Η ταινία, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” προβλήθηκε τη σαιζόν 1959-1960 και έκοψε 239.530 εισιτήρια. Ήρθε στην πρώτη θέση σε ανάμεσα σε 52 ταινίες.
-Η πιο κλασική κωμωδία του Ελληνικού Κινηματογράφου ήρθε πρώτη σε εισπράξεις ανάμεσα σε 52 ελληνικές παραγωγές και αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας του Αλέκου Σακελλάριου. Η παράσταση είχε ανέβει την άνοιξη του 1944 στην Αθήνα, με την Μαρία Καλουτά στο ρόλο της μαθήτριας Λίζας Παπασταύρου, και τη μουσική της παράστασης είχε γράψει ο Μενέλαος Θεοφανίδης.
-Η επιτυχία της ταινίας, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” ήταν τεράστια. Μέσα στην καρδιά του χειμώνα, άνοιξαν ακόμα και θερινοί κινηματογράφοι υπό βροχή για να εξυπηρετήσουν το διψασμένο για θέαμα κοινό. Ίσως είναι η περισσότερο ειδομένη ταινία όλων των εποχών στην Ελλάδα, μια και υπολογίζεται πως την είδαν πάνω από δέκα εκατομμύρια Έλληνες στα δέκα πρώτα χρόνια προβολής της.
-Το 1960, η ταινία, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” βραβεύτηκε στο Α’ Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως μία από τις τρεις καλύτερες Ελληνικές ταινίες της πενταετίας 1955 – 1960 μαζί με τον «Δράκο» του Κούνδουρου και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη. Η ταινία επίσης εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον Άυγουστο του 1961, με τον τίτλο “Maidens Cheek” (Μάγουλα Κοριτσιών).
-Η ταινία, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” αποτελεί και την πρώτη συνεργασία της Αλίκης με το Μάνο Χατζιδάκι, τον οποίο της τον είχε γνωρίσει στο πατάρι του Λουμίδη (καλλιτεχνικό στέκι της εποχής) ο Μάριος Πλωρίτης. Η τελευταία τους συνεργασία ήταν το 1986 στην Επίδαυρο με τη «Λυσιστράτη». Όταν εκλήθη ο Μάνος Χατζιδάκις να γράψει τη μουσική για τα τραγούδια της ταινίας στους ρυθμούς της τσα-τσα-τσα, δε γνώριζε καθόλου το μουσικό αυτό είδος.
Για αυτό τον λόγο, ζήτησε να ακούσει κάποιες άλλες παρόμοιες επιτυχίες της εποχής κι έτσι βγήκανε οι μοναδικές αυτές μελωδίες. Τα δύο τραγούδια της ταινίας, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” «Το Γκρίζο Γατί» (γνωστό ως «νιάου βρε γατούλα») και «Έχω ένα Μυστικό» κυκλοφόρησαν σε signles και έγιναν ανάρπαστα, πουλώντας κοντά στα 100.000 αντίτυπα, γεγονός το οποίο αποτελεί σταθμό στην ελληνική δισκογραφία, αφού απονεμήθηκε ο πρωτος χρυσός δίσκος στην Ελλάδα από τον διευθυντή της ολλανδικής δισκογραφικής εταιρίας «Philips». Τα γυρίσματα του τραγουδιού «Γκρίζο γατί» διήρκησαν τρεις μέρες στον Σχοινιά και στη συνέχεια αποτέλεσε τον «ύμνο» για τα παιδιά των επόμενων γενεών Ελλήνων.
-Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αλέκος Σακελλάριος πρόοριζε αρχικά το ρόλο του αυστηρού καθηγητή Φλωρά στον Δημήτρη Χόρν – καθηγητή της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου – ο οποίος όμως αρνήθηκε.
-Ο Αλέκος Σακελλάριος, αρχικά, είχε σκεφτεί, για τον ρόλο του Πάνου Φλωρά, τον ηθοποιό Δημήτρη Χορν. Ο Χορν όμως αρνήθηκε να ερμηνεύσει τον εν λόγω ρόλο, λέγοντας: «Όχι Αλέκο μου, δεν θα δεθώ εγώ στο άρμα της Βουγιουκλάκη σαν τον Μουσούρη».
-Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ταινίας, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” είναι τα πολλά χαστούκια που έδωσαν οι καθηγητές στις μαθήτριες, καθώς αυτός αποδείχτηκε ο τρόπος για να τις συνετίσουν. Στην ταινία δόθηκαν συνολικά 17 πραγματικά χαστούκια. Ήταν πραγματικά διότι οι συντελεστές ήθελαν να αποφύγουν τα πολύωρα γυρίσματα για μια επιτυχημένη και πειστική σκηνή.
-Την πρώτη μέρα προβολής, η ταινία “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” έκοψε περίπου 21.500 εισιτήρια, αριθμός-ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής, καθώς ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που το είχε καταφέρει. Μέχρι τότε, τα περισσότερα εισιτήρια που είχε κόψει μια εγχώρια παραγωγή ήταν μόλις 16.500 εισιτήρια κατά την πρώτη μέρα προβολής της.
-Τα δημοσιεύματα για – πραγματικές ή φανταστικές – κόντρες μεταξύ Βουγιουκλάκη και Παπαμιχαήλ υπήρχαν από τότε. Ένα από αυτά ήθελε την Αλίκη να είχε ζηλέψει τον μεγάλης διάρκειας μονόλογο του Δημήτρη σε κάποια σκηνή και ότι γι’ αυτόν τον λόγο είχε ζητήσει να φαίνεται και η ίδια ως “σφήνα”.
-Στην ταινία, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” τα γυρίσματα της οποίας πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1959 στο Ψυχικό, συμμετείχαν συνολικά 200 κοπέλες, οι οποίες υποδύονταν τις μαθήτριες του κολεγίου, όπου διαδραματιζόταν το σενάριο της ταινίας. Από τις 200, επί καθημερινής βάσης χρησιμοποιούνταν οι 30, η αμοιβή των οποίων είχε γραφτεί ότι θα ήταν 2500 δραχμές.
Η ταινία, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” είχε αποσπάσει πολύ καλές κριτικές, πράγμα σπάνιο για τις ελληνικές ταινίες της εποχής.
-Η ιστορία της ταινίας, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” δημοσιεύθηκε με τη μορφή σινερομάντζου στο περιοδικό Θεατής τον Αύγουστο του 1960, πράγμα που διήρκεσε για 24 εβδομάδες.Έχει κυκλοφορήσει και στο εξωτερικό, με τίτλο Maidens’ Cheek (μτφ: Μάγουλα κοριτσιών). Η ταινία έχει γίνει πολλές φορές θεατρική παράσταση από διάφορα σχολεία της Ελλάδας.
-Η ταινία θεωρείται πως είναι η πιο ειδωμένη ταινία στην Ελλάδα, καθώς μέσα στα πρώτα δέκα χρόνια, την είδαν πάνω από δέκα εκατομμύρια Έλληνες.
-Η Αλίκη Βουγιουκλάκη αρεσκόταν πολύ στο όνομα Λίζα για τους ρόλους της και σε πολλές ταινίες είχε αυτό το όνομα. Μάλιστα, το 1996, όταν εισήλθε στο Νοσοκομείο, στη γραμματεία έδωσε το όνομα Λίζα Παπασταύρου, δηλαδή το ίδιο όνομα με τον χαρακτήρα της ταινίας.
-Απολαμβάνοντας εξαιρετική εμπορική επιτυχία μετά την ταινία “Αστέρω” (Φεβρουάριος 1959), αλλά και καλλιτεχνική καταξίωση, μιας και η ταινία εκείνη είχε προβληθεί με ευμενή σχόλια στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, το κασέ της Αλίκης Βουγιουκλάκη είχε εκτοξευτεί. Γράφτηκε ότι για να πρωταγωνιστήσει στο “Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο” είχε συμφωνήσει να εισπράξει 150.000 δραχμές.
-Η ταινία, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο” προβλήθηκε στην Τουρκία και η Βουγιουκλάκη γοήτευσε τον ανδρικό πληθυσμό της γειτονικής χώρας. Μάλιστα, όταν λίγα χρόνια αργότερα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για τα γυρίσματα της ταινίας “Χτυποκάρδια στα θρανία“, ένας νεαρός Τούρκος – γράφτηκε στις ελληνικές εφημερίδες ότι το όνομά του ήταν Νιχάτ Καρψί – αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας στο Βόσπορο, επειδή δεν μπορούσε να πλησιάσει την Αλίκη, την οποία είχε ερωτευτεί από, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο”.
Περίληψη της ταινίας, “Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο”
Η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται γύρω από τον έρωτα που δημιουργείται μεταξύ ενός φτωχού, φιλότιμου φιλολόγου, του Πάνου Φλωρά (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) και μιας νεαρής πλούσιας, κακομαθημένης μαθήτριάς του, της Λίζας Παπασταύρου (Αλίκη Βουγιουκλάκη). Στην ταινία, από την αρχή, αντιπαρατίθενται οι διαφορές της πλούσιας και της φτωχικής ζωής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισης του φαγητού μεταξύ του καθηγητή και της μαθήτριας. Η μαθήτρια, παρά το πλουσιοπάροχο γεύμα που έχει στη διάθεσή της, το περιφρονεί και το δίνει στον σκύλο της, ενώ ο καθηγητής αρκείται σε ό,τι μπορεί να του προσφέρει η οικονομική του θέση και λέει ευχαριστώ. Επίσης, ενώ ο Φλωράς μετακινείται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η Παπασταύρου διαθέτει σοφέρ για τις μετακινήσεις της.
Όλα αρχίζουν όταν ο νεαρός φιλόλογος Πάνος Φλωράς αναζητεί δουλειά σε ένα σχολείο, όπου ως επί το πλείστον φοιτούν μαθήτριες οι οποίες κατάγονται από πλούσιες οικογένειες.
Ο γυμνασιάρχης του σχολείου (Χρήστος Τσαγανέας), προειδοποιεί τον φιλόλογο αμφιβάλλοντας ότι θα τα καταφέρει στη θέση αυτή, διότι είναι νεαρός και θεωρεί ότι τα κακομαθημένα κορίτσια του σχολείου θα του πάρουν τον αέρα. Ωστόσο, ο Φλωράς πείθει τον γυμνασιάρχη να τον προσλάβει, έστω δοκιμαστικά. Έτσι ο καθηγητής ξεκινά την παράδοση, αφού πρώτα τον παρουσιάζει ο γυμνασιάρχης.
Στην τάξη, θα προσπαθήσει να διδάξει Όμηρο, σύντομα όμως διαπιστώνει ότι τα κορίτσια έρχονται στο σχολείο περισσότερο για να κάνουν την πλάκα τους, χωρίς να υπολογίζουν τη μόρφωσή τους. Όλες προσπαθούν να πουν την πιο αστεία ατάκα ή, απλά, να πειράξουν τον καθηγητή τους.
Οι πολλές διακοπές του μαθήματος όμως, για ανούσιους λόγους από την Παπασταύρου τον εξοργίζουν: τη σηκώνει όρθια και της λέει ό,τι πιστεύει για εκείνη και, γενικότερα, για αυτούς που έχουν λεφτά και δεν έχουν ανάγκη να δουλέψουν, συγκρίνοντας τις πλούσιές του μαθήτριες με τους φτωχούς μαθητές που είχε στο παρελθόν.
Τους κάνει κοινώς ένα κήρυγμα περί ηθικής. Αυτό έχει όμως ως αποτέλεσμα οι μαθήτριες να νευριάσουν και να αντιδράσουν, έτσι η Παπασταύρου προτίθεται να βάλει τον πατέρα της, Θεμιστοκλή Παπασταύρου (Θόδωρος Μορίδης), να μιλήσει στον γυμνασιάρχη για αυτόν τον Φλωρά.
Παρ’ όλα αυτά, η Παπασταύρου βρίσκει έτερο τρόπο, ώστε να απαλλαγεί από την παρουσία του. Καθώς εκείνος γευματίζει στην τάξη, μπαίνει η Παπασταύρου, δήθεν για να πάρει μια σοκολάτα και του την προσφέρει. Αρχίζει να γίνεται πιο φιλική απέναντί του, αλλά όταν θα προσπαθήσει να του φτιάξει τη γραβάτα, εκείνος καταλαβαίνει ότι τον πλησιάζει πονηρά και τη χαστουκίζει.
Η Παπασταύρου, αποφασισμένη να του δώσει ένα μάθημα, παρουσιάζει παραποιημένα τα γεγονότα στην μητέρα της (Μαρίκα Κρεββατά) και τη βάζει να τηλεφωνήσει στον γυμνασιάρχη για να του πει ότι ακόμα ζαλίζεται από το χαστούκι που της έδωσε ο καθηγητής της. Ο γυμνασιάρχης οργίζεται από το γεγονός, αλλά οι συνάδελφοι καθηγητές δεν συμμερίζονται αυτήν την άποψη και τάσσονται υπέρ του Φλωρά, αναφέροντας ότι οι μητέρες των κακομαθημένων κοριτσιών είναι οι καλύτεροι “σύμμαχοί” τους στην αυθάδεια.
Τελικά, ο Φλωράς χάνει τη θέση του. Συνειδητοποιώντας ότι δεν θα ξαναδεί τον καθηγητή της, η Παπασταύρου λέει την αλήθεια στη μητέρα της, ότι δηλαδή δεν τη χτύπησε τόσο πολύ όσο ισχυρίστηκε και ότι είναι κρίμα να χάσει τη δουλειά του ένας φτωχός άνθρωπος. Η Παπασταύρου βάζει τώρα τον πατέρα της να επέμβει και να διορθώσει τα πράγματα. Ο πατέρας της τάσσεται κι αυτός υπέρ του καθηγητή, λέγοντας του «ν’ αγιάσει το χεράκι του».
Εν τέλει, ο καθηγητής ξαναπιάνει δουλειά. Από εκεί και έπειτα όμως, όλοι οι υπόλοιποι καθηγητές θα ακολουθήσουν και αυτοί την μέθοδο του χαστουκιού, που, αν και δεν προβλεπόταν σε ένα τέτοιο κολέγιο, κάνει τα πράγματα να ηρεμήσουν αισθητά.
Σε μια εκδρομή που πραγματοποιεί το σχολείο, η Παπασταύρου, η οποία έχει αναπτύξει αισθήματα για τον καθηγητή της, πιάνεται στα χέρια με μια συμμαθήτριά της, την Πόπη Αλεξίου (Μέλπω Ζαρόκωστα), η οποία θέλει να κάνει φάρσα στον Φλωρά, διότι χάρη σε αυτόν όλοι οι καθηγητές υιοθέτησαν την μέθοδο των χαστουκιών όποτε οι μαθήτριες παρεκτρέπονταν.
Όταν ο Φλωράς ζητά εξηγήσεις από τις δυο μαθήτριες, εκείνες αρνούνται να αποκαλύψουν τι έχει προηγηθεί. Τελικά, θύμα της φάρσας που προοριζόταν για τον Φλωρά πέφτει ο γυμναστής του σχολείου, κύριος Γκίκας (Ορέστης Μακρής).
Μετά την εκδρομή, σε μια παράδοση του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών, η Παπασταύρου σηκώνεται για να απαγγείλει και να μεταφράσει τους στίχους του Σοφοκλή:
Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις,
ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις,
φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ ἀγρονόμοις αὐλαῖς
καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιμος οὐδεῖς
οὔθ᾽ ἁμερίων σέ γι᾽ ἀνθρώπων. ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν.
σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ
Όμως σύντομα, σταματάει την απαγγελία στη μέση, μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της, δείχνοντας ότι πλέον μπορεί να μεταφράσει ένα αρχαίο κείμενο, αλλά και ότι είναι ερωτευμένη με τον καθηγητή της. Η λήξη της χρονιάς βρίσκει την μαθήτρια να προβιβάζεται, κι αυτό χάρη στον καθηγητή της, που την ενέπνευσε.
Μετά από πολλές προσπάθειες και αφού δεν κατάφερε να του πει τι νιώθει για αυτόν, μπαίνει στο αμάξι όπου την περιμένει η οικογένειά της. Ο πατέρας της, βλέποντας τον κύριο Φλωρά στον δρόμο σταματάει, του ζητάει να πάει μαζί τους και εκείνος δέχεται. Η ταινία τελειώνει, ενώ οι υπόλοιπες μαθήτριες ακολουθούν το αμάξι, απαγγέλλοντας τους παραπάνω στίχους του Σοφοκλή.