“Δεν είνε η πρώτη φορά καθ’ ην μία καλλιτέχνις απήχθη. Αλλ’ η χθεσινή απαγωγή θα συνταράξη όλην την Ελλάδα και όλην την Ανατολήν, διότι η απαχθείσα καλλιτέχνις Κυβέλη Αδριανού Μυράτ ήτο το συμπαθές τέκνον της ελληνικής σκηνής”. Έτσι ξεκινούσε το ρεπορτάζ της εφημερίδας Αθήναι στις 25 Σεπτεμβρίου 1906 σχετικά με την (εκούσια) απαγωγή της ηθοποιού Κυβέλης, παντρεμένης με τον επίσης ηθοποιό Μήτσο Μυράτ και μητέρα δύο παιδιών (Μιράντα και Αλέξανδρος), από τον εραστή της Κώστα Θεοδωρίδη, έναν ευκατάστατο νεαρό δικηγόρο της πρωτεύουσας. Εγκατέλειψαν τη χώρα με προορισμό την Ιταλία κι από εκεί το Παρίσι.
Η απαγωγή έγινε γνωστή γύρω στις 10 το βράδυ της προηγούμενης ημέρας, όταν θα ξεκινούσε η παράσταση “Μαραθώνιος Δρόμος” στη Νέα Σκηνή, όπου πρωταγωνιστούσε η ηθοποιός. Ωστόσο, ο συγκλονισμένος Μυράτ βγήκε κανονικά στη σκηνή και έπαιξε το ρόλο του. Όπως έγραφαν την επομένη οι Αθήναι, “Οι θεαταί ουδέποτε τον είδον ευθυμότερον. Οι ηθοποιοί ουδέποτε τον είδον με τόσην πικρίαν να κλαίη εις τα παρασκήνια”.
Πολλά σχόλια προκάλεσε και η κίνηση του απατημένου συζύγου να δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά του – εστιάζοντας φυσικά στον ατυχή γάμο του – όπως και η πρώτη του κίνηση να μηνύσει την Κυβέλη για κλοπή των ρούχων της, με το επιχείρημα ότι της τα είχε αγοράσει ο ίδιος δαπανώντας περίπου 2000 δραχμές. Μάλιστα, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης της ηθοποιού κατά την άφιξή της στην Ιταλία, όμως δεν εκτελέστηκε ποτέ, καθώς ψυχραιμότερα σκεπτόμενος ο Μυράτ απέσυρε έγκαιρα τη μήνυσή του.
ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Οι εφημερίδες έστησαν πανηγύρι επί σειρά εβδομάδων σχολιάζονταν τα απόνερα του πρωτοφανούς σε έκταση καλλιτεχνικού σκανδάλου. Από την πρώτη μέρα της απαγωγής, λες και είχε έτοιμα γραμμένα τα χαρτιά στο συρτάρι του, ο Τιμολέων Σταθόπουλος άρχισε να διηγείται μέσω της Ακροπόλεως με μυθιστορηματικό τρόπο απίθανες λεπτομέρειες του παράνομου ερωτικού δεσμού ξεκινώντας από την πρώτη γνωριμία της Κυβέλης με τον Θεοδωρίδη σε μια παρτίδα πόκερ, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος ο Σταθόπουλος.
Σκοπός του ήταν μάλλον να σκιαγραφήσει ένα ελεεινό πορτρέτο της πρωταγωνίστριας ικανοποιώντας παράλληλα τη δίψα του κόσμου, που επιθυμούσε να μάθε λεπτομέρειες για το σκάνδαλο. Για παράδειγμα, η περιγραφή της σκηνής, όπου στο πλευρό της βαριά άρρωστης Κυβέλης βρισκόταν καταπονημένος από τη θλίψη ο νόμιμος σύζυγος, όμως εκείνη ρωτούσε να μάθει πού βρισκόταν ο εραστής της.
Ωστόσο, πιο σοκαριστικό κι από το μυθιστόρημα του Σταθόπουλου ήταν το “ημερολόγιο” του Μυράτ, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Άστυ. Ο απατημένος σύζυγος θεώρησε σωστό να βγάλει στη φόρα αδιανόητες λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής με μοναδικό στόχο να μειώσει την Κυβέλη, τον εραστή της, ακόμα ακόμα και τους θετούς της γονείς, τους οποίους περιέγραφε ως μπεκρήδες (αντίστοιχη περιγραφή έκανε πάντως και ο Σταθόπουλος στο δικό του αφήγημα).
Κατ’ αρχήν επιχείρησε να υποβιβάσει το υποκριτικό ταλέντο της συζύγου του: “Η Κυβέλη ουδέποτε ηθέλησε να κοπιάση διά την σκηνήν. Η επιμονή, η διαρκής τάσις προς την τέχνην, ο φανατισμός διά την τέχνην της ήτο άγνωστος. Ουδέποτε σχεδόν εμελέτησε ρόλον. Οι ρόλοι έμεναν στην τσέπη όπως τους έπερνε. Αντελαμβάνετο τον ρόλον μόνον εις τας δοκιμάς”.
Σε άλλο σημείο έγραφε σε μελοδραματικό τόνο: “Η γυναίκα έχει εις τα χείλη της μίαν εύκολον φράσιν. Την φράσιν “εγώ είμαι ειλικρινής”. Είπε και η Κυβέλη χίλιες φορές ότι είνε ειλικρινής. Μου επανέλαβε πολλάκις με τόνον, χωρίς να την προκαλέσω, ότι δεν θα διανοηθή αγάπην προς άλλον. Μου ωρκίζετο ότι την πρώτην στιγμήν που θα της περάση τοιαύτη σκέψις θα μου το πη τιμίως και ειλικρινώς. Επέρασεν η πρώτη στιγμή… Επέρασαν μήνες. αλλά δεν ετήρησεν τον όρκον της”.
Βέβαια, αλλού περιέγραφε τη σκηνή που η Κυβέλη του ομολογούσε το κρυφό αίσθημά της για τον Θεοδωρίδη, το οποίο ο Μυράτ ισχυριζόταν ότι ήδη γνώριζε. Πριν παραθέσω το απόσπασμα, θα γράψω τη γνώμη μου. Δεν πιστεύω τους διαλόγους που παρέθετε ο απατημένος σύζυγος στο ανάγνωσμά του. Από τη μια εμφανίζεται η Κυβέλη να αποκαλύπτει ένα μεγάλο μυστικό μέσα από κοφτές ατάκες γεμάτες αδιαφορία κι από την άλλη ο Μυράτ να ξιφουλκεί με ηθικούς μονολόγους προσπαθώντας να επαναφέρει στο σωστό δρόμο την παραστρατημένη.
Πιστεύω ότι δεν ήταν παρά φανφάρες ενός πληγωμένου άνδρα, που ήθελε απλά να εκδικηθεί τη γυναίκα που τον παράτησε. Έγραφε λοιπόν ο Μυράτ για τη στιγμή της αποκάλυψης:
“Ήτο βράδυ. Εις το σπήτι μας.
- Αγαπώ άλλον! Μου είπε. Είμαι ειλικρινής.
Με ειδοποίησε περί πράγματος το οποίον την εξηνάγκασα διά της στάσεώς μου να αποκαλύψη. - Ναι, δεν σ’ αγαπώ πια! Συμφωνήσαμε να τα λέμε όλα μεταξύ μας. Είμαι τιμία και σου το λέγω.
- Τιμία; Της είπα. Τιμία θα ήσουν αν μου το έλεγες όταν έπρεπε να μου το πης!
- Λοιπόν, να με αφήσης.
- Εγώ; Ή εσύ;
- Ναι εσύ!
- Εννοείς να φύγω από το σπήτι μου; Ο ένοχος διώχνει τον τίμιον; Τόσον εύκολα, δυστυχισμένη, υποθέτεις ότι θα σου παραδώσω το σπήτι μου διά να διασκεδάσης όπως θέλεις; Ότι θ’ αφήσω τα παιδιά μας ν’ αναπνεύσουν τόσον μολυσμένην ατμόσφαιραν;
- Δεν θα κάνω τίποτε άτιμο. Όχι! Θα τον αγαπώ μόνον.
- Θα τον αγαπάς μόνον; Υπάρχει και μόνον αγάπη; Ή θέλεις να νομίζης ότι ο έρως σταματά εις ορισμένον σημείον; Πλανάσαι ή θέλεις να πλανάς;
- Ναι, θα τον αγαπώ μόνον.
- Μωρολογείς. Και ψεύδεσαι!
- Λοιπόν καλά. Ψεύδομαι, κάνω ό,τι θέλω. Αλλ’ αν ήσαι άντρας – ετόνισεν αυτήν την φράσιν τόσο περισσότερον όσω ήτο ένοχος – αν ήσαι άντρας πρέπει να φύγης.
- Ως άντρας, ένα μόνον έχω να κάμω. Να σε πιάσω από το αυτί και να σε τινάξω έξω από το παράθυρο, ως μικρό και τιποτένιο πλάσμα που υπήρξες εις το πλευρό μου κατά λάθος. Αλλά θέλω να σώσω την μητέρα των παιδιών μου.
Ναι, αυτή που λέγεται μητέρα, που δεν την ησθάνθης, δεν την εφαντάσθης ποτέ. Δεν θα σε διδάξω εγώ τι είνε μητέρα. Έπρεπε να το έχης μέσα σου! Έπρεπε να το είχες αισθανθής. Αν το ησθάνεσο δεν θα έλεγες “φύγε”! Αν το ησθάνεσο θα ένοιωθες τι μόλυνσις είνε ν’ ανατραφούν αυτά τ’ αθώα πλάσματα κάτω από τους έρωτάς σου: Αυτά τ’ αγαπημένα! Τα παιδιά! - Λοιπό μάθε κι αυτό: Δεν τ’ αγαπώ τα παιδιά μου!
Εις την φράσιν αυτήν η οποία έβγαινεν από τα σπλάχνα μητρός ενόμισα ότι εσείσθη το σπήτι. Εν ονόματι της ιεράς μητρότητος δεν κατεδέχθην να της είπω τίποτε άλλο. Της είπα μόνον ότι οιαδήποτε απάντησις εκ μέρους μου εις την τελευταίαν της φράσιν θα είνε προσβολή όχι ιδική μου πλέον, αλλά του ανθρώπου!”.
Η μοιραία μέρα:
“Το απόγευμα θα βγαίναμεν έξω όχι για περίπατον απλώς, αλλά και για καθήκον ιερώτερον. Επρόκειτο να ιδούμε το μικρότερο παιδί μας. Ήτο στην παραμάνα, και πολλές ημέρες δεν το είχαμε ιδεί.
Εις τας 3 ξύπνησα. Το σπίτι μου ήτο κενόν. Η Κυβέλη δεν υπήρχεν εκεί.
- Η Κυβέλη; Ερώτησα τους γέρους [σ.σ. έτσι αποκαλούσε τους θετούς γονείς της συζύγου του]
- Εβγήκεν έξω!
- Πού επήγε;
- Δεν μας το είπε! Απήντησεν η γρηά, ως κάτι να προησθάνετο. Εντύθη κι έφυγε.
- Μήπως πήγε να ιδή το παιδί; Ηρώτησεν ο γέρος.
- Αλλ’ αυτή η υποψία δεν εστηρίζετο πουθενά. Τόση στοργή, ώστε να τρέξη να ιδή το αθώον πλάσμα, δεν ήτο συνήθης διά την Κυβέλην.
Εντύθην και βγήκα έξω, διά να την ζητήσω. Η πρώτη υποψία που μου επέρασεν από τον νουν ήτο κακή. Αλλά ο άνθρωπος ποτέ δεν πείθεται αμέσως δι’ εκείνο που είνε το πιθανώτερον. Ηθέλησα να διώξω την υποψίαν ότι η Κυβέλη κατέστρεψεν εντός μιας στιγμής τους δεσμούς, εντός των οποίων οι άνθρωποι γίνονται μάρτυρες και ήρωες.
Την ανεζήτησα παντού.
Ματαίως.
Δύο ώρες ολόκληρες επέρασαν εις αναζήτησίν της.
Μία μόνο ελπίς έμεινεν, όταν εχάθησαν αι άλλαι. Η ελπίς ότι επήγε να επισκεφθή την οικίαν του κ. Λεονάρδου, εκείνην από την οποίαν ευηργετήθη. Δεν είχε τόσον ζωηρόν το αίσθημα της ευγνωμοσύνης ώστε να ενθυμήται τους ευεργέτας της. Πρωτότυπος και εις αυτό εμίσει τους ανθρώπους που την ευηργέτησαν. Η ευεργεσία ήτο δι’ αυτήν ενόχλησις. Δεν ήτο λοιπόν τόσον βέβαιον ότι επεσκέφθη τον κ. Λεονάρδον. Αλλά ήλπιζον ότι πιθανόν να το έκαμε κατά λάθος…
Επήρα αμάξι και έτρεξα εις του κ. Λεονάρδου.
Όταν ήκουσα και απ’ εκεί την απάντησιν “δεν ήρθε” έμαθα πλέον την αλήθειαν. Επείσθην ότι η Κυβέλη δεν ευρίσκεται εις τας Αθήνας, αλλ’ ότι εισέρχεται εις τα σύνορα νέας ζωής την οποίαν αυτή εφαντάσθη θαυμασίαν και εγώ της προείπον ότι θα είνε αθλία.
Το αμάξι με μετέφερεν εις την “Νέαν σκηνήν”. Εις τον δρόμον, εντός του αμαξιού, έχυσα τα δάκρυα του χωρισμού, ανάξια δι’ εκείνην, αλλ’ αναπόφευκτα και άξια εμού”.
[Σημ.: Στο σπίτι της οικογένειας Λεονάρδου είχε βρεθεί έκθετη η Κυβέλη σε μικρή ηλικία. Εκεί εργάζονταν οι θετοί της γονείς, οι οποίοι πήραν το παιδί υπό την προστασία τους.]
ΕΠΙΚΡΙΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Όλοι κατηγορούσαν την άπιστη σύζυγο, που τόλμησε να εγκαταλείψει τη συζυγική οικία, για να ταξιδέψει με τον πλούσιο εραστή της στην Ευρώπη. Ένα τέτοιο σκάνδαλο θα προκαλούσε εξώφυλλα επί εξωφύλλων σε κουτσομπολίστικα περιοδικά σήμερα, πόσο μάλλον το 1906, όταν τα ήθη της εποχής ήταν σαφώς πολύ πιο συντηρητικά και δύσκολα γινόταν ανεκτή η γυναικεία απιστία, πόσο μάλλον όταν αυτή εκδηλωνόταν τόσο ανοιχτά. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τότε δεν υπήρχαν κουτσομπολίστικα περιοδικά κι έτσι το θέμα απασχόλησε τις στήλες των χρονογράφων των πολιτικών εφημερίδων της εποχής κατηγορώντας την Κυβέλη για ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Για παράδειγμα, ο Κονδυλάκης ανακάλυψε ότι η ηθοποιός δεν… λουζόταν, δεν πλενόταν και δεν καθάριζε τα νύχια της!. Άλλοι την κατηγορούσαν ότι δεν ήταν ερωτευμένη με τον Θεοδωρίδη αλλά με το πορτοφόλι του κλπ. Πολλές εφημερίες δημοσίευσαν και δήθεν τυχαίες συναντήσεις συνεργατών τους στο εξωτερικό με την Κυβέλη, δήθεν συνεντεύξεις της μαζί τους (χωρίς ν’ αποκλείεται κάποια ή κάποιες από αυτές να ίσχυαν όντως), ενώ δεν έλειπαν τα ανέκδοτα ή τα στοιχήματα για σύντομο άδοξο τέλος στον έρωτα της Κυβέλης με τον Θεοδωρίδη – έπεσαν έξω όλοι.
Ίσως το πιο ακραίο άρθρο υπέγραφε κάποιος Σ.Π. στους Καιρούς κάνοντας λόγο για “υπόνομο” μπροστά στον οποίο κάποιος αισθάνεται την ανάγκη “να προφυλάξη την όσφρησίν του”, για “την ελεεινοτέραν αισχρουργίαν”, για “γύναιον της εποχής με μυαλά, τα οποία της εφούσκωσαν οι διάφοροι νέοι και γέροντες, οι αποτελούντες τον περίφημον αστερισμόν της”, η οποία στο Παρίσι θα κατέληγε να βγάζει χρήματα όπως “αι γυναίκες των Παρισινών νυκτών… αναμένουσαι εις τας γωνίας των δρόμων και των γεφυρών”!
Υπήρχαν βέβαια και οι μετά Χριστόν προφήτες, εκείνοι που είχαν προβλέψει την απαγωγή, όπως ο Νικόλαος Τσοκόπουλος (Φιλέας Φογγ), ο οποίος έγραφε:
“Όταν έβλεπα την Κυβέλην, μικρόν διάβολον ακόμη, θηλυκόν δαιμόνιον, τέρας μιμητικότητος, αρπάζον εις τον αέρα κάθε ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν του πρώτου ανθρώπου που έβλεπε διά να τον μιμηθή έπειτα υπερόχως έλεγα μέσα μου:
- Πότε θα γίνη ηθοποιός η Κυβέλη;
Και όταν πάλι την έβλεπα επάνω εις την σκηνήν, εμφανιζομένην εις ακροατήριον προκαταβολικώς ανοίγον το στόμα του από θαυμασμόν, φορτωμένην μετάξια, ιδιότροπιν, σφιγγώδη, ακατάληπτον, έλεγα πάλιν μέσα μου: - Πότε θ’ απαχθή η Κυβέλη;”
Λάβρος και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου:
“Η Κυβέλη είχε τόσην σοφίαν, ώστε επερίμενε να απαχθή όταν έπρεπε. Όταν ήτο ένδοξος. Εάν έφευγε προ τριών ετών, θα ήτο τούτο απλή απαγωγή. Αλλά το να φύγη σήμερον δεν είνε απαγωγή. Είνε ζήτημα. Τόσον καλά εψυχολόγησε το δαιμόνιον αυτό έντομον τας Αθήνας! Και ιδού ότι αφίνει τας Αθήνας βοώσας από το όνομά της.
Η μεγαλειτέρα ευχαρίστησις που δοκιμάζει, πετώσα προς τας Ευρώπας, με ένα ευτυχή σήμερον και αύριον δυστυχήν άνθρωπον εις το πλευρόν, είνε η συναίσθησις ότι η πλατεία της Ομονοίας βομβεί διά την Κυβέλην. Ήτο μονοτονία η δόξα του θεάτρου! Εδίψασε την δόξαν του σκανδάλου. Και την εκέρδισε με τον προχειρότερον τρόπον, απαγομένη”.
Από τους λίγους υπερασπιστές της Κυβέλης στάθηκε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος μέχρι τότε δεν γνώριζε προσωπικά την ηθοποιό. Ήταν ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση, καθώς δικαιολογούσε όχι τη γυναίκα, αλλά την ηθοποιό, που λόγω της καλλιτεχνικής της ιδιοσυγκρασίας είχε μια ιδιαίτερη ηθική. Κάποια αποσπάσματα:
“Αυτή είνε! Ούτε ημπορούσε να ήτο διαφορετική. Ένα κράμα κτηνώδους αναισθησίας και υπερευαισθησίας αγγελικής· ένα κουβάριασμα νεύρων χονδρών ως βούνευρα και λεπτών ως ιστοί αράχνης· εν αμάλγαμα καπηλικής προστυχιάς και ηγεμονικής ευγενείας. Αιθήρ μαζί και βόρβορος. Σκότος κολάσεως και φως παραδείσου. Ένα ψυχικόν χάος, μία άβυσος παθών, ορέξεων, ορμών, μία κατάπληξις και ένα αίνιγμα…
Όλοι οι καλλιτέχναι είνε ανήθικοι, ή αν θέλης, έχουν ιδικήν των ηθικών. Των αρσενικών σκεπάζεται κάπως, οικονομείται, των θηλυκών φωνάζει περισσότερον. Αλλά όλοι κατά βάθος είνε το ίδιον. Και κανείς, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, δεν ημπορεί να είνε καλλιτέχνης, αν η φύσις του δεν είνε τόσον εκλεκτή, τόσον διαφορετική από την των κοινών ανθρώπων, ώστε να φθάνη, ευσυνειδήτως ή ανεπιγνώστως, εις την υπεροχήν μιας ηθικής του ιδιαιτέρας. Η κοινωνία την λέγει ανηθικότητα· ίσως να έχη και δίκαιον. αλλά τι να γίνη! Η ανηθικότης αυτή είνε προσόν, άνευ του οποίου δεν ημπορεί να υπάρξη καλλιτέχνης”.
Ύστερα από δέκα μήνες απουσίας, η Κυβέλη και ο Θεοδωρίδης επέστρεψαν στην Ελλάδα και η ηθοποιός πραγματοποίησε την πρώτη της θεατρική εμφάνιση με το σκάνδαλο στις 30 Ιουλίου 1907 πρωταγωνιστώντας σε δύο παραστάσεις: στην “Κοκκινότριχα” (Poil de Carotte) του Ρενάρ και στο “Κοριτσάκι”.
Πολλοί ήλπιζαν ότι το κοινό θα της γύριζε την πλάτη ή – ακόμα καλύτερα – θα αποδοκίμαζε και θα μαξιλάρωνε την πρωταγωνίστρια.
Χαρακτηριστικά, οι Καιροί έγραφαν την ημέρα των δύο παραστάσεων: “Ας ελπίσωμεν ότι ουδείς θα οδηγήση την αδελφήν του ή την σύζυγόν του, όπως ίδη εκείνην, ήτις τα ανηθικώτατα και τα ασεμνότατα των έργων παίξασα εν τω θεάτρω εμιμήθη τας ηρωίδας των και εν τη πραγματική ζωή, εμπτύσασα την κοινωνίαν και φθάσασα μέχρι του σημείου να δικαιολογήση την αθλίαν της διαγωγήν, την εγκατάλειψιν των τέκνων της. Όσοι θα πάτε απόψε και εις το μαξιλάρωμα ας καταφύγουν, όπως δώσουν ένα μάθημα εις την καπηλεύσασαν το ελληνικόν θέατρον”.
Τελικά, όχι απλά το θέατρο γέμισε ασφυκτικά από άνδρες θεατές, που πήγαν μαζί με τις γυναίκες ή τις αδελφές τους, αλλά η Κυβέλη καταχειροκροτήθηκε επιβεβαιώνοντας ότι παρά τα όσα πικρόχολα και εξυβριστικά είχαν γραφεί εναντίον της τους προηγούμενους μήνες, η ίδια ήταν μια ταλαντούχα ηθοποιός, ενώ τα επόμενα χρόνια θα εδραιωνόταν στην κορυφή.
Το διαζύγιο της Κυβέλης με τον Μήτσο Μυράτ θ’ άνοιγε στην πρώτη το δρόμο να παντρευτεί τον αγαπημένο της, τον οποίο και προφανώς δεν ήθελε μόνο για το πορτοφόλι του, όπως χυδαιολογούσαν πολλοί αρθρογράφοι, αν και πολλά χρόνια αργότερα στην ζωή της Κυβέλης θα έμπαινε ένας τρίτος άνδρας, ίσως ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής της, ο Γεώργιος Παπανδρέου.
ola-ta-kala.blogspot.gr