Η Μάρω Κοντού είναι μία αξία αναλλοίωτη στο χρόνο. Αυτή και η Σοφία Λόρεν πάτησαν και επίσημα τα 90. Και οι δύο παραμένουν αιώνιες Θεές, συμφιλιωμένες με το πέρασμα του χρόνου και αειθαλείς υπάρξεις που γέμισαν την οθόνη.
Η Μάρω ήταν πάντοτε στην κρίση μου, μία γυναίκα που δεν ακολούθησε κανέναν κανόνα. Αλλά δημιούργησε τους δικούς της, έπαιξε με τα δικά της χαρτιά στην τράπουλα της ζωής. Και κατάφερε να κερδίσει πολλά…
Και μόνο το γεγονός ότι συμμετείχε στην κορυφαία ηθογραφική ταινία του Ελληνικού κινηματογράφου, “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα“, είναι αρκετό για να την τοποθετήσει στις μεγάλες γυναίκες ηθοποιούς της Ελληνικής οθόνης.
Η Μάρω Κοντού στην ταινία αυτή κέντησε, υποδυόμενη μία γυναίκα που καλείται να επιζήσει σε μία κλειστή κοινωνία όπου ο κοινωνικός θεσμός του γάμου ήταν ο μοναδικός τρόπος διάσωσης της τσαλαπατημένης της αξιοπρέπειας. Μέσα σε μία πατριαρχική κοινωνία, όπου η γυναίκα βίωνε εξουσιαστική σχέση με τον άνδρα, η ίδια από αδύναμη γυναίκα καταλήγει σε δυναμική και αυτόνομη ύπαρξη.
Η ίδια πρωταγωνίστησε με όλους τους λαμπρούς πρωταγωνιστές. Χόρεψε έναν τολμηρό, αισθησιακό χορό στο πλευρό του Αλέκου Αλεξανδράκη στη ταινία, “Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη” έγειρε ως ερωτευμένη νεαρή στον γόη Δημήτρη Χορν τραγουδώντας μαζί, “Πες μου μια λέξη”.
Στη συνείδηση των Ελλήνων έμεινε περισσότερο για τον αιώνιο ρόλο της ως παρτενέρ στο πλευρό του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Αν και ποτέ δεν υπήρξαν ζευγάρι στη ζωή και η ίδια παραδέχτηκε ότι ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες, η χημεία τους στη σκηνή υπήρξε εκρηκτική.
Αν κάτι αγαπώ στη Μάρω είναι η φρεσκάδα των απόψεών της, η αγέραστη αγάπη της για τη ζωή, το θάρρος να ζει ελεύθερα.
Ο χρόνος την ακουμπά, αλλά έχει βρει έναν τρόπο το άγγιγμα να είναι απαλό: τον αποδέχεται μεν, αλλά δεν του έχει επιτρέψει να της στερήσει τη νεανική προσέγγιση των πραγμάτων, τον πόθο της ζωής, της ενεργούς συμμετοχής.
Μία απτή απόδειξη ότι η νιότη είναι περισσότερη μία συνειδητή επιλογή: να μένεις με φρέσκια αντίληψη, σπιρτάδα και διαρκή αγάπη ρουφήγματος ζωής, όσο και αν ο Πανδαμάτωρ χρόνος αφήνει τα σημάδια του επάνω σου.
Γυρίζω στην πλαζ της Αγίας Τριάδας, στη Θεσσαλονίκη, μια σκηνή της ταινίας, “Κάτι να καίει“. Ανάμεσα στον κόσμο που μαζεύτηκε και παρακολουθούσε το γύρισμα, είναι κι ένας ωραίος νεαρός κύριος, που μοιάζει να είναι κάτι παραπάνω από θαυμαστής της Ρένας.
Η οποία Ρένα ασχολείται μ’ ένα εργόχειρο για να περνά η ώρα μέχρι να έρθει η σειρά της για το γύρισμα. Δίπλα της μια φίλη της.
Η Ρένα γυρίζει και τη ρωτάει: -Τί κοιτάζει αυτός; -Σε γνώρισε φαίνεται. -Καλέ τί με γνώρισε… Αυτός έχει λυσσάξει να κοιτάζει. Δε βγάζει τα μάτια του από πάνω μου.
-Θα του αρέσεις. -Λες μωρή; Για φέρε το μέικ απ. -Θα βάλεις κι άλλο; -Μην τον χάσουμε τον κούκλο, κυρά μου!
Εκείνη τη στιγμή, καταφτάνω και της λέω: -Άντε Ρένα, είμαστε έτοιμοι.
Γυρίζει και μου λέει με τρόπο: -Δε γυρίζεις, ψυχή μου, κάτι άλλο, υπάρχει λόγος. -Τί λόγος Ρένα; -Σοβαρός. -Τί σοβαρός δηλαδή; -Κοίτα απέναντι και θα καταλάβεις.
Γυρίζω και βλέπω να μας χαμογελάει ένας πολύ ωραίος άντρας. Πρέπει να προσθέσω ότι εκείνο τον καιρό η Ρένα ήταν τελείως ελεύθερη.
-Τί θέλει αυτός, μπορείς να μου πεις; -Θαυμαστής.
Έχει λυσσάξει να κοιτάει. Και είναι πολύ ο τύπος μου. Σε παρακαλώ, πήγαινε να γυρίσεις καμιάν άλλη σκηνή και σε λίγο έρχομαι. Έτσι ψυχή μου;
Ποιος μπορεί να χαλάσει χατίρι της Ρένας. Φεύγω. Πηγαίνω να γυρίσω μια σκηνή στο χώρο του εστιατορίου και σε λίγο τη βλέπω να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου, τραβώντας τα μαλλιά της.
-Τί έπαθες, κορίτσι μου; της λέω. -Γιάννη μου, δυστυχία. -Τί έγινε, γνωρίστηκες με τον θαυμαστή; -Που να μην έσωνα. -Γιατί, βρε Ρένα μου; -Γιατί ο θαυμαστής… -Ήταν αναιδής; -Όχι… Ήταν θαυμάστρια.
Με κοίταζε κι εγώ νόμιζα, η τρελή, ότι του άρεσα σαν γυναίκα, αλλά αυτός ξέρεις γιατί με κοίταζε; -Πού να ξέρω… -Γιατί κεντούσα.
Ήθελε να του μάθω σταυροβελονιά. Και από φωνή… σοπράνο. Τύφλα να ‘χει η Κάλλας. Γιάννης Δαλιανίδης
Διαβάζοντας όλες αυτές τις μέρες σε διάφορα σαιτ για τον ξαφνικό θάνατο της εξαιρετικής ενδυματολόγου/σκηνογράφου και φίλης Έβελυν Σιούπη διαπίστωσα ότι γινόταν ένα copy paste της επαγγελματικής της δραστηριότητας με κάποιες ανακρίβειες.
Λοιπόν η πρώτη της δουλειά στην τηλεόραση ως ενδυματολόγος δεν ήταν “Το δις εξαμαρτείν” αλλά μια σατιρική σειρά της Σοφίας Φιλιππίδου με τίτλο, “Στη χώρα των φευγάτων που έκανε πρεμιέρα στις 06 Μαρτίου του 1993 στον Αντ1 και ολοκληρώθηκε σε 13 επεισόδια.
Την αμέσως επόμενη χρονιά άρχισε η επιτυχημένη συνεργασία της με το δίδυμο Μιχάλη Ρέππα – Θανάση Παπαθανασίου που διήρκησε ακριβώς 30 χρόνια. Το δις εξαμαρτείν” από το πρώτο κιόλας επεισόδιο έγινε τεράστια επιτυχία και η ίδια έγραψε ιστορία στην Ελληνική τηλεόραση δημιουργώντας την υπέροχη περσόνα της Γιολάντας Ραγιά με τις αμέτρητες γούνες και τα ιδιαίτερα φανταχτερά και συλλεκτικά κοσμήματα του Μάριου Βουτσινά. Τον συγκεκριμένο ρόλο υποδύθηκε απολαυστικά η Ντίνα Κώνστα που εν μέρει στιλιστικά βασίστηκε στην Άννα Βέλτσου.
Τις σεζόν 1995 – 1996 και 1996 – 1997 το όνομα της συνδέθηκε με άλλη μια μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία. Την περίφημη, “Ντόλτσε βίτα” των Αλέξανδρου Ρήγα – Δημήτρη Αποστόλου όπου συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τις Άννα Παναγιωτοπούλου και Κατιάνα Μπαλανίκα. Εν τω μεταξύ όποτε μιλούσαμε για αυτή τη σειρά μου έλεγε πως αυτό που θυμόταν πιο έντονα από τότε ήταν το άγχος της να κρύψει την εγκυμοσύνη της Μαρίας Καβογιαννή με διάφορα φαρδιά ρούχα.
Το καλοκαίρι του 1997 συμφώνησε να συνεχίσει την συνεργασία της με το ίδιο δίδυμο δημιουργών που εκείνη την περίοδο ετοίμαζαν την σειρά, “Δύο ξένοι”. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με ένα καστ μοναδικό, και η Έβελυν για άλλη μια φορά θα συνεργαζόταν με την αλησμόνητη Ντίνα Κώνστα.
Στα πρώτα επεισόδια το στυλ της “Ντένης Μαρκορά” ήταν εξαιρετικά καλαίσθητο και εμφανώς πολύ διαφορετικό από της Γιολάντας Ραγιά κάτι που δεν άρεσε στον σκηνοθέτη και της ζήτησε να το αλλάξει. Για την ακρίβεια ζήτησε να επιστρέψει η Γιολάντά ως Ντένη σε μια αρκετά πιο εξτρίμ εκδοχή της.
Έτσι από κάποιο σημείο και έπειτα η γνώριμη ξανθιά περούκα επέστρεψε όπως και οι γούνες αλλά η Έβελυν αποχώρησε στο 12ο επεισόδιο θεωρώντας πως αντέγραφε τον ίδιο της τον εαυτό κάτι που δεν της άρεσε καθόλου.
Όμως δεν μένει για πολύ καιρό εκτός τηλεοπτικά πλατώ καθώς τον Μάρτιο του 1998 είναι η ενδυματολόγος στην κωμική σειρά, “Μονάχους Μονάχους” με πρωταγωνίστρια την Άννα Παναγιωτοπούλου (που υπογράφει και το σενάριο μαζί με τον Αλέξη Καλλίτση) και την Μίρκα Παπακωνσταντίνου.
Έναν χρόνο αργότερα το 1999 το όνομα της γράφτηκε και στην μεγάλη οθόνη με την ταινία, “Safe sex” των Ρέππα – Παπαθανασίου όπου εκτός απο ενδυματολόγος ήταν και σκηνογράφος αυτής της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας που έσπασε ρεκόρ εισιτηρίων.
Παράλληλα στην τηλεόραση για δυο σεζόν ξεκίνησε να συνεργάζεται για τρίτη φορά με την Άννα Παναγιωτοπούλου στην κωμική σειρά του Star, “Μικρές αμαρτίες” που διήρκησε δύο σεζόν και αποτέλεσε την τελευταία δουλειά του Γιάννη Δαλιανίδη στην μικρή οθόνη.
Εν τω μεταξύ η επόμενη δουλειά που κλήθηκε να συμπράξει ήταν και η πιο παραγωγική της. Αναφέρομαι στην ταινία του 2001, “Το κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο” των Ρέππα – Παπαθανασίου για την οποία δημιούργησε πάνω από 1000 κοστούμια αφού όλα τα ρούχα και οι στρατιωτικές στολές ράφτηκαν από την αρχή πάνω σε σχέδια δικά της.
Ποιός άλλωστε μπορεί να ξεχάσει τα πολύχρωμα φορέματα που φορούσε η θρυλική πλέον Τζέλλα Δελαφράγκα της οποίας τα καράβια δεν είχαν φουγάρα και υποδύθηκε μοναδικά η Μίρκα Παπακωνσταντίνου με την οποία ξανασυνεργάστηκε στους αξέχαστους, “Στάβλους της Εριέττας Ζαίμη” καθώς ήταν η προσωπική της ενδυματολόγος μετά από πρόταση της ίδιας της ηθοποιού.
Το 2003 επέστρεψε και πάλι στις κινηματογραφικές αίθουσες με την δραματική αυτή τη φορά ταινία των Ρέππα – Παπαθανασίου, “Οξυγόνο” που όμως δεν σημείωσε την αναμενόμενη επιτυχία.
Στη συνέχεια και εν έτει 2005 ήταν η ενδυματολόγος στην σειρά, “Safe sex: Tv stories” που προβλήθηκε με μεγάλη επιτυχία από το Mega και το 2007 στην τελευταία ταινία των Ρέππα Παπαθανασίου, “Αυστηρώς κατάλληλο.
Το 2008 μεταπήδησε στον Αντ1 για να ντύσει τους ηθοποιούς της κωμικής σειράς, “Τα κορίτσια του μπαμπά” με τον Παύλο Χαικάλη και το 2009 στο σινεμά για την ταινία του Βασίλη Μυριανθόπουλου, “Σούλα έλα ξανά” με την Ζέτα Μακρυπούλια.
Θα περάσουν 14 ολόκληρα χρόνια για να επιστρέψει στην τηλεόραση με την μεταφορά μιας παλαιότερης μεγάλης θεατρικής επιτυχίας των Ρέππα – Παπαθανασίου με τίτλο, “Συμπέθεροι από τα Τίρανα.
Με το ίδιο δίδυμο ξανασυνεργάστηκε και την σεζόν 2022 – 2023 στην κωμική σειρά, “Μαίρη Μαίρη Μαίρη” που μπορεί να μην είχε την ίδια επιτυχία με την προηγούμενη όμως για την Έβελυν ήταν το κύκνειο άσμα της στην μικρή οθόνη ύστερα από 30 ολόκληρα χρόνια.
Αξιομνημόνευτο έχει μείνει και το φόρεμα με τον αμφορέα στο κεφάλι που δημιούργησε το 2007 και φόρεσε η Μαρία Μπακοδήμου στην παρουσίαση των τραγουδιών της Eurovlision το 2007.
Να σημειώσω εδώ πως και η παρουσία της στο θεατρικό σανίδι ήταν αδιαμφισβήτητα σημαντική αυτές τις τρείς δεκαετίες με δεκάδες πετυχημένες εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά θεατρικές παραστάσεις.
Ενδεικτικά αναφέρω κάποιες από αυτές. Βγάλ’ τον υπουργό απ’ την πρίζα”, “Φούστα μπλούζα”, “Ο Έβρος απέναντι”, “Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός”, “Τσινετσιτά”, “Δυόμιση φόνοι κι ένα μπουλντόγκ”, “Ποιά Ελένη”, “Άντρες έτοιμοι για όλα”, ” Συμπέθεροι απ’ τα Τίρανα”, “Αττική οδός”, “Μύγα τσε τσε”, “Ράους”, “Να ζεί κανείς η να μην ζει”, “Ζωή σε λόγου μας”, “Πριν το χάραμα”, “Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε”, “Ο φίλος μου ο Λευτεράκης“, “Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες”, “Βάλ’ τον υπουργό στην πρίζα”, “Το καινούργιο παιδί”, “Η σκούπα”, “Φεγγάρι από χαρτί”, “Το δικό μας σινεμά”, “Διάλεξε τον θάνατο σου αγάπη μου”, “Μπαμπάδες με ρούμι”, και “Για μια ζωή” όλες του δίδυμου Ρέππα – Παπαθανασίου.
Συνεργάστηκε όμως και σε άλλες παραστάσεις με άλλους σκηνοθέτες όπως : Τι είδε το χρυσόψαρο” σε σκηνοθεσία Γιάννη Ιορδανίδη, “Τρομεροί γονείς” σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεωδορόπουλου, “Μια μέρα τον Οκτώβρη” σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, “Τα βαφτίσια” του Νίκου Μουτσινά και της Τζένης Διαγούπη, “Το δώρο” και τα “Τα κορίτσιά με τα μαυρα” των Ρήγα – Αποστόλου, “Το τρίτο στεφάνι” σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγεωργού με την Μίνα Αδαμάκη στον ρόλο της Νίνας.
Επίσης, “Τρωάδες Εκάβη” σε σκηνοθεσία Περικλή Μοσχολιδάκη και σκηνικά του καλού της φίλου και κουμπάρου Μάριου Βουτσινά, “Το όνομα μου είναι Τζαίημς Ντην” του Γιώργου Χρονά, “Σίρλευ Βαλεντάιν” σε σκηνοθεσία Πέμυς Ζούνη, “Το σπάταλο τερατάκι της Κατερίνας Μαρκαδάκη, “Εκκλησιάζουσες” σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα, “Καμμένα βούρλα” και “Τι ζούμε ρε” της Δήμητρας Παπαδοπούλου σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και Θοδωρή Αθερίδη αντίστοιχα, “Κάθε πέρσι και του χρόνου” σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου.
Για περίπου μια πενταετία συνεργάστηκε με το Shamone club σε διάφορες παραστάσεις όπως: “Μαρία Αντουανέτα η βασίλισσα των Ελλήνων” (2012) και “Τρείς κόρες εν καμίνω” (2014) με την Τζέσυ Παπουτσή σε σκηνοθεσία Βασίλη Μυριανθόπουλου, “Περασμένα ξεκασμένα” και “Ξυπνάς μέσα μου το …SHOW” σε σκηνοθεσία Βασιλικής Ανδρίτσου, “Κάνω καμπάκ” σε σεναριο και σκηνοθεσία Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.
Άλλωστε το 2003 το 2008 και το 2012 τιμήθηκε με το βραβείο ενδυματολογίας για τις παραστάσεις “Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός”, “Τσινετσιτά” και “Να ζει κανείς η να μην ζει” αντίστοιχα.
Ωστόσο αξέχαστα θα μείνουν τα 40Ο κοστούμια που δημιούργησε για την παράσταση στο Εθνικό Θέατρο “Ποιά Ελένη” και εκείνα που δημιούργησε το καλοκαίρι του 2019 για την παράσταση, “Το δικό μας σινεμά” στο θερινό Θέατρο Άλσος.
Τελευταίες της δουλειές στο θέατρο είναι στις επιτυχημένες παραστάσεις, “Διάλεξε τον θάνατο σου αγάπη μου”, “Για μια ζωή” και “Μπαμπάδες με ρούμι”. Οι δύο τελευταίες θα συνεχιστούν και την επόμενη θεατρική σεζόν 2024 – 2025.
Καλό ταξίδι στο φως αγαπημένη Έβελυν. Σε ένα φως σμαραγδί που τόσο αγαπούσες.
Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν ένας σπουδαίος κωμικός του θεάτρου και του κινηματογράφου, έγραψε ιστορία στην ελληνική κινηματογραφική κωμωδία πρωταγωνιστώντας σε 120 ταινίες. Σε συνέντευξη που είχε δώσει στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» είχε αποκαλύψει το παράπονο του…
Τα κανάλια βάζουν κάθε εβδομάδα ταινίες μου. Με τιμάνε, αλλά δεν παίρνω τίποτα. Τα χρήματα τα παίρνουν οι παραγωγοί. Τότε υπογράφαμε το βαρύ όρκο: “Και ουδεμίαν άλλη απαίτησιν έχω.”
Αυτό βγάζει η τηλεόραση μπροστά και δεν παίρνουμε πεντάρα. Να το παράπονό μου. Βλέπω στην τηλεόραση τις ταινίες που εμφανίστηκα. Μετράω τον εαυτό μου, παρατηρώ το παίξιμό μου, την κίνηση των χεριών μου. Πώς συντονίζεται η ψυχή και το κεφάλι μου, με την κίνηση των χεριών μου, σε όλες τις ταινίες.
Η φυσικότητα που χρειάζεται στη δική μας δουλειά ήταν μια αβάντα που είχα. Εμείς είχαμε αντίκρισμα ζωής. Περάσαμε πολλά, πολέμους …
Σήμερα είναι εύκολα τα πράγματα. Εμείς παλέψαμε σκληρά. Και κωμικοί δεν υπάρχουν πια. Έχουν αδυναμίες οι νέοι. Ίσως, σιγά – σιγά, με το χρόνο, να αποκτήσουνε πείρα.
Εμείς το έργο που παίζαμε το ζούσαμε. Οι παλιοί ηθοποιοί όταν πιάνανε ένα ρόλο στα χέρια δεν τον παπαγαλίζανε. Καθόντουσαν να τον συζητήσουν και προπαντός να βάλουν τα δικά τους. Ένα πράγμα που συνήθιζα εγώ. Σήμερα τα περισσότερα παιδιά δεν τραγουδάνε.
Οι παλιοί ήταν σχεδόν όλοι τενόροι, ο Ορέστης Μακρής, ο Κυριάκος Μαυρέας, ο Πέτρος Κυριακός, ο Βασίλης Αυλωνίτης. Εγώ βγήκα σχεδόν τενόρος στο Θέατρο, τα τραγουδούσαμε τα νούμερα. Συμβαδίζαμε με την ορχήστρα, με την αρμονία.
Ύστερα από 44 χρόνια στη σκηνή, βγήκα στη σύνταξη με 17.000 δραχμές, ούτε εφάπαξ, ούτε τίποτα. Ο εφημεριδοπώλης παίρνει 35.000. Η Πολιτεία πρέπει να κάνει κάτι, να γίνει ένας νόμος για τους παλιούς ηθοποιούς, δεν είμαστε και πολλοί. Να μας περάσουν σε μίαν άλλη κλίμακα συντάξεων.
Κάθε τόσο είχα και μία συγκίνηση. Στο λεωφορείο έκανα να ρίξω το εικοσάρι, και μου έπιανε το χέρι ο εισπράκτορας και μου έλεγε: -Όχι εσύ… Εσύ δεν κάνει… Και τα ταξί δε θέλανε λεφτά.
Και τα ταξί δε θέλανε λεφτά. Πήγαινα να βγάλω χρήματα…
-Τί κάνεις; μου έλεγε, Ξύνεσαι; -Όχι, αγόρι μου, να βγάλω να σε πληρώσω. -Όχι. Άμα σου πάρω χρήματα και το πω στα παιδιά μου και στη γυναίκα μου, θα θυμώσουν. Μια φωτογραφία σου να μου δώσεις. Συγκινήσεις μεγάλες. Υπάρχει μια συμπάθεια. Μια αγάπη…
“Το ανθρωπάκι” είναι μία από τις αγαπημένες μου Ελληνικές κωμωδίες. Ταινία που παρά το γεγονός πως ταξινομείται ως κωμική, κρύβει έντονες δραματικές πτυχές.
Ειδικότερα στην ερμηνεία του Κώστα Βουτσά, ο οποίος ειδικότερα στην τελευταία σκηνή όπου αναφωνεί τη γνωστότερη φράση της ταινίας, “Αχ βρε Κική τι με κάμεις!” με ένα ύφος έντονου καημού αλλά και ανακούφισης.
Ο Βουτσάς με το αιώνιο αντικείμενο του πόθου του -μονάχα στον κινηματογραφικό κόσμο- Μάρθα Καραγιάννη, στο ρόλο του απλού πωλητή χαλιών.
Ενός ανθρώπου λαϊκού που ερωτεύεται παράφορα την Κική, η οποία έχει το ψώνιο της υποκριτικής. Και ονειρεύεται να γίνει σταρ, δίχως όμως να έχει τις ικανότητες που χρειάζεται για την πραγματοποίηση του στόχου της.
Σατιρική ταινία που διακωμωδεί το ψώνιο πολλών ανθρώπων στη δεκαετία του “60 να θεωρούν τον εαυτό τους μεγάλο δημιουργό και να φτάνουν στο σημείο να ξεπουλήσουν από περιουσίες μέχρι κτήματα για να ικανοποιήσουν το όνειρό τους.
Η Κική από τα Πετράλωνα που ζει με το όνειρο να γίνει Ελίζαμπεθ Τέιλορ, επηρεασμένη από τον κρεοπώλη της γειτονιάς (Σπύρος Καλογήρου σε έναν καλό, ευχάριστο ρόλο), αποφασίζει με την αύρα της να γίνει η νέα βασίλισσα του σινεμά.
Ο Βουτσάς ως Ευτύχης προσπαθεί να τη στηρίξει, με την αιώνια γκρίνια της μητέρας του να επεμβαίνει και εδώ.
Ίσως η πιο αγαπημένη μου από τις ταινίες του Κώστα Βουτσά, ο οποίος συνδυάζει σε πολλές σκηνές παράλληλα το δραματικό με το κωμικό στοιχείο, δείχνοντας μία πιο ουσιαστική υποκριτική ικανότητα, συγκριτικά με άλλες εύπεπτες ταινίες του.
Από τις ωραίες κωμωδίες του Ελληνικού κινηματογράφου. Ξεκινάει με γέλιο και τελειώνει με ένα ευτυχές αλλά και φορτισμένο συναισθηματικά φινάλε …
Αν υπήρχε μια ιστορία (ή μήπως να πούμε καλύτερα ένα δράμα) που να αποδεικνύει πως η φήμη και η αναγνωρισιμότητα δε φέρνουν την ευτυχία τότε εκείνη του Λευτέρη Βουρνά είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Η πραγματική ιστορία ζωής του ηθοποιού και όχι αυτή που «φαινόταν» και έβλεπαν οι πολλοί, θα μπορούσε να ήταν το σενάριο μιας δραματικής ελληνικής ταινίας της δεκαετίας του 1960.
Πόνος, θλίψη, αποξένωση, απόρριψη, κατάθλιψη. Όλα αυτά (και ίσως άλλα τόσα) δημιούργησαν στο μυαλό του Λευτέρη Βουρνά μια συνθήκη με την οποία δε θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί. Προσπάθησε να το παλέψει.
Ο «εχθρός», όμως, ήταν ανίκητος. Όταν ένιωσε πως όλα γύρω του είχαν καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, έβαλε τέλος στη ζωή του με τρόπο τραγικό. Και ήταν μόλις 46 ετών.
Απώλειες που δεν αναπληρώθηκαν ποτέ
Ο Λευτέρης Βουρνάς γεννήθηκε μέσα στη φωτιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είδε το πρώτο φως της ημέρας στην Αθήνα στις 04 Ιουνίου του 1942, σε μια χώρα που είχε βγει από τον εφιαλτικότερο χειμώνα της σύγχρονης ιστορίας της. Όταν ήταν μόλις δυο χρονών έχασε τη μητέρα του, Νίκη Θεοτοκάτου και απέμεινε με την αδερφή του και τον πατέρα του Γιάννη Βουρνά.
Η απώλεια της μητέρας του σε μια τόσο τρυφερή ηλικίας ήταν ένα ισχυρό πλήγμα για τον ψυχισμό του αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτά που έρχονται.
Με το τέλος της μεγάλης ανθρωποσφαγής ήρθες και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου. Ο πατέρας Λευτέρη Βουρνά ήταν αριστερός και αναγκάστηκε να φύγει κυνηγημένος από το εκδικητικό κράτος της Δεξιάς ως πολιτικός πρόσφυγας με προορισμό την Τασκένδη.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο μικρός Λευτέρης Βουρνάς αναγκάστηκε να αποχωριστεί και την αδερφή του. Τον ίδιο τον υιοθέτησε η αδελφή της γιαγιάς του. Μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία το μόνο που δεν κάνει είναι να γιατρέψει τις πληγές που είχαν ανοιχθεί. Η γυναίκα είναι οικονομικά ευκατάστατη και από τον Βουρνά δε λείπει κάτι υλικό. Λείπουν όλα τα άλλα, όμως. Όλα αυτά που θα διαμόρφωναν έναν δυνατό χαρακτήρα που θα μπορούσε να νικήσει όλες τις αναποδιές.
Ο Βουρνάς έγινε ένας άνθρωπος με τρομερές ευαισθησίες. Ήταν εξαιρετικά εσωστρεφής, κυκλοθυμικός και για μεγάλα χρονικά διαστήματα κλεινόταν στον εαυτό του. Όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο αναζητούσε τον πατέρα του. Το πατρικό πρότυπο ήταν κάτι που είχε στερηθεί και ήθελε να το αναπληρώσει.
Μετά από αρκετά χρόνια, πολλές προσπάθειες, μεγάλη αγωνία και ατελείωτες ώρες έρευνας, ο Λευτέρης Βουρνάς, κατάφερε και ήρθε σε επαφή με τον πατέρα του και κατάφερε να τον πείσει, ώστε να συναντηθούν. Το ραντεβού κλείστηκε στο λιμάνι της Πάτρας. Ο Γιάννης Βουρνάς, όμως, δεν είχε σκοπό να παραμείνει στην Ελλάδα.
Είχε φτιάξει τη ζωή του στην εξορία, μαζί με μια νέα οικογένεια (είχε αποκτήσει και ένα παιδάκι) πίσω στη Σοβιετική Ένωση και εκεί γύρισε πάρα πολύ γρήγορα. Λένε πως έφυγε με το ίδιο καράβι το οποίο ήρθε στην Ελλάδα! Όπως είναι απόλυτα φυσιολογικό οτιδήποτε είχε μείνει μέσα στον Λευτέρη Βουρνά, «έσπασε» με πάταγο.
Παρά τα πολλά και διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην προσωπική του ζωή ο Λευτέρης Βουρνάς κατόρθωσε και εκμεταλλεύτηκε – σίγουρα όχι στον βαθμό που θα μπορούσε – το μεγάλο ταλέντο που είχε στην υποκριτική.
Σε ηλικία μόλις 18 χρονών έπαιξε δίπλα στην Ειρήνη Παπά, τον Ανδρέα Μπάρκουλη και τον Νίκο Κούρκουλο στην ταινία, “Μπουμπουλίνα”. Ο ρόλος που είχε (υποδύθηκε τον γιο της ηρωίδας, Γεώργιο Γιάννουζα) ήταν μικρός, ωστόσο, παρά το γεγονός πως έπαιζε δίπλα σε «ιερά τέρατα» του κινηματογράφου κατάφερε να ξεχωρίσει τόσο για το ταλέντο του όσο και με τη φυσική ομορφιά του.
Λέγεται πως ο Κούρκουλος και ο Μπάρκουλης ήταν αυτοί που τον έπεισαν να πάει σε υποκριτική σχολή προκειμένου να εξελίξει τον ταλέντο του. Εκείνος τους άκουσε και Σπούδασε στη δραματική σχολή, αποφοίτησε με άριστα και άρχισε μια λαμπρή καριέρα με δεκάδες συμμετοχές σε κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις.
Στα 20 του χρόνια ανέβηκε και στο θεατρικό σανίδι όταν συμμετείχε στο έργο «Κόκκινα Φανάρια». Είναι ενδεικτικό πως μέσα σε 10 χρόνια συμμετέχει με μεγαλύτερους ή μικρότερους ρόλους σε περίπου 30 ταινίες, κάποιες από τις οποίες άφησαν το δικό τους στίγμα στον ελληνικό κινηματογράφο.
Ο Λευτέρης Βουρνάς έγινε γρήγορα ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους ηθοποιούς εκείνης της χρυσής γενιάς και κέρδισε πολλούς πόντους στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Λευτέρης Βουρνάς: Το τραγικό τέλος και οι άθλιες φήμες
Τίποτα, όμως, απ΄ όλα αυτά, όσο μεγάλη και αν ήταν η επιτυχία που έκανε, δεν μπορούσαν να αναπληρώσουν τα μεγάλα συναισθηματικά κενά που είχε στην προσωπική του ζωή. Λέγεται πως η αντίστροφή μέτρηση ξεκίνησε μετά από εκείνη τη συνάντηση που είχε με τον πατέρα του. Παράλληλα, όσο και αν τα παιδικά του χρόνια ήταν άσχημα και η γυναίκα που τον μεγάλωσε δεν τον ατσάλωσε συναισθηματικά, ο θάνατος της τον συγκλόνισε.
Αυτά τα δυο γεγονότα, λένε όσοι τον γνώρισαν, ήταν για τον Βουρνά ένα τεράστιο πισωγύρισμα στα χρόνια της κατάθλιψης και της εσωστρέφειας. Ήδη από το 1971 είχε παντρευτεί με την Αθηνά Βουρνά αλλά φαίνεται πως ούτε αυτό ήταν αρκετό – παρά τις συνεχείς προσπάθειες της – για να αποτρέψει αυτό που ερχόταν.
Όταν έφυγε από τη ζωή η θετή του μητέρα, χωρίς να πει το παραμικρό ο Βουρνάς έφυγε από το σπίτι που έμενε με τη σύζυγό του στη Βούλα και πήγε να μείνει στο σπίτι της ηλικιωμένης γυναίκας στην πλατεία Αμερικής.
Έμεινε εκεί λιγότερο από ένα χρόνο και κάποια στιγμή, τόσο ξαφνικά όσο είχε φύγει, επέστρεψε στο σπίτι του στη Βουλά. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος, όμως, πλέον. Είχε βυθιστεί στην κατάθλιψη. Αυτό που τρόμαζε όσους βρισκόντουσαν γύρω του ήταν πως έδειχνε ξεκάθαρα, πλέον, να έχει παραιτηθεί από τη ζωή και ταυτόχρονα δεν έδειχνε έστω και την παραμικρή διάθεση να κάνει κάτι, ώστε, να το αντιστρέψει όλο αυτό. Σε μεγάλο βαθμό είχε σταματήσει ακόμα και να τρώει.
Η τελευταία θεατρική παράσταση του Βουρνά ήταν με τη Μάρθα Καραγιάννη. Όλοι είχαν την ελπίδα πως η εκ νέου ενασχόλησή του με την υποκριτική θα λειτουργούσε σαν «ηλεκτροσόκ» και θα τον επανέφερε ή έστω θα του δημιουργούσε τη διάθεση να το παλέψει. Μάταια, όμως… Τίποτα δεν άλλαξε στην ψυχοσύνθεση του Βουρνά και το τέλος έμοιαζε πιο κοντά από ποτέ.
Μια ημέρα σαν σήμερα, την 1η Ιουλίου του 1987, έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του και μάλιστα με φρικτό τρόπο. Αρχικά κατανάλωσε μεγάλη ποσότητα χαπιών, στη συνέχεια έκοψε τις φλέβες του και στη συνέχεια πήδηξε από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε. Έκανε τα πάντα προκειμένου να είναι σίγουρος πως δε θα γλιτώσει, πως θα αφαιρέσει κάθε ελπίδα απ’ όσους προσπαθήσουν να τον σώσουν.
Μερικές ημέρες πριν από την αυτοκτονία του Βουρνά και συγκεκριμένα στις 13 Ιουνίου, είχε φύγει από τη ζωή ο 33χρονος Βασίλης Κουρκουμέλης. Ο διάσημος σχεδιαστής που είχε γίνει γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο με το ψευδώνυμο Μπίλι Μπο, είχε πεθάνει από AIDS.
Όταν ο Βουρνάς μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και έγινε γνωστό πως ήταν νεκρός, έσπευσαν εκεί πολλοί δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ. Επίσης, στο νοσοκομείο πήγαν και αρκετοί συνάδελφοί του, ανάμεσα στους οποίους και αγαπημένος ηθοποιός Σταύρος Παράβας. Ο ηθοποιός όταν είδε τον «κακό χαμό» που γινόταν έξω από το νοσοκομείο είπε απευθυνόμενος προς τους δημοσιογράφους: «Για όνομα του θεού! Ούτε στον Μπίλι Μπο δεν κάνατε έτσι»!
Τα λόγια αυτά του Σταύρου Παράβα ήταν αρκετά για να αναπτυχθεί ένα όργιο φημών σχετικά με τις αιτίες που οδήγησαν τον Βουρνά στο απονενοημένο διάβημα. Εκείνες τις ημέρες είχε ακουστεί μέχρι και το ότι ο ηθοποιός είχε κάνει εξετάσεις αλλά αυτοκτόνησε πριν πάρει τα αποτελέσματά στα χέρια του φοβούμενος για αυτά.
Όλες αυτές τις φήμες διέλυσε η σύζυγός του η οποία ζήτησε να γίνουν εξετάσεις στη σορό του Λευτέρη Βουρνά. Λίγο καιρό αργότερα τα αποτελέσματα βγήκαν και ήταν αρνητικά, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο ως απάντηση στα «γιατί» την κατάθλιψη και την κακή ψυχολογική κατάσταση του ζεν πρεμιέ που θα μπορούσε να δώσει ακόμα πάρα πολλά στον κινηματογράφο και το θέατρο.
Βραβεύτηκε το σόου που χορογράφησε ο Μάρκος Γιακουμόγλου σε μεγάλο κλαμπ στο Ντουμπάι.
Μεγάλη διάκριση για τον γνωστό επιτυχημένο χορογράφο, Μάρκο Γιακουμόγλου καθώς το σόου που χορογράφησε – σκηνοθέτησε σε μεγάλο κλαμπ στο Ντουμπάι βραβεύτηκε πριν από λίγες ημέρες ως το καλύτερο.
Ο Μάρκος Γιακουμόγλου ήδη από τα πρώτα του βήματα στον χώρο συνεργάστηκε με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως: Δέσποινα Βανδή, Σάκη Ρουβά, Έλλη Κοκκίνου. Ενώ το 2017 ανέβηκε και στην σκηνή της Eurovision στον πλευρό της Demy.
Λίγους μήνες αργότερα ανέλαβε τις χορογραφίες στην θεατρική μεταφορά της ταινίας, “Γοργόνες και μάγκες” για τις οποίες οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Έκτοτε χορογράφησε κι άλλες αρκετά επιτυχημένες παραστάσεις όπως, “Μαριχουάνα στοπ”, “Η Νεράιδα και το παλικάρι”, “Μια υπέροχη ζωή“, “Σινεμασκόπ: The musical”, “Το έκτο πάτωμα” και “Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας.
Επίσης τα δύο τελευταία χρόνια έχει αναλάβει και τις χορογραφίες σε ένα από τα καλύτερα κλαμπ της Αθήνας, το “Parfait”.
Τέλος τον Μάιο ως ηθοποιός συμμετείχε και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις στην παράσταση, “Το κορίτσι μου” που πρωταγωνιστεί ο Γιώργος Παράσχος και σκηνοθέτησε ο Χρήστος Κωνσταντίνου.
Δείτε πώς είναι σήμερα το κτίριο που επιβλέπουν η Τζένη Καρέζη “Λίλα Βασιλείου” και ο Αλέκος Αλεξανδράκης “Αλέκος Σαμιωτάκης” στην ταινία, “Δεσποινίς Διευθυντής“.
Η “Δεσποινίς Διευθυντής”, ήταν ελληνική ταινία παραγωγής του 1964, από τα στούντιο της Φίνος Φιλμ. Τη σκηνοθεσία της υπογράφει ο Ντίνος Δημόπουλος και το σενάριο από κοινού οι Ασημάκης Γιαλαμάς και Κώστας Πρετεντέρης.
Αποτελεί διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου τους, που ανέβηκε με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη και τον Νίκο Κούρκουλο. Πρόκειται για μια κλασσική κωμωδία ηθών, από εκείνες που χαρακτηρίζουν τη “χρυσή” εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Λίλα, πολιτικός μηχανικός που μόλις έχει πάρει το δίπλωμά της, αναλαμβάνει τη διεύθυνση μιας τεχνικής εταιρείας. Η Λίλα ζει με τον πατέρα της, που της έχει διαμορφώσει τους τρόπους και το χαρακτήρα της. Από επιστημονικής πλευράς είναι άψογη.
Στην εταιρεία βλέπει όλους τους άντρες απλά ως συναδέλφους και δεν αντιλαμβάνεται ότι η ίδια αξίζει και ως γυναίκα. Αυτό αναλαμβάνει να της διδάξει η εξαδέλφη της.
Η Λίλα, για να δείξει την καινούρια της ιδιότητα, όταν την καλούν σ’ ένα πάρτι της εταιρείας, που βέβαια βρίσκεται και η ιδιαίτερη συμπάθειά της, ο Αλέκος, υπομηχανικός στην εταιρεία, πίνει παραπάνω και, για να τον κάνει να την προσέξει, κάνει τις μεγαλύτερες ανοησίες που μπορεί να γίνουν. Στην αρχή, ο Αλέκος εκπλήσσεται, αλλά στο τέλος καταλαβαίνει ότι τον αγαπά.
Το δίδυμο Καρέζη-Αλεξανδράκης πρωταγωνιστεί μαζί για πρώτη φορά μετά από το sequel ταινιών “Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο” και “Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο”.
Στη διάρκεια της ταινία βλέπουμε ότι η εταιρεία χτίζει ένα κτίριο. Το επιβλέπουν τόσο η Λίλα Βασιλείου όσο και ο Αλέκος Σαμιωτάκης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το 1ο Γυμνάσιο Κηφισιάς στην οδό Λεβίδου 42. Μάλιστα πρόκειται για το παλαιότερο σχολείο της Κηφισιάς.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, εκτός από την υποκριτική, αγαπούσε πολύ και τον αθλητισμό. Του άρεσαν το ποδόσφαιρο και ο στίβος.
Σε νεαρή ηλικία, μάλιστα, είχε φορέσει και τη φανέλα του τερματοφύλακα της ΑΕΚ, αν και συνήθως ήταν αναπληρωματικός. Αυτή η καριέρα, όμως, έληξε νωρίς, δίνοντας θέση στη λαμπρή καριέρα ηθοποιού.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, εκτός από αθλητής, ήταν και οπαδός της ΑΕΚ, την οποία παρακολουθούσε από κοντά όποτε μπορούσε.
Τότε, ο τζέντλεμαν του ελληνικού κινηματογράφου μετατρεπόταν σε φανατικό φίλαθλο. Φώναζε, χειρονομούσε, σηκωνόταν από το κάθισμα εξαγριωμένος ή ενθουσιασμένος και γινόταν ένα με το πλήθος.
Την αγάπη του για τα αθλήματα είχε μεταδώσει και στον γιο του, Δημήτρη, ο οποίος ήταν αθλητής του στίβου με διακρίσεις στο ακόντιο και στη σφαίρα.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με τον γιο του Δημήτρη.
Πατέρας και γιος, αν και υποστήριζαν διαφορετικές ομάδες, καθώς ο Δημήτρης ήταν Ολυμπιακός, πήγαιναν συχνά μαζί στο γήπεδο. Ως λάτρεις του ποδοσφαίρου, ακολουθούσαν και την Εθνική Ομάδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με τον γιο του, βρέθηκαν σε αγώνα της Εθνική Ελλάδος με τη Γιουγκοσλαβία, στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Ο ηθοποιός είχε αγοράσει αριθμημένα εισιτήρια, αλλά στο σημείο που ήταν οι θέσεις, η κανονική κερκίδα είχε σπάσει και στη θέση της είχε τοποθετηθεί μια αυτοσχέδια.
Η πρόχειρη κερκίδα ήταν φτιαγμένη από ξύλα, τοποθετημένα πάνω σε τσιμεντόλιθους! Αν και οι θέσεις δεν άρεσαν στον Κωνσταντάρα, δεν έδωσε συνέχεια και κάθισε να παρακολουθήσει τον αγώνα. Όταν οι ομάδες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο και ξεκίνησε ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας, ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος.
Τότε, ένας πονηρός φίλαθλος που δεν είχε αριθμημένο εισιτήριο, προσπάθησε να «χωθεί» στην κερκίδα. Πηδώντας από κάθισμα σε κάθισμα, κατέβαινε τα επίπεδα της κερκίδας για να βρει κενή θέση.
Τότε, με μια απρόσεχτη κίνησή του, κλώτσησε τον ένα τσιμεντόλιθο, γκρέμισε την αυτοσχέδια κερκίδα και έπεσε με δύναμη πάνω στον ηθοποιό, πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει.
Οι δυο άντρες έπεσαν κάτω, ανάμεσα σε ξύλα και τσιμεντόλιθους. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας χτύπησε το κεφάλι του. Έξαλλος, άρχισε να ωρύεται και να επιτίθεται στον απρόσεκτο φίλαθλο.
Ο 19χρονος Λάμπρος Κωνσταντάρας έξω από το σπίτι του στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι.
Ακόμα και η ανάκρουση του εθνικού ύμνου (που τότε γινόταν, ζωντανά, από ορχήστρα) σταμάτησε για λίγο, εξαιτίας της φωνής του ηθοποιού. Οι δύο τραυματίες μεταφέρθηκαν στο ιατρείο του γηπέδου.
Λίγο αργότερα, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας επέστρεψε με δεμένο το κεφάλι και συνέχισε απτόητος να παρακολουθεί τον αγώνα. Ο άντρας που είχε προκαλέσει το ατύχημα μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό, με μώλωπες και μελανιές. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, κάποιες από αυτές είχαν προκληθεί από τις “καρπαζιές” του Κωνσταντάρα και όχι από την πτώση.
Παρά τον εκνευρισμό του για το περιστατικό και την απογοήτευσή του για την έκβαση του αγώνα (η εθνική Ελλάδας έχασε με 0-5), ο ηθοποιός μετά τη λήξη, επισκέφθηκε τον τραυματία στο νοσοκομείο.
Ο άτυχος φίλαθλος αναγνώρισε τον ηθοποιό και δεν διαμαρτυρήθηκε για τις σφαλιάρες που δέχτηκε. Του είπε μόνο: «Μα έχεις και βαρύ χέρι, βρε αδερφέ».
Μίμης Τσιφόρος: “Στους εκατό ευυπόληπτους ανθρώπους, κοιμούνται ενενήντα χαρτοπαίκτες. Δε δείχνονται. Είναι σοβαροί. Έχουνε προγούλια…”.
“Η χαρτοπαίχτρα” έκανε πρεμιέρα στις 28 Δεκεμβρίου του 1964, την εποχή που ο Ελληνικός κινηματογράφος ήταν ακόμα ο αμείλικτος σχολιαστής της ελληνικής πραγματικότητας. Έκοψε 534.085 εισιτήρια και ήρθε στην 3η θέση ανάμεσα σε 93 ταινίες. Η Ρένα Βλαχοπούλου στα καλύτερά της δίνει ρεσιτάλ σ’ ένα ρόλο “αγκάθι” για την κοινωνία της εποχής.
Ο τζόγος, πάθος διαχρονικό, δεν γνωρίζει τάξεις, φύλο, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις. Έχει καταστρέψει ανθρώπους, έχει διαλύσει οικογένειες, έχει αφανίσει περιουσίες, παρόλα αυτά διατηρεί περίοπτη θέση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Η “χαρτοπαίχτρα” είναι κάτι περισσότερο από μια κινηματογραφική μαρτυρία για την χαρτοπαιξία. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ενσαρκώνει τον νέο Έλληνα αστό, ο Κώστας Βουτσάς την οργισμένη νεολαία, η Λίλη Παπαγιάννη την χειραφετημένη μοντέρνα γυναίκα και η Σαπφώ Νοταρά την εξεγερμένη λαϊκή τάξη.
Γύρω από τους πρωταγωνιστές στροβιλίζεται ένας θίασος δευτερευόντων χαρακτήρων, ένας απόστρατος στρατηγός, ένας δικαστής χαρτόμουτρο, ο απαραίτητος παπατζής. Ταινία με ευρύ κοινωνικό πλαίσιο αναπαριστά μια Ελλάδα που εξελίσσεται συνεχώς.
Η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά ευτύχησε σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη. Η σκηνή στο δικαστήριο είναι χαρακτηριστική της αμεσότητας με την οποία παίζουν οι ηθοποιοί σ’ ένα σκηνικό απολύτως αληθοφανές.
-Πάσο… -Τα Ρέστα μου… -Τα βλέπω…
“Η χαρτοπαίχτρα” αποδεικνύει ότι το γέλιο πηγάζει συνήθως από μια αντισυμβατική συμπεριφορά όπως αυτή της Ρένας Βλαχοπούλου.
Αν υπάρχει μία Ελληνική ταινία που μπορεί να συμπυκνώνει, να περιγράψει εξαίσια το σύγχρονο πολιτικό κλίμα, είναι το “Υπάρχει και Φιλότιμο”.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην καλύτερη ερμηνεία και ταινία της ζωής του, μία ταινία που παραμένει διαχρονικά επίκαιρη, ψέγοντας την υποκρισία και το συμφέρον που κυριαρχεί στον κόσμο της πολιτικής.
Ο Μαυρογιαλούρος γίνεται όνομα συνώνυμο με τα πολιτικά τεκταινόμενα, κομμάτι της πολιτικής ορολογίας και σήμα κατατεθέν.
Ο πρωταγωνιστής μας, είναι υπουργός, χαμένος ολίγον στον κόσμο του και αποξενωμένος από την πραγματικότητα της πολιτικής σκηνής. Σε αυτή του την άγνοια ευθύνη φέρουν τόσο ο ιδιαίτερος γραμματέας του Γιώργος (Ανδρέας Ντούζος), όσο και ο κομματικός παράγοντας Θεόδωρος Γκρούεζας (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος).
Καταγόμενος από οικογένεια με πολιτική παράδοση, αγαπώντας την καλοπέραση, το χαρτί, ζώντας σε μία πλασματική κατάσταση της πολιτικής πραγματικότητας.
Ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος ήταν εξαιρετικά ευφυείς στο να αντιληφθούν και να περιγράψουν τόσο έντονα τις μεγάλες παθογένειες της πολιτικής σκηνής.
Ο Μαυρογιαλούρος μέσα από ένα ατύχημα, θα έρθει αντιμέτωπος με τα παράπονα των κατοίκων του χωριού “Άγριλος“, κοντά στην Πλατανιά. Ο αλαβάστρινος κόσμος του θα καταρρεύσει, όταν έρθει αντιμέτωπος με την αποκάλυψη της αλήθειας για τη μεροληψία της πολιτικής, τη διαφθορά του χώρου και τη διπροσωπία των βασικών ανθρώπων που πλαισιώνουν την ομάδα του υπουργού.
Θα αντιληφθεί πως η υπεξαίρεση του δημόσιου χρήματος και η διασπάθιση του ίδιου για λόγο πλουτισμού και οικονομικής εξασφάλισης, σε συνδυασμό με την άγνοια του ίδιου, κρύβει την αλήθεια για την πολιτική: ότι αποσκοπεί περισσότερο στο προσωπικό συμφέρον και λιγότερο στο καλό.
Η αθωότητα των ανθρώπων της επαρχίας, η άγνοια απέναντι στην ταυτότητα των ανθρώπων που φροντίζουν, θα γίνει η αιτία για αλυσιδωτές αποκαλύψεις. Πίσω από την επιφανειακή τελειότητα, ένας κόσμος ψεύτικος, συμφεροντολογικός και απατηλός.
Ο Μαυρογιαλούρος όμως μέσα από το ψέμα, ίσως βρεθεί πρώτη φορά στην ευκαιρία να αντικρίσει τη ζωή του πραγματικά, κάνοντας ποιοτικές αλλαγές. Η οποία θα τον οδηγήσει να αποστασιοποιηθεί από τον πολιτικό στίβο και να αναθεωρήσει τις απλές, καθημερινές αξίες της ζωής.
Η φράση, “Υπάρχει και φιλότιμο” ακόμα χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την αξία της ηθικής και της υπευθυνότητας απέναντι στον εαυτό και τους συνανθρώπους μας.
Η ταινία προβλήθηκε το έτος 1965-1966 και βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Σακελλάριου- Γιαννακόπουλου, “Ανώμαλη προσγείωση”.
Εύστοχο πολιτικό χιούμορ, έξυπνη δημιουργία λέξεων που σκοπό έχουν να αναδείξουν το κρυμμένο νόημα του γοητευτικού εξωτερικά πολιτικού λόγου.
Από τις καλύτερες ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου, με τρομερό νόημα που αναδεικνύει την πλάνη της πολιτικής σκηνής και το σκοτεινό περιβάλλον κάτι από το ιδανικό φαίνεσθαι. Στην πολιτική, σπάνια υπάρχουν φίλοι. Μόνο κόλακες.
Δεν υπάρχει αγωνία για το κοινωνικό καλό. Αλλά αγωνία για την προσωπική εξασφάλιση. Πολύ καλή ταινία, σε μία εποχή που ο Ελληνικός Κινηματογράφος αφουγκραζόταν τον παλμό της κοινωνίας και προσπαθούσε εκτός από ψυχαγωγία να δημιουργήσει τροφή για σκέψη και στοχασμό.
Απολαυστική ταινία με κωμικές αλλά και δραματικές πτυχές: άλλωστε, πάντοτε η αλήθεια είναι για τους τολμηρούς…
Το sex και οτιδήποτε το αφορά σε δημόσιο επίπεδο ακόμα σκεπάζεται με ένα πέπλο μυστηρίου, ακόμα και στην εξωτερικά τόσο απελευθερωμένη εποχή μας θεωρείται ταμπού.
Είναι γεγονός πως είναι ένα θέμα που απασχολεί κάθε άνθρωπο, είτε περισσότερο, είτε λιγότερο, διότι αναδεικνύει την ορμή της βιολογίας που μας καλεί να συνδεθούμε αλλά και μέσω της ευχαρίστησης να διαιωνίσουμε το είδος μας.
Ωστόσο, πολλές ανθρώπινες συμπεριφορές ακόμα αποτελούν ταμπού στην Ελληνική κοινωνία και είναι σεξουαλικού περιεχομένου: η εξωσυζυγική σχέση, οι ομόφυλες ερωτικές σχέσεις, η απιστία και το διαζύγιο.
Ο Ελληνικός κινηματογράφος, πολλές φορές, ανάδειξε αυτά τα ζητήματα. Άλλοτε με δραματικό, άλλοτε με πιο κωμικό και ανάλαφρο τρόπο.
Το γνωστό και μη εξαιρετέο συγγραφικό δίδυμο Μιχάλης Ρέππας – Θανάσης Παπαθανασίου, με την ταινία, “Safe sex” το 1999, σπάει τον συντηρητισμό της Ελληνικής κοινωνίας και μιλάει δημόσια για τα κρυφά και ανομολόγητα πάθη, παράπονα, εξαρτήσεις της Ελληνικής κρεβατοκάμαρας.
Καταφέρνοντας να συγκεντρώσει τα μεγαλύτερα ονόματα της Ελληνικής κωμωδίας (Άννα Παναγιωτοπούλου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Ρένια Λουιζίδου), καταφέρνει να δημιουργήσει μία σπονδυλωτή ταινία οκτώ ιστοριών που αναδεικνύουν με κωμικό τρόπο τη φρενίτιδα, το τέλος και τα αιώνια διλήμματα των ερωτικών σχέσεων.
Ένας σχολιασμός για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η Ελληνική κοινωνία το σεξ και πώς βλέπει κρυφές σχέσεις, παράνομους έρωτες, μυστικά κλεισμένα στα λίγα τετραγωνικά ενός δωματίου.
Κυρίαρχα μοντέλα ερωτικής συμπεριφοράς μέσα από ιστορίες ανθρώπων, οι οποίοι αν και φαίνονται άγνωστοι, τελικά συνδέονται μεταξύ τους. Τόσο σε βιώματα, όσο και στους παράλληλους δρόμους ζωής που βρίσκονται.
Η ταινία, “Safe sex” αποτελεί ένα μωσαϊκό, ένα σύμπλεγμα ανθρώπινων ιστοριών που μέσα από την κωμική απόχρωση, προσπαθεί να αναδείξει την τραγικότητα των ερωτικών σχέσεων όταν βρίσκονται σε τέλμα και βιώνουν εσωτερικές διαμάχες.
Ωραία ταινία, τολμηρή αν αναλογιστεί κανείς ότι προβλήθηκε σε μία εποχή όπου για πολλά ζητήματα που αναφέρει η κοινωνία μας δεν είχε ακόμα αναπτύξει μεγαλύτερη κατανόηση και ανοχή.
Αλλά, έξυπνη στο να φέρει στο προσκήνιο τον αχανή κόσμο του σεξ που εκτός της σωματικής πράξης, βρίσκει έναν ωκεανό κατανόησης της ηθικής και των αντιλήψεων μίας κοινωνίας.
Η ταινία, "Συμμορία εραστών" προβλήθηκε τη σαιζόν 1971-1972 και έκοψε 107.932 εισιτήρια. Ήρθε στην 45η θέση σε 90 ταινίες.Περίληψη της ταινίας, "Συμμορία εραστών"Μετά από...