Ο Κώστας Τσάκωνας γεννήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1943. Γεννήθηκε στην κατοχή και έζησε σε μια περίοδο που η Ελλάδα αντιμετώπιζε εξαιρετικές οικονομικές δυσκολίες.
Κώστας Τσάκωνας
Αναγκάστηκε να δουλέψει από την ηλικία των 11 ετών για να βοηθήσει την οικογένειά του με όποιον τρόπο μπορούσε. Σχολείο πήγαινε το βράδυ, ενώ την ημέρα έκανε δρομολόγια με το ποδήλατο για μεταφορές.
Στα 18, αποφάσισε να φύγει για τη Γερμανία, όπως έκαναν πολλοί άλλοι Έλληνες τη δεκαετία του ’60. Ήταν δύσκολο το ταξίδι, αλλά εκεί είχε τουλάχιστον μια εξασφαλισμένη δουλειά σε ένα από τα εργοστάσια της χώρας.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, εξακολούθησε να ψάχνει μια δουλειά για να βγάλει τα προς το ζην. Δούλεψε ως υδραυλικός, μπογιατζής, τεντάς, ακόμα και ηλεκτρολόγος. Λάτρευε τα μαστορέματα και είχε πολλά εργαλεία. Η υποκριτική δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό του ως πιθανό βιοποριστικό επάγγελμα.
Τυχαία έπαιξε στον κινηματογράφο, ύστερα από προτροπή του φίλου και συμμαθητή του, Κώστα Ζυρίνη. Φοίτησε στη «Δραματική Σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου» του Λεωνίδα Τριβιζά και στη δραματική σχολή «Βεάκη». Στη συνέχεια, εμφανίστηκε στο θέατρο, την τηλεόραση, αλλά και στη μεγάλη οθόνη, όπου ξεχώρισε με την ερμηνεία του στην ταινία, «Μάθε παιδί μου γράμματα».
Στην απονομή των Όσκαρ του 1961 το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου, κέρδισε ο Έλληνας ηθοποιός και χορευτής, Γιώργος Τσακίρης, που ερμήνευσε το ρόλο του Μπερνάρντο στην ταινία West Side Story.
Ήταν ο πρώτος Έλληνας που κατάφερνε να βραβευτεί με το χρυσό αγαλματίδιο και ο πρώτος ηθοποιός που απέσπασε Όσκαρ για έναν αμιγώς χορευτικό ρόλο.
Ο Τσακίρης κατάφερε να κερδίσει τους αρκετά πιο δημοφιλείς συνυποψήφιους του, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Πίτερ Φολκ, Τζάκι Γκλίσον και Τζορτζ Σκοτ. Tο βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου απέσπασε η συμπρωταγωνίστρια του στην ταινία, Ρίτα Μορένο. Όταν ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το Όσκαρ, αρκέστηκε σε ένα λακωνικό «Ευχαριστώ, σας ευχαριστώ όλους»….
Ο Τσακίρης υποδύθηκε τον αρχηγό μιας συμμορίας με το όνομα, «Καρχαρίες». H ερμηνεία του αλλά και το στιλ του στο χορό γοήτευσαν κοινό και ειδήμονες. Η ενσάρκωση του Μπερνάρντο δεν ήταν η πρώτη επαφή του ηθοποιού με το συγκεκριμένο έργο. Στη θεατρική του εκδοχή, που παρουσιάστηκε στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, ο Τσακίρης συμμετείχε, αλλά ερμηνεύοντας τον ρόλο του Ριφ….
Η μητέρα της προσελήφθη στο Υπουργείο Παιδείας και μερικά χρόνια αργότερα η μεγαλύτερη αδελφή της εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα.
Το ίδιο επιθυμούσαν να κάνει και η Μάρω Κοντού, καθώς η οικογένεια τα έβγαζε πέρα δύσκολα, αλλά εκείνη είχε άλλη άποψη.
Μάρω Κοντού
Από μικρή λάτρευε το χορό. Σε συνέντευξή της έχει αναφέρει πως όταν ήταν τεσσάρων ετών, άφησε το χέρι της μητέρας της μέσα στην εκκλησία, έβγαλε τα παπούτσια της και άρχισε να χορεύει υπό τους ήχους των ψαλμωδιών.
Παράλληλα με τη φοίτησή της στο Γ’ γυμνάσιο Θηλέων στου Μακρυγιάννη, παρακολουθούσε μαθήματα σε σχολή χορού στο Κολωνάκι. Κέρδισε και μια υποτροφία για τη σχολή HLADEK στη Γερμανία, αλλά η μητέρα της ήταν ανένδοτη.
Την υποχρέωσε να κάνει αίτηση στην Εθνική Τράπεζα και η Μάρω υπάκουσε.
Φαινομενικά μόνο, καθώς πάνω στο χαρτί των εξετάσεων για την πρόσληψη έγραψε: «Δεν με ενδιαφέρει να προσληφθώ, με πιέζουν, ευχαριστώ».
Η πράξη της δεν έμεινε κρυφή στην οικογένειά της και ακολούθησε μεγάλος καυγάς με τη μητέρα και τη γιαγιά της, αλλά ήταν ήδη αργά. Στη θέση της είχε προσληφθεί κάποιος που δεν τον πίεζαν.
Έτσι, η Μάρω Κοντού ξεκίνησε την επαγγελματική της πορεία στον καλλιτεχνικό χώρο. Από το 1954 μέχρι το 1958 ήταν μέλος του χορού σε αρχαίες τραγωδίες.
Η γιαγιά της δεν την συγχώρεσε για την επιλογή της. Όταν πληροφορήθηκε ότι η εγγονή της ήταν επίσημο μέλος του Εθνικού Θεάτρου της είπε οργισμένη:»Φτου σου π….κι».
Η ηθοποιός δεν της κράτησε κακία, αλλά στεναχωρήθηκε που η γιαγιά της δεν έζησε τόσο, ώστε να προλάβει να δει τις καλλιτεχνικές της επιτυχίες.
Το 1958 πήρε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού από την Ανώτατη Κρατική επιτροπή του Υπουργείου, σαν «εξαιρετικό ταλέντο» . Με αυτό το εφόδιο ξεκίνησε της φοίτησή της στο επόμενο «σχολείο», αυτό δίπλα στο Δημήτρη Χορν.
Το 1959 ο Γιάννης Φέρτης, βρέθηκε στα γυρίσματα της ταινίας που πρωταγωνιστούσε η Ξένια Καλογεροπούλου. Η αρχική τους γνωριμία εξελίχθηκε σε συνεργασία την επόμενη χρονιά στην ταινία «Αγάπη και θύελλα».
Σκηνή από την ταινία, “Αγάπη και θύελλα”.
Και η συνεργασία με τη σειρά της εξελίχθηκε σε μεγάλο έρωτα, αφού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι δύο ηθοποιοί έγιναν ζευγάρι και τέσσερα χρόνια μετά, παντρεύτηκαν. Ο γάμος τους έγινε στο μοναστήρι της Καισαριανής και παρόλο που οι δύο ηθοποιοί προσπάθησαν να τον κρατήσουν μυστικό, δεν τα κατάφεραν.
Το νέο μαθεύτηκε και στη μονή συγκεντρώθηκε κόσμος, αλλά και εκπρόσωποι του τύπου της εποχής, που όμως κράτησαν διακριτική στάση.
Δεν απέκτησε παιδιά αν και θα ήθελε. Όπως έχει πει η ίδια, έμεινε έγκυος κάποιες φορές, χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώσει την εγκυμοσύνη.
Καλογεροπούλου και Φέρτης δημιούργησαν μαζί ένα θίασο και δούλεψαν στο θέατρο από το 1965 έως το 1975.
Ανέβασαν αξιόλογες παραστάσεις και μοιράστηκαν τα οικονομικά άγχη του θεατρικού παραγωγού. Όταν αποφάσισαν να χωρίσουν, παρόλο που είχαν χρέη, ήρθαν σε συμφωνία και τα μοιράστηκαν χωρίς εντάσεις και διαφωνίες….
Άνθρωπος απλός και καλλιτέχνης προσιτός, ο Νίκος Σταυρίδης έζησε μια ήρεμη ζωή πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Συνεσταλμένος και καθημερινός, δεν πήγαινε μάλιστα ποτέ στις λαμπερές πρεμιέρες των ταινιών του, προτιμώντας να τις απολαμβάνει κατόπιν στις σκοτεινές αίθουσες ανάμεσα στο κοινό που τόσο τον λάτρευε.
Αν κάτι φρόντισε πάντως ο ίδιος να καταστήσει γνωστό για την προσωπική του ζωή, ήταν το πάθος του για τον Ολυμπιακό, τις αγωνιστικές υποχρεώσεις του οποίου ακολουθούσε ανελλιπώς μη χάνοντας ευκαιρία να αποδεικνύει την αγάπη του για την ομάδα του Πειραιά.
Πολλά τα περιστατικά εκδήλωσης λατρείας για τον Ολυμπιακό, αξίζει πάντως να σταθούμε σε δύο. Όταν πήγε να τον δει στο θέατρο ο επιθετικός του Ολυμπιακού, Υβ Τριαντάφυλλος, η μεγάλη αδυναμία του Νίκου Σταυρίδη εκείνη την εποχή, ο Σταυρίδης τον κάλεσε στη σκηνή για να τον αποθεώσει και διέκοπτε κατόπιν συχνά την παράσταση για να πανηγυρίσει με όλη του τη δύναμη φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του «Υβ, Υβ, Υβ»!
Και βέβαια υπάρχει και η ιστορική φωτογραφία που τον δείχνει μέσα στο γήπεδο να ασπάζεται στο μάγουλο τον Γιώργο Σιδέρη, μετά το λυτρωτικό γκολ του οποίου στον αγώνα Απόλλωνα Σμύρνης-Ολυμπιακού στη Ριζούπολη τον Νοέμβριο του 1963.
Όπως είχε ανέφερει ο Κώστας Βουτσάς , όταν ξεκίνησε την καριέρα του, κάποιος θιασάρχης του πρότεινε να αλλάξει το επίθετό του και να το κάνει Βέσελης, αλλά ο ηθοποιός αρνήθηκε.
Το πραγματικό όνομα της οικογένειας ήταν Σαββόπουλος. Ο ηθοποιός δηλαδή θα λεγόταν Κώστας Σαββόπουλος.
Το «Βουτσάς» καθιερώθηκε από τον παππού του, που ήταν βαρελοποιός. Έφτιαχνε βαρέλια, που τότε τα έλεγαν «βουτσιά» και έτσι δημιουργήθηκε το επίθετο που κράτησε ο ηθοποιός και στη δουλειά του.
Ο ηθοποιός είχε χάσει έναν μεγαλύτερο αδελφό που είχε το όνομα Κώστας, από πυρετό, μια μόλυνση που εξαπλώνεται μέσω των κουνουπιών.
Το αγοράκι ήταν 6 ετών ενώ ο ηθοποιός δεν είχε γεννηθεί.
Γι’ αυτό όταν ήρθε στη ζωή, πήρε το όνομα Κώστας προς τιμήν του χαμένου του αδελφού, που ποτέ δεν γνώρισε….
Τον Οκτώβριο του 1984 μια είδηση συγκλόνισε τον καλλιτεχνικό κόσμο και την κοινή γνώμη. Ο ηθοποιός Γιάννης Γκιωνάκης πυροβόλησε για ερωτικούς λόγους τη σύντροφό του Αφροδίτη Κοζανιτά, μέσα στο σπίτι της στο Καστρί.
Σύμφωνα με την Κοζανιτά, αυτή του ζήτησε να χωρίσουν και το ζευγάρι λογομάχησε. Κατά τη διάρκεια του καυγά, ο Γκιωνάκης έβγαλε το πιστόλι, που είχε πάντα μαζί του, την πυροβόλησε και έφυγε από το σπίτι.
Ο Γιάννης Γκιωνάκης.
Το θύμα, αν κα τραυματισμένο, κατάφερε να ειδοποιήσει την αστυνομία, που τη μετέφερε στο νοσοκομείο ΚΑΤ. Εκεί διαπιστώθηκε ότι έφερε διαμπερές τραύμα στον αριστερό ωμοθώρακα.
Ο Γκιωνάκης συνελήφθη και προφυλακίστηκε. Από την πρώτη στιγμή υποστήριξε ότι ήταν αθώος και δεν είχε καμία πρόθεση να σκοτώσει τη σύντροφό του, την οποία, όπως έλεγε, υπεραγαπούσε. Οι δίκες κράτησαν περίπου δυόμισι χρόνια και ο Γκιωνάκης επηρεάστηκε πολύ σοβαρά σε ψυχολογικό επίπεδο. Αναφερόμενη στη σχέση τους, η Κοζανιτά είπε ότι είχε ερωτευθεί τον ηθοποιό, αλλά δεν άντεχε τα δύο μεγάλα του ελαττώματα: τη ζήλεια και την αθυροστομία του. «Με υποψιαζόταν και έκανε απίθανα πράγματα.
Με παρακολουθούσε συνεχώς με το ψευδώνυμο Δημητρακόπουλος και πολλές φορές στηνόταν κάτω από το σπίτι μου για να δει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μου έκανε πολλές σκηνές», είπε το θύμα.
Στο τέλος της κατάθεσής της, εξέπληξε τους δικαστές και το ακροατήριο, αθωώνοντας με τα λόγια της τον Γκιωνάκη: «Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ήρθε με πρόθεση να με δολοφονήσει. Αν ήθελε να με σκοτώσει, θα τα είχε καταφέρει. Σίγουρα είχε ελαττώματα, αλλά δεν ήταν εγκληματική φυσιογνωμία»….
Η ποινή που επιβλήθηκε τελικά στον ηθοποιό ήταν 15 μήνες φυλάκιση και ήταν εξαγοράσιμη.
Έτσι, ο ηθοποιός κατέβαλε το απαιτούμενο ποσό και αφέθηκε ελεύθερος. Η Αφροδίτη Κοζανιτά, εκτός από σύντροφος και θύμα του Γιάννη Γκιωνάκη, είναι και μητέρα του γνωστού συνθέτη και στιχουργού Φοίβου.
Ο ίδιος έχει αναφερθεί κατά καιρούς σε συνεντεύξεις του, στη σχέση της μητέρας του με τον ηθοποιό, αλλά ποτέ δεν έχει σχολιάσει το περιστατικό του πυροβολισμού.
Η κόρη του Γκιωνάκη, η Πωλίνα, επίσης ηθοποιός, όταν ρωτήθηκε αν θα συνεργαζόταν με τον Φοίβο, είπε πως δεν έχει τίποτα να χωρίσει με τον συνθέτη και πως τα παιδιά δεν πρέπει να πληρώνουν τα λάθη των γονιών τους….
Τον Νοέμβριο του 1992, η είδηση ότι η κόρη της Ζωής Λάσκαρη είχε «μπλέξει» με τα ναρκωτικά, μονοπώλησε το ενδιαφέρον του Τύπου.
Η ιστορία έγινε γνωστή όταν η ίδια η Λάσκαρη σε συνέντευξή της, στις 12 Νοεμβρίου του ΄92, με αφορμή την παρουσία της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ανέφερε ότι η κόρη της έκανε κάποτε χρήση ναρκωτικών.
Η υπόθεση πήρε γρήγορα διαστάσεις και για αρκετό καιρό τα μέσα ενημέρωσης φιλοξενούσαν εκτενή ρεπορτάζ για το θέμα.
Η Μάρθα ήταν το πρώτο παιδί της ηθοποιού, που είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο. Τότε η κοπέλα ήταν 23 ετών, οι γονείς της είχαν χωρίσει και η Λάσκαρη μετρούσε ήδη 16 χρόνια γάμου με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο….
Η αποκάλυψη του προβλήματός της από την ίδια της τη μητέρα, σόκαρε την κοπέλα. Η Λάσκαρη δεν την είχε ενημερώσει, ότι θα προέβαινε σε τέτοιες αποκαλύψεις και η Μάρθα αιφνιδιάστηκε.
Η δημοσιοποίηση ενός τόσο σοβαρού και ευαίσθητου θέματος, απαιτούσε μεγάλο θάρρος και δύναμη, καθώς θα μπορούσε να στιγματίσει τόσο την ηθοποιό, όσο και τη νεαρή κοπέλα.
Η συζήτηση γύρω από το θέμα των ναρκωτικών, που ξεκίνησε με αφορμή τη συνέντευξη της Ζωής Λάσκαρη, τελικά βοήθησε και άλλους γονείς να συνειδητοποιήσουν, ότι δεν ήταν ένα θέμα- ταμπού, αλλά ένα κοινωνικό πρόβλημα, που με την κατάλληλη βοήθεια μπορούσε να λυθεί.
Ήταν η πρώτη φορά που ένας επώνυμος μιλούσε ανοικτά για τα ναρκωτικά μέσα στο σπίτι του και αυτό, σε πολλές οικογένεις που είχαν ανάλογο πρόβλημα, έδωσε θάρρος και παρηγοριά. Κυρίως όμως, μείωσε τον φόβο της κατακραυγής….
Ο Αλέκος Σακελλάριος καμουφλάριζε μέσα στο γέλιο και την ελαφράδα των έργων του αιχμηρά κοινωνικά και πολιτικά σχόλια, όντας μέγας ανατόμος της ελληνικής κοινωνίας.
Πίσω από το χιούμορ που ενυπάρχει στους «Γερμανούς ξανάρχονται» (1952), τον «Ήρωα με τις παντούφλες» (1958), το «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), την «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια» (1966), τον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» (1954), τον «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη» (1963), τη «Θεία από το Σικάγο» (1957), το «Καλώς ήρθε το δολλάριο» (1967) και τους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» (1960), για να αναφέρουμε μερικά μόνο κοινωνικά και ηθογραφικά φιλμ του, καραδοκεί το οξύ σχόλιό του για την εκρηκτική κατάσταση στα ελληνικά πράγματα.
Ακόμα και στο κλασικό και αθώο «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», όπου η άτακτη μαθήτρια Γιαδικιάρογλου τιμωρείται από τους καθηγητές της τρώγοντας το ένα χαστούκι πίσω από το άλλο, αυτόν που τιμωρεί στην πραγματικότητα ο Σακελλάριος ήταν ο γνωστός μαυραγορίτης και συνεργάτης των Ναζί, Αλέξης Γιαδικιάρογλου.
Έτσι αριστουργηματικά και υποδόρια καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της εποχής, κάνοντάς σε να σκας στα γέλια.Όπως είχε πει εξάλλου ο Φρέντι Γερμανός για τις σπαρταριστές κωμωδίες του, «δεν ήταν απλώς μερικές απ’ τις ευφυέστερες κωμωδίες που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Ήταν, πίσω απ’ την ανάλαφρη σαντιγί που σκέπαζε την εύγευστη τούρτα, βαθιές τομές στην ελληνική πραγματικότητα. Απλώς ο Σακελλάριος δεν διαφήμιζε το νυστέρι του.Σε εγχείριζε, χωρίς να το καταλάβεις».
Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά από έναν άνθρωπο που είχε τόσα πολλά ταλέντα; Έγραφε επιθεωρήσεις και θεατρικά κείμενα (200 έργα), σκηνοθετούσε ταινίες του Φίνου (60 φιλμ) και, την ίδια ώρα, σκάρωνε μερικά από τα πιο ρομαντικά τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου, κάπου 2.000 κομμάτια!Δεν ήταν και πολλά αυτά που δεν ήταν ο ασίγαστος και πολυπράγμων Σακελλάριος στη ζωή του: θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Η λαμπρή του καριέρα απλώθηκε πάνω σε πολλούς τομείς, από δημοσιογράφος, εκδότης και στιχουργός μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος της θεατρικής και κινηματογραφικής κωμωδίας, όταν δεν έπαιζε φυσικά φυσαρμόνικα (με τη μύτη!) και δεν τσαλαβουτούσε στην υποκριτική ως ερασιτέχνης ηθοποιός.
Ο Αλέκος Σακελλάριος φαντάρος.
Η πένα του Σακελλάριου έγραφε τα πάντα και διαρκώς για περισσότερα από 60 χρόνια, στέφοντάς τον απόλυτο άρχοντα της νεοελληνικής επιθεώρησης. Όταν μάλιστα δεν λειτουργούσε ως χρονογράφος, ευθυμογράφος, εκδότης, δραματουργός, σεναριογράφος και στιχουργός, ήταν ένας ανεπανάληπτος κυνηγός ταλέντων.
Δεκάδες ηθοποιοί του οφείλουν κυριολεκτικά την καριέρα τους, όπως η Γεωργία Βασιλειάδου, στην οποία χάρισε μια δεύτερη και σαφώς σπουδαιότερη καλλιτεχνική σταδιοδρομία.Μέσα από τις στήλες του σε εφημερίδες και περιοδικά, πάνω στο θεατρικό σανίδι και πίσω από τις ασπρόμαυρες μπομπίνες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, ο Σακελλάριος ποιούσε ήθος με όχημα το χιούμορ, την ευθυμογραφία και την αμεσότητα του ύφους του.
Πρώτα χρόνια
Ο Αλέκος Σακελλάριος γεννιέται στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αθήνα μέσα σε οικογένεια ηπειρώτικης καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν από τα Γιάννενα και η μητέρα του απόγονος του εθνικού ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα. Ο μικρός δείχνει από πολύ νωρίς την κλίση του στις τέχνες και τα γράμματα, αν και όρεξη για σχολείο δεν έχει.Την ώρα που περνά λοιπόν τις τάξεις «σπρώχνοντας», οργανώνει και παρουσιάζει τις δικές του θεατρικές παραστάσεις ήδη από το Δημοτικό!
Στο Γυμνάσιο, συνεχίζοντας να περνά τις τάξεις με το ζόρι, εκδίδει με έναν συμμαθητή του τη σχολική εφημερίδα «Ο μαθητής», τη δημοφιλέστερη μαθητική φυλλάδα της εποχής!Παρά τις μέτριες σχολικές επιδόσεις του όμως στο ιστορικό 8ο Γυμνάσιο Αθηνών (όπου ήταν συμμαθητής του Κωνσταντίνου Καραμανλή), ο Αλέκος καταφέρνει να γίνει δεκτός στη Νομική Σχολή. Ο Σακελλάριος πήρε το χαρτί του δικηγόρου, αν και προφανώς δεν είχε ποτέ σκοπό να ασχοληθεί με τη δικηγορία.
Εραστής ισόβιος της δημοσιογραφίας, στέλνει ως φοιτητής ένα ποίημα στον εκδότη της «Καθημερινής» Γιώργο Βλάχο, ο οποίος του προσφέρει αμέσως θέση στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας!Η πλούσια δημοσιογραφική καριέρα του Σακελλάριου θα απλωθεί στο σύνολο της ζωής του, καθώς δεν σταμάτησε ποτέ να αρθρογραφεί και να εκδίδει περιοδικά, παρά τις πολυσχιδείς δραστηριότητες και τη μόνιμη έλλειψη χρόνου.
Ο Αλέκος πέρασε ως μαχητικός ρεπόρτερ, χρονογράφος, ακόμα και ευθυμογράφος, από πλήθος ελληνικών εφημερίδων («Ελεύθερη Ελλάδα», «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Ελεύθερος Κόσμος», «Εθνικός Κήρυξ», «Ελεύθερος Τύπος» κ.ά.), ενώ άλλοτε λειτουργούσε ως εκδότης των δικών του περιοδικών.
Με τον μόνιμο συνεργάτη του που άλλαξαν λίγο-πολύ την πορεία της νεοελληνικής κωμωδίας, Χρήστο Γιαννακόπουλο, ο Σακελλάριος κυκλοφόρησε από την εφημερίδα «Το Εικοσιτετράωρο» μέχρι και τα περιοδικά «Πρωτεύουσα» και «Σαββατοκύριακο». Ασταμάτητος κυριολεκτικά, ανέλαβε κάποια στιγμή τη διεύθυνση του περιοδικού ποικίλης ύλης «Εβδομάς». Όπως είπαμε, η εμπλοκή του με τον δημοσιογραφικό λόγο δεν σταμάτησε ποτέ: ο Σακελλάριος αρθρογραφούσε και κρατούσε μόνιμες στήλες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες για περισσότερα από 60 χρόνια!
Ο Φίνος και το πέρασμα στη showbiz
Η σπουδαία πορεία του Αλέκου Σακελλάριου στον καλλιτεχνικό χώρο ξεκινά επισήμως το 1935, όταν γράφει ως 22χρονος νεαρός την οπερέτα «Ο βασιλιάς του χαλβά» κατά παραγγελία του Πέτρου Κυριακού, μεγάλου ονόματος του μουσικού θεάτρου της εποχής. Η μουσική ηθογραφία του Σακελλάριου γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και τον καθιερώνει στο καλλιτεχνικό στερέωμα ήδη από την παρθενική εμφάνισή του!
Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον παντοτινό του συνεργάτη Χρήστο Γιαννακόπουλο και από κοινού θα βάλουν να αλλάξουν τη μοίρα του σανιδιού και του πανιού ως «Διόσκουροι του ελληνικού θεάτρου»! Το πολυγραφότατο και εξαιρετικά πετυχημένο δίδυμο μέτρησε σερί καλλιτεχνικών και εμπορικών θριάμβων, εμπνέοντας την ίδια ώρα πάμπολλους επίδοξους συγγραφείς και χρονογράφους της γενιάς τους να καταπιαστούν με την κωμωδία.
Τα 200 περίπου θεατρικά έργα που έγραψε μόνος ή μέσω της καρπερής συνεργασίας του με τον Γιαννακόπουλο έγιναν εμπορικές επιτυχίες, σημείωσαν ρεκόρ εισιτηρίων και μνημονεύονται ακόμα και σήμερα, όταν δεν παίζονται και ξαναπαίζονται φυσικά από σύγχρονους θιάσους.Ως ο σημαντικότερος ίσως θεατρικός συγγραφέας της γενιάς του και σίγουρα ο πιο καθοριστικός, ο Σακελλάριος έγραψε σπινθηροβόλες κωμωδίες και επιθεωρήσεις που χαρακτηρίζονταν από κέφι, ευφυΐα και εφευρετικότητα, αλλά και ταυτοχρόνως βιτριολική αίσθηση του χιούμορ και σατιρική διάθεση.
Τα έργα του αντανακλούσαν τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, πάντα με ανάλαφρο αλλά και σκωπτικό τρόπο. Πολλές πτυχές της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας τέθηκαν στο ηθογραφικό, κοινωνικό και πολιτικό στόχαστρο του δημιουργικού αυτού ανθρώπου, αφήνοντας παρακαταθήκη μια ολόκληρη δραματουργική παράδοση που θα έβρισκε σύντομα πάμπολλους μιμητές αλλά και άξιους συνεχιστές.
Έτσι πέρασε στην κινηματογραφία, εξίσου ανάλαφρα, ο Αλέκος, ως αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής που δεν ήξερε καν τα μεγέθη των πλάνων!
Όλα ξεκίνησαν σαν αστείο το 1946, όταν ο Φιλοποίμην Φίνος του ζήτησε να του γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο. Ο Σακελλάριος κλείνεται στο εργαστήρι του με τον Γιαννακόπουλο και παραδίδουν στο γραφείο του παραγωγού τη διασκευασμένη θεατρική επιτυχία τους «Παπούτσι από τον τόπο σου», η οποία παιζόταν στα θέατρα για έναν ολόκληρο χρόνο!Χωρίς να ξέρει από σεναριακές απαιτήσεις και κινηματογραφικά τερτίπια, ο Σακελλάριος ανοίχτηκε αγέρωχα στην περιπέτεια του σινεμά και σύντομα θα γινόταν ένας από τους εμπορικότερους και παραγωγικότερους σκηνοθέτες της εποχής.
Ο ίδιος είχε περιγράψει ως εξής την αρχή της συνεργασία του με τον Φίνο: «Και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Φίνος. Νέος, γιος φαρμακοποιού, αλλά με μεγάλη κλίση και ταλέντο σε όλα τα μηχανικά πράγματα. Γύριζε συνέχεια με κατσαβίδια στις τσέπες και έλυνε και έδενε μηχανές, αυτό ήταν το ψώνιο του …
Εγώ εκείνη την περίοδο έγραφα κωμωδίες για το θέατρο. Ο Φίνος που το ήξερε ήρθε και μου είπε:
‘‘-Γιατί δεν γράφεις και μια κωμωδία για τον κινηματογράφο;’’. Εγώ απάντησα ότι θα έγραφα κωμωδία, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα τη γύριζε είτε ο Τζαβέλλας είτε ο Ιωαννόπουλος, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που έκαναν εκείνη την εποχή ορθογραφημένο κινηματογράφο».
«Συμφωνήσαμε τελικά να τη γυρίσει ο Τζαβέλλας. Έτσι έγραψα το ‘‘Παπούτσι από τον τόπο σου’’.
Ο Φίνος το διάβασε, ενθουσιάστηκε και είπε: ‘‘-Εντάξει, αύριο αρχίζεις το γύρισμα’’. Απόρησα εγώ: ‘‘-Ποιος εγώ; Ο Τζαβέλας δε θα γυρίσει την ταινία;’’. ‘‘-Όχι τελικά δεν θα έρθει. Θα τη γυρίσεις μόνος σου’’. ‘‘-Μα εγώ δεν έχω ιδέα’’, αποκρίθηκα. ‘‘Δεν ξέρω καν τι είναι μια κινηματογραφική μηχανή’’.
‘‘-Δεν έχει σημασία, θα σου δείξω εγώ’’, επέμεινε ο Φίνος. Έτσι άρχισε να μου μιλάει για τα πλάνα και τους όρους. Εγώ άρχισα να μπερδεύομαι με τους όρους:
‘‘-Θα γυρίσω την ταινία, αλλά με μια συμφωνία, αντί για τους όρους θα χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να δείχνω στον οπερατέρ μέχρι πού θέλω να είναι το πλάνο’’».
Έτσι γυρίστηκε πράγματι η πρώτη ταινία με την υπογραφή του Αλέκου Σακελλάριου στη σκηνοθεσία, όπου εμφανίστηκε μάλιστα για πρώτη φορά η Γεωργία Βασιλειάδου!
Ο Σακελλάριος έγραψε και γύρισε αισθηματικές κωμωδίες, κοινωνικές σάτιρες, κωμωδίες χαρακτήρων, κωμωδίες παρεξηγήσεων (φάρσες) και κωμωδίες καταστάσεων, πλάθοντας ζωντανούς τύπους της τρέχουσας καθημερινότητας, αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες δηλαδή του μέσου Νεοέλληνα. Ως μετρ της θεατρικής κωμωδίας, ο πολυγραφότατος δραματουργός μετέφερε στον κινηματογράφο όλη του τη γνώση από το θεατρικό κείμενο, με τα σενάριά του να διακρίνονται για τη στιβαρή δομή, το μπρίο, τον ρυθμό και τη ζωηρότητα.
Διασκευές συνήθως ανεπανάληπτων θεατρικών επιτυχιών (αλλά και καμιά δεκαπενταριά πρωτότυπα σενάρια), τα φιλμ του Σακελλάριου έκαναν μεγάλα αστέρια τα ιερά τέρατα του ελληνικού σινεμά, καθώς πολλοί του χρωστούσαν πολλά. Ως σκηνοθέτης ήταν βέβαια μετρημένος και σχετικά στατικός, καθώς όπως παραδεχόταν δεν είχε ιδέα από κινηματογραφική σκηνοθεσία και πλανάρισμα. Ήταν όμως τόσο γνήσιο και τεράστιο ταλέντο που μπορούσε αυθόρμητα να στήνει ζωντανές, πιπεράτες και κεφάτες σκηνές, μιας και κανείς δεν ήξερε καλύτερα τι είναι αυτό που λέμε χιούμορ.
Η κοινωνική τοιχογραφία του κινηματογράφου του μεταφέρθηκε και στην πλούσια στιχουργική του δράση, αφού τα 2.000 κομμάτια του δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για τη διαχρονική τους απήχηση και την καλλιτεχνική τους ποιότητα: «Άστα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Το τραμ το τελευταίο», «Μάρω, Μάρω, μια φορά είν’ τα νιάτα», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που ‘βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», «Έχω ένα μυστικό», «Υπομονή», «Σήκω χόρεψε συρτάκι» κ.λπ.
Ο Σακελλάριος συνεργάστηκε με πάμπολλους συνθέτες και άφησε άλλο ένα χρυσό κεφάλαιο στο ελληνικό πεντάγραμμο. Οι συνεργασίες του με τον Σουγιούλ και τον Μάνο Χατζιδάκι έγραψαν τις δικές τους μεγάλες στιγμές στο τραγούδι. Άλλοτε ως κομμάτια των θεατρικών και των ταινιών του και άλλοτε ως αυθύπαρκτα στιχάκια, τα τραγούδια του Σακελλάριου έμελλε να είναι κι αυτά διαχρονικά, ως ένας ατέλειωτος κατάλογος κλασικών επιτυχιών.
Τόσο οι ταινίες και τα θεατρικά του όσο και τα τραγούδια του αποτέλεσαν ορόσημα εμπορικότητας, καθώς τα ρεκόρ εισπράξεων του Σακελλάριου ήταν άλλοτε θρυλικά στην ελληνική showbiz.
Ταυτοχρόνως, ο ίδιος ανέδειξε ως κυνηγός ταλέντων τη νέα γενιά του ελληνικού θεάματος, συστήνοντας και καθιερώνοντας, για παράδειγμα, τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Αλλά και για την παλιά φουρνιά έκανε πολλά, γνωρίζοντας ουσιαστικά στο κοινό τον Γιάννη Γκιωνάκη («Κίτρινα Γάντια»), κάνοντας σταρ τη Βασιλειάδου (βγάζοντάς τη από την αποστρατεία) και απογειώνοντας τον Κώστα Χατζηχρήστο (στον «Ηλία του 16ου»).
Σε μια σχετικά άγνωστη πλευρά της δράσης του, ο Σακελλάριος προσέγγισε τον νεοσύστατο χώρο της ελληνικής τηλεόρασης ήδη από το εμβρυακό της στάδιο, γράφοντας και σκηνοθετώντας περισσότερες από 40 κωμικές σειρές («Δόκτωρ Τικ», «Μία Αθηναία στην Αθήνα» κ.λπ.), όταν δεν παρουσίαζε φυσικά τις δικές του ψυχαγωγικές εκπομπές, όπως οι «Εγώ κι εγώ», «60 λεπτά χωρίς λεπτά», «Μόνο για σας», «Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα», «Η παλιά επιθεώρηση» κ.ά.
Τελευταία χρόνια
Ο Αλέκος Σακελλάριος τιμήθηκε επανειλημμένα με το σπουδαίο θεατρικό «Έπαθλο Ξενόπουλου», την ίδια ώρα που «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία της πενταετίας 1955-1960 (από τις εργασίες της Α’ Εβδομάδας του Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη).
Το μεγαλύτερο βραβείο τού το έδωσε φυσικά το ελληνικό κοινό, που δεν σταμάτησε ποτέ να βλέπει τις ταινίες και να ακούει τα τραγούδια του.Ο μεγάλος δραματουργός έγραψε κάποια στιγμή την αυτοβιογραφία του («Λες κι ήταν χθες»), όπου λειτουργεί ως ανθολόγιο σπάνιων και ανέκδοτων στιγμών της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.Στην προσωπική του ζωή, που την κράτησε πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Αλέκος Σακελλάριος έκανε τρεις γάμους και απέκτησε δύο κόρες.
Ο πρώτος του γάμος, που κράτησε τριάντα χρόνια, του χάρισε τα δυο του παιδιά, από τα οποία απέκτησε αργότερα και τρία εγγόνια.
Ο δεύτερος γάμος του ήταν με την ηθοποιό Νίκη Λινάρδου, που τόσο προσπάθησε να καθιερώσει στο ελληνικό σινεμά, αφήνοντας πληθώρα σπαρταριστών επεισοδίων αλλά και θρυλικούς καυγάδες με τη Βουγιουκλάκη!Η Λινάρδου έκανε το ντεμπούτο της στην «Καφετζού» του Σακελλάριου και έπαιξε μετά στη «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο».
Ο σκηνοθέτης την ώθησε να γίνει ξανθιά και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την κάνει σταρ, προκαλώντας αναρίθμητα και μυθικά πια θερμά επεισόδια με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Φίνο!
Για τρίτη φορά παντρεύτηκε με την ηθοποιό Τίνα Βρεττού- Σακελλάριου, τον «καλό του άγγελο», όπως έλεγε χαρακτηριστικά, στο πλευρό της οποίας πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του.
Ο μεγάλος Αλέκος Σακελλάριος έφυγε από τη ζωή στις 28 Αυγούστου 1991, παραμένοντας ως τα στερνά του δημιουργικός και δραστήριος…
Στη σύγχρονη εποχή της ελληνικής… ξενομανίας, το διασκεδαστικό ζωντανό πρόγραμμα που παρουσιάζεται σε ένα κλαμπ ή σε μια οποιαδήποτε σκηνή από έναν ή περισσότερους καλλιτέχνες με τον τρόπο της άμεσης επικοινωνίας με τους θεατές λέγεται stand-up comedy. Δηλαδή «κωμωδία στα όρθια» ή αν θέλετε «ο κωμικός απέναντι στο κοινό», που σημαίνει ένα θέαμα όπου τα σκηνικά και οι πολλές φιοριτούρες απουσιάζουν, αφού τον πρώτο λόγο έχει ο ίδιος ο… λόγος και όχι το show. Με δυο λόγια, δεν υπάρχει… τοίχος μεταξύ του καλλιτέχνη και του θεατή, μια και οι δύο πλευρές γίνονται κάποια στιγμή μέρος ενός αυθόρμητου προγράμματος με σκοπό, κυρίως, το γέλιο. Από τη δεκαετία του ’80 έως σήμερα ανάλογο θέαμα έχουν παρουσιάσει σε μουσικοθεατρικές σκηνές ή στην τηλεόραση ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Τζίμης Πανούσης, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, η ομάδα της τηλεοπτικής εκπομπής «Κάψτε το σενάριο» και πολλοί άλλοι.
Αυτό το είδος όμως της λεγόμενης «επικοινωνιακής διασκέδασης» δεν είναι καινούργιο, έχει βαθιές ρίζες στη χώρα μας… Ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, μεσουράνησε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα και έδυσε… σιωπηρά στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Και βέβαια, όλοι οι παλιοί γνωρίζουν καλά πως τότε δεν λεγόταν «stand-up comedy» (ένας όρος που την τελευταία εικοσαετία υιοθετήθηκε στην Ελλάδα προερχόμενος από τη Μεγάλη Βρετανία και την Αμερική, όπου επίσης ευδοκιμεί το είδος), αλλά «βαριετέ», από τη γαλλική λέξη «variete», που σημαίνει «ποικιλία». Κοντολογίς μιλάμε για ένα «θέαμα ποικιλιών», το οποίο περιλάμβανε τραγούδια, χορό, διάφορα νούμερα επιθεώρησης αλλά και ακροβατικά ακόμη, με έναν συνδετικό κρίκο που δεν ήταν άλλος από τον δαιμόνιο και πολυτάλαντο παρουσιαστή του βαριετέ (λεγόταν και κονφερανσιέ, από τη γαλλική λέξη «conference»), ο οποίος σκάρωνε διασκεδαστικά στιχάκια με λέξεις που του έδινε το κοινό, έλεγε ανέκδοτα, έκανε φραστικές πλάκες μαζί του, αλλά και μαζί με τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν με τον δικό τους άμεσο τρόπο σε αυτό το γενικότερο «αλισβερίσι», απογειώνοντας τη διασκέδαση στα ύψη.
Ολη η ιστορία του βαριετέ στην Ελλάδα περικλείεται στο βιβλίο του δημοσιογράφου-συγγραφέα Νότη Κύτταρη με τον τίτλο «Το Βαριετέ στο Ελληνικό Θέατρο – Η Σκηνή των Θαυμάτων» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δρόμων. Σε πολύ ζωντανό ύφος, ο συγγραφέας, που έχει γνωρίσει από κοντά δεκάδες θρυλικούς πρωταγωνιστές του βαριετέ, αλλά και μέρος των συνεντεύξεων που έχει κάνει μαζί τους, τα δημοσιεύει στο βιβλίο του, καταγράφοντας άγνωστες στιγμές μιας ανάλαφρης και λαϊκής διασκέδασης σε όλο της το μεγαλείο!
Το βαριετέ έκανε έντονα την εμφάνισή του στη… χαλαρή περίοδο του Μεσοπολέμου, σε θρυλικά στέκια όπως είναι η «Οαση» και τα «Πεύκα» ή «Αγελάδες», και τα δύο στην περιοχή του Ζαππείου, καθώς και στη «Μάντρα του Αττίκ» στην πλατεία Αγάμων (τωρινή πλατεία Αμερικής).
Στην Κατοχή συνέχισε την πορεία του κυρίως στο «Μοντιάλ», όπου κυρίως η Σοφία Βέμπο, ο Μίμης Τραϊφόρος, ο Μακέδος και τα Καλουτάκια έκαναν το θαύμα τους παρουσιάζοντας αντιπολεμικά νούμερα και τραγούδια για την τόνωση του ηθικού του κόσμου, αλλά και στο «Αλκαζάρ» με τον Ορέστη Λάσκο, το οποίο φιλοξένησε μεγάλα ονόματα του ελαφρού θεάτρου. Μετά το ’50 το είδος περνάει σε άλλους ανοιχτούς χώρους όπως είναι το «Αλσος» στον Πεδίον του Αρεως με τον κονφερανσιέ-σταρ Γιώργο Οικονομίδη, στο «Γκριν Παρκ» στη Μαυροματαίων με τον Ομηρο Αθηναίο, στο «Βερντέν» στου Γκύζη με τον Ικαρο, στον «Κήπο του Μουσείου» με τον ποιητή-κονφερανσιέ Φίλων Αρία, αλλά και στην «Οαση» με τον Μίμη Τραϊφόρο. Θα πρέπει να πούμε ότι οι κριτικοί της εποχής δεν αντάμειψαν με τα καλύτερα σχόλιά τους τα εκάστοτε βαριετέ, λόγω του «φθηνού εισιτηρίου τους, αλλά και του… ανάλογου θεάματος που παρουσίαζαν», όπως έγραφαν συνήθως στις κριτικές τους. Αυτό όμως δεν ήταν αλήθεια, διότι σε αυτούς τους χώρους, που είτε το θέλουμε είτε όχι είναι η «λαϊκή κουλτούρα» μας, το θέαμα δεν ήταν καθόλου φθηνό. Τα νούμερα που παίζονταν από τους «βαριετατζήδες», όπως αποκαλούσαν τους καλλιτέχνες του είδους, ήταν «σπιρτόζικα» και χωρίς βωμολοχίες, ενώ οι κονφερανσιέ ήταν συνήθως μορφωμένα και πολυτάλαντα άτομα που μπορούσαν να γράψουν άνετα ένα χιουμοριστικό ποίημα επί σκηνής με τις λέξεις που τους έδιναν οι θεατές…
Αλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο βαριετέ έκαναν τα πρώτα τους βήματα σπουδαία ονόματα της καλλιτεχνικής μας ζωής, τα οποία στη συνέχεια διέπρεψαν στην επιθεώρηση όπου το θέαμα ήταν πιο πλούσιο και στημένο αλλιώς, όπως είναι οι Δανάη, Νινή Ζαχά, Τώνης Μαρούδας, Φώτης Πολυμέρης, Μανώλης Χιώτης – Μαίρη Λίντα, Σπεράντζα Βρανά, Μάγια Μελάγια, Καίτη Ντιριντάουα, Βασίλης Αυλωνίτης, Αννα και Μαρία Καλουτά, Κώστας Χατζηχρήστος, Λίντα Αλμα, Ντίνος Ηλιόπουλος, Νίκος Σταυρίδης, Βασίλης Αυλωνίτης, Ρένα Βλαχοπούλου, Μαρίκα Νέζερ, Κούλα Νικολαΐδου, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Ζωζώ Σαπουντζάκη και πάρα πολλοί άλλοι. Στη δεκαετία του ’70 τα βαριετέ μετονομάστηκαν σε «Αναψυκτήρια» (με πιο γνωστά το «Ακρον» στη Λένορμαν του Γιάννη Μπουρνέλη και το «Αλσος» του Γ. Οικονομίδη που συνέχισε… ακάθεκτο), αλλά στην επόμενη δεκαετία, με τον ερχομό μιας νέας τάξης πραγμάτων και στον τομέα της διασκέδασης, εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας!
Για να πάρετε μια ιδέα από την ατμόσφαιρα ενός μεταπολεμικού βαριετέ, σας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Νότη Κύτταρη: «Το πρόγραμμα άρχιζε με τους ήχους της μικρής ζωντανής ορχήστρας, ενώ ένα καλλίγραμμο μπαλετάκι τραγουδούσε χορεύοντας το μοτίβο της έναρξης, σε ρυθμό γρήγορο, τσάρλεστον ή ροκ: “Καλησπέρα, καλησπέρα / καλώς ήλθατε στο βαριετέ / Κι όλοι απόψε πέρα ώς πέρα / θα γλεντήσουμε όσο ποτέ / Και μες στης χαράς το κέφι / σε ένα πρόγραμμά μας δροσερό / νούμερα τραγούδι και χορό…” Μετά τον μουσικοχορευτικό αυτό πρόλογο σε διάφορες παραλλαγές, τον λόγο είχε ο κονφερανσιέ. Κομψός, ευχάριστος, λαλίστατος, υποχρεωτικά ευδιάθετος, λέει την “καλησπέρα” στο κοινό, σχολιάζει τα πάντα, συνήθως με διάθεση σατιρική, δίνοντας έναν τόνο ιλαρότητας στην πλατεία. Στόχος του να προδιαθέσει το κοινό για μια ευχάριστη συνέχεια. Θα βρει την ανάλογη αστεία ατάκα στα τυχόν πειράγματα των θεατών του και αν αυτά δεν υπάρχουν, μπορεί να τα προκαλέσει ο ίδιος… Ο Αττίκ στήριζε ολόκληρη σχεδόν την παράστασή του στην επικοινωνία πλατείας – σκηνής. Μια ιστορική ατάκα του Λάμπρου Ζούνη (επίσης διακεκριμένος κονφερανσιέ που είναι ο πατέρας της ηθοποιού Πέμης Ζούνη) ήταν αυτή που προκάλεσε η αδημονία ενός θεατή για την αργοπορία της εμφάνισης του Τσιγγάνου τραγουδιστή Μανώλη Αγγελόπουλου: “Φίλε μου” του απάντησε ο πνευματώδης κονφερανσιέ “ο Αγγελόπουλος πράγματι έχει καθυστερήσει πολύ. Φαίνεται πως… κάτι τρέχει στα Γύφτικα”! Μετά την κονφεράνς, όπου τίποτα δεν μένει ασχολίαστο από την επικαιρότητα, άλλοτε με ευθεία σάτιρα, άλλοτε με τη σάτιρα του υπαινιγμού και το καθιερωμένο ανέκδοτο, ο κονφερανσιέ θα αναγγείλει το πρώτο νούμερο της παράστασης ή έναν τραγουδιστή».
Η «Μάντρα» του Αττίκ
Για την πρωτοποριακή «Μάντρα» του Αττίκ ο συγγραφέας αναφέρει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του: «Το ιδιότυπο αυτό θεατράκι προστέθηκε στην ελαφρά μουσική σκηνή της Αθήνας στην αρχή της δεκαετίας του ’30. Σε ανάλογα καλλιτεχνικά στέκια είχε βιώσει ο Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου) για πολλά χρόνια, όχι μόνο ως συνθέτης, πιανίστας και παρουσιαστής, αλλά και ως τραγουδιστής σε σκηνές στο Παρίσι. Στο ερώτημα τι ήταν η πρώτη “Μάντρα” απάντησε ο ίδιος ο Αττίκ την εποχή που είχε αποσυρθεί και ζούσε με τις αναμνήσεις του: “Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ενα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους έξι-επτά μέτρων, και δίπλα η αυλόπορτα-είσοδος. Στον δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο, που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο, και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι. Στην είσοδο, γλάστρες με φυτεμένα… μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με σαρδέλα αντί πουλιού. Πάντοτε η “Μάντρα” ήταν γεμάτη επιγραφές, άλλες ανορθόγραφες και κακογραμμένες, όπου υπήρχε τοίχος, για να νομίζουν οι θεατές ότι τις είχε γράψει ξένο προς την επιχείρηση χέρι, κι άλλες έξυπνες και… κουτές. Για παράδειγμα: “Απαγορεύεται να ανεβαίνετε στον κάλο του γείτονά σας για να βλέπετε καλύτερα”»…
Γιώργος Οικονομίδης, «ο πρύτανης των κονφερανσιέ»
Σύμφωνα με τον Νότη Κύτταρη, ο Γιώργος Οικονομίδης (το όνομά του συνδέθηκε με το «Αλσος») ήταν ο πιο λαμπερός κονφερανσιέ, διέθετε πάρα πολλά ταλέντα και δικαίως του αποδόθηκε ο τίτλος του «πρύτανη» του είδους. Ο συγγραφέας παραθέτει μια αποκλειστική συνέντευξη που είχε πάρει από τον αείμνηστο κονφερανσιέ: «Μισό αιώνα παρακολουθώ τον εαυτό μου να προσφέρει. Ολη η ζωή μου είναι μια προσφορά. Εθνική και κοινωνική. Οχι μόνο στο πολεμικό μέτωπο όπου πολεμούσα και με το όπλο και με την πένα (αναφέρεται στο τραγούδι “Κορόιδο Μουσολίνι” που έχει γράψει ο ίδιος), όχι μόνο πολιτιστικά, αλλά δίνοντας και αμέτρητες παραστάσεις σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και εθνικές γιορτές χωρίς να δεχτώ ποτέ αμοιβή. Αμέτρητες είναι οι ευχαριστήριες επιστολές, οι εύφημες μνείες και τα τιμητικά διπλώματα από σωματεία, συλλόγους, γηροκομεία. Ολη όμως η δραστηριότητά μου με απομάκρυνε από την οικογένειά μου. Σπαταλήθηκα με τα κοινά και ήμουν αναγκαστικά κακός στην οικογένειά μου…» Ο Γιώργος Οικονομίδης έφυγε από τη ζωή «στιγματισμένος» για τη συμμετοχή του στη διοργάνωση «Ολυμπιάδα τραγουδιού» την εποχή της επταετίας, ενώ τόσοι άλλοι δημοφιλείς καλλιτέχνες, με τους οποίους συνεργάστηκε στην ίδια εκδήλωση, βγήκαν… αλώβητοι.
Τον Ιούνιο του 1959, λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας “Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο”, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, που ήδη θεωρείτο η δημοφιλέστερη κινηματογραφική ηθοποιός της χώρας, βρέθηκε στο Βερολίνο. Στα πλαίσια του ετήσιου κινηματογραφικού φεστιβάλ της γερμανικής πόλης προβαλλόταν η ταινία “Αστέρω” του Ντίνου Δημόπουλου, όπου η ίδια είχε τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Εκεί βρισκόταν και η βραβευμένη με Όσκαρ (β γυναικείου ρόλου για τη συμμετοχή της στην ταινία “Για ποιον χτυπά η καμπάνα” το 1943) σπουδαία ελληνίδα τραγωδός Κατίνα Παξινού, η οποία ήταν μέλος της επιτροπής που θα έκρινε τις ταινίες μικρού μήκους.Από τη μια η ανερχόμενη ηθοποιός, γνωστή εκείνη την εποχή ως “Μουσίτσα”, που επρόκειτο να εξελιχθεί σε εθνική σταρ κι από την άλλη η σημαντικότερη εν ζωή ελληνίδα ηθοποιός της εποχής.
Τι έκβαση θα μπορούσε να έχει μια τέτοια συνάντηση κορυφής;
Οι πρώτες ανταποκρίσεις έκαναν λόγο για ελαφρές, σχεδόν μητρικές, επιπλήξεις της τραγωδού προς την άμαθη από διεθνή φεστιβάλ Αλίκη, επειδή η τελευταία εμφανίστηκε στην επίσημη προβολή της ταινίας με ανοιχτόχρωμο φόρεμα, αλλά κι επειδή άρχισε να κλαίει συγκινημένη από την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία.“Μα σοβαρά πράγματα είναι αυτά, να κάθεσαι να κλαις;” φέρεται να της είπε η Παξινού.
Εξάλλου, σύμφωνα με δημοσιεύματα, κύκλοι της σπουδαίας μας τραγωδού μεταφέροντας την άποψή της για το γεγονός ότι η “Αστέρω” δεν απέσπασε κανένα βραβείο στο φεστιβάλ, σχολίαζαν ότι “ήταν μεν έκτακτη η μικρή”, αλλά η ταινία, αν και ήταν “καλογυρισμένη και καλής ποιότητας”, ήταν “ακατάληπτη” για το ξένο κοινό, που δεν ήταν εξοικειωμένο με τα φουστανελάτα δράματα.
Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, “ύστερα από την προβολή της κάθε ταινίας τα μέλη έβγαιναν, έπιναν ουισκάκι ή καφεδάκι και τα κουβέντιαζαν”, ενώ “μετά την προβολή της Αστέρως, όλοι είχαν γίνει… καπνός” (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 18 Ιουλίου 1959).
Στη συνέχεια, οι ήδη ψυχρές σχέσεις μπήκαν οριστικά στην κατάψυξη με αφορμή μια δήλωση της Αλίκης Βουγιουκλάκη μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Βερολίνο είχε παρακολουθήσει στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ τη θεατρική παράσταση “Μάνα κουράγιο” του Μπέρτολντ Μπρεχτ και ότι μάλιστα είχε βρει την ερμηνεία της Έλεν Βάιγκελ, της χήρας του Μπρεχ που κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της παράστασης, “μοναδική κι εξαίρετη”.
Σε συνέντευξη της σε εβδομαδιαίο περιοδικό, η Κατίνα Παξινού το αμφισβήτησε δηλώνοντας ότι την περίοδο του φεστιβάλ δεν παιζόταν στο Βερολίνο το θεατρικό έργο του Μπρεχτ, αλλά “Η Μάνα” του σοβιετικού συγγραφέα Μαξίμ Γκόργκι, υπογραμμίζοντας ότι αν παιζόταν η “Μάνα Κουράγιο” θα την παρακολουθούσε οπωσδήποτε, καθώς επρόκειτο να την ερμηνεύσει στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο.
Η Αλίκη απάντησε λίγες ημέρες αργότερα με επιστολή που έστειλε σε απογευματινή εφημερίδα, στην οποία σημείωνε ότι το συγκεκριμένο θέατρο του Βερολίνου παρουσιάζει μόνο έργα του Μπρεχτ, αλλά και ότι έχει τα πειστήρια να το αποδείξει, διότι έλαβε στο πρόγραμμα της παράστασης ιδιόγραφη υπογραφή της χήρας του Μπρεχτ.
Δημοσιεύματα των εφημερίδων αμφισβητούσαν την ύπαρξη της εν λόγω υπογραφής, ενώ άλλοι έπαιρναν το μέρος της Αλίκης υποστηρίζοντας ότι είδαν την υπογραφή της Βάιγκελ με τα ίδια τους τα μάτια.Η αλήθεια ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε, αλλά εν τέλει λίγη σημασία έχει. Και μόνη αυτή η μίνι κόντρα των δύο ηθοποιών που συμβόλιζαν δύο διαφορετικές εποχές για το ελληνικό θέατρο, το παλιό και το καινούριο, έχει τη δική της μικρή, πικάντικη αξία. ola-ta-kala.blogspot.gr
Η Μάρω Κοντού είναι μια γυναίκα που ουδέποτε κρύφτηκε πίσω από καθωσπρεπισμούς και ανούσιες δηλώσεις. Έτσι, σε μια της συνέντευξη στην εφημερίδα Espresso και την Αλεξάνδρα Τσόλκα δε θα μπορούσε παρά να συζητηθεί.
Η Μάρω Κοντού και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας
Η γλυκιά ηθοποιός μίλησε μεταξύ άλλων για τη σχέση της με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, με τον οποίο έχουν συνεργαστεί σε δεκάδες ταινίες και έχουν αποτελέσει ένα από τα πιο ταιριαστά κινηματογραφικά ζευγάρια;
Πώς όμως περιγράφει η ίδια τον λατρεμένο ηθοποιό;
Ο Λάμπρος ήταν δύστροπος χαρακτήρας, υπήρξε όμως άριστος επαγγελματίας. Ερχόταν πρώτος στο θέατρο και έφευγε τελευταίος. Ήξερε τα λόγια από την πρώτη εβδομάδα. Ήταν της τυπικότητας με όλους.
Όμως πάντα κάποιος του έφταιγε. Η ταξιθέτρια, ο ταμίας, μα κάτι θα έβρισκε!
Δουλέψαμε μαζί χρόνια και είχαμε άριστη επαγγελματική σχέση, με επικοινωνία στη σκηνή και μόνο.
Kαθιστώντας σαφές πως η μεταξύ τους σχέση δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο των κοινών επαγγελματικών τους καθηκόντων.
Ο Μάνος Κατράκης ήταν κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1908 στο Καστέλι Κισσάμου της Κρήτης.Ο Μάνος Κατράκης ήταν το μικρότερο από...