Μπορεί ένας δεύτερος ρόλος σε μια ταινία να είναι τόσο επιτυχημένος, ώστε κάθε αναφορά σε αυτή να οδηγεί την σκέψη στο όνομα του ηθοποιού που υποδύθηκε τον ρόλο αυτό;
Μπορεί ένα 15λεπτο «πέρασμα» ενός ηθοποιού από μια ταινία να αποτυπωθεί τόσο έντονα στο μυαλό των θεατών, ώστε κάθε αναφορά στην ταινία αυτή να συνδέεται σχεδόν νομοτελειακά με τον ηθοποιό αυτό; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα «ναι». Όταν μάλιστα ο ηθοποιός αυτός είναι ο μοναδικός Γιάννης Γκιωνάκης, τότε το «ναι» έρχεται ακόμα πιο εύκολα.
Ο ρόλος του τρελο-Μπρίλυ που ερμήνευσε ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός στην ταινία «Τα κίτρινα γάντια» θεωρείται από πολλούς ως ο σημαντικότερος ρόλος της καριέρας τους.
Το σίγουρο είναι ότι η ερμηνεία του σε αυτή την ταινία του 1960, έμεινε ιστορική, ειδικά η σκηνή όπου ο ίδιος συζητά με τον Νίκο Σταυρίδη στο καφενείο των Αγίων Θεοδώρων, όταν ο τελευταίος μπήκε για να αναζητήσει τη γυναίκα του.
Η φράση «τι θέτε, πορτοκαλάδα από πορτοκάλια;» και η απάντηση του Σταυρίδη «όχι, από μούσμουλα» αποτελεί μια από τις φράσεις που έμειναν στο πάνθεον των διαχρονικών διαλόγων που άφησε παρακαταθήκη ο παλιός, καλός ελληνικός κινηματογράφος.
Μια φράση που ακόμα και σήμερα ακούγεται στις καθημερινές συζητήσεις των νεοελλήνων, όταν οι τελευταίοι χαλαρώνουν και διασκεδάζουν –όσο τέλως πάντων τους επιτρέπει η δύσκολη καθημερινότητα που ζούμε όλοι τα τελευταία χρόνια.
Όπως και ο διάλογος των δύο ηθοποιών, στην ίδια σκηνή, όπου ο Σταυρίδης βλέπει στον τοίχο κρεμασμένο ένα κάδρο του Παλαιών Πατρών Γερμανού και ρωτώντας τον Γκιωνάκη εάν αυτός είναι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο τελευταίος τον αποστομώνει λέγοντάς του το αμίμητο «όχι…Έλληνας είναι!».
Αυτό που δεν γνωρίζει ο κόσμος, είναι ότι ο ρόλος του τρελο-Μπρίλυ δεν προέκυψε εκ παρθενογεννέσεως, αφού ο Γκιωνάκης με αυτόν μιμήθηκε έναν χαζούλη τύπο που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στα καμαρίνια των ηθοποιών.
Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του έργου των Αλέκου Σακελλάριου- Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η Ρένα εξώκειλε», το οποίο γράφτηκε για το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη, χωρίς όμως ο ίδιος να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική ταινία, γιατί δυστυχώς πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου του 1960.
Έτσι, τη θέση του πήρε ο Νίκος Σταυρίδης. Στην ταινία πρωτοεμφανίστηκε, ο μεγάλος Έλληνας μοντέρ Πέτρος Λύκας, ο όποιος, από κει κι έπειτα, συνεργάστηκε στη Finos Film, μέχρι και το 1977, όταν η εταιρεία έκλεισε.
«Τα κίτρινα γάντια» προβλήθηκαν το 1960 στις κινηματογραφικές αίθουσες Πειραιά, Αθήνας και προαστίων και έκοψε 27.787 εισιτήρια. Από τις 58 ταινίες εκείνης της χρονιάς κατέλαβε τη 18η θέση.
Για την μετέπειτα πορεία της ταινίας, η επίδοση αυτή σαφέστατα ήταν πολύ μικρή. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ταινία στην εποχή της δεν έκανε και τόσο μεγάλη επιτυχία, ωστόσο σήμερα θεωρείται μια από τις κλασικότερες, ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Ποια ήταν όμως η υπόθεσή της;
«Ο Ορέστης, ένας πλούσιος κύριος, ζηλεύει παθολογικά τη νεαρή όμορφη γυναίκα του και υποπτεύεται πως κάποιοι περίεργοι μουστακαλήδες παραμονεύουν έξω από το σπίτι του γι’ αυτήν. Από την άλλη, η υπηρέτρια του, Τούλα, διατηρεί κρυφό δεσμό με έναν μουστακαλή ταξιτζή.
Κάποια στιγμή η υπηρέτρια, ο ταξιτζής, ο ζηλιάρης σύζυγος, μια γειτόνισσα που έχει δανειστεί απο τη γυναίκα του Ορέστη τα ρούχα της, και ο αρραβωνιαστικός της γειτόνισσας βρίσκονται σε ένα καφενείο έξω απο την Αθήνα. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι παρεξηγήσεων, που μόνο ο ίδιος ο Ορέστης μπορεί να ξεδιαλύνει». Η ταινία ήταν παραγωγή Finos Film και της εταιρείας Δαμασκηνός & Μιχαηλίδης, σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου.
Εκτός από το Νίκο Σταυρίδη και τον Γιάννη Γκιωνάκη, πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Μίμης Φωτόπουλος, Μάρω Κοντού, Μάρθα Βούρτση, Παντελής Ζερβός, Νίκη Λινάρδου, Κώστας Δούκας, Υβόνη Βλαδιμήρου, Γιώργος Μπέλλος, Πόπη Λάζου, Παναγιώτης Καραβουσιάνος κ.α. Η μουσική ήταν του Τάκη Μωράκη, ενώ στην ταινία τραγουδούν η Μάρθα Βούρτση και ο Μίμης Φωτόπουλος.