12.7 C
Athens
Κυριακή, 21 Δεκεμβρίου, 2025

Λαυρέντης Διανέλλος: Η ψυχή του ελληνικού κινηματογράφου

Υπάρχουν ονόματα που δεν χρειάζονται φανφάρες για...

Βαγγέλης Βουλγαρίδης: Ο ευγενικός ζεν πρεμιέ

Τις περισσότερες φορές, ήταν εκείνοι οι δευτεραγωνιστές...
Blog Σελίδα 269

Τι απάντησαν οι ηθοποιοί στην ερώτηση αν έχουν Τρακ

Τρακ

Στο ερώτημα αν έχουν τρακ πριν εμφανιστούν στη σκηνή του θεάτρου είχαν κληθεί να απαντήσουν πενήντα χρόνια πριν κάποιοι από τους πιο αγαπημένους Έλληνες ηθοποιούς, που έχουν γράψει τη δική τους Ιστορία στο θέατρο και τον κινηματογράφο. το ερώτημα τους το έθεσε η εβδομαδιαία εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στα τέλη Ιανουαρίου 1962.

Είχαν, λοιπόν, τρακ ορισμένοι από τους μεγάλους μας ηθοποιούς και τι έκαναν ορισμένοι από αυτούς για να το ξεπεράσουν;

Η Τζένη Καρέζη, από τις πιο αγαπημένες και πιο μεγάλες μας ηθοποιούς, σημείωσε ότι το τρακ που παθαίνει “δε λέγεται κι ούτε περιγράφεται”. Όμως αυτό δε συνέβαινε πάντα. “Όταν πρωτοβγήκα στο θέατρο, καρφί δε μου καιγόταν. Αδιαφορούσα, έβγαινα στη σκηνή σα να πήγαινα περίπατο. Τώρα, όσο περνάνε τα χρόνια, παγώνω, ιδρώνω, κολλάνε τα ρούχα επάνω μου – συναίσθηση ευθύνης…”.

Αντίστοιχη ήταν η απάντηση και της μεγάλης κυρίας του θεάτρου Μαίρης Αρώνη: “Όταν πρωτοβγήκα στη σκηνή, παρόλο που έπαιζα πλάι στην μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη, δεν είχα συναίσθηση της ευθύνης μου και το πράγμα φαινόταν επιφανειακά – γιατί μια κάποια νευρικότης υπήρχε – σαν κάποιο γλεντάκι.

Τώρα που με τα χρόνια όχι μόνο έφτασα να παίζω τους πρώτους ρόλους, αλλά είχα και στην πλάτη μου την ευθύνη των παραστάσεων, ε, τώρα είναι που δεν μπορώ να επιβληθώ στον τρακαρισμένο εαυτό μου”. Για την ίδια, το συναίσθημα του τρακ δεν ήταν απαραίτητα κακό: “Πιστεύω από την προσωπική μου πείρα ότι όχι μόνο δε βλάπτει την παράσταση, αλλά την ευεργετεί”.

Η μεγάλη ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη αναρωτήθηκε: “Είναι να με ρωτάτε; Αν δεν πάθαινα, θα ήταν σαν να αρνιόμουνα ότι είμαι άνθρωπος με νεύρα και ζωή. Η κρίση του κοινού είναι η ζωή μας. Μπορείς λοιπόν τούτο το πράγμα, μαζί με την ευθύνη που έχεις, να το αντιμετωπίσεις ψύχραιμα;”, ενώ εξομολογήθηκε και για το τρακ που ένιωσε με την επανεμφάνισή της στο θεατρικό σανίδι ύστερα από δυο χρόνια απουσίας.

Για τον Δημήτρη Μυράτ “το τρακ δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δέος μπροστά στην απρόσιτη αυτή μεγάλη τέχνη που λέγεται θέατρο. Αλίμονο σε εκείνους που δεν το έχουν”. Διέκρινε όμως το αρνητικό τρακ, αυτό δηλαδή “που συνεχίζεται στη διάρκεια της παραστάσεως. Αυτό είναι καταστρεπτικό. Έχω δει σπουδαία ταλέντα που δεν μπόρεσαν να προκόψουν, επειδή δεν μπόρεσαν να το υπερνικήσουν, μετά το απαραίτητο ως την έναρξη της παραστάσεως τρακ”.

Μάρω Κοντού
Η Μάρω Κοντού.

Η Μάρω Κοντού ομολόγησε ότι παθαίνει κι αυτή τρακ, αλλά μόνο στις πρεμιέρες, ενώ στις υπόλοιπες παραστάσεις της φεύγει, εκτός από τις περιπτώσεις όπου “ξέρω ότι κάτω στην πλατεία είναι κάποιος που μ’ ενδιαφέρει η γνώμη του ή κάποιοι που θα με κρίνουν”.

Για τον Ντίνο Ηλιόπουλο το τρακ ήταν το μυστικό της επιτυχίας του: “Τρέμουν τα χέρια, τα πόδια – αλλά μου πάει, γιατί έτσι οι σκηνές γίνονται πιο κωμικές”. Αποκάλυψε όμως και τι κάνει για να το ξεπεράσει: “Οπλίζομαι με θάρρος, ντύνομαι την αυτοπεποίθηση και όλα καλά. Αλλά το τρακ είναι τρακ. Δε μου λείπει ποτέ”.

Το τρακ κυρίευε πριν τις παραστάσεις και την Άννα Φόνσου, η οποία, όμως, εξήγησε ότι το αντιμετώπιζε με πίστη στην κυριολεξία: “Κάνω το σταυρό μου πολλές φορές, και τότε νιώθω να μου περνάει”.

Σύμφωνα με τη Μαίρη Χρονοπούλου το τρακ που πάθαινε ήταν τρομακτικό. “Με το τρακ που παθαίνω εκδηλώνομαι νευρικά. Σμπαραλιάζεται το νευρικό μου σύστημα και κάπως, σ’ ένα έμπειρο μάτι, φαίνεται η νευρικότης μου”. Η ηθοποιός εξομολογήθηκε και για την πρώτη φορά που βγήκε στη σκηνή: “Έτρεμα και δεν ήθελα να βγω. Τότε, ο εκλεκτός και γνωστότατος συγγραφέας και σκηνοθέτης Αλέκος Σακελλάριος, σε έργο του οποίου έπαιζα, με έσπρωξε κυριολεκτικά για να βγω. Νόμιζα πως κολυμπούσα σε μια θάλασσα, που για χρόνια με βασάνιζε”.
ola-ta-kala.blogspot.gr

Advertisement

Ένας Αμερικανός σκηνοθέτης πραγματικός Έλληνας

jylledssnen000.medium
jylledssnen000.medium

Όταν παίχτηκε στο φεστιβάλ των Κανών το μνημειώδες «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (1957), το διαχρονικό βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ζιλ Ντασέν, ο Ζαν Κοκτό, μέλος της κριτικής επιτροπής, λιποθύμησε από θαυμασμό! «Και έπρεπε να τον συνεφέρουν για να συνεχίσει η διαδικασία», παρατήρησε λακωνικά ο Ντασέν.

Αυτός ήταν ο σπουδαίος αμερικανός σκηνοθέτης που θα κατέληγε στο τέλος της ζωής του επίτιμος έλληνας πολίτης: από υποψήφιος για Όσκαρ (σκηνοθεσίας και σεναρίου) και προσωπικός βοηθός του Χίτσκοκ, η ζωή του θα έπαιρνε άσχημη τροπή όταν κυνηγήθηκε από τον μακαρθισμό και βρήκε καταφύγιο στην Ευρώπη και τη φιλόξενη ελληνική αγκαλιά στο τέλος.

Μελίνα Μερκούρη – Ζυλ Ντασέν

Ο ίδιος βέβαια ισχυριζόταν ότι…

«Ήμουν Έλληνας πριν γνωρίσω τη Μελίνα» και αν κρίνουμε από τη μαχητικότητα, την προοδευτικότητα και το πείσμα του, αυτό πιθανότατα ήταν αλήθεια!

Ο γαλλικής καταγωγής αμερικανός μαέστρος της έβδομης τέχνης χάρισε σπουδαίες ταινίες, κυνηγήθηκε για τα πιστεύω του, έγινε παντοτινός σύντροφος της Μελίνας Μερκούρη και κράτησε στην καρδιά του την Ελλάδα, γινόμενος τελικά «δικός μας» με τα όλα του.

Αν και στην Ιστορία θα έμενε γι’ αυτό ακριβώς που ήταν, ο μεγάλος σκηνοθέτης δηλαδή του «Ποτέ την Κυριακή» (1960), του «Τοπκαπί» (1964) και του «Ριφιφί» (1954)…

Πρώτα χρόνια

Ο Ζiλ Ντασέν γεννιέται στις 18 Δεκεμβρίου 1911 στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ ως ένα από τα 8 παιδιά του ρωσοεβραίου εμιγκρέ (γαλλικής καταγωγής) Σάμιουελ Ντασέν, που έβγαζε τα προς το ζην στον Νέο Κόσμο ως κουρέας. Λίγο μετά τη γέννηση του Ζιλ, ο πατέρας πήρε την οικογένεια και μετακόμισαν στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, όπου και θα φοιτήσει ο μικρός στο σχολείο και μάλιστα στο σκληρό περιβάλλον του Μπρονξ, αν και δεν έμελλε να αποφοιτήσει εξαιτίας της οικογενειακής ανέχειας.

Στη δεκαετία του 1930 έμελλε να κάνει την κίνηση που θα του άλλαζε τη ζωή: προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο ίδιος δήλωσε το 2002 στον «Guardian» για την ιδεολογική απόφασή του να στραφεί στον κομμουνισμό: «Μεγαλώνεις στο Χάρλεμ, όπου έχεις μεγάλο πρόβλημα να τραφείς και να κρατήσεις τις οικογένειες ζεστές, και ζεις δίπλα στην Πέμπτη Λεωφόρο, όπου είναι κομψή. Δυσφορείς, ακούς ιδέες, βλέπεις πολλή φτώχεια γύρω σου και είναι έτσι μια φυσιολογική διαδικασία»…

Advertisement

Ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός στο Χόλιγουντ

Χόλιγουντ

Πόσοι είναι οι Έλληνες ηθοποιοί στο Χόλιγουντ; Με τη στενή έννοια, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν στην Ελλάδα και μιλούν τα ελληνικά καλύτερα από τ’ αγγλικά, ελάχιστοι – για την ακρίβεια κανένας. Υπό την ευρεία έννοια, όσοι κατάγονται έστω από τον ένα γονιό ή από τον ένα μόνο παππού (ή γιαγιά), ο αριθμός τους καταλήγει να είναι αμέτρητος.

Ποιος όμως ήταν ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός, που βρέθηκε στη μεγαλύτερη κινηματογραφική βιομηχανία του πλανήτη; Πότε συνέβη αυτό; Θα έπρεπε να γίνει μια συστηματική έρευνα και να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο για τον Γεώργιο Ρήγα, τον πρώτο Έλληνα ηθοποιό, που πρωταγωνίστησε σε ταινία του Χόλιγουντ.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία γι’ αυτόν – σίγουρα όχι στο ίντερνετ – ούτε η συγκεκριμένη ανάρτηση μπορεί να δώσει πολλές λεπτομέρειες. Ωστόσο, η πληροφορία ότι αυτός, ο Γεώργιος Ρήγας, υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός στην Αμερική επιβεβαιώνεται τόσο από αμερικανικά, κινηματογραφικά περιοδικά της εποχής του, όσο και από τις ελληνικές εφημερίδες της ομογένειας στη Νέα Υόρκη. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το Νοέμβριο του 1890.

Έπαιξε σε κάποιες θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα, ενώ κάποια στιγμή βρέθηκε στη Νέα Υόρκη μαζί μ’ έναν ελληνικό θίασο παίζοντας το Ρωμαίο στο κλασικό δράμα του Σέξπιρ, “Ρωμαίος και Ιουλιέτα”. Σε κάποιο θέατρο της Νέας Υόρκης τον εντόπισε και η Μαίρη Πίκφορδ, η οποία και τον εισήγαγε στην τέχνη του κινηματογράφου προτείνοντάς του να παίξει στην ταινία της με τίτλο “Love Light”. 

Από τότε “κατώρθωσεν βασιζόμενος μόνον εις το τάλαντόν του, εις την μελέτην του και την αυτοπεποίθησιν επί της αξίας του διά να διαδραματίση σπουδαίους ρόλους εις κινηματογραφικά έργα πολύκροτα και πολυδάπανα“, υπογράμμιζε η ελληνική εφημερίδα της Νέας Υόρκης “Εθνικός Κήρυξ” στις 09.02.1935, με αφορμή την επιστροφή του Ρήγα στο Μπρόντγουεϊ, ύστερα από δεκαετή απουσία στο Χόλιγουντ, όπου είχε συμμετάσχει σε περισσότερες από είκοσι ταινίες, όπως “Beau Ideal”, “Forbitten Adventure”, “Danger Island”, “Battling ith Bufallo Bill”, “Trapped”, “Riders of the North”, “City Streets” κ.ά.. 

Εν τω μεταξύ, στο Χόλιγουντ βρέθηκε και ο αδερφός του, Πέτρος (ή Pedro, όπως τον έγραφαν οι αμερικανικές εφημερίδες), ο οποίος επίσης συμμετείχε σε πολλές ταινίες του Χόλιγουντ – σε μικρούς ρόλους κι αυτός. Σύμφωνα με τη Wikipedia, ο Γεώργιος Ρήγας έπαιξε συνολικά σε περισσότερες από 100 ταινίες.

Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στο “Σημάδι του Ζορό” (“The Mark of Zorro”), λίγο προτού φύγει από την ζωή στις 13 Δεκεμβρίου 1940 σε ηλικία 50 ετών. Στη Wikipedia δημοσιεύεται και η παρακάτω φωτογραφία του, από τη συμμετοχή του στην ταινία “Daniel Boone” το 1936, στην οποία ο Ρήγας υποδυόταν έναν… Ινδιάνο. Από τότε ακόμη οι Έλληνες χρησιμοποιούνταν στο Χόλιγουντ για ν’ αναπαραστήσουν κάθε λογής λαούς – εκτός των.. Ελλήνων. 

Advertisement

9 tips για την ταινία Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο

9 tips για την ταινία Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο

Μια από τις κλασικές ταινίες του καλλιτεχνικού ζευγαριού Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ ήταν το “Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο” σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου, που έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες στις 16 Νοεμβρίου 1959. Ανατρέχοντας στα αρχεία των δύο εφημερίδων της εποχής (“Ελευθερία” και “Εμπρός”), που περιλαμβάνονται στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αντλούμε κάποιες μικρές ειδήσεις που αφορούσαν την αγαπημένη ταινία.

1. Την πρώτη μέρα προβολής, η ταινία έκοψε περίπου 21.500 εισιτήρια, αριθμός-ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής, καθώς ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που το είχε καταφέρει. Μέχρι τότε, τα περισσότερα εισιτήρια που είχε κόψει μια εγχώρια παραγωγή ήταν μόλις 16.500 εισιτήρια κατά την πρώτη μέρα προβολής της.

Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο

2. Τα δημοσιεύματα για – πραγματικές ή φανταστικές – κόντρες μεταξύ Βουγιουκλάκη και Παπαμιχαήλ υπήρχαν από τότε. Ένα από αυτά ήθελε την Αλίκη να είχε ζηλέψει τον μεγάλης διάρκειας μονόλογο του Δημήτρη σε κάποια σκηνή και ότι γι’ αυτόν τον λόγο είχε ζητήσει να φαίνεται και η ίδια ως “σφήνα”.
[Μια συνέντευξη του Παπαμιχαήλ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εμπρός στις 14.05.1960, ουσιαστικά τροφοδότησε τις φήμες διά της… σιωπής:
Δημ.: Είναι αλήθεια ότι στο φιλμ αυτό (σ.σ. Το Ξύλο Βγήκε Από Τον Παράδεισο) ζήτησαν να κοπεί ο μονόλογος που λες, γιατί επεσκίαζε την συμπρωταγωνίστριά σου;
Δ.Π.: Θα μου επιτρέψεις να μην απαντήσω.
Δημ.: Λένε ακόμη πως παλαιότερα, η ίδια πάλι “διαπληκτίσθηκε” μαζί σου, γιατί εκείνη ήταν πρωταγωνίστρια κι εσύ δεν ήσουνα
Δ.Π.: Και πάλι να μου επιτρέψεις να μην απαντήσω].

3. Στην ταινία, τα γυρίσματα της οποίας πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1959 στο Ψυχικό, συμμετείχαν συνολικά 200 κοπέλες, οι οποίες υποδύονταν τις μαθήτριες του κολεγίου, όπου διαδραματιζόταν το σενάριο της ταινίας. Από τις 200, επί καθημερινής βάσης χρησιμοποιούνταν οι 30, η αμοιβή των οποίων είχε γραφτεί ότι θα ήταν 2500 δραχμές.

4. Απολαμβάνοντας εξαιρετική εμπορική επιτυχία μετά την ταινία “Αστέρω” (Φεβρουάριος 1959), αλλά και καλλιτεχνική καταξίωση, μιας και η ταινία εκείνη είχε προβληθεί με ευμενή σχόλια στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, το κασέ της Αλίκης Βουγιουκλάκη είχε εκτοξευτεί. Γράφτηκε ότι για να πρωταγωνιστήσει στο “Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο” είχε συμφωνήσει να εισπράξει 150.000 δραχμές.

5. Τα χαστούκια όχι μόνο ήταν αληθινά, αλλά και πολύ περισσότερα απ’ όσα βλέπουμε στην ταινία. Για να γυριστεί μια μόνο σκηνή, όπου ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ χαστούκιζε μια “μαθήτρια” του κολεγίου, έγιναν 22 λήψεις, δηλαδή έπεσε αντίστοιχος αριθμός από χαστούκια!

6. Η ταινία προβλήθηκε στην Τουρκία και η Βουγιουκλάκη γοήτευσε τον ανδρικό πληθυσμό της γειτονικής χώρας. Μάλιστα, όταν λίγα χρόνια αργότερα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για τα γυρίσματα της ταινίας “Χτυποκάρδια στα θρανία“, ένας νεαρός Τούρκος – γράφτηκε στις ελληνικές εφημερίδες ότι το όνομά του ήταν Νιχάτ Καρψί – αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας στο Βόσπορο, επειδή δεν μπορούσε να πλησιάσει την Αλίκη, την οποία είχε ερωτευτεί από το “Ξύλο”.

7. Στο τραγούδι “Το γκρίζο γατί (Νιάου βρε γατούλα)”, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Αλέκος Σακελλάριος έπαιζε το ακορντεόν που ακούγεται.

8. Το σάουντρακ της ταινίας – τα τραγούδια “Το γκρίζο γατί” και “Έχω ένα μυστικό” – κυκλοφόρησαν σε δισκάκι το Σεπτέμβριο του 1959, περίπου δυο μήνες πριν την πρώτη προβολή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες.  Στην κριτική του για τα τραγούδια, ο Νίκος Μαστοράκης είχε παρατηρήσει ότι το μεν “γατί” ήταν “γεμάτο από την προσωπικότητα της (Αλίκης). Από γέλιο, μέχρι.. νιαούρισμα”, ενώ όσον αφορά το “Μυστικό” παρατήρησε ότι “το τραγούδι είναι επί τέλους “Χατζιδάκις”, ενώ “η Αλίκη παρουσιάζεται περισσότερο φορμαρισμένη” (Εμπρός, 26.09.1959).

9. Η ταινία είχε αποσπάσει καλές κριτικές, πράγμα σπάνιο για τις ελληνικές ταινίες της εποχής. Αυτή ήταν η κριτική της ταινίας από το Μάριο Πλωρίτη (Ελευθερία, 18.11.1959):“Όταν δεν περιορίζεται να φωτογραφίζη τα θεατρικά του έργα, ο Αλέκος Σακελλάριος επιβεβαιώνει αυτό που είχαμε διαπιστώσει από την πρώτη του κιόλας ταινίας (“Παπούτσι από τον τόπο σου”): πως έχει “μάτι” κινηματογραφικό και αίσθηση του ρυθμού της οθόνης. Σήμερα, ξεκινώντας από μια σχολική ιστοριούλα που δεν ανακαλύπτει βέβαια την πυρίτιδα, κατώρθωσε – με την πολύτιμη βοήθεια της φωτογραφίας και του “μοντάζ” του Ντ. Κατσουρίδη – να δώση μια ταινία εύθυμη, δροσερή, και προπάντων γοργή κι’ απαλλαγμένη από τις κακογουστιές που καταδυναστεύουν τον ελληνικό κινηματογράφο.

Αν μάλιστα είχαν αποφευχθή μερικοί πλατυασμοί στο α΄ μέρος και κάποια επιμονή σε ωρισμένα κωμικά “τρυκ”, το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα πιο άρτιο.Σημαντική είναι και η συμβολή της ερμηνείας στην επιτυχία. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη παίζει με δροσερό μπρίο αλλά και με συγκίνηση την κακομαθημένη μαθήτρια, ο Δημ. Παπαμιχαήλ είναι αδρός κι’ “επιβληικός” στο ρόλο του αναμορφωτή καθηγητή, ο Ορέστης Μακρής δίνει απολαυστικά το σκίτσο του γυμναστή, ο Χρ. Τσαγανέας είναι χαραχτηριστικά “ελαστικός” γυμνασιάρχης, ενώ η Μ. Κρεββατά, ο Δ. Παπαγιαννόπουλος, ο Γ. Γαβριηλίδης και 300 ζιζάνια με μαύρη ποδιά συμπληρώνουν την εικόνα – όπου πρέπει ξεχωριστά να μνημονευθή η μουσική και τα δυο τραγούδια του Μ. Χατζιδάκι“.

Advertisement

Το αφιέρωμα Γερμανικού περιοδικού στην Αλίκη το 1964

αφιέρωμα

Έχει ξανθά μαλλιά, μάτια χρώματος λαδί και ένα πρόσωπο όπως της Μπριζίτ Μπαρντό. Είναι ηλικίας 25 ετών. Έγινε διάσημη ως ηθοποιός και ως φίλη του νεαρού Βασιλιά. Σήμερα ο Βασιλιάς έχει παντρευτεί. Αλλά εκείνη εξακολουθεί να είναι μία χωρίς στέμμα βασίλισσα του θεάτρου.

Μία όχι δυστυχισμένη, αλλά κλεισμένη στη μοναξιά της βασίλισσα”. Με αυτά τα λόγια περιέγραφε την Αλίκη Βουγιουκλάκη αφιέρωμα του γερμανικού περιοδικού Quick τον Οκτώβριο του 1964. Ένα αφιέρωμα που προκάλεσε αντιδράσεις για τις αναφορές που έκανε ως προς την παλαιότερη σχέση της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Κωνσταντίνο Γλίξμπουργκ, όταν εκείνος ήταν διάδοχος του ελληνικού θρόνου.

Ο Γερμανός δημοσιογράφος που υπέγραφε το εν λόγω δημοσίευμα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο νεανικό ειδύλλιο Αλίκης – Γλίξμπουργκ, αλλά και στο ρόλο της βασιλομήτωρος Φρειδερίκης.  Στο δημοσίευμα σημειωνόταν χαρακτηριστικά: “Οι άνδρες φλέγονται όταν την αντικρίζουν.

Και όλη η Ελλάδα κείται στα πόδια της. Υπήρξε η πρώτη μεγάλη αγάπη του Κωνσταντίνου. Πολλοί πίστεψαν ότι θα την παντρευόταν. Αλλά η βασίλισσα Φρειδειρίκη απαγόρευσε στον γιο της τη συναναστροφή με την ξανθιά ηθοποιό του κινηματογράφου.

Οι δρόμοι των δύο ερωτευμένων χωρίστηκαν. Η Αλίκη δημιούργησε, έστω και χωρίς τις βασιλικές σχέσεις, καριέρα. Σήμερα είναι η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κινηματογράφου. Κερδίζει το μήνα 40.000 μάρκα (σ.σ.: δηλαδή περίπου 400.000 δραχμές της εποχής).

Η αμοιβή της για το ρόλο της σε ένα καινούριο φιλμ, όπου εμφανίζεται ως μοντέρνα Σταχτοπούτα έφτασε τα 130.000 μάρκα (σ.σ.: δηλαδή περίπου 1.040.000 δραχμές, εφόσον βέβαια δεχτούμε ως αληθείς τους ισχυρισμούς του δημοσιογράφου)”.

Αυτό που είχε προξενήσει εντύπωση στον συντάκτη του συγκεκριμένου αφιερώματος στην “εθνική σταρ” ήταν το ότι κανείς δεν μπορούσε να του δώσει ακριβείς πληροφορίες για το πού θα μπορούσε να τη συναντήσει εκτός του θεάτρου της, καθώς η Βουγιουκλάκη “δε συχνάζει σε κανένα από τα νυχτερινά κέντρα, στα οποία πηγαίνουν πολλοί άλλοι διάσημοι συνάδελφοί της. Κανένας τηλεφωνικός κατάλογος δε γράφει το τηλέφωνό της.

Κανένας κινηματογραφικός παραγωγός δεν προδίδει τη διεύθυνσή της”.Τελικά, η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της ίδιας της Βουγιουκλάκη, η οποία τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο του Γερμανού δημοσιογράφου, όταν πλέον είχε πληροφορηθεί ότι την αναζητούσε, κλείνοντας ραντεβού στο διαμέρισμά της ηθοποιού στην οδό Στησιχόρου. Η επιλογή του χώρου δεν ήταν τυχαία, καθώς αφενός η ίδια η Βουγιουκλάκη δεν οδηγούσε, αφετέρου ο σοφέρ της είχε πάθει κάποιο ατύχημα εκείνη την περίοδο, όπως σημείωνε το ρεπορτάζ.

Ο Γερμανός έμεινε εντυπωσιασμένος από το διαμέρισμα της Αλίκης Βουγιουκλάκη γράφοντας χαρακτηριστικά ότι “καμία Γερμανίδα ηθοποιός δεν έχει κατοικία παρόμοια με της Ελληνίδας σταρ”, ενώ αξιολογούσε την αξία του σπιτιού σε μισό εκατομμύριο μάρκα (δηλαδή 5.000.000 δραχμές εκείνης της εποχής). Η Αλίκη τον υποδέχθηκε φορώντας “μια στενή φούστα τουίνσετ και κολιέ από αληθινά μαργαριτάρια”, ενώ ο δημοσιογράφος την περιέγραψε ως γυναίκα που “έχει προσωπικότητα” και “χαριτωμένη”, ενώ αναφερόμενος στα μάτια της έγραψε ότι “θυμίζουν κινέζικα μάτια”.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα σημείο της συνομιλίας τους, όπου η Αλίκη εκμυστηρεύεται πως “είχα πολλούς δεσμούς με δημοσιογράφους. Όμως με τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο – συγνώμη – τον βασιλέα Κωνσταντίνο δεν υπήρξα ποτέ ερωτευμένη. Είναι ένας ιδιαίτερα γοητευτικός άνδρας. Και μόλις μερικούς μήνες μικρότερος στην ηλικία από μένα.

Και όμως τόσο νεαρός για μένα!” Αναφέρθηκε μάλιστα και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε αυτή η γνωριμία, όταν ο Κωνσταντίνος είχε επισκεφθεί το στούντιο, όπου η ηθοποιός γύριζε μια ταινία (το “Κλωτσοσκούφι”, όπως πληροφορηθήκαμε πολλά χρόνια αργότερα από την περίφημη συνέντευξη της Αλίκης στον Νίκο Χατζηνικολάου και την εκπομπή “Ενώπιος Ενωπίω” σπάζοντας ρεκόρ τηλεθέασης).

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, η Αλίκη αναφέρθηκε στη μητέρα της, με την οποία άλλωστε συγκατοικούσαν, στα δύο αδέρφια της που σπούδαζαν στο εξωτερικό με δικά της έξοδα, ακόμα και στον σοφέρ της ο οποίος μέσα σ’ ένα χρόνο είχε τρακάρει με το αυτοκίνητο τέσσερις φορές, αλλά δεν της πήγαινε η καρδιά να τον διώξει.

Από τη συνέντευξη όμως δεν έλειψε και μια σύντομη αναφορά στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν αναλογιστεί κανείς ότι ύστερα από λίγους μήνες οι δύο ηθοποιοί επρόκειτο να ανεβούν τα σκαλιά της εκκλησίας:“Έχω τον παρτενέρ μου, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον ωραιότερο άνδρα της Ελλάδας και επίσης δημοφιλή ηθοποιό. Για μένα είναι ένας αδελφός. Έχω τα πάντα! Αλλά είμαι τόσο μόνη! Αλλά μονάχα δεν έχω κάποιον άνδρα να αγαπώ!”.

Να υπενθυμίσουμε μόνο ότι η συνέντευξη δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1964, οπότε λογικά δόθηκε κάπου εκεί κοντά, ενώ ο γάμος των δύο ηθοποιών ανακοινώθηκε δύο μήνες αργότερα και τελέστηκε τον Ιανουάριο του 1965. Τέλος, αναφέρθηκε στην αγάπη της για το Βερολίνο και την πρόθεση της να μάθει γερμανικά και να ταξιδέψει μέχρι τη Γερμανία αναρωτώμενη: “Θα έβρισκα ίσως εκεί έναν Γερμανό σύζυγό;”.

Εκτενή αναφορά στο ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού έκανε δημοσίευμα της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 24.10.1964, δύο ημέρες πριν την ταυτόχρονη πρεμιέρα… δύο ταινιών της Βουγιουκλάκη, μια ενδεχομένως πρωτοφανής σύμπτωση στα παγκόσμια χρονικά. Η ελληνική εφημερίδα έκανε λόγο για “δήθεν ειδύλλιο” της Αλίκης με τον τότε διάδοχο του ελληνικού θρόνου αποδίδοντας την ανακίνηση του θέματος σε λόγους εντυπωσιασμού και αφηγηματικού εφέ από την πλευρά του δημοσιογράφου.

Εάν εμείς είχαμε να σχολιάσουμε κάτι ύστερα από τόσα χρόνια, αυτό θα ήταν κατ’ αρχήν η.. ηλικία της ηθοποιού, η οποία στο γερμανικό περιοδικό αναφερόταν ότι ήταν μόλις 25 ετών, δηλαδή… έξι χρόνια μικρότερη από την πραγματική, εάν φυσικά ευσταθούν τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατος της Αλίκης, ότι είχε γεννηθεί το 1933. Ένα δεύτερο σχόλιο θα αφορούσε την πολύ κακή σχέση της εθνικής σταρ με το αυτοκίνητο, όταν μάλιστα την περίοδο εκείνη θα έβγαινε στους κινηματογράφους η μεγάλη κινηματογραφική της επιτυχία “Η Σωφερίνα”.

Η “Σωφερίνα” βγήκε στις αίθουσες στις 26 Οκτωβρίου 1964, την ίδια ημέρα που είχε πρεμιέρα και μια άλλη ταινία της Αλίκης, το “Δόλωμα“.Η πρώτη ήταν παραγωγή της εταιρίας Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, ενώ η δεύτερη ήταν της Φίνος Φιλμ και μάλιστα η υπόθεσή της δεν είχε διαρρεύσει στα μέσα, αλλά κρατήθηκε ως έκπληξη για την πρεμιέρα της ταινίας!

Τέλος, δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη η αναφορά της Αλίκης στη σχέση της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, η οποία περιγράφεται σχεδόν ως… αδερφική και μάλιστα σε τόσο σύντομο διάστημα πριν τον γάμο τους, αν και ένας λόγος ίσως να ήταν το ότι οι δυο τους ήθελαν να κρατήσουν το δεσμό τους μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Advertisement

Ταϋγέτη Μπασούρη: Η ιστορία της διάσημης άσχημης και το τραγικό τέλος της

Ταϋγέτη Μπασούρη

Η Ταϋγέτη Μπασούρη είναι γνωστή από τους κωμικούς της ρόλους σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Τις περισσότερες φορές οι ρόλοι που ενσάρκωνε περιστρέφονταν γύρω από το ιδιαίτερο παρουσιαστικό της και είχαν έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού.

Η Ταϋγέτη συγκαταλέγεται, μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Αθηνά Μερτύρη, στις «άσχημες» του ελληνικού κινηματογράφου. Μάλιστα η ίδια η Γεωργία Βασιλειάδου είχε αναφέρει ότι αν γινόντουσαν καλλιστεία για άσχημες, η ίδια θα έβγαινε σταρ Ελλάς και η Ταϋγέτη Μις Ελλάς!

Η ηθοποιός γνώριζε ότι δεν ήταν όμορφη, ωστόσο δήλωνε ότι είχε φωτογένεια. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της, αυτός ήταν και ο λόγος που την προσέλαβαν στον κινηματογράφο. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες του Θανάση Βέγγου, καθώς ο αξέχαστος κωμικός της έδειχνε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Ο ρόλος της θείας με την Ταϋγέτη να φωνάζει: «θα σκοτωθώ» άφησε εποχή.

Η μοναχική Ταϋγέτη Μπασούρη αφοσιώθηκε στην φιλάσθενη αδελφή της

Σαν ηθοποιός ήταν ευχάριστη και σκορπούσε απλόχερα το γέλιο. Σαν άνθρωπος όμως ήταν μοναχική και αντικοινωνική. Απέφευγε τις κοσμικές εμφανίσεις και σπάνια ακολουθούσε τους συναδέλφους της στα στέκια των καλλιτεχνών όπου σύχναζαν. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή της, σαν κοπέλα είχε τα φλερτ της.

Ο μοναχικός της χαρακτήρας εξηγείται από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη ζωή της. Σε μικρή ηλικία έχασε τη μητέρα της και ανέλαβε προσωπικά τη φροντίδα της αδελφής της, η οποία ήταν φιλάσθενη και χρειαζόταν ιδιαίτερη περιποίηση. Οι δυο τους ήταν πολύ δεμένες και η Ταϋγέτη όταν έχασε την αδελφή της το 1993, παρόλο που ήταν σε προχωρημένη ηλικία, κατέρρευσε.

Από το σανίδι του θεάτρου στην εξορία

Εκτός από τα οικογενειακά βάρη, η Ταϋγέτη έζησε και μια εμπειρία που τη σημάδευσε όλη της τη ζωή. Την εξορία. Η ηθοποιός από νεαρή ηλικία είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ και συμμετείχε στο ΕΑΜ θεάτρου. Όσοι την έζησαν μιλούν για μια δυναμική και δραστήρια αγωνίστρια. Η ίδια ποτέ δεν έκρυψε τα πολιτικά της φρονήματα και τιμωρήθηκε για αυτά.

Συνελήφθη και οδηγήθηκε στην εξορία. Πρώτα στο Τρίκερι, μετά στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Όπως οι περισσότερες εξόριστες, έτσι και η Ταϋγέτη, στους τόπους εξορίας έζησε ακραίες και δύσκολες συνθήκες. Η ίδια είχε εκμυστηρευτεί στους φίλους της ότι είχε φάει ξύλο από χωροφύλακες, ακόμα και κατάβρεγμα με νερό μέσα στο χειμώνα.

Οι ξυλοδαρμοί ήταν κάτι που δεν ξέχασε ποτέ η ηθοποιός.

Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία και πάσχοντας από γεροντική άνοια, το μόνο που επαναλάμβανε ήταν τα περιστατικά βίας σε βάρος της. Η αγωνίστρια ηθοποιός ανέφερε με ικανοποίηση ότι δεν υπέκυψε και δεν υπέγραψε την περίφημη δήλωση μετανοίας. «Ήμουνα κομμουνίστρια. Δεν μετάνιωσα για ό,τι πέρασα», έλεγε περιγράφοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα χιλιάδων αριστερών που έζησαν τις ίδιες εμπειρίες.

Το μοναχικό τέλος της Ταϋγέτης

Μετά την εξορία η Ταϋγέτη επανήλθε στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Εμφανίστηκε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες σε δεύτερους ρόλους και συμμετείχε σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις. Το 1984 ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα ένσημα για τη συνταξιοδότησή της. Πάντως κανείς δε γνώριζε την ηλικία της μιας και δεν ανέφερε ποτέ τη χρονολογία γέννησής της.

Η Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός πολιτισμού τη βοήθησε να προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο, όπου εμφανιζόταν μέχρι το 1992, και έτσι κατάφερε να πάρει σύνταξη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε στο σπίτι μιας ξαδέλφης της, που τη φρόντιζε αφού δεν είχε δημιουργήσει δική της οικογένεια. Πέθανε τον Ιανουάριο του 2003 από εγκεφαλικό μετά από νοσηλεία αρκετών ημερών. Δεν γράφτηκαν πρωτοσελιδα, δεν ετάφη με τιμές και κιλλίβαντες, αλλά σίγουρα το πέρασμά της δεν ήταν αδιάφορο. Ήταν μια γυναίκα που δεν έμεινε σπίτι, αλλά αγωνίσθηκε για τις ιδέες και την τέχνη και δεν το μετάνοιωσε ποτέ.

Advertisement

Πως ξεκίνησε το θέατρο η Γεωργία Βασιλειάδου

Γεωργία Βασιλειάδου

Η Γεωργία Βασιλειάδου, παραμένει μια από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, χάρη στις ταινίες της που παρακολουθούμε ακόμη. Γνωστή σήμερα και ως “κινηματογραφική προξενήτρα”, “η πιο ωραία άσχημη του ελληνικού σινεμά”, “η κυρά-μαμή” κλπ, σε δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ με ημερομηνία 18.07.1959 (σελ.2), το οποίο υπογράφεται από τον Στάμο Φιλιππούλη, περιγράφεται ως “βασίλισσα της επιθεώρησης” ύστερα από 37 χρόνια παρουσίας στο θεατρικό σανίδι.

Αλλά και ως “η πρώτη γιαγιά του ελληνικού ελαφρού θεάτρου”, λόγω της αγάπης που έτρεφε η Βασιλειάδου προς την εγγονή της, ηλικίας τότε 8 μηνών, την οποία η ηθοποιός περιέγραφε στη συνέντευξή της ως “το μπιμπλό μου…. που με το γέλιο του, που με το κλάμα του κυβερνά σήμερα τη σκέψη μου και κατακτά την ψυχή μου”.

Εκείνη την περίοδο, η Γεωργία Βασιλειάδου γύριζε τρεις ταινίες: τη “Μπουμπουλίνα”, το “Θησαυρό του μακαρίτη” και τη “Δημαρχίνα”, ενώ η αγαπημένη ηθοποιός ήταν δημοτική σύμβουλος στο Νέο Ηράκλειο. Το πατρικό της επίθετο ήταν Αθανασίου, ενώ το Βασιλειάδου, με το οποίο έγινε γνωστή, το οφείλει στον πρώτο της σύζυγο. Το επίθετο του δεύτερου συζύγου της – εκείνη την εποχή – ήταν Γάμπαρος. Στο ίδιο δημοσίευμα-αφιέρωμα, αποκαλύπτεται το γράμμα ενός 20χρονου θαυμαστή, ο οποίος ζητούσε από την 62χρονη Γεωργία Βασιλειάδου να τον… παντρευτεί:

Γεωργία Βασιλειάδου
Η Γεωργία Βασιλειάδου.

“Αγαπητή κυρία Βασιλειάδου, πρέπει να πιστέψετε πως την έχω δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα. Αν ήταν ο σύζυγός σας κάπως προχωρημένος στην ηλικία, θα σας ξεμυάλιζα – και θα ήταν αρκετά εύκολο, διότι, εδώ που τα λέμε, τα κορίτσια δε μένουν ασυγκίνητα, όταν τους δείχνεις κάποιο ενδιαφέρον. Αν πάλι προτιμάτε καινούριο σύζυγο, δεν έχετε παρά να μου γράψετε…”.

Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του αφιερώματος είναι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από την ίδια την ηθοποιό για το πώς ξεκίνησε στο θέατρο και τα πρώτα της βήματα, μια αφήγηση καλογραμμένη και παραστατική:

“Γεννήθηκα…. δεκατριών ετών. Τ’ αμφισβητείτε; Αλλά γιατί; Αφού την ημέρα εκείνη, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, πρωτάκουσα να μου μιλούν για θέατρο. Και πήρα την απόφαση ν’ αφοσιωθώ σ’ αυτό. Την… φωτιά μου την άναψε μια συμμαθήτριά μου, ενώ συγχρόνως μου έσβησε την όρεξη για σχολείο και γράμματα. Άλογο η φαντασία μου κάλπαζε πάνω στο πάλκο και τα χτυπήματα των οπλών ήταν για μένα… χειροκροτήματα.

Μ’ αυτά, λοιπόν, περνούσα τον καιρό μου, ώσπου, μετά από δύο χρόνια, έφθασε η μεγάλη στιγμή.Πριν, όμως, προχωρήσω, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω, ότι τόπος γεννήσεως μου είναι η Κυψέλη και είμαι το έκτο κατά σειρά παιδί από την… στρατιά των οκτώ, που έφεραν οι γονείς μου στον κόσμο. Και τώρα επανέρχομαι εις τη θεατρική μου ιστορία…

Ήταν απόκριες. Φεβρουάριος. Η μητέρα μου μου έδωσε ένα πιάτο γλυκά, να τα πάω στη νουνά μου που έμενε στο Παγκράτι. Περνώντας, όμως, έξω από τη Λυρική Σκηνή, άκουσα μουσική και τραγούδια. “Εδώ θα είναι θέατρο”, συλλογίστηκα. Στο προαύλιο έκαναν βόλτες ο μακαρίτης ο Λαυράγκας και ο ιδιοκτήτης του κτιρίου.– Καλέ τι είναι εδώ, ρώτησα με αφέλεια.– Θέατρο, μου απαντούν.Τότε, μια φωνή μέσα μου μου είπε: “Γεωργία, ήρθε η ώρα σου να βγεις στη σκηνή…”Έτσι, ξαναρωτώ:– Και πού πρέπει ν’ αποτανθώ, για να μάθω πώς βγαίνει κανείς ηθοποιός;

– Σ’ εμάς. Ποιος ενδιαφέρεται;
– Εγώ…
– Τραγουδάς;
– Τραγουδώ.

Με παίρνουν, λοιπόν, και με πάνε στην πλατεία. Μ’ αφήνουν να περιμένω, ώσπου να τελειώσει η πρόβα. Εν τω μεταξύ, με περικυκλώνουν διάφοροι ηθοποιοί, κι ενώ εγώ μαγεμένη κοίταζα στη σκηνή, εκείνοι μου έφαγαν όλα τα γλυκά. Τέλος πάντων, κάποτε έρχεται η σειρά μου, με δοκιμάζουν και διαπιστώνουν ότι είχα… υποφερτή φωνή. Και με προσλαμβάνουν. Έτσι, έκανα το ντεμπούτο μου στην Λυρική στο “Γάμο της Γιαννούλας”.

Στην όπερα έμεινα δύο μήνες. Μετά πάω με τον Ιωαννόπουλο στα Εξάρχεια, ακολουθεί μια περίοδος με Κυβέλη – Βεάκη και, εν συνεχεία, εμφανίζομαι στην επιθεώρηση “Καρακάξα” στο Κεντρικόν. Εκεί με είδε η Μαρίκα Κοτοπούλη και με πήρε κοντά της. Δέκα χρόνια έμεινα στο θίασό της. Πήγα τέσσερις φορές τουρνέ στην Αίγυπτο. Σε πολλές, μάλιστα, από τις περιοδείες αντικαθιστούσα τη Μαρίκα στους ρόλους της. Ύστερα, συνεργάστηκα με πολλούς άλλους θιάσους, έπαιξα σε πολλά θέατρα.

Κάποτε έκανα και μια αίτηση να προσληφθώ στο Εθνικό, αλλά ο τότε διευθυντής του Μπαστιάς την απέρριψε, επειδή ήμουν σ’ ενδιαφέρουσα. Πόσο πικράθηκα…Είμαι τριάντα εφτά ολόκληρα χρόνια στο θέατρο. Στο διάστημα αυτό έφαγα τη φτώχεια με το κουτάλι. Έχω εννέα χρόνια που ανέπνευσα. Πέρασα δύσκολα νιάτα. Είμαι ευτυχής, όμως, που θα έχω καλά γεράματα…”.

Advertisement

Η πρώτη ελληνική ταινία μεγάλου μήκους

ελληνική ταινία

Αν αναζητήσουμε την πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλαστική ελληνική ταινία, θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε πολλές δεκαετίες πίσω μέχρι το έτος 1914. Τη χρονιά εκείνη έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας “Γκόλφω” (“η πρώτη εκτύλιξις μεγάλης κινηματογραφικής ταινίας ελληνικής καθαρά παραγωγής” έγραφε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ στις 25.01.1915), που βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδου με θέμα την τραγική εξέλιξη του έρωτα ανάμεσα στη Γκόλφω και τον Τάσο.

Το βουκολικό αυτό δράμα του Περεσιάδου αποτελούσε σταθερή αξία του ελληνικού θεάτρου από το 1893, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, και για πολλές δεκαετίες ακόμη, ενώ μέχρι και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς της ελληνικής δραματουργίας. Έτσι, λοιπόν, δεν θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ιστορία αποτέλεσε τη βάση για την παραγωγή της πρώτης (βουβής) ελληνικής ταινίας μεγάλου μήκους.

Η ιστορία γνωστή: Η φτωχή βοσκοπούλα Γκόλφω ερωτεύεται τον Τάσο, παρά τη στενή πολιορκία του πλούσιου Κίτσου. Ενώ, όμως, η Γκόλφω και ο Τάσος αρραβωνιάζονται, ο τελευταίος υποκύπτει στα προξενιά και δέχεται να παντρευτεί την ξαδέλφη του Κίτσου, την επίσης πλούσια Σταυρούλα. Η Γκόλφω χάνει τα λογικά της, καταριέται αρχικά τον Τάσο, όμως στο τέλος του δίνει την ευχή της. Ο Τάσος μετανιώνει και κυνηγάει την αγαπημένη του, όμως είναι αργά. Η Γκόλφω αφήνει στα χέρια του την τελευταία της πνοή έχοντας ήδη φαρμακωθεί, ενώ δίπλα της αυτοκτονεί στη συνέχεια κι ο Τάσος.

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν το καλοκαίρι του 1914. Στις 12 Ιουλίου (στις 7 το βράδυ) άνθρωποι των γραμμάτων και δημοσιογράφοι παρακολούθησαν μέρος των γυρισμάτων επί της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου. Στο φύλλο της επομένης, η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι η προβολή της ταινίας θα γινόταν “εντός ολίγου”, όμως – για άγνωστους λόγους – το κοινό θα έπρεπε να περιμένει αρκετούς μήνες ακόμη. Στούντιο δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή κι έτσι τα γυρίσματα έγιναν σε φυσικά τοπία, όπως στο Χελμό, στην Ελευσίνα, στο δάσος του Ευταξία στην Κόρινθο και στον πύργο της Βασιλίσσης (ΕΜΠΡΟΣ, 22.01.1915).

Η πρώτη προβολή της “Γκόλφως” έγινε στα τότε Ανάκτορα, γύρω στα μέσα Ιανουαρίου του 1915, με μοναδικό θεατή τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Όπως έγραψε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (21.01.1915), “εις την Α. Μεγαλειότητα ήρεσε πολύ και μάλιστα εξέφρασε την επιθυμίαν Του, όπως κινηματογραφηθώσι και άλλα έργα” (Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, κάθε φορά που αναφέρονταν στο βασιλιά της χώρας, λες και ήταν ο.. Θεός!)

Γκόλφω
Σκηνή από την ταινία, “Γκόλφω”.

Στις 21 Ιανουαρίου 1915, την ίδια μέρα που στο Δημοτικό Θέατρο ο Σαμάρας παρουσίαζε τη νέα μουσική σύνθεσή του (“Η Πριγκίπισσα της Σασσών”), στην κομψή αίθουσα του κινηματογράφου ΠΑΝΘΕΟΝ, γινόταν η πρώτη προβολή της “Γκόλφως” για καλλιτέχνες και δημοσιογράφους, με την παρουσία του πρίγκιπα Νικόλαου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Παρών ήταν και ο Σπυρίδωνας Περεσιάδης, ο συγγραφέας της ιστορίας της Γκόλφως, “ο μόνος όστις δεν ηδύνατο να ίδη το επί της κινηματογραφικής ταινίας εκτελούμενο ποιητικόν του έργον” (ΣΚΡΙΠ, 25.01.1915), καθώς ήταν τυφλός.

Παράλληλα με την Γκόλφω προβλήθηκαν και άλλες ελληνικές ταινίες μικρού μήκους – κάτι σαν “επίκαιρα” – με τα μικρά παιδιά τη βασιλικής οικογένειας να διασκεδάζουν σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας, τα εγκαίνια έκθεσης του ζωγράφου Σκοτ από το βασιλιά και την περιήγηση επισήμων στο θωρηκτό “Λήμνος. Την επόμενη μέρα, 22 Ιανουαρίου, ξεκίνησε η προβολή της ταινίας και για το υπόλοιπο κοινό – και πάλι από τον κινηματογράφο ΠΑΝΘΕΟΝ.

Η “Γκόλφω” ήταν μια παραγωγή της εταιρίας “Αθήνη”, το κόστος της οποίας ανήλθε στις 25 χιλιάδες δραχμές (ΕΜΠΡΟΣ, 22.01.1915). Στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζε η ηθοποιός Βιργινία Διαμάντη, ενώ στο ρόλο του Τάσου ήταν ο ηθοποιός Βαρβέρης. Τους γονείς της Γκόλφως έπαιζαν η Κοντοπούλου και ο Πεταλάς, στο ρόλο της Σταυρούλας – η πλούσια αντίζηλος της Γκόλφως που αποπλάνησε τον Τάσο με την προίκα της – ήταν η ηθοποιός Βελισσαρίου, πατέρας της Σταυρούλας ήταν ο Παντελής Λαζαρίδης, ενώ στην ταινία συμμετείχαν και Άγγλοι περιηγητές, όπως αναφέρεται σχετικά στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (22.01.1915).

Οι πρώτες κριτικές των εφημερίδων ήταν θετικές. Χωρίς να υποβαθμίζουν τα όποια τεχνικά προβλήματα (π.χ. ως προς την καθαρότητα της εικόνας λόγω του λάθος φωτισμού), τα λάθη δικαιολογήθηκαν ως αναμενόμενα, εφόσον επρόκειτο για την πρώτη ελληνική ταινία. Εξίσου ανεκτικές ήταν οι εφημερίδες και με το παίξιμο των ηθοποιών, οι οποίοι δεν είχαν ακόμα συνηθίσει τη διαφορετική τεχνική.

“Υπάρχει αρκετή διαφορά του παίζειν έργο από σκηνής και άλλο διά κινηματογράφου”, έγραφε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, ενώ σύμφωνα με το ΕΜΠΡΟΣ, οι ηθοποιοί “εθαυματούργησαν”, αν και “αυτοδίδακτοι”. Το ΣΚΡΙΠ, πάντως, ξεχώρισε τη Βιργινία Διαμάντη, την πρωταγωνίστρια της ταινίας, που υποδύθηκε το ρόλο της Γκόλφως με “άριστη ευσυνειδησία όσο το δυνατόν καλύτερα” και παρουσίασε “κάτι αξιέπαινο”. Πιο επιεικής ήταν η κριτική για την ερμηνεία του Βαρβέρη (ο “Τάσος”), ο οποίος αξιολογήθηκε ως “αρκετά επιτυχής”.

Χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ (στις 24 Ιανουαρίου 1915) αξιολογούσε την πρώτη αυτή απόπειρα παραγωγής ελληνικής ταινίας ως “επιτυχής, όχι μόνον σχετικώς, αλλά ειμπορούμεν να είπωμεν, και απολύτως”. Όπως έγραφε ο συντάκτης, η ταινία θα μπορούσε να κάνει και διεθνή καριέρα, ενώ εξέφραζε την ελπίδα ότι “μετ’ ολίγον αι ελληνικαί ταινίαι θα έχουν μεγάλην ζήτησιν εις την Ευρώπην και ότι θα γίνουν και άλλαι πολλαί, με ακόμη καλλίτερα έργα, με καλλιτέρους ηθοποιούς και εν γένει με πλέον επιμελημένην εκτέλεσιν”. Η ευχή του δημοσιογράφου δεν επαληθεύτηκε ως προς τη διεθνή απήχηση των ελληνικών ταινιών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων μέχρι σήμερα απευθύνεται στο εγχώριο κοινό.

Η πρώτη προβολή της “Γκόλφως” στο ΠΑΝΘΕΟΝ έγινε μέχρι τις 28 Ιανουαρίου, οπότε αντικαταστάθηκε από την ταινία “Οι απάχηδες των Παρισίων”, ωστόσο επανήλθε τρεις μήνες αργότερα, τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, για λίγες ακόμη προβολές. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι συχνότατα (πριν, αλλά και μετά την ταινία) η θεατρική παράσταση ανέβαινε σε κάποιο από τα λίγα θέατρα της πρωτεύουσας σημειώνοντας πάντοτε επιτυχία. Απ’ όσα είναι γνωστά, δεν έχει σωθεί κάποια κόπια της ταινίας.

ola-ta-kala.blogspot.gr

Advertisement

Ένα επτασφράγιστο μυστικό της Αλίκης

Αλίκη Βουγιουκλάκη

Την άγνωστη φιλανθρωπική δράση της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε ανθρώπους και παιδιά που το είχαν ανάγκη, φέρνει στην επιφάνεια ένα βιβλίο του συγγραφέα, Χάρη Παπαδόπουλου με τίτλο, “Η Νονά μου η Αλίκη”.

Όπως ο ίδιος αποκάλυψε στην Αλεξάνδρα Τσόλκα, η Αλίκη δεν ήθελε ποτέ να μαθευτεί το φιλανθρωπικό της έργο. Όταν σε μια συνάντησή τους, παρουσία και της Μελίνας Μερκούρη, την πίεσαν να το παραδεχτεί, τους είπε χαρακτηριστικά: “Εγώ δεν πιστεύω στη φιλανθρωπία της δημοσιότητας”.

Δείτε το απόσπασμα από την εκπομπή “Αποκαλυπτικά” του Epsilon.

Advertisement

Η χαμένη οικογένεια της Ζωής Λάσκαρη

laskari me martha mikri2
laskari me martha mikri2

Η μυθομανία απλών ανθρώπων του λαού που φαντάζονταν ανύπαρκτες συγγένειες με κινηματογραφικούς αστέρες ήταν σχεδόν στην ημερήσια διάταξη τη δεκαετία του 1960.

Το Φεβρουάριο του 1965 ήταν η σειρά της Ζωής Λάσκαρη να πέσει θύμα μιας αντίστοιχης, παράλογης ιστορίας.

Ένα ζευγάρι από το Αφράτι Χαλκίδας υποστήριζε ότι η ηθοποιός, το πραγματικό όνομα της οποίας είναι Ζωή Κουρούκλη, ήταν δικό τους παιδί, και ότι την είχαν δώσει για υιοθεσία, επειδή δεν μπορούσαν να την αναθρέψουν.

Σύμφωνα δε με την αφήγησή τους, το πραγματικό όνομα της Λάσκαρη ήταν Παναγιώτα, γιατί έτσι είχαν βαφτίσει το κοριτσάκι εκείνο.

Σύμφωνα με το ζευγάρι (το όνομα του οποίου δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής, αλλά τόσα χρόνια μετά δεν υπάρχει λόγος να το μνημονεύσουμε και εδώ), οι ίδιοι αγνοούσαν αρχικά ότι η Λάσκαρη ήταν το μωρό που είχαν παραδώσει τον Δεκέμβριο του 1943 στον γραμματέα του δήμου, όπου διέμεναν.

Την “αποκάλυψη” μετά από τόσα χρόνια την έκανε ο συγκεκριμένος γραμματέας “για να μην το ‘χει βάρος στη συνείδησή του” σε έναν από τους γιους του ζευγαριού.

Παράλληλα όμως επικαλούνταν και κάποιες ομοιότητες της ηθοποιού με τα δικά τους παιδιά. “Έχει μια ελιά στην πλάτη. Την ίδια ελιά έχουν και δύο άλλα μου παιδιά” επισήμαινε η υποψήφια “μητέρα”, η οποία ωστόσο παραδεχόταν ότι αντίστοιχη ελιά δεν είχε ούτε η ίδια ούτε ο σύζυγός της, ενώ αναγνώριζε και άλλες ομοιότητες τύπου “τα παιδιά μου έχουν καλή φωνή και τραγουδάνε. Ένας μου γιος ήθελε να γίνει τραγουδιστής”

 Η ιστορία όμως είχε πάρει πολύ μεγάλη έκταση, ενώ η 47χρονη γυναίκα βομβάρδιζε με γράμματα την αγαπημένη ηθοποιό, όπου της εξιστορούσε την δική της εκδοχή για την ιστορία της γέννησής της.Ποια ήταν η αντίδραση της πρωταγωνίστριας;“Στην αρχή είχα την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια κοινότυπη φάρσα.

Μετά, όταν το πράγμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις, σκέφθηκα ότι οι άνθρωποι αυτί έχουν πέσει θύμα κακόγουστου αστείου. Μπορεί να τους συνέβησαν όλα όσα λένε και κάποιος βρήκε το κουράγιο να παίξει με τον πόνο τους” δήλωνε η Ζωή Λάσκαρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 13ης Φεβρουαρίου 1965, ενώ ευχόταν στο ζευγάρι να έβρισκε το κοριτσάκι εκείνο που είχαν δώσει για υιοθεσία.

Ωστόσο, αντίθετα από την ψύχραιμη και υποδειγματική αντίδραση της ηθοποιού, εντελώς σουρεαλιστική ήταν η δήλωση ενός θείου (στρατηγού στο επάγγελμα) της Λάσκαρη στην ίδια εφημερίδα: “Όχι, δεν είναι φάρσα. Είναι κομμουνιστική πλεκτάνη. Και σας λέω και τούτο: Ο άνδρας ….. ετοιμάζεται να φύγει σε λίγες ημέρες για τη Ρωσία για λόγους υγείας”.
Μια ιστορία που τα έχει μέσα όλα: χαμένα παιδιά, δράματα, “κομμουνιστικό κίνδυνο”.Ποιος είπε ότι η σόου μπιζ της εποχής ήταν αθώα;

Advertisement

Πληροφορίες για 5 χαμένες ταινίες του 1930

agapi tis
agapi tis

Όταν σήμερα αναφερόμαστε στην εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος αποτελούσε μια μικρή, εγχώρια βιομηχανία, το μυαλό μας πάει στη δεκαετία του ’60 (μέχρι τα μέσα του ’70), όταν ο αριθμός των ταινιών που γυρίζονταν και προβάλλονταν κάθε χρόνο προσέγγιζε ή και ξεπερνούσε τις 100.

Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, μια πρώτη περίοδος άνθησης του ελληνικού κινηματογράφου – τηρουμένων βεβαίως και των αναλογιών – υπήρχε γύρω στο 1930 με πρωτοπόρο την “Νταγκ Φιλμ” των αδελφών Γαζιάδου, “που υπήρξεν η βασική δημιουργός της νεαράς ελληνικής κινηματογραφίας“, όπως παρατηρούσε η εφημερίδα “Έθνος” στις 29.03.1930, βοηθώντας να δημιουργηθούν σιγά σιγά και “διάφορες άλλες ποικιλώνυμες “Φιλμ” που κατασκευάζουν διαρκώς και παρουσιάζουν ελληνικές ταινίες“. Στο ίδιο δημοσίευμα διαβάζουμε αναλυτικότατες πληροφορίες και βλέπουμε φωτογραφίες από τα γυρίσματα πέντε ταινιών, που ήταν έτοιμες να βγουν στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Το Λαγιαρνί

Υπόθεση: Ο Μάνθος, ο γεροτσέλιγκας, έχει κόρη την πεντάμορφη Μάρω, το καμάρι του χωριού. Ο γέρο-Μάνθος ονειρεύεται για την κορούλα του πλούτη αμέτρητα και για γαμπρό του φαντάζεται το πιο πλούσιο παλικάρι του χωριού. Η Μάρω, όμως, έχει μια αγνή και άδολη αγάπη για τον Λαμπρινό, τον φτωχό μα πανέμορφο μπιστικό του πατέρα της. Ο Λαμπρινός αγαπάει κι αυτός τη Μάρω κι όταν το αθώο ειδύλλιο αποκαλύπτεται, ζητάει από τ’ αφεντικό του το χέρι της. Ο γέρο-τσέλιγκας, όμως, έξω φρενών για τη ματαίωση των σχεδίων και των ονείρων του, αρνείται και απαγορεύει κάθε επαφή στους δυο ερωτευμένους. Αρχίζει τότε μεταξύ τους μια αόρατη επικοινωνία με τη φλογέρα που παίζει ο Λαμπρινός στη στάνη και την ακούει η Μάρω, που είναι κλεισμένη στο σπίτι.

to lagiarni

Κάποια στιγμή, έρχεται το μεγάλο πανηγύρι του χωριού. Η Μάρω δεν πηγαίνει, καθώς είναι λυπημένη και συντετριμμένη, ενώ κι ο τσοπάνος είναι στη στάνη. Ξαφνικά, όμως, κατεβαίνουν εκεί ληστές. Ο πιστός μπιστικός ανθίσταται και ο λήσταρχος θαυμάζοντας την παλικαριά του διατάζει να μην τον θανατώσουν αμέσως. Παρατηρώντας τον, βλέπει τη φλογέρα που είχε ο Λαμπρινός στο σελάχι του. Ο βοσκός τον παρακαλεί να παίξει το στερνό τραγούδι του. Και η φλογέρα του παίζοντας το περίφημο “Έβγα Μάρω απ’ το χορό…” αντηχεί λυπητερά, τραγικά, σπαρακτικά.

Η Μάρω τον ακούει απ’ το σπίτι, πετάγεται έντρομη, καταλαβαίνει ότι κάτι το έκτακτο συμβαίνει στη στάνη. Οι ληστές, άλλωστε, κατέβαιναν συχνά στο χωριό. Τρέχει στο πανηγύρι και ενώ οι ληστές ετοιμάζονται να θανατώσουν τον Λαμπρινό, φθάνουν ένοπλοι οι άνθρωποι του γέρο Μάνθου κι έτσι σώζεται ο μπιστικός και η περιουσία του αρχιτσέλιγκα. Αυτός πια δεν μπορεί ν’ αρνηθεί στους δυο ερωτευμένους την ευχή του κι έτσι, η Μάρω και ο Λαμπρινός ενώνονται για πάντα.

Ήταν μια παραγωγή της εταιρίας “Ελλάς Φιλμ” του Λούμου με “καθαρά ελληνική υπόθεση”, δηλαδή ένα βουκολικό ειδύλλιο με φουστανέλες, στάνες, ελληνικό χωριό, ελληνικά έθιμα, ελληνική ζωή και ελληνικό χρώμα (Έθνος, 29.03.1930).
Στο ρόλο της Μάρως ήταν η ηθοποιός Ρίτα Αλέκου Μυράτ, τον Λαμπρινό και τον λήσταρχο υποδύονταν οι αδελφοί Βλαχόπουλοι, ενώ στο ρόλο του αρχιτσέλιγκα ο Α. Μαρίκος. Σκηνοθέτης ήταν ο Ι. Λιούμος.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 31 Μαρτίου 1930 στον κινηματογράφο Σπλέντιντ, ενώ στις 3 Απριλίου, ο συντάκτης του Έθνους χαρακτήριζε το “Λαγιαρνί” ως την “καλλιτέρα ελληνική ταινία της εφετινής περιόδου” κάνοντας μάλιστα λόγο και κοσμοσυρροή θεατών. Ιδιαίτερους επαίνους επιφύλαξε για τον σκηνοθέτη, αλλά και για του ηθοποιούς Μαρίκο και Ρίτα Μυράτ, για τους οποίους έγραφε ότι “μπορεί κανείς να πη ότι είνε οι καλλίτεροι από τους Έλληνας ηθοποιούς, οι οποίοι ενεφανίσθησαν μέχρι σήμερον επί της οθόνης“. Θετικά ήταν τα σχόλια και για την υπόθεση του έργου, που ήταν “παρμένη μέσα από την ελληνική ζωή… ζωνταντεύοντας το παληό δημοτικό τραγούδι“.

Για την αγάπη της

Υπόθεση: Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία, συνδυασμένη με τα γεγονότα του (πρώτου παγκοσμίου) πολέμου. Εκτυλίσσεται σ’ ένα μακεδονικό χωριό, το έτος 1917. Δυο φίλοι και συγχωριανοί, ο Νικόλας (κ. Μινωτή) και ο Πέτρος (κ. Αποστολίδης) αγαπούν την ίδια νέα, τη Χρύσα (Φωτεινή Λούη). Η Χρύσα ανταποκρίνεται στον έρωτα του Πέτρου, που είναι και ο φτωχότερος. Ο Νικόλας, μολονότι βλέπει ότι η νέα δεν του δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια, στέλνει στο σπίτι της μηνύματα με τον Κόλλια (κ. Μαμία), που μεσιτεύει για να δεχθεί η κόρη να γίνει γυναίκα του.

Εκείνη αποκρούει την πρόταση και αρραβωνιάζεται με τον Πέτρο, που δεν ξέρει το αίσθημα του Νικόλα. Πάνω, όμως, στο γλέντι των αρραβώνων έρχεται μια φοβερή είδηση. Κηρύχθηκε πόλεμος και διατάχθηκε γενική επιστράτευση! Οι δύο αντίζηλοι, φυσικά, ανήκουν σ’ εκείνους που καλεί στα όπλα το σάλπισμα της πατρίδας. Ο Νικόλας κάνει μια τελευταία απόπειρα να μεταπείσει τη Χρύσα και όταν εκείνη αποκρούει πάλι τα πλούτη του, αυτός της επιτίθεται και φεύγοντας της φωνάζει ότι εάν δεν γίνει δική του, δεν θ’ αφήσει ν’ ανήκει και σε κανέναν άλλο. Στο μέτωπο οι δυο φίλοι συνδέονται στενότερα. Ο Νικόλας κατακρατεί τα γράμματα της Χρύσας και υποδαυλίζει την ζηλοτυπία του Πέτρου.

Κάποια μέρα αφήνει να του πέσει κι ένα πλαστό γράμμα, που αναγγέλλει ότι δήθεν η μνηστή του Πέτρου ξελογιάστηκε και ακολούθησε έναν ξένο, που παραθερίζει στο χωριό. Ο Πέτρος, έξαλλος, λιποτακτεί για να εκδικηθεί. Τρέχει στο χωριό και το σπίτι της Χρύσας το βρίσκει έρημο. Πηγαίνει τότε στο πατρικό του. Η μητέρα του (κ Ραυτοπούλου) τα χάνει μόλις τον βλέπει και ο πατέρας του (κ. Γληνός), που τον ανακαλύπτει, τον διώχνει απ’ το σπίτι του, αφού είναι ένας άτιμος φυγάς. Συγχρόνως, όμως, ο Πέτρος πληροφορείται ότι όσα έμαθε ήταν αισχρή συκοφαντία και ότι η αγαπημένη του, τίμια και ηθική, μένει μαζί με τους γονείς της. Γυρίζει στο μέτωπο. Φθάνει ακριβώς την ώρα που γίνεται η μεγάλη επίθεση. Ρίχνεται στη μάχη και πλησιάζει το Νικόλα, όταν ξαφνικά αυτόν τον βρίσκει μια εχθρική σφαίρα.

Ο Πέτρος δεν του κρατά κακία και σπεύδει να τον περιποιηθεί και να τον βοηθήσει. Εκείνος πεθαίνοντας του εξομολογείται ότι όσα του είπε ήταν ψέματα και όσα έκανε, τα έκανε “για την αγάπη της”. Διότι την αγαπούσε κι αυτός πολύ. Σε λίγο ο πόλεμος τελειώνει και ο ήλιος της ειρήνης στεφανώνει στο χωριό την αδιατάρακτη πια ευτυχία του Πέτρου και της Χρύσας.

Εταιρία παραγωγής ήταν η “Εθνική Φιλμ”. Συμμετείχαν κυρίως ηθοποιοί της “Ελευθέρας Σκηνής”, αλλά και πολλά στρατιωτικά τμήματα που διέθεσε το Γενικό Επιτελείο για την επιτυχία της ταινίας.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 31 Μαρτίου 1930 στο θέατρο Κοτοπούλη. Την επόμενη μέρα, διαβάζουμε την ίδια – κατά γράμμα! – κριτική (ή μήπως πληρωμένη δημοσίευση;) σε δύο εφημερίδες, το “Έθνος” και την “Ακρόπολη”, η οποία εξυμνούσε τη “θαυμάσια υπόθεση του έργου, το αριστοτεχνικό παίξιμο των ηθοποιών της Ελευθέρας Σκηνής”, αλλά και τον “απολύτως επιτυχή συντονισμό της μουσικής του φιλμ”, χάρη στο μαέστρο κ. Κοφίνο, καθώς και “το ωραιότατο τραγούδι επί στίχων του Μυράτ, τραγουδηθέν από την δίδα Ν. Πλούτη”.

Τα Γαλάζια Κεριά

Μια παραγωγή της εταιρίας “Νίλο” (Νικολόπουλος και Λόντος), βασισμένη στο μυθιστόρημα “Το αγκάθι” του Σπύρου Ποταμιάνου.
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Μ. Κουνελάκης
Οπερατέρ: Εμμ. Τζανετής
Πρωταγωνιστούν: Ρίτα Μυράτ, Παρασκευάς Οικονόμου, ο κωμικός κ. Ιωαννίδης, ο κ. Μαρίκος, ο κ. Σβορώνος, η Σαπφώ Αλκαίου,η Αθανασία Μουστάκα, η Μερόπη Ροζάν, η Γ. Λούη κ.ά.

Υπόθεση: Δύο νέοι, η Δώρα και ο Τώνης, που γυρίζουν από τα ξένα σ’ ένα ελληνικό νησί, αγαπιούνται και πρόκειται να παντρευτούν. Τα “γαλάζια κεριά” ενός πολυέλαιου, περιμένουν να τ’ ανάψει η επιστάτρια (Σαπφώ Αλκαίου) του παλιού σπιτιού της Δώρας την ημέρα των γάμων της, όταν αιφνιδίως εμφανίζεται ένα μεγάλο και φοβερό εμπόδιο, που παρά λίγο να ματαιώσει το άναμμα τους…
Όταν η Δώρα, που δεν έχει μητέρα, πηγαίνει να πάρει από τον παπά του παλιού νησιωτικού μοναστηριού το πιστοποιητικό της γέννησης της, μαθαίνει ένα φοβερό μυστικό για το γάμο της: Η μητέρα της είχε κάνει με τον πατέρα του Τώνη, που επίσης είχε πεθάνει, ένα αγόρι. Άρα ο αγαπημένος της είναι… αδελφός της!

Ο γάμος δεν μπορεί συνεπώς να γίνει. Συντετριμμένη η Δώρα μένει στο μοναστήρι. Ενώ όμως την σφίγγει η απελπισία, ανακαλύπτει στα χέρια κάποια καλόγριας μια φωτογραφία του Τώνη. Την πιέζει, την ικετεύει, την παρακαλεί και εκείνη στο τέλος της εκμυστηρεύεται ότι ο αγαπημένος της είναι ο γιος της. Αυτή ήταν παραμάνα στον πατέρα του Τώνη και ανέτρεφε μαζί το γιο του υποτιθέμενου πατέρα του και το δικό της παιδί. Μια μέρα, όμως, ένα δυστύχημα στέρησε την ζωή στο γιο του κυρίου της.

Εκείνη, μπροστά στο φρικιαστικό ατύχημα, βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί της, γυρίζοντας στο σπίτι είπε ότι το νεκρό βρέφος – μικρά και τα δυο, δεν ξεχώριζαν εύκολα – ήταν το παιδί της κι έτσι ο Τώνης, το ζωντανό, δικό της βρέφος, έγινε παιδί του κυρίου της. Η Δώρα, τρελή απ’ τη χαρά της, μετά την αποκάλυψη αυτή ότι ο Τώνης δεν ήταν πια αδελφός της, έτρεξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Κατ’ αυτόν δεν τον τρόπο σε λίγο τα “γαλάζια κεριά” άναψαν….

Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 20 Απριλίου 1930 (Κυριακή του Πάσχα) στον κινηματογράφο Σπλέντιτ. Τέσσερις μέρες νωρίτερα, η εφημερίδα Εμπρός χαρακτήριζε την υπόθεση του έργο “πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ κινηματογραφική. Το κυριώτερον δε άνευ φουστανέλλας και φλογέρας, των οποίων έχει γίνει κατάχρησις εις τα ελληνικά φιλμ”.

Ωστόσο, η κριτική του Έθνους μετά την ειδική πρεμιέρα των “Γαλάζιων Κεριών” για τους δημοσιογράφους ήταν μέτρια. Αν και αναγνώριζε ότι “η νέα ελληνική ταινία παρουσιάζει μίαν βελτίωσιν εις την εγχώριον κινηματογραφικήν παραγωγήν και ξεφεύγει από τις φουστανέλλες και την ζωή του χωριού” και ότι “βασίζεται εις επίδειξιν των αρχαιοτήτων μας, κομματιών των συγχρόνων Αθηνών και ωραίων τοπίων“, θεωρούσε ότι αυτή ακριβώς η επίδειξη στερούσε στην αρχή το έργο από την απαραίτητη δράση, “εκτός του ότι οι σκηνές σχεδόν όλες τραινάρουν και έχουν ανάγκην περικοπής“.

Εξάλλου, έκρινε ως “ανεπιτυχή” τα εσωτερικά γυρίσματα, αλλά “καλή” τη φωτογραφία και ενδιαφέρουσες τις ερμηνείες των ηθοποιών, “ώστε δύναται κανείς να ειπή ότι παρά τας ατελείας του είνε ίσως μία από τις δύο-τρεις υποφερτές ελληνικές ταινίες που έχουν γίνη και δι’ αυτό το ελληνικόν κοινόν πρέπει απαραιτήτως να την ιδή και να ενισχύση την προσπάθειαν εκείνων που την “εγύρισαν”“.

Ο παλιάτσος της ζωής

Βασίζεται σ’ ένα μεγάλο, πολύπλοκο και γεμάτο κωμικοτραγικές περιπέτειες σενάριο του γνωστού σεναρίστα κ. Ορέστη Λιάσκου, ενώ παρουσιάζει τον “Έλληνα Σαρλώ”, Κίμωνα Σπαθόπουλο. Όπως έγραφε το “Έθνος” (29.03.1930), η “Ακροπόλ Φιλμ” γύρισε την ταινία μόνο και μόνο για να παρουσιάσει καλύτερα στο ελληνικό κοινό τον ηθοποιό, που μιμούνταν καταπληκτικά τον Τσάρλι Τσάπλιν. Σύμφωνα με το σενάριο, ο Σπαθόπουλος υποδυόταν έναν Έλληνα αλήτη, που γυρίζει λαθραία από την Αμερική. Μέσα στο υπερωκεάνιο γνωρίζεται με την Ισμήνη, έναν αισθηματικό, μελαγχολικό τύπο γυναίκας, που δεν τη συγκινεί ο Ντιντής, ο ηλίθιος αρραβωνιαστικός της. Η Ισμήνη πληρώνει το εισιτήριο του Σαρλώ, τον συμπονά και αρχίζει να τον συμπαθεί.

Όταν φθάνουν στην Ελλάδα, ο Σαρλώ παθαίνει χίλιες δυο κωμικοτραγικές περιπέτειες, καταλήγει να γίνει ψευτοληστής που συλλαμβάνει την Ισμήνη και τον Ντιντή, συλλαμβάνεται κατόπιν κι αυτός, όταν τον κατέδωσε ο μνηστήρας της Ισμήνης, η οποία τον εγκαταλείπει. Ο Σαρλώ καταδικάζεται σε θάνατο, ενώ το κορίτσι μαραίνεται από τη λύπη, όμως την τελευταία στιγμή σώζεται, καθώς του χορηγείται χάρη. Όταν δε μετά τις μυθιστορηματικές περιπέτειες του είναι πια ελεύθερος και τρέχει προς την ευτυχία του, πηγαίνει στο σπίτι της Ισμήνης κι εκεί μαθαίνει ότι η αγαπημένη του έσβησε για πάντα από τη φθίση και τον καημό της. Κι αυτός, πονεμένος αιώνιος παλιάτσος της ζωής, ξαναπαίρνει τον ατελείωτο και παντοτινό δρόμο της αλητείας, που του έχει γράψει η Μοίρα.

Στο ρόλο της Ισμήνης εμφανιζόταν η Μπέλλα Μηχανιώτου, ενώ συμμετείχαν και οι ηθοποιοί Ευάγγελος Δαμάσκος και Νίκος Μεταξάς. Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στην Αράχωβα, στο Κορύκειο της Άνδρου, στην Ελευσίνα και στην Αθήνα.
Όσον αφορά την αποδοχή της ταινίας; Διαβάζουμε στην εφημερίδα “Μακεδονία” στις 07.05.1930: “Πολύς κόσμος τρέχει να ιδή την ταινίαν του έλληνος Σαρλώ, η οποία θα μπορούσε να είναι πολύ καλή, αν τα μηχανικά μέσα της εταιρείας ήσαν αρτιώτερα και αν κατεβάλλετο ιδιαιτέρα προσοχή εις το γύρισμα της. Επίσης, μπορούσε η υπόθεσις να είναι πλέον ενδιαφέρουσα“.

Απάχηδες των Αθηνών

Ήταν μια παραγωγή της “Νταγκ Φιλμ” των αδελφών Γαζιάδου, η οποία διαφημιζόταν ως “η πρώτη ηχητική και άδουσα ελληνική ταινία”. Επειδή, όμως, τα τεχνικά μέσα δεν επέτρεπαν να γυριστεί μια ομιλούσα ταινία όπως οι ξένες, η μουσική και οι ομιλίες είχαν προηγουμένως ληφθεί σε φωνογραφικούς δίσκους και θα συγχρονίζονταν με το φιλμ την ώρα της προβολής του.

Η ταινία βασιζόταν στην ομώνυμη οπερέτα των Νίκου Χατζηαποστόλου (μουσική) και Γιάννη Πρινέα (λιμπρέτα), όμως η μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη θα γινόταν ως ένα “εξευγενισμένο λαϊκό ρομάντσο, χωρίς τίποτε το μόρτικο, αλλά μ’ απεικόνιση της ελληνικής λαϊκής ψυχής, της καλής ψυχής του Ρωμιού, που ενώ του προσφέρεται η αγάπη μιας πλούσιας, την αποκρούει για την αγάπη του φτωχού κοριτσιού που του έχει αφοσιωθεί”, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της ταινίας, Δημήτρη Γαζιάδη. Επίσης, θα υπήρχαν τρία πρωτότυπα τραγούδια, που δεν περιλαμβάνονταν στην οπερέτα (Έθνος, 29.05.1930).

Τους δύο βασικούς ήρωες, τον Καρκαλέτσο και τον Καρούμπα, τους υποδύονταν οι ηθοποιοί Πέτρος Κυριακός και Πρινέας, ενώ στο ρόλο του “πρίγκιπα” εμφανίστηκε ο τενόρος Επιτροπάκης και στο ρόλο της Τιτίκας εμφανιζόταν η Μαίρη Σαγιάνου. Επίσης, στους υπόλοιπου ρόλους, πολλοί εκ των οποίων δεν υπάρχουν στην οπερέτα, συμμετείχαν οι ηθοποιοί Α. Χρυσομάλλης, Πομόνης, Περδίκης κ.ά.

Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 28 Απριλίου 1930 στο “Αττικόν”. Την επόμενη μέρα της πρεμιέρας διαβάζουμε στο Έθνος ότι “γενικώς η εντύπωσις εκ της ταινίας είνε καλή, ιδιαιτέρως δ’ επιτυχής είνε η φωτογραφία της“, όμως ως προς το πολυδιαφημισμένο ηχητικό σκέλος “δεν λέει εξαιρετικά πράγματα”. Θετική ήταν η κριτική για τις ερμηνείες των ηθοποιών, όμως ο συντάκτης έγινε έξω φρενών από “μερικές σκηνές μάγκικες πετροπολέμου.. που γίνονται εις αυτήν την πλατείαν του Θησείου – και που δίδουν την εντύπωσιν ότι η Αθήνα είνε πόλις όπου οι αλήτες κάνουν ομηρικές συμπλοκές ανενόχλητοι και οι νοικοκυραίοι κλείνουν τα παράθυρα των σπιτιών τους διά να μην τους έλθη καμμιά πέτρα στα μούτρα! Είναι περίεργον πώς επιτρέπονται να προβάλλωνται τέτοια πράγματα, που αδικαιολογήτως μας δυσφημίζουν εις τα μάτια των ξένων, μάλιστα αυτές τις ημέρες, που φιλοξενούμε πάρα πολλούς από αυτούς και που πολλοί, ασφαλώς, θα θελήσουν να ιδούν και ένα ελληνικόν φιλμ“.

Advertisement

Η κινηματογραφική Αστέρω

 1929
1929

Πολύ πριν τη Φίνος Φιλμ, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, κυριαρχούσε η Νταγκ Φιλμ των αδελφών Γαζιάδη. Οι περισσότερες ελληνικές ταινίες της εποχής (βουβός κινηματογράφος), που δεν φημίζονταν για την καλλιτεχνική τους ποιότητα, όμως έκοβαν αρκετά εισιτήρια, ήταν της συγκεκριμένης εταιρίας. Μία από τις ταινίες αυτές ήταν και η “Αστέρω” με εκλεκτούς πρωταγωνιστές, σε σενάριο του συγγραφέα και ακαδημαϊκού Παύλου Νιρβάνα, που έκανε πρεμιέρα στις 22 Απριλίου 1929.

Η πολυτάραχη πορεία της γνωστής στους περισσότερους Έλληνες κινηματογραφικής ταινίας «ΑΣΤΕΡΩ» και των δημιουργών της φαίνεται ότι κρύβει πολλά μυστικά. Σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί ο Παύλος Νιρβάνας, όταν έγραφε το σενάριο, τι θα ακολουθούσε.

Ούτε βεβαίως οι πρωταγωνιστές της, ο αρχοντοχωριάτης Μήτρος και τα δυο νεαρά παιδιά που αγαπήθηκαν, ο νεαρός γιος του Μήτρου και βοσκός Θύμιος και η ψυχοκόρη του Αστέρω. Ακόμη περισσότερο ο Κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής Αναστάσιος Γαζιάδης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φωτογράφους, ο οποίος βρισκόταν στα 76 χρόνια του και προφανώς δεν φανταζόταν ότι η κινηματογραφική ταινία «ΑΣΤΕΡΩ» θα καθόριζε την τύχη των παιδιών του.

Αστέρω

Καθώς ο Νιρβάνας ήταν συνεργάτης της “Πατρίδος”, η συγκεκριμένη εφημερίδα φιλοξένησε εκτενή αφιερώματα για την ταινία. Από τα δημοσιεύματα εκείνα αντλούμε πολλές πληροφορίες για τα γυρίσματα και την πλοκή του έργου, που τριάντα χρόνια αργότερα θα γυριζόταν σε ριμέικ με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη, στον πρώτη της μεγάλο, εμπορικό και καλλιτεχνικό θρίαμβο. Επίσης, μετά την πρεμιέρα της ταινίας, η “Πατρίς” δημοσίευσε σε συνέχειες την ιστορία της “Αστέρως”, όπως την είχε γράψει ο Νιρβάνας, διανθισμένη με φωτογραφίες από σκηνές της ταινίας.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΗ ΣΤΑΝΗ, ΣΤΑ ΘΥΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΒΟΣΚΟΤΟΠΙΕΣ” ήταν ο τίτλος του ρεπορτάζ που φιλοξενούσε η “Πατρίς” στις 07.04.1929 διαφημίζοντας την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, δυο βδομάδες πριν την προβολή της ταινίας στη μεγάλη οθόνη. Όπως και αργότερα, τη δεκαετία του ’50, τα φουστανελάτα δράματα είχαν μεγάλη πέραση στο κινηματογραφόφιλο κοινό του Μεσοπολέμου και ήταν αρκετές οι ταινίες με αντίστοιχα θέματα. (Μην ξεχνάμε ότι και η πρώτη μεγάλου μήκους ελληνική ταινία ήταν η “Γκόλφω”).

Πόσο ενδιαφέρον δεν κλείνει μέσα της η ζωή της επαρχίας, η ζωή του χωριού. Μακρυά από την πεζότητα της πρωτευούσης, στα ελληνικά χωριά, εκεί όπου το θυμάρι χύνει ακόμα τη μοσκοβολιά του και τα πρόβατα κοπαδιαστά κοπαδιαστά αργοσαλεύουν πάνω στον πράσινο τάπητα της φύσεως και πόσα δεν συμβαίνουν. Πόσα ειδύλλια δεν πλέκονται τριγύρω από τις στάνες, στα στανοτόπια, κάτω από τις οξιές και τα έλατα, πόσα τσομπανόπουλα, τσελιγκάδες, δεν σκλαβώνονται από πανώρηες βοσκοπούλες και πόσα αγνά αισθήματα δεν πλημμυρίζουν τις νεανικές καρδιές!” έγραφε εκστασιασμένος ο συντάκτης, εκφράζοντας προφανώς τη γενικότερη αίσθηση της εποχής, που απέχει έτη φωτός από τη σημερινή.

Αν αναρωτιέστε ποια ήταν η πλοκή της ταινίας, αυτή είχε ως εξής (πηγή: Πατρίς, 24.04.1929):Σ’ ένα καταπράσινο χωριό της Πελοποννήσου, στις πλαγιές του πολυτραγουδισμένου Χελμού, στα μέρη που ενέπνευσαν σε μια Γερμανίδα ποιήτρια τους στίχους,
Όλα άλλαξαν στην Ελλάδα
Όλα τ’ άλλαξε ο καιρός
Και δεν άλλαξε μονάχα

Το κοπάδι κι ο βοσκός ζει στα κτήματά του ο πλούσιος χωρικός κυρ-Μήτρος με το γιο του, το Θύμιο, και την ψυχοκόρη του, την Αστέρω.

Οι χωριάτες όμως λένε πολλά για το φιλάργυρο γέρο, που κανένας δεν ξέρει πώς από επιστάτης, που ήτανε στο κτήμα αυτός ενός πλουσίου Αθηναίου, βρέθηκε έξαφνα αφέντης.Ανάμεσα στα δυο παιδιά, το Θύμιο και την Αστέρω, που ανατράφηκαν μαζί, είχε γεννηθεί μια αδελφική συμπάθεια, που σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται ένα ζωηρό αίσθημα.

Αστέρω

Η Αστέρω, που ο κακός γέρος την κακομεταχειριζόταν μ’ ένα σκληρότατο τρόπο, σαν να ήθελε να τη βγάλει από τη μέση, δεν είχε άλλο φίλο στην ζωή της από το Θύμιο. Σ’ αυτόν έλεγε όλα τα παράπονά της και σ’ αυτόν έβρισκε παρηγοριά και ελπίδα. Μα ο κυρ-Μήτρος έβλεπε με κακό μάτι το αίσθημα αυτό των παιδιών. Και μια μέρα, που τους έπιασε να κρυφομιλούν, φώναξε το γιό του και του είπε καθαρά πως αν έχει βάλει στο νου του να πάρει γυναίκα του “αυτή τη νόθα”, που τη μάζεψε απ’ το δρόμο, να το ξέρει πως θα τον αποκληρώσει.

Η Αστέρω, που άκουσε τα λόγια αυτά κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, παίρνει την απόφαση να θυσιάσει την αγάπη της για το καλό του αγαπημένου της και να τον αφήσει να ζήσει ευτυχισμένος με τον πατέρα του. Και μια μέρα, έξαφνα, πνίγοντας τον πόνο της, του λέει πως δεν τον αγαπάει πια, γιατί αγαπάει έναν άλλο.Ήταν η εποχή που τα τσελιγκάτα κατέβαιναν απ’ τα βουνά στα χειμαδιά. Και η Αστέρω, που ο αρχιτσέλιγκας ο Στάμος, που είχε νοικιάσει για ξεχειμώνιασμα τα λιβάδια του κυρ-Μήτρου, την είχε ερωτευθεί, αποφάσισε να γίνει γυναίκα του και να φύγει μαζί του, αφήνοντας όμως πίσω την καρδιά της, στα μέρη που γνώρισε την πρώτη της αγάπη.

Παντρεύεται με βαριά καρδιά τον αρχιτσέλιγκα και φεύγει, χωρίς ο Θύμιος να γνωρίζει την τραγική της θυσία. Και ζει ευτυχισμένη με τον άντρα της, που την αγαπάει, πάνω στα βουνά, χωρίς να ξεχνάει τον αγαπημένο της, ενώ εκείνος μαραίνεται απ’ τον καημό του, στην ερημιά του, βρίσκοντας παρηγοριά στη φλογέρα του και στο παλιό τραγούδι, που τόσο αγαπούσε η Αστέρω. Μα η ευτυχία της Αστέρως δεν κράτησε πολύ. Ο άντρας της σκοτώθηκε μια παραμονή της Λαμπρής κι εκείνη, έρημη και ξένη, παίρνει μισότρελη τα βουνά. 

Ο κυρ-Μήτρος, που βλέπει το γιο του να μαραίνεται, μετανοεί για το κακό που έκανε και αποφασίζει να εξομολογηθεί στο παιδί του το φριχτό του μυστικό. Του διηγείται πώς βρέθηκε η Αστέρω στα χέρια του, του λέει ότι τα κτήματα όλα είναι της Αστέρως και πως αυτός ζήτησε να τη βγάλει από τη μέση, για να της πάρει την περιουσία. Ο Θύμιος, μολονότι έχει ακόμα την ιδέα ότι η Αστέρω τον άφησε για την αγάπη του αρχιτσέλιγκα, όμως δεν θέλει το άδικο.

Τα χρήματα πρέπει να τα πάρει η αδικημένη Αστέρω κι αυτός ας μείνει φτωχός. “Πάμε να τη βρούμε” του λέει ο πατέρας του, μετανιωμένος για την αμαρτία του. Εκείνη την ημέρα είχε φτάσει στο χωριό και η είδηση του σκοτωμού του τσέλιγκα. Και ξεκινάνε πατέρας και γιός και γυρεύουν τη χαμένη την Αστέρω. Με τα πολλά τη βρίσκουν σ’ ένα καλύβι που την είχαν περιμαζέψει, μα η Αστέρω δεν γνωρίζει κανένα. Την παίρνουν και τη σέρνουν κάτω στο κτήμα, με την ελπίδα ότι ξαναβλέποντας τα αγαπημένα της μέρη που μεγάλωσε, μπορεί να συνέλθει. Και μια μέρα ο Θύμιος, παίρνοντας τη φλογέρα του, της τραγουδά αφήνοντας να ξεχειλίσει όλος ο καημός της αγάπης του, το παλιό αγαπημένο της τραγούδι.

Η Αστέρω συνέρχεται, θυμάται, καταλαβαίνει. Κι ο γέρος ευλογεί τους γάμους… Όπως ήδη αναφέρθηκε, το σενάριο της ταινίας ήταν του Παύλου Νιρβάνα, ενώ η σκηνοθεσία ήταν του Δημήτριου Γαζιάδη. Πρωταγωνιστούσαν σημαντικά ονόματα του ελληνικού θεάτρου, που έχουν αφήσει το στίγμα τους ζωντανό μέχρι και σήμερα, παρόλο που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε: ο Αιμίλιος Βεάκης υποδυόταν τον κυρ Μήτρο, η Αλίκη Θεοδωρίδου την Αστέρω, ο Κώστας Μουσούρης τον Θύμιο και ο Δημήτρης Τσακίρης, που είχε συμμετάσχει και σε παλιότερες ελληνικές ταινίες, υποδυόταν τον αρχιτσέλιγκα Στάμο.

Αστέρω

Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή η Θεοδωρίδου και ο Μουσούρης θεωρούνταν καλλιτεχνικό ζευγάρι και συνεργάζονταν στο θέατρο.Η εφημερίδα επαινούσε κυρίως την ερμηνεία του Βεάκη κάνοντας λόγο για τη “γνωστή δύναμη του ταλέντου του“, αλλά και της Αλίκης Θεοδωρίδου, για την οποία έγραφε ότι “είναι άφθαστη ιδίως στη σκηνή της τρέλλας και χαριτωμένη στις ωραίες ειδυλλιακές σκηνές” (Πατρίς, 07.04.1929).

Μάλιστα, μετά την πρεμιέρα της “Αστέρως”, οι κριτικές για την ερμηνεία της Θεοδωρίδου θα ήταν πραγματικά θριαμβευτικές: “Το κορύφωμα όμως της μαεστρίας, το μέτρον της αρτίας εκτελέσεως μας το έδωσε η τόσο νεαρά, αλλά και τόσο μεγάλη καλλιτέχνης κ. Αλίκη. Θα ήτο δύσκολο να αποφανθή κανείς σε ποιάν σκηνή η κ. Αλίκη ήτο ανωτέρα εαυτής, όπως θα ήτο δύσκολον να πη αν είνε προτιμότερον να μην ξαναγυρίση στο πάλκο του ζωντανού θεάτρου για να μείνη αποκλειστικά στην… οθόνη. Το βέβαιον είνε ότι, με περισσότερα μέσα, η κ. Αλίκη θα μπορούσε ήδη να διεκδικήση επιτυχώς την πρώτην σειράν μεταξύ των πρώτου μεγέθους παγκοσμίων αστέρων της οθόνης” (Πατρίς, 24.04.1929).

Τα γυρίσματα της ταινίας, που διήρκεσαν από τις 8 μέχρι τις 31 Μαρτίου, πραγματοποιήθηκαν κατά τα τρία τέταρτα στα τοπία της Πελοποννήσου: στο Χελμό, στα νερά της Στυγός, στο Μέγα Σπήλαιο, στον οδοντωτό σιδηρόδρομο των Καλαβρύτων, στο Διακοφτό, στην Ζαχλορού, στο Μεσορούγι, στο Σόλο, στα Σουδενά, στη Μάζη, στη Φτέρη κλπ.Αν αλήθευαν οι πληροφορίες της εφημερίδας, η “Αστέρω” του 1929 θα πρέπει να είναι η ταινία, στην ποία συμμετείχε ο μεγαλύτερος σε ηλικία κομπάρσος. Όπως έγραφε η “Πατρίς” στις 07.04.1929, δεύτερο ρόλο είχε ένας γερο Πριονάς από τη Φτέρη, ηλικίας 126 ετών “του οποίου το παιδί ζει και είναι 102 χρονών, όπως και το αγγόνι του που είναι 60 και το δισέγγονό του που αριθμεί τα 35 χρόνια της ζωής του“!

Μάλιστα, είχε συμβεί κι ένα σοβαρό περιστατικό με τα σκυλιά του υπεραιωνόβιου εκείνου άνδρα. Όταν οι ηθοποιοί της ταινίας είχαν πλησιάσει κοντά στα πρόβατα του γέρο Πριονά, τα τσομπανόσκυλά του χύμηξαν εναντίον τους για να τους επιτεθούν, όμως έσπευσε ο γερο Πριονάς, που εν τω μεταξύ είχε ακούσει τις φωνές του συνεργείου, ενώ τους καθησύχασε προσφέροντας τους γάλα! Η πρεμιέρα της “Αστέρως” έγινε στις 22 Απριλίου 1929 στον κινηματογράφο “Σπλέντιντ”.

Δύο μέρες μετά, η “Πατρίς” αναφωνούσε: “Είδομεν φως. Με την “Αστέρω” έχομε επί τέλους ένα ευπρόσωπο, ένα σχετικώς άρτιον, ένα καλό φιλμ… Εκείνος που θα έπρεπε να έχη υπ’ όψει του όποιος θα ανελάμβανε να γράψη την ιστορία του κινηματογράφου εις την χώραν μας είνε ότι θα έπρεπε να λησμονήση πρώτ’ απ’ όλα το κάθε τι που προηγήθη… και τούτο για τον πολύ απλό λόγο του ότι η “Αστέρω” δεν είνε ένας απλούς σταθμός, είνε ένα πραγματικόν σημείον αφετηρίας“.

Πάντως, η εφημερίδα δεν απέφυγε να τονίσει τα μειονεκτήματα όπως “η καταφανώς βεβιασμένη υπερρωμαντική που το διαπνέει… ώστε σε πολλά μέρη να φθάνη εις την απιθανότητα για να μη πούμε εις το γλυκανάλατο”, αλλά και ο θάνατος του τσέλιγκα Στάμου που “φαίνεται ίσως κάπως βεβιασμένος, αν όχι αναληθοφανής (Ένας τσέλιγκας που ξεγλιστρά από ένα βράχο όπως ένα μοδιστρώνι που πατά καρπουζόφλουδα σε αθηναϊκό πεζοδρόμιο)“.

Στην ελληνική τηλεόραση – ακόμη και στην κρατική – υπάρχει μια μορφή αλλεργίας για τις λίγες προπολεμικές ελληνικές ταινίες που σώζονται κι έτσι η “Αστέρω” του 1929 δεν έχει προβληθεί ποτέ – ή τέλος πάντων προβλήθηκε πολύ σπάνια και πριν πολλά χρόνια.

Στο youtube έχει αναρτηθεί μια ντουμπλαρισμένη εκδοχή της ταινίας, που ανέβηκε από την user MARO B.

Advertisement

Μία ματιά και εδώ..

Ο σκληρός άντρας 1961-1962

o skliros antras
Η ταινία προβλήθηκε τη σαιζόν 1961-1962 και έκοψε 38.764 εισιτήρια. Ήρθε στην 14η θέση σε 68 ταινίες.-Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Κώστας Χατζηχρήστος, ενώ στους...

Δάφνις και Χλόη 1931-1932

Δάφνις και Χλόη
Η ταινία, “Δάφνις και Χλόη” σε σενάριο και σκηνοθεσία, Ορέστη Λάσκου προβλήθηκε τη σαιζόν 1931-1932.-Στην ταινία εμφανίζεται η σκηνή με το πρώτο γυμνό στην...