Η ταινία, “Ο γρουσούζης” προβλήθηκε τη σαιζόν 1952-1953 και έκοψε 121.007 εισιτήρια. Ήρθε στην 3η θέση σε 22 ταινίες.
-Πρόκειται για την πρώτη εμφάνιση του Ντίνου Ηλιόπουλου σε κινηματογραφική ταινία και για μία από τις τέσσερις ταινίες όπου παίζουν μαζί ο Ορέστης Μακρής και η Γεωργία Βασιλειάδου – οι άλλες τρεις είναι: “Η θεία απ’ το Σικάγο”, “Το αμαξάκι” και “Η κυρά μας η μαμή“.
-Η μουσική της ταινίας είναι του Μάνου Χατζιδάκι και στην ταινία τραγουδούν οι Νίκος Παπαδάκης και Φώτης Πολυμέρης. Επίσης, ακούγεται και ένα “Νανούρισμα” που τραγουδά στο μωρό η Δάφνη Σκούρα.
Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα γραφικά σοκάκια της Πλάκας, κάτω από την Ακρόπολη, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το καφενείο του Αγαθοκλή υπάρχει μέχρι σήμερα, ως ταβέρνα, με την επωνυμία, “Ο πλάτανος”.
-Ακολουθεί κείμενο με κριτική της ταινίας που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία:
“Ο γρουσούζης” είναι μια επιτυχία, επιτυχία σε πολλούς τομείς.Έχει συνέπεια, λογική και φυσική ανέλιξη. Κι ο τύπος του γρουσούζη που παρουσιάζει, έχει και αληθοφάνεια και ανθρωπιά. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε ν΄αρνηθούμε πως ο «γρουσούζης» είναι μια επιτυχία, προπάντων σκηνοθετική, τεχνική και υποκριτική – επιτυχία σχετική, που ευχόμαστε να την ακολουθήσει, και πολύ γρήγορα, μια επιτυχία «απόλυτη».
Περίληψη της ταινίας, “Ο γρουσούζης”
Το καφενεδάκι του κυρ-Αγαθοκλή – του γρουσούζη, όπως τον αποκαλούν οι θαμώνες (Ορέστης Μακρής) -, μαζεύει όλους τους αρχιτεμπέληδες της γειτονιάς. Παρά την γκρίνια του Αγαθοκλή – που συχνά φτάνει στο σημείο να διώχνει τους τεμπέληδες θαμώνες –, οι πελάτες του παραμένουν πιστοί.
Όταν μια μέρα στο κατώφλι του καφενείου βρίσκεται εγκαταλελειμμένο ένα μωρό, ο Αγαθοκλής αποφασίζει να το κρατήσει και προσλαμβάνει μια παραμάνα, την Μαρία (Δάφνη Σκούρα), χωρίς να γνωρίζει ότι είναι η αληθινή μητέρα του παιδιού. Δεν είναι όμως δύσκολο για έναν πεπειραμένο άνθρωπο να καταλάβει γρήγορα την αλήθεια.
Η Μαρία επέλεξε να πάει στο σπίτι του Αγαθοκλή για να προσέχει το παιδί της, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει διότι η κοινωνία του…πολιτισμού, δεν μπορούσε να δεχθεί στους κόλπους της μια ανύπανδρη μητέρα. Η Μαρία ωστόσο είχε και σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δεν μπορούσε να μεγαλώσει σωστά το παιδί, γι’ αυτό και προτίμησε – με πόνο ψυχής, όπως φαίνεται στην εξέλιξη του έργου – να το αφήσει κάπου που θα έβρισκε μια σίγουρη στέγη. Ωστόσο το μητρικό φίλτρο δεν της επιτρέπει να το αφήσει και να εξαφανιστεί, γι’ αυτό και εμφανίζεται ως παραμάνα.
Ο Αγαθοκλής καταλαβαίνοντας την αλήθεια, εξοργίζεται από την Μαρία, αλλά σύντομα καταλαβαίνει ότι η ίδια δεν είχε άλλες επιλογές, όταν ακούει την ιστορία της, που αφορά έναν άνδρα που αγαπούσε, αλλά εκείνος επέλεξε να φύγει μακριά της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ότι η ίδια ήταν έγκυος.
Έτσι, καλοδέχεται την Μαρία στο σπίτι του, η οποία αλλάζει τη ζωή του, που γίνεται πιο φωτεινή, και με ένα ιερό σκοπό πλέον, να μεγαλώσει το μωρό αυτό. Στη γειτονιά ωστόσο οι φήμες οργιάζουν πως το μωρό είναι δικό του και η Μαρία έχει να αντιμετωπίσει την κακοήθεια των γυναικών, οι οποίες δημιουργούν γύρω της ένα ασφυκτικό περιβάλλον, που την αναγκάζει να αποφασίσει να φύγει. Ο Αγαθοκλής ωστόσο την προστατεύει και αποφασίζει να δώσει τέλος στα σχόλια.
Της ανακοινώνει την πρόθεσή του να την παντρευτεί, ωστόσο εκείνη του αποκαλύπτει πως ο πατέρας του παιδιού της δεν έχει φύγει από την Ελλάδα. Τότε ο γρουσούζης, με μεγαλείο ψυχής, αποφασίζει να αναζητήσει τον νέο αυτό, να του πει την αλήθεια και να τον φέρει πίσω στην Μαρία. Κάτι που καταφέρνει, δίνοντας στη Μαρία μια μεγάλη χαρά. Αλλά και ο ίδιος ο νεαρός αποδεικνύεται πως αγαπούσε την κοπέλα, ενώ δέχεται με ευγνωμοσύνη τη δώρο της πατρότητας.