Ακόμα και όσοι δεν γνωρίζουν πολλά από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, βλέποντας την Ελένη Ζαφειρίου είτε σε κάποια παλιά ταινία, είτε σε κάποια ασπρόμαυρη φωτογραφία θα αναγνωρίσουν στο πρόσωπό της την πλέον δημοφιλή ελληνίδα πρωταγωνίστρια που στην πολύ σπουδαία καριέρα της υποδύθηκε τον ρόλο της μάνας στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών στις οποίες συμμετείχε.
Ακόμα και όταν δεν υποδύονταν την μητέρα, υποδύονταν είτε την πεθερά, είτε την θεία κάποιου παιδιού. Πάντα ωστόσο το μητρικό στοιχείο ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στις ερμηνείες της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η Ελένη Ζαφειρίου συμμετείχε περίπου σε 100 ελληνικές ταινίες, στις 20 από τις οποίες υποδύθηκε την μητέρα του Νίκου Ξανθόπουλου, ενώ 23 ακόμα γύρισε με την Φίνος Φίλμ, αριθμός που είναι ρεκόρ συμμετοχών γυναίκας ηθοποιού για την ιστορική εταιρεία του Φιλοποίμην Φίνου. Κι όμως, η σπουδαία αυτή ηθοποιός, που ερμήνευσε με τόσο πάθος και ρεαλισμό τον ρόλο της μάνας, δεν είχε γνωρίζει ποτέ την πραγματική της μητέρα…
Η διασημότερη “μάνα”… που δεν γνώρισε μάνα
Η Ελένη Ζαφειρίου γεννήθηκε το 1916 και υιοθετήθηκε από μια οικογένεια ηθοποιών. Τον τρόπο που έγινε αυτή η διαδικασία περιέγραψε η ίδια σε αυτοβιογραφία της, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν σε τεύχη του περιοδικού «Οδός Πανός».
Λέει λοιπόν εκεί η Ελένη Ζαφειρίου: «…Βρέθηκε, η μάνα μου στη Λάρισα, με τον θίασο του γιου της, την εποχή που γίνεται το παζάρι. Έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο, που τα παράθυρά του έβλεπαν στην πλατεία του παζαριού. Καθώς ντυνόταν για να πάει στο θέατρο για πρόβα, άκουγε ένα κλάμα μικρού παιδιού πολύ δυνατό και την ενοχλούσε. Κατέβηκε απ’ το ξενοδοχείο και περνώντας μέσα από το παζάρι, πέφτει απάνω στο παιδάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει σκούζοντας.
Σταμάτησε, είδε έναν άντρα καθισμένο χάμω σταυροπόδι να πουλάει κάτι. Τον τριγύριζαν δύο αγόρια, και το μικρότερο γκρινιάρικο κοριτσάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει. Τίνος είναι αυτό το κοριτσάκι που κλαίει έτσι τόσες ώρες; ρώτησε τον άνδρα που κάθονταν χάμω σταυροπόδι. «Δικό μου είναι πανάθεμά το. Από το πρωί δεν έχει σταματεμό.
Μπας και ξέρω τι να του κάνω; Έτσι μούρχεται να το στραγγαλίξω!» «Καλά, και πού είναι η μάνα του,» τον ρωτάει; «Δεν έχει μάνα, απόθανε μόλις το γέννησε και με άφησε με τρεις διαόλους». Χωρίς πολλές κουβέντες και μεγάλες σκέψεις του λέει: «Δώσε μου εμένα το κοριτσάκι σου και θα πάμε στο συμβολαιογράφο να κάνουμε ένα συμφωνητικό ότι μου το δίνεις για ψυχοπαίδι». Χωρίς άλλες κουβέντες, έτσι έγινε».
Ο «Οιδίπους Τύραννος» και το θαλάσσιο ταξί του Φίνου
Και κάπως έτσι η μικρή Ελένη πήρε το επίθετο της θετής μητέρας της και ξεκίνησε μια καινούρια ζωή, στην οποία το θέατρο κυριαρχούσε. Κι αυτό διότι τόσο η θετή μητέρα της, όσο και ο θετός αδελφός της ήταν άνθρωποι του θεάτρου και έκαναν διαρκώς περιοδείες ανά την Ελλάδα. Τούτο σήμαινε ότι η μικρή Ελένη άλλαζε διαρκώς πόλεις διαμονής και σχολικό περιβάλλον, κάτι ωστόσο που δεν την ενοχλούσε, αφού η αγάπη της για το θέατρο κυριαρχούσε.
Οι πρώτες της συμμετοχές σε παραστάσεις ήταν όταν υπήρχαν σε αυτές παιδικοί ρόλοι, τους οποίους ερμήνευε με μεγάλη επιτυχία. Εξάλλου η μητέρα της φρόντισε να της δώσει και θεατρική παιδεία από τα μαθητικά της κιόλας χρόνια, ενώ την απόφασή της να γίνει ηθοποιός την πήρε όταν είδε την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» που ανέβαινε από το Εθνικό Θέατρο με πρωταγωνιστές τον Βεάκη, τον Μινωτή και την Παξινού.
Η Ελένη Ζαφειρίου αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ακολούθησε μια λαμπρή καριέρα στο θεατρικό σανίδι, ερμηνεύοντας κυρίως ρόλους σε έργα κλασικού ρεπερτορίου.
Μερικές από τις πλέον σημαντικές κινηματογραφικές ερμηνείες της ήταν στις ταινίες “Η Αγνή του λιμανιού” (1951), “Η Άγνωστος” (1954), “Η καφετζού”, “Το κορίτσι με τα μαύρα” (1956), “Η θεία από το Σικάγο” (1957), “Η κυρά μας η μαμή” (1958), “Ναυάγια της ζωής” (1959), “Ο κατήφορος” (1969), “Νόμος 4000”, “Το ταξίδι” (1962), “Δεσποινίς Διευθυντής” (1964).
Επίσης στη ταινία, “Τζένη-Τζένη” (1966) – ο Φίνος της πλήρωνε κάθε μέρα θαλάσσιο ταξί και την πηγαινόφερνε από την Επίδαυρο που έπαιζε η Ζαφειρίου στις Σπέτσες, όπου έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας -, “Γαμπρός απο το Λονδίνο” (1967), “Η αρχόντισσα και ο αλήτης”, “Αυτοί που δεν λύγισαν” (1968), “Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου”, “Ξύπνα Βασίλη” (1969), “Υπολοχαγός Νατάσα”, “Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο” (1970), “Η λεωφόρος του μίσους” (1971), “Ο εχθρός του λαού” (1972) κ.α.
Η Ελένη Ζαφειρίου πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2004.
Από την Μαίρη Μεταξά στην Νίτσα Τσαγανέα
Πολλές ακόμα ελληνίδες πρωταγωνίστριες του παλιού κινηματογράφου υποδύθηκαν τους ρόλους της μάνας και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Ποιος θα ξεχάσει ερμηνείες όπως της Μαίρης Μεταξά, στην ταινία “Το ανθρωπάκι”, που υποδύθηκε την μάνα του Κώστα Βουτσά – και σε πολλές ακόμα ταινίες -, της Μαίρης Αρώνη, ως θρυλική Πάστα Φλώρα στην “Τρελή τρελή οικογένεια”, της Γεωργίας Βασιλειάδου στην ταινία “Η κυρά μας η μαμή”, της Μαρίκα Κρεβατά στην “Κόμισα της φάμπρικας”, της Σμάρω Στεφανίδου στην ταινία “20 γυναίκες κι εγώ”.
Ωστόσο μόνο μία ακόμη ηθοποιός θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην Ζαφειρίου στον ρόλο της πιο δημοφιλούς μάνας του ελληνικού κινηματογράφου: η Νίτσα Τσαγανέα. Θέση που κατέκτησε επάξια με τους ρόλους της μάνας που ερμήνευσε στην ταινία του 1958 “Ένας ήρωας με παντούφλες”, πλάι στον Βασίλη Λογοθετίδη και την Ίλυα Λιβυκού και στην ταινία του 1962 “Ο Θόδωρος και το δίκανο”, πλάι στον Μίμη Φωτόπουλο και την Σμαρούλα Γιούλη.
Στην πρώτη ταινία υποδύθηκε την μητέρα της Ίλιας Λιβυκού και σύζυγο του Βασίλη Λογοθετίδη, ο οποίος ερμήνευσε τον ρόλο του στρατηγού Λάμπρου Δεκαβάλα, που γίνεται θύμα επιτήδειων πολιτικών που θέλησαν να βγάλουν χρήματα εκμεταλλευόμενοι την προσωπικότητα του στρατηγού, αλλά ταυτόχρονα και την αφέλειά του.
Ο ίδιος παρά το ένδοξο παρελθόν του, δεν είναι οικονομικά εύρωστος, με αποτέλεσμα η οικογένειά του να κακοπερνά, μια κατάσταση που αναδεικνύεται εκπληκτικά μέσα από την ερμηνεία της Τσαγανέα ως μητέρας της Λιβυκού, αλλά και ως συζύγου του στρατηγού που προσπαθεί πάντα να τον προσγειώσει στην δύσκολη καθημερινή πραγματικότητα.
Στην δεύτερη ταινία, η Νίτσα Τσαγανέα υποδύεται την μητέρα της Σμαρούλας Γιούλη και τη σύζυγο του Μίμη Φωτόπουλου, ενός βαθύτατα συντηρητικού πατέρα, που προσπαθεί να προφυλάξει την κόρη του από τους κινδύνους, όπως τουλάχιστον ο ίδιος τους αντιλαμβάνεται. Εμβληματικός ο ρόλος της Τσαγανέα στην ταινία αυτή, που προσπαθεί να λειτουργήσει ως γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ του συζύγου της και της κόρης της.
Νίτσα Τσαγανέα: Εν αρχή ην…Ελένη Λάσκαρη
Το πραγματικό όνομα της Νίτσα Τσαγανέα ήταν Ελένη Λάσκαρη και γεννήθηκε το 1902. Έπαιξε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1924 ως μέλος του «Θιάσου Νέων», ενώ πολύ σύντομα άρχισε να παίζει στο πλευρό της Μαρίκας Κοτοπούλη. Εκείνη την εποχή γνώρισε και τον πρώτο της σύζυγο, τον γιατρό Γιώργο Βιτσώρη, ο οποίος την ερωτεύτηκε τόσο πολύ που για χάρη της εγκατέλειψε την επιστήμη και έγινε κι εκείνος ηθοποιός.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη, τη Λιάνα. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, η Λάσκαρη γνωρίζει έναν νεαρό αριστοκρατικής καταγωγής από τη Ρουμανία, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα για να σπουδάσει επίσης ιατρική. Ήταν ο Χρήστος Τσαγανέας, ο οποίος την ερωτεύθηκε, εγκατέλειψε τις σπουδές του στην ιατρική, την παντρεύτηκε και έγινε και ο ίδιος ηθοποιός.
Ωστόσο για τον Τσαγανέα η επιλογή αυτή είχε πολύ μεγάλο κόστος, αφού οι γονείς του τον αποκλήρωσαν. Το ζευγάρι έμεινε μαζί μέχρι το 1977, όταν πέθανε ο Τσαγανέας, ενώ δεν απέκτησαν ποτέ παιδί μαζί. Η Νίτσα Τσαγανέα πέθανε το 2002 σε ηλικία 100 χρονών, και τάφηκε δίπλα στην κόρη της Λιάνα, η οποία είχε πεθάνει το 1997 σε ηλικία 73 ετών.