Ο Νίκος Κούρκουλος έχασε τα δύο από τα τρία αδέλφια του, ενώ δε μιλούσε ποτέ δημόσια για την οικογενειακή τραγωδία.
Το 1952 ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας, Σπύρος, ταξίδευε με ένα γκαζάδικο σαν τρίτος πλοίαρχος, όταν το πλοίο χτυπήθηκε από τυφώνα ανοιχτά της Βενεζουέλας και κόπηκε στα δύο. Ο αδελφός του δε βρέθηκε ποτέ!
Λίγα χρόνια μετά, ο άλλος αδελφός του βρισκόταν μαζί με τους εργάτες στην οικοδομή και μετρούσε τα τούβλα, όταν ξαφνικά έπεσε από την ταράτσα και σκοτώθηκε.
Ο Λευτέρης Παπανικολάου είναι….ο Λευτέρης Παπανικολάου- Γκιωνάκης, γιος της Πωλίνας και εγγονός του Γιάννη Γκιωνάκη. Δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση στην τέχνη της υποκριτικής, ωστόσο η δική του ιδιαίτερη κλίση τον ώθησε προς τη σκηνοθεσία.
Μεγάλωσα, λέει στο Πρώτο Θέμα, σε ένα σπίτι όπου όλη την ημέρα μιλούσαν για έργα, σκηνοθεσία και τέχνη. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία με τον παππού και οι επιρροές ήταν πολύ δυνατές», και συνεχίζει «όταν πήγαινα στο γυμνάσιο σκέφτηκα να ακολουθήσω τον οικογενειακό δρόμο και να γίνω καλλιτέχνης έχοντας προβληματισμό μέχρι την τελευταία στιγμή για το αν τελικά επιθυμώ να πάρω το χρίσμα του ηθοποιού ή του σκηνοθέτη. Όταν αποφάσισα ότι η σκηνοθεσία μου πάει καλύτερα νομιζω ότι εκείνος που στεναχωρήθηκε περισσότερο ήταν ο παππούς μου, ο οποίος ήθελε και η τρίτη γενιά να ακολουθήσει τα χνάρια του.
Ο νεαρός θυμάτα, επίσης, τα παιδικά του χρόνια: «Υπήρχαν παραστάσεις στις οποίες πήγαινα σχεδόν καθημερινά στο θέατρο, αφού η μητέρα μου και ο παππούς μου έπαιζαν μαζί. Γνωρίζα τόσο καλά το έργο, ώστε αν έλειπε κάποιος από το καστ και με έβαζες θα μπορούσα να παίξω κανονικά το ρόλο.
Θυμάμαι να τριγυρνώ με τις ώρες στα καμαρίνια, να μιλάω με τους ηθοποιούς και να παρακολουθώ τις αντιδράσεις του κοινού σε οσα διαδραματίζονταν επί σκηνής». Ο Λευτέρης Παπανικολάου Γκιωνάκης μιλάει και για τον παππού του: «Αυτό που βλέπετε στις ταινίες, αυτό ήταν… ένας άνθρωπος με πηγαίο χιούμορ, έξω καρδιά, γνήσιος διασκεδαστής.
Ως άνθρωπος ήταν ιδιαίτερα στοργικός, ιδιαίτερα με εμένα που ήμουν και το εγγόνι του.
Έλληνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, γνωστός για τις ταινίες του «Το νησί της Αφροδίτης», «Ντάμα σπαθί» και «Επιχείρηση Απόλλων».
Ο Γιώργος Σκαλενάκης γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1926 στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Σπούδασε στην περίφημη Ακαδημία Κινηματογράφου της Πράγας (FAMU) με συμμαθητή τον Μίλος Φόρμαν και μετά την αποφοίτησή του γύρισε μία σειρά από ταινίες μικρού μήκους που διακρίθηκαν σε διεθνή φεστιβάλ.
Το 1963 γύρισε στην Τσεχοσλοβακία την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «Τα Μπλουζ της Πράγας», ένα «ψυχολογικό τζαζ μιούζικαλ», όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος. Τον Αύγουστο του 1965, ύστερα από πρόσκληση της εταιρείας «Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης», ήλθε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ελληνική ταινία «Διπλοπενιές», με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Ακολούθησαν οι ταινίες «Ντάμα Σπαθί» (1966), καλλιτεχνική επιτυχία του σκηνοθέτη με συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Σικάγου, «Αχ αυτή η γυναίκα μου» (1967), «Επιχείρηση Απόλλων» (1968), «Βυζαντινή Ραψωδία» (1968), «Θυμήσου αγάπη μου» (1969) και «Το νησί της Αφροδίτης» (1969) με θέμα τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, στην οποία πρωταγωνίστησε η Κατίνα Παξινού, στη μοναδική της εμφάνιση σε ελληνική ταινία.
Πολλές από τις ταινίες του Σκαλενάκη είχαν ως φόντο τους το Ναύπλιο, μία πόλη, που είχε χαραχθεί στην ψυχή του. «Βρήκα το ρωμαίικο στο Ναύπλιο. Ό,τι σύγχρονο ρωμαίικο υπάρχει περνάει μέσα από αυτή την πόλη» είχε δηλώσει σε μία συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» (φ.16311 / 25 Αυγούστου 2013).
Εργάσθηκε, επίσης, στην ελληνική τηλεόραση και σκηνοθέτησε πολλές τηλεοπτικές σειρές, από τις οποίες ξεχώρισε η διεθνής συμπαραγωγή της ΥΕΝΕΔ με τίτλο «Κατοχή», στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι γνωστοί ηθοποιοί Κλάους Κίνσκι, Κουρτ Γιούργκενς και Μαρία Σελ. Από το 1975 δίδασκε την κινηματογραφική τέχνη στη Σχολή Σταυράκου.
Ο Γιώργος Σκαλενάκης πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2014, σε ηλικία 88 ετών.
«Δεν είμαι ο …εργοδότης που ξέρετε! Δεν έχω σκοπό να κάνω ομαδικές απολύσεις».
Για το βενζινάδικο που έχει ανοίξει στα Πατήσια μίλησε μεταξύ άλλων η Ισμήνη Καλέση, στο πλαίσιο της συνέντευξης που παραχώρησε στον Φώτη Σεργουλόπουλο και τη Μαρία Μπακοδήμου.
«Έβγαλα χρήματα από τη δουλειά μου τα οποία τα επένδυσα, τα χρησιμοποίησα κάπου καλά κι έχω μια επιχείρηση, ένα βενζινάδικο στα Πατήσια, που είναι στο όνομά μου. Το θέατρο δεν είναι για να βγάλεις λεφτά, είναι για να χάσεις. Τα πάντα ξέρω που είναι. Και τα λάδια και τα αξεσουάρ και τα πάντα, φυσικά όλα τα ξέρω. Πηγαίνω καθημερινά, όχι γιατί έχω αυστηρό ωράριο, αγαπάω τον κόσμο που δουλεύει εκεί, τον εμπιστεύομαι, θέλω να είναι ευχαριστημένος, είμαι συνεργάτης του, δεν είμαι ο εργοδότης που ξέρετε, δεν έχω από πάνω καμία… σπάθα, ούτε έχω σκοπό να κάνω ομαδικές απολύσεις».
Ο Χρήστος Χαιρόπουλος ήταν ένας από τους γνησιότερους εκπροσώπους της Αθήνας του Μεσοπολέμου, τόσο στα γράμματα όσο και στη μουσική. Δημοσιογράφος από τα 14 του χρόνια, κορυφαίος συνθέτης της εποχής του και συγγραφέας θεατρικών έργων, μυθιστορημάτων, διηγημάτων, ποιημάτων και ιστορικών δοκιμίων, άφησε παρακαταθήκη ένα πολυσύνθετο και αξιόλογο έργο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1909 κυριολεκτικά μέσα στη δημοσιογραφία, αφού πατέρας του ήταν ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Χρόνος» Κωστής Χαιρόπουλος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, ενώ παράλληλα δημοσιογραφούσε και έγραφε μουσική. Αρχικά ασχολήθηκε με οπερέτες με πρώτη την «Γυναίκες-Γυναίκες» που έγραψε μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο και μουσική δική του, η οποία έγινε και μεγάλη επιτυχία.
Το 1936 άρχισε να γράφει νούμερα επιθεωρήσεων μαζί με άλλους και να συνθέτει τη μουσική τους. Το 1938 επανακυκλοφόρησε μαζί με τους Δημήτρη Χρονόπουλο, Εμμανουήλ Σαφαρίκα, Παναγιώτη Παπαδούκα, Δημήτρη Μπόγρη και Χρήστο Γιαννακόπουλο την ημερήσια πρωινή εφημερίδα «Χρόνος» που είχε εκδώσει ο πατέρας του το 1903.
Την ίδια εποχή αρχίζει να συνθέτει ελαφρά τραγούδια, τα οποία αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από όλη την Ελλάδα. Από τότε μοίρασε τη ζωή του στη δημοσιογραφία, τη συγγραφή και τη μουσική, συνθέτοντας διαχρονικές επιτυχίες όπως: «Νινέτα, Νανίνα, Νινόν», «Πάολα», «Όνειρο ήταν και πάει», «Ψαροπούλα», «Τι κι αν χαθείς», «Σ’ ευχαριστώ», «Ονειρο φτωχό μου», «Αγαπημένη μου, χρόνια πολλά», «Είν’ ωραίο ν’ αγαπάς», «Έλα γι’ απόψε», «Μπορεί και να μη σ’ αγαπώ» και πολλά άλλα.
Το τραγούδι «Θα φύγω» έγινε επιτυχία και στη Γαλλία, με τον τίτλο «Je pars», ενώ στη Γερμανία το τραγούδι του «Γεια σου» με τίτλο “Servys” έγινε επιτυχία της μεγάλης τραγουδίστριας Zara Leander.
Μουσική και τραγούδια έγραψε και για πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Η συνεργασία του με τον Φίνο είναι σημαδιακή αφού ξεκίνησε στην πρώτη ταινία της Φίνος Φιλμ «Η Φωνή της Καρδιάς» (1943) για να συνεχιστεί και στις δύο επόμενες ταινίες «Η Βίλλα με τα Νούφαρα» (1945) και «Παπούτσι από τον Τόπο σου» (1946).
Ο Χρήστος Χαιρόπουλος συνεργάστηκε με πλήθος ημερήσιων εφημερίδων, με τελευταία το «Έθνος» – μέχρι το 1989 – καθώς και με τα περισσότερα περιοδικά της εποχής. Ήταν μέλος της ΕΣΗΕΑ, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Ένωσης συνθετών στη Γαλλία.
Ο Χρήστος Χαιρόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 8 Οκτωβρίου του 1992.
Πόσο πουλήθηκε η δίπορτη Maserati της Αλίκης Βουγιουκλάκη που βγήκε από τα σαλόνια και βρίσκεται σε μάντρα αυτοκινήτων;
Η δίπορτη Maserati της Αλίκης Βουγιουκλάκη βγήκε από τα κολωνακιώτικα …σαλόνια και βρέθηκε σε μάντρα αυτοκινήτων για να πωληθεί σε τιμή ευκαιρίας.
H εν λόγω Maserati ήταν το τελευταίο αυτοκίνητο της Αλίκης Βουγιουκλάκη και το οποίο οι Κολωνακιώτες έβλεπαν συχνά να οδηγεί τότε είτε ο Κώστας Σπυρόπουλος είτε ο γιος της Γιάννης Παπαμιχαήλ.
Kάθε πρωί καλημερίζει τον ήλιο από το κτήμα του στο Κορωπί. Αυτό που αγόρασε πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν ο –έφηβος τότε– γιος του παραπονέθηκε:
«Πατέρα, πότε επιτέλους θα πατήσουμε χώμα;».Ο χώρος ήταν άγριος κι αφιλόξενος, γεμάτος ξερόχορτα κι ερπετά. Έτσι, άρχισε αυτό που ήθελε και ήξερε να κάνει από μικρός, να δημιουργεί. «Εκείνη την εποχή, εμφανιζόμουν στο Καλημέρα Zωή και τη Λάμψη κι έπαιρνα καλό μισθό. Αλλά τα χρήματα ανέκαθεν λειτουργούσαν για μένα σαν βαρίδια, έπρεπε να τα ξοδεύω. Δημιουργικά, όχι σε ποτά, τσιγάρα και ξενύχτια. Αν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου, θα αγοράσω μια πέτρα για να χτίσω κάτι» λέει. Έτσι, κουβαλώντας πέτρες και άμμο, έφτιαξε το σπίτι αλλά και τον αμφιθεατρικό χώρο «Κεκρωπία», που συχνά στεγάζει τα όνειρά του στην υποκριτική, αλλά και κάποιων θιάσων που βρίσκονται σε περιοδεία.
Το “Λούνα Πάρκ” ήταν κοινωνική σειρά 333 επεισοδίων των 60 λεπτών (Κύκλοι επεισοδίων 7). Πρεμιέρα στην ΕΙΡΤ την Πέμπτη 11 Ιουλίου του 1974. Προγραμματισμός κάθε Πέμπτη στις 19:55. Φινάλε την Πέμπτη 7 Μαΐου 1981.
Η σειρά ήταν ασπρόμαυρη. Η σειρά δεν προβλήθηκε ποτέ σε επανάληψη από την ΕΡΤ.
Η ΕΡΤ έχει γνωστοποιήσει πως τα επεισόδια της σειράς έχουν σβηστεί. Επίσημα, στο Αρχείο της ΕΡΤ μόνο ένα επεισόδιο διασώζεται (από το καλοκαίρι του 1978, συγκεκριμένα της Πέμπτης 03 Αυγούστου του 1978).
Οι απλές καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων που εργάζονται σ’ ένα λούνα παρκ.
Το Λούνα Παρκ ήταν και σίριαλ και μουσικό σόου και τηλεπαιχνίδι ενώ ο τηλεθεατής μπορούσε να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς με «πλούσια δώρα».
Μεταξύ των σκετς και των παιχνιδιών υπήρχαν δημοφιλείς τραγουδιστές, οι οποίοι ερμήνευαν τις τελευταίες επιτυχίες τους και τους παρουσίαζε ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης. Ο δοκιμασμένος ηθοποιός από τον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 60.
Κάθε Πέμπτη, λοιπόν, για 7 ολόκληρα χρόνια, από το 1974 έως το 1981, τα βλέμματα των τηλεθεατών ήταν στραμμένα σ’ ένα Λούνα Παρκ, όπου συναντώνταν τα όνειρα, οι χαρές, οι λύπες, οι έρωτες ανθρώπων που κινούνταν εκεί, πλάι στους τροχούς της τύχης, τις μπαλαρίνες, τα τρενάκια, τους κρίκους.
Στ’ αυτιά των παλαιοτέρων ακόμα ηχεί η φωνή της Τούλας (Κάτια Αθανασίου) να προσκαλεί το κοινό με την κλασική πια ατάκα “πέντε κρίκοι ένα τάλιρο”.
Παρακολουθούσαμε, λοιπόν, τους ήρωες της καθημερινότητας μας με τα προβλήματά τους, τις γκρίνιες τους αλλά, κυρίως, με την αγάπη που τους ένωνε, με τον ένα να πονάει για τον άλλον, όπως συνέβαινε στις παλιές γειτονιές, όπου τα πάντα ήταν πιο άδολα, πιο αγνά.. (Τουλάχιστον στα ελληνικά σήριαλ- και μάλιστα του Δαλιανίδη).
Σκηνοθέτης ήταν ο πιο δημοφιλής σκηνοθέτης του ’60 και εξπέρ στα μιούζικαλ Γιάννης Δαλιανίδης που κατάφερε να πιάσει τον παλμό και των τηλεθεατών με μια πολύ έξυπνη ιδέα, την οποία υλοποίησε μια πλειάδα παλιών και νέων ηθοποιών.
Ο Δαλιανίδης εδραίωσε στο “Λούνα Παρκ”, όλες τις τηλεοπτικές και σεναριακές συνταγές που θα ακολουθούσε σε όλα τα επόμενα σήριαλ που σκηνοθέτησε για την ελληνική τηλεόραση.
Η θαυμάσια μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα, όσο για τα σκηνικά του Μίνωα Αργυράκη ήταν αξεπέραστα και μοναδικά για ελληνικό σήριαλ. To soundtrack της σειράς κυκλοφόρησε το 1976 σε δίσκο 33 στροφών και επανακυκλοφόρησε το 1995 σε CD με την φωτογραφία του δίσκου. To soundtrack περιλαμβάνει 13 τραγούδια και σκετς των ηθοποιών της σειράς.
Το 1976/1977, σε μία από τις εκπομπές από “Το Πορτραίτο της Πέμπτης”, ο Φρέντυ Γερμανός έκανε το πορτραίτο του Διονύση Παπαγιαννόπουλου.
Είχε καλεσμένους όλους τους πρωταγωνιστές του “Λούνα Παρκ” και έκανε και παρουσίαση του δίσκου της σειράς. Η εκπομπή αυτή διασώζεται στο αρχείο της ΕΡΤ.
Το “Λούνα Παρκ” ήταν η δεύτερη σε μακροβιότητα Ελληνική σειρά στην τηλεόραση (μετά την σειρά “Μεθοριακός Σταθμός” της ΥΕΝΕΔ), μέχρι που η “Η Λάμψη” και το“Καλημέρα Ζωή“ του Νίκου Φώσκολου ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Επομένως, σήμερα είναι η 4η Ελληνική σειρά με τις περισσότερες σεζόν προβολής (7). Το δημοφιλέστερο τηλεοπτικό πρόγραμμα των σεζόν 1976-1977 και 1977-1978 και από τα δημοφιλέστερα τηλεοπτικά προγράμματα των σεζόν 1975-1976, 1978-1979, 1979-1980 και 1980-1981. Ο πρώτος παρουσιαστής ήταν ο Τέρενς Κουίκ (1974), ο οποίος έδωσε σύντομα τα σκήπτρα της παρουσίασης στον πολύ αγαπητό Βαγγέλη Βουλγαρίδη (1974-1980).
Το 1980 μετά από επανάληψη τόσων ετών ο Βουλγαρίδης αποχωρεί και παρουσιάστρια γίνεται η μέτρια Ισμήνη Καλέση (1980-1981).
Οι χαρακτήρες όμως του σήριαλ ήταν ανεπανάληπτοι και στη συνείδηση του κόσμου, οι ηθοποιοί ταυτίστηκαν με τους ρόλους τους οποίους υποδύονταν. Ο πιο γνωστός και αγαπητός χαρακτήρας ήταν ο λαϊκός φιλόσοφος, ο νευρικός και γκρινιάρης κυρ-Γιώργης (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος).
Παρ’ όλες τις γκρίνιες του ήταν καλόκαρδος και όλοι τον αγαπούσαν και τον συμβουλεύονταν. Η γυναίκα του ήταν η αφελής και γλυκιά Ουρανία που την ενσάρκωνε η αξεπέραστη Άννα Παϊταζή.
Μαζί τους έμενε η τρελιάρα και μοντέρνα ανιψιά τους Κάθριν (Ρένα Παγκράτη).
Στο τέλος του κάθε επεισοδίου ήταν το τελευταίο και πολυαναμενόμενο σκετσάκι που όλοι περίμεναν και διαδραματιζόταν στο σπίτι του κυρ-Γιώργη.
Συνήθως η Ουρανία παρασυρμένη από την φίλη και γειτόνισσα Ελένη (Ελένη Κριτή) ή την ανιψιά τους, την Κάθριν, έκανε διάφορες αγορές, καινοτομίες ή οτιδήποτε άλλο με αποτέλεσμα ο κυρ-Γιώργης να βγαίνει για μια ακόμα φορά εκτός εαυτού και να πετάει έξω από το σπίτι τους πάντες για να ηρεμήσει, φωνάζοντας με χαρακτηριστικό τρόπο τη γνωστή ατάκα: “Όξω!!”.
Ο χαρακτήρας που ενσάρκωνε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (ο κυρ-Γιώργης) ήταν τόσο δημοφιλής, που όπως έχει δηλώσει ο Δαλιανίδης, η ταινία παραγωγής του 1977 της FINOS FILM (η τελευταία της εταιρίας) “Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται” με τον Παπαγιαννόπουλο σκηνοθεσίας Δαλιανίδη, αποφασίστηκε τελικά να ονομαστεί “Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται“, στοχεύοντας να προσελκύσει περισσότερους θεατές.
Λόγω της σταδιακής αποχώρησης κάποιων από τους ηθοποιούς από το αρχικό καστ και σε μια προσπάθεια ανανέωσης της σειράς, έγιναν μεγάλες αλλαγές στο καστ και προστέθηκαν πολλοί νέοι ηθοποιοί το 1980.
Το ζευγάρι Νίκος και Ρένα (Νίκος Δαδινόπουλος και Μαίρη Ευαγγέλου) αποχώρησαν από τη σειρά το καλοκαίρι του 1980, ενώ νωρίτερα το 1980 είχε αποχωρήσει και ο παρουσιαστής Βαγγέλης Βουλγαρίδης από τη σειρά και την παρουσίαση του παιχνιδιού είχε αναλάβει η Ισμήνη Καλέση.
Οι μόνοι ηθοποιοί που παρέμειναν στο “Λούνα Παρκ” μέχρι το τέλος ήταν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και η Ρένα Παγκράτη.
Όπως εξομολογήθηκε ο Γιάννης Δαλιανίδης στην Ρένα Θεολογίδου στην σειρά “Το σήριαλ των σήριαλ” το 1991, η σειρά “Τ‘ ανάποδα” που ξεκίνησε να γυρίζεται για λογαριασμό της ΕΡΤ Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1981 ήταν κατά κάποιο τρόπο η “συνέχεια” του “Λούνα Παρκ“.
Αυτό συνέβη διότι μετά από τα 7 χρόνια του Λούνα Παρκ, δεν είχε πια κατι καινούργιο να γράψει για τους ίδιους ανθρώπους και ηθελε να σταματήσει τη σειρά. Οι υπεύθυνοι της ΕΡΤ τότε, αφού προσπάθησαν άδικα να τον μεταπείσουν, του ζήτησαν να γράψει τουλάχιστον μια σειρά μόνο για τον κυρ-Γιωργη – έτσι προέκυψαν“Τ’ ανάποδα”.
Πρωταγωνιστούσαν πολλοί από τους ηθοποιούς του “Λούνα Παρκ“, όπως ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (κυρ Γιώργης), η Άννα Παϊτατζή (Ουρανία), η Ρένα Παγκράτη (Κάθριν), ο Τόλης Βελονάκης, καθώς και ο Σταμάτης Γαρδέλης (σε πρώτη εμφάνιση), η Κάρμεν Ρουγγέρη και άλλοι. Η σειρά ήταν ασπρόμαυρη και τα επεισόδια είχαν 30λεπτη διάρκεια.
Γυρίστηκαν τα πρώτα 8 επεισόδια από τα οποία δεν προβλήθηκε ΠΟΤΕ κανένα, διότι η νέα διοίκηση της ΕΡΤ που ανέλαβε στο τέλος του 1981 δεν δέχτηκε να προβληθούν τα σήριαλ που είχαν εγκριθεί από την προηγούμενη διοίκηση, με αποτέλεσμα τα 8 ολοκληρωμένα επεισόδια να μείνουν στα συρτάρια της ΕΡΤ.
Άλλοι αγαπημένοι χαρακτήρες ήταν το ερωτευμένο ζευγάρι Νίκος (Νίκος Δαδινόπουλος) και Ρένα (Μαίρη Ευαγγέλου), που τελικά παντρεύονται.
Την Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 1977 μεταδόθηκε ο γάμος του Νίκου με την Ρένα.Κουμπάρος, φυσικά, ο μοναδικός κυρ-Γιώργης.
Μετά το γάμο παρακολουθούμε σκετσάκια από τον έγγαμο βίο και τις γκρίνιες της πεθεράς- μητέρας του Νίκου- κυρίας Λουίζας (Λουίζα Ποδηματά).
Φυσικά δεν μπορεί να μην ανακατευτεί και η κυρία Αγγέλα (Μίτση Κωνσταντάρα) -μητέρα της Ρένας-, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες σκηνές“οικογενειακής ευτυχίας”! (Ένα μοτίβο που μεταχειρίστηκε κατά κόρον ο Γιάννης Δαλιανίδης).
Υπάρχει ακόμη η «αιωνίως» αρραβωνιασμένη Τούλα (Κάτια Αθανασίου) που περιμένει μια ζωή τον Άρη (Σωτήρης Τζεβελέκος) να την παντρευτεί, ενώ στο αναμεταξύ φωνάζει στη δουλειά της, την κλασική ατάκα: “Πέντε κρίκοι. ένα τάλιρο, για περάστε παρακαλώ, πλούσια δώρα”!
Χαρακτηριστική φιγούρα ήταν και η πληθωρική χαρτορίχτρα Μαρία (Αλέκα Στρατηγού), η οποία στη μαγική της σφαίρα έβλεπε το μέλλον, αδυνατώντας, όμως, να δει το δικό της.
Τα σκετσάκια με τις συζητήσεις που έκανε η Μαρία με τον κυρ-Γιώργη ήταν πραγματικά αξέχαστα.
Το “Λούνα Παρκ”, είναι ένα από τα πιο παλιά ελληνικά σήριαλ, που το θυμούνται πάρα πολλοί μέχρι σήμερα και αυτό φυσικά κάτι δείχνει..
Πριν από 70 χρόνια οι αναγνώστριες/ες της εφημερίδας Έθνος διάβασαν στη στήλη των θεατρικών νέων την παρακάτω είδηση:
—Ό,τι γίνεται με την Ρέναν Βλαχοπούλου εις την Κων/πολιν είναι πρωτοφανές δια Ελληνίδα καλλιτέχνιδα. Τουρκικές, ελληνικές και γαλλόφωνες εφημερίδες είναι πλημμυρισμένες από φωτογραφίες, περιγραφές, συνεντεύξεις, κριτικές με την “Βασίλισσαν της ελληνικής τζαζ” και τον μοντέρνον συνθέτην Γιάννην Σπάρτακον που την συνοδεύει.
—Αλλ’ οι εκδηλώσεις του Κοινού ιδιαιτέρως δια την Ρένα Βλαχοπούλου εγγίζουν τα όρια της υποδοχής που συναντούσαν άλλοτε εις τας Αθήνας οι διερχόμενοι ξένοι κινηματογραφικοί αστέρες. Ο κόσμος την σταματά εις τα κέντρα και εις τους δρόμους για να της πάρη αυτόγραφα και όπως αναφέρει ο τουρκικός τύπος, “η Ρένα αλλάζει την ημέρα τρία φουστάνια και το βράδυ τέσσερες τουαλέττες”!
—Άλλη τουρκική εφημερίς αναφέρει επί λέξει ότι “Η Ρένα Βλαχοπούλου άρεσε καταπληκτικά και στους Αμερικανούς. Ευρίσκεται εις Κων/πολιν ομάς Αμερικανών κινηματογραφιστών, οι οποίοι απεφάνθησαν ότι αυτή είναι η βασίλισσα του τραγουδιού των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής και απεφάσισαν να την καλέσουν ταχέως στο Χόλλυγουντ…”
—Η γαλλόφωνος “Ζουρνάλ Ντ’ Οριάν” την παρομοιάζει με την… Μαρλένε Ντήτριχ και την Κάρμεν Μιράντα, άλλη δε τουρκική εφημερίς μεταδίδει προς γνώσιν των Κων/πολιτών ότι ο ιδεώδης ανδρικός τύπος, σύμφωνα με το γούστο “της ωραίας Ελληνίδος” πρέπει να συγκεντρώνη τα εξής προσόντα: “Σπόρτσμαν μετρίου ή υψηλού αναστήματος, με φαρδειές πλάτες, μελαχροινός με γαλανά μάτια, γελαστός, ομιλητικός, να ξέρη να σωφφάρη και.. να βγάζη χρήματα και να παίζη και πολύ ωραίο μπριτζ”!
—Παραλλήλως έχει γοητεύσει και ο Σπάρτακος και έτσι, όπως αναγράφει η “Απογευματινή” της Κων/πόλεως, το καλλιτεχνικό αυτό ζευγάρι είνε το ζήτημα της ημέρας εις την Πόλιν και σίγουρα, ενώ πήγε δια 20 ημέρας, όχι μόνον θα μείνη επί πολύ αλλά πρόκειται και να… διαχειμάση εκεί. Χαριτωμένη ανταπόκριση με μία χαρακτηριστική λεπτομέρεια (εφόσον βέβαια όλα αυτά αληθεύουν…): η “χαρτοπαίχτρα” Ρένα είχε δώσει το στίγμα της από νωρίς…
Ο Πρόδρομος Μεραβίδης, γιος του οπερατέρ των βωβών ταινιών Δημήτρη Μεραβίδη, γεννήθηκε μέσα στον κινηματογράφο.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1912 και ήταν πρωτοπόρος του ελληνικού κινηματογράφου, μοντέρ και οπερατέρ. Γύρισε την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία “Νύχτα χωρίς ξημέρωμα” και οργάνωσε το πρώτο εμφανιστήριο έγχρωμου κινηματογράφου.
Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, έγινε οπερατέρ, και στις αρχές της δεκαετίας του ’40, μαζί με τον Φίνο, τον Γεράσιμο Δριμαρόπουλο, τον Μανώλη Μεγαλοκονόμο και άλλους του κινηματογραφικού χώρου, προσφέρθηκαν στην υπηρεσία της πατρίδας και συγκρότησαν συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο.
Ο Πρόδρομος Μεραβίδης.
Ο Πρόδρομος Μεραβίδης ήταν ο οπερατέρ της πρώτης ταινίας της Φίνος Φιλμ, «Η Φωνή της Καρδιάς» (1943), η οποία παρά τα δύσκολα χρόνια της κατοχής είχε μεγάλη επιτυχία.
Στην δεύτερη ταινία της Φίνος Φιλμ, «Η Βίλλα με τα Νούφαρα» (1945), σε σκηνοθεσία και αυτή του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, ο Μεραβίδης σημείωσε σημαντικό βήμα στην τεχνική της φωτογραφίας και πήρε πολύ κολακευτικές κριτικές.
Την περίοδο 1945-50, γύρισε ταινίες σε ολόκληρη την Ελλάδα, για λογαριασμό της Ελληνικής Πολεμικής Περίθαλψης, η οποία χρηματοδότησε τότε την ανασυγκρότηση της υπαίθρου.
Παράλληλα, γύριζε δικές του ταινίες, συνήθως μικρού μήκους, όπως η ταινία «Κως», η οποία ήταν και η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία (1949-50).
Το 1979 τιμήθηκε με αναμνηστικό μετάλλιο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Ο Πρόδρομος Μεραβίδης πέθανε σε ηλικία 69 ετών στις 10 Αυγούστου 1981 και κηδεύτηκε την μεθεπομένη από τον ιερό ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο Νεκροταφείο Ζωγράφου
Η Νόρα Βαλσάμη, είναι μια από τις πιο διάσημες και διακεκριμένες Ελληνίδες πρωταγωνίστριες έχοντας διαγράψει μια μεγάλη και επιτυχημένη καριέρα τόσο στο θέατρο, όσο και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Γνήσιο ταλέντο, σημάδευε τους ρόλους που υποδυόταν παίζοντας με άνεση και φυσικότητα. Άλλες φορές με σκέρτσο, άλλες με αθωότητα, ανάλογα με τον ρόλο της. Γλυκύτατη, με κρυστάλλινη ομορφιά, από τις πιο λαμπερές σταρ του ελληνικού σινεμά.
Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 24 Ιουνίου του 1948. Σπούδασε χορό και ρυθμική στην Αίγυπτο. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Έκανε την πρώτη της θεατρική εμφάνιση σε μια παραγωγή του 1965, στην κωμωδία του Αριστοφάνη Εκκλησιάζουσες, όταν ακόμη φοιτούσε στη δραματική σχολή. Η κινηματογραφική της καριέρα είναι συνυφασμένη με τις παραγωγές της Φίνος Φιλμ , αφού από τις 23 ταινίες που έπαιξε συνολικά, οι 20 ήταν παραγωγές της θρυλικής εταιρίας.
Πρωτοεμφανίστηκε στην κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Τζένη, Τζένη» το 1965 όπου ντουμπλάρει ένα τραγούδι του Κώστα Καπνίση με τη φωνή της Καίτης Χωματά. Ο Φιλοποίμην Φίνος βλέποντας τα πλάνα της Νόρας ενθουσιάστηκε από την ομορφιά και την εκφραστικότητά της και αποφάσισε να τα χρησιμοποιήσει, παρόλο που προέρχονταν από οντισιόν και όχι από κανονικό γύρισμα.
Η πρώτη επίσημη εμφάνιση της ήταν στην ταινία «Στεφανία», όπου υποδύθηκε μια τρόφιμη του αναμορφωτηρίου, όπου κλείστηκε η πρωταγωνίστρια Ζωή Λάσκαρη. Στα επόμενα τρία χρόνια η Νόρα θα παίξει σε 13 ταινίες πάντα σε πρωταγωνιστικό ρόλο με σκηνοθέτες τον Γιάννη Δαλιανίδη, τον Ντίνο Δημόπουλο και τον Νίκο Φώσκολο. Το 1968 στα γυρίσματα της ταινίας της «Τα Δύο Πόδια Σε Ένα Παπούτσι» θα γνωρίσει τον μετέπειτα σύζυγο της, τον σκηνοθέτη Ερρίκο Ανδρέου.
Εδώ μπλέχτηκε το ειδύλλιο τους που κατέληξε σε έναν ευτυχισμένο γάμο που διαρκεί μέχρι σήμερα. Το 1975 γυρίζει την τελευταία της ταινία στον Φίνο, το «Οι Βάσεις Και Η Βασούλα». Ο τίτλος της αποτελεί διασκεδαστική αλληγορία, όπου η Βασούλα είναι η Ελλάδα και ο προαγωγός της είναι οι καταπιεστές της Ελλάδας. Σήμερα το φιλμ θεωρείται ίσως η καλύτερη ταινία της Νόρας όπου και ερμηνεύει κι ένα τραγούδι του Γιώργου Χατζηνάσιου το οποίο δεν καταγράφηκε ποτέ στην δισκογραφία.
Το 1973 η Νόρα Βαλσάμη πρωταγωνίστησε στην ταινία «Το κυνήγι της μέδουσας» με συμπρωταγωνιστές τον Τζωρτζ Χάμιλτον και τον Θόδωρο Ρουμπάνη. Γυρισμένη στην αγγλική γλώσσα δεν κάνει ιδιαίτερη επιτυχία ενώ δεν προβλήθηκε ποτέ από την ελληνική τηλεόραση.
Μετά το τέλος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου η Νόρα Βαλσάμη στράφηκε κυρίως στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση όπου και ερμήνευσε ηρωίδες του Γρηγορίου Ξενόπουλου στις μεταφορές των διηγημάτων του στη μικρή οθόνη. Ανάμεσα στις θεατρικές παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε είναι «Ο Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, «Ένας Ιδανικός Σύζυγος» του Όσκαρ Ουάιλντ ενώ το 1986 εμφανίστηκε στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη, στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στην κωμωδία του Αριστοφάνη «Λυσιστράτη», στο ρόλο της Μυρρίνης.
Η Νόρα Βαλσάμη θα μείνει για πάντα ως το αγαπημένο, γλυκό και δροσερό κορίτσι του Ελληνικού Κινηματογράφου με το πλούσιο ταλέντο και την αστείρευτη γοητεία της, έχοντας παγιδεύσει για πάντα το μουτράκι της στις κλασικές ταινίες της Φίνος Φιλμ.
Όπως όλοι οι άνθρωποι , έτσι και η Γκέλυ Μαυροπούλου έχει το δικό της προσωπικό δράμα, το οποίο κουβαλάει από την παιδική της ηλικία.
Η ηθοποιός και συγγραφέας, με αφορμή το βιβλίο της «Όσα δεν είπαμε ποτέ», το οποίο έγραψε για την μητέρα της, μίλησε στο people για την σχέση τους. «Εμένα με μεγάλωσε η γιαγιά μου.
Ο πατέρας μου έφυγε από το σπίτι όταν ήμουν δύο μηνών και εκείνη ανέλαβε τη σκληρή διαπαιδαγώγηση μου.
Πλήρωνε τα πάντα για μένα, έδειχνε όσο ενδιαφέρον μπορούσε να δείξει , αλλά εγώ την έτρεμα.
Η ταινία, "Ένα αστείο κορίτσι" προβλήθηκε τη σαιζόν 1970-1971 και έκοψε 549.614 εισιτήρια. Ήρθε στην 2η θέση σε 87 ταινίες.-Η Αλίκη Βουγιουκλάκη πρωταγωνιστεί σε...
Η Λίλα Δρούτσα, επίσης και ως Λιλή Δρούτσα γεννήθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. Έπαιξε θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση. Για τρία...