο Λιμανάκι της Αγάπης και στο Νεώριο μπροστά από του Τουρλακάκη, με την ιστορική άγκυρα να φιγουράρει μισοθαμένη στην άμμο. Τη φωτογραφία της ταινίας επιμελήθηκε ο «μετρ» του είδους Ντίνος Κατσουρίδης. Ο Κατσουρίδης επέστρεψε στον Πόρο 40 χρόνια μετά, με τον Νάσο Αργυρόπουλο να τον ξεναγεί στα σημεία που μεγαλούργησε με τον φακό του. «Ρε συ Νάσο, που με έφερες;» μας μετέφερε, ο κ. Αργυρόπουλος, ότι του είπε, συγκινημένος, ο αείμνηστος Ντίνος Κατσουρίδης.
Το 1959 ο Ανδρέας Λαμπρινός σκηνοθέτησε την ταινία «Ταξίδι με τον Έρωτα» η οποία γυρίστηκε στα τέσσερα νησιά του Σαρωνικού (Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες), με πρωταγωνιστές τους: Τζένη Καρέζη , Δημήτρη Μυράτ , Λάμπρο Κωνσταντάρα, Αλέκα Κατσέλη , Ρίτα Μουσούρη, Κώστα Κακκαβά κ.α.
Δεκαετία ’60: Ο Βέγγος γόης και η Αλίκη στο ναυτικό…
Η χρυσή δεκαετία του ’60 ξεκίνησε επί δημαρχίας της… Γεωργίας Βασιλειάδου. «Η κυρία δήμαρχος» του Ροβήρου Μανθούλη, γυρίστηκε το 1960 και προβάλει τον Πόρο από τον Μύλο, ενώ για πρώτη φορά γίνονται γυρίσματα και στο μοναδικό Δασκαλειό.
Το 1961 η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Αλέκος Σακελάριος και ο Μάνος Χατζιδάκις κάνουν τον Πόρο διάσημο. Η παράδοση του Πολεμικού Ναυτικού, βάζει και την «Αλίκη στο Ναυτικό».
Η τρυφερή κομεντί σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία κόβοντας 213.409 εισιτήρια εκείνη τη χρονιά. Ήρθε στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 58 ταινίες. «Η Αλίκη στο Ναυτικό», που ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία της «Φίνος Φιλμ» διαφήμισε τον Πόρο και εκτός συνόρων, καθώς συμμετείχε ανεπίσημα στο Φεστιβάλ Καννών. Γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στη Βίλλα Διαμαντοπούλου, που φιλοξένησε για πρώτη φορά κινηματογραφικό συνεργείο.
Μια ξεχωριστή σκηνή της ταινίας ήταν εκείνη που η Βουγιουκλάκη κατηφορίζει επάνω στα γαϊδουράκια, από την καμάρα προς την Πλατεία Κορυζή. Εκεί διακρίνονται πολλοί ποριώτες σε παιδική ηλικία.
Τα επόμενα χρόνια ακολουθούν τρείς ταινίες του Ορέστη Λάσκου με τον Πόρο σημείο αναφοράς. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ήταν ο άνθρωπος που γύρισε τις περισσότερες ταινίες μεγάλου μήκους στον Πόρο. Συνολικά ο Λάσκος, γύρισε τέσσερις ταινίες στο νησί.
Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1963, έκανε πρεμιέρα μια από τις πιο σπαρταριστές κωμωδίες του Ελληνικού σινεμά. Ο μοναδικός Θανάσης Βέγγος ξετρέλανε σε τέτοιο σημείο τον γυναικείο πληθυσμό που… «Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο».
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν σε πολλά σημεία του Πόρου. Στο λιμάνι, στη Βίλα Γαλήνη αλλά κυρίως στο Ασκέλι στο ξενοδοχείο «Χρυσή Αυγή» (GoldenView σήμερα).
Σε εκείνη την ταινία εμφανίζονται πολλοί ποριώτες. Απίστευτο γέλιο προκαλεί η σκηνή όπου μια ομάδα γυναικών εφορμά στον Θανάση Βέγγο κι αυτός φωνάζει «Βοηθάτε χριστιανοί! Σιγά λυσσάρες! Φευγάτε για θα πάρω πέτρα! Πίσω τρελές!» και τρέχοντας βουτάει στη θάλασσα, μπροστά στην πλατεία Καραμάνου (Δημαρχείου). Η ταινία έκοψε 230.117 εισιτήρια.
Το 1963 ο Ορέστης Λάσκος γυρίζει την κωμωδία «Μικροί και μεγάλοι εν δράσει», με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και την Μαίρη Αρώνη. Αρκετά γυρίσματα γίνονται στον Πόρο. Η ταινία ήταν διασκευή της θεατρικής κωμωδίας “Τα παιδιά μας οι Κέρβεροι” των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη και έκοψε 327.419 εισιτήρια. Ήρθε στην 7η θέση σε 92 ταινίες.
Ο Ορέστης Λάσκος συνέχισε να κινηματογραφεί στον Πόρο και το 1964 γυρίζει την ταινία «Κόσμος και κοσμάκης» με τους Σταυρίδη, Γκιωνάκη, Παράβα, Ασημακοπούλου, σε σενάριο Τσιφόρου & Βασιλειάδη.
Ακολούθησε το μελό του 1965 «Γιατί γεννήθηκα φτωχή», του Κώστα Στράντζαλη με τη Άντζελα Ζήλεια στο ρόλο μια φτωχής ποριώτισσας και τον Θανάση Μυλωνά ως πλούσιο αθηναίο.
Το 1967, ο Βαγγέλης Σειληνός σκηνοθετεί και γυρίζει πλάνα στο νησί, για την ταινία «Ο γαμπρός μου ο προικοθήρας» με Πάντζα, Γκιωνάκη, Παπαγιαννόπουλο και άλλους.
Η χρυσή δεκαετία του ’60 ολοκληρώνεται με τον Αλέκο Σακελλάριο, να γράφει και να σκηνοθετεί μια πολύ καλή κωμωδία με στοιχεία ηθογραφίας. Ο «Καπετάν φάντης μπαστούνι» Περιλαμβάνει πολλές σκηνές από διάφορα σημεία του νησιού, ενώ παράλληλα σκιαγραφεί την κοινωνία του Πόρου (και εν μέρει ολόκληρης της επαρχίας), με στοιχεία που δεν απείχαν και πολύ από την πραγματικότητα.
Ο Φώτης Μεταξόπουλος, χορευτής, χορογράφος και χοροδιδάσκαλος, είναι από τους λίγους του ελληνικού σινεμά, που με την τέχνη του χορού, κατέκτησαν το πλατύ ελληνικό κοινό.
Με το φλογερό ταπεραμέντο του, το αισθαντικό του στυλ και τον έντεχνο τρόπο του, γέμιζε πάντα τη σκηνή και τη μεγάλη οθόνη, γράφοντας τη δική του ιστορία στο χώρο του θεάματος.
Φώτης Μεταξόπουλος και Νάντια Φοντάνα.
Ο Φώτης Μεταξόπουλος γεννήθηκε στις13 Μαΐου 1935 στην Αθήνα. Σε ηλικία 5 ετών έχασε την μητέρα του. Όταν τέλειωσε το σχολείο, αποφάσισε να σπουδάσει στις Σχολές Πάλμερ με σκοπό να γίνει ασυρματιστής στο Εμπορικό Ναυτικό, ωστόσο το 1954 η ταινία «Η ζωή του Ροδόλφο Βαλεντίνου» έγινε η αφορμή της απόφασής του να ασχοληθεί με τον χορό. Έτσι, την ίδια χρονιά παρουσιάζεται σε ένα δοκιμαστικό για την πρόσληψη νέων χορευτών στο μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής.
Αν και δεν προσλαμβάνεται, ο χορογράφος της Λυρικής, Άγγελος Γριμάνης, τον συστήνει ως χορευτικό ταλέντο στην Ελβετίδα χορεύτρια Μύριαμ Τσόισυ, και γράφεται στη σχολή της, από την οποία αποφοιτά το 1957 με άδεια επαγγελματία χορευτή. Σπουδαστής ακόμα της σχολής, κάνει την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση σαν χορευτής, στη θεατρική παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, στο θέατρο του Εθνικού Κήπου με χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ.
Παράλληλα με τις χορευτικές εμφανίσεις του στο θέατρο, ο Φώτης Μεταξόπουλος πραγματοποιεί το 1956 και την πρώτη του κινηματογραφική συμμετοχή, χορεύοντας στην ταινία της Φίνος Φίλμ «Η Καφετζού».
Το 1959 ο Φώτης Μεταξόπουλος κάνει την πρώτη του χορογραφία στην ταινία «Ο Αλη Πασάς και η Κυρά-Φροσύνη», και την ίδια χρονιά συνεργάζεται ως χορογράφος πια, με τη Λυρική Σκηνή. Το 1960 εντάσσεται στο χορευτικό συγκρότημα της Αμερικάνας Κάθριν Ντάνχαμ και πραγματοποιεί μαζί της μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1963, ο Φώτης Μεταξόπουλος αφοσιώνεται στον Ελληνικό κινηματογράφο με παρτενέρ του την Βίκυ Τζινιέρη, αλλά από το 1967 και μέχρι το 1989, έχει στο πλάι του την μαγευτική Νάντια Φοντάνα, με την οποία εμφανίζεται σε ταινίες αλλά και σε νυχτερινά κέντρα της εποχής εκείνης.
Χαρακτηριστική είναι η χορογραφία του και η εμφάνισή τους στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Η Κόμησσα της Κέρκυρας» το 1972, ενώ από το 1966 είχε κάνει το ντεμπούτο του ως ηθοποιός, συμμετέχοντας στην ταινία «Η Αρτίστα».
Η συνολική του συμμετοχή στον κινηματογράφο, σαν χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός είναι σε πάνω από 50 ταινίες. Αργότερα στρέφεται αποκλειστικά στη σκηνοθεσία και στη χορογραφία θεατρικών παραστάσεων. Σήμερα είναι καλλιτεχνικός διευθυντής σε έξη σχολές χορού.
Ο Χρήστος Δοξαράς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1935 και σπούδασε στη Δραματική Σχολή Εθνικού Ωδείου και κινηματογράφο στην ΑΣΚΕ.Τη δεκαετία του 1970 απομακρύνθηκε από...
Η Νεφέλη Ορφανού είναι Ελληνίδα ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (1969).Την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο...