11.6 C
Athens
Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου, 2025

Λαυρέντης Διανέλλος: Η ψυχή του ελληνικού κινηματογράφου

Υπάρχουν ονόματα που δεν χρειάζονται φανφάρες για...

Βαγγέλης Βουλγαρίδης: Ο ευγενικός ζεν πρεμιέ

Τις περισσότερες φορές, ήταν εκείνοι οι δευτεραγωνιστές...
Blog Σελίδα 47

Θα έρθει η Βουγιουκλάκη το βράδυ

Βουγιουκλάκη

Ένα εξαιρετικό κείμενο του φίλου μου Γιώργου Παυριανού, για την Αλίκη, στην Athens Voice, μου ανέσυρε μνήμες που δεν πρόκειται ποτέ να σβηστούν από τον σκληρό δίσκο. Το αναδημοσιεύω ολόκληρο και γιατί είναι υπέροχο όπως προείπα, αλλά γιατί με αναφέρει και μένα (χε χε)…

«Θα έρθει η Βουγιουκλάκη το βράδυ» μου λέει ο Γιώργος Μαρίνος και αρχίζει να μακιγιάρεται νευρικά. Είμαστε στη «Μέδουσα», του έχω γράψει τραγούδια για το πρόγραμμα, που αρέσουν πολύ, τα λέει τέλεια και, σχεδόν κάθε βράδυ, έχω το προνόμιο να πηγαίνω στο καμαρίνι του. Κάθομαι μαζί του μέχρι να ετοιμαστεί και όταν αρχίζει το πρόγραμμα βγαίνω έξω για να τον απολαύσω. «Καλά, θέλω να δω τι θα κάνει όταν ακούσει το νούμερο που τη σατιρίζεις» του λέω γελώντας.

«Δεν θα το παίξω το νούμερο, αγάπη μου, δεν μπορώ να παίζω μπροστά σε αυτούς που σατιρίζω» μου λέει με ύφος που δεν σηκώνει αντιρρήσεις. «Μα είσαι τρελός; Η Αλίκη έρχεται γι’ αυτό το νούμερο!» επιμένω. «Αποκλείεται, αγάπη μου, αποκλείεται! Σου είπα, δεν μπορώ να παίξω! Φύγε τώρα και άσε με να ετοιμαστώ γιατί έχω αργήσει». «Τι, δεν θα κάτσω να μου τη γνωρίσεις; Τον Βλάσση Μπονάτσο τον ξέρω, αλλά την Αλίκη δεν την έχω συναντήσει ποτέ». «Καλά, κάτσε να στη γνωρίσω μωρή!» «Μη με λες μωρή!» «Εσύ μου το έμαθες, αγάπη μου, εγώ πριν δεν έλεγα ούτε άι στο διάολο» μου λέει με το πιο αθώο ύφος του κόσμου και συνεχίζει το μακιγιάζ.

Ακούγεται σούσουρο στην πλατεία, κρυφοκοιτάζω από τις κουίντες, μπαίνει η Αλίκη με τον Βλάσση και μεγάλη παρέα. Φοράει ένα κομψό μπλε ταγιέρ, κρατάει ένα μικρό ασημένιο κομπολογάκι που το παίζει μάγκικα, τινάζει με φιλαρέσκεια τα ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά, τα τσαχπίνικα μάτια της με τις τεράστιες βλεφαρίδες εξερευνούν το χώρο, μοιράζει χαμόγελα δεξιά και αριστερά, ο μετρ την οδηγεί στο τραπέζι της. Η ορχήστρα αρχίζει να παίζει, ο Μαρίνος σβήνει όλα τα φώτα στο καμαρίνι, κάνει το σταυρό του και από το σκοτάδι βγαίνει στα φώτα της πίστας. Το σόου αρχίζει…

«Κρίμα, βρε Γιώργο, κι εγώ είχα έρθει για να δω το νούμερο που με σατιρίζεις!» λέει απογοητευμένη η Αλίκη. Έχει περάσει πρώτα από την Τάνια Τσανακλίδου και τον Κώστα Τουρνά, που εμφανίζονται μαζί με τον Μαρίνο εκείνη τη χρονιά, και τώρα κάθεται σαν βασίλισσα στο καμαρίνι του. Δίπλα της ο Βλάσσης και παραδίπλα εγώ. «Καλά, το “Walk on the Wild Side” το έκανες τέλειο στα ελληνικά. Ήταν φο-βε-ρό!» μου λέει ο Βλάσσης. «Αλίκη, να σου συστήσω τον Γιώργο Παυριανό.

Είναι ένας νέος, ταλαντούχος στιχουργός» κάνει τις συστάσεις ο Μαρίνος. Μου δίνει το χέρι της, οι τεράστιες βλεφαρίδες ανοίγουν, με κοιτάζει εξεταστικά. «Ο Βλάσσης μού έχει μιλήσει για σένα. Ετοιμάζω κάτι και θα σε χρειαστώ. Γράψε το τηλέφωνό μου». «Ε, όχι και να μου πάρεις τους συνεργάτες, βρε Αλίκη» διαμαρτύρεται μισοαστεία-μισοσοβαρά ο Μαρίνος, μα εγώ έχω ήδη ορμήσει, έχω πάρει χαρτί και μολύβι και περιμένω. «7237.771, πάρε με αύριο το μεσημέρι για να συνεννοηθούμε» μου λέει και κοιταζόμαστε συνωμοτικά.

Είναι απόγευμα, ένα γλυκό φθινοπωρινό φως μπαίνει από το παράθυρο και κάνει την τεράστια κρεβατοκάμαρα της Αλίκης να μοιάζει σαν σκηνικό. Είναι κουλουριασμένη στο κρεβάτι, φοράει ένα ροζ μπουρνούζι, τα ξανθά μαλλιά είναι τραβηγμένα πίσω, οι υπέροχες βλεφαρίδες έχουν εξαφανιστεί, τα χείλη χωρίς κραγιόν δείχνουν μικρότερα. «Τι κοιτάς, τα μάτια μου; Είναι μικρά σαν κουμπότρυπες!» μου λέει σα να καταλαβαίνει τις σκέψεις μου. «Και το στόμα μου είναι μικρό, σαν της γάτας.

Είμαι και κοντή, απορώ κι εγώ μερικές φορές πώς έχω γίνει σταρ!» συνεχίζει τον αυτοσαρκασμό. «Να τα πεις αυτά του Μαρίνου, να τα κάνει νούμερο! Μα γιατί κάθεσαι όρθιος; Πάρε ένα σκαμπό και έλα κάτσε κοντά μου. Ωραία. Λοιπόν, θέλω να κάνω το “Βίκτωρ-Βικτώρια” στο θέατρο και θέλω να μου γράψεις τα τραγούδια. Την έχεις δει την ταινία;» «Όχι». «Την έχω σε βίντεο, θέλεις να τη δούμε μαζί;» «Αν θέλω, λέει! Δεν έχω καλύτερο!»

vougiouklaki mouratidis

Βλέπουμε την ταινία, μου δείχνει τα σημεία που θέλει τα τραγούδια, σηκώνεται, περπατάει ξυπόλητη, ξανακουλουριάζεται στο κρεβάτι, μου δίνει ιδέες, μου βάζει τις μουσικές του Θάνου Μικρούτσικου. Κάποια στιγμή θέλω να πάω στο μπάνιο. «Πήγαινε στο δικό μου» μου λέει με ένα πονηρό χαμόγελο. Μπαίνω στο μπάνιο και τι βλέπω; Πάνω από την τουαλέτα έχει κρεμασμένες τις φωτογραφίες του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου!

Τραβάω το καζανάκι, ο Κωνσταντίνος μού χαμογελάει από τα κάδρα, του χαμογελάω και εγώ, βγαίνω από το μπάνιο σκασμένος στα γέλια. «Μήπως θέλεις να σου εξηγήσω το συμβολισμό;» με ρωτάει. «Όχι, όχι, τον κατάλαβα αμέσως!» απαντάω και συνεχίζω να γελάω. Σηκώνεται από το κρεβάτι. Έχει βραδιάσει. «Μέχρι να ετοιμαστώ δεν πας δίπλα να πεις μια καλησπέρα στον Γιαννάκη; Έχει πάρει ένα κομπιούτερ και έχει κολλήσει με αυτό!»

Tο δωμάτιο φωτίζεται μόνο από την οθόνη της τηλεόρασης. Μπροστά της ο Γιάννης παίζει κάποιο βιντεοπαιχνίδι. Δείχνει αφοσιωμένος. «Γεια σου, Γιάννη, είμαι ο Γιώργος Παυριανός και είμαι συνεργάτης της μητέρας σου. Ήρθα να σου πω μια καλησπέρα». «Καλησπέρα» απαντάει χωρίς να γυρίσει να με δει. «Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζεις;» «Σου δίνουν έναν πλανήτη και πρέπει να τον διοικήσεις.

Πρέπει να τους μοιράζεις λεφτά, να διορίζεις διοικητές, να φροντίζεις για την υγεία τους, την τροφή τους, να προλαβαίνεις επαναστάσεις, να διαχειρίζεσαι τα κέρδη σου, να σταματάς πολέμους, τα πάντα». Νιώθω να με τυλίγει η μοναξιά και η μελαγχολία αυτού του αγοριού. Δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να καταλάβεις τι βάρος είναι να είσαι γιος της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ. «Μωρέ, δεν αφήνεις τους πλανήτες και να έρθεις έξω να πούμε καμιά σαχλαμάρα;» «Όχι, όχι. Έχω φτάσει στο επίπεδο Β και σε λίγο θα μπω στο Α. Δεν θέλω να το χάσω».

H Αλίκη έχει ντυθεί και μακιγιαριστεί, οι τεράστιες βλεφαρίδες της πεταρίζουν πάλι, το κόκκινο χειλάκι προβάλλει ερεθιστικό, ο ξανθός χείμαρρος την περιβάλλει σα φωτοστέφανο, μάλιστα, αυτή είναι η Βουγιουκλάκη που ξέρω! Έρχεται ο Βλάσσης, το σπίτι γεμίζει με τις φωνές του. «Κα-τα-πλη-κτι-κό! Είναι και ο Παύρης εδώ!» «Ποιος Παύρης;», με κοιτάζει ξαφνιασμένη, σαν να της έδωσα ψεύτικο όνομα. «Οι φίλοι με λένε Παύρη» της εξηγώ. «Είναι συντομογραφία του Παυριανός».

«Α, όπως εμένα με λένε Βουγιούκλο! Ευτυχώς που έχω το Βλασσούλη και μου τα μαθαίνει όλα αυτά. Να, προχτές έμαθα το χάι!» «Είναι πολύ πίσω η γυναίκα!» λέει ο Βλάσσης και πάει προς την κουζίνα. «Άκου να μην ξέρει το χάι! Φο-βε-ρό! Παύρη, θέλεις χαβιάρι και βότκα;» «Αν το χαβιάρι είναι Μπελούγκα…» «Μπελούγκα είναι» πετιέται υπερήφανη η Αλίκη, «μου το στέλνει ο κουμπάρος μου ο Κρικέλας από τη Θεσσαλονίκη».

Η Νότα, η πιστή της Αλίκης, ετοιμάζει τα ψωμάκια, τα βουτυρώνει, η Αλίκη βάζει επάνω μια μεγάλη κουταλιά χαβιάρι, στάζει λεμόνι και με ταΐζει. «Όταν εκεί έξω θα σου λένε ότι η Αλίκη είναι τσιγκούνα, εσύ θα τους λες ότι σε τάιζε χαβιάρι Μπελούγκα με τα χεράκια της! Κατάλαβες, μικρέ μου Παύρη;» μου λέει την ώρα που με καληνυχτίζει στην εξώπορτα.

Είναι νωρίς ακόμα, προλαβαίνω να περάσω μια βόλτα από τη «Μέδουσα». Ο Μαρίνος μού κάνει ψεύτικες ζήλιες: «Λοιπόν, τι σου είπε αυτή;» «Θέλει να της γράψω τραγούδια για το “Βίκτωρ-Βικτώρια”. Θα το ανεβάσει στο θέατρο». «Μπα, και θα σου δώσει λεφτά γι’ αυτό;» «50.000 δραχμές το τραγούδι». «Ας γελάσω! Αυτή δεν δίνει του αγγέλου της νερό, θα σου δώσει εσένα 50 χιλιάρικα το τραγούδι; Είσαι τρελή, μωρή!» «Μη με λες μωρή!» «Εσύ μου το ’μαθες, αγάπη μου, κ.λπ., κ.λπ.».

«Σε ζητάει κάποια που ισχυρίζεται ότι είναι η Βουγιουκλάκη» μου λέει με ξινισμένο ύφος η μάνα μου, «να δούμε τι άλλο ακόμα θα ακούσουμε!» συμπληρώνει πικρόχολα και κατευθύνεται προς την κουζίνα. Παίρνω το ακουστικό. «Έλα, μικρέ μου Παύρη, τι κάνεις; Έχουμε αρχίσει πρόβες και δεν έχουμε τα τραγούδια. Τα τελείωσες;» «Τελειώνω, Αλίκη μου, τελειώνω, σε μια βδομάδα θα είμαι έτοιμος». «Άντε, γιατί δεν θα προλάβουμε».

Στρώνομαι στη δουλειά και σε μια βδομάδα έχω έτοιμα δύο τραγούδια: το τραγούδι του Βλάσση «Τις νύχτες που κυκλοφορώ» και το «Γαρίφαλο», το ντουέτο της Αλίκης με τον Βλάσση. Τα πάω στο θέατρο, στην πρόβα. Της αρέσουν πολύ. Αρέσουν και στον Θάνο Μικρούτσικο και στο μεταφραστή του έργου, τον Μάριο Πλωρίτη. «Λείπει όμως το δικό μου, το τραγούδι που λέω στη σκηνή καπιτάλε. Θέλεις μετά την πρόβα να πάμε σπίτι να φάμε και να το συζητήσουμε;» με ρωτάει η Αλίκη.

Oδός Στησιχόρου, βράδυ, καθόμαστε στην κουζίνα και τρώμε φρέσκο ψάρι. «Όλο ψαράκια θέλω να τρώω». «Ε, τι γατούλα θα ήσουνα αν δεν σου άρεσαν τα ψάρια;» Αρχίζουμε με τον Βλάσση τις βότκες και το χαβιάρι. Η Μπελούγκα έχει φτάσει στον πάτο. Κάθομαι στο σαλόνι μισομεθυσμένος.

Η Αλίκη προσπαθεί να με υπνωτίσει: «Θέλω ένα τραγούδι που να λέει ότι είμαι μόνη μου στην κορυφή και ψάχνω να βρω έναν άντρα να τον αγαπήσω και δεν τον βρίσκω. Γιατί εγώ, μικρέ μου Παύρη, είμαι γυναίκα αλλά είμαι και αντράκι. Έχω τσαγανό. Είμαι συνέχεια στην πρίζα και…» «Άσε, ρε παιδάκι μου, λίγο να κουλάρουμε!» διακόπτει την ύπνωση ο Βλάσσης. «Όλο τη δουλειά έχεις στο μυαλό σου! Εδώ γίνονται πράγματα φο-βε-ρά!

Το ξέρετε ότι ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς μαζί με τον Νίκο Μουρατίδη είδαν ένα UFO στη Λάρισα;» «Ο Μουρατίδης μού πρότεινε να κάνουμε μια φωτογράφιση την ημέρα που θα κόψω τα μαλλιά μου» συνεχίζει απτόητη η Αλίκη. «Μα θα τα κόψεις αλήθεια;» τη ρωτάω απορημένος.

«Όχι, καλέ, λίγο τις άκρες θα πάρω. Θα δυναμώσουν κιόλας». «Και τον Βίκτωρα πώς θα τον παίζεις στο θέατρο;» «Έχω παραγγείλει στο φίλο μου τον Τόλη και θα μου φέρει από την Αγγλία μια περούκα καταπληκτική». «Α, είπα κι εγώ». «Ο Μουρατίδης λέει να μοιράσουμε τα κομμένα μαλλιά σε δέκα τυχερές αναγνώστριες του περιοδικού “Μανίνα”.

Πώς σας φαίνεται;» «Χριστός και Παναγία!» σταυροκοπιέται η Νότα. «Να μην το κάνεις, Αλικάκι μου! Θα πάρουν τα μαλλιά και θα σου κάνουν μάγια!» «Το σκέφτηκα κι εγώ. Λέω να πάρουμε τα μαλλιά από καμιά περούκα και να τους τα δώσουμε. Νότα, στο θέατρο έχει κάτι παλιές περούκες. Βρες μία που να ταιριάζει με το χρώμα των μαλλιών μου».

«Καλά, είναι πολύ πίσω τα άτομα» μονολογεί ο Βλάσσης, «εγώ τους μιλάω για UFO κι αυτές μιλάνε για μάγια, λες και βρισκόμαστε στον Μεσαίωνα! Αλίκη, δεν ετοιμάζεσαι να πάμε στο “Εργοστάσιο”; Έχει πάρτι απόψε και θα γίνεται χαμός! Μέχρι και η Μελίνα Μερκούρη θα είναι».

Tο «Εργοστάσιο» είναι στα φόρτε του. Απ’ έξω μια μεγάλη ουρά από κόσμο περιμένει υπομονετικά. Στην πόρτα ο Άρης Δαβαράκης διαλέγει τους τυχερούς που θα μπούνε μέσα. Ο Βλάσσης παρκάρει την πράσινη Mercedes, μπαίνουμε από την πλαϊνή πόρτα και προσπαθούμε να διασχίσουμε το αγριεμένο πλήθος για να φτάσουμε στα τραπέζια. Ξαφνικά, μια τρελή αδερφή, η Μανώλα, βλέπει την Αλίκη, γουρλώνει τα μάτια και ορμάει κατά πάνω της ουρλιάζοντας «Η Βουγιούκλο!

Η Βουγιούκλο!», και πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε της πιάνει τα βυζιά! «Για να δω, μωρή, δικά σου είναι τα βυζιά ή ψεύτικα; Καλέ είναι πραγματικά! Η Βουγιούκλο έχει αληθινά βυζιά!» λέει θριαμβευτικά. «Βλάσση! Βλάσση!» ουρλιάζει γεμάτη πανικό η Αλίκη. Επεμβαίνει ο Βλάσσης, η Μανώλα τρώει δυο ανάποδες και φεύγει στριγκλίζοντας, φτάνουμε επιτέλους στα τραπέζια.

Είναι απόψε όλοι εδώ, αλλά ξεχωρίζει η Μελίνα. Η Αλίκη τη χαιρετάει, κάθεται, έρχονται τα ποτά, πίνει, αρχίζει να λικνίζεται, να κάνει τσαχπινιές. Κάποια στιγμή σκύβει προς το μέρος μου, «θα με συνοδέψεις ως τις τουαλέτες;» μου ψιθυρίζει. Τη συνοδεύω. Στις τουαλέτες γίνεται χαμός. Η Έλενα, η τζουρατζού, προσπαθεί σαν τροχονόμος να επιβάλει την τάξη.

Μόλις βλέπει την Αλίκη σηκώνει τα χέρια ψηλά. «Α, δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κυρία Αλίκη! Είναι μέσα η κυρία Μερκούρη!» της λέει σαν να υπάρχει κάποια ιεραρχία στο κατούρημα. Η Αλίκη την κοιτάζει για λίγο εμβρόντητη, μετά ξαναβρίσκει το κέφι της, παραμερίζει την Έλενα, λέει μάγκικα «δεν πειράζει μανδάμ, εγώ βολεύομαι και με τις αντρικές τουαλέτες!» και μπαίνει μέσα.

Ξημερώματα επιστρέφουμε. Έχουμε πάρει την Ηλιουπόλεως, ο Βλάσσης έχει όπως πάντα τα κέφια του, η Αλίκη έχει μεθύσει λίγο, γέρνει στον ώμο του και του κάνει αστειάκια: «Πώς σε λένε;», «Βλάσση». «Θα βάλω το γαϊδούρι μου να κλάσει! Χι-χι-χι!» Περνάμε μπροστά από το Α’ Νεκροταφείο. Ξαφνικά σοβαρεύει, γυρνάει προς τη μεριά του νεκροταφείου, κάνει το σταυρό της και ψιθυρίζει: «Θεός χωρέσ’ την την ψυχούλα σου, Τζενάκι μου.

Μη μου στενοχωριέσαι. Σε λίγο θα έρθω και εγώ να σε συναντήσω!» «Κουνήσου από τη θέση σου, χριστιανή μου» της λέω ταραγμένος, «τι πράγματα είναι αυτά που λες;» «Ξέρω, ξέρω εγώ τι λέω» μου απαντάει και γυρίζει το κεφάλι προς το πίσω κάθισμα, τα μάτια της είναι υγρά αλλά το πρόσωπό της έχει μια σκληρή έκφραση. «Αύριο στην πρόβα θέλω να μου φέρεις το τραγούδι έτοιμο! Κατάλαβες; Δεν έχουμε άλλο χρόνο!»

Την επομένη πηγαίνω στο θέατρο «Αλίκη» χωρίς το τραγούδι. «Το έφερες;» ρωτάει. «Όχι, δηλαδή ναι, το έφερα αλλά δεν είναι τελειωμένο». «Α, μα εσύ δεν υποφέρεσαι! Έλα μαζί μου». Με οδηγεί στο καμαρίνι της. «Θα κάτσεις εδώ και δεν θα βγεις αν δεν το τελειώσεις!» μου λέει επιτακτικά. Βάζει μπροστά μου ένα μπουκάλι ουίσκι, μου δίνει χαρτί και μολύβι, βγαίνει και με κλειδώνει μέσα! «Μόνο αν θέλεις να πας στην τουαλέτα θα σου ανοίξω» μου λέει από έξω και φεύγει για την πρόβα.

Κάθομαι και περιεργάζομαι το καμαρίνι. Μπροστά στον καθρέφτη χιλιάδες μπουκαλάκια, κρέμες, σκιές για τα μάτια, βλεφαρίδες, κραγιόν, βούρτσες, χτένες, μέικ-απ. Στους τοίχους φωτογραφίες: «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Η Αλίκη Δικτάτωρ», «Η Αλίκη Μανταλένα». Ανοίγω το ουίσκι και αρχίζω να πίνω και να γράφω, να γράφω και να πίνω. Κάποια στιγμή το βρίσκω: Το τραγούδι θα λέγεται «Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ!».

Χτυπάω, η Νότα που εκτελεί χρέη δεσμοφύλακα μου ανοίγει, τρέχω και της το λέω. Με κοιτάζει με μάτια που λάμπουν, το επαναλαμβάνει, το δείχνει στον Μικρούτσικο, που συμφωνεί ότι είναι τέλειο, ξανάρχεται σε μένα και μου δίνει ένα φιλί. «Μικρέ Παύρη, είσαι πολύ χάι!»

Οι παραστάσεις αρχίζουν, η Αλίκη έχει μεγάλη επιτυχία, φτάνει η ώρα της πληρωμής. «Λοιπόν, 3 τραγούδια επί 40.000 μάς κάνουνε 120.000» μου λέει ο κύριος Πλατάκης, που κάνει τις πληρωμές. «Μα είχαμε συμφωνήσει για 50.000 το τραγούδι» γκρινιάζω. «Δεν ξέρω, παιδί μου, η Αλίκη τόσο μου είπε να σε πληρώσω».

Πάω και τη βρίσκω. «Αλίκη, είχαμε πει 50.000!» «Εντάξει, εντάξει είναι» μου απαντάει με ένα γλυκό χαμόγελο, «και το χαβιαράκι σου έφαγες και τις βοτκίτσες σου ήπιες, μια χαρά είναι 40.000!» Η αθεόφοβη, μου είχε αφαιρέσει το χαβιάρι και τις βότκες από την αμοιβή. Έτσι, για να μάθω να φέρομαι!

Μετά από καιρό με παίρνει τηλέφωνο. «Έλα, βρε, τι κάνεις; Η Αλίκη είμαι. Θα γίνει σήμερα η φωτογράφιση για τα “Πρόσωπα”. Θα έρθεις;» «Μα φυσικά, τα χάνω εγώ αυτά;» «Ωραία, στις 5 στον Τάκη Διαμαντόπουλο».

Στο στούντιο του Τάκη Διαμαντόπουλου επικρατεί πανικός. Ο στιλίστας Τάκης Τσαντίλης την έχει πείσει να φορέσει μελαχρινή περούκα. «Όπως Κλεό, χρυσή μου, όπως Κλεό! Θα βγει τέλειο, μην ανησυχείς» «Μόνο τον Χατζιδάκι και τον Τάκη έχω αφήσει να μου βάλουν μελαχρινή περούκα» λέει και αφήνεται στα έμπειρα χέρια του Νίκου Μπιτζάνη για το μακιγιάζ.

Ο Νίκος, για να την κάνει να χαλαρώσει, της τραγουδάει το «Νιάου, βρε γατούλα» ανάποδα: «Μια ροφά κι ένα ροκέ, γέπη η τάγα στο ροχό, κι από τη λιπό ραχά, σεκούνου τη ραού, σεκούνου τη ραού. Ατσ-ατσ-ατς! Ατσ-ατσ-ατς! Ούνια, ούνια ρεβ λατούγα, με τη ζορ λατούμι, λατούγα μου κριμή. Ατσ-ατσ-ατς! Ατσ-ατσ-ατς! …» Η Αλίκη γελάει και όταν τελειώνει το μακιγιάζ, «Παύρη, παγάκια!» με διατάζει. Τρέχω, βάζω παγάκια σε μια πετσέτα, τα θρυμματίζω και τα πηγαίνω.

«Ο καλύτερος τρόπος για να φύγει το πρήξιμο» αποφαίνεται και τα βάζει κάτω από τα μάτια παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του Μπιτζάνη. Φοράει την περούκα Κλεοπάτρα, ντύνεται και βγαίνει στο πλατό. «Έλα, Τάκη μου, να τους δείξουμε τι αξίζουμε!» λέει στον Διαμαντόπουλο και αρχίζει να ποζάρει.

Η αδελφή μου η Χρυσάνθη μού έχει φάει τα αυτιά: «Έλα, μωρέ Γιώργο, κανόνισε να πάμε στην Αλίκη, θέλω να τη φωτογραφίσω μαζί με την Άννα, την ανιψιά σου». «Έχω να την πάρω καιρό τηλέφωνο, αλλά για το χατίρι σου θα το κάνω». Το αναβάλλω συνεχώς, κάποια στιγμή το αποφασίζω.

«Έλα μικρέ Παύρη, τι κάνεις; Τι κάνει ο φίλος σου ο Βλάσσης;» Έχουν χωρίσει με τον Βλάσση, τώρα είναι με τον Κώστα Σπυρόπουλο. «Σήμερα είναι η τελευταία παράσταση, αλλά θα σου κρατήσω τρεις θέσεις». Η φωνή της ακούγεται μακρινή και κουρασμένη. «Τι έχεις; Συμβαίνει κάτι;» τη ρωτάω. «Τίποτα, τίποτα, έχω εδώ και μέρες κάτι πόνους στο στομάχι. Τώρα που θα τελειώσουμε θα πάω στο γιατρό. Λοιπόν, το βράδυ σάς περιμένω».

Παίζουν τη «Μελωδία της Ευτυχίας». Το θέατρο είναι φίσκα, δεν πέφτει καρφίτσα, η Αλίκη είναι μαγική, τα παιδάκια τραγουδούν «Ψηλά στο βουνό…», κάποια στιγμή κατεβαίνει κάτω στην πλατεία, ο κόσμος κρατάει την ανάσα του, περνάει από δίπλα μου, μου κλείνει το μάτι, χειροκροτήματα, ενθουσιασμός. Πηγαίνουμε στα παρασκήνια αλλά ένας καναπές τοποθετημένος μπροστά στην πόρτα του καμαρινιού εμποδίζει την πρόσβαση.

Περιμένουμε, κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα, με βλέπει η Νότα, πλησιάζει, «Παύρη μου, δεν θα μπορέσει να σας δεχτεί, είναι πολύ κουρασμένη». «Μα μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μου είπε εντάξει. Δεν θα την κουράσουμε καθόλου, μια αναμνηστική φωτογραφία θα βγάλουμε!» «Καλά, περίμενε να φύγει πρώτα ο κόσμος». Η Χρυσάνθη έχει ετοιμάσει τη φωτογραφική μηχανή, η μικρή Άννα ανυπομονεί. Κάποια στιγμή μπαίνουμε. «Κούκλα είσαι, κούκλα!» της λέω και σκύβω να τη φιλήσω.

«Έλα να βγάλουμε τη φωτογραφία γιατί είμαι τα χάλια μου» μου λέει σιγά ενώ συγχρόνως χαμογελάει στη Χρυσάνθη. Ποζάρει με τη μικρή Άννα. «Έλα, βρε, να βγάλουμε και μία μαζί, για να με θυμάσαι». «Μια άλλη φορά, Αλίκη μου, μια άλλη φορά. Δεν θα χαθούμε. Τώρα σε αφήνουμε να ξεκουραστείς». «Περιμένετε να πάρω την τσάντα μου και θα φύγουμε μαζί». Βγαίνουμε στην Αμερικής.

Είναι άνοιξη, φυσάει ένα δροσερό αεράκι, οι νεραντζιές μοσχοβολούν. Η Αλίκη κρατάει τη Χρυσάνθη απ’ το χέρι και προσπαθεί να της δώσει κουράγιο. «Θα τον νικήσεις τον καρκίνο, θα δεις. Σε λίγο καιρό θα είσαι καλά. Να μη φοβάσαι και να πιστεύεις στον Θεό…

Ξαφνικά ένα μαύρο σύννεφο κατέβηκε, τις άρπαξε και τις δυο και από τότε δεν τις είδα ποτέ ξανά…

Ευχαριστούμε πολύ το Νίκο Μουρατίδη και το nikosonline.gr για την άδεια αναδημοσίευσης του άρθρου.

Advertisement

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα: Η πιο συγκινητική Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους.

Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες – αφού ανήκαν στη μητέρα της – και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν’ αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.

Έτσι λοιπόν το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη τής φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτ’ ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί – προσωποποίηση της δυστυχίας – το κακόμοιρο το κοριτσάκι.

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιά της, που έπεφταν χυτά σε μπούκλες ως τους ώμους της· αλλά η μικρή δεν σκεφτότανε ούτε την ομορφιά της ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδιά της ψητής χήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτότανε το κοριτσάκι.

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Σε μια γωνία που σχημάτιζαν δυο σπίτια, επειδή το ένα προεξείχε από το άλλο, το κοριτσάκι κάθισε και ζάρωσε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά, όμως δεν μπορούσε να τα ζεστάνει. Δεν τολμούσε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο, δεν είχε κερδίσει ούτε μια δεκάρα, και ίσως ο πατέρας της την έδερνε· άλλωστε, η σοφίτα που μένανε δεν ήτανε πιο ζεστή από το δρόμο, και παρ’ όλο που είχανε φράξει πολλές τρύπες στη στέγη με άχυρα και κουρέλια, ο παγωμένος αέρας και το χιόνι έμπαιναν μέσα. Τα χεράκια του κοριτσιού ήτανε ξυλιασμένα· ένα μονάχα σπίρτο αν άναβε, μπορεί και να τα ζέσταινε λιγάκι.

Πήρε ένα από το μάτσο και το ‘τριψε στον τοίχο: μπράβο! Έβγαλε μια φωτεινή, ζεστή φλόγα και η μικρή πλησίασε τα χέρια της. Τότε της φάνηκε σαν να φωτίστηκαν όλα γύρω από τη μαγική φλόγα· και η μικρή νόμισε ότι στ’ αλήθεια καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια θερμάστρα με μπρούντζινα στολίδια, που μέσα της κόρωνε η φωτιά. Η μικρή τέντωσε και τα πόδια της για να ζεσταθούν· όμως, τι κρίμα, μέσα σε λίγες στιγμές η φλόγα έσβησε, χάθηκε κι η θερμάστρα, και το κοριτσάκι βρέθηκε πάλι ξυλιασμένο με την κάφτρα του σπίρτου στο χέρι.

Έτριβε και δεύτερο σπίρτο στον τοίχο, που άναψε και λαμποκόπησε, και σ’ όποιο σημείο του τοίχου έπεφτε το φως του, τον έκανε διάφανο σαν πέπλο, έτσι που το κοριτσάκι μπορούσε να δει τι γινότανε μέσα στο σπίτι. Στο τραπέζι ήταν στρωμένο ένα κατάλευκο τραπεζομάντιλο από δαμασκηνό ύφασμα και πάνω του σερβίτσιο πορσελάνινο· η ψητή χήνα, γεμισμένη με μήλα και ξερά δαμάσκηνα, μοσχομύριζε. Αλλά τότε ξαφνικά η χήνα, που είχε ακόμα μπηγμένα στο στήθος της ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι, πήδηξε απ’ την πιατέλα στο πάτωμα και προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος του φτωχού κοριτσιού. Όμως εκείνη τη στιγμή έσβησε το σπίρτο και η μικρή βρέθηκε πάλι δίπλα στον χοντρό, κρύο τοίχο.

Άναψε τρίτο σπίρτο. Πάλι άστραψε η φλόγα, κι αυτή τη φορά βρέθηκε κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ μεγαλύτερο και πολύ πλουσιότερο από εκείνο που είχε δει ανήμερα τα Χριστούγεννα μεσ’ από τις γυάλινες πόρτες στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά του, όπου ήτανε κρεμασμένες μικροσκοπικές κούκλες, απ’ αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες των καλών καταστημάτων. Η μικρή τέντωσε τα χέρια της να τις αγγίξει, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπίρτο έσβησε· όμως τα χριστουγεννιάτικα κεράκια ανέβηκαν ψηλά, πολύ ψηλά, η μικρή τα έβλεπε σαν να ήταν αστέρια στον ουρανό. Κι έν’ απ’ τ΄αστέρια έπεσε, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά.

to koritsaki me ta spirta 3

«Κάποιος πεθαίνει ετούτη τη στιγμή», είπε το κοριτσάκι· αυτό της το είχε μάθει η γιαγιά της – ο μοναδικός άνθρωπος που της είχε φερθεί καλά, αλλά τώρα ήτανε πεθαμένη -, ότι δηλαδή, όποτε πέφτει έν’ αστέρι στη γη, κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό. Έτριψε κι άλλο σπίρτο στον τοίχο, κι όταν άναψε, είδε να στέκεται μπροστά της η αγαπημένη της γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ της.

«Γιαγιάκα μου!» φώναξε η μικρή. «Αχ, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα χαθείς κι εσύ μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά στη σόμπα και το υπέροχο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και το πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ’ άναψε για να μη χαθεί η γιαγιά της. Και τα σπίρτα έκαναν μια μεγάλη φλόγα και τα φώτισαν όλα γύρω σαν να ήτανε μέρα-μεσημέρι. Ποτέ η γιαγιά της δεν είχε παρουσιαστεί τόσο ψηλή και καλοντυμένη, τόσο ωραία κι ευγενική· πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και πετάξανε μαζί, χαρούμενες κι οι δύο, ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα ούτε βάσανα: στον Παράδεισο.

Το άλλο πρωί βρέθηκε το κοριτσάκι κουρνιασμένο στη γωνία. Τα μάγουλά της ήταν ρόδινα, τα χείλη της χαμογελαστά· αλλά το κρύο της τελευταίας νύχτας του παλιού χρόνου είχε ξυλιάσει το κορμάκι της. Ο ήλιος της Πρωτοχρονιάς έλαμψε πάνω από το άψυχο παιδί, που έγερνε στον τοίχο μ’ ένα μάτσο καμένα σπίρτα στην αγκαλιά του. «Προσπαθούσε να ζεσταθεί το κακόμοιρο!» έλεγε ο κόσμος. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα πράγματα που είχε δει, ούτε ότι εκείνη την ώρα κάπου πολύ ψηλά η μικρή και η γιαγιά της χαιρόντουσαν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά τους.

Advertisement

Ο νικητής 1964-1965

Ο νικητής

Η ταινία, “Ο νικητής” προβλήθηκε τη σαιζόν 1964-1965 και έκοψε 226.055 εισιτήρια. Ήρθε στην 19η θέση σε 93 ταινίες.

Περίληψη της ταινίας, “Ο νικητής”

Δύο νέοι, ο Πέτρος και η Λένα (Δημήτρης Παπαμιχαήλ και Μιράντα Κουνελάκη) γνωρίζονται από μικρά παιδιά και αγαπιούνται. Η αδερφή της κοπέλας (Μέμα Σταθοπούλου) θέλει να κάνει δικό της τον Πέτρο, αλλά απογοητεύεται και αποφασίζει να παντρευτεί έναν εφοπλιστή (Θάνος Λειβαδίτης). Οι γονείς της Λένας αντιδρούν στη σχέση της με τον Πέτρο και απολύουν τον πατέρα του, ο οποίος εργαζόταν ως οδηγός τους. Ο Πέτρος θα σπουδάσει, θα καταξιωθεί και τελικά θα κερδίσει τη Λένα με το σπαθί του.

Advertisement

Φωτογραφία ντοκουμέντο της Αλίκης Βουγιουκλάκη από το δημοτικό το 1943

Αλίκη Βουγιουκλάκη

H Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου και θεατρική επιχειρηματίας, φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο το 1953, ενώ ήταν δευτεροετής μαθήτρια της Σχολής και τον επόμενο χρόνο πραγματοποίησε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο.

Πρωταγωνίστησε σε 42 κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ των οποίων και ορισμένες διεθνείς παραγωγές, οι περισσότερες των οποίων έγιναν τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες και κατάφεραν να εκτινάξουν την καριέρα της στα ύψη και να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της «Εθνικής Σταρ».

Και μπορεί να έχουμε δει δεκάδες φορές τις ταινίες της, καθώς και δεκάδες φωτογραφίες της από όλες τις φάσεις της ζωής της αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε ξαναδεί την Αλίκη Βουγιουκλάκη μαζί με τις συμμαθήτριές και τους συμμαθητές της στην παραδοσιακή σχολική φωτογραφία.

aliki vougiouklaki

Η Αλίκη φαίνεται μέσα στον μπλε κύκλο και είναι λίγο μετά τον πόλεμο. Είναι η σχολική χρονιά 1943 – 1944 όπου πάει στην Δ’ δημοτικού. Ο Άρης Λουπάσης έχει γράψει για αυτή τη φωτογραφία: «Η Αλίκη σε μια από τις σπάνιες φωτογραφίες της, μαθήτρια στην Δ’ τάξη του δημοτικού στη Σχολή Σαλβάνου στο κέντρο της Αθήνας την σχολική περίοδο 1943 με 1944.

Μια χρονιά που στιγμάτισε με τον πιο σκληρό τρόπο την μικρή Αλίκη με τον θάνατο του πατέρα της δικηγόρου, Ιωάννη Βουγιουκλάκη την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1944. Είχε διατελέσει και Νομάρχης Τρίπολης από το 1941 με 1943 όπου έμεινε εκεί όλη η οικογένεια και με τον χαμό του η μητέρα της Έμυ αναλαμβάνει πλέον την ανατροφή της Αλίκης και των δύο μικρότερων αδερφών της Αντώνη και Τάκη σε μια μονοκατοικία κοντά στον σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα.

Μια ευγενική, σεμνή και αριστοκρατική κυρία η οποία από την ηλικία των 33 ετών που έμεινε χήρα προσπάθησε να μεγαλώσει μόνη της τρία μικρά παιδιά με τρομερές οικονομικές δυσκολίες και σε δύσκολα χρόνια, δίνοντας απλόχερα τρυφερότητα, φροντίδα και απίστευτη αγάπη. Η Αλίκη αναγκαστικά στην τρυφερή ηλικία των εννέα ετών αναλαμβάνει μεγαλύτερες υποχρεώσεις από την ηλικία της, γεγονός που την ωριμάζει νωρίτερα και όπως είχε αναφέρει και η ίδια, τη βοήθησε στην διαμόρφωση και εξέλιξη της προσωπικότητας της.

Από το 1946 έως το 1952 η οικογένεια μετακομίζει στο Μαρούσι όπου η Αλίκη περνά τα γυμνασιακά της χρόνια, αρχίζει να ξεχωρίζει από όλα τα παιδιά με την πληθωρικότητα, τη λάμψη και το μπρίο της, πρωταγωνιστεί σε όλες τις μαθητικές παραστάσεις και με τους περισσότερους συμμαθητές να είναι ερωτευμένοι μαζί της.

Εκεί στο εξοχικό τότε Μαρούσι με τις γραφικές αυλές, το αγιόκλημα και τα γιασεμί, έζησε τα πρώτα φλερτ, τις πρώτες αγωνίες της και έκανε σημαντικές και πολύτιμες φιλίες που κράτησε μέχρι το τέλος. Με την εισαγωγή της στο Εθνικό το 1952 η οικογένεια επιστρέφει ξανά στο κέντρο της Αθήνας και η πορεία της ζωής και της καριέρας της προς το όνειρο είναι πλέον γνωστή».

Πηγή άρθρου: irafina.gr

Advertisement

Ο Λευκός Πύργος και η ιστορία του

Λευκός Πύργος

Για να λέμε την αλήθεια, βλέπουμε συνέχεια τον Λευκό Πύργο στην Θεσσαλονίκη, τον χαζεύουμε, τον φωτογραφίζουμε, έχουμε μπει μέσα και ανεβήκαμε πάνω…. αλλά την ιστορία του την ξέρουμε; Εγώ όχι. Έφτιαχνα που λέτε κάτι αρχεία με φωτογραφίες μου και τον χάζευα, μέχρι που λέω: Τι ήταν αυτός ο Πύργος; Μέρος ενός κάστρου, φυλάκιο, παρατηρητήριο; Κι’ έτσι μπήκα στην διαδικασία να ψάξω και να μάθω.

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης λοιπόν είναι οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα, που πιθανά ανεγέρθηκε κάπου μεταξύ 1450- 1470 και είναι ό,τι έχει απομείνει από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης. Αυτός ο πύργος έτσι όπως τον βλέπουμε σήμερα χτίστηκε στην θέση ενός αντίστοιχου από τα Βυζαντινά χρόνια (του 12ου αιώνα), για να χρησιμοποιηθεί αρχικά ως κατάλυμα φρουράς Γενιτσάρων και κατόπιν σαν φυλακή θανατοποινιτών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και είναι ένα από πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Έχει 6 ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο.

lefkos pirgos

Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδό της εξωτερικής μάντρας (τώρα δεν υπάρχει) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής της μάντρας. Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Φρούριο της Καλαμαριάς (Kelemeriye Kal’asi) ή Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενίτσαρων το 1826 αποκτά το όνομα Kanli-Kule, δηλαδή Πύργος του Αίματος λόγω των σφαγών των Γενιτσάρων.

Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθανάτων και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους. Το σύγχρονο όνομά του το πήρε όταν ένας εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μέχρι το 1912 ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει Kanli-Kule, ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blanca, που υιοθετούν και οι τούρκοι ως Beyaz-Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος.

lefkos pirgos 2

Η χρονολόγηση της μετονομασίας του έχει τροποποιηθεί με βάση τα βρετανικά έγγραφα που δημοσίευσε ο Βασίλης Κ. Γούναρης. Το 1883 ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β έτυχε να διαβάσει κάποια έγγραφα από τη Θεσσαλονίκη και το μάτι του έπεσε στην ονομασία “Πύργος του Αίματος”. Ο Σουλτάνος τηλεγράφησε αμέσως στον Νομάρχη, διατάζοντάς τον να ονομάζει στο εξής τον πύργο “Λευκό” και να απαγορεύσει – με την απειλή μάλιστα ποινής- την ονομασία, Ο πύργος του αίματος. Σύμφωνα με την εντολή ο Πύργος ασπρίστηκε και μέσα σε ένα χρόνο, όπως γράφει ο Blunt, δηλαδή εντός του 1884, η νέα ονομασία είχε επικρατήσει πλήρως.

Διαβάστε επίσης
Βίλα Μαργαρίτα: Το παραμυθένιο κάστρο της Αθήνας

Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο Λευκός Πύργος. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης, με το θαλάσσιο. Παλιότερα πιστευόταν πως ήταν έργο των Βενετών αλλά αυτό έχει πια απορριφθεί από τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Κατά μία εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του μνημείου τοποθετείται περί το 1450-1470, λίγο μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) και πρόκειται για ένα από τα πιο αρχικά δείγματα οθωμανικής οχυρωματικής που λαμβάνει υπόψη της το πυροβολικό.

Screen Shot 2021 12 21 at 5.27.07 PM

Γύρω από τον πύργο υπήρχε χαμηλή οκταγωνική μάντρα με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, η οποία κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Η μάντρα αυτή χρησίμευε κυρίως για να προστατεύει τον Πύργο από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση της και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα οποία θα έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Καταλαβαίνετε λοιπόν, ο,τι βρήκαν στις αρχαιολογικές ανασκαφές το πήραν με συνοπτικές διαδικασίες στην Αγγλία. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, το μνημείο περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και έως το 1983 φιλοξένησε την αεράμυνα της πόλης, το εργαστήριο Μετεωρολογίας του Πανεπιστημίου και συστήματα Ναυτοπροσκόπων [το είχαν κάπως σαν αποθήκη δηλαδή].

Από το 1983 έως το 1985 η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντήρησε και αναστήλωσε το μνημείο και το διαμόρφωσε σε εκθεσιακό χώρο. Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη». Το 1994 άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό. Σήμερα ο Λευκός Πύργος διοικητικά ανήκει στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης.

Είναι κυλινδρική κατασκευή με ύψος 33,9 μέτρα και διάμετρο 22,7 μέτρα. Έχει έξι ορόφους, οι οποίοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο. Με αυτό τον τρόπο, σε κάθε όροφο υπάρχει μια κεντρική κυκλική αίθουσα διαμέτρου 8,5 μέτρων, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο 6ος όροφος έχει μόνο κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν ένα δώμα με θέα του τοπίου γύρω από τον πύργο. Η ύπαρξη τουαλετών, τζακιών και καπναγωγών δείχνει πως ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο ως αμυντικό έργο αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.

Ευχαριστούμε πολύ το Νίκο Μουρατίδη και το nikosonline.gr για την άδεια αναδημοσίευσης του άρθρου.

Advertisement

Περάστε την πρώτη του μηνός 1965-1966

Περάστε την πρώτη του μηνός

Η ταινία, “Περάστε την πρώτη του μηνός” προβλήθηκε τη σαιζόν 1965-1966 και έκοψε 252.426 εισιτήρια. Ήρθε στην 20η θέση σε 101 ταινίες.

Ο Θόδωρος Κεφαλόπουλος αναγράφεται στους τίτλους αρχής ως Θ. Κεφαλοπούλου. Ο Θανάσης Βέγγος σε cameo εμφάνιση έχει την ατάκα “Καλά που το πήγες έτσι κάτω” και ακολουθεί σε γρήγορο cameo η Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Περίληψη της ταινίας, “Περάστε την πρώτη του μηνός”

Η Άννα (Άννα Φόνσου) εργάζεται ως εισπράκτορας οφειλών, αλλά το μόνο που ακούει από τους οφειλέτες είναι: «Περάστε την πρώτη του μηνός». Ένας συνάδελφός της (Σταύρος Ξενίδης) της μαθαίνει κάποια κόλπα του επαγγέλματος και, σύντομα, η κοπέλα θα καταφέρει να εισπράττει τα περισσότερα από τα χρέη. Επιπλέον, θα κερδίσει την καρδιά ενός από τους δυσκολότερους πελάτες της (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), ο οποίος είχε σχέση με τη σύζυγο (Μπέτυ Αρβανίτη) του συναδέλφου της Άννας.

Advertisement

Μόνο ντροπή: Ιστορικά σπίτια παραδομένα στην απαξίωση

Ιστορικά σπίτια

Στον αριθμό 13 της οδού Πολυγνώτου μια γυναίκα ατενίζει την πόλη επί σχεδόν δύο αιώνες. Είναι η γυναίκα της οικίας Κωλέττη, ένα εμβληματικό πήλινο άγαλμα, σε μπλε φόντο, που επιμένει να θυμίζει την αίγλη ενός αρχοντικού που, παρά τη σημερινή του παρακμή, ακτινοβολεί ακόμη στα ριζά της Ακρόπολης. Το σπίτι του πρώτου πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ιωάννη Κωλέττη, με τα μοναδικά σκαλιστά μπαλκόνια και τη νεοκλασική ομορφιά του αποτελεί πλέον ένα ερείπιο και η κατάρρευσή του προμηνύεται αναπόφευκτη.

Είναι ένα από τα πολλά οικήματα που στέγασαν προσωπικότητες οι οποίες σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας, κι όμως σήμερα παραδίδονται αβοήθητα στην καταστροφή. Κάποια εξ αυτών συνιστούν σπάνια αρχιτεκτονικά στολίδια, ορισμένα έχουν, κατά τραγική ειρωνεία, χαρακτηριστεί διατηρητέα, η αξία άλλων υπερβαίνει το αρχιτεκτονικό τους στυλ συμπυκνώνοντας τις συλλογικές μνήμες ενός ολόκληρου λαού.

Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος, της Σοφίας Βέμπο στον Βόλο, του Κωστή Παλαμά στην Πλάκα, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια, της Μαρίας Κάλλας σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης επί της οδού Πατησίων αλλά και το πατρικό της κορυφαίας ελληνίδας ηθοποιού Δέσπως Διαμαντίδου στην Καστέλλα πλέον δεν αποτελούν παρά «ευγενή κουφάρια», για τα οποία ελάχιστοι δείχνουν να ενδιαφέρονται.

istorika spitia 1

Λίγο πριν την κατάρρευση

Στην οδό Πολυγνώτου ξυπνούν μνήμες από το παρελθόν: το κτίριο που έλαβε τη σημερινή του μορφή το 1870 βρίσκεται σχεδόν μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Στην αυλή του κάποτε δέσποζε η περίφημη μαϊμού του Κωλέττη – πειραχτήρι για κάθε επισκέπτη του σπιτιού -, ενώ στο δρομάκι μπροστά από τον κήπο του συνέρρεαν, κατά τις διηγήσεις, πολίτες που περίμεναν για να ζητήσουν κάποιο ρουσφέτι από τον Κωλέττη, εικόνα που έμεινε να συνοδεύει τη μνήμη του στην ιστορία.

Πλέον λαβωμένο από την εγκατάλειψη και έχοντας δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα από τον σεισμό του 1999, το κτίριο που έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο από το 1960 υφίσταται την ανελέητη φθορά. Παρότι αποτελεί κρατική περιουσία και η αποκατάστασή του εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ το 2012, οκτώ χρόνια μετά, τίποτε δεν έχει αλλάξει.

Το διατηρητέο

Σε τραγική κατάσταση, που ντροπιάζει το ελληνικό κράτος, εξακολουθεί να βρίσκεται, άλλωστε, και το σπίτι ενός από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821, του στρατηγού Μακρυγιάννη. Παρά τις πολυετείς και επίμονες προσπάθειες διάσωσης και αποκατάστασής του από τον νομικό και ειδικευμένο σε θέματα φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος Βασίλη Δωροβίνη, η οικία του αγωνιστή στο Αργος αφέθηκε στην απαξίωση. Ο Μακρυγιάννης έζησε στο Αργος για μεγάλο χρονικό διάστημα και εκεί ξεκίνησε να γράφει τα «Απομνημονεύματά» του που έμελλε να γίνουν το «ευαγγέλιο» της εθνικής παλιγγενεσίας.

istorika spitia 2

Το σπίτι βρίσκεται σε μία από τις ιστορικότερες περιοχές της πόλης, απέναντι από τον ναό του Αγίου Ιωάννη.
Η περιπέτειά του ξεκίνησε το 1982, όταν το κτίριο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο. Ο ιδιοκτήτης του προσέφυγε κατά της απόφασης, χωρίς όμως να καταφέρει τον αποχαρακτηρισμό.

Οπως επισημαίνει ο αρχαιολόγος Στέλιος Λεκάκης, ακολούθησε «σχεδόν μυθιστορηματικά μια σειρά δράσεων και παραλείψεων, που περιελάμβανε κινητοποίηση βουλευτών και πολιτικών παραγόντων, φιλολογική ανάλυση επίμαχου χωρίου των «Απομνημονευμάτων», αντικρουόμενες στάσεις και αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, υφαρπαγές υπογραφών, ανακόλουθες διατυπώσεις των αρμόδιων υπουργείων», με κατάληξη την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου το 1999, βάσει της οποίας το σπίτι δεν χρήζει κήρυξης. Ετσι, ένα ακόμη ιστορικό κτίσμα στο Αργος, μαζί με την οικία του Σπυρίδωνος Τρικούπη, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο μετέπειτα πρωθυπουργός Χαρίλαος, γίνεται θύμα της αδιαφορίας και μετατρέπεται σε ερείπιο και στέκι τοξικομανών.

Στη γειτονιά των θεών

Στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα, με θέα τους στύλους του Ολυμπίου Διός, ένα κτίριο που οικοδομήθηκε τη δεκαετία του ’20 στέγασε μερικά από τα πιο δυστυχή χρόνια του Κωστή Παλαμά. Στο κτίριο αυτό έζησε από το 1935 και πέθανε εν μέσω γερμανικής κατοχής στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η κηδεία του, που μετατράπηκε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο λαμβάνοντας τον συμβολισμό αντίστασης στον κατακτητή, είχε ξεκινήσει από την οδό Περιάνδρου.

Μία πινακίδα στην πρόσοψη του κτιρίου, που σήμερα ρημάζει, είναι το περισσότερο που μπόρεσε να κάνει η πολιτεία για έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.
Για ορισμένους, αυτά τα κτίσματα είναι απλώς πέτρες, μπετό και σίδερα, στην πραγματικότητα όμως είναι κομμάτια της συλλογικής ιστορίας. Κι από τους μισογκρεμισμένους τοίχους τους μοιάζουν να ψιθυρίζουν μυστικά στους περαστικούς και να κοιτούν αφ’ υψηλού έναν κόσμο που δεν σέβεται τη μνήμη.

istorika spitia 3

Η ενοχλητική μνήμη και η συλλογική αδιαφορία

Στην Ελλάδα, μας αρέσει να επικαλούμαστε το παρελθόν μας, να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Πιο συχνά, βεβαίως, επικαλούμαστε μια σχέση με την κλασική αρχαιότητα, με τον τρόπο που την προσδιόρισαν μέσω της ιδέας της ιστορικής συνέχειας ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και την εξαπλούστευσε η εθνική ιδεολογία. Αλλά δεν μας αφήνουν αδιάφορους και άλλες ένδοξες περίοδοι, μεταξύ των οποίων η περίοδος της Επανάστασης του 1821 που συνέβαλε στη συγκρότηση της κρατικής μορφής της νεότερης Ελλάδας. Ετοιμαζόμαστε, άλλωστε, να γιορτάσουμε με υπερηφάνεια την επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα της Επανάστασης.

Αλλά όσο μας νοιάζει να περηφανευόμαστε για την καταγωγή μας και για τους προγόνους μας, άλλο τόσο αδιαφορούμε για την τεκμηρίωση του σημερινού μας στάτους. Μια από τις ενδείξεις αυτής της αδιαφορίας είναι το πνίξιμο των στοιχείων της συλλογικής μας μνήμης.

Το ρεπορτάζ που δημοσιεύεται σήμερα δείχνει τη συλλογική αδιαφορία για τα σπίτια όπου έζησαν αγωνιστές της Επανάστασης αλλά και άλλα σημαντικά πρόσωπα της νεότερης Ελλάδας. Η Αθήνα είναι γεμάτη ερειπωμένα άλλοτε σπουδαία τεκμήρια του αρχιτεκτονικού πλούτου της, οι κληρονόμοι των οποίων περιμένουν να τα σωριάσει ο χρόνος και η εγκατάλειψη για να τα αξιοποιήσουν – ή απλώς αδιαφορούν.

Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση

Την Πρωτομαγιά κάηκε στην οδό Σταδίου 47 το κτίριο του Αλεξάνδρου Σούτζου, του ευεργέτη των εικαστικών τεχνών της χώρας – όπως δήλωσε και η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη. Υποτίθεται ότι η ζημιά δεν είναι ανεπανόρθωτη, οι αρμόδιες υπηρεσίες προσπαθούν να σώσουν τον φέροντα οργανισμό. Και μετά; Μετά, η λήθη – πιο άγρια και καταστροφική απ’ ό,τι ως σήμερα. Και να φανταστεί κανείς ότι το κτίριο της Σταδίου 47 είναι κληροδότημα του Σούτζου στην Πινακοθήκη, μαζί με άλλα τρία κτίρια.

Χάρη στα εισοδήματα αυτού του κληροδοτήματος, και στη δημιουργική ευστροφία του Μαρίνου Καλλιγά, κτίστηκε το κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, γι’ αυτό και ονομάζεται Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Ε, και; Ποιος νοιάστηκε όχι για την ανάδειξή του αλλά για την εκμετάλλευσή του; Η πρώην υπουργός Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, είχε δεσμευτεί ότι, αφού απεκαθίστατο, θα δινόταν στο Θεατρικό Μουσείο. Εκτοτε, ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Δεν είναι μόνο η παλαιά αρχιτεκτονική που καταρρέει. Η Ελλάδα αδιαφορεί για το παρελθόν της με κάθε τρόπο. Τα ιστορικά αρχεία της άργησαν πολύ να λειτουργήσουν. Κάποια, στην πορεία, αντιμετωπίστηκαν ως φέουδα των διαχειριστών τους, χωρίς την εξασφάλιση πρόσβασης στους μελετητές. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο φέρθηκε η χώρα στο παρελθόν της είναι η μαρτυρία του Γιάννη Βλαχογιάννη, χάρη στον οποίο διασώθηκε η μνήμη της Επανάστασης – μεταξύ άλλων, τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Κασομούλη.

Ε, ο άνθρωπος αυτός που διέσωσε την ιστορική μνήμη της νέας Ελλάδας και με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου έστησε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, πριν αφήσει την ιδιωτική του συλλογή στα Γενικά Αρχεία απείλησε ότι θα τη δώριζε σε ξένα μουσεία. Ηξερε ότι έτσι απειλώντας ήταν ο μόνος τρόπος να τα διασώσει, ότι θα εξασφάλιζε την πιθανότητα μια μέρα να αξιοποιηθούν.
Ηλίας Κανέλλης

Πηγή άρθρου: b2green.gr

Advertisement

Αντώνης Ρεπάνης 1933-2019

Αντώνης Ρεπάνης

Ο Αντώνης Ρεπάνης γεννήθηκε στο Περιστέρι της Αττικής στις 14 Αυγούστου του 1933. Μεγάλωσε με ακούσματα του, επίσης Περιστεριώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος μάλιστα ήταν φίλος του αδελφού του και πήγαινε συχνά σπίτι τους. Ο αδελφός του έπαιζε κιθάρα και σιγά – σιγά τον μιμήθηκε κι ο ίδιος.

Ερμηνευτής, δεξιοτέχνης της κιθάρας, συνθέτης, καθιερώθηκε την δεκαετία του 60 με τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Μπακάλη κ.ά. και αργότερα με μεγάλες επιτυχίες σε δική του σύνθεση και σε ερμηνεία των Διονυσίου, Γαβαλά (Χτες το βράδυ στην ταβέρνα, Παλιατζής, Αγάπη μου επικίνδυνη) αλλά και σε δικές του ερμηνείες (Η διπρόσωπη, Δυο γυναίκες-δυο αγάπες).

Ασχολήθηκε από μικρός με τη βυζαντινή μουσική, η οποία τον επηρέασε πολύ. Ξεκίνησε να εμφανίζεται σε διάφορα μαγαζιά στο Περιστέρι, μαζί με τον Δημήτρη Γκούτη, ενώ συνεργάστηκε και με τον μεγάλο Γρηγόρη Μπιθικώτση. Παράλληλα εργαζόταν ως ξυλοτορναδόρος, ως κορνιζοποιός κλπ. Το μεγάλο του πάθος όμως, ήταν η μουσική. Το 1958, ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι.

repanis
Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μανώλης Χιώτης, Μαίρη Λίντα, Γιώτα Λύδια, Στράτος Διονυσίου , Πόλυ Πάνου, Μανώλης Αγγελόπουλος, Αντώνης Ρεπάνης και Ρία Κούρτη.

Ήταν μια δημιουργία του Μπάμπη Μπακάλη, με τίτλο «Τα Μάτια μου θα Πάρω». Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία όμως, ήρθε λίγο αργότερα με το τραγούδι «Όλος ο Κόσμος με Μισεί», των Μπάμπη Μπακάλη – Κώστα Βίρβου. Σύντομα άρχισε να συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Καζαντζίδης κ.ά.). Παράλληλα, άρχισε και να γράφει τραγούδια, τα οποία, σχεδόν όλα, συνέθετε στην κιθάρα του. Μερικά από αυτά ερμήνευσε ο ίδιος, άλλα όμως, τα περισσότερα, έγιναν επιτυχίες από άντρες και γυναίκες συναδέλφους του.
Ο Αντώνης Ρεπάνης, είχε δύο παιδιά: ένα γιο, χημικό τροφίμων και μια κόρη, μηχανολόγο. Κουμπάρος και καλός του φίλος, ήταν ο αξέχαστος Πάνος Γαβαλάς.

Ο Αντώνης Ρεπάνης, έγραψε εκατοντάδες τραγούδια. Τα περισσότερα από αυτά, έγιναν επιτυχίες. Θα αναφέρουμε εδώ αρκετά. Μέσα σε παρένθεση, αναφέρουμε τον στιχουργό του κάθε τραγουδιού, καθώς ο ίδιος έγραψε στίχους σε ελάχιστα τραγούδια και τον ερμηνευτή – ερμηνεύτριά του. Όταν δεν αναφέρουμε τον ερμηνευτή, αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο Αντώνης Ρεπάνης, τραγούδησε τη δημιουργία του.

«Αγάπη μου Επικίνδυνη» (Δ. Γκούτης – Σ. Διονυσίου), «Απόψε Γλυκιά μου θα Φύγω» (Γ. Γαβαλάς), «Άστε με Απόψε Μοναχό» (Μ. Τουτουντζής – Σ. Διονυσίου), «Δυο Γυναίκες, Δυο Αγάπες» (Κ. Κατσίπης), «Είναι η Σκέψη Μου Τρελή» (Μ. Τουτουντζής), «Βαριά Κουβέντα ο Χωρισμός» (Τ. Οικονόμου – Κ. Κόλλιας), «Γιατί Κοντά μου Κάθεσαι Ακόμα» (Μ. Τουτουντζής), «Διπλή Ζωή» (Δ. Γκούτης), «Δυο Χέρια Έχεις Βρε Ζωή» (Μ. Γαβριηλίδης – Π. Γαβαλάς), «Ένας Αιτός Γκρεμίστηκε» (Ε. Παπαγιαννοπούλου – Σ. Διονυσίου), «Η Διπρόσωπη» (Ε. Παπαγιαννοπούλου), «Μα τι Λέω» (Χ. Πετράκη – Γ. Μαργαρίτης), «Ο Άσωτος» (Έ. Θεοδοσίου – Γ. Μαργαρίτης).

Επίσης «Ο Παλιατζής» (Δ. Γκούτης – Σ. Διονυσίου), «Όταν ο Έρωτας Χτυπά» (Κ. Πανάγου – Γ. Μαργαρίτης), «Παράνομος Δεσμός» (Δ. Γκούτης – Β. Ισιδώρου), «Περιεχόμενο Μηδέν» (Έ. Θεοδοσίου – Κ. Κόλλιας), «Ποια Είσαι Εσύ» (Π. Καμηλιέρης – Λ. Μυτιληναίος), «Ποιος Είν’ ο Χαμένος» (Α. Ροδίτη – Δ. Κοντολάζος), «Πού να Γυρνάς, πού να Γυρνάς» (Ν. Γκούμας – Π. Γαβαλάς), «Πώς Πίστεψες στον άνεμο» (Μ. Τουτουντζής – Λ. Μυτιληναίος), «Σε Χρειάστηκα» (Τ. Οικονόμου – Κ. Κόλλιας), «Στης Αγάπης μας το Στέκι» (Π. Καμηλιέρης – Σ. Διονυσίου), «Τ’ Αγκάθια της Καρδιάς σου» (Μ. Τουτουντζής – Σ. Διονυσίου), «Χτες το βράδυ στην Ταβέρνα» (Π. Καμηλιέρης – Σ. Διονυσίου), «Στην Καρδιά μου σ’ Έχω Πάντα» (Ν. Καραστατήρης) κ.ά.

Δημιουργίες του Αντώνη Ρεπάνη, ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. Πιστεύουμε όμως, ότι αναδείχθηκαν χάρη σ’ αυτόν, κάποιοι ερμηνευτές. Τόσο ο Άκης Πάνου, όσο κι ο Αντώνης Ρεπάνης έγραψαν πολλά από τα τραγούδια με τα οποία καθιερώθηκε ο μεγάλος Στράτος Διονυσίου. Ο Λευτέρης Μυτιληναίος, σίγουρα του οφείλει πολλά. Ο πρόωρα χαμένος Κώστας Κόλλιας, μετά το θρυλικό «Έρωτά μου Αγιάτρευτε» των Τ. Σούκα – Η. Παπασιδέρη, ηχογράφησε έξι τραγούδια σε μουσική Αντώνη Ρεπάνη.

Δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει περισσότερα, γιατί, όπως έχουμε ξαναγράψει, βρήκε τραγικό θάνατο σε τροχαίο (4/6/1980). Ήταν μόλις 35 ετών. Ο Γιώργος Μαργαρίτης, ερμήνευσε πολλά τραγούδια του Α. Ρεπάνη που έγιναν επιτυχίες. Όπως είπε ο Αντώνης Ρεπάνης και σε συνέντευξή του στο ogdoo.gr και τον Γιάννη Αλεξίου (31/8/2018), «Είχα μέσα μου να δώσω, όχι μόνο να πάρω».

Αν και όπως είπε στην ίδια συνέντευξη, είχε «στο συρτάρι» πολλά ακόμα, ακυκλοφόρητα τραγούδια, η πολιτική των δισκογραφικών εταιρειών (όσων απέμειναν…) τα τελευταία χρόνια, έχει αλλάξει: «Δεν μπορώ να επέμβω και να επιβάλλω τι θέλω σε μια εταιρεία. Δικαίωμά τους είναι»…Νομίζω ότι έχω προσφέρει κι εγώ ένα λιθαράκι στο ελληνικό τραγούδι…». Μόνο λιθαράκι; Αγκωνάρια έβαλε στο οικοδόμημα του ελληνικού τραγουδιού ο Αντώνης Ρεπάνης.

Ανάμεσα στα τραγούδια του Αντώνη Ρεπάνη που αναφέραμε, υπάρχουν πολλά, που είναι γνωστά σχεδόν σε όλες και όλους. Υπάρχουν όμως και κάποια, που ίσως δεν ακούστηκαν πάρα πολύ. Αυτά θα προβάλλουμε εδώ. Το «Άστε με Απόψε Μοναχό», το θεωρούσε κι ο ίδιος, και είναι πιστεύουμε, ένα από τα κορυφαία του τραγούδια.

Το «Πώς Πίστεψες τον Άνεμο», ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του Λ. Μυτιληναίου. Επίσης, το «Δυο Χέρια Έχεις Βρε Ζωή», που έχει μια ξεχωριστή ιστορία. Τους στίχους του τραγουδιού, έχει γράψει ο Μιχάλης Γαβριηλίδης. Εξαίρετος βιολιστής και αδελφός του σπουδαίου ηθοποιού Γιώργου Γαβριηλίδη.

Έγραψε τους στίχους λίγων σχετικά τραγουδιών, που άφησαν όμως εποχή: «Πού να’ Ναι ο Ίσκιος σου Θεέ», σε μουσική Ζακ Ιακωβίδη, που πήρε το Α’ Βραβείο στην Ολυμπιάδα Τραγουδιού το 1969 και «Το Πουλί» («Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί»), πάλι σε μουσική Ζακ Ιακωβίδη.

Το «Δυο Χέρια Έχεις Βρε Ζωή», ερμήνευσε πρώτος ο μεγάλος Πάνος Γαβαλάς. Στο YouTube, ανακαλύψαμε μια live εκτέλεσή του από τον αδικοχαμένο Κώστα Κόλλια. Πρόκειται για ζωντανή ηχογράφηση που έγινε στις 4/6/1980. Η ερμηνεία του; Ανατριχιαστική…Λίγες ώρες αργότερα, ο Κώστας Κόλλιας έχανε τη ζωή του σ’ ένα περίεργο τροχαίο…Όσο για «Τ’ Αγκάθια της Καρδιάς σου», ο ίδιος ο Αντώνης Ρεπάνης στη συνέντευξή του στον Γιάννη Αλεξίου, είπε ότι είναι ένα από τα κορυφαία του τραγούδια.

Αντώνης Ρεπάνης: Φιλμογραφία

ΈτοςΤίτλος ταινίας
1963Είναι σκληρός ο χωρισμός
1964Σε ποιον να πω τον πόνο μου
1965Παίξε μπουζούκι μου γλυκό

Πληροφορίες άρθρου eurohoops.net

Advertisement

Επτά αποκαλύψεις για την ταινία του 1967 Το πιο λαμπρό αστέρι

Το πιο λαμπρό αστέρι

Η ταινία, “Το πιο λαμπρό αστέρι” προβλήθηκε τη σαιζόν 1967-1968 και έκοψε 652.661 εισιτήρια. Ήρθε στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 99 ταινίες.

Το πιο λαμπρό αστέρι
Σκηνή από την ταινία, “Το πιο λαμπρό αστέρι”.

Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr Χρήστος Κωνσταντίνου, έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές της ταινίας, “Το πιο λαμπρό αστέρι” και μας τις αποκαλύπτει…

1ον. Όλες οι σκηνές της ψαραγοράς γυρίστηκαν μέσα σε μια μέρα λόγω έλλειψης χρόνου της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Εκείνη την περίοδο οι θεατρικές υποχρεώσεις ήταν αρκετές αφού βρισκόταν σε καθημερινές πρόβες για το ανέβασμα της νέας της παράστασης.

2ον. Στην ταινία αυτή κάνει την πρώτη και μοναδική του εμφάνιση ως ηθοποιός ο παραγωγός, Τζέιμς Πάρις.

3ον. Πρώτη και μοναδική συνεργασία στον κινηματογράφο για τον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ήταν η ίδια η πρωταγωνίστρια που του τηλεφώνησε και του ζήτησε να της γράψει όλα τα τραγούδια που ακούγονται μέσα στην ταινία.

4ον. Στην ταινία συμμετέχει και η Δέσποινα Στυλιανοπούλου η οποία πέντε χρόνια μετά το 1972 πρωταγωνίστησε στην ταινία, “Απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια” που το σενάριο της ήταν βασισμένο πάνω στο “Πιο λαμπρό αστέρι”.

5ον. Η σκηνή με τον Λαυρέντη Διανέλλο που οδηγεί το τρίκυκλο και δίπλα του η Αλίκη Βουγιουκλάκη τραγουδάει, “Βγαίνει η Κατερίνα τσάρκα στην Αθήνα” γυρίστηκε πάνω σε μια καρότσα που κινούνταν σε διάφορους δρόμους στην περιοχή του Πειραιά.

6ον. Ούτε μια, ούτε δύο άλλα 8 φορές γυρίστηκε η σκηνή όπου η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως Κατερίνα κάνει πρεμιέρα στο νέο νυχτερινό μαγαζί.

7ον. Ήταν η πρώτη ταινία της εταιρείας, Καραγιάννης – Καρατζόπουλος που κατέκτησε την κορυφή στα εισιτήρια (652.661) την σεζον 1967-1968.

Advertisement

Εταιρία θαυμάτων 1962-1963

Εταιρία θαυμάτων

Η ταινία, “Εταιρία θαυμάτων” προβλήθηκε τη σαιζόν 1962-1963 και έκοψε 22.676 εισιτήρια.Ήρθε στην 33η θέση σε 82 ταινίες.

Στέφανος Στρατηγός είναι γνωστός κυρίως για την καριέρα του ως ηθοποιός. Λίγοι γνωρίζουν ότι έχει σκηνοθετήσει και τέσσερις ταινίες. Η Εταιρεία θαυμάτων είναι μια διασκευή από το γνωστό θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά. Είναι μια πολύ τολμηρή ταινία για την εποχή της μια και σατιρίζει την ελληνική αφέλεια και θρησκοληψία. Θα την απολαύσετε. Ένας ακόμη λόγος που αξίζει και με το παραπάνω να δειτε την ταινία είναι η εκπληκτική ερμηνεία του μεγάλου ηθοποιού Δημήτρη Παπαμιχαήλ που ερμηνευτικά αδίκησε τον εαυτό του όσο κανείς.

-Στην πραγματικότητα όλοι οι πρωταγωνιστές αποτελούσαν μια οικογένεια. Πιο συγκεκριμένα, η Μαρίκα Κρεβατά ήταν παντρεμένη με τον Άγγελο Μαυρόπουλο με τον οποίο απέκτησαν την κόρη τους Γκέλυ η οποία ήταν παντρεμένη με τον Στέφανο Στρατηγό, ενώ ο Γιώργος Γαβριηλίδης ήταν ο δεύτερος σύζυγος της Μαρίκας Κρεβατά.

-Για το έτος 1962 και τα ήθη της κοινωνίας ήταν μια “προχωρημένη” εικόνα. Βέβαια αποτελούσε και ένα υγιές για την εποχή πρότυπο, αποδεικνύοντας ότι η ζωή συνεχίζεται και μάλιστα άκρως δημιουργικά. Στην ταινία επίσης πρωταγωνιστούσαν ο Παντελής Ζερβός και ο Βύρων Πάλλης. Η παραγωγή ήταν του Τζέιμς Πάρις και η μουσική του Μίμη Πλέσσα.

Περίληψη της ταινίας, “Εταιρία θαυμάτων”

Η Εταιρεία Θαυμάτων είναι μια δήθεν φιλανθρωπική οργάνωση ενός απατεώνα ιδιοκτήτη ελληνο-βρετανικής εταιρείας μεταλλείων, του Άγγλου μίστερ Τζων, που στήθηκε με σκοπό να οικειοποιηθεί ο εν λόγω μίστερ, με τη βοήθεια του επινοημένου αγίου Βαλαντίου, το πλούσιο σε μετάλλευμα βοσκοτόπι του αφελούς και θεοσεβούμενου Ιλάριου.

Για να το πετύχει, ο μίστερ Τζων χρησιμοποιεί τον ιεροκήρυκα Κοσμά που «λιβανίζει» τους εύπιστους κι αγράμματους χωριάτες, καθώς και την όμορφη Μίνα, επικουρούμενη από τη μητέρα της Δανάη. Η Δανάη παριστάνει τη μουγκή, η οποία θα ξαναβρεί τη μιλιά της χάρη στο «θαύμα» του αγίου, αλλά ο καταλύτης έρωτας, ανάμεσα στον Ιλάριο και τη Μίνα, στέκεται αφορμή να αποκαλυφθούν οι κατεργαριές όλων.

Advertisement

Η Σαπφώ Νοταρά σε σπάνιο βίντεο να κάνει πρόβα

Σαπφώ Νοταρά

Η Σαπφώ Νοταρά με τα σπουδαία υποκριτικά προσόντα, τα οποία δεν εξαντλούνταν στη χαρακτηριστική βραχνή φωνή της! Αυτή την ιδιαίτερη φωνή που την καθιέρωσε στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και την έκανε γνωστή και αγαπητή στο ελληνικό κοινό.

Ήταν από τις λίγες γυναίκες της εποχής της με πανεπιστημιακή μόρφωση, αφού είχε σπουδάσει στη Βιομηχανική Σχολή. Ωστόσο, εγκατέλειψε τη δουλειά της στην τράπεζα και βγήκε στο θέατρο.

Δείτε την Σαπφώ Νοταρά στο σπάνιο ντοκουμέντο να κάνει πρόβα μπροστά στην κάμερα με τον Γιάννη Τσαρούχη.

Πηγή άρθρου: koitamagazine.gr

Advertisement

Μανώλης Αγγελόπουλος 1939-1989

Μανώλης Αγγελόπουλος

Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1939 σ’ ένα τσαντίρι στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας, όπου ζούσε εκείνη την περίοδο η οικογένειά του, αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω. Ο πατέρας του, Ηλίας Αγγελόπουλος, ήταν πλανόδιος μικροπωλητής και πέθανε όταν ο Μανώλης ήταν 13 ετών. Έτσι, το νεαρό τσιγγανόπουλο βγήκε νωρίς στη βιοπάλη. Δούλεψε λουστράκος, γυρολόγος, σιδεράς και πωλητής χαλιών, πάντα με το τραγούδι στα χείλη.

Ελληνοτσιγγάνος βάρδος του λαϊκού τραγουδιού, ο μόνος τραγουδιστής που αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία του Στέλιου Καζαντζίδη τη δεκαετία του ’60. Μέχρι και σήμερα παραμένει ίνδαλμα για τους ομοφύλους του. Επίσης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος μιλούσε άπταιστα 5 Γλώσσες Σίντι, Ελληνικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Γαλλικά. Ο Γιάννης Πάριος τον θεωρεί την μεγαλύτερη φωνή που πέρασε ποτέ.

aggelopoulos lee
Μανώλης Αγγελόπουλος και Christopher Lee.

Με την προτροπή του εξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη και την ενθάρρυνση του λαϊκού συνθέτη Θεόδωρου Δερβενιώτη, που ενθουσιάστηκε με την ποιότητα της φωνής του, αποφάσισε στα 17 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με του τραγούδι. Στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Την ίδια περίοδο ηχογράφησε το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα», που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το ινδοπρεπές τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.

Στα 33 χρόνια της πορείας του στο λαϊκό τραγούδι ερμήνευσε μεγάλες επιτυχίες, που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τον κόσμο: «Τα μαύρα μάτια σου» (Αγγελόπουλος/Μπιζάνη), «Όσο αξίζεις εσύ» (Καλδάρας), «Φαρίντα» (Τσιτσάνης), «Μαγκάλα» (Ατταλίδης/Βασιλειάδης), «Φεγγάρι χλωμό» (Μπιθικώτσης/Γκούτης), «Έφυγε κι ακόμα πάει» (Πετσάς), «Μη με ξεχνάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος), «Τσιγγάνας Γάλα» (Καμπουρίδης/Σπυρόπουλος), «Ρίχ’τε στο γυαλί φαρμάκι» (Καλδάρας/Παπαγιαννοπούλου), «Μουσταφάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος), «Η μάνα η Γκρέκα» (Μηλιός/Μαλκώτσης), και «Όταν χορεύεις μάτια μου» (Χρ. Νικολόπουλος/Χαψιάδης).

Στο ενεργητικό του ο Μανώλης Αγγελόπουλος είχε δεκάδες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και επιθεωρήσεις, ενώ πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Έλληνες μετανάστες: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Στις 19 και 20 Ιουνίου του 1983 ήρθε η καταξίωση με τις δύο συναυλίες του στο Θέατρο του Λυκαβηττού, όπου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Δεν έλειψαν και τα επικριτικά σχόλια από μερίδα του δημοσιογραφικού και πνευματικού κόσμου, που τον χαρακτήρισαν «τουρκόγυφτο» και «τσιφτετελιστή», αλλά και για τη μετάδοση της συναυλίας του από την ΕΡΤ.

Ο Μανώλης Αγγελόπουλος πέθανε στις 2 Απριλίου σε νοσοκομείο του Λονδίνου, μία εβδομάδα προτού συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, εξαιτίας επιπλοκών από εγχείριση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας), στην οποία είχε υποβληθεί στις 14 Ιανουαρίου. Ήταν νυμφευμένος με την τραγουδίστρια Κωνσταντίνα, ενώ από τον πρώτο του γάμο με την επίσης τραγουδίστρια Αννούλα Βασιλείου είχε αποκτήσει τρία παιδιά, τη Μαρία (βαφτισιμιά του Στέλιου Καζαντζίδη), τον Ηλία και τον Στάθη Αγγελόπουλο, γνωστό λαϊκό τραγουδιστή.

Στην κηδεία του βρέθηκε 130.000 κόσμος, προκειμένου να αποχαιρετήσει τον αποκαλούμενο βασιλιά των τσιγγάνων, ανάμεσά τους εκπρόσωποι της κυβέρνησης (Ευάγγελος Γιαννόπουλος και Κίμων Κουλούρης) και πολλοί συνάδελφοί του, για να πουν το τελευταίο αντίο στον «βασιλιά των τσιγγάνων». Πάνω στον τάφο του στο Γ’ Νεκροταφείο της Αθήνας τον αποχαιρέτισαν μουσικά, σύμφωνα με δική του επιθυμία, ο Λευτέρης Ζέρβας (βιολί) και ο Βασίλης Σαλέας (κλαρίνο).

Μανώλης Αγγελόπουλος: Φιλμογραφία

ΈτοςΤίτλος ταινίας
1960Το Ραντεβού της Κυριακής 
1965Βάνα 
1965Περιφρόνα με γλυκειά μου 
1966Μεγάλη μου αγάπη 

Πληροφορίες άρθρου: retrodb.gr, sansimera.gr

Advertisement

Μία ματιά και εδώ..

Αγάπη για πάντα: Η ταινία που μας γνώρισε τον Ραχμάνινοφ

Αγάπη για πάντα
Το 1969 η Ζωή Λάσκαρη εγκαταλείπει τον μόνιμο σκηνοθέτη της, τον Γιάννη Δαλιανίδη (μετά από 9 χρόνια συνεργασίας) και γυρίζει με τον Βασίλη Γεωργιάδη...

Τα νησιά του Ελληνικού Κινηματογράφου Μέρος 7ο

page152 1
Βασισμένο στο θεατρικό «Ο Καρδιοκλέφτης» του Ναπολέοντα Ελευθερίου - ο οποίος υπογράφει και το σενάριο, το «Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο» του Ορέστη...