Ο Σπύρος Ζαγοραίος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 1928 και μεγάλωσε στον Άγιο Αρτέμιο (Γούβα) του Παγκρατίου. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή του. Στη διάρκεια της κατοχής σε ηλικία 15 ετών έχασε το ένα του χέρι, καθώς περιεργαζόταν μία χειροβομβίδα που βρήκε στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ο ίδιος είχε μιλήσει αρκετά και για τον κοινωνικό αποκλεισμό που γνώρισε από συναδέλφους του, εξαιτίας αυτής της αναπηρίας.
Γράμματα δεν έμαθε, αλλά η καλή φωνή του τον οδήγησε κατευθείαν στο λαϊκό τραγούδι. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1952 από την Αθήνα και μετά ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να τον συνοδεύει στο τραγούδι η σύζυγός του Ζωή και μαζί δημιούργησαν ένα από τα δημοφιλέστερα ντουέτα του λαϊκού τραγουδιού.
Συνεργάστηκε με τα σπουδαιότερα ονόματα της εποχής και ερμήνευσε επιτυχίες, που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα: «Ε ντε λα μαγκέν ντε Βοτανίκ», «Άναψε το τσιγάρο», «Προσευχή», «Στης Λαρίσης το ποτάμι», «Τρελοκόριτσο», «Θα πεθάνω γλυκιά μου αγάπη», «Ντόλτσε βίτα», «Κατηγόρα με», «Έγιναν γκρίζα τα μαλλιά μου», «Οι γαρυφαλλιές», «Όλες είσαστε ίδιες», «Ο αλήτης», «Άδικα χάρε καρτερείς», «Η κούκλα», «Πάρτε κύριε λαχεία», «Ο ανάπηρος», «Ερωτιάρης», «Τον χάρο τον αντάμωσαν» και πολλά άλλα.
Πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού που ζουν Έλληνες. Έως και τα τελευταία σχεδόν χρόνια της ζωής του εξακολουθούσε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στο Αιγάλεω Αττικής, όπου διέμενε, και είχε δημιουργήσει κάτω από το σπίτι του το λαϊκό κέντρο «Εντελαμαγκέν».
Η μουσική ήταν η ζωή του όλη, ενώ σε παλαιότερη συνέντευξή του δήλωνε: «Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ να τραγουδάω, όλη μου η ζωή αυτό είναι. Και στον δρόμο που πάω εγώ σφυράω, όταν δεν τραγουδάω. Και ξέρετε και κάτι; Αν έρθει ένας καιρός και δεν μπορώ πια να τα λέω τα τραγούδια όπως πρέπει, εγώ θα πηγαίνω στα μαγαζιά και θα τους λέω: “Πόσα θέλετε να σας δώσω, να σας πω δυο τραγούδια;”»
Ο Σπύρος Ζαγοραίος πέθανε στις 20 Οκτωβρίου 2014, σε ηλικία 86 ετών. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας με τη νόσο Πάρκινσον, που τον ταλαιπωρούσε. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε από το 2009, όταν έχασε τον γιο του σε ηλικία 49 ετών.
Η ταινία, “Η Αλίκη στο ναυτικό” προβλήθηκε τη σαιζόν 1960-1961 και έκοψε 213.409 εισιτήρια. Ήρθε στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 58 ταινίες. Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία της Φίνος Φιλμ.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη πρωταγωνίστησε σε 42 κινηματογραφικές ταινίες, αλλά “Η Αλίκη στο Ναυτικό” είναι μία από τις αγαπημένες των φαν της μεγάλης σταρ του ελληνικού κινηματογράφου. Ακόμα και αυτή μπορεί να είχε ταινίες που δεν πήγαν ιδιαίτερα καλά, αλλά σίγουρα σε αυτή την ταινία η Αλίκη έδωσε τον καλύτερό της εαυτό και αυτό αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα.
Γύρω από τη συγκεκριμένη ταινία υπήρξαν και ορισμένα παρασκήνια που δεν είναι πολύ γνωστά. Να θυμίσουμε, αρχικά, ότι η ταινία ήταν σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου.
Πρόκεται για την πρώτη ταινία στην οποία δόθηκε άδεια από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας να επιτραπεί σε γυναίκα να ανέβει σε πολεμικό πλοίο. Η είδηση αυτή δεν δημοσιοποιήθηκε και κρατήθηκε επτασφράγιστο μυστικό μέχρι την έναρξη των γυρισμάτων, τα οποία έγιναν στον Πόρο.
Πολλές σκηνές γυρίστηκαν και στη Σχολή Δοκίμων. Εκεί, οι πραγματικοί δόκιμοι, έψαχναν ευκαιρία να δουν το γύρισμα με την Αλίκη. Όμως οι κανονισμοί της Σχολής ήταν αυστηροί. Κάθε δόκιμος έπρεπε να είναι στο καθήκον, άσχετα αν δίπλα υπήρχε κινηματογραφικό συνεργείο. Για να καταφέρουν να δουν τα γυρίσματα, περίμεναν το βράδυ να σημάνει το σιωπητήριο και το έσκαγαν από τους υπνοθαλάμους. Κάποιοι άτυχοι, πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω και δεν γλύτωσαν την αυστηρή καμπάνα!
Με το που ξεκίνησαν τα γυρίσματα, παρουσιάστηκαν διάφορα απρόοπτα. Την πρώτη μέρα αρρώστησε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, μετά έπαθε αλλεργία ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και στη συνέχεια στη βίλα που έμενε το ζευγάρι των πρωταγωνιστών κόπηκε το ρεύμα με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί να χρησιμοποιούν πρωτόγονα μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Με βάση δημοσίευμα της εποχής, η Αλίκη συνήθιζε μετά το τέλος των γυρισμάτων, αργά το βράδυ να κάνει μπάνιο στην θάλασσα και μάλιστα είχε τόσο ενθουσιαστεί με τη διαμονή της στον Πόρο που αγόρασε ένα κότερο. Το νέο της απόκτημα το ονόμασε «Ντεζιρέ», ενώ το απέκτησε για 1000 λίρες.
Όπως ήταν αναμενόμενο, στον Πόρο αλλά και στην Ύδρα που πήγαιναν τα βράδια για φαγητό, γινόταν πανζουρλισμό από τον κόσμο που ήθελε να δει την Αλίκη από κοντά και να τους υπογράψει αυτόγραφα. Η παρουσία της χωροφυλακής ήταν απαραίτητη για να επικρατεί τάξη, όσο ήταν δυνατόν.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στα γυρίσματα στον Πόρο. Έπαθε μόλυνση και στα δύο του πόδια, χρειάστηκε να πάει γιατρός που του άνοιξε τις πατούσες από τα δάχτυλα μέχρι τη φτέρνα. Κυκλοφορούσε με μπανταρισμένα τα πόδια και με πατερίτσα. Αν παρατηρήσετε, στις περισσότερες σκηνές κάθεται και το πλάνο είναι από τη μέση και πάνω.
Ως συνήθως, η Αλίκη με τις παραξενιές της για άλλη μια φορά δημιούργησε πρόβλημα, αρνούμενη να παίξει επειδή μάλωσε με τον Αλέκο Σακελλάριο και το γύρισμα της ταινίας σταμάτησε για ένα μήνα. Στη συνέχεια και μόνο όταν ο Σακελλάριος την απείλησε ότι η ταινία θα γυριστεί χωρίς αυτήν, μετά από παρέμβαση του Φίνου, ξεκίνησαν και πάλι τα γυρίσματα.
«Έτσι όπως πάμε θα φάει η φακή το λάδι…». Αυτή ήταν η ατάκα του Φίνου όταν του έφερναν να έγκρίνει τα έξοδα των ταινιών.
Επειδή το κόστος της συγκεκριμένης ταινίας είχε φθάσει πολύ ψηλά, όταν ο Αλέκος Σακελλάριος του ζήτησε να προσλάβουν εκατό κομπάρσους για να λάβουν μέρος στην παρέλαση των δοκίμων στο τέλος της ταινίας, αρνήθηκε.
Γι΄αυτό ο Σακελλάριος αναγκάστηκε να κάνει το εξής κόλπο: μπροστά από την κινηματογραφική μηχανή παρήλαυναν δεκαέξι δόκιμοι, οι οποίοι όταν χανόντουσαν από την οπτική γωνία, τρέχανε πίσω από την μηχανή και περνούσαν και πάλι στη συνέχεια.
Η εμφάνιση του φίλμ πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και το συνολικό κόστος έφτασε τα 2,5 εκατομμύρια δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή.
“Η Αλίκη στο ναυτικό” ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία της Φίνος Φιλμ και η πρώτη έγχρωμη της Αλίκης. Για την Αλίκη ήταν η 6η συνεργασία της με τη Φίνος Φιλμ και η τέταρτη ταινία που γύρισε μαζί με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα δικαίωσε τους πάντες αφού η ταινία έμεινε στην ιστορία και πολλοί τη βλέπουν ακόμα και σήμερα, όπου κι αν προβάλλεται.
Η ταινία, “Ο Ρωμηός έχει φιλότιμο” προβλήθηκε τη σαιζόν 1967-1968 και έκοψε 179.662 εισιτήρια. Ήρθε στην 37η θέση σε 99 ταινίες.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος του ellinikoskinimatografos.gr, Χρήστος Κωνσταντίνου έψαξε και βρήκε άγνωστες πτυχές για την ταινία, “Ο Ρωμηός έχει φιλότιμο” και μας τις αποκαλύπτει…
Οι άγνωστες πτυχές της ταινίας, Ο Ρωμηός έχει φιλότιμο
1ον. Η Νίκη Λινάρδου αρχικά ήταν διστακτική στο να υποδυθεί την μνηστή του Λάμπρου Κωνσταντάρα καθώς λίγα χρόνια πριν είχε παίξει την κόρη του στην ταινία “Υπάρχει και φιλότιμο” και η ηλικιακή τους διαφορά ήταν αρκετά μεγάλη. Την έπεισε όμως ο Αλέκος Σακελλάριος κι έτσι αυτή η ταινία αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της στην μεγάλη οθόνη και γενικά την υποκριτική παρόλο που είχε αρκετές προτάσεις τόσο για τον κινηματογράφο όσο και για το θέατρο.
2ον. Εν τω μεταξύ η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε κυριολεκτικά σε χρόνο ρεκόρ. Για την ακρίβεια μέσα σε μόλις 16 ημέρες και αρχικά ήταν να την σκηνοθετήσει ο Κώστας Καραγιάννης διότι ο Αλέκος Σακελλάριος που είχε γράψει και το σενάριο είχε κάποιες άλλες υποχρεώσεις. Όμως τελικά τα κατάφερε βρήκε χρόνο και έτσι υπέγραψε ο ίδιος και την σκηνοθεσία.
3ον. Στην πρώτη ταινία του 1954 όπως και στο θεατρικό κείμενο το φινάλε ήθελε τα δύο αδέρφια να μένουν τελικά μόνα τους. Κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Λάμπρο Κωνσταντάρα και έτσι ζήτησε από τον Αλέκο Σακελλάριο να γράψει μια επιπλέον σκηνή. Έτσι αυτό το ριμέικ του 1968 απέκτησε happy end κάτι που δίχασε το κοινό που θεωρούσε το πρωτότυπο φινάλε πιο σωστό.
4ον. Η αμοιβή του Λάμπρου Κωνσταντάρα ήταν κάτι παραπάνω από 150.000 δραχμές αφού εκείνη τη περίοδο ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς κι αγαπητούς ηθοποιούς με αρκετές επιτυχημένες ταινίες. Από τις γυναίκες η πιο ακριβοπληρωμένη ήταν η Καίτη Πάνου παρόλο που είχε μικρότερο ρόλο σε σύγκριση με την Νίκη Λινάρδου και την Μήτση Κωνσταντάρα.
Η ταινία, “Θανασάκης ο πολιτευόμενος” προβλήθηκε τη σαιζόν 1953-1954 και έκοψε 33.649 εισιτήρια. Ήρθε στην 11η θέση ανάμεσα σε 21 ελληνικές ταινίες της ίδιας σεζόν.
Η ταινία είναι στην Ελληνική & Αγγλική γλώσσα. Η ταινία, έμεινε στην ιστορία ως η καλύτερη ηθογραφία των προσβεβλημένων από το μικρόβιο του πολιτικού και των κατ’ επάγγελμα πολιτευτών.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος με την Άννα Συνοδινού στην ταινία “Θανασάκης ο πολιτευόμενος”1954
Πρόκειται για την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση των Άννας Συνοδινού, Κάκιας Παναγιώτου και Δέσπως Διαμαντίδου.
Χαρακτηριστική ατάκα από την ταινία: Θανασάκης: Ε… και τι έγινε που δε βγήκα βουλευτής; Έτσι κι αλλιώς το κόμμα θα χρειαστεί όλα τα αξιόμαχα στελέχη για να επανδρώσει τον κρατικό μηχανισμό. Μα αν θέλω Νομαρχία την έχω εδώ! Στη χούφτα μου! Μελέτης: Εκείνο, λοιπόν, που θαυμάζω σε σένα, Θανασάκη, είναι η χούφτα σου!
Περίληψη της ταινίας, “Θανασάκης ο πολιτευόμενος”
Ένας καλοσυνάτος και απλοϊκός μπακάλης, ο Μελέτης (Ντίνος Ηλιόπουλος), δέχεται να παντρέψει τη σπουδασμένη στην Ελβετία αδελφή του, τη Μαίρη (Άννα Συνοδινού), με ένα νέο που έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό και η φιλοδοξία του είναι να γίνει πολιτικός, τον Αθανάσιο Γκοβότσο (Βύρων Πάλλης).
Σε αυτό συναινεί και η ψηλομύτα Μαίρη, προς μεγάλη βέβαια απογοήτευση του Μελέτη, που δεν συμμερίζεται διόλου τις απόψεις του γαμπρού του. Ο Θανασάκης κατέρχεται στον πολιτικό στίβο και δεν κατορθώνει να εκλεγεί στην πρώτη του δοκιμασία, όμως δεν το βάζει κάτω. Ξαναθέτει υποψηφιότητα στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αλλά και πάλι αποτυγχάνει.
Στο μεταξύ, οι δυσχέρειες του Μελέτη όλο και εντείνονται εξαιτίας της Μαίρης που τον πιέζει αφόρητα να πουλήσει το μπακάλικο του πατέρα τους. Η απόγνωσή του κορυφώνεται όταν μαθαίνει τα οικονομικά ανοίγματα του γαμπρού του, ο οποίος έχει ροκανίσει για τα καλά την προίκα της Μαίρης για χάρη της πολιτικής του φιλοδοξίας. Όμως, όταν αποτυγχάνει και για τρίτη φορά, συνειδητοποιεί ότι πρέπει επιτέλους να προσγειωθεί και να κοιτάξει να δει πώς θα βγάλει τα προς το ζην.
Ο Πύργος της Βασιλίσσης είναι η βασιλική έπαυλη που κατασκευάστηκε στη θέση ενός παλιού πύργου. Το κτίσμα είναι γοτθικού ρυθμού κατ ‘απομίμηση του πύργου Ηochenschwangau στην Βαυαρία όπου γεννήθηκε ο Όθωνας. Τα δύο κτίρια παρά τη σημαντική τους διαφορά σε μέγεθος έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Οι ομοιότητες των δύο κτιρίων ξεκινούν από τα εξωτερικά γνωρίσματα (πολυγωνικοί πύργοι, επάλξεις, τοξωτά παράθυρα), συνεχίζονται στον πυλώνα της εισόδου και επεκτείνονται στο εσωτερικό του, στους χώρους, στα έπιπλα και τα μικροαντικείμενα. Παραμένει άγνωστος ο αρχιτέκτονας του κτιρίου.
Πιθανολογείται πως είναι έργο του Φρανσουά Λουί Φλοριμόν Μπουλανζέ ή του Κ. Χάνσεν. Είναι ένα μοναδικό μνημείο της νεογοτθικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Το κτίριο στην Επτάλοφο εγκαινιάστηκε στις 13/25 Αυγούστου του 1854, ημέρα των γενεθλίων του Βασιλιά Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα. Η Αμαλία θέλησε μ’αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσει και να τιμήσει τον πεθερό της, που αγαπούσε ιδιαίτερα και ο οποίος ήδη από το 1848 είχε αναγκαστεί λόγω του γνωστού σκανδάλου με την Λόλα Μοντέζ να παραιτηθεί από τον θρόνο.
Παρετέθη μία μεγαλοπρεπής δεξίωση στη βασιλική τραπεζαρία, όπου παρακάθισαν ανάμεσα σε άλλους ο Πρωθυπουργός Μαυροκορδάτος, ο Πρέσβης της Βαυαρίας και άλλοι επίσημοι. Η είσοδος στο κτήμα είναι μνημειακή καθώς ορθώνεται με την μορφή κάστρου με επάλξεις και μικρότερους πύργους σε βαθμιδωτή διάταξη. Εξέχουσα θέση για την φιλοξενία επισήμων γευμάτων είχε η κεντρική αίθουσα του Πύργου με την περίτεχνη διακόσμηση.
Η έντονα κυανή ατμόσφαιρα των τοίχων και της οροφής με τη χρυσή γεωμετρική διακόσμηση, το ξύλινο πάτωμα από διαφορετικά είδη ξύλου στα πρότυπα της σχολής του Μονάχου, ο χρυσοποίκιλτος και έντονα χρωματικός σε μπλε και κόκκινες ζώνες διάκοσμος, τα μικροέπιπλα και τα φωτιστικά σε καθαρά γοτθικό ρυθμό, αναδεικνύουν τη βούληση της Αμαλίας να προβάλει μια ρομαντική διακοσμητική τάση.
Η Επτάλοφος, το κτήμα που με τόση φροντίδα και αγάπη δημιούργησε η Αμαλία δεν φαίνεται να συγκινούσε ιδιαίτερα τον Όθωνα. Μετά την έξωση των βασιλέων, η κυβέρνηση κήρυξε το κτήμα δημόσια περιουσία. Η διαχείρισή του ανατέθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών που το παρέδωσε στη συνέχεια στο νέο βασιλέα Γεώργιο. Το 1863 το κτήμα αποδόθηκε και πάλι δια πληρεξουσίου στον Όθωνα.
Μετά τον θάνατό του αγοράστηκε από τον βαρώνο Σίνα για να πουληθεί στην οικογένεια Γεωργίου Παχή. Κατόπιν πέρασε στην οικογένεια Σερπιέρη (η κόρη του Γ. Παχή, Λαυρία, παντρεύτηκε τον Φερνάνδο Σερπιέρη).
Με νόμο του μεσοπολέμου που απαγόρευε την μεγάλη ακίνητη περιουσία η Οικογένεια Σερπιέρη αναγκάστηκε να παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του Κτήματος στο Ελληνικό Δημόσιο και να κρατήσει μόνο 250 στρέμματα μέσα στα οποία βρίσκεται σήμερα και ο Πύργος Βασιλίσσης. Η τεράστια έκταση του Κτήματος αποτελεί σήμερα το Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνης Τρίτσης. O Πύργος Βασιλίσσης σήμερα ανήκει στην Γεωργοκτηνοτροφική Εμπορική Κτηματική Εταιρία Ιλίου Α.Ε.
Στόχος της Βασίλισσας Αμαλίας ήταν, όπως αναφέρει και η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη στο λεύκωμά της «Ανάκτορα στην Ελλάδα» (εκδόσεις Μέλισσα), η δημιουργία ενός αγροκηπίου, μιας πρότυπης δηλαδή κτηνοτροφικής και αγροτικής μονάδας. Ήταν μια τάση την εποχή εκείνη η δημιουργία μεγάλων κτημάτων.
Οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες που προέρχονταν άμεσα από την τάξη των φεουδαρχών είχαν πάντα πολύ καλή σχέση με τη γη. Το ισόγειο καταλαμβάνει μια μεγάλη αίθουσα υποδοχής και τα βασιλικά υπνοδωμάτια, ενώ στον όροφο υπάρχει ακόμα μία μεγάλη αίθουσα με τα εμβλήματα της Ελλάδας, της Βαυαρίας και του Ολτενμπουργκ πάνω σε έντονο γαλάζιο φόντο με χρυσές διακοσμήσεις. Θαυμαστές και οι οροφογραφίες, επίσης σε μπλε, κόκκινα και χρυσά σχέδια, ενώ η μαρκετερί (από διαφορετικά ξύλα) στο πάτωμα είναι στο ύφος που σχεδίασε ο Γκέρτνερ για τα ανάκτορα της Αθήνας και ο Κλέντζε για τα ανάκτορα του Μονάχου.
Ο άμεσος περιβάλλων χώρος, καταπράσινος, με τους φοίνικες να κυριαρχούν, στολίζεται από αγάλματα ρομαντικού ύφους, σαρκοφάγους κι ένα σιντριβάνι. Ακόμη μερικά εντυπωσιακά στοιχεία: ο πύργος δεν διέθετε ποτέ τουαλέτα ή μαγειρείο. Βρίσκονταν σε πλαϊνά κτήρια, τα οποία επίσης διασώζονται. Λέγεται πως η Αμαλία δεν κοιμήθηκε ποτέ σ’ αυτόν, προτιμώντας ένα μικρότερο οίκημα. Ο κυρίως πύργος λειτουργούσε μόνο ως χώρος υποδοχής. Ο Οθωνας δεν τον προτιμούσε και γι’ αυτό η τότε βασίλισσα τον επισκεπτόταν μόνη της.
Το κτήμα του Πύργου Βασιλίσσης
To κτήμα του Πύργου Βασιλίσσης γεννήθηκε από το όραμα της βασίλισσας Αμαλίας για την δημιουργία μιας πρότυπης αγροτικής εγκατάστασης, στην οποία θα δοκιμάζονται καινούριες παραγωγικές μέθοδοι για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωπονίας. Τα αμπέλια ήταν μια από τις πρώτες καλλιέργειες του κτήματος.
Για την διαμόρφωση του πρώτου αμπελώνα των 180 στρεμμάτων, προσελήφθησαν έμπειροι αμπελουργοί από τα Μέγαρα. Ο χαρακτήρας του πρότυπου κέντρου γεωργίας που είχε δώσει η εμπνευστής του κτήματος, εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα. Η καλλιέργεια του αμπελώνα των 40 στρεμμάτων είναι βιολογική, όπως και των υπόλοιπων καλλιεργειών του κτήματος (φιστικιές, ελιές).
Ο αμπελώνας βρίσκεται περίπου στο ίδιο σημείο στο οποίο βρισκόταν ο αμπελώνας την εποχή της Βασίλισσας Αμαλίας και γίνεται προσπάθειά επέκτασής του σε 20 ακόμα στρέμματα ενώ γίνεται προσπάθεια ολοκληρωμένης διαχείρισης των προϊόντων και υποπροϊόντων του κτήματος (κομποστοποίηση, επεξεργασία κοπριάς αλόγων, κ.α.). Οι ποικιλίες των σταφυλιών που φύονται είναι οινοποιήσιμες, ελληνικές και ξένες (ευρωπαϊκές), λευκές και ερυθρές.
Στις νέες φυτεύσεις φυτεύονται μόνο ελληνικές ποικιλίες, για περισσότερη διερεύνηση του δυναμικού του ελληνικού αμπελώνα. Στόχος είναι να παράγονται όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητας σταφύλια, από τα οποία μπορούν να παραχθούν εκλεκτής ποιότητας οίνοι, άλλοι αρωματικοί και νευρικοί, ιδανικοί για άμεση κατανάλωση και άλλοι στιβαροί, δυναμικοί και πολύπλοκοι οι οποίοι θέλουν παλαίωση για να αναδείξουν τον χαρακτήρα τους.
Πέρα από τις καλλιέργειες η Βασίλισσα Αμαλία είχε δημιουργήσει επίσης στο κτήμα ένα πρότυπο κέντρο κτηνοτροφίας με πολλά οικόσιτα ζώα. Πηγές αναφέρουν ότι στο κτήμα υπήρχαν αγελάδες, κότες, μελίσσια αλλά και πρόβατα της ράτσας «μερινό» καθώς και ένα ζευγάρι καμηλοπαρδάλεις. Για τις αγροτικές εργασίες και το όργωμα χρησιμοποιούνταν γέρικα άλογα της βασιλικής οικογένειας τα οποία με αυτό τον τρόπο προσέφεραν για μεγαλύτερο διάστημα τις υπηρεσίες τους όπως αναφέρει η Αμαλία σε επιστολή της προς τον πατέρας της. Σήμερα στο κτήμα συναντούμε άλογα, κότες και μελίσσια.
Η ενοικίαση των στάβλων δίνει τη δυνατότητα στα άλογα να φιλοξενούνται και να αθλούνται σε ένα ιδανικό περιβάλλον. Στο κτήμα του Πύργου πέρα από τις ελιές και τις φιστικιές συναντούμε αμυγδαλιές, μουριές, πεύκα και κυπαρίσσια ενώ καλλιεργούνται και αρωματικά φυτά τα οποία πωλούνται στο πωλητήριο του πύργου.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος, έφυγε από τη ζωή στα 89 του χρόνια, έχοντας διαγράψει μια ζωή γεμάτη που τού χάρισε την αίσθηση της πληρότητας. Και πως να μην ένιωθε πλήρης; Έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και το τραγούδι, αγαπήθηκε όσο λίγοι και όταν ήρθε η ώρα, αποσύρθηκε για ζήσει όπως εκείνος επιθυμούσε, μακριά από τα αδιάκριτα φώτα, σε ένα κτήμα στην ανατολική Αττική, μαζί με την οικογένειά του, την αγαπημένη του σύζυγο, τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος υπήρξε η προσωποποίηση της φτώχειας, του πόνου, της αδικίας αλλά και της δύναμης, της υπομονής και της τιμιότητας. Ήταν και θα παραμείνει ες αεί, το αγαπημένο «παιδί του λαού» που εξέφρασε μέσα από τους κινηματογραφικούς του ρόλους και τα τραγούδια του τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων που αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και τον λάτρεψαν και τον έβαλαν στην καρδιά τους και κράτησαν ζωντανή την εικόνα του καθιερώνοντάς τον ως έναν από τους πλέον δημοφιλείς κινηματογραφικούς ήρωες όλων των εποχών.
Πριν από λίγες ημέρες και μετά από ένα μήνα νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας, λόγω σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων, ο ηθοποιός έδειξε σημάδια βελτίωσης και μεταφέρθηκε σε απλή κλίνη συνεχίζοντας τη θεραπεία του.
Ωστόσο, φάνηκε πως η καρδιά του δεν άντεξε και σήμερα, 22 Ιανουαρίου 2023 άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτική κλινική στο Περιστέρι.
Ποιος ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία της Αθήνας στις 14 Μαρτίου του 1934. Παιδί Ποντίων προσφύγων μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ψαράς και αντιστασιακός, ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα. Η μητέρα του τον μεγάλωσε μόνη της καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Κατά τα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Πέραν του αθλητισμού, λάτρευε το διάβασμα. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του τότε υπήρξε ο Μάνος Κατράκης.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ηθοποιός της σκηνής από το 1957 έως το 1963, αφοσιώθηκε τελικά στον κινηματογράφο. Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα.
Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία, μετά από απουσία 24 ετών, έρχεται το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου Με τον Ορφέα τον Αύγουστο.
Στα τέλη του 2005 εκδίδει σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του “Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα” και διοργανώνει εμφανίσεις σε διάφορα μέρη ανά την Ελλάδα για την προώθηση του έργου του. Η ιδέα για το βιβλίο δημιουργήθηκε μετά από συνέντευξή του στο περιοδικό Εικόνες.
Παντρεύτηκε δύο φορές και έχει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.
Θέατρο – Κινηματογράφος
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο έγινε με τον θίασο Κατερίνας στην κομεντί Βιργινία. Συνέχισε στο ελεύθερο θέατρο με διάφορους ρόλους: Η κυρία δε με μέλει, Λα μάμα, Ηλέκτρα (θίασος Ροντήρη, όπου έπαιξε τον ρόλο του Ορέστη), Είσοδος υπηρεσίας, Σκάνδαλα στην εξοχή και το Τραγούδι του νεκρού αδερφού (θίασος Κατράκη). Συμμετείχε σε 24 θεατρικές παραγωγές και έπαιξε όλα τα είδη του θεάτρου.
Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού Το εισπρακτοράκι, στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου.
Ως κινηματογραφικός πρωταγωνιστής καθιερώθηκε από τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο (Κλακ Φιλμ), με τον οποίο είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 μέχρι το 1971, σε μουσικές δραματικές ταινίες.
Εκκίνηση στις ταινίες της νεοσύστατης Κλακ Φιλμ έκανε το 1963 στην ταινία Πληγωμένες καρδιές, στον ρόλο του κακού κουνιάδου. Η αρχή της τυποποίησης των ρόλων του Ξανθόπουλου έγινε έναν χρόνο αργότερα στην ταινία Αγάπησα και πόνεσα, όπου παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία που καθιέρωσαν τον Ξανθόπουλο στη συνείδηση του κόσμου σαν παιδί του λαού.
Τηλεόραση – Εποχή Βιντεοκασετών
Στην τηλεόραση ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά Αγρίμια.
Οκτώ χρόνια μετά τα Αγρίμια, το 1981, παίζει στο σίριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού Το ημερολόγιο ενός θυρωρού. Υποδύεται τον καπετάνιο που θέλει να μπαρκάρει και δεν μπορεί να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα.
Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά Στην κόψη του ξυραφιού.
Το 1989 συνεργάζεται με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλλη στο Μινόρε μιας καρδιάς που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και κατόπιν παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Κατόπιν προέκυψε το Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα της οποίας τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Κυκλοφόρησε σε δύο κασέτες. Αργότερα προβλήθηκε σε 8 επεισόδια στο MEGA.
Ακολούθησαν άλλες δύο βιντεοπαραγωγές, Η καρδιά του πατέρα και Έρωτας στο περιθώριο, που παίχτηκε και στην τηλεόραση στο κανάλι ΑΝΤ1, το 1992.
Τραγούδι
Για τις ανάγκες των ταινιών έγινε τραγουδιστής υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Μετά το 1971 σταμάτησε τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο και μεταπήδησε σε νέα καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Συνολικά έχει κυκλοφορήσει 9 άλμπουμ και 55 σινγκλ. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει γύρω στα 300 τραγούδια. Τα τραγούδια του υπογράφουν μεταξύ άλλων οι Άκης Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος και άλλοι.
Στην μακρά αποχή του από κινηματογράφο και τηλεόραση είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και περιοδεύσει σε ΗΠΑ, Αυστραλία και σχεδόν όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας πάντα την αποδοχή και την αποθέωση από την ελληνική ομογένεια.
Η Ζωή Λάσκαρη ήταν μια γυναίκα που τολμούσε και γι’ αυτό το 1983 σε ηλικία 39 ετών δεν δίστασε να φωτογραφηθεί μαζί με άλλους τέσσερις ημίγυμνους άντρες.
Η φωτογράφιση αυτή είχε προκαλέσει εγκεφαλικά στον ελληνικό πληθυσμό. Η Ζωή Λάσκαρη μάλιστα είχε ποζάρει όπως μόνο η ίδια ήξερε και πάντα ήταν μπροστά από την εποχή της.
Η λαμπερή ηθοποιός με ένα υπέρκομψο φόρεμα χωρίς να είναι η ίδια καθόλου προκλητική είχε φωτογραφηθεί για τις ανάγκες του περιοδικού «Φαντάζιο» το 1983.
Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί. Ενώ δεν είναι λίγες και οι θεατρικές παραστάσεις του παρελθόντος, που έμελλαν να αφήσουν την δική τους ιστορία.
Ο αείμνηστος Χάρυ Κλυνν είχε πει κάποτε για τον Σωτήρη Μουστάκα πως: «Μπορεί να βελτιώσει το οποιοδήποτε κείμενο. Απλά και μόνο με την ερμηνεία του». Και, μεταξύ μας, είχε πέρα για πέρα δίκιο.
Ο ανεπανάληπτος Σωτήρης Μουστάκας έπαιζε με την ίδια ευκολία κωμικούς και δραματικούς (ένα βάναυσα υποτιμημένο κομμάτι του ταλέντου του) ρόλους. «Απογειώνοντας» το εκάστοτε έργο ή παράσταση στα οποία συμμετείχε.
Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε άπαντες, υπήρχε ένας τομέας στον οποίον ο λατρεμένος ηθοποιός διέπρεπε. Εκεί που αισθανόταν καλύτερα από κάθε άλλο είδος θεατρικής ή κινηματογραφικής μορφής: την επιθεώρηση.
Ο Μουστάκας συμμετείχε σε ορισμένες από τις πιο εμβληματικές επιθεωρήσεις στα χρονικά του γαλανόλευκου σανιδιού. Αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στο χώρο.
Εξίσου σπουδαίος, ενδεχομένως, στην επιθεώρηση υπήρξε και ο Κώστας Τσάκωνας. Που με τον ιδιαίτερο τρόπο παιξίματός του κατάφερνε να κάνει- διατηρώντας σχεδόν πάντα την ολύμπια ψυχραιμία του- τους θεατές να λύνονται στα γέλια. Με ελάχιστες πιθανότητες να… ξαναδεθούν.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν τα δύο “ιερά τέρατα” βρίσκονται μαζί στην σκηνή και τη μοιράζονται με φόντο τους δημόσιους υπαλλήλους. Και μια επικριτική/ άκρα χιουμοριστική ματιά επί του θέματος;
Πίσω στο 2000, “Η Σαλώμη φιλούσε υπέροχα” σε σκηνοθεσία, Φώτη Μεταξόπουλου. Και σενάριο των Μιχάλη Άνθη, Θεόφιλου Βερύκιου και Δήμου Μυλωνά. Έκανε «ντεμπούτο» στην σκηνή του «Άλσους» και συγκέντρωσε ορισμένα από τα μεγαλύτερα κωμικά ονόματα: Κώστας Βουτσάς, Στάθης Ψάλτης, Σωτήρης Μουστάκας, Μαρία Μπονέλου, Κώστας Τσάκωνας, Αθηνά Μαυρομάτη, Ελένη Φιλίνη, Μάρκος Σεφερλής και Νανά Δόγκα.
Παρά το γεγονός πως βρίθει, ωστόσο, από υπέροχα σκηνικά, την παράσταση της παράστασης κλέβει η συνύπαρξη Τσάκωνα-Μουστάκα, σε μια μνημειώδη σκηνή που δεν ξεχνιέται ποτέ και με τίποτα.
Δες το παρακάτω βίντεο με το απόσπασμα της σκηνής:
Ένα σπάνιο φωτογραφικό ντοκουμέντο έφερε στο φως, ο Άρης Λουπάσης μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο instagramm. Πρόκειται για την Αλίκη στην θρυλική ταινία του Νίκου Φώσκολου “Υπολοχαγός Νατάσσα”
“Η Αλίκη σε μια σπάνια φωτογραφία από την σκηνή των βασανιστηρίων στα πλαίσια των γυρισμάτων της ταινίας “Υπολοχαγός Νατάσσα” το καλοκαίρι του 1970 με τον Δ/ντή Φωτογραφίας της Φίνος Φιλμ (εκείνη την περίοδο) Δήμο Σακελλαρίου.
Είναι ο υπεύθυνος για την φωτογραφική εμφάνιση της ταινίας και ο ρυθμιστής του φωτισμού που πρέπει να πέσει στο πρόσωπο για να δημιουργηθεί το καλύτερο αποτέλεσμα, με την ψυχική κόπωση της αγαπημένης ηθοποιού να είναι αρκετά εμφανής στην συγκεκριμένη φώτο.
Υπήρξε από τους σπουδαιότερους του είδους με συμμετοχή σε περισσότερες από 40 ταινίες της “χρυσής” εποχής του ελληνικού σινεμά και συνεργασία με τον Φίνο στις ταινίες “Ένα αστείο κορίτσι”, “Σ’αγαπώ “, “Υπολοχαγός Νατάσσα” και “Η κόρη του ήλιου”. Όπως αναφέρει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης του έργου Νίκος Φώσκολος, το πρώτο γύρισμα θα γίνει στην σκηνή των βασανιστηρίων:
“Λέω στα παιδιά στο συνεργείο ξεκινάμε, δέστε την. Μόλις την δένουν κάνω το φόρεμα της κομμάτια. Την πασαλείβω με λάσπες, βάζει τις φωνές και τις λέω πως το φόρεμα γυαλίζει στο φακό και πρέπει να το βρωμίσω και αφού την βασανίζουν Γερμανοί δεν πρέπει να φαίνεται ατσαλάκωτη.
Με κοίταξε και δεν μίλησε. Αυτό ήταν, από εκείνη την στιγμή η Αλίκη ήταν στρατιώτης. Ότι της έλεγα, ότι ζητούσα δεν έλεγε τίποτα”.Ο σημαντικός δημιουργός θα εκφραστεί και σε επόμενες συνεντεύξεις του με τα καλύτερα λόγια για το ταλέντο, την συνέπεια και τον απαράμιλλο επαγγελματισμό της.
Η ταινία υπερπαραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα που αποτελεί και την τελευταία μεγάλη κιν/φική συνεργασία Βουγιουκλάκη –Παπαμιχαήλ, κάνει πρεμιέρα στις 21 Δεκεμβρίου 1970 κατακτώντας την πρώτη θέση ανάμεσα στις 87 ταινίες της σαιζόν και την πρώτη θέση εισπρακτικά από όλες τις ταινίες στην ιστορία του παλιού ελληνικού κιν/φου.
Η δημοφιλέστερη και πιο αγαπημένη όλων, καταφέρνει να κατακτήσει και στην μεγάλη οθόνη την απόλυτη πρωτιά, επιβεβαιώνοντας επάξια τον τίτλο της “Εθνικής Σταρ” που θα της δώσει τον Φεβρουάριο του 1959 στην “Καθημερινή” η μεγάλη Κυρία του τύπου Ελένη Βλάχου διακρίνοντας το ξεχωριστό άστρο και την μοναδικότητα της.
Του Νίκου Νικόλιζα. Αναδημοσίευση άρθρου από το respectnews.gr
Ο Βαγγέλης Σειληνός υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους ωραιότερους άνδρες της χρυσής εποχής του Ελληνικού κινηματογράφου. Έχοντας στο πλευρό του ως παρτενέρ στο χορό τόσο την Ελένη Προκοπίου όσο και την Μαρία Ιωαννίδου κατόρθωσε μέσα από τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη να αφήσει εποχή.
Ωστόσο λίγα πράγματα γνωρίζαμε για την οικογένειά του. Παντρεύτηκε με την Μαρία Ιωαννίδου, ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα χώρισαν, μιας και ο Βαγγέλης Σειληνός ξαναπαντρεύτηκε και μάλιστα απέκτησε και έναν γιο. Τον Σπύρο Σειληνό, ο οποίος υπήρξε μοντέλο στο επάγγελμα.
“Με τον πατέρα μου είχαμε άψογες σχέσεις. Πολλά βράδια καθόμασταν και με συμβούλευε. Δεν μου χαλούσε κανένα χατίρι. Είχε πολύ χιούμορ και γι΄αυτό τον λάτρευα. Δεν ακολούθησα τα βήματα του πατέρα μου γιατί πιστεύω πως δεν το ήθελε και ο ίδιος. Ίσως δεν είχα και το ταλέντο εκείνο που είχε ο πατέρας μου για να το εξασκήσω και να προχωρήσω”.
Αναμφισβήτητα η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια μεγάλη σταρ του θεάτρου, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης αλλά και του τραγουδιού.
Ήταν η μοναδική αρτίστα σε όλα τα παραπάνω είδη τα οποία υπηρέτησε πιστά από τα μέσα της δεκαετίας του ΄40 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ΄90.
Δεν την έφτανε κανείς, ούτε στο χιούμορ, ούτε στην φινέτσα. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Ιουλίου του 2004 έπειτα από εγκεφαλικό.
Ωστόσο μερικούς μήνες πριν, τον Νοέμβριο του 2003, αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι της στο σπίτι που διέμενε στην Βούλα και να μιλήσει στον δημοσιογράφο Νίκο Νικόλιζα, για όλη την ζωή της! Και σε εκείνη την συνέντευξη μίλησε μπροστά στην κάμερα, παρόλο που φαίνεται ότι τα προβλήματα υγείας την έχουν καταβάλλει.
Έτσι, οι φωτογραφίες ντοκουμέντο την ώρα που την μακιγιάρουν, έχουν ήδη ιστορική σημασία για αυτή την μεγάλη και ολοκληρωμένη Ελληνίδα στάρ!
Όταν ο Τόλης Βοσκόπουλος συναντήθηκε με “αντιστασιακό” στο φανάρι της οδού Σπύρου Μερκούρη στο Παγκράτι, έδωσε μέρος των χρημάτων και πήρε απόδειξη για να ζήσουν, ο ίδιος και η σύζυγός του Μαρινέλλα.
Είναι από αυτές τις ιστορίες που δεν πιστεύεις ότι μπορεί να συμβούν σε εσένα. Προφανώς αυτό σκέφτηκε και ο Τόλης Βοσκόπουλος όταν άκουσε άγνωστο να τον ενημερώνει ότι αν δεν πληρώσει θα δολοφονηθούν ο ίδιος και η σύζυγός του Μαρινέλλα.
Πίσω στο μακρινό 1973, ο Τόλης Βοσκόπουλος ενημερώθηκε ένα πρωινό του Νοέμβρη από τη μητέρα του ότι άγνωστος τον αναζητούσε και είχε ενημερώσει την ίδια για τον λόγο. Ανήκε σε αντιστασιακή οργάνωση, σύμφωνα με όσα ο ίδιος είχε πει σε τηλεφώνημα. Ο Βοσκόπουλος έπρεπε να ενισχύσει την οργάνωση με 300 χιλιάδες δραχμές, διαφορετικά το ζευγάρι δεν θα επιζούσε.
Μια ημέρα αργότερα, ο Βοσκόπουλος περίμενε το τηλεφώνημα του άγνωστου και κάποια στιγμή τον άκουσε να λέει: «Ενεργώ δια λογαριασμό του αρχηγού της αντιστασιακής οργανώσεως, την οποία πρέπει να ενισχύσεις εσύ και η γυναίκα σου, με 300 χιλιάδες δραχμές. Εξάλλου την οργάνωσή μας έχουν ενισχύσει οικονομικώς και άλλοι καλλιτέχνες, βιομήχανοι και εφοπλισταί».
Το ραντεβού κλείστηκε στις 26 Νοεμβρίου, στις 19:00 το απόγευμα, στο φανάρι της οδού Σπύρου Μερκούρη στο Παγκράτι αφού ο Βοσκόπουλος ενημέρωσε την αστυνομία. Είχε μαζί του 50 χιλιάδες δραχμές σε προσημειωμένα χαρτονομίσματα ενώ η αστυνομία παρακολουθούσε το σημείο συνάντησης.
Ο Βασκόπουλος έφτασε με το αυτοκίνητό του και σε αυτό επιβιβάστηκε ο “αντιστασιακός”, ο οποίος είπε: «Αν δε δώσετε τα χρήματα η ζωή σας διατρέχει κίνδυνο. Έχουμε ανάγκη από χρήματα για να δράσουμε. Ξέρουμε ότι έχεις πολλά λεφτά. Έχεις χρεωθεί με 150 χιλιάδες εσύ και με άλλα τόσα η γυναίκα σου. Αν δεν τα δώσετε, θα δολοφονηθείτε με υδροκυάνιο».
Τότε ο Βοσκόπουλος του είπε ότι δεν έχει τόσα χρήματα και ότι μπορεί να δώσει 50 χιλιάδες δραχμές. Ο “αντιστασιακός” συμβιβάστηκε εύκολα και με αυτό το ποσό. Μάλιστα, όταν ο Βοσκόπουλος του ζήτησε να υπογράψει απόδειξη το δέχθηκε και αυτό. Υπέγραψε ως Νικόλας Παλιούρης και βρήκε από το αυτοκίνητο όπου τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί.
Το πραγματικό όνομα του “αντιστασιακού” ήταν Βασίλης Κούδας, φυσικά ουδεμία σχέση είχε με την αντίσταση αλλά με τη βλακεία. Γι’ αυτήν είχε αθωωθεί στο παρελθόν σε άλλες δικαστικές υποθέσεις ενώ στη διάρκεια της δίκης μιμούνταν τις κινήσεις σκύλου εκνευρίζοντας τον πρόεδρο του δικαστηρίου.
-Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αντιμετώπιζα έναν ηλίθιο, είπε στη δίκη ο Τόλης Βοσκόπουλος ενώ ο Κούδας είπε ότι ήθελε απλά να γίνει διάσημος. Τελικά, γλίτωσε με ελαφριά ποινή, λόγω βλακείας.
H Gelsomina (Vanna Revelli-Marre) ήταν Ιταλίδα καλλιτέχνης, χορεύτρια, τραγουδίστρια, και ιδιοκτήτρια των γνωστών κλαμπ-ντίσκο της Αθήνας Annabella και Aftokinisis.Σπούδασε ως ηθοποιός στο Λονδίνο στη...
Ο Ανδρέας Τσάκωνας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Περιγιάλι Κορινθίας το 1942 και σπούδασε στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη.Πρωτοεμφανίστηκε...