Η ταινία, “Γκόλφω” προβλήθηκε τη σαιζόν 1954-1955 και έκοψε 115.285 εισιτήρια. Ήρθε στην 3η θέση σε 14 ταινίες.
-Η «Γκόλφω» είναι το πιο διάσημο ερωτικό δράμα εποχής, ενώ πρόκειται για έναν πραγματικό θρύλο για το ελληνικό θέατρο, αφού δεν έχει σταματήσει να παίζεται μέχρι σήμερα από θιάσους σε όλη την Ελλάδα.
-Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας δημιούργησε σειρά από ανάλογες παραγωγές, με θέματα παρμένα από την αγροτική και κυρίως τη βουκολική ζωή, αλλά και τα ήθη και έθιμα της υπαίθρου.
-Λόγω των ενδυματολογικών χαρακτηριστικών, το είδος αυτών των ταινιών ονομάστηκε «φουστανέλα».
-Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση για την Ρίτα Μουσούρη.
Περίληψη της ταινίας, “Γκόλφω”
Η Γκόλφω είναι ερωτευμένη με έναν βοσκό, τον Τάσο, αλλά πολιορκείται επίσης και από το αρχοντόπουλο της περιοχής, τον Κίτσο. Εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο.
Οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όμως ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου, την Σταυρούλα. Παρά την αρχική του άμεση άρνηση, ο Τάσος τελικά δελεάζεται από τη μεγάλη προίκα της Σταυρούλας και διώχνει την Γκόλφω. Η νεαρή κοπέλα απελπίζεται, χάνει τα λογικά της και παραλογισμένη τους εύχεται κάθε ευτυχία.
Ο Τάσος κλονίζεται από το μεγαλείο του έρωτα της Γκόλφως, αλλάζει γνώμη και τρέχει κοντά της αλλά δεν προλαβαίνει το κακό: Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί και ξεψυχά στα χέρια του ενώ ο ίδιος αυτοκτονεί στο πλευρό της.
Απόσπασμα από συνέντευξη του Ντίνου Κατσουρίδη στην εφημερίδα “Το Βήμα” (17/09/2000):
”Γυρίζουμε σε μονοπλάνο τον δραματικό μονόλογο της Γκόλφως. Η Βαλάκου λιτή, χαμηλόφωνη, σπαρακτική. Και ο Λάσκος να παρακολουθεί την πρόβα και να βαλαντώνει στο κλάμα. Ξανά και ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή επενέβην εγώ. «Ρε συ Ορέστη, θα ξεφουσκώσει η κοπέλα με τόσες πρόβες και, όταν κάνουμε το πλάνο, θα είναι άδειο σακί».
Τον έπεισα. Πάμε το πλάνο. Να σπαράζει μπροστά στην κάμερα η Βαλάκου, να λιώνει πίσω από την κάμερα ο Λάσκος. «Αριστούργημα… Αλλη μία φορά!». Πάμε δεύτερη φορά, πάμε τρίτη, πάμε τέταρτη, στην πέμπτη τα στύλωσα εγώ. «Οχι, ρε Λάσκο, δεν πάμε. Δεν θα πεθάνει η κοπέλα για να φχαριστιέσαι κλάμα». Πήγαμε να σκοτωθούμε. Ξαναγαπήσαμε μετά τη συμφωνία μας για μια τελευταία φορά.
Είμαστε στη φάση του μοντάζ. Τότε οι σκηνοθέτες (με εξαίρεση τον Τζαβέλλα) δεν επιτρεπόταν(!) να παρακολουθούν το μοντάζ. Μία φορά κάθε ημέρα ερχόταν ο Λάσκος στα κλεφτά: «Ρε Ντίνο, βάλε μου, σε παρακαλώ, τον μονόλογο…». Ο Λάσκος ήταν η αδυναμία μου. Του έβαζα τον μονόλογο, έριχνε το κλάμα του και έφευγε.
Τα ίδια έκανε και όταν άρχισε η προβολή της ταινίας. Επαιρνε σβάρνα τους κινηματογράφους, έβλεπε τον μονόλογο, «έριχνε τη δόση του» και έφευγε. Τόσο που τον πήραν χαμπάρι οι αιθουσάρχες και κρατούσαν το διάλειμμα λίγο παραπάνω για να προλάβει ο Λάσκος να «χτυπήσει παρών».”