Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα

ραδιόφωνο
Advertisement

Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 με πειραματικές προσπάθειες από  δημόσιους φορείς αλλά και από ιδιώτες. Όλα αυτά σε μία εποχή που η τιμή μιας ραδιοφωνικής συσκευής (εν έτη 1923) ανερχόταν στις 31.000 δραχμές, όταν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο κόστιζε 18.000 δραχμές.

Advertisement

Επίσημα ο φορέας συστήθηκε το 1938 ως όργανο προπαγάνδας του μεταξικού καθεστώτος. Ανήμερα της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου 1938, ακούστηκε από τον Ραδιοσταθμό Αθηνών το «Εδώ Αθήναι» και το ιστορικό ελληνικό σήμα του Τσοπανάκου με τη φλογέρα και τα κουδούνια. Ο σταθμός των Αθηνών εγκαινιάστηκε από το Βασιλιά Γεώργιο Β΄.

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πόλεμου το ραδιόφωνο μετέδιδε πληροφορίες για τις συγκρούσεις και χρησιμοποιήθηκε για την κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς. Λίγο πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, σε μια δραματική έκκληση ο εκφωνητής ανακοίνωσε: «Σε λίγο ο σταθμός αυτός δεν θα είναι ελληνικός, μην τον ακούτε! Έλληνες ψηλά το κεφάλι, ψηλά τις καρδιές».

Για την ιστορία η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε το 1966, και αφορμή γι’ αυτό στάθηκε όταν ο Γιώργος Κάρτερ συγκέντρωνε υλικό για το ντοκυμαντέρ ”Ο Μεγάλος Πόλεμος” ο οποίος είχε κυκλοφορήσει σε δίσκο βινυλίου. Ανακάλυψε την έλλειψη του συγκεκριμένου ηχητικού ντοκουμέντου, η οποία φυσικά ήταν σημαντική.

Έτσι λοιπόν παρακάλεσε τον αρχιεκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλο να ηχογραφήσουν τα δύο πρώτα πολεμικά ανακοινωθέντα, καθώς επίσης και την εκφώνηση της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα «με τα κατάκλειστα σπίτια».

Κατά την ηχογράφηση των ανακοινωθέντων είχε προσθέσει και θόρυβο από το κενό ενός παλιού δίσκου για να είναι πειστικότερη η ηχογράφηση (ότι είναι παλιά). Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε και σώθηκε (έστω και με ριμέικ) αυτό το ραδιοφωνικό ντοκουμέντο.

Την  27η Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί μπαίνοντας στην Ελληνική πρωτεύουσα πήραν τον έλεγχο του ραδιοφωνικού σταθμού, και δύο χρόνια αργότερα, το 1943, με διαταγή των γερμανικών αρχών Κατοχής σφραγίστηκαν περισσότερα από 40.000 ραδιόφωνα.

Τον Οκτώβρη του 1944, όταν οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα, προσπάθησαν να ανατινάξουν τους πομπούς του σταθμού στα Λιόσια, ωστόσο κατέστρεψαν μόνο έναν στους τρεις.

Το 1945, μέσα στο κατακαλόκαιρο, εγκαινιάστηκε επισήμως το Ε.Ι.Ρ. με καινούρια μικρόφωνα, κονσόλες, ενισχυτές και μαγνητόφωνα. Οι εκπομπές του παράγονταν στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου με βασικό διοργανωτή τον στρατηγό Χριστόδουλο Τσιγάντε και σημαντικούς διευθυντές τους κορυφαίους λογοτέχνες της χώρας μας Στρατή Μυριβήλη και Οδυσσέα Ελύτη.

Θ’ ακολουθήσει η ίδρυση του ψυχαγωγικού σταθμού Θεσαλλονίκης (1947), το ψυχαγωγικό Δεύτερο Πρόγραμμα (1952) και τέλος το Τρίτο Πρόγραμμα το οποίο εξαρχής μετέδιδε κλασική μουσική(1954). Τα χρόνια εκείνα οι ραδιοφωνικές συσκευές θύμιζαν καλοφτιαγμένα έπιπλα, κατάλληλα για κάθε χώρο. Με χειροποίητο ξύλο, με καλαίσθητα σκαλίσματα και καμπύλες.

Όλα αυτά τα χρόνια μαζί με το ραδιόφωνο εξελίσσεται και η ελληνική δισκογραφία την οποία αδρανοποίησαν η κατοχή και οι δύσκολες μέρες του πολέμου. Όλες οι προπολεμικές ηχογραφήσεις είχαν «χαθεί» καθώς οι μεταλλικές μήτρες των δίσκων έγιναν σφαίρες από τους κατακτητές. Μεταπολεμικά νέοι δημιουργοί, λάμπρυναν με την παρουσία και το έργο τους την ελληνική δισκογραφία και το ραδιόφωνο.

Το ραδιόφωνο γίνετε πλέον το καμάρι και το στολίδι σε κάθε νοικοκυριό. Βαλμένο πάντα πάνω σ΄ένα σερβάν ή σ΄ένα μπουφέ καθορίζει ακόμη και τα πάρτι εκείνων των χρόνων που οργανώνονταν ανάλογα με τα προγράμματα που μετέδιδαν τα καινούρια χορευτικά κομμάτια. Μάμπο, σάμπα, ροκ εν ρόλ, μπολερό, τσα-τσα και τσάρλεστον.

Οι ραδιοφωνικές εκπομπές ήταν κατά βάση ψυχαγωγικές ωστόσο υπήρχαν και ενημερωτικές και εκπαιδευτικές. Το μικρόφωνο έκρυβε τεράστια δύναμη. Έφτιαχνε και κατέστρεφε καριέρες. Ειδωλοποιούσε και απομυθοποιούσε καλλιτέχνες. Η ορχήστρα ελαφράς μουσικής του ραδιοφώνου περνά τη χρυσή περίοδο της ενώ παράλληλα αρχίζει και η άνοδος της ελληνικής δισκογραφίας. Σε πομπίνες, μεταλλικές μήτρες και δίσκους γραμμοφώνου γράφονται νέες ηχογραφήσεις (ιστορικές σήμερα).

Τη δεκαετία του ’50 ξεχωρίζει  με την εκπομπή του, «Τα Νέα Ταλέντα» ο Γιώργος Οικονομίδης. Από εδώ αναδείχθηκαν πολλοί καλλιτέχνες που ακολούθησαν λαμπρή καριέρα, όπως ο Χάρυ Κλυν, ο Γιάννης Βογιατζής, η Τζένη Βάνου, ο Πάνος  Τζανετής, η Νάνα Μούσχουρη και τόσοι άλλοι. Ήταν, ουσιαστικά, το πρώτο ελληνικό τάλεντ σόου! Ο Γιώργος Οικονομίδης πανέξυπνος, σπιρτόζος και με φοβερό χιούμορ μάγεψε και με άλλες εκπομπές όπως «Τα ανάλατα» και οι «Ιπτάμενοι δίσκοι».

Το μυθικό ραδιοφωνικό του προφίλ πέρασε και μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς καταγράφηκε μοναδικά στις ταινίες: «Χαρούμενο ξεκίνημα»(1954) και «Έξω φτώχεια και καλή καρδιά»(1964).

Στη δεκαετία του ΄60 η ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου σημαδεύεται από τη  Χούντα των Συνταγματαρχών με τους Έλληνες να ακούνε την ελληνική εκπομπή του BBC και αυτήν της Deutsche Welle που αμφότερες είχαν έντονα αντιστασιακό χαρακτήρα. Παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους οι πρώτοι ραδιοπειρατές. Φαινόμενο που θα πάρει τεράστιες διαστάσεις κυρίως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ΄80.

Στα χρόνια του ΄60 ηχογραφήθηκαν, με τη συμμετοχή μεγάλων ηθοποιών, σημαντικά θεατρικά έργα και προέκυψε και η μόδα των ραδιοφωνικών σίριαλ με κορυφαίο «Το σπίτι των ανέμων», μια αστυνομική σειρά, κοινωνική και ερωτική ταυτόχρονα. Επειδή η σειρά είχε μεγάλη επιτυχία, γυρίστηκαν και κάποιες ταινίες με την ίδια υπόθεση και χαρακτήρες, όπως «Ο Λαμπίρης εναντίον των Παρανόμων» (1967) και «Θύελλα στο Σπίτι των Ανέμων» (1968).

Και φυσικά ακολούθησαν και άλλες ανάλογες σειρές: «Πικρή μικρή μου αγάπη», «Μαρίνα, ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα άλλα», «Λάουρα» και «Μιράντα». Ήταν απίστευτο τι ακροαματικότητα είχαν. Οι νοικοκυρές άκουγαν τις εκπομπές αυτές κι οι φωνές των ηθοποιών τις ταξίδευαν από τις γκρίζες γειτονιές της φτωχολογιάς στα τοπία μιας όμορφης, ελεύθερης και πλούσιας ζωής.

Βέβαια η ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας περιλαμβάνει πολλές ακόμη εκπομπές όπως: «Η θεία Λένα», «Καλησπέρα κύριε Έντισον», «Εδώ Λιλιπούπολη», «Μοντέρνοι ρυθμοί» και άλλες. Εκπομπές, που σφράγισαν την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας φέρνοντας σε επαφή τους απλούς ανθρώπους με τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική κι αφήνοντας τη φαντασία του ακροατή να ντύνει τον ήχο με τις δικές του εικόνες. Γιατί, όπως έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις: «…η τηλεόραση μας αιχμαλώτισε, ενώ το ραδιόφωνο μας μάγεψε».

Μια ιδιαίτερη προσπάθεια για ένα διαφορετικό μοντέλο ραδιοφώνου έγινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 από τον Μάνο Χατζιδάκι όταν του ανατέθηκε η διεύθυνση της ραδιοφωνίας και αργότερα του Τρίτου Προγράμματος. Ο σταθμός απέκτησε ευρύτερη πολιτιστική διάσταση παράγοντας ποιοτικό πρόγραμμα με απήχηση στο κοινό. Το 1982 όμως ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης έρχεται σε σύγκρουση με τη νέα διοίκηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που εξελέγη το 1981 και παραιτείται.

Τη δεκαετία του ’80 όπως προαναφέραμε την σημάδεψε η πειρατική ραδιοφωνία, ενώ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας  θεσμοθετείτε η μη κρατική ραδιοφωνία. Ο πρώτος νόμιμος ιδιωτικός ραδιοσταθμός ήταν ο Αθήνα 9.84 που εξέπεμψε στις 31 Μαΐου 1987…Εδώ τελειώνει η εποχή της αθωότητας για το ελληνικό ραδιόφωνο.

Το ραδιόφωνο από λαϊκό και ψυχαγωγικό μέσο έχασε την αίγλη του με αποτέλεσμα να μην θυμίζει ούτε στο ελάχιστο τις παλιές καλές εποχές του. Έχει μετατραπεί σε ένα μέσο προώθησης μουσικών προϊόντων. Ο επαγγελματισμός και το κέρδος σκότωσαν το ρομαντισμό που υπήρχε κάποτε και οι κονσόλες και τα μικρόφωνα βρίσκονται σε χέρια ανθρώπων μόνο για λόγους αναγνωρισιμότητας. Κάτι ανάλογο συνέβη και στη τηλεόραση.


Προηγούμενο άρθροΗ μήνυση της Αλίκης σε Σακελλάριο και Τζαβέλλα
Επόμενο άρθροΓιώργος Ζαμπέτας: Έκανα 4 μήνες φυλακή επειδή έκανα έρωτα με την γυναίκα μου