Στους καθηγητές των ανερχόμενων αστέρων του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου απευθύνθηκε η εφημερίδα Εμπρός, που φιλοξένησε το σχετικό ρεπορτάζ στις 06.08.1960. Οι καθηγητές της υποκριτικής Πέλος Κατσέλης και Κωστής Μιχαηλίδης, αλλά και η καθηγήτρια χορού Έλεν Τσουκαλά θυμήθηκαν τις επιδόσεις ορισμένων από τους μαθητές τους στη Δραματική Σχολή. Μεταξύ αυτών ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και η Τζένη Καρέζη – η μόνη που είχε καθηγητές και τους τρεις.
Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη μίλησαν ο Πέλος Κατσέλης και η Έλεν Τσουκαλά. Σύμφωνα με τον Κατσέλη, η εμπορική εικόνα της ηθοποιού αδικούσε το πραγματικό της ταλέντο: “Από πολύ μικρή, ως μαθήτρια, η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε διαβεβαιώσει και την εξέλιξή της, αλλά, κυρίως, το υποκριτικό της δαιμόνιο. Και το περίεργο είναι ότι ιδίως στα κλασικά έργα είχε φανεί και όχι στα ευτελή και τα ελαφρά, που νομίζουμε ότι έχει επιτυχία.
Την θυμάμαι με συγκίνηση ακόμα, ως Βιόλα στη “Δωδέκατη Νύχτα” του Σαίξπηρ. Ο κρυστάλλινος παρθενικός της ήχος “Ποια χώρα φίλοι μου είναι αυτή”, ακόμα μένει έναυλος στ’ αυτιά μου. Σήμερα μπορεί από επαγγελματική ανάγκη και προσαρμοφή στα γούστα να επιδόθηκε στην “ελαφρολογία”.
Δεν έχει σημασία. Γιατί η Αλίκη είναι ηθοποιός πρώτα απ’ όλα κι ύστερα το γοητευτικό βεντετάκι του ελληνικού κινηματογράφου“.Σύμφωνα με την Έλεν Τσουκαλά, η Αλίκη “ήταν πάρα πολύ ζωηρή μαθήτρια. Και παρόλο που δεν είχε πολύ ταλέντο (από χορευτικής πλευράς, να συνεννοούμεθα, γιατί στ’ άλλα ήταν περίφημη και παρά λίγο να έπαιρνε το άριστα) έδειχνε ενδιαφέρον κι εργατικότητα. Ήταν απ’ τις καλύτερές μου και πρώτη.. καβγατζού. Τσακωνόταν με τις συμμαθήτριές της“.
Οι δυο καθηγητές δεν θα μπορούσαν να μην αναφερθούν και στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, που άλλωστε ήταν και συμμαθητής της Βουγιουκλάκη στη Δραματική Σχολή, αν και σχολίασαν την σπουδαστική τους χημεία. Ο Κατσέλης θυμόταν “με συγκίνηση” τα χρόνια της μαθητείας του Παπαμιχαήλ, καθώς ήταν ένας “νέος από τον Πειραιά με φιλοδοξίες“, ο οποίος “δούλεψε πολύ και μορφώθηκε στη συνέχεια και προ παντός πειθάρχησε στον εαυτό του“. Ανέφερε και μια μικρή κόντρα που είχαν οι δυο τους: “Τότε, μ’ όλη την εκτίμηση και την αγάπη που του είχα, μόλις του έδωσα ένα βαθμό για να περάσει. Θύμωσε τότε. Ελπίζω τώρα να το θεωρεί σαν μια δωρεά που του έκαμα“.
“Πολύ καλό μαθητή” χαρακτήριζε τον Παπαμιχαήλ η Έλεν Τσουκαλά, ως ένα “από τα ευχάριστα παιδιά. Πρόθυμος, παρόλο που οι γυμναστικές ασκήσεις δεν πηγαίνουν και πολύ στην ανδρική ιδιοσυγκρασία“. Η καθηγήτρια χορού θυμήθηκε και τη μοναδική αταξία του Δημήτρη, όταν μια φορά είχε έρθει στο μάθημα μεθυσμένος μαζί μ’ έναν συμφοιτητή του: “Δεν μπορούσαν να κρατήσουν ισορροπία. Όλο γελούσαν. Ήθελα να τους διώξω, μα ζήτησαν τόσο χαριτωμένα και παιδικά συγγνώμη, που τους κράτησα. Δεν ατάκτησε άλλη φορά“.
Όσον αφορά την Τζένη Καρέζη, οι εντυπώσεις της Τσουκαλά δεν ήταν και καλύτερες, αφού τη χαρακτήριζε “κλασσική τεμπέλα. Έκανε απουσίες. Είτε έκανε είτε δεν έκανε άσκηση, ήταν το ίδιο. Νωχέλεια και τεμπελιά. Όταν την πήραν στο Εθνικό για την Οφηλία και με χρειάσθηκε, μου είπε: πόσο μετανιώνω που τεμπέλιαζα στο μάθημά σας. Ήταν, όμως, ήσυχη μαθήτρια“.Στη σεμνότητα της Καρέζη εστίαζε και ο Κωστής Μιχαηλίδης, ο οποίος όμως θαύμαζε την ευστροφία της αγαπημένης ηθοποιού, την εποχή που ήταν μαθήτριά του: “Διέθετε εκπληκτική εξυπνάδα και αντίληψη. Πιστεύω ότι είναι από τις πιο καλές νέες δραματικές ηθοποιούς. Ήταν η πιο μαζεμένη μαθήτρια, που κοίταζε πάντα στα μάτια τους δασκάλους της, με σεμνότητα και πρόθυμη υπακοή“.
Για τον Πέλο Κατσέλη, η Καρέζη ήταν “ένας δαίμονας… Από την πρώτη εξέταση των μαθητών που έκανα για να ενημερωθώ, μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Τη δεύτερη μέρα από μόνη της και… ετσιθελικά, μου προβλήθηκε. Δεν άφησε καμιά άλλη να εξετασθεί. Είχε ετοιμάσει δυο-τρία κομμάτια. Η πρωταγωνίστρια είχε προβληθεί!
Της έκαμα μια παρατήρηση και πρόβλεψη: Ευτυχώς η καλή πλευρά της προβλέψεως επαλήθευσε. Δυναμικό κύτταρο μαθητικό, που στη συνέχεια ο νόμος της προσαρμογής και η γοητεία, που ασκεί τώρα η ενζενύ, δηλαδή η νέα ερωτευμένη του θεάτρου, την υπέταξε, αλλά και την δόξασε, μέσα από τα κοινά γούστα“.
Στο Φεστιβάλ των Καννών το Μάιο του 1955 θεωρείτο φαβορί για το βραβείο της καλύτερης γυναικείας ηθοποιού για την ερμηνεία της στη “Στέλλα” του Μιχάλη Κακογιάννη, όμως εκείνη τη χρονιά καμία ηθοποιός δε βραβεύτηκε, επειδή η επιτροπή είχε διχαστεί ανάμεσα σ’ εκείνη και στην Αμερικανίδα Μπέτσι Μπλερ. Τότε, η Ιταλίδα ηθοποιός Ίζα Μιράντα της έκανε δώρο μια μεγάλη κούκλα, για να την παρηγορήσει.
Πέντε χρόνια μετά, η Μελίνα Μερκούρη πήρε κατά κάποιον τρόπο τη ρεβάνς, όταν έφυγε από τις Κάννες νικήτρια για την ερμηνεία της ως “Ίλια” στην ταινία-σταθμός “Ποτέ την Κυριακή” του Ζιλ Ντασέν, με τον οποίο είχαν πρωτογνωριστεί στις Κάννες πέντε χρόνια νωρίτερα.Η μεγάλη νικήτρια των Καννών, η δεύτερη Ελληνίδα ηθοποιός που κέρδιζε διεθνές βραβείο για την ερμηνεία της μετά την Κατίνα Παξινού, παραχώρησε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο δημοσιογράφο Εμμανουήλ Βερμισσώ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στις 30 Ιουλίου 1960.
Σε μια συνέντευξη-ποταμό η Μελίνα μίλησε με ενθουσιασμό για το “Ποτέ την Κυριακή“, έπλεξε το εγκώμιο του Ζιλ Ντασέν, αποκάλυψε ότι ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν το γούρι της, έκανε μια αποκάλυψη για το Εθνικό θέατρο, ενώ απάντησε και στους επικριτές της.Ήδη από την αρχή της συνέντευξης της προς το δημοσιογράφο, η Μελίνα έδειξε πόσο πολύ θαύμαζε τον Ντασέν. “Αφού μιλάμε για επιτυχία, βγάλε με για λίγο εμένα από τη μέση και γράψε κάτι για τον Ντασέν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο του αξίζει, πόσο λίγα θα είναι αυτά που θα γράψεις για εκείνον. Και ξέρεις γιατί;
Γιατί η ταινίας μας, η “Ίλια” (σ.σ.: αυτός ήταν ο αρχικός τίτλος της ταινίας “Ποτέ την Κυριακή”), έχει τόση χαρά της ζωής, έχει τόση ειλικρίνεια και είναι τόσο έξυπνα φτιαγμένη, που όλα αυτά είναι το δώρο του Ντασσέν για μας, για την Ελλάδα: και για μένα, που βραβεύτηκα, και για όλους τους άλλους που διακρίθηκαν και πέτυχαν και φάνηκαν από την ταινία”. Ο δημοσιογράφος σχολίασε, “Εννοείται και τον Χατζιδάκι;” και η Μελίνα απάντησε: “Α, τον Μάνο τον αγαπώ κι έχει γράψει ασύγκριτη μουσική, που θα ήταν κοινοτοπία να σας πω πάλι τα ίδια. Αλλά ναι, μια και με ρωτάτε, και γι’ αυτόν μιλάω. Θα πήγαινε χαμένος, αν δεν ήταν ο Ντασσέν, παρ’όλη την εξαίσια μουσική του. Να σας εξηγήσω γιατί.
Ο Ντασσέν ήξερε να μας προβάλει. Ήξερε, φυσικά, να προβάλει και τη μουσική. Μη σου φανεί παράξενο. Την τοποθετούσε εκεί που έπρεπε κι όταν έπρεπε. Μήπως και η “Στέλλα” με την οποία διεκδίκησα το πρώτο βραβείο, δεν είχε μουσική του Χατζιδάκι; Ακούστηκε τίποτα;” (σ.σ.: αναφερόταν στο εξωτερικό).Δοθήσης της ευκαιρίας, ο Βερμισσώ επιχείρησε ν’ αποσπάσει ένα σχόλιο για την ψυχρολουσία που είχε υποστεί με τη μη βράβευση της για τη “Στέλλα”, παρόλο που εμφανιζόταν ως φαβορί.
Η Μελίνα περιορίστηκε ν’ απαντήσει αινιγματικά ότι “φαίνεται πως αυτό οφείλεται σε μερικά πράγματα, τα οποία δεν μπορούν να λεχθούν”, αλλά δεν ήθελε να μιλήσει για το παρελθόν. Εκείνο που την είχε συναρπάσει ήταν η ταινία του Ντασσέν και ο ρόλος της “Ίλιας”.“Γι’ αυτήν πρέπει να σου μιλήσω. Το θέλω πολύ.
Το ξέρεις ότι το σύνθημα, σήμερα, στη Γαλλία είναι μια φράση του Ντασέν, που έβαλε στην ταινία; Τη φράση: “Όλοι στο τέλος πηγαίνουν στην ακρογιαλιά”. Κυκλοφορεί σ’ όλα τα χείλη, όπως κυκλοφορεί και η μουσική του Μάνου”. Ήταν πραγματικά απεριόριστος ο θαυμασμός της Μελίνας για τον Ντασέν, για τον οποίο ανέφερε χαρακτηριστικά ότι έπρεπε “να πάρει μετάλλιο. Γιατί έκανε “της μόδας” την Ελλάδα.
Γιατί η ταινία του είναι ένα ανοιχτό γράμμα αγάπης για την Ελλάδα. Πήρε ανθρώπους απλού, του λαού, πονεμένους, και κατάφερε να τους κάνει αγαπητούς σ’ όλο τον κόσμο. Και πώς! Μ’ ένα θέμα τόσο σκαμπρόζικο, που μόνο που τ’ ακούς, λες τι είναι αυτό. Ε, σου λέω εγώ ότι είναι το πιο αγνό θέμα που έγινε ποτέ.
Η Ίλια είναι – μην το γελάς – το πιο αγνό πρόσωπο. Έτσι τα κατάφερε ο Ντασσέν. Γι’ αυτό πήραμε το βραβείο. Γι’ αυτό άρεσε η μουσική. Και κάτι ακόμη θα σου πω, που πρέπει. Η ευγενική ψυχή του Ντασσέν συγκινήθηκε από την καλή δουλειά και την ευσυνειδησία των Ελλήνων τεχνικών και γι’ αυτούς μίλησε πολύ και αυτούς ευχαριστώ κι εγώ. Όλοι στην ταινία ήταν Έλληνες, εκτός από το διευθυντή φωτογραφίας, το διάσημο Ζακ Νατώ, που κι αυτουνού η μάνα είναι Ελληνίδα”.
Πόσο, όμως, είχε στοιχίσει η ταινία και πόσο συνέβαλε το ελληνικό Δημόσιο; Η απάντηση διά στόματος Μελίνας Μερκούρη: “Στοίχισε 120.000 δολάρια. Δραχμή, φράγκο που λένε, δεν πήραμε από το ελληνικό Δημόσιο. Μια πίστωση μας άνοιξαν μόνο στην τράπεζα, δύο εκατομμυρίων δραχμών, από τα οποία δεν πήραμε, όπως σου είπα πιο πάνω, φράγκο. Κάποιοι έξυπνοι κάτι είπανε κι εμάς δεν μας άρεσαν αυτά.
Την εκμετάλλευση της ταινίας την πήρανε οι “Ηνωμένοι Καλλιτέχνες” (σ.σ.: η ξένη εταιρία United Artists), που έδωσε και τα λεφτά και κινηθήκαμε. Αν ήταν δική μας η ταινία, σου τονίζω, θα βγάζαμε το κόστος από την πρώτη μέρα της προβολής της και θα είχαμε και κέρδος 300 εκατομμύρια φράγκα”Δεν ήταν υπερβολική η απάντηση της, καθώς η επιτυχία του “Ποτέ την Κυριακή” ήταν εντυπωσιακή.
“Είναι η μόνη ταινία, αν θες να το πιστέψεις, που χειροκροτείται κάθε βράδυ, τρεις μήνες τώρα που παίζεται στο Παρίσι. Τη χειροκροτούν. Μπορεί να το συλλάβει ο νους σου;”Η Μελίνα Μερκούρη είχε βρεθεί στην Ελλάδα, γιατί ετοιμαζόταν να παίξει στη Θεσσαλονίκη – μόνο για δύο εβδομάδες – την παράσταση “Γλυκό πουλί της νιότης” με το Θέατρο Τέχνης. Μετά έπρεπε να πάει στη Βενετία για την εκεί πρεμιέρα της ταινίας, από εκεί στη Βιέννη για να ηχογραφήσει ένα δίσκο με γερμανικά τραγούδια και μετά στη Νέα Υόρκη – πάλι για την ταινία. Αναπόφευκτη ήταν η ερώτηση του δημοσιογράφου, “Και πού θα κατοικήσετε;”.“Εδώ είναι το ερώτημα, στ’ αλήθεια”, αναρωτιόταν η Μελίνα.
“Πού θα μείνω; Αυτό θα εξαρτηθεί από τις ταινίες μου, πού, πότε, ποιές και πόσες θα γυρίσω”. Αποκάλυψε ότι διάβαζε πολλά σενάρια για ταινίες – αμερικανικές, γαλλικές και ιταλικές – ενώ εξέφραζε ότι θα έδινε προτεραιότητα στον Ντασέν, αν υλοποιούσε ένα σχέδιο που ήθελε να προτείνει στον Έλληνα Υπουργό Πολιτισμού.Και αφού εξαντλήθηκε η συζήτηση περί “Ίλιας”, ο Βερμισσώ αναφέρθηκε σ’ ένα άλλο πολυαγαπημένο πρόσωπο της ηθοποιού, το Μάνο Χατζιδάκι, για τον οποίο η Μελίνα υπενθύμισε, “Όλες μου οι επιτυχίες είναι συνυφασμένες με το Μάνο Χατζιδάκι.
Του φέρνω, φαίνεται, και μου φέρνει τύχη”. Ο Χατζιδάκις είχε γράψει τραγούδια για όλες τις μεγάλες θεατρικές της επιτυχίες μέχρι εκείνη τη στιγμή (“Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα” και τα “Φθινοπωρινά βιολιά” με το θίασο της Κατερίνας, το “Λεωφορείον ο Πόθος” με το Θέατρο Τέχνης), αλλά και με τις δύο μεγάλες της κινηματογραφικές επιτυχίες, τη “Στέλλα” και το “Ποτέ την Κυριακή”.
Όμως, ο Βερμισσώ πρόσεξε ένα σχόλιο που είχε κάνει η Μελίνα Μερκούρη για το Εθνικό Θέατρο γεμάτη πικρία και εκείνη διευκρίνισε τι είχε συμβεί: “Τότε, μου είχαν δώσει ένα ρολάκο στον “Άνθρωπο και υπεράνθρωπο” του Μπέρναρ Σω. Τώρα πάλι, ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, όταν, νομίζω, έπρεπε να ξέρει πως “κάτι” είχα προσφέρει, ήρθε να με δει. Ξέρετε τι μου πρότεινε; Να παίξω στο Εθνικό με τον… πέμπτο μισθό. Τον ευχαρίστησα…. θερμά και αρνήθηκα μια τόσο δελεαστική πρόταση. Μη με κατηγορήσετε για έλλειψη σεμνότητας, αλλά 100.000 θεατές διώξαμε από το Θέατρο Τέχνης, γιατί δεν είχε θέση, όταν έπαιζα στο “Γλυκό Πουλί της Νιότης”…. Θίασο δεν έκαμα, δεν θέλω να κάμω, κι αν κάποτε γίνει αυτό, δεν θα το ονομάσω θίασο Μερκούρη”. Μοιραία η κουβέντα ήρθε και στους Έλληνες συναδέλφους της Μελίνας.
Της εξέφρασαν “εκδηλώσεις αβρότητος” για την επιτυχία στις Κάννες; “Πάρα πολλές”, ήταν η απάντηση. “Μου έστειλαν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα, ανάμεσα στα οποία και ένα της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Με συγκίνησε κι αυτό, γιατί δεν ήξερα την κοπέλα. Δεν ήταν καν φίλη μου, γιατί δεν έτυχε να γνωριστούμε”.
Η τελευταία ερώτηση του δημοσιογράφου ήταν πιο προσωπική, αναφερόμενος στις αδυναμίες της Μελίνας Μερκούρη. “Μ’ αρέσει ο έρωτας, η αγάπη για οτιδήποτε, για όλα τα πράγματα. Μισώ την ζήλια και το φθόνο. Δεν υπάρχουν χειρότερα πράγματα στον κόσμο απ’ αυτά. Εκείνο που επιθυμώ είναι να γίνω καλύτερη ηθοποιός. Και θα προσπαθήσω γι’ αυτό”. Παράλληλα, αναφέρθηκε σε ορισμένα δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων, που την πίκραναν πολύ, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους. “Θυμάμαι το άρθρο “κάποιου”, με τίτλο “Κατσιβέλλα”, που μ’ έβριζε σε ήχο πλάγιο τέταρτο και τα βαζε με το… γλέντι που έγινε στις Κάννες. Αυτό το γλέντι, όμως, μας διαφήμισε πολύ. Και δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Είμαστε τόσο λίγοι εμείς που παρουσιάζουμε το ελληνικό όνομα στο εξωτερικό, που πετυχαίνουμε, όπως η Κάλλας, ο Μητρόπουλος, η Παξινού, εγώ, καθένας στον τομέα του, ώστε θα πρεπε όλοι να χουν υπερηφάνεια, όχι να λοιδορούν. Εγώ ένιωσα πικρία γι’ αυτόν τον κύριο, που απέτυχε στην Αμερική. Αυτός την πικρία τη δική μου, για τον εαυτό του, τη μετέτρεψε σε χολή για μένα. Τι άλλο να πω”.πηγή
Έχει μείνει στη συνείδηση των περισσότερων ως “η πιο ωραία άσχημη” του ελληνικού κινηματογράφου – εκτός από “προξενήτρα”, “μαμή”, “καφετζού” κλπ.
Όμως, στην αρχή τουλάχιστον, η Γεωργία Βασιλειάδου δεν ένιωθε και πολύ άνετα από τα σχόλια για την εξωτερική της εμφάνιση, ειδικά όταν αυτά γίνονταν μπροστά της από αγενείς θεατές.
Σε συνέντευξή της τον Ιούνιο του 1972, η Βασιλειάδου θυμήθηκε ένα σχετικό περιστατικό, κατά το οποίο η ηθοποιό είχε δώσει πραγματικά “πληρωμένη απάντηση” σε μια γυναίκα που προσπάθησε επίτηδες να την προκαλέσει για την εμφάνισή της.
Δούλευα στην Σπηλιά του Παρασκευά. Καθώς έβγαινα στην πίστα περνώντας από τα τραπέζια, κάποια επίτηδες φώναξε, για να την ακούσω, “πόσο άσχημη είναι η Βασιλειάδου!”.Το νόμισμα που της πλήρωσα ήταν πολύ ακριβό. Ανεβαίνοντας στην πίστα, πριν αρχίσω το νούμερό μου, είπα:– Τώρα που ερχόμουν στην πίστα, κάποια φώναξε για την ακούσω: “Πόσο άσκημη είναι η Βασιλειάδου”. Κυρία μου, της απάντησα, εγώ με την ασχήμια μου έγινα διάσημη. Εσάς ποιος σας ξέρει;”
Ένα μικρό “σκάνδαλο” αναστάτωσε τα συντηρητικά ήθη της Ελλάδας το φθινόπωρο του 1964. Σε αφίσα, που είχε αναρτηθεί έξω από κεντρικό αθηναϊκό κινηματογράφο, απεικονιζόταν μια νεαρή, γυμνή κοπέλα ν’ αγκαλιάζεται μ’ ένα νεαρό, επίσης γυμνό άνδρα. Οι δύο νέοι δεν ήταν άλλοι από την Ζωή Λάσκαρη και το Σπύρο Φωκά, στην αφίσα που διαφήμιζε την ταινία “Εγωισμός”. Βέβαια, οι θεατές δεν έβλεπαν κάποιο “ευαίσθητο” σημείο από τα σώματα των δύο ηθοποιών, παρά μόνο αν άφηναν τη φαντασία τους. Κι επειδή στην Ελλάδα του 1964 φαίνεται ότι η φαντασία αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο προσβολής της δημόσιας αιδούς, η αστυνομία σκέπασε τα σώματα της αφίσας – κατά το πρότυπο του “τάξις και ηθική”.
Με αφορμή το σάλο που προκλήθηκε τόσο για την αφίσα, όσο και την παρέμβαση της αστυνομίας (ανάλογα με τις πεποιθήσεις του καθενός), η Ζωή Λάσκαρη, που ακόμη έκανε τα πρώτα της βήματα στον κινηματογράφο πέντε χρόνια μετά την ανάδειξη της ως Σταρ Ελλάς, απάντησε στην… “πρόκληση” με μία νέα. Φωτογραφήθηκε στο μπάνιο του σπιτιού της – μέσα στις σαπουνάδες – για λογαριασμό της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (03.10.1964), η οποία αφιέρωσε το πρωτοσέλιδο της (και μία σελίδα στο εσωτερικό) στην “Ανατομία ενός κοινωνικού φαινομένου και…. της Ζωής Λάσκαρη”, όπως ήταν ο τίτλος του δημοσιεύματος, που έφερε την υπογραφή του Σταμ. Φιλιππούλη.
Ουκ ολίγες φορές, εφημερίδες της εποχής αποκαλούσαν την Ζωή Λάσκαρη ως “Ελληνίδα βασίλισσα του σεξ”, χωρίς να υπονοούν τίποτε περισσότερο από αυτό που λέμε σήμερα, όταν χαρακτηρίζουμε μια ηθοποιό ως “σεξοβόμβα” ή “τη μεγαλύτερη φαντασίωση των ανδρών”. Άλλωστε, σε πολλές ταινίες της εποχής η Λάσκαρη εμφανιζόταν σε σκηνές φορώντας μόνο τα απαραίτητα – λόγω του σεναρίου – με αποτέλεσμα οι ταινίες να κρίνονται καθ’ υπερβολή ακατάλληλες, οι συντηρητικοί να σκανδαλίζονται και τα ταμεία των κινηματογράφων που τις προέβαλλαν, να γεμίζουν χρήματα. Στο συγκεκριμένο αφιέρωμα της εφημερίδας, η Λάσκαρη θυμόταν την πρώτη φορά που γδύθηκε μπροστά στην κάμερα για τις ανάγκες της ταινίας “Ο κατήφορος”, που ήταν η πρώτη της ταινία και με την οποία καθιερώθηκε ως πρωταγωνίστρια μέσα σε μία βραδιά. Την εμπειρία εκείνη τη χαρακτήριζε “οδυνηρή”:
“Παλιές παραδόσεις μιας αυστηρών αρχών οικογένειας, που ήθελαν τα κορίτσια κλεισμένα μέχρι το λαιμό, και επιπλέον ο κοινωνικός αταβισμός της νεαρής Ελληνίδας που υπάρχει μέσα μου μου προκάλεσαν ψυχικό άγχος. Όμως, η σκηνή έπρεπε να γυριστεί. Ήταν στον “Κατήφορο” και ο “φίλος” μου με γύμνωσε σε μια έρημη τοποθεσία και με παράτησε κατόπιν γυμνή στην ερημιά, ενώ την ίδια στιγμή σαν χίλιοι διάβολοι σάρκαζαν γύρω μου οι φίλοι του. Αυτός ο εκ σεναρίου σαρκασμός μου φαινόταν σαν φυσικός σαρκασμός για την επαγγελματική έστω γύμνια μου. Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, το πρώτο βήμα είχε γίνει”.
Το γεγονός ότι συμμετείχε σε αρκετές ταινίες που επέβαλαν προκλητικές σκηνές – για τα δεδομένα της εποχής – προβλημάτιζε την Ζωή Λάσκαρη, η οποία παραδεχόταν ότι την απασχολούσε η γνώμη του κόσμου για εκείνη και ότι συχνά αναρωτιόταν για τα πραγματικά κίνητρα των θεατών, που παρακολουθούσαν τις ταινίες της: “Έρχονται για να δουν την κοπέλα που στον “Κατήφορο” υπερασπίστηκε με το όπλο στο χέρι την τιμή της ή να δουν μια τολμηρή ερωτική σκηνή – άσχετα αν ο στόχος της είναι ο θρίαμβος της παραδιδαγμένης ηθικής;”, αναρωτιόταν η ηθοποιός.
Ακόμη, όμως, κι αν ίσχυε το δεύτερο, η Λάσκαρη του 1964 ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της, όπως έσπευδε να διευκρινίσει: “Γδύνομαι ίσως με ευκολία – έτσι προστάζει το σενάριο – κάτω από το φως των προβολέων, μπροστά στα ψυχρά μάτια των τεχνικών και των φωτογράφων, δεν κάνω όμως το ίδιο στο σπίτι μου. Αν την ώρα που αλλάζω τη νυχτικιά μου για να πλαγιάσω να κοιμηθώ μου φωνάξει κάποιος “Σε βλέπουν”, θα προσπαθήσω να σκεπαστώ ή θα κλείσω τα παντζούρια μου. Ξέρω ότι πολλοί θα με χαρακτηρίζουν άσχημα. Θα πιστεύουν ίσως ότι έδωσα “γη και ύδωρ” για ν’ ανέβω, ότι έκανα συμβιβασμούς και παζάρια. Όμως, εγώ δεν βλέπω καμιά αλλαγή. Είμαι ό,τι ήμουνα και πριν ανεβώ”.
Τότε, η ανερχόμενη ακόμη Ζωή Λάσκαρη δήλωσε ότι σκεφτόταν ακόμη και το ενδεχόμενο να σταματήσει την καριέρα της ως ηθοποιός. Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε συνέντευξη της και πάλι στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ – αυτή τη φορά στον Αρτέμη Μάτσα – που δημοσιεύτηκε στις 5.10.1968, η πρωταγωνίστρια του θεάτρου και του κινηματογράφου δήλωνε μεν πως δεν αισθανόταν ότι είχε δώσει τίποτα στον κινηματογράφο (“Κανείς, μα κανείς καλλιτέχνης δεν ικανοποιείται με το εχθές. Πιστεύει και ελπίζει πάντοτε στο αύριο”), ωστόσο ένιωθε πλέον πλήρης από την ζωή της, σχεδόν ένα χρόνο μετά το γάμο της με τον Πέτρο Κουτρουμάνο. “Ό,τι θέλησα το έχω. Η ζωή έδωσε της Ζωής τα πάντα…”, ομολογούσε η Ζωή Λάσκαρη.
Αν, πάλι, αναρωτιέστε πόσο προκλητική ήταν η φωτογράφιση για τη διαφημιστική αφίσα της ταινίας “Εγωισμός”, δείτε την εδώ, όπως δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της ταινίας στους κινηματογράφους (23.11.1964):
Κελαηδούσαν τα πουλιά στα δέντρα τη μελαγχολική φθινοπωρινή τους σερενάτα κελαηδούσε κι ο μικρός λουστράκος στους δρομάκους του κήπου… – Ο λούστροοος !!!”.
Η σκηνή αυτή εκτυλίχτηκε στο Πεδίο του Άρεως το Νοέμβριο του 1959, μόνο που ο λούστρος δεν ήταν κάποιος επαγγελματίας της εποχής, πριν εξαφανιστεί το επάγγελμα, ούτε καν ο Βασιλάκης Καΐλας. Ήταν η αγαπημένη ηθοποιός Τζένη Καρέζη, που μεταμφιέστηκε σε λούστρο για τις ανάγκες ενός πρωτότυπου ρεπορτάζ εφημερίδας της εποχής.
Ο Στάμος Φιλιππούλης, ο πατέρας της γνωστής δημοσιογράφου Ελισάβετ Φιλιππούλη, είχε ζητήσει από την Τζένη Καρέζη να επιλέξει ένα επάγγελμα που θα ήθελε να κάνει, αν δεν ήταν ηθοποιός κι εκείνη – με τη σιγουριά της πετυχημένης πρωταγωνίστριας – του απάντησε ότι θα ήθελε να γίνει λουστράκος – έστω για λίγες ώρες. “Ανέκαθεν αυτά “τα σπουργίτια” της Αθήνας με συγκινούσαν και μια απέραντη συμπάθεια που νιώθω για τους “πιτσιρίκους με το κασελάκι” είναι η αφορμή που με σπρώχνει στην απόφαση μου”, ήταν η αιτιολογία της ηθοποιού.
Το αφιέρωμα στην Τζένη-λουστράκο δημοσιεύτηκε στις 14 Νοεμβρίου 1959 στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ και ήταν το πρώτο μιας σειράς αφιερωμάτων, όπου γνωστοί ηθοποιοί άλλαζαν επάγγελμα για λίγες ώρες – αντίστοιχα ρεπορτάζ έχουν γυριστεί τα τελευταία χρόνια και από διάφορες gossip τηλεοπτικές εκπομπές. Όπως διαβάζουμε στο σχετικό δημοσίευμα, η Τζένη πέρασε απαρατήρητη από τους περαστικούς, λόγω αμφίεσης (μαύρο παντελόνι, σκούρα μπλούζα, τραγιάσκα και ορισμένες μουντζούρες στο πρόσωπο), καθώς η μεταμόρφωση της σε λούστρο πέτυχε απόλυτα. Μόνο ένας κύριος πρόσεξε την ψιλή φωνούλα και ρώτησε απορημένος: “Αγοράκι είσαι, κοπέλα μου;”.
Επιφυλακτικοί ήταν οι… συνάδελφοι λούστροι, που επίσης δεν είχαν αναγνωρίσει την πρωταγωνίστρια του θεάτρου και του κινηματογράφου, έτσι όπως είχε μεταμορφωθεί. Μετά πολλών κόπων, η Τζένη τους έπεισε ότι τα όποια χρήματα έβγαζε θα τους τα προσέφερε. Τέλος καλό, όλα καλά και η ηθοποιός άρχισε πλέον να φωνάζει: “Ο λούστροοος”, ενώ μια κυρία με το παιδάκι ήταν οι πρώτοι πελάτες. πηγή
Υπήρξε από τις σημαντικότερες και δημοφιλέστερες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Έκανε δύο γάμους: πρώτα με τον κοσμικογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου (1962-’65) και στη συνέχεια με τον ηθοποιό Κώστα Καζάκο (από το 1968 μέχρι το θάνατο της τον Ιούλιο του 1992). ο άνδρας της ζωής της και πατέρας του Κωνσταντίνου.
Ποιος, όμως, ήταν ο τύπος άνδρα που άρεσε στην Τζένη Καρέζη; Ποια χαρακτηριστικά ήταν εκείνα που έκλεβαν την καρδιά της γοητευτικής ηθοποιού σύμφωνα με τα δικά της λόγια; Σε συνέντευξη της που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 28.03.1959, η 27χρονη Τζένη έκανε αναδρομή στα παιδικά της χρόνια και στα πρώτα της θεατρικά και κινηματογραφικά βήματα.
Παράλληλα, όμως, της ζητήθηκε να περιγράψει τον “ιδεώδη αντρικό τύπο”, όπως τον φανταζόταν σ’ εκείνη την ηλικία. Η Καρέζη το έκανε περιγράφοντας τα έξι πράγματα που αναζητούσε από έναν άντρα. Ποια ήταν αυτά;
1. Να έχει σύγχρονες αντιλήψεις και να γεύεται τη χαρά της ζωής. 2. Να είναι έξυπνος κατά τρόπο που να δείχνει πιο δυνατός, όχι απλώς πνευματώδης, και να φαίνεται αυτό που είναι. Να έχει φαντασία. 3. Να σου δημιουργεί διαρκώς την ευθύνη να είσαι πιο ωραία και πιο καλή.
4. Να έχει γούστο στο ντύσιμο του, αλλά χωρίς επιτήδευση. 5. Όταν συνοδεύει μια γυναίκα, να καταλαβαίνει τα πράγματα που την ενοχλούν και να κάνει ό,τι μπορεί για να την ευχαριστήσει. 6. Ούτε για μια στιγμή να πιστεύει στην υπεροχή του φύλου του.
Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο πληρεί αυτά τα κριτήρια ή όχι, πάντως, αναμφίβολα, ο άντρας που σημάδεψε την Τζένη Καρέζη, δεν ήταν άλλος από το δεύτερο σύζυγο της, τον ηθοποιό Κώστα Καζάκο, με τον οποίο μάλιστα γνωρίστηκε το 1967, την ημέρα των γενεθλίων της (12 Ιανουαρίου). Διαβάζουμε ένα σχετικό, χαριτωμένο gossip, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στις 22.01.1984:
“Είμαι η μόνη γυναίκα που μπορεί να λέει άφοβα την ηλικία της. Είμαι 17 χρονών!… έλεγε η Τζένη Καρέζη στους φίλους της, το βράδυ που γιόρτασε τα διπλά γενέθλια της στο σπίτι της οδού Δραγούμη. Γιατί η ημερομηνία 12 Ιανουαρίου είναι οριακή για κείνη. Είναι η μέρα που ήρθε στον κόσμο και είναι η μέρα που γνώρισε πριν 17 ακριβώς χρόνια τον Κώστα Καζάκο. Εκεί στην Ακροκόρινθο, τον είδε να έρχεται από μακριά μέσα σε μια αχλή ονείρου. Ήταν στην ταινία “Κοντσέρτο για πολυβόλα”
Η Τζένη, θεατρίνα και στην προσωπική της ζωή, έχει ποιητική σχέση με το χρόνο και καθόλου ρεαλιστική σαν τους κοινούς θνητούς. Μετράει την ηλικία της ζωής της από τη χρονιά που γνώρισε τον Καζάκο. Άλλωστε, και όλη η διάθεση της τον τελευταίο καιρό συμπίπτει με την ηλικία των 17 χρόνων….”. Εκείνη τη χρονιά, το 1984, η Τζένη Καρέζη σημείωνε μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία ενσαρκώνοντας στο θέατρο τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Οι δύο ηθοποιοί παντρεύτηκαν στις 5 Αυγούστου 1968 στον ιερό ναό του Αγίου Χαραλάμπους στα Ιλίσια. Δείτε εδώ ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο, που δημοσιεύτηκε στον τύπο της εποχής:
Ήταν ένας ξαφνικός γάμου, παρόλο που οι φήμες κυκλοφορούσαν επί πολλούς μήνες – από τους πρώτους μήνες της γνωριμίας του ζευγαριού, όπως είχε συμβεί με το πιο κάτω δημοσίευμα του περιοδικού “Άλφα” με ημερομηνία 17.06.1967: “Ένας Ιππότης για τη Βασούλα. Οι Ιππότες δεν βρίσκονται μόνο στη σκηνή του Αττικού Θεάτρου, αλλά και στα παρασκήνια. Έτσι δεν αποκλείεται πολύ σύντομα η Τζένη Καρέζη να χορέψη για δεύτερη φορά το χορό του Ησαΐα. Ο δεύτερος σύζυγος ανήκει στον κόσμο του θεάτρου και δεν είναι άλλος από τον επίσης γνωστό ηθοποιό Κώστα Καζάκο”. πηγή
Το πρώτο ημερολόγιο της Πιρέλλι με τα σέξι κορίτσια του κυκλοφόρησε το 1964. Για την ακρίβεια, κυκλοφόρησε το 1963 και αφορούσε το ημερολογιακό έτος 1964.
Ένα χρόνο νωρίτερα, η εβδομαδιαία εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ δημοσίευσε στην πρώτη της σελίδα (29.12.1962) ένα ελληνικό, πικάντικο ημερολόγιο με τις πιο σέξι πρωταγωνίστριες του τότε ελληνικού κινηματογράφου να φορούν το μαγιό τους ή κάτι προκλητικό – για τα δεδομένα της εποχής – και να ποζάρουν, αντιπροσωπεύοντας η κάθε μια από ένα μήνα του 1963.
Για παράδειγμα κάτω από τη φωτογραφία της Άννας Φόνσου, που ήταν το κορίτσι του Ιανουαρίου και πόζαρε με λευκό μαγιό, διαβάζουμε:
Εάν είναι τ’ όνειρο σουζεστασιά πώς να… γευθείςκοίταζε την Άννα Φόνσου κι ασφαλώς θα ζεσταθείς.ενώ κάτω από τη φωτογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη, που ήταν το κορίτσι του Μαρτίου, υπήρχε το παρακάτω ποιηματάκι:Για λεζάντα δίχως άλλο,αναγνώστα μου αρκεί, στην εικόνα αυτή να βάλλω:
Προσοχή, εκρηκτική!!! Δείτε το πρωτότυπο ημερολόγιο της εφημερίδας πριν από 50 χρόνια:Η πρωτοποριακή – και αρκετά προκλητική για τα δεδομένα της εποχής – ιδέα δεν είχε συνέχεια τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, στις 2 Ιανουαρίου 1965, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε στην πρώτη της σελίδα μια αρκετά ναζιάρικη πόζα της Ζωής Λάσκαρη στο σαλόνι του σπιτιού της, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. πηγή
Θα φανεί περίεργο, αλλά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 οι παπαράτσι δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για τους λαμπερούς σταρ του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ‘50 και του ‘60.
Τους απασχολούσαν οι πολυτάραχες ζωές των πλουσίων Ελλήνων, όπως του Ωνάση με την Μαρία Κάλλας και της Τζάκι Ωνάση, του Νιάρχου ή του Λάτση. Και αυτό, γιατί αυτές οι προσωπικότητες απασχολούσαν τον παγκόσμιο Τύπο.
Το πρώτο παπαράτσι κινηματογραφικού σταρ σε ιδιωτική στιγμή ήταν αυτό που βλέπετε στην φωτογραφία και φυσικά αφορούσε την εθνική σταρ Αλίκη Βουγιουκλάκη. Τραβήχτηκε το 1979 σε μια προσωπική της στιγμή στο εξοχικό της στον Θεολόγο. Η Αλίκη βγαίνει από την παραλία ημίγυμνη κρατώντας με τα χέρια το πλούσιο γυμνό στήθος της. Η φωτογραφία τραβήχτηκε με τηλεφακό και καταχωρήθηκε στην ιστορία ως το πρώτο ελληνικό επαγγελματικό παπαράτσι. Η εφημερίδα που δημοσίευσε την φωτογραφία ξεπούλησε και έδωσε το έναυσμα για να αρχίσει το κυνήγι των παπαράτσι να επεκτείνεται και σε άλλες προσωπικότητές.
Το 1952 ήταν μια σημαντική χρονιά για την ιστορία του ελληνικού life-style. Τρία χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, επικρατούσε μια φαινομενική ομαλότητα, ενώ άρχισε να εισβάλει το αμερικανικό πρότυπο σε διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής. Καταλυτικός ήταν ο ρόλος των εφημερίδων, που αναλάμβαναν διάφορες εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, κοινός τόπος των οποίων ήταν να δοθεί η επίφαση μιας εικονικής ευτυχίας και ανεμελιάς σε μια χώρα που υπέφερε από φτώχεια και πολιτική αστάθεια, ενώ δεν είχαν κλείσει καλά-καλά οι μνήμες του εμφυλίου.
Τη χρονιά εκείνη ξεκίνησαν αναβαθμισμένα τα ελληνικά καλλιστεία, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία διοργάνωση, ενώ έγινε και μια απόπειρα να δοθούν τα πρώτα “ελληνικά Όσκαρ” με τη συμμετοχή του κοινού, τα οποία τελικά απονεμήθηκαν το Μάρτιο του 1953 με τη σύμπραξη και ειδικής επιτροπής, ώστε ν’ αποκτήσει περισσότερη αξιοπιστία ο θεσμός, που τελικά δεν ευδοκίμησε.
Η προκήρυξη του διαγωνισμού έγινε από το “Εμπρός” στις 13 Ιουλίου 1952 και δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι αναγνώστες της εφημερίδας και γενικότερα όποιος επιθυμούσε να ψηφίσει αρκεί να ήταν άνω των 16 ετών. Να σημειωθεί ότι όλα τα δημοσιεύματα του “Εμπρός” σχετικά με τα “ελληνικά Όσκαρ” έφεραν την υπογραφή του Νίκου Φώσκολου, που συνεργαζόταν με την εφημερίδα στη στήλη των κινηματογραφικών ειδήσεων, πολλά χρόνια προτού ασχοληθεί και ο ίδιος με την έβδομη τέχνη τόσο ως σεναριογράφος, όσο και ως σκηνοθέτης.Οι κατηγορίες ήταν τέσσερις, οι βασικές: καλύτερη ταινία, καλύτερος σκηνοθέτης και καλύτεροι πρωταγωνιστές – ένας άνδρας και μία γυναίκα.
Υποψήφιες ήταν όλες οι ταινίες (με τους συντελεστές τους), που είχαν προβληθεί την προηγούμενη σαιζόν (1951-’52), δηλαδή οι εξής δεκατρείς: 1. “Νεκρή Πολιτεία” της Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Φρίξου Ηλιάδη με πρωταγωνιστές την Ειρήνη Παπά και τον Νίκο Τζόγια. 2. “”Αγνή του λιμανιού” της Φίνος Φιλμς σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα με πρωταγωνιστές την Ελένη Χατζηαργύρη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. 3. “Έτσι έσβησε η ζωή μου” της Σπέντζος Φιλμς, σε σκηνοθεσία Χρήστου Σπέντζα με πρωταγωνιστές τους Αλέκης Κατέλη και Θάνο Κωτσόπουλο.
4. “Ο Άλλος” της Γκλόρις Φιλμς σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου με πρωταγωνιστές την Ελένη Χατζηαργύρη και το Γιώργο Παππά. 5. “Ματωμένα Χριστούγεννα” της Ανζέρβος σε σκηνοθεσία Γ. Ζερβού με πρωταγωνιστές την Έλλη Λαμπέτη και το Νίκο Χατζίσκο. 6. “Ο Βαφτιστικός” της Ανζέρβος σε σκηνοθεσία Λιλίκας Χατζηνάκου (σ.σ. ήταν η Μαρία Πλυτά) με πρωταγωνιστές τους Ανθή Ζαχαράτου, Γαλανό, Αλεξανδράκη και Μίμη Φωτόπουλο. 7. “Ο Παράδεισος” της Ανζέρβος σε σκηνοθεσία Αθ. Μεριτζή με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Αλεξανδράκη (πάλι!) και τη Λίντα Μιράντα.
8. “Ωρκίσθηκα Εκδίκηση” της Νόβακ Φιλμς σε σκηνοθεσία Μαυρικίου Νόβακ με πρωταγωνιστές τους Δάφνη Σκούρα, Αλέκο Δεληγιάννη, Θ. Μορίδη και Ν. Κάζη. 9. “Ζαΐρα” της Ζεις Φιλμς σε σκηνοθεσία Ράινερ Γκάις, Φίλιππου Φυλακτού και Κώστα Ανδρίτσου με πρωταγωνιστές την Αλέκα Κατσέλη και το Διονύσιο Μήλα. 10. “Πικρό Ψωμί” σε παραγωγή Δαδήρα και σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου με πρωταγωνιστές την Ίντα Χριστινάκη, τον Άλκη Παπά και τη Λίτσα Ζαφειρίου.
11. “Δυο Κοθώνια στο Ναυτικό” της Πέτρο Φιλμς σε σκηνοθεσία Κώστα Δρίτσα με πρωταγωνιστές τον Πέτρο Γιαννακό και το Μίμη Φωτόπουλο. 12. “Φλόγα της Ελευθερίας” της Πειραιεύς Φιλμς σε σκηνοθεσία Παν. Σπύρου με πρωταγωνιστές τον Καλλιμάνη και τη Ρένα Ευθυμίου. 13. “Άγγελοι με χειροπέδες” της Τόνις Φιλμς σε σκηνοθεσία Τόνι Παπαδαντωνάκη με πρωταγωνιστές τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, το Μίμη Φωτόπουλο (πάλι!) και τον Κούλη Στολίγκα.
(Η τελευταία ταινία δεν περιλαμβανόταν στην αρχική λίστα και θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει κάπως αδικημένη σε σχέση με τις υπόλοιπες, αν και εδώ που τα λέμε, οι περισσότερες από τις ταινίες εκείνης της σαιζόν – αν όχι όλες – έχουν ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου).
Αρχικά δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη φόρμα ή δελτίο αποστολής, που έπρεπε να συμπληρωθεί, ενώ, όσοι συμμετείχαν στο δημοψήφισμα, θα έπρεπε να εκφράσουν μία μόνο προτίμηση στην κάθε κατηγορία, κάτι που συχνά δεν γινόταν, καθώς πολλοί ήταν οι… αναποφάσιστοι, που ήθελαν να στηρίξουν δύο ταινίες ή δύο ηθοποιούς. Έτσι, αργότερα η εφημερίδα δημοσίευσε ειδικά ψηφοδέλτια, για να διευκολύνει το κοινό.
Οι άνθρωποι του κινηματογράφου – παραγωγοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί – έδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή της αναγγελίας του πρωτόγνωρου διαγωνισμού, που έφερνε μια απατηλή ψευδαίσθηση Χόλιγουντ στην ανερχόμενη ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία.
Μάλιστα, τις επόμενες μέρες η εφημερίδα δημοσίευσε συνεντεύξεις με πολλούς από τους βασικούς συντελεστές των ταινιών, δημοσιεύοντας παράλληλα και φωτογραφίες – είτε προσωπικές είτε από τις ταινίες – ως… δέλεαρ ψήφου.
Για παράδειγμα, ο σκηνοθέτης Μαυρίκιος Νόβακ είχε εκφράσει την εκτίμηση ότι “η καθιέρωσις των Ελληνικών Όσκαρ θα συντελέση ασφαλώς στην ποιοτική άνοδο του Ελληνικού κινηματογράφου“, ενώ η ηθοποιός Αλέκα Κατσέλη εξέφρασε την ευχή, ο θεσμός αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την δημιουργία αμίλλης μεταξύ των παραγόντων του Ελληνικού κινηματογράφου, γεγονός που θα τον οδηγήση σε καλύτερους δρόμους” (Εμπρός, 16.07.1952).
Υπήρχαν βέβαια και οι παρατηρήσεις των ειδικών, όπως του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη – τότε στα πρώτα του βήματα ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία “Νεκρή Πολιτεία” – που με επιστολή του παραπονέθηκε ότι “αδικείται το έργο τουλάχιστο δύο άλλων απαραιτήτων συντελεστών για τη δημιουργία ενός φιλμ, χωρίς το οποίο δεν νοείται ισορροπία του όλου κινηματογραφικού οικοδομήματος: του συγγραφέα και του διευθυντού φωτογραφίας” (δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 17.07.1952), μια παρέμβαση που συνέβαλε σε κάποιες αλλαγές, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
Ουσιαστικά, η πρωτοβουλία αυτή δεν φαινόταν να είναι τίποτε περισσότερο από ένα είδος ανοιχτού δημοψηφίσματος, που απλά θ’ αποτύπωνε τις προτιμήσεις του κοινού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τεχνικοί παράγοντες, τους οποίους γνωρίζουν όσοι ασχολούνται επισταμένως με την τέχνη του κινηματογράφου, όπως συμβαίνει με την Αμερικανική Ακαδημία, που απονέμει τα αυθεντικά Όσκαρ.
Κι ενώ υπήρχαν ενστάσεις για το πώς θα μπορούσε ένας απλός κινηματογραφόφιλος να κρίνει τη σκηνοθετική επιδεξιότητα στο γύρισμα της κάθε ταινίας ή το υποκριτικό ταλέντο των πρωταγωνιστών, ο τίτλος των “ελληνικών Όσκαρ” αρχικά δικαιολογούνταν απλά από την απονομή ειδικού αγαλματιδίου στους νικητές, επιμελώς φιλοτεχνημένου από το γλύπτη Λάζαρο Λαμέρα.
Ωστόσο, περίπου ενάμιση μήνα μετά το ξεκίνημα του δημοψηφίσματος, συστάθηκε και μια “Μεγάλη Τεχνοκριτική Επιτροπή”, αποτελούμενη από τους Ελένη Βλάχου, Μίνωα Βολονάκη, Κώστα Κυριαζή, Λάζαρα Λαμέρα, Γεώργιο Μακρή, Κώστα Μουσούρη, Ίωνα Νταϊφά, Τ. Παπαχριστοφίλου, Άγγελο Προκοπίου, Ροζίτα Σώκου, Άγγελο Τερζάκη και το Νίκο Φώσκολο.
Τα τελικά αποτελέσματα για την απονομή των βραβείων θα προέκυπταν από το συνδυασμό των ψηφοφοριών του κοινού και της επιτροπής “σε μια μεγάλη προσπάθεια για το κτύπημα του “φτηνού εμπορίου” στον εγχώριο κινηματογράφο και την ώθησι της ελληνικής παραγωγής στον αληθινό της προορισμό” (Εμπρός, 31.08.1952). Εξάλλου, τα μέλη της επιτροπής θα απένειμαν βραβεία και σε ακόμη πέντε κατηγορίες, που θεσπίστηκαν στην πορεία, για την καλύτερη φωτογραφία, μουσική, σενάριο και τους καλύτερους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους.
Για τη διευκόλυνση του έργου της επιτροπής διοργανώθηκε προβολή όλων των ταινιών στον κινηματογράφο ΕΣΠΕΡΟΣ υπό τον εύσχημο τίτλο “Κινηματογραφικό Φεστιβάλ” – το πρώτο στην Ελλάδα. Το φεστιβάλ ξεκίνησε 2 Δεκεμβρίου (9.30΄ το πρωί) και οι πρώτες ταινίες που προβλήθηκαν ήταν η “Νεκρή Πολιτεία” και τα “Ματωμένα Χριστούγεννα”, ενώ ολοκληρώθηκε στις 6 του μηνός. Πάντως, η ψηφοφορία των μελών της Τεχνοκριτικής Επιτροπής θα γινόταν πολύ αργότερα, την ημέρα της απονομής των “Όσκαρ”, ώστε να υπάρχει και περισσότερο σασπένς.
Η ανταπόκριση του κοινού φαίνεται να ήταν σημαντική. “Πεντακόσια περίπου ψηφοδέλτια, προερχόμενα από όλες τις γωνιές της Ελλάδος, καταφθάνουν καθημερινά στα γραφεία μας”, έγραφε η εφημερίδα στις 09.08.1952. “Οι υπάλληλοι καταστημάτων, οι εργάτες και οι εργάτριες εργοστασίων και ολόκληρες πολυκατοικίες αρχίσανε να ψηφίζουνε με φανατισμό”.
Στο κλίμα αυτό συνέβαλε και η τακτική ενημέρωση των αναγνωστών για τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και τις όποιες ανατροπές.Μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου είχαν ψηφίσει 11.000 αναγνώστες, ενώ από την επαρχία, η μεγαλύτερη συμμετοχή υπήρχε κυρίως από την Κεφαλλονιά, το Βόλο, τη Μυτιλήνη και την Αλεξανδρούπολη. Συνολικά, ο αριθμός των ψηφοφόρων ανήλθε σε 13.850, ενώ τα τελικά αποτελέσματα των προτιμήσεων του κοινού δημοσιεύθηκαν στις 4 Δεκεμβρίου, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ για τα μέλη της επιτροπής.
Επί συνόλου 13.590 έγκυρων ψηφοδελτίων, πρώτη στην ψηφοφορία του κοινού ήλθε η “Ζαΐρα” με 4.401 ψήφους. Στη δεύτερη και την τρίτη θέση ακολουθούσαν η “Αγνή του Λιμανιού” με 3.559 ψήφους και η “Νεκρή Πολιτεία” με 2.337 ψήφους, έχοντας μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες ταινίες.Από τους σκηνοθέτες, σε σύνολο 12.984 έγκυρων ψηφοδελτίων, πρώτος ήρθε ο Γιώργος Τζαβέλλας (“Αγνή του Λιμανιού”) με 3.617 ψήφους και μικρή διαφορά από τη δεύτερη Μαρία Πλυτά (3.443 ψ.). Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές, σε σύνολο 13.537 εγκύρων, πιο αγαπημένος του κοινού αναδείχθηκε ο Νίκος Τζόγιας με 4.430 ψήφους και ακολούθησαν ο Διονύσης Μήλας με 4.248 και ο Αλέκος Αλεξανδράκης με μόλις 2.493.
Μάχη έγινε στην κατηγορία της αγαπημένης πρωταγωνίστριας, όπου την τελευταία στιγμή κέρδισε την πρώτη θέση η Δάφνη Σκούρα με 4.198 ψήφους έναντι 3.986 της Αλέκας Κατσέλη. Ακολουθούσαν με μεγάλη διαφορά η Έλλη Λαμπέτη (2.657 ψ.), η Ειρήνη Παπά (1.155 ψ.) και η Ελένη Χατζηαργύρη (832 ψ.) κλπ.
Η απονομή των βραβείων έγινε στις 8 Μαρτίου 1953 σε ειδική τελετή, που πραγματοποιήθηκε στο κινηματοθέατρο “Αττικόν” με ώρα έναρξης 10.30′ π.μ. Εν τω μεταξύ, η Τεχνοκρατική Επιτροπή αποφάσισε ν’ αλλάξει την ονομασία των βραβείων, μετονομάζοντας τα από “ελληνικά Όσκαρ” σε “Δέκατες Μούσες”! Το άστοχο αυτό όνομα δόθηκε, επειδή τα αγαλματίδια των νικητών παρίσταναν από μια Μούσα.
Η τελετή ήταν αρκετά ανορθόδοξη, καθώς ξεκίνησε με την προβολή της ελληνικής ταινίας “Μπροστά στο Θεό”, ενόσω τα μέλη της επιτροπής συνεδρίαζαν για να ψηφίσουν. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, που συνδύαζε τη γνώμη της επιτροπής και του κοινού, έγινε από τον Ίωνα Νταϊφά δύο ώρες αργότερα. Πρώτα απονεμήθηκε το βραβείο του καλύτερου άνδρα συμπρωταγωνιστή (β’ ανδρικός ρόλος), για το οποίο ψήφισαν μόνο τα μέλη της Τεχνοκριτικής Επιτροπής. Νικητής σ’ αυτήν την κατηγορία αναδείχθηκε ο Γιάννης Αργύρης για την ερμηνεία του στη “Νεκρή Πολιτεία”. Το βραβείο της καλύτερης συμπρωταγωνίστριας (β’ γυναικείος ρόλος) απονεμήθηκε ομόφωνα στη Νίτσα Ζαφειρίου, που συμμετείχε στην ίδια ταινία, όπως και στο “Πικρό Ψωμί”.
Η “Νεκρή Πολιτεία” θα λέγαμε ότι σάρωσε στα πρώτα – και τελευταία – εκείνα βραβεία, κερδίζοντας και εκείνο καλύτερης φωτογραφίας, το οποίο παρέλαβε συγκινημένος ο οπερατέρ Αριστείδης Καρύδης-Φουξ. Το “Όσκαρ” καλύτερου σεναρίου δόθηκε στην ταινία “Ματωμένα Χριστούγεννα”, ενώ για τη μουσική της υπόκρουση, που έφερε τη σφραγίδα του Μάνου Χατζηδάκι, βραβεύθηκε η “Αγνή του Λιμανιού”.
Στη συνέχεια ήρθε η ώρα των βραβείων για τις τέσσερις βασικές κατηγορίες, όπου βαρύνουσα ήταν και η συμμετοχή του κοινού. Ως καλύτερος Έλληνας πρωταγωνιστής βραβεύθηκε ο Νίκος Τζόγιας για την ερμηνεία του στη “Νεκρή Πολιτεία”. Ο ηθοποιός δήλωσε “ευτυχισμένος και κατασυγκινήμενος, διότι μου έγινε η τιμή να είμαι ο πρώτος Έλλην ηθοποιός που παίρνει το αγαλματίδιο αυτό στα χέρια του”.
Μπορεί στην παραπάνω κατηγορία η γνώμη κοινού και επιτροπής να ταυτίστηκαν, δεν συνέβη όμως το ίδιο με το βραβείο για την καλύτερη πρωταγωνίστρια. Όπως είδαμε και προηγουμένως, το κοινό διχάστηκε μεταξύ Δάφνης Σκούρα και Αλέκας Κατσέλη, δίνοντας όμως τις 6 ψήφους, που δικαιούνταν αναλογικά, στην πρώτη. Ωστόσο, η επιτροπή είχε άλλη άποψη και τελικά το βραβείο απονεμήθηκε στην “Ζαΐρα” Αλέκα Κατσέλη, η οποία αιφνιδιάστηκε, όπως ήταν φυσικό.
Κατά τ’ άλλα, στις δύο εναπομείνασες κατηγορίες επιβεβαιώθηκαν τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας του κοινού κι έτσι το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας απονεμήθηκε στον Γιώργο Τζαβέλλα (“Αγνή του Λιμανιού”), ενώ το βραβείο καλύτερης ταινίας απέσπασε η “Ζαΐρα” με ψήφους 8 επί συνόλου 15. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι 6 από τις 8 ψήφους ήταν του κοινού, συμπεραίνει κανείς ότι η επιτροπή είχε προκρίνει μια άλλη ταινία, χωρίς όμως να υπάρχει εκείνη η δυναμική που ν’ ανέτρεπε το αποτέλεσμα. Φωτογραφίες από την απονομή των βραβείων, όπως δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα “Εμπρός”, που είχε αναλάβει και τη σχετική πρωτοβουλία, στις 10.03.1953:
Συνολικά, 4 Όσκαρ απέσπασε η “Νεκρή Πολιτεία”, από 2 η “Αγνή του Λιμανιού” και η “Ζαΐρα” και 1 τα “Ματωμένα Χριστούγεννα”. Οι ταινίες αυτές δεν κατάφεραν να μείνουν διαχρονικές, εκτός κι αν κάποια στιγμή στο μέλλον ανακαλύψει κανείς την αξία τους, όπως επίσης δεν έμειναν διαχρονικά και τα “ελληνικά Όσκαρ” ή “Δέκατες Μούσες”, όπως είχαν ονομαστεί επίσημα την τελευταία στιγμή. Εξάλλου, μεγάλη αστοχία ήταν το σνομπάρισμα της Ειρήνης Παπά, που ήταν η πρωταγωνίστρια της “Νεκρής Πολιτείας”. Η ταινία θα προβαλόταν στο Φεστιβάλ των Κανών σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία και θα άνοιγε το δρόμο της διεθνούς καριέρας στην Ελληνίδα ηθοποιό.
Αν και αμέσως μετά τα πρώτα εκείνα βραβεία είχε ανακοινωθεί ότι θα ξεκινούσε ο σχεδιασμός των επόμενων με μεγαλύτερη οργάνωση, για κάποιο λόγο δεν υπήρξε συνέχεια. Το επόμενο ελληνικό κινηματογραφικό φεστιβάλ και απονομή βραβείων θα γινόταν επτά χρόνια αργότερα στη Θεσσαλονίκη, ένα φεστιβάλ που παραμένει θεσμός μέχρι σήμερα – κι ας περνάει κι αυτό την κρίση του. πηγή
Οι κόντρες μεταξύ των ηθοποιών ήταν στα φόρτε τους τη μακρινή δεκαετία του ’60.Συχνές ήταν οι συνεντεύξεις με πικρόχολα σχόλια, αιχμές και δηλώσεις τόσο σφοδρές, που αν γινόντουσαν αντίστοιχες σήμερα, το STAR CHANNEL θα σημείωνε απανωτά ρεκόρ τηλεθέασης. Στόχος των επιθέσεων…ποιος άλλος: οι δύο μεγαλύτερες σταρ της εποχής, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη. “Με αδίκησε”, “με φοβάται” και άλλα αντίστοιχα αιχμηρότατα σχόλια άναβαν στην κυριολεξία τα αίματα.Τι γινόταν όμως με τη φημολογούμενη λυκοφιλία Βουγιουκλάκη – Καρέζη; Κατά πόσο ίσχυε στην πραγματικότητα; Βρήκαμε συνεντεύξεις των δύο γυναικών, στις οποίες η μία αναφέρεται στην άλλη. Τι λένε; Θα μάθετε στη συνέχεια…
Να σημειωθεί ότι σκοπός αυτού του ρεπορτάζ είναι να διαπιστώσουμε πόσο πολύ πιο ακραίες ήταν κόντρες εκείνη την εποχή, που συνηθίζουμε να αναπολούμε χωρία να την έχουμε ζήσει. Πολλά ευχαριστώ στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικών της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας, χάρη στην οποία υπάρχει η πρόσβαση στο αρχείο της παλιάς εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, χωρίς το οποίο το παρόν ρεπορτάζ δε θα γινόταν ποτέ.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1965, λοιπόν, η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ δημοσίευσε συνέντευξη της Ελένης Ανουσάκη, όπου μεταξύ άλλων ρώτησαν την άποψή της για τις συναδέλφους της. Αυτό που ακολούθησε, η εφημερίδα το βάφτισε «καλλιτεχνικό Βιετνάμ» – και όχι άδικα. Αν και αρχικά η ηθοποιός δήλωσε ότι θαυμάζει την εθνική μας σταρ «σαν εργαζόμενο άνθρωπο της δουλειάς», για την οποία μάλιστα δε θα μπορούσε ποτέ να πει ότι δεν έχει ταλέντο από τη στιγμή που ανέβηκε τόσο ψηλά, υπογράμμισε με νόημα ότι «η Αλίκη δεν είναι της σειράς των μεγάλων πρωταγωνιστριών που έχουν προσφέρει συνέχεια επιτυχίες». Και φυσικά οι βόμβες μόλις άρχισαν να εκτοξεύονται…
Σχολιάζοντας μία δήλωση της Βουγιουκλάκη, ότι δεν είχε ξεχωρίσει κάποια νεότερη ηθοποιό ως αντικαταστάτρια της στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η Ανουσάκη ξεσπάθωσε: «Η κυρία Βουγιουκλάκη έχει κάνει δέκα ταινίες του ίδιου τύπου και δέκα ρόλους στο θέατρο, επίσης του ίδιου τύπου … Όλοι κάνουμε έναν αγώνα…Ο καθένας με τη σειρά του, με την ηλικία του και με την ώρα του…
Το να βγαίνει η κυρία Βουγιουκλάκη και να λέει αυτά που λέει είναι απαράδεκτο. Δε μας ενδιαφέρει η σκυτάλη που θέλει να μας παραδώσει. Η κάθε μία τραβάει το δρόμο της». Και μετά ήρθε η αποκάλυψη: «Πρέπει να ξέρετε ότι (η Βουγιουκλάκη) δε θέλει να βοηθήσει ανθρώπους με προσόντα κι επειδή πιστεύω ότι εγώ έχω προσόντα, σας λέω ότι κάποτε με φώναξε να υποδυθώ σε μια ταινία της την υπηρέτρια και μου είπε ότι «θα χορεύετε και μπόσα νόβα». Τότε της απάντησα ότι τη μπόσα νόβα τη χορεύω στο σπίτι μου ή σ’ ένα κέντρο. Με φώναξε για να με μειώσει. Όμως, όπως και να ναι, πάντα θα πιστεύω στην αναμφισβήτητη αξία της. Και ειλικρινά δε μιλώ με κακία». Πού και να μιλούσε με κακία δηλαδή τι θα έλεγε το στόμα της ….
Στη συνέχεια, αφού πρώτα επέπληξε την Έλενα Ναθαναήλ σχετικά με δηλώσεις της για την Τζένη Καρέζη λέγοντας ότι «πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί το μυαλό της και τη γλώσσα της… πριν μιλήσει για μια επιτυχημένη ηθοποιό όπως η Τζένη Καρέζη», ερρίφθη και η δεύτερη δήλωση βόμβα. Αν και μόλις την είχε υπερασπισθεί, η Ανουσάκη κατήγγειλε: «την κυρία Καρέζη, προσωπικά δεν (την) συμπαθώ. Μου συμπεριφέρθηκε άσχημα, με αγνόησε και με περιφρόνησε», αναφερόμενη στη συνεργασία τους στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια». Και η ηθοποιός συνέχισε ακάθεκτη: «Δεν μου φέρθηκε διόλου φιλικά. Το να δημιουργείς σε νέους ανθρώπους κόμπλεξ και αβεβαιότητα είναι πολύ κακό και δείχνει ότι δεν έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου».
Η Ελένη Ανουσάκη στα νιάτα της είχε ειδικότητα στην κυβίστηση ή είναι ιδέα μου;
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΡΙΚΑΣ ΔΙΑΛΥΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ
Τον Νοέμβριο του 1968, η Ρίκα Διαλυνά είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα της στο εξωτερικό. Σ’ ένα από τα ταξίδια της είχε επιστρέψει για λίγο στην Ελλάδα και έκρινε σκόπιμο να θυμηθεί, σε συνέντευξη της στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στις 9 Νοεμβρίου, τη συνεργασία της με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Διπλοπενιές» δύο χρόνια νωρίτερα, αφήνοντας σειρά από αιχμές κατά της εθνικής μας σταρ.
Αφού αξιολόγησε την εμφάνισή του εαυτού της στην ταινία ως «σοκαριστική», επειδή θεωρούσε ότι «φαινόταν αλλήθωρη», η Ρίκα Διαλυνά το απέδωσε «σε στημένη παγίδα. Ήταν φόνος εκ προμελέτης». Ποιον θεωρούσε υπεύθυνο της παγίδας; Μα φυσικά την Αλίκη, που ήταν και η πρωταγωνίστρια της ταινίας.
Η Διαλυνά ήταν καταπέλτης: «Μόνο που πρωταγωνίστρια είμαι και εγώ. Και πιστεύω ότι μία πρωταγωνίστρια όταν φοβάται μία άλλη είναι καλύτερα να μην παίζει. .. Μ’ αυτό που έκανε η … άλλη πρωταγωνίστρια έδειξε αδυναμία! Και να ήταν μόνο αυτό.. Υπέφερα τα πάντα σε όλη τη διάρκεια του γυρίσματος». Παράλληλα απέκλεισε νέα συνεργασία με την Αλίκη: «Θα απαντούσα όχι. ΠΟΤΕ»! Δεν ξέρω αν άλλαξε στη συνέχεια η γνώμη της Ρίκας Διαλυνά για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, πάντως οι δυο τους όντως δε συνεργάστηκαν ξανά.
ΚΑΡΕΖΗ – ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ: Η ΚΟΝΤΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ
Η δικαίωση της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη δικαστική της διαμάχη με τον παλιό συνεργάτη της και γνωστό θεατρικό συγγραφέα Αλέκο Σακελλάριο, με αφορμή ένα σατιρικό σκετσάκι κατά της ηθοποιού σε επιθεώρηση της εποχής με τη σφραγίδα του Σακελάριου, έδωσε στην Αλίκη την αφορμή να σχολιάσει τη θεατρική της αντίπαλο Τζένη Καρέζη.
Συγκεκριμένα,σε συνέντευξη της στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στις 13 Ιουλίου 1968, αναφέρθηκε στην αλληλέγγυα στάση της Καρέζη, η οποία είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στο πλευρό της Βουγιουκλάκη. Τα λόγια ήταν παραπάνω από εγκωμιαστικά: «Η Καρέζη είναι αγωνίστρια, λεβέντισσα, και μεγάλη πρωταγωνίστρια».
Δύο εβδομάδες μετά και λίγες ημέρες πριν τον γάμο της με τον Κώστα Καζάκο, ήταν η σειρά της Καρέζη να μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για την Αλίκη (στην ίδια εφημερίδα): «Η Αλίκη εκτός από πρωταγωνίστρια είναι φαινόμενο και είδωλο…Νομίζω ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μας κάνει αντίπαλες. Αυτά είναι μια λεζάντα, ίσως γιατί είμαστε σύγχρονες και τύχαμε μεγάλης προβολής. Πιστεύω ότι απλά είμαστε διαφορετικές…Έτσι τίποτα απολύτως δεν έχει να φοβηθεί η μια από την άλλη».
Ο δημοσιογράφος, που πήρε τη συνέντευξη, ισχυρίζεται μάλιστα ότι έτυχε αυτήκοος μάρτυρας τυχαίας τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ Τζένης και Αλίκης γεμάτης από εγκαρδιότητα και αγάπη. Δε γνωρίζουμε αν αυτό συνέβη στην πραγματικότητα ή μόνο στη φαντασία του δημοσιογράφου χάριν εντυπώσεων του ρεπορτάζ. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι η Τζένη Καρέζη δεν ήταν σε καμία περίπτωση μία από τις πολλές πρωταγωνίστριες της εποχής που στρέφονταν δημόσια κατά της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Κι έτσι ο μύθος για μια ανύπαρκτη κόντρα καταρρέει.
Τους ξέρουμε από τις ελληνικές ταινίες που ακόμα απολαμβάνουμε σαν να είναι η πρώτη φορά που τις παρακολουθούμε. Το Hollywood αποτελούσε το κέντρο του κινηματογράφου που όλοι οι κατεξοχήν ηθοποιοί ήθελαν να επισκεφτούν, προκειμένου να δοκιμάσουν την τύχη τους.
Άλλοι τα κατάφεραν , άλλοι πάλι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Εμείς θυμηθήκαμε κάποιους μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς που τόλμησαν και σας τους παρουσιάζουμε:
Μελίνα Μερκούρη Αναμφισβήτητα δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα μας και βέβαια να μην είναι στην πρώτη θέση! Μεγάλη και πολυτάλαντη ηθοποιός που αγαπούσε τη χώρα μας και δεν σταματούσε στιγμή να το «φωνάζει» με το πολιτιστικό της έργο. Η πρώτη της ταινία ήταν «Στέλλα» -με την επική φράση Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι- η οποία της χάρισε μια υποψηφιότητα στο Φεστιβάλ Καννών ως Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία, όχι όμως και το βραβείο. Τελικά το έλαβε λίγο καιρό μετά με την ερμηνεία της στο «Ποτέ την Κυριακή».
Δικαίωση. Από εκεί και έπειτα, η Μελίνα Μερκούρη ήταν ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά ονόματα που διέπρεψαν στο εξωτερικό ∙ όχι μόνο για το κινηματογραφικό της ταλέντο αλλά και για την πολιτιστική της δράση.
Ειρήνη Παπά Άλλη μια ηθοποιός που ξεχώρισε και άφησε το δικό της στίγμα στην έβδομη τέχνη. Ξεκινώντας από παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου ενσαρκώνοντας τη Μήδεια και την Ηλέκτρα και φτάνοντας στα κινηματογραφικά στούντιο του Hollywood εγκαταλείποντας την Ελλάδα. Τη δεκαετία του ’50 συμμετείχε στην υπερπαραγωγή «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» ενώ αργότερα έρχεται και ο «Αλέξης Ζορμπάς» παίζοντας δίπλα στον Άντονι Κουιν.
Το 1962, ο Μιχάλης Κακογιάννης μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την τραγωδία του Ευριπίδη «Ηλέκτρα», με την ταινία να κερδίζει τα βραβεία καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς και ηχητικής επένδυσης στο Φεστιβάλ των Καννών. Εφτά χρόνια αργότερα, το 1969, πρωταγωνιστεί στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά με το έργο να κερδίζει Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Ρίκα Διαλυνά Γνωστή όχι μόνο για το υποκριτικό της ταλέντο, αλλά και για την μεσογειακή ομορφιά της που θα μπορούσε να πει κανείς πως μοιάζει περισσότερο με Ιταλίδα παρά με Ελληνίδα. Ηθοποιός και ζωγράφος, η Ρίκα Διαλυνά διέπρεψε και στις δύο τέχνες, αφού στο πλευρό της είχε τον Ηλία Καζάν και τον Πάμπλο Πικάσο αντίστοιχα να της δίνουν τα φώτα τους. Περίπου τη δεκαετία του ’60, η Ρίκα Διαλυνά έλαβε μέρος στο τηλεοπτικό σίριαλ «Rat Patrol», όπου εντυπωσίασε. Αργότερα, η ηθοποιός πήγε και στην Ιταλία όπου συνεργάστηκε με τον Φελίνι και τον Γκάσμαν, αλλά και στη Γερμανία παίρνοντας μέρος στην ταινία «Δόκτορ Μαμπούζ».
Ξένια Καλογεροπούλου Η γλυκιά ηθοποιός με τα όμορφα μελαγχολικά της μάτια έχει αρκετές ταινίες στο κινηματογραφικό της βιογραφικό, με 4 από αυτές να έχουν χολιγουντιανό αέρα. «Casablan», «Les chiens dans la nuit», «It happened in Athens» και το πιο πρόσφατο «Πριν τα μεσάνυχτα» είναι οι ταινίες αυτές που έδωσαν στην Ξένια Καλογεροπούλου την ευκαιρία να δείξει το ταλέντο της στην Αμερική. Μας είναι κάπως άγνωστη αυτή η πτυχή στην καριέρα της, αλλά σίγουρα εκτιμάμε το ταλέντο της και αγαπάμε τις ταινίες της.
Σωτήρης Μουστάκας Ένας από τους πασίγνωστους κωμικούς της Ελλάδας, που με τις ταινίες του και το αστείο παρουσιαστικό του μας έκανε να γελάσουμε με την ψυχή μας. Ο Σωτήρης Μουστάκας μπορεί να διέπρεψε στον ελληνικό κινηματογράφο, όμως έλαβε μέρος στον «Αλέξη Ζορμπά» ενσαρκώνοντας το ρόλο του τρελού του χωριού. Επίσης, ο κωμικός είχε λάβει ένα συμβόλαιο από την εταιρεία παραγωγής Fox για να παίξει σε μια ταινία με τον Μάικλ Κέιν, όμως αρνήθηκε. Σε συνέντευξή του είχε πει πως το θεώρησε μια χαμένη ευκαιρία που έπρεπε οπωσδήποτε να αρπάξει. Μπορεί να μην έκανε, λοιπόν, μεγάλη καριέρα στο Hollywood, όμως έγινε αγαπητός στη χώρα μας.
Μιχάλης Γιαννάτος Ηθοποιός από τους λίγους που κατάφερε να βγει έξω από τα εγχώρια καλλιτεχνικά δρώμενα και να διαπρέψει. Ο Γιαννάτος μιλούσε άπταιστα 5 γλώσσες –ελληνικα ,τούρκικα, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά- γεγονός που τον βοήθησε στην διεθνή του καριέρα. «Το εξπρές του Μεσονυχτίου», «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» και το «Μόναχο» είναι μερικές από τις ξένες παραγωγές στις οποίες έπαιξε.
Μάλιστα είχε δουλέψει δίπλα σε πασίγνωστα ονόματα όπως τον Άντονι Κουίν, τον Νίκολας Κέιτζ και την Πενέλοπε Κρουζ. Στα εγχώρια κινηματογραφικά γεγονότα είχε συμμετάσχει με μεγάλη επιτυχία σε πολλές ταινίες και σειρές, αφήνοντας πάντα τις καλύτερες εντυπώσεις.
Δέσπω Διαμαντίδου Κορυφάια ηθοποιός τόσο του κινηματογράφου όσο και του θεάτρου. Συνεργάστηκε με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή», αλλά η διεθνής καριέρα ήρθε το 1965 όταν εμφανίστηκε στην ταινία «No Mr Johnson» σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου. Έπειτα, το 1967 έφυγε για τις ΗΠΑ, όπου εκτός από κινηματογράφο, έκανε και θέατρο παίζοντας στο Broadway της Νέας Υόρκης.
Κατίνα Παξινού Το όνομά της είναι γνωστό παγκοσμώς αφού κατάφερε να μαγέψει το κοινό όχι μόνο του κινηματογράφου, αλλά κυρίως του θεάτρου. Με αξιομνημόνευτες ερμηνείες στο σανίδι, η Κατίνα Παξινού έπαιξε σε θέατρα όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. Η Κατίνα Παξινού κέρδισε το 1944 το όσκαρ ηθοποιίας για την ταινία «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» και για το έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» βραβεύτηκε με βραβείο Κοκτώ. Το μοναδικό της ταλέντο αναγνωρίστηκε παγκοσμίως κάνοντας το όνομά της γνωστό στο Hollywood.
O Σωτήρης Μουστάκας στα νιάτα του στην Κύπρο ήταν μεγάλο πατριωτάκι. Σαν μαθητής ακόμη, ήταν δικτυωμένος στην ΕΟΚΑ, την Α΄ φυσικά, στο μυστικό αντάρτικο κατά των Άγγλων.
Βέβαια τότε οι “δουλειές” που μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα νεαρό παιδί, ήταν να κάνει τον σύνδεσμο ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες που δρούσαν ξεχωριστά στις πόλεις και τα χωριά, δηλαδή για να μεταφέρει μηνύματα. Όλοι σχεδόν οι αρχηγοί των ομάδων είχαν αρχαιοελληνικά ονόματα για να μην αναγνωρίζονται και για να καλύπτονται από εγχώριους προδότες. Αυτό ίσως εξηγεί τον λόγο για τον οποίο επέλεγε αυτά τα ονόματα στις ταινίες του μετά την μεταπολίτευση.
Ζήνων – “Το παίζω και πολύ άντρας” Αρχιμήδης – “Ο ροζ γάτος” Οδυσσέας – “Καμικάζι τσαντάκιας” Θησέας / Αλέξανδρος – “Το μεγάλο ρουθούνι”
Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, ήταν το φυτώριο που κατασκεύασε τους λαμπερούς σταρ ηθοποιούς. Ωστόσο πίσω από την λάμψη των ηθοποιών υπήρχε και μια άλλη,...
Ο Δημήτρης Μπόγρης με καταγωγή από τη Σαλαμίνα γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα. Από μικρός είχε καλλιτεχνικές τάσεις και ήθελε να σπουδάσει μουσική, αλλά...