Ο Παντελής Ζερβός (1908–1982) ήταν μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού κινηματογράφου, όμως υπάρχουν και κάποιες λιγότερο γνωστές στιγμές της ζωής του που αξίζουν να ειπωθούν.
Ο Παντελής Ζερβός υπήρξε ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, με καριέρα που ξεπέρασε τα 40 χρόνια. Το πρόσωπό του έγινε συνώνυμο με τον ρόλο του αυστηρού αλλά βαθιά ανθρώπινου πατέρα, του καλοκάγαθου χωρικού ή του τίμιου επαγγελματία. Όμως πίσω από την κινηματογραφική του πορεία κρύβονται στιγμές που λίγοι γνωρίζουν.
Μια από αυτές τις σπάνιες ιστορίες εκτυλίχθηκε στα χρόνια της Κατοχής. Ο Ζερβός, παρότι τότε βρισκόταν ακόμα στην αρχή της καριέρας του, δεν έμεινε αμέτοχος. Σύμφωνα με μαρτυρίες συναδέλφων του, χρησιμοποιούσε τη δουλειά του στο θέατρο όχι μόνο για να ψυχαγωγήσει τον καταπιεσμένο κόσμο, αλλά και για να περάσει κρυφά μηνύματα αντίστασης μέσα από τις παραστάσεις.
Υπάρχει μάλιστα μια ιστορία που λέει ότι σε μια παράσταση της δεκαετίας του ’40, σε μια στιγμή που ο ρόλος του τού επέτρεπε αυτοσχεδιασμό, απήγγειλε στίχους του Σολωμού με τέτοιο τρόπο ώστε το κοινό να καταλάβει το αντιστασιακό μήνυμα, χωρίς όμως να μπορεί να τον κατηγορήσει ευθέως η λογοκρισία.
Το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα, και αρκετοί έλεγαν μετά πως ήταν από τις λίγες φορές που αισθάνθηκαν ελπίδα εκείνη την περίοδο. Ο ίδιος ο Ζερβός, αργότερα, όταν τον ρωτούσαν για εκείνες τις μέρες, απαντούσε απλά: «Ο ηθοποιός δεν παίζει μόνο για το χειροκρότημα. Παίζει και για την ψυχή του λαού του».
Αυτή η σπάνια ιστορία δείχνει το πραγματικό πρόσωπο του Παντελή Ζερβού: Ενός καλλιτέχνη που δεν περιορίστηκε στη σκηνή και την κάμερα, αλλά αξιοποίησε το ταλέντο του για να δώσει κουράγιο σε έναν λαό που δοκιμαζόταν.
Υπάρχουν ονόματα που δεν χρειάζονται φανφάρες για να μείνουν στη μνήμη μας. Ο Λαυρέντης Διανέλλος είναι ένα από αυτά. Γεννημένος το 1911 στον Άγιο Λαυρέντιο Μαγνησίας, μετέφερε από νωρίς στην Αθήνα το πάθος του για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν και γρήγορα βρέθηκε να παίζει στα πιο γνωστά θεατρικά έργα της εποχής, κερδίζοντας το κοινό με την αυθεντικότητα και τη ζεστασιά του.
Η καριέρα του στον κινηματογράφο ξεκίνησε το 1938, σε μια Ελλάδα που αναζητούσε νέες ιστορίες και νέες μορφές ψυχαγωγίας. Από τις πρώτες του εμφανίσεις στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» μέχρι την «Κάλπικη Λίρα» και τη «Μανταλένα», ο Διανέλλος καθιέρωσε ένα ιδιαίτερο ύφος: Ήρεμος με βλέμμα που μπορούσε να αγκαλιάσει το κοινό και να του προκαλέσει συναισθήματα χωρίς υπερβολές.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος και η Ντίνα Τριάντη στη ταινία, “Καρδιά που λύγισε απ’ τον πόνο.
Με πάνω από 200 ταινίες στο ενεργητικό του, ο Διανέλλος δεν ήταν απλώς ηθοποιός, ήταν ένας αφηγητής της ελληνικής καθημερινότητας, ένας καθρέφτης της κοινωνίας και των ανθρώπων της. Είτε υποδυόταν τον πατέρα, τον γείτονα ή τον καλό φίλο, κάθε του ρόλος είχε μια ειλικρίνεια που τον έκανε αληθινό.
Η ζωή του ήταν γεμάτη δουλειά και αγάπη για την τέχνη. Παρά την αναγνώριση και την επιτυχία, παρέμεινε ταπεινός, αποφεύγοντας τη δημοσιότητα, και αφιερώθηκε στη σκηνή και στην οθόνη μέχρι το 1975. Πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1978, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια κληρονομιά που εξακολουθεί να εμπνέει ηθοποιούς και κοινό.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Κάθε ταινία, κάθε σκηνή που τον φιλοξενεί, μας θυμίζει ότι η δύναμη του ελληνικού κινηματογράφου δεν κρύβεται μόνο στις μεγάλες φωνές και τα μεγάλα ονόματα, αλλά και στους ήρωες της καθημερινότητας — στους ανθρώπους που με σεμνότητα και ταλέντο κάνουν την οθόνη να ζωντανεύει.
Τις περισσότερες φορές, ήταν εκείνοι οι δευτεραγωνιστές που ομόρφαιναν μία ταινία και πρόσδιδαν νόημα στην πορεία των κεντρικών πρωταγωνιστών.
Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης είναι μία περίπτωση ενός ηθοποιού που έγινε γνωστός ως ο ευαίσθητος και χαμηλών τόνων ζεν πρεμιέ που υποφέρει από τα κακά κορίτσια που συναντά στο διάβα του.
Θυμίζοντας εκείνα τα παιδικά παραμύθια, στα οποία ένας πρίγκηπας έρχεται και με ένα φίλημα επαναφέρει την πριγκίπισσα στη ζωή.
Στον Ελληνικό Κινηματογράφο, ο Βουλγαρίδης υπήρξε μία σιωπηλή δύναμη, κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια τις πιο ευαίσθητες πτυχές των γυναικών που η μοίρα της οδήγησε στη σκληρότητα, στη συναισθηματική ψυχρότητα, ακόμα και στο έγκλημα.
Στον “Κατήφορο“, ο συναισθηματικός Πέτρος κρατάει το χέρι της Ρέας (Ζωή Λάσκαρη), δείχνοντας στην ίδια ότι η αγάπη του δεν κλονίστηκε και θα την περιμένει όταν αποφυλακιστεί.
Στον “Εγωισμό” είναι ξανά το καλό παιδί που βοηθάει για δεύτερη φορά τη Ζωή Λάσκαρη να ταπεινωθεί και να αγαπήσει πραγματικά, όταν η ίδια επιθυμούσε μόνο να εκμεταλλεύεται συναισθηματικά και δεν πίστευε στον πραγματικό έρωτα.
Στη γνωστότερη κινηματογραφική του Παρουσία, στο “Δόλωμα“, ο ίδιος μεταμορφώνει την Αλίκη Βουγιουκλάκη η οποία έχει οδηγηθεί στο δρόμο του αγοραίου έρωτα με μία παιδική ηλικία γεμάτη τραύματα και ελλείψεις.
Ο συνεσταλμένος του χαρακτήρας της δίνει ένα καινούργιο νόημα ζωής, λειτουργεί ως ένας αποσυμπιεστής της ψυχικής έλλειψης που προσφέρει αισιόδοξη οπτική απέναντι στη ζωή.
Κάθε κινηματογραφική εποχή έχει ανάγκη έναν ρομαντικό “Δον Κιχώτη” που θεωρεί ότι με τη δύναμη της αγάπης μπορεί να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων, όταν η ψυχρή λογική πιστεύει ακλόνητα ότι από το πεπρωμένο του δε γλιτώνει κανείς.
Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης υπήρξε αυτή η σιωπηλή παρουσία που πάντοτε ζέσταινε με τη χαμηλών τόνων παρουσία του την καρδιά της σκληρής πρωταγωνίστριας, αλλάζοντας πορεία στη σκληρή μοίρα της που την ήθελε πάντοτε σκληρή και δυστηχισμένη.
Η πίστη στη δύναμη της αγάπης δε σταματά να είναι δύναμη των αβάσταχτα ρομαντικών ανθρώπων, εις πείσμα των αποστεγνωμένων συναισθηματικά εποχών μας…
Ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν γνωστός για το μοναδικό του χιούμορ και την αστείρευτη ενέργεια του. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν «ο άνθρωπος που μπορούσε να κάνει γέλιο ακόμα και από την πιο απλή ατάκα», οι συνάδελφοί του θυμούνται έναν άνθρωπο με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ και μεγάλη καρδιά.
Μια ιστορία από τα γυρίσματα
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, “Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός”, όπου ο Αυλωνίτης πρωταγωνιστούσε, υπήρξε μια σκηνή που χρειάστηκε να γυρίσει πάνω από 20 φορές λόγω τεχνικού προβλήματος.
Η κούραση άρχισε να γίνεται εμφανής σε όλους, αλλά ο Αυλωνίτης δεν έχανε το κέφι του. Αντίθετα, φρόντιζε να διασκεδάζει και να ενθαρρύνει τους υπόλοιπους ηθοποιούς και το συνεργείο με πειράγματα και αστεία.
Μάλιστα, σε μια στιγμή που έπρεπε να πει μια απλή ατάκα, την έκανε με τόσο έντονο και ξεκαρδιστικό τρόπο που όλο το συνεργείο ξέσπασε σε γέλια, ανακουφίζοντας το στρες της ημέρας.
Ο άνθρωπος πίσω από το γέλιο
Παρόλο που στην οθόνη ήταν ο «χαρούμενος γέλωτας», όσοι τον γνώρισαν από κοντά λένε πως ήταν ένας πολύ σοβαρός και ευαίσθητος άνθρωπος. Η κωμωδία για εκείνον ήταν τρόπος να προσφέρει χαρά σε όσους τον παρακολουθούσαν και ταυτόχρονα διέφευγε από τις δυσκολίες της ζωής.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης επίσης είχε μεγάλη αφοσίωση στο θέατρο και θεωρούσε πως η επαφή με το κοινό ζωντανά ήταν ανεκτίμητη εμπειρία, που δεν μπορούσε να αντικατασταθεί από τον κινηματογράφο.
Συνεχίζουμε το ταξίδι μας στον μαγικό κόσμο του παλιού ελληνικού σινεμά, φέρνοντας στο φως ξεκαρδιστικά απρόοπτα, στιγμές έντασης αλλά και δημιουργικές εφευρέσεις που έμειναν για πάντα κρυφές από το κοινό.
Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη (1968)
Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος Πρωταγωνιστούν: Μάρω Κοντού, Αλέκος Αλεξανδράκης Για να πετύχει το ιταλικό ύφος, η Μάρω Κοντού έκανε εντατικά μαθήματα προφοράς από μια Ιταλίδα φίλη της, και το συνεργείο την πείραζε συνέχεια στα διαλείμματα. Στη σκηνή του ιταλικού φλερτ, ο Αλέκος Αλεξανδράκης ξέχασε τα λόγια του και απάντησε στα… γαλλικά!
Η Χαρτοπαίχτρα (1964)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης Πρωταγωνιστούν:Ρένα Βλαχοπούλου, Λάμπρος Κωνσταντάρας Η Ρένα Βλαχοπούλου έμαθε πράγματι πόκερ για να είναι πειστική, και μάλιστα κέρδισε αληθινό παιχνίδι στο διάλειμμα των γυρισμάτων, προκαλώντας γέλια και απορίες!
Ο Τρελός τα ’χει 400 (1969)
Σκηνοθεσία: Κώστας Καραγιάννης Πρωταγωνιστούν: Λάμπρος Κωνσταντάρας, Καίτη Πάνου Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας προετοίμαζε τις ατάκες του φωναχτά, κάνοντάς τους υπόλοιπους να γελάνε πριν την πρόβα. Ο σκηνοθέτης, Κώστας Καραγιάννης τελικά του ζήτησε να… σιωπά μέχρι το “Πάμε”!
Το Κορίτσι του Λούνα Παρκ (1974)
Σκηνοθεσία: Κώστας Καραγιάννης Πρωταγωνιστούν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ Τα γυρίσματα έγιναν σε πραγματικό λούνα παρκ στη Ριζούπολη. Κατά τη διάρκεια της σκηνής στο τρενάκι του τρόμου, κόπηκε το ρεύμα, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν οι ηθοποιοί για 15 λεπτά στον αέρα. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη άρχισε να τραγουδά για να ηρεμήσει το συνεργείο — και τελικά όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Ο Παπατρέχας (1966)
Σκηνοθεσία: Ερρίκος Θαλασσινός Πρωταγωνιστούν: Θανάσης Βέγγος, Σούλη Σαμπάχ Η σκηνή με το ποδήλατο στον κατήφορο γυρίστηκε χωρίς κασκαντέρ, με τον Θανάση Βέγγο να πέφτει στ’ αλήθεια. Χρειάστηκε μάλιστα να του κάνουν ράμματα στο φρύδι.
Ο Θησαυρός του Μακαρίτη (1959)
Σκηνοθεσία: Νίκος Τσιφόρος Πρωταγωνιστούν:Γεωργία Βασιλειάδου, Βασίλης Αυλωνίτης Ο Βασίλης Αυλωνίτης ξέχασε τα λόγια του και αυτοσχεδίασε. Η φράση “μην το ψάχνεις, θα σε βρει αυτό!” έγινε σλόγκαν και δεν υπήρχε καν στο σενάριο.
Ο Δράκος (1956)
Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος Πρωταγωνιστούν:Ντίνος Ηλιόπουλος, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έμεινε σε ξενοδοχείο 2 αστέρων στο κέντρο, μαζί με εργάτες και απλούς ανθρώπους, για να “μπει στον ρόλο”. Την τελευταία μέρα τον αναγνώρισαν και τον κέρασαν μία μπίρα.
Η Νεράιδα και το Παλικάρι (1969)
Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος Πρωταγωνιστούν:Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ Στο γύρισμα του χορού, δύο ντόπιοι μπήκαν στο πλάνο κατά λάθος, αλλά επειδή χόρευαν καλύτερα από τους κομπάρσους, τους κράτησαν!
Αυτές οι ιστορίες μας θυμίζουν ότι πίσω από κάθε ατάκα, κάθε πλάνο και κάθε χαμόγελο υπήρχαν άνθρωποι που πάλευαν με το απρόοπτο, που γέλαγαν με τα λάθη και που τελικά κατάφερναν να μας χαρίσουν αξέχαστες στιγμές.
Στο τρίτο μας ταξίδι στα παρασκήνια του ελληνικού κινηματογράφου, αποκαλύπτουμε ιστορίες από ταινίες που αγαπήθηκαν για τις ερμηνείες, τα τραγούδια τους και τις χαρακτηριστικές σκηνές τους. Όμως, όπως θα δεις, μερικές από τις πιο συναρπαστικές στιγμές… δεν πέρασαν ποτέ στη μεγάλη οθόνη.
Μανταλένα (1960)
Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος Πρωταγωνιστούν:Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ Η ταινία γυρίστηκε στην Αντίπαρο, αλλά λόγω κακών καιρικών συνθηκών, πολλά γυρίσματα έγιναν νύχτα με τεχνητό φωτισμό και μακιγιάζ “ηλιοκαμένου δέρματος” για να φαίνονται σαν μέρα. Η Βουγιουκλάκη μάλιστα αρρώστησε από την υγρασία και γύριζε με πυρετό!
Κάτι να καίει (1964)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης Πρωταγωνιστούν: Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστας Βουτσάς, Ντίνος Ηλιόπουλος Η περίφημη χορογραφία του φινάλε, όπου εμφανίζονται όλοι οι ήρωες, απαιτούσε απόλυτο συγχρονισμό, αλλά το στούντιο δεν είχε air condition. Οι ηθοποιοί ίδρωναν τόσο που χρειάστηκε να αλλάξουν ρούχα τρεις φορές μέσα σε μία μέρα!
Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά (1969)
Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος Πρωταγωνιστούν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έβαψε τα μαλλιά της για τον ρόλο, καθώς τα φυσικά της μαλλιά δεν είχαν τόσο έντονο χρυσό χρώμα. Ήταν μία από τις λίγες φορές που δεν χρησιμοποίησε περούκα, καθώς ο ρόλος απαιτούσε “απλότητα και αλήθεια”.
Η καφετζού (1956)
Σκηνοθεσία:Αλέκος Σακελλάριος Πρωταγωνιστούν:Γεωργία Βασιλειάδου, Ορέστης Μακρής Η Γεωργία Βασιλειάδου είχε την τάση να αυτοσχεδιάζει σε κάθε γύρισμα, κάνοντας δύσκολο για τους συμπρωταγωνιστές της να μείνουν σοβαροί. Στη σκηνή όπου “προβλέπει το μέλλον” στον Ορέστη Μακρή, εκείνος ξέσπασε σε αυθόρμητα γέλια, κάτι που τελικά κρατήθηκε στο τελικό cut!
Το κλωτσοσκούφι (1960)
Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος Πρωταγωνιστούν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης Η σκηνή του διαλόγου σε παγκάκι στο Ζάππειο κόπηκε και ξαναγυρίστηκε τέσσερις φορές, επειδή ένας σκύλος εμφανιζόταν συνεχώς στο πλάνο! Στο τελικό μοντάζ, η παραγωγή “σκούπισε” ψηφιακά την ουρά του από ένα πλάνο που δεν μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν.
Η Νεράιδα και το Παλικάρι (1969)
Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος Πρωταγωνιστούν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ Η σκηνή με τους παραδοσιακούς χορούς στην Κρήτη οργανώθηκε με αληθινούς κατοίκους του χωριού, οι οποίοι δεν ήταν ηθοποιοί. Μάλιστα, σε ένα πλάνο, ένας παππούς φώναξε αυθόρμητα “μπράβο, κοπελιά!” και το άφησαν στο τελικό μοντάζ γιατί φαινόταν… γνήσιο.
Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός (1961)
Σκηνοθεσία: Νίκος Τσιφόρος Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Αυλωνίτης, Γεωργία Βασιλειάδου, Νίκος Ρίζος Ο Βασίλης Αυλωνίτης, λίγο πριν από τη σκηνή που επιστρέφει… κατεστραμμένος από το ταξίδι, ήπιε επίτηδες λίγο τσίπουρο, λέγοντας: “Για να μπω στο πετσί του ρόλου!” Το αποτέλεσμα ήταν τόσο πειστικό που όλοι στο πλατό χειροκρότησαν αυθόρμητα μόλις κόπηκε η σκηνή.
Τα παρασκήνια του ελληνικού κινηματογράφου κρύβουν όχι μόνο ιστορίες τεχνικής επινοητικότητας και σκηνοθετικής εφευρετικότητας, αλλά και στιγμές απόλυτης ανθρωπιάς, απρόβλεπτου χιούμορ και πηγαίου αυθορμητισμού.
Ο ελληνικός κινηματογράφος, εκτός από λαμπρές στιγμές μπροστά από την κάμερα, έκρυβε και πολλή… δράση πίσω από αυτή. Στο σημερινό άρθρο, βουτάμε βαθύτερα σε άλλες 7 αγαπημένες ταινίες και αποκαλύπτουμε όσα έγιναν όταν “έσβηναν τα φώτα”.
Χτυποκάρδια στο Θρανίο (1963)
Σκηνοθεσία:Αλέκος Σακελλάριος Πρωταγωνιστούν:Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ Η σκηνή της “προσευχής” πριν από τις εξετάσεις δεν ήταν στο αρχικό σενάριο. Προστέθηκε τελευταία στιγμή όταν η Αλίκη πρότεινε να κάνει κάτι αυθόρμητο και “σχολικό” – και τελικά, έγινε μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της ταινίας.
Το Δόλωμα (1964)
Σκηνοθεσία:Αλέκος Σακελλάριος Πρωταγωνιστούν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης Για την αισθησιακή σκηνή με τη Βουγιουκλάκη να βγαίνει από τη θάλασσα, ο Σακελλάριος είχε προνοήσει να γυριστεί νωρίς το πρωί, για να έχει φυσικό, απαλό φως. Χρειάστηκαν μόλις δύο λήψεις, όμως η Αλίκη κρύωνε τόσο πολύ που ζήτησε… κονιάκ μετά!
Λόλα (1964)
Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος Πρωταγωνιστούν:Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος Η ταινία θεωρήθηκε τολμηρή για την εποχή, και αρκετές σκηνές κόπηκαν από τη λογοκρισία, κυρίως διαλόγοι μεταξύ της Λόλας και του υπόκοσμου. Λέγεται μάλιστα πως στα πρώτα γυρίσματα, ο Κούρκουλος αρνήθηκε να πει κάποια ατάκα, θεωρώντας την “παρατραβηγμένη”. Ο Δημόπουλος άλλαξε το σενάριο επί τόπου.
Η Θεία από το Σικάγο (1957)
Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος Πρωταγωνιστούν: Γεωργία Βασιλειάδου, Ορέστης Μακρής Ο ρόλος της “μοντέρνας” θείας από το εξωτερικό γράφτηκε εξ αρχής για άντρα! Όταν όμως μπήκε η Βασιλειάδου στη συζήτηση, ο Σακελλάριος ξαναέγραψε το σενάριο μέσα σε 48 ώρες, ειδικά για το στυλ της – και δικαιώθηκε απόλυτα.
Οι Γερμανοί Ξανάρχονται (1948)
Σκηνοθεσία:Αλέκος Σακελλάριος Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλυα Λιβυκού Η ταινία γυρίστηκε εν μέσω πολιτικής αναστάτωσης, και η παραγωγή διακόπηκε πολλές φορές λόγω των επεισοδίων στην Αθήνα. Κάποια πλάνα γυρίστηκαν υπό τον φόβο των διαδηλώσεων — και σε ένα εξ αυτών, ακούγεται μακρινός πυροβολισμός, που δεν αφαιρέθηκε ποτέ.
Αλίμονο στους Νέους (1961)
Σκηνοθεσία:Αλέκος Σακελλάριος Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Χορν, Μάρω Κοντού Η ιδέα του σεναρίου βασίστηκε στον “Φάουστ”. Ο Χορν ήταν διστακτικός στην αρχή, αλλά τελικά ενθουσιάστηκε με τον ρόλο του “νέου γέροντα” και πρότεινε να γίνουν αλλαγές στις ατάκες ώστε να έχουν “φιλοσοφική χροιά”. Πολλές από τις ατάκες του γράφτηκαν από τον ίδιο!
Μερικοί το προτιμούν κρύο (1963)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης Πρωταγωνιστούν:Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνος Ηλιόπουλος Στα γυρίσματα, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έσπασε το μικρό δάχτυλο του ποδιού του, αλλά συνέχισε να παίζει κανονικά! Αν προσέξεις, στις σκηνές όπου περπατάει ή τρέχει, κρύβει το πόδι ή το κουτσαίνει διακριτικά — χωρίς ποτέ να παραπονεθεί.
Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι γεμάτος από τέτοια μικρά “θαύματα”. Από ηθοποιούς που αυτοσχεδίαζαν, μέχρι τεχνικές λύσεις ανάγκης που έγραψαν ιστορία, οι αγαπημένες μας ταινίες δεν ήταν ποτέ απλά… ταινίες. Ήταν καθημερινές μάχες, γέλια, ατυχίες, και μαγικές στιγμές.
Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν μας χάρισε μόνο αξέχαστες σκηνές και χαρακτήρες. Πίσω από τις κάμερες, κρύβονται ιστορίες απρόσμενες, αστείες, ακόμα και συγκινητικές — ιστορίες που δίνουν άλλη διάσταση στις αγαπημένες μας Ελληνικές ταινίες.
Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα: Μια σκηνή, ένα πλάνο
Η θρυλική σκηνή στο μπαλκόνι, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου να παραδέχεται ότι “ο άντρας πρέπει να αγαπάει και να φροντίζει τη γυναίκα του”, γυρίστηκε χωρίς καμία διακοπή. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας απαίτησε ένα συνεχόμενο πλάνο — και το πέτυχαν στην 4η λήψη. Σήμερα θεωρείται υπόδειγμα σκηνοθετικής ευφυΐας.
Η σκηνή κινδύνευε να κοπεί από τη λογοκρισία, επειδή θεωρήθηκε ότι παρουσίαζε έναν “αδύναμο άντρα” που υποχωρεί μπροστά στη γυναίκα του — κάτι “ανήκουστο” για τα πρότυπα της εποχής.
Η Παριζιάνα: Η Ρένα με το δικό της στυλ
Όταν βλέπεις τη Ρένα Βλαχοπούλου να φοράει τα μοδάτα ρούχα της στο κομμωτήριο της “Παριζιάνας”, να ξέρεις πως πολλά από αυτά ήταν δικά της! Η Βλαχοπούλου είχε φέρει φορέματα από Ιταλία και Παρίσι, λέγοντας στη Φίνος Φιλμ: «Εγώ ξέρω καλύτερα τι φορά μια αρχόντισσα!».
Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο: Ο αυτοσχεδιασμός της Αλίκης
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν φοβερά νευρική στα πρώτα γυρίσματα γιατί ένιωθε ότι δεν ταίριαζε στο ρόλο της “κακομαθημένης πλούσιας”. Ο Δαλιανίδης της είπε: «Μην παίξεις! Ζήσε τον ρόλο σαν να είσαι πραγματικά εσύ. Ξεχνα ότι γυρίζουμε».
Η διάσημη σκηνή του χορού στην αυλή με τις μαθήτριες και τον Παπαγιαννόπουλο γυρίστηκε με ένα μόνο πλάνο, και χρειάστηκαν 5 πρόβες μέχρι να το πετύχουν χωρίς λάθη.
Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης: Κέρκυρα, αγάπη και πίκρα
Τα γυρίσματα έγιναν στην Κέρκυρα, και πολλοί ντόπιοι κάτοικοι παρακολουθούσαν τις σκηνές από τα μπαλκόνια, φωνάζοντας «Μπράβο, Αλίκη!», με αποτέλεσμα να διακοπούν πολλά πλάνα.
Η ειδυλλιακή εικόνα της Κέρκυρας έκρυβε εντάσεις. Ο Παπαμιχαήλ και η Βουγιουκλάκη πέρασαν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους του γάμου τους στα γυρίσματα. Η σκηνή στο καΐκι, όπου κοιτιούνται στα μάτια, είναι γυρισμένη με αληθινή συγκίνηση – γιατί πιθανόν και οι ίδιοι καταλάβαιναν ότι η σχέση τους τελείωνε.
Μια τρελή τρελή οικογένεια: Το σπίτι με τα μυστικά
Η ταινία γυρίστηκε σε αληθινή βίλα στο Ψυχικό. Ο ιδιοκτήτης, ένας γνωστός βιομήχανος, είχε βάλει όρο να μην φαίνεται ούτε το όνομά του ούτε η πρόσοψη του σπιτιού — κάτι που εξηγεί γιατί πολλές σκηνές είναι εσωτερικές.
Ο ρόλος της Μαίρης Αρώνη ήταν γραμμένος αρχικά για τη Σοφία Βέμπο, η οποία τον απέρριψε επειδή δεν ήθελε να εμφανιστεί σε ταινία με “μοντέρνες” απόψεις.
Και έχει και συνέχεια…Ο Ηλίας του 16ου
Η φωνή του “Ηλία” (Κώστα Χατζηχρήστου) ντουμπλαρίστηκε σε κάποια πλάνα λόγω προβλημάτων στον ήχο. Ο Χατζηχρήστος έφερε δικά του ρούχα από το θέατρο, γιατί “δεν ένιωθε τον ήρωα” με τα κοστούμια της παραγωγής.
Αυτές οι μικρές στιγμές πίσω από τις κάμερες δείχνουν πως ο ελληνικός κινηματογράφος δεν ήταν μόνο τέχνη – ήταν ζωή, πάθος και αυθορμητισμός.
“Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν τελειώνει στα φώτα και τα πλάνα – το πραγματικό δράμα και το αληθινό γέλιο συμβαίνουν όταν σβήνει η κάμερα. Στο επόμενο μέρος, θα βουτήξουμε στα γυρίσματα άλλων 7 αγαπημένων ταινιών…”
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ παρά την ευρεία λαϊκή και εμπορική του αποδοχή, αδικήθηκε ως ηθοποιός κατάφορα.
Και αυτό, διότι πολλοί έμειναν στις εισπρακτικές επιτυχίες των δημοφιλών ταινιών με συμπρωταγωνίστρια την σταρ σύζυγό του Αλίκη Βουγιουκλάκη και όχι σε εξαιρετικές ταινίες που η ερμηνεία του ήταν περισσότερο αξιομνημόνευτη.
Η έντονη ερωτική του σχέση αλλά και επαγγελματική του κόντρα με την εθνική μας σταρ Αλίκη, απασχόλησε ατελείωτες φορές την Ελληνική showbiz.
Αποδεικνύοντας ότι ακόμα και οι μεγαλύτεροι έρωτες μπορεί να μεταμορφωθούν εύκολα σε μίσος όταν υπάρχει το προνόμιο να μπει το όνομά σου πρώτο στη μαρκίζα.
Ωστόσο, ο Παπαμιχαήλ με το λεβέντικο όνομα, το δυναμικό παρουσιαστικό και την αρσενική παρουσία, υπήρξε ένας αξιόλογος ηθοποιός με συμμετοχή σε πολλές σημαντικές ταινίες.
Ξεχωρίζω τη συμμετοχή σου σε μία από τις ωραιότερες νουάρ ταινίες του Ελληνικού σινεμά, το “Αν έχεις τύχη“. Σε ασπρόμαυρο φόντο, με πρωταγωνιστή έναν άφραγκο δάσκαλο ο οποίος θα συναντήσει στο διάβα του ένα λαχείο το οποίο θα τον βάλει σε μεγάλους μπελάδες.
Θα υποδυθεί τον ντετέκτιβ, Τηλέμαχο Χριστοφή στην αστυνομική ταινία, “Ο θάνατος θα ξανάρθει” μία ταινία που αποδεικνύει ότι ο Ελληνικός Κινηματογράφος θα έπρεπε να έχει στρέψει το ενδιαφέρον στην παραγωγή περισσότερων ταινιών μυστηρίου και αστυνομικού σασπένς.
Ως ένας ναυτικός που βιώνει για λίγο τον παράνομο έρωτα στην αγκαλιά της Μελίνας Μερκούρη στο “Ποτέ την Κυριακή” μέχρι το ρόλο του αγωνιστή της ζωής στον Λουστράκο, ο Παπαμιχαήλ υπήρξε ένας ηθοποιός που μπορούσε να υποστηρίξει με πειστικότητα μία ευρεία γκάμα ρόλων.
Ορισμένοι δε γνωρίζουν ότι υπήρξε και ένας εξαιρετικός θεατρικός ηθοποιός, αφού το θέατρο είναι η καταξίωση του καλού ηθοποιού. Μεγάλες του επιτυχίες ο “Θείος Βάνιας” και η “Ποντικοπαγίδα”, όπως και άλλες τόσες θεατρικές επιτυχίες.
Η αδιαμφισβήτητη εξωτερική του εμφάνιση η οποία με την πάροδο των χρόνων ξεκίνησε να βάλλεται με την απόκτηση κιλών, θυμίζοντας τον ανεπανάληπτο Μάρλον Μπράντο, ο οποίος από απόλυτο σύμβολο του σεξ στα τελευταία του χρόνια κατέληξε υπέρβαρος.
Μάγκας από τις λαϊκές γειτονιές του Πειραιά, λάτρης του επαγγέλματος του ηθοποιού, άντρας που σε ένα ζεϊμπέκικο εξέφραζε τους μεγάλους νταλκάδες του, ο Παπαμιχαήλ υπήρξε ένας ηθοποιός που άφησε στάμπα στην Ελληνική τέχνη. Αλλά δίχως αμφιβολία, θα μπορούσε να έχει εκτιμηθεί περισσότερο και για άλλες ταινίες και ρόλους…
“Οι Μεν και Δεν” όχι μόνο αποτελούν μία ωραία σατιρική αποδόμηση των ανώτερων και κατώτερων κοινωνικών τάξεων σε μαύρο φόντο, αλλά και από τις πιο αξιόλογες συνεργασίες του κλασικού διδύμου, Ρώμας – Χατζησοφιά.
Η αιώνια διαμάχη των φτωχών και των πλουσίων αποτελεί την αιτία για κωμικά ευτράπελα, προσπάθειες εξαπάτησης και κλασικής Ελληνικής κουτοπονηριάς του αγαπημένου ζεύγους “Σταμάτη” απέναντι στους ξιπασμένους και πλούσιους “Δάγκες”.
Έχω γράψει πολλές φορές πως οι “Μεν και οι Δεν” αποτελούν μία από τις πιο αγαπημένες μου σειρές.
Μία ακόμα αιτία που αγαπώ τη συγκεκριμένη σειρά είναι το γεγονός ότι διακωμώδησε πολλές διάσημες ταινίες σε πολλά επεισόδια της.
Από το Ακρωτήρι του Φόβου μέχρι τον Κέβιν Κόστνερ στον Σωματοφύλακα, οι “Μεν και οι Δεν” χρησιμοποίησαν το κύριο θέμα πολλών κλασικών ταινιών ως αφορμή για διακωμώδηση, παρωδία και χιουμοριστικό σενάριο.
Στο επεισόδιο 70 βλέπουμε μία έξυπνη παρωδία του κλασικού “Ψυχώ”, ανεπανάληπτου θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Και οι τέσσερις πρωταγωνιστές προσπαθούν να χαλαρώσουν από την καθημερινότητα σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο.
Δεν τους υποδέχεται ο Νόρμαν Μπέιτς, αλλά ένα ανδρόγυνο που κρύβει όμως ένα μυστικό. Καλά κλειδωμένο στο πιο απαγορευμένο δωμάτιο του ξενοδοχείου..
Ένας γιος που εμφανίζει σύμπλεγμα όχι με τη μαμά του αλλά τη γιαγιά του, τσεκουριές που όμως δεν πετυχαίνουν κανέναν από τους ήρωες μας οι οποίοι αμέριμνοι έχουν αφεθεί στις διακοπές τους, μία τελική αποκάλυψη που θα φέρει τους πάντες αντιμέτωπους με το φόβο τους.
Και εκεί που όλοι έχουν μεταμορφωθεί σε υπερήλικη γυναίκα σε μία προσπάθεια να ηρεμήσουν τον ψυχωτικό νεαρό ότι είναι η γιαγιά του, εμφανίζεται η πραγματική γιαγιά.
Ναι, η μία και μοναδική Ταϋγέτη, μία από τις “άσχημες” του παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου στον τελευταίο της ρόλο. Μα πόσο συγκινητικό..
Μία έξυπνη παρωδία της πιο θρυλικής ταινίας τρόμου, μία αγαπημένη άσχημη στην τελευταία της εμφάνιση, κωμωδία με πινελιές τρόμου. Τι άλλο να θέλεις..
Ο Μίμης Πλέσσας, ο μουσικοσυνθέτης με τις αμέτρητες επιτυχίες που έδεσε το λαϊκό αίσθημα με βαθιά μουσική γνώση και μεγάλη φινέτσα και πέθανε σε ηλικία 99 ετών, είχε μιλήσει για την ζωή του το 2020.
Στην στήλη “Οι Αθηναίοι” της Lifo ο Μίμης Πλέσσας είχε αναφερθεί σε άγνωστα περιστατικά της ζωής του και της καριέρας του.
Ακολουθεί το κείμενο του:
Γεννήθηκα στην οδό Ηρακλείου 14, πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ζούσαμε σε ένα αρχοντικό, χτισμένο σε μια μικροαστική συνοικία της πόλης, στην οποία ήταν ανεπτυγμένο το αίσθημα της γειτονιάς, του παιχνιδιού και της παρέας.
Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που είχε κακουχίες, στερήσεις, δυσκολίες, μεγάλη φτώχεια και αξεπέραστα βιώματα. Την περίοδο της Κατοχής ήμουν έφηβος. Παρότι είναι δύσκολο να ξεχωρίσω τις μνήμες μου απ’ τις αληθινές θύμησες, απ’ τα παιδικά μου χρόνια ανακαλώ πολύ έντονα το ποδήλατο.
Το παιδικό μου όνειρο ήταν η αγορά ενός ποδηλάτου. Όταν, τελικά, συνέβη αυτό, έπαιρνα την αδερφή μου, τη Λουκία, και πηγαίναμε βόλτες στον απέναντι κήπο. Άλλες εποχές. Λιγότερο ευτυχισμένες, αλλά περισσότερο αθώες.
Ο παππούς μου, ο σιορ-Μίμης, είχε καταγωγή από τη Ζάκυνθο και με τη γιαγιά μου απέκτησαν δώδεκα παιδιά. Ο πατέρας μου, Αντώνης, ήταν ο πρωτότοκος, ο οποίος αργότερα παντρεύτηκε τη μητέρα μου, Ελένη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η οικογένειά μου ήταν πιλοποιοί, δηλαδή κατασκεύαζαν κατά κύριο λόγο καπέλα για άνδρες. Την περίοδο του πολέμου το εργοστάσιο κατασχέθηκε, έγινε στάβλος από τους Ιταλούς αλλά και πεδίο μάχης έπειτα, κατά τη διάρκεια του αιματηρού Εμφυλίου.
Ανεπούλωτη και βαθιά πληγή παραμένει ακόμη ο θάνατος της μητέρας μου σε ηλικία 39 ετών. Χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Αισθάνεσαι μετέωρος. Κλονίζεται η πίστη σου. Μια δυσαναπλήρωτη απώλεια. Εκείνη την ανεξίτηλη ημέρα μελετούσα αναλυτική χημεία και πήγα στην κουζίνα.
Τη θυμάμαι να είναι με τα χέρια της γεμάτα αλεύρι, φτιάχνοντας κουλουράκια: προσπάθησε να ψελλίσει το όνομά μου και τότε σωριάστηκε στο πάτωμα. Ο γιατρός έφτασε λίγη ώρα αργότερα, αλλά η μητέρα μου ήταν νεκρή από εγκεφαλικό, το οποίο είχε προκληθεί από υπέρταση. Ήμουν μόλις 19 ετών. Ευτυχώς, όταν γεννήθηκε η κόρη μου, η Ελεάνα, αισθάνθηκα ότι η μητέρα μου ξαναγεννήθηκε. Της μοιάζει αφάνταστα.
Όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινα ένας συνθέτης που δεν εντάχθηκε ποτέ σε κανένα κύκλωμα δισκογραφίας. Δεν έκανα συμβόλαιο με καμία εταιρεία, δεν είχα κανένα κόμμα να με υποστηρίξει, αλλά και καμία εκδοτική παρέα για να γράφει αποθεωτικές κριτικές για το έργο μου. Ευτυχώς, δεν βρέθηκαν τέτοια δεκανίκια στον δρόμο μου. Δεν με γοήτευσαν ποτέ οι «αυλές».
Ήμουν παιδάκι όταν ανακοίνωσα στη μητέρα μου, την ωραιότερη γυναίκα που γνώρισα ποτέ, ότι ήθελα κάποτε να σπουδάσω μουσική. Στο άκουσμα της φράσης μου τα όμορφα μαύρα μάτια της σκούρυναν, άνοιξαν διάπλατα και χωρίς να το σκεφτεί, αυθόρμητα μου είπε: «Παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μη γίνεις μουζικάντης».
Όμως, δειλά-δειλά είχα ξεκινήσει να παίζω πιάνο σε ηλικία έξι ετών, σκαλίζοντας προσεκτικά το πιάνο της γιαγιάς μου. Ωστόσο, δεν σπούδασα μουσική, δεν πήγα ποτέ σε ωδείο, είμαι αυτοδίδακτος. Κατάφερα, όμως, να διευθύνω τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και να συνεργαστώ με τους μεγαλύτερους σολίστ του πλανήτη.
Όταν τελείωσε η Κατοχή και το εργοστάσιο είχε καταστραφεί πια, ζούσαμε από τα έσοδα ενός μαγαζιού με καπέλα στην οδό Μητροπόλεως. Για να συντηρώ την οικογένειά μου έπαιζα σε αμερικανικές λέσχες και σε εγγλέζικες καντίνες. Όταν ήμουν φοιτητής στο Χημικό, άκουσα ότι ένας θαυμάσιος πιανίστας είχε φύγει για τη Νότια Αμερική και η ορχήστρα του Βαγγέλη Ευαγγελίου έψαχνε αντικαταστάτη.
Είχα μάθει όλο το ρεπερτόριο ως αυτοδίδακτος κι έτσι βρέθηκα να είμαι μέρος μιας σπουδαίας ορχήστρας, ενώ παράλληλα διάβαζα ώρες ατελείωτες για να πάρω το πτυχίο μου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Φοίτησα στο Λεόντειο Λύκειο, σπούδασα στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρα το διδακτορικό μου στη Χημεία από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ στις ΗΠΑ.
Στην Αμερική πήγα το 1950, ως ειδικός στην αγορά μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας της οικογενειακής μας εταιρείας. Εκεί ήταν που η τύχη με βοήθησε ώστε να συνδεθώ με τον μεγάλο σαξοφωνίστα Lester Young, ο οποίος περιόδευε με το κουαρτέτο του. Ένα βράδυ, λοιπόν, έλειπε ο πιανίστας του.
Κάποιος που με ήξερε από τις εκπομπές μου στο KDAL με σύστησε ως «jazz pianist from Greece», δηλαδή ως έναν Έλληνα τζαζίστα. Αρχίσαμε να παίζουμε και σταδιακά ένιωσα την αρχική τους επιφύλαξη να σβήνεται. Με κυρίευαν συναισθήματα ευφορίας, που με έκαναν να δέχομαι τους αυτοσχεδιασμούς τους και να απαντάω, προσθέτοντας στη μουσική μας κουβέντα κάτι ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή κάναμε ένα σύντομο διάλειμμα για να πιούμε ένα ποτό που μας κέρασε ο καταστηματάρχης και γυρίσαμε ξανά στα όργανά μας.
Βιαζόμασταν να ξαναπαίξουμε. Ανεκτίμητες στιγμές. Θυμάμαι, σαν να ‘ναι τώρα, τον Lester Young να ξεκινάει το «Yesterdays» του Jerome Kern. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι. Ήταν μία και είκοσι και είχα να ξυπνήσω στις επτά και μισή για το πανεπιστήμιο. Σύντομα ξεχάστηκα, παρασυρμένος από τη σοβαρότητα των μουσικών διαλόγων, που, όσο πέρναγε η ώρα, γίνονταν όλο και πιο περιεκτικοί.
Όταν τελειώσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι και αισθανόμασταν γεμάτοι από μουσική. Ο Lester με πλησίασε και γελώντας μου είπε: «Έι, Dee (από το Dimitri), έχεις πρόβλημα με το χρώμα του δέρματός σου, να το κοιτάξεις». Με τον τρόπο του είχε φροντίσει να εξισώσει τη μουσική μου ευαισθησία με τη νέγρικη μοναδικότητα.
Το πρώτο μου βραβείο το πήρα στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το «Αστέρι αστεράκι» σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη, με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Νεαρός πιανίστας ακόμα, τιμήθηκα με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Mινεσότα το 1951 και την επόμενη χρονιά αναδείχθηκα πέμπτος κατά σειρά πιανίστας στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν κι άλλες σημαντικές διακρίσεις, π.χ. στο Διεθνές Φεστιβάλ Τραγουδιού του Σόποτ της Πολωνίας αλλά και το βραβείο ενορχήστρωσης στο Jazz Clinic Festival στην Ουάσινγκτον το 1966.
Φυσικά, η απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, αλλά και η βράβευσή μου από την Ακαδημία Αθηνών, με προεδρεύοντα τον φίλο μου Δημήτρη Νανόπουλο. Ωστόσο, μία από τις ιδιαίτερες στιγμές για μένα ήταν όταν αναδείχθηκα επίτιμος διδάκτωρ Χημείας στο Πανεπιστήμιο Πατρών τον Απρίλιο του 2010.
Η χημεία είναι η κορυφαία των επιστημών. Αλλά και η μουσική μια χημεία από νότες είναι, που μεταδίδουν συναισθήματα. Λατρεύω εξίσου τη χημεία και τη μουσική.
Τις ελληνικές ταινίες δεν τις είχα δει ποτέ στο παρελθόν και το έκανα κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Θυμόμουν ακόμη κάθε λεπτομέρεια από τα χρόνια της συνεργασίας με τη Φίνος Φιλμ, τις ατελείωτες ώρες στο μοντάζ, τις ηχογραφήσεις, τους τραγουδιστές και τις χορωδίες.
Στην αρχή ο Φίνος δεν με ήθελε, γιατί δεν είχα γράψει ούτε ένα τραγούδι. Ο Δαλιανίδης ήταν εκείνος που επέμεινε να γράψω τη μουσική για τις ταινίες: Νόμος 4000, Ίλιγγος, Στεφανία, Στον αστερισμό της Παρθένου κ.λπ.
Συνεργάστηκα με πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες που άφησαν ανεξίτηλη σφραγίδα στον χώρο της μουσικής, με τους οποίους αποκτήσαμε φιλικές σχέσεις. Πάντα ξεχωρίζω τον Γιώργο Ζαμπέτα για την ευαισθησία του και τη ζεστή πενιά του. Όπως και τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο πολλές φορές βρισκόμαστε και καθόμαστε στο πιάνο, παίζοντας ώρες ατελείωτες.
Έχουμε περάσει μαζί αξέχαστα απογεύματα με γέλια, πειράγματα και συγκινήσεις. Ο Μίκης «κατέβασε» κατά κάποιον τρόπο την ποίηση στο πεζοδρόμιο. Με τον Μάνο Χατζιδάκι συνεργαστήκαμε στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, όταν ξεκίνησα μια εκπομπή με τίτλο «Ας μιλήσουμε για μουσική».
Ο «Δρόμος» είναι ο εμπορικότερος δίσκος όλων των εποχών. Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ήμασταν αχτύπητο δίδυμο και σεβόμαστε ο ένας τη δουλειά του άλλου. Μια βραδιά που ήμασταν στο σπίτι του Λευτέρη, είχε σκόρπια κάποια χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Εκείνος δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν καλό υλικό για τραγούδια.
Σ’ αυτά υπήρχαν μνήμες από τα εφηβικά του χρόνια και την Κατοχή. Επίσης, δεν είχαν ρεφρέν, με εξαίρεση το «Ξημερώνει Κυριακή». Δύο μέρες μετά τα τραγούδια αυτά παρουσιάστηκαν στον Αλέκο Πατσιφά και στη δισκογραφική LYRA, κι έτσι γεννήθηκε ο «Δρόμος». Ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Ρένα Κουμιώτη και η Πόπη Αστεριάδη συμμετείχαν με τις φωνές τους σε έναν δίσκο που ηχογραφήθηκε σε περίπου δέκα ώρες.
Πάντα ήθελα να βρίσκω νέες φωνές και ταλέντα που ξεχώριζαν για τις ερμηνευτικές τους ικανότητες και να περιστοιχίζομαι από νέους ανθρώπους. Η Τζένη Βάνου ήταν για μένα η κορυφαία ερμηνεύτρια. Το «αηδόνι» του ελληνικού πενταγράμμου. Μια σπουδαία φωνή. Η συγκλονιστικότερη τραγουδίστρια που έχει περάσει από τη ζωή μου.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν δικό μου δημιούργημα, όπως και πολλοί άλλοι, εξαιρετικοί τραγουδιστές. Με τον αγαπημένο Γιάννη είχαμε εμφανιστεί και στο Carnegie Hall το 1966, στο Jazz Clinic Festival. Ξεχωρίζω, επίσης, τη Ζωή Κουρούκλη και τον Τόλη Βοσκόπουλο, με τον οποίο διατηρούμε έναν αμοιβαίο σεβασμό και μια ειλικρινή φιλία.
Ένας άλλος σημαντικός άνθρωπος της ζωής μου είναι η Ειρήνη Παππά, η οποία ήταν αυτή που έπεισε τη γυναίκα μου να με παντρευτεί. Πάντα ήθελε να μας παντρέψει. Ακόμη κι όταν έμαθε ότι παντρευτήκαμε κρυφά, έλεγε διαρκώς «ναι, αλλά η κουμπάρα είμαι εγώ». Τελικά, γίναμε συγγενείς όταν βάφτισε την κόρη μας, μαζί με τον Στέφανο Κορκολή και την αδελφή της γυναίκας μου Ναλίτα.
Δεν μπορώ να μην αναφέρω και τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία είχε έρθει πέρσι στο σπίτι και αισθανθήκαμε σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Η Νάνα κάποτε είχε πει ότι μπορεί να οφείλει στον Χατζιδάκι μεγάλο μέρος της δισκογραφίας της, στον Πλέσσα όμως χρωστά τον τρόπο που στάθηκε στις διεθνείς μουσικές σκηνές.
Η μουσική είναι συνώνυμο της ζωής μου. Είναι η αρχή, η μέση και το τέλος. Κάθε πρωί ακούω συνήθως Τρίτο Πρόγραμμα και βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Επίσης, τέσσερις ημέρες την εβδομάδα, από τις 11 το πρωί δουλεύω διαρκώς με τον εξαιρετικό μουσικό Αλέξανδρο Αυλητή. Χωρίς σκληρή δουλειά, δεν μπορείς να επιτύχεις τίποτα.
Γι’ αυτό μου αρέσει καθημερινά να διασκευάζω είτε παλιά μου κομμάτια σε τζαζ είτε να γράφω νέες συνθέσεις, τις οποίες πολλές φορές στέλνω στην κόρη μου, η οποία τα ανεβάζει στο YouTube. Είναι αυτή που διαχειρίζεται το επίσημο κανάλι μου στο YouTube. Έχω σκοπό να δημιουργώ μέχρι να πεθάνω. Γι’ αυτό, το μόνο που μου λείπει σήμερα είναι οι συναυλίες, τις οποίες θεωρώ την ψυχή ενός καλλιτέχνη.
Όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινα ένας συνθέτης που δεν εντάχθηκε ποτέ σε κανένα κύκλωμα δισκογραφίας, δεν έκανε συμβόλαιο με καμία εταιρεία, δεν είχε κανένα κόμμα να με υποστηρίξει αλλά και καμία εκδοτική παρέα για να γράφει αποθεωτικές κριτικές για το έργο μου. Ευτυχώς, δεν βρέθηκαν τέτοια δεκανίκια στον δρόμο μου. Δεν με γοήτευαν ποτέ οι «αυλές». Προφανώς, υπήρχαν άνθρωποι που μου γύρισαν την πλάτη και με πρόδωσαν.
Ίσως κι εγώ με τη σειρά μου να πλήγωσα κάποιους. Αλλά χαίρομαι κυρίως επειδή μπόρεσα, διάφορες εικόνες, στιγμές και βιώματα της ζωής μου, να τα μετατρέψω σε νότες και μελωδίες που συμβάδισαν μουσικά με πολλούς στίχους, δημιουργώντας αξεπέραστα τραγούδια και επιτυχίες.
Έκανα τρεις γάμους και έχω δύο παιδιά, τον Αντώνη και την Ελεάνα. Με τη γυναίκα μου Λουκίλα είμαστε παντρεμένοι εδώ και 28 χρόνια, αν και συνδεόμαστε από πιο παλιά. Το μυστικό για ένα ζευγάρι είναι ο σεβασμός στα θέλω του άλλου. Έτσι επιτυγχάνονται η αρμονία και η αλληλοσυμπλήρωση. Θεωρώ ότι μια σχέση ξεκινά με ενθουσιασμό, ακολουθεί η ερωτική έλξη που οδηγεί στον έρωτα και ύστερα συναντάς την αγάπη και την τρυφερότητα, που δίνουν τη θέση τους στη στοργή.
Κάποτε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προσπάθησα να συμπυκνώσω τη ζωή μου σε λίγες λέξεις. Εκεί, μεταξύ άλλων, έγραφα κάτι που αφιέρωσα στη γυναίκα μου: «Πράγματα καθημερινά γλυκάνανε τη νιότη. Θυμάμαι που βαφτίσαμε την κόρη μας την πρώτη. Και μες στο καταστάλαγμα της πρώτης μας ορμής. Γεννήθηκαν οι πιο όμορφες οι σχέσεις της στοργής. Κι όπως ετοιμαζόμουνα να ζήσω με αναμνήσεις, μου ‘παν, στα χρόνια που έρχονται, θα ‘χεις πολλά να ζήσεις».
Τα δυο αγαπημένα μου τραγούδια είναι το «Ποιος το ξέρει» και το «Έπεσε βαθιά σιωπή». Αν και στο παρελθόν έχω γνωρίσει πολλές δυσκολίες και αδικίες, τώρα, πατώντας τα ενενήντα έξι μου χρόνια, πιστεύω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία της ζωής μου θα είναι τα ενενήντα επτά. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα στη διάρκεια της διαδρομής μου.
Ακόμη και για το γεγονός ότι επέλεξα να γυρίσω στην Ελλάδα και όχι να μείνω στην Αμερική, όπου τα χρήματα ήταν πολύ περισσότερα. Η ζωή μου είναι γεμάτη από χαρές, στενοχώριες, επιτυχίες αλλά και λύπες. Και θα χρειαζόμουν μια δεύτερη ζωή για να καταφέρω να πετύχω όσα ακόμη ήθελα.
Δεν με τρομάζει ο θάνατος, διότι έχω συμφιλιωθεί απόλυτα μαζί του. Ως χαρακτήρας, πάντοτε έλεγα την αλήθεια. Δεν έχω πει ποτέ και σε κανέναν ψέματα. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω πώς είναι να υποκρίνεσαι. Μάλιστα, λατρεύω την αλήθεια επειδή είναι γυμνή και η πορεία ενός ανθρώπου είναι σαφώς αποτέλεσμα μόνο της αλήθειας του και των πεποιθήσεών του. Γι’ αυτό και η ζωή με έχει διδάξει να μην εκτίθεμαι σε ανθρώπους στους οποίους δεν έχω εμπιστοσύνη.
Και οι δυνατοί λυγίζουν… Όχι, δεν είναι τίτλος κάποιας Ελληνικής μελό ταινίας. Είναι η συναισθηματική αντίδραση ακόμα και του πιο σκληρού ανθρώπου όταν βλέπει τη σκηνή του Ορέστη Μακρή και της μικρής Μαρίας Καλαμιώτου στη ταινία, “Η κάλπικη λίρα“.
Το δάκρυ θα τρέξει, όσο και αν προσπαθήσεις να το κρύψεις. Ο σκληρός τσιγκούνης που μετράει ακόμα και το ένα λεπτό, συγκινείται και παραδίδεται μπροστά στο δράμα της μικρής οκτάχρονης. Αποδεικνύοντας ότι οι πλούσιοι, όπως ο Σκρουτζ Μακ Ντακ, κατα βάθος κρύβουν μία χρυσή καρδιά.
Ο Ορέστης Μακρής, αυτός ο ηθοποιός μεγατόνων, ο οποίος αν βρισκόταν στο εξωτερικό σίγουρα θα είχε κερδίσει υποψηφιότητα για Όσκαρ. Μεγάλη υποκριτική μορφή της μεταπολεμικής Ελλάδας ο Μακρής διέπρεψε ιδιαίτερα στους ρόλους του στρυφνού, του περίεργου, ο οποίος στις δύσκολες στιγμές θα βγάλει την κρυμμένη του ευαισθησία.
Ένας τενόρος οπερέτας που έμεινε στη μνήμη των Ελλήνων για την άρτια ερμηνεία του ως “μεθύστακας”, μίας ταινίας που αποτέλεσε σταθμό στον Ελληνικό κινηματογράφο.
Ένας μεθυσμένος χτυπημένος από τη μοίρα, θυμίζοντας τους άβολους μοιραίους του Κώστα Βάρναλη οι οποίοι έχουν αφεθεί στη μοίρα. Ένας πόνος που κοιτάζει τον πάτο του ποτηριού, στον οποίο παίρνουν μορφή όλα τα δράματα της ζωής που ο ίδιος προσπαθεί να ξεχάσει.
Τυποποιήθηκε στη μνήμη του κοινού σε ρόλους αυστηρού και συντηρητικού πατέρα, ο οποίος βλέπει τον κόσμο να γυρίζει ανάποδα όταν η προοδευτική σε ιδέες Γεωργία Βασιλειάδου αναλαμβάνει να παντρέψει όλες τις κόρες του στο έργο, “Η θεία από το Σικάγο.
Στην “Κυρά μας η μαμή”, είναι ξανά ο αυστηρός ιατρός ο οποίος μάχεται τις αντιεπιστημονικές πρακτικές μίας μαμής, η οποία επιμένει σε φυλακτά, ξεματιάσματα και λαϊκές προλήψεις.
Για ακόμα μία φορά αντίπαλος με την αιώνια άσχημη, Γεωργία Βασιλειάδου σε μία αναπαράσταση της διαχρονικής κόντρας ανάμεσα στην πραγματική Επιστήμη και τις ψευδοεπιστήμες οι οποίες πάντοτε προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ευκολοπιστία και την αδυναμία των ανθρώπων.
Ο Ορέστης Μακρής έκανε και αμιγώς κωμικούς ρόλους, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να προσφέρει στο κοινό ένα χιουμοριστικό και ανάλαφρο θέαμα.
Όλοι γελάσαμε με τον γυμναστή, Γκίκα στη ταινία, “Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο” ο οποίος τελικά γίνεται το θύμα της φάρσας που είχαν σκαρώσει οι άτακτες μαθήτριες στον καθηγητή Φλωρά.
Ο Ορέστης Μακρής ήταν ένας ηθοποιός από τους λίγους, διαμάντι που δε έχασε ποτέ την αξία του. Αν υπήρχε δυνατότητα να ακολουθήσει καριέρα στο εξωτερικό, θα είχε λάβει σίγουρα Όσκαρ…
Η ταινία, "Ένα βότσαλο στη λίμνη" προβλήθηκε τη σαιζόν 1952-1953 και έκοψε 151.058 εισιτήρια. Ήρθε στην 2η θέση σε 22 ταινίες.-Η ταινία είναι Ελληνικής...