Αν αναζητήσουμε την πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλαστική ελληνική ταινία, θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε πολλές δεκαετίες πίσω μέχρι το έτος 1914. Τη χρονιά εκείνη έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας “Γκόλφω” (“η πρώτη εκτύλιξις μεγάλης κινηματογραφικής ταινίας ελληνικής καθαρά παραγωγής” έγραφε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ στις 25.01.1915), που βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδου με θέμα την τραγική εξέλιξη του έρωτα ανάμεσα στη Γκόλφω και τον Τάσο.
Το βουκολικό αυτό δράμα του Περεσιάδου αποτελούσε σταθερή αξία του ελληνικού θεάτρου από το 1893, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, και για πολλές δεκαετίες ακόμη, ενώ μέχρι και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς της ελληνικής δραματουργίας. Έτσι, λοιπόν, δεν θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ιστορία αποτέλεσε τη βάση για την παραγωγή της πρώτης (βουβής) ελληνικής ταινίας μεγάλου μήκους.
Η ιστορία γνωστή: Η φτωχή βοσκοπούλα Γκόλφω ερωτεύεται τον Τάσο, παρά τη στενή πολιορκία του πλούσιου Κίτσου. Ενώ, όμως, η Γκόλφω και ο Τάσος αρραβωνιάζονται, ο τελευταίος υποκύπτει στα προξενιά και δέχεται να παντρευτεί την ξαδέλφη του Κίτσου, την επίσης πλούσια Σταυρούλα. Η Γκόλφω χάνει τα λογικά της, καταριέται αρχικά τον Τάσο, όμως στο τέλος του δίνει την ευχή της. Ο Τάσος μετανιώνει και κυνηγάει την αγαπημένη του, όμως είναι αργά. Η Γκόλφω αφήνει στα χέρια του την τελευταία της πνοή έχοντας ήδη φαρμακωθεί, ενώ δίπλα της αυτοκτονεί στη συνέχεια κι ο Τάσος.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν το καλοκαίρι του 1914. Στις 12 Ιουλίου (στις 7 το βράδυ) άνθρωποι των γραμμάτων και δημοσιογράφοι παρακολούθησαν μέρος των γυρισμάτων επί της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου. Στο φύλλο της επομένης, η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι η προβολή της ταινίας θα γινόταν “εντός ολίγου”, όμως – για άγνωστους λόγους – το κοινό θα έπρεπε να περιμένει αρκετούς μήνες ακόμη. Στούντιο δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή κι έτσι τα γυρίσματα έγιναν σε φυσικά τοπία, όπως στο Χελμό, στην Ελευσίνα, στο δάσος του Ευταξία στην Κόρινθο και στον πύργο της Βασιλίσσης (ΕΜΠΡΟΣ, 22.01.1915).
Η πρώτη προβολή της “Γκόλφως” έγινε στα τότε Ανάκτορα, γύρω στα μέσα Ιανουαρίου του 1915, με μοναδικό θεατή τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Όπως έγραψε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (21.01.1915), “εις την Α. Μεγαλειότητα ήρεσε πολύ και μάλιστα εξέφρασε την επιθυμίαν Του, όπως κινηματογραφηθώσι και άλλα έργα” (Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, κάθε φορά που αναφέρονταν στο βασιλιά της χώρας, λες και ήταν ο.. Θεός!)
Στις 21 Ιανουαρίου 1915, την ίδια μέρα που στο Δημοτικό Θέατρο ο Σαμάρας παρουσίαζε τη νέα μουσική σύνθεσή του (“Η Πριγκίπισσα της Σασσών”), στην κομψή αίθουσα του κινηματογράφου ΠΑΝΘΕΟΝ, γινόταν η πρώτη προβολή της “Γκόλφως” για καλλιτέχνες και δημοσιογράφους, με την παρουσία του πρίγκιπα Νικόλαου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Παρών ήταν και ο Σπυρίδωνας Περεσιάδης, ο συγγραφέας της ιστορίας της Γκόλφως, “ο μόνος όστις δεν ηδύνατο να ίδη το επί της κινηματογραφικής ταινίας εκτελούμενο ποιητικόν του έργον” (ΣΚΡΙΠ, 25.01.1915), καθώς ήταν τυφλός.
Παράλληλα με την Γκόλφω προβλήθηκαν και άλλες ελληνικές ταινίες μικρού μήκους – κάτι σαν “επίκαιρα” – με τα μικρά παιδιά τη βασιλικής οικογένειας να διασκεδάζουν σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας, τα εγκαίνια έκθεσης του ζωγράφου Σκοτ από το βασιλιά και την περιήγηση επισήμων στο θωρηκτό “Λήμνος. Την επόμενη μέρα, 22 Ιανουαρίου, ξεκίνησε η προβολή της ταινίας και για το υπόλοιπο κοινό – και πάλι από τον κινηματογράφο ΠΑΝΘΕΟΝ.
Η “Γκόλφω” ήταν μια παραγωγή της εταιρίας “Αθήνη”, το κόστος της οποίας ανήλθε στις 25 χιλιάδες δραχμές (ΕΜΠΡΟΣ, 22.01.1915). Στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζε η ηθοποιός Βιργινία Διαμάντη, ενώ στο ρόλο του Τάσου ήταν ο ηθοποιός Βαρβέρης. Τους γονείς της Γκόλφως έπαιζαν η Κοντοπούλου και ο Πεταλάς, στο ρόλο της Σταυρούλας – η πλούσια αντίζηλος της Γκόλφως που αποπλάνησε τον Τάσο με την προίκα της – ήταν η ηθοποιός Βελισσαρίου, πατέρας της Σταυρούλας ήταν ο Παντελής Λαζαρίδης, ενώ στην ταινία συμμετείχαν και Άγγλοι περιηγητές, όπως αναφέρεται σχετικά στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (22.01.1915).
Οι πρώτες κριτικές των εφημερίδων ήταν θετικές. Χωρίς να υποβαθμίζουν τα όποια τεχνικά προβλήματα (π.χ. ως προς την καθαρότητα της εικόνας λόγω του λάθος φωτισμού), τα λάθη δικαιολογήθηκαν ως αναμενόμενα, εφόσον επρόκειτο για την πρώτη ελληνική ταινία. Εξίσου ανεκτικές ήταν οι εφημερίδες και με το παίξιμο των ηθοποιών, οι οποίοι δεν είχαν ακόμα συνηθίσει τη διαφορετική τεχνική.
“Υπάρχει αρκετή διαφορά του παίζειν έργο από σκηνής και άλλο διά κινηματογράφου”, έγραφε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, ενώ σύμφωνα με το ΕΜΠΡΟΣ, οι ηθοποιοί “εθαυματούργησαν”, αν και “αυτοδίδακτοι”. Το ΣΚΡΙΠ, πάντως, ξεχώρισε τη Βιργινία Διαμάντη, την πρωταγωνίστρια της ταινίας, που υποδύθηκε το ρόλο της Γκόλφως με “άριστη ευσυνειδησία όσο το δυνατόν καλύτερα” και παρουσίασε “κάτι αξιέπαινο”. Πιο επιεικής ήταν η κριτική για την ερμηνεία του Βαρβέρη (ο “Τάσος”), ο οποίος αξιολογήθηκε ως “αρκετά επιτυχής”.
Χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ (στις 24 Ιανουαρίου 1915) αξιολογούσε την πρώτη αυτή απόπειρα παραγωγής ελληνικής ταινίας ως “επιτυχής, όχι μόνον σχετικώς, αλλά ειμπορούμεν να είπωμεν, και απολύτως”. Όπως έγραφε ο συντάκτης, η ταινία θα μπορούσε να κάνει και διεθνή καριέρα, ενώ εξέφραζε την ελπίδα ότι “μετ’ ολίγον αι ελληνικαί ταινίαι θα έχουν μεγάλην ζήτησιν εις την Ευρώπην και ότι θα γίνουν και άλλαι πολλαί, με ακόμη καλλίτερα έργα, με καλλιτέρους ηθοποιούς και εν γένει με πλέον επιμελημένην εκτέλεσιν”. Η ευχή του δημοσιογράφου δεν επαληθεύτηκε ως προς τη διεθνή απήχηση των ελληνικών ταινιών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων μέχρι σήμερα απευθύνεται στο εγχώριο κοινό.
Η πρώτη προβολή της “Γκόλφως” στο ΠΑΝΘΕΟΝ έγινε μέχρι τις 28 Ιανουαρίου, οπότε αντικαταστάθηκε από την ταινία “Οι απάχηδες των Παρισίων”, ωστόσο επανήλθε τρεις μήνες αργότερα, τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, για λίγες ακόμη προβολές. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι συχνότατα (πριν, αλλά και μετά την ταινία) η θεατρική παράσταση ανέβαινε σε κάποιο από τα λίγα θέατρα της πρωτεύουσας σημειώνοντας πάντοτε επιτυχία. Απ’ όσα είναι γνωστά, δεν έχει σωθεί κάποια κόπια της ταινίας.
ola-ta-kala.blogspot.gr