Γυρίζω στην πλαζ της Αγίας Τριάδας, στη Θεσσαλονίκη, μια σκηνή της ταινίας, “Κάτι να καίει“.
Ανάμεσα στον κόσμο που μαζεύτηκε και παρακολουθούσε το γύρισμα, είναι κι ένας ωραίος νεαρός κύριος, που μοιάζει να είναι κάτι παραπάνω από θαυμαστής της Ρένας.
Η οποία Ρένα ασχολείται μ’ ένα εργόχειρο για να περνά η ώρα μέχρι να έρθει η σειρά της για το γύρισμα. Δίπλα της μια φίλη της.
Η Ρένα γυρίζει και τη ρωτάει:
-Τί κοιτάζει αυτός;
-Σε γνώρισε φαίνεται.
-Καλέ τί με γνώρισε… Αυτός έχει λυσσάξει να κοιτάζει. Δε βγάζει τα μάτια του από πάνω μου.
-Θα του αρέσεις.
-Λες μωρή; Για φέρε το μέικ απ.
-Θα βάλεις κι άλλο;
-Μην τον χάσουμε τον κούκλο, κυρά μου!
Εκείνη τη στιγμή, καταφτάνω και της λέω:
-Άντε Ρένα, είμαστε έτοιμοι.
Γυρίζει και μου λέει με τρόπο:
-Δε γυρίζεις, ψυχή μου, κάτι άλλο, υπάρχει λόγος.
-Τί λόγος Ρένα;
-Σοβαρός.
-Τί σοβαρός δηλαδή;
-Κοίτα απέναντι και θα καταλάβεις.
Γυρίζω και βλέπω να μας χαμογελάει ένας πολύ ωραίος άντρας.
Πρέπει να προσθέσω ότι εκείνο τον καιρό η Ρένα ήταν τελείως ελεύθερη.
-Τί θέλει αυτός, μπορείς να μου πεις;
-Θαυμαστής.
Έχει λυσσάξει να κοιτάει. Και είναι πολύ ο τύπος μου. Σε παρακαλώ, πήγαινε να γυρίσεις καμιάν άλλη σκηνή και σε λίγο έρχομαι. Έτσι ψυχή μου;
Ποιος μπορεί να χαλάσει χατίρι της Ρένας. Φεύγω. Πηγαίνω να γυρίσω μια σκηνή στο χώρο του εστιατορίου και σε λίγο τη βλέπω να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου, τραβώντας τα μαλλιά της.
-Τί έπαθες, κορίτσι μου; της λέω.
-Γιάννη μου, δυστυχία.
-Τί έγινε, γνωρίστηκες με τον θαυμαστή;
-Που να μην έσωνα.
-Γιατί, βρε Ρένα μου;
-Γιατί ο θαυμαστής…
-Ήταν αναιδής;
-Όχι… Ήταν θαυμάστρια.
Με κοίταζε κι εγώ νόμιζα, η τρελή, ότι του άρεσα σαν γυναίκα, αλλά αυτός ξέρεις γιατί με κοίταζε;
-Πού να ξέρω…
-Γιατί κεντούσα.
Ήθελε να του μάθω σταυροβελονιά. Και από φωνή… σοπράνο. Τύφλα να ‘χει η Κάλλας.
Γιάννης Δαλιανίδης