Σ’ αυτήν την βιογραφία, θα μάθουμε για έναν ηθοποιό όλοι οι συνάδελφοι του τον ονόμαζαν «Ο πρώτος τζέντλεμαν του ελληνικού κινηματογράφου». Έναν άνθρωπο ήσυχο, ευγενικό, μελετηρό, καλλιεργημένο, που με την συμπεριφορά του δίδασκε ήθος και αξιοπρέπεια σε όλους τους νεότερους καλλιτέχνες. Οι ρόλοι του ήταν κυρίως δεύτεροι, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε ποτέ να τους ενσαρκώσει με αγάπη και πίστη σ’ αυτό που αγαπούσε και το έκανε πάντα τέλεια. Έναν άνθρωπο που ξεκίνησε και παρέμεινε αγνός. Σας παρουσιάζω:
Ο Σταύρος Ξενίδης γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1923 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του ήταν γιατρός στην Άγκυρα και δεν είχε άλλα αδέλφια. Το 1927 έρχεται με την οικογένεια του στην Ελλάδα και μένουν στο προσφυγικό καταυλισμό της Νέας Φιλαδέλφειας στην Αθήνα. Έβγαλε το Λεόντειο Λύκειο και αμέσως γράφτηκε και τελείωσε το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του, δούλευε και ως εμποροϋπάλληλος, μέχρι να βγει στο σανίδι και να κερδίζει από εκεί το ψωμί του.
Η οικογένεια του δεν συμφώνησε με την απόφαση του να γίνει ηθοποιός, όμως εκείνος αγαπούσε πάρα πολύ το θέατρο και δεν άκουσε κανέναν, προκειμένου ν’ ακολουθήσει αυτό που λάτρευε.
Αργότερα, την δεκαετία του ’50 και την δεκαετία του ’60, ο Σταύρος Ξενίδης συνεργάστηκε και πρωταγωνίστησε στο θέατρο με τον Κώστα Μουσούρη ο οποίος έλεγε ότι ‘’τον κάθε ρόλο που παίζει ο Σταύρος, αναδεικνύει όλες του τις πτυχές, χωρίς όμως ίχνος υπερβολής.
Ήταν πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, φοβερά ενεργητικός, πραγματικά ακούραστος και πάντα ήξερε τι ακριβός ήθελε και πως θα ενσάρκωνε καλύτερα τους ρόλους του και ας μην ήταν αυτοί πρωταγωνιστικοί. Κάτι που δεν τον εμπόδισε να καταταγεί στου σημαντικότερους ηθοποιούς, του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου.
Πρώτη φορά εμφανίστηκε στο σανίδι το 1944 και η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν το 1953 στην ταινία «Το τραγούδι του πόνου». Εμφανίστηκε σε πάνω από 70 ταινίες, αλλά οι ρόλοι του ήταν κυρίως δεύτεροι όμως πολύ επιτυχημένοι. Η τελευταία του ταινία ήταν το 1989 στο έργο «Γραφείο ιδεών». Είχε πλούσια δραστηριότητα και στο ραδιόφωνο, καθώς και πολλές εμφανίσεις στην τηλεόραση σε έργα όπως «Το μυστικό του Άρη Μπονσαλέντη», «Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα» στο ρόλο του αστυνόμου Μπέκα κ.α
Μερικές από τις ανεπανάληπτες ταινίες που έπαιξε ήταν «Η ωραία τον Αθηνών», «Ο Ηλίας του 16ου», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο», «Οι γενναίοι του βορρά», «Υποβρύχιο Παπανικολής» κ.α. Και εμφανίστηκε κοντά σε αξιόλογους ηθοποιούς όπως, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, την Γεωργία Βασιλειάδου, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, την Μάρω Κοντού κ.α.
Ήταν παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό Μαργαρίτα Λαμπρινού η οποία γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1926 και μπορεί να βρέθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής, αλλά μετά τον πόλεμο γύρισε πάλι στην Αίγυπτο όπου συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις Ελληνικών Παροικιών. Επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα, για να κάνει σπουδές υποκριτικής στη Σχολή του Χρήστου Βαχλιώτη και αργότερα να γνωρίσει και να παντρευτεί τον επίσης ταλαντούχο και υπέροχο άνθρωπο, Σταύρο Ξενίδη.
Μια μεγάλη στεναχώρια του Σταύρου, ήταν που ο πατέρας του δεν ήθελε να γίνει ηθοποιός, γιατί του έλεγε ότι ο ηθοποιός έχει πιθανότητες 50%- 50% να πεινάσει, γιατί είναι ένα επάγγελμα‘’τσιγγάνικο’’, που δεν ξέρεις την επόμενη μέρα τι θα σου ξημερώσει. Όμως ο πατέρας του έφυγε νωρίς από την ζωή και έτσι δεν πρόλαβε να τον δει που εξελισσότανε σε έναν αξιόλογο καλλιτέχνη με μεγάλες επιτυχίες. Η μητέρα του όμως κατάφερε να τον δει και είχε αρχίσει σιγά- σιγά να συνηθίζει στην ιδέα και να της αρέσει η εξέλιξη του γιού της . Είχε μεγάλο ταλέντο, είχε ήθος, ήταν σεμνός, ευγενικός και κυρίως ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Όταν τον ρωτούσαν αν θα άφηνε για κάποιο λόγο το θέατρο, εκείνος του απαντούσε χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι αν ποτέ εγκαταλείψει το σανίδι θα έσβηνε. Οι συνάδελφοί του τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν πολύ και μάλιστα τον ονόμαζαν «Ο πρώτος τζέντλεμαν του ελληνικού θεάτρου», γιατί πίστευαν ότι ο Σταύρος Ξενίδης όχι μόνο ακολουθούσε πιστά, αλλά στην ουσία δίδασκε ήθος και αξίες σε όλους τους καλλιτέχνες της εποχής.
Είχε σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία του έφερναν συνεχόμενα εγκεφαλικά, από τα οποία είχε αποκτήσει κινητικά προβλήματα και μερική άνοια και γι’ αυτό από τον Μάιο του 2008 είχε μπει στο Γηροκομείο Αθηνών και μάλιστα στην πτέρυγα που είχαν τους βαριά ασθενείς. Μάλιστα λόγω του ότι στο γηροκομείο είχε μπει και η αγαπημένη του σύζυγος και λόγο ότι τα οικονομικά τους ήταν άθλια, η Άννα Φόνσου σαν πρόεδρος του ιδρύματος «Το σπίτι του ηθοποιού», μαζί με τον τότε Υπουργό Υγείας Δημήτρη Αβραμόπουλο και τον τότε δήμαρχο Αθηνών Νικήτα Κακλαμάνη, μεσολάβησαν για την παραμονή τους στο γηροκομείο.
Λόγο όμως του ότι ο Σταύρος ήταν βαρύ περιστατικό και χρειαζόταν συνεχόμενες φυσικοθεραπείες, η σύζυγος του έμενε στο άλλο κτίριο του γηροκομείου, που ήταν λίγα μέτρα πιο μακριά, αλλά τον επισκεπτόταν συχνά όλη την ημέρα και κάποιες φορές της επέτρεπαν να μείνει στο πλάι του και την νύχτα. Μπορεί να μην μπορούσε να κινηθεί, ούτε να μιλήσει, όμως όλοι τον συμπαθούσαν πάρα πολύ γιατί το βλέμμα του ακτινοβολούσε γλύκα παρά την ταλαιπωρία που περνούσε και όλοι τον σεβόντουσαν. Ήθελε την τηλεόραση συνέχεια ανοικτή, γιατί την είχε μόνιμη συντροφιά του και ας μην θυμόταν πια πολλά από την ζωή που είχε ζήσει. Ήθελε το ζευγάρι να ζήσει τον λίγο καιρό που του απέμενε, με αξιοπρέπεια και διακριτικότητα, χωρίς να δώσει καμία λαβή για σχόλια παραέξω και έτσι η σύζυγος του είχε απαγορεύσει οποιαδήποτε επίσκεψη.
Λίγους μήνες μετά, δηλαδή στις 2 Νοεμβρίου 2008 σε ηλικία 85 χρονών, έφυγε από την ζωή με πόνο που ίσως δεν του άξιζε. Η θλίψη της αγαπημένης του συζύγου ήταν μεγάλη και η μελαγχολία στο πρόσωπο της, κάθε μέρα γινόταν και πιο έντονη. Η μόνη της έξοδο ήταν όταν παίρνει ένα ταξί και πηγαίνει στο νεκροταφείο να δει, να περιποιηθεί και να μιλήσει με τον αγαπημένο της σύζυγο και μετά επιστροφή στο γηροκομείο και στην μοναξιά της, να διαβάζει μόνη της τα βιβλία της, χωρίς να θέλει να έχει κάποιον άλλον από τους ενοίκους συντροφιά.
Η απώλεια του συζύγου της την πλήγωνε βαθιά και δεν ήθελε με τίποτα να μιλάει για τον παρελθόν τους.
Ένας άνθρωπος, πρώτα απ’ όλα, που θα έπρεπε σίγουρα να μπορούσαμε να μιμηθούμε, ένας ηθοποιός, με αστείρευτο ταλέντο, ένας καλλιτέχνης άξιος σεβασμού. Λυπάμαι για τις τελευταίες πικρές και δύσκολες στιγμές της ζωής του, γιατί ένας τόσο αξιόλογος άνθρωπος δεν θα έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, αλλά να περνούσε με ηρεμία μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα, όσα χρόνια τους απέμεναν. Γλυκέ μας Σταύρο να είσαι καλά εκεί ψηλά, με όλη την όμορφη παρέα, του Παλιού Καλού Ελληνικού Κινηματογράφου και να είσαι σίγουρος ότι εμείς εδώ, δεν σας ξεχνάμε ποτέ.