Οι σεναριακές ανάγκες, μοιραία κάποια στιγμή, θα οδηγούσαν τα βήματα των πρωταγωνιστών ηθοποιών σε μια ταβέρνα, σ’ ένα νυχτερινό κέντρο, ή σε μια φτωχική αυλή όπου με χορό και τραγούδι θα έπνιγαν τα μεράκια τους αλλά και θα διασκέδαζαν, γλεντώντας και γιορτάζοντας χαρμόσυνες στιγμές. Το τραγούδι άλλωστε είναι μέρος της καθημερινότητας του ελληνικού λαού και κατά συνέπεια αυτό αποτυπωνόνταν στις ταινίες.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα ο ελληνικός κινηματογράφος γνώρισε μια πρωτόγνωρη, αριθμητική τουλάχιστον, άνθηση που κράτησε μέχρι και τα τέλη αυτής του εξήντα. Ο λαϊκός κόσμος γέμισε τις σκοτεινές αίθουσες, ο κινηματογράφος έγινε το «ψωμί του λαού», κύρια και λυτρωτική διασκέδασή του.
Advertisement
Οι σεναριακές ανάγκες, μοιραία κάποια στιγμή, θα οδηγούσαν τα βήματα των πρωταγωνιστών ηθοποιών σε μια ταβέρνα, σ’ ένα νυχτερινό κέντρο, ή σε μια φτωχική αυλή όπου με χορό και τραγούδι θα έπνιγαν τα μεράκια τους αλλά και θα διασκέδαζαν, γλεντώντας και γιορτάζοντας χαρμόσυνες στιγμές. Το τραγούδι άλλωστε είναι μέρος της καθημερινότητας του ελληνικού λαού και κατά συνέπεια αυτό αποτυπωνόνταν στις ταινίες.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα ο ελληνικός κινηματογράφος γνώρισε μια πρωτόγνωρη, αριθμητική τουλάχιστον, άνθηση που κράτησε μέχρι και τα τέλη αυτής του εξήντα. Ο λαϊκός κόσμος γέμισε τις σκοτεινές αίθουσες, ο κινηματογράφος έγινε το «ψωμί του λαού», κύρια και λυτρωτική διασκέδασή του.
Οι σεναριακές ανάγκες, μοιραία κάποια στιγμή, θα οδηγούσαν τα βήματα των πρωταγωνιστών ηθοποιών σε μια ταβέρνα, σ’ ένα νυχτερινό κέντρο, ή σε μια φτωχική αυλή όπου με χορό και τραγούδι θα έπνιγαν τα μεράκια τους αλλά και θα διασκέδαζαν, γλεντώντας και γιορτάζοντας χαρμόσυνες στιγμές. Το τραγούδι άλλωστε είναι μέρος της καθημερινότητας του ελληνικού λαού και κατά συνέπεια αυτό αποτυπωνόνταν στις ταινίες.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα ο ελληνικός κινηματογράφος γνώρισε μια πρωτόγνωρη, αριθμητική τουλάχιστον, άνθηση που κράτησε μέχρι και τα τέλη αυτής του εξήντα. Ο λαϊκός κόσμος γέμισε τις σκοτεινές αίθουσες, ο κινηματογράφος έγινε το «ψωμί του λαού», κύρια και λυτρωτική διασκέδασή του.