Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στο Μεταξουργείο αλλά είχε καταγωγή από την Κύθνο. Γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας, που ήταν κουρέας και η Μαρίκα Μωραΐτη, ανηψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής. Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες.
Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του. Το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.
Η Κατερίνα Ζαμπέτα (κόρη του Γ. Ζαμπέτα) διηγείται…
Ο πατέρας γνώρισε τη μητέρα μου το ’45. Εκείνη ήταν μόλις 15 ετών. Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1930. Η μητέρα ήταν γειτονοπούλα και φίλη με τις αδελφές του πατέρα. Ο πατέρας, οι αδελφές του και οι γονείς τους, έμεναν στο πατρικό τους, στην Ιερά Οδό. Η μητέρα έμενε πολύ κοντά τους, Έβρου και Αριστείδου.
Τα βράδια, την έπαιρναν μαζί τους για διασκέδαση. Η μητέρα ήταν όμορφη. Είχε πλούσια, μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, που τα άφηνε ανέμελα να χαϊδεύουν τους λεπτούς της ώμους. Ήταν κοντή και λεπτή σαν μινιατούρα. Πολύ εύκολο να τραβήξει το ενδιαφέρον του πατέρα. Παρά το γεγονός ότι τότε είχε δεσμό με μια άλλη γυναίκα, οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του. Την Ευρυδίκη. Η δέσμευση αυτή, βέβαια, δεν τον εμπόδισε να φλερτάρει την Αργυρώ.
Χρόνια μετά -μεταξύ αστείου και σοβαρού- ο ίδιος συνήθιζε να λέει: «Εγώ ρε ποτέ δεν είχα μία γκόμενα. Είχα πάντα τρεις. Την πρώτη την είχα «για φούντο», τη δεύτερη «για καβάντζα» και την τρίτη «στο ψηστήρι». Στην προκειμένη περίπτωση, είχε την Ευρυδίκη «για καβάντζα» και τη μητέρα «στο ψηστήρι». Την έπαιρνε και έβγαιναν μαζί με τις αδελφές του.
Τον καιρό που οι γονείς μου έβγαιναν μαζί, ο πατέρας γύρναγε τα βράδια στα κουτουκάκια, με σκοπό να «σπουδάσει» τη μουσική, όπως έλεγε. Κάποιες φορές έπαιζε ως θαμώνας, άλλοτε του ζητούσαν να παίξει.
Η μητέρα της Αργυρώς, η γιαγιά μου η Κατίνα, δυσανασχετούσε. Δεν ήθελε η κόρη της να σχετίζεται με άνθρωπο της νύχτας.
-Πάλι μ’ αυτόν τον αλήτη γυρίζεις; της φώναζε. Μ΄ αυτόν που κάνει παρέα με όλους τους χασικλήδες; Χαΐρι και προκοπή δε θα δεις από δαύτονε!
Φαίνεται, όμως, ότι η Αργυρώ τον είχε ερωτευτεί τον πατέρα. Αρχικά βέβαια, τον κρατούσε σε απόσταση, γεγονός που τον τρέλαινε.
-Κοίτα το μικρό, έλεγε ο πατέρας κοροϊδευτικά. Κοίτα «κόνξες». Έχω ρίξει τόσες και τόσες και μου αντιστέκεται το νιάνιαρο.
Η Αργυρώ ήθελε πρώτα να σιγουρευτεί για ‘κείνον. Για να τη ρίξει αναγκάστηκε… να της τάξει γάμο.
-Γουστάρεις να τραβηχτούμε και να πορευτούμε μαζί;
-Δηλαδή να παντρευτούμε;
-Ναι ρε!
-Μου λες αλήθεια;
-Στο λόγο της τιμής μου!
-Μου ορκίζεσαι;
–Στη μαγκιά μου, στο αντριλίκι μου. Εμένανε ο λόγος μου είναι συμβόλαιο.
Για τον πατέρα, βέβαια, μάλλον όλοι τούτοι οι όρκοι ήταν… λόγια που ταξιδεύουν στον άνεμο, σαν τα φύλλα του φθινοπώρου. Όταν μετά από χρόνια μιλούσαν για τις πρώτες τους στιγμές, ο πατέρας έκανε την αυτοκριτική του: «Είπα εγώ τέτοιες μα….ες;»
Αυτά είπα ο πού….ης; Πως μου βγήκανε; Φαίνεται όμως ότι τα είπε τα λόγια αυτά.
Ήταν μια μοιραία βραδιά, που είχανε βγει με τη μητέρα. Είχαν πάει σε ένα κουτουκάκι και είχαν πιει. Μες στη θολούρα του κρασιού και του ερωτικού του πόθου, διέπραξε το μεγάλο λάθος. Κοιμήθηκε με την Αργυρώ. Ενώ αυτή ήταν ακόμη ανήλικη.
Την εποχή εκείνη, η «τιμή» του κάθε θηλυκού ήταν κάτι ιερό. «Ατίμασες μια κοπέλα»; Έπρεπε να επανορθώσεις το συντομότερο δυνατόν. Η μητέρα γύρισε στο σπίτι, μετά την ερωτική της νύχτα, αναμαλλιασμένη και έπεσε πάνω στην αγριεμένη μητέρα της.
-Τι ώρα είναι αυτή Ρούλα; Με ποιον ήσουνα; Τι χάλια είναι αυτά; Μίλα!
Η μητέρα αρχικά σάστισε και δεν απαντούσε. Η γιαγιά όμως άρχισε να «βγάζει αφρούς». Όρμησε πάνω της σα λυσσασμένη τίγρης.
-Με ποιον ήσουνα μωρή; Μίλα! Θα σε γδάρω ζωντανή.
-Με τον Γιώργο. Τον Γιώργο τον Ζαμπέτα.
–Σε ατίμασε; Κόρη ανήλικη; Θα σε παντρευτεί αμέσως, ακούς; Αμέσως!
Την επομένη, η Κατίνα χτυπούσε την πόρτα του Ζαμπετέικου, αποφασισμένη να ζητήσει τα δίκια της θυγατέρας της.
-Κυρ Μιχάλη θα σε ρωτήσω κάτι. Αν κανείς «χαλούσε» καμία από τις θυγατέρες σου, τι θα έκανες;
-Θα τον σκότωνα, απάντησε αμέσως ο παππούς.
-Λοιπόν, ο γιος σου δεν είναι εντάξει.
-Γιατί το λες αυτό κυρά Κατίνα;
-Γιατί ατίμασε την κόρη μου, γι’ αυτό. Ντροπή του να ξεπλανέψει το ανήλικο.
-Ο Γιώργος την κόρη σου; Αδύνατον.
-Αυτό που σου λέω εγώ. Ο γιος σου τη «χάλασε» την κόρη μου κυρ Μιχάλη. Μου το ομολόγησε η ίδια.
Σωστό λοιπόν, είναι ο γιος σου να την αποκαταστήσει. Να ξεπλύνει την τιμή του κοριτσιού μου.
Ο παππούς έγινε θηρίο ανήμερο, σαν έφυγε η Κατίνα. Πέντε κόρες είχε. Δε θα ήθελε να πάθει τα ίδια.
Ο πατέρας εκείνη την εποχή υπηρετούσε στην αεροπορία. Μέχρι να βγει, ο παππούς συνάντησε πρώτα την Ευρυδίκη.
-Ευριδίκη, ξέρω πως τα χεις με το γιο μου. Σε παρακαλώ απάντησε μου σε κάτι που θα σε ρωτήσω. Μήπως σε πείραξε;
-Όχι κυρ Μιχάλη.
-Δόξα τω Θεώ. Τουλάχιστον έκανε με μια τη λαδιά.
-Δηλαδή;
-«Πήγε» με την Αργυρώ. Όπως καταλαβαίνεις κοπέλα μου, πρέπει να κάνεις πίσω. Χρέος του είναι να την παντρευτεί.
-Το ‘χα καταλάβει από καιρό, πως κάτι έτρεχε μ’ αυτήν. Την έβλεπα να πηγαίνει με τις κόρες σας στο εργοστάσιο και μου μπήκανε υποψίες. Έκανα στον Γιώργο σκηνές. Δεν ήθελα να τον χάσω.
-Λυπάμαι κορίτσι μου, μα το σωστό, σωστό. Ο γιος μου χρωσταέι τώρα στην Αργυρώ. Με αυτήν έκανε την «κουτσουκέλα», αυτή οφείλει να αποκαταστήσει, καταλαβαίνεις.
-Αφού είναι έτσι, μουρμούρισε η Ευρυδίκη με πίκρα.
Κάποια στιγμή, βγήκε ο πατέρας με άδεια. Και είχε κανονίσει να πάει σε γλέντι με τον διοικητή του. Μόλις μπήκε στο σπίτι, τον περίμενε ο παππούς μου, με όψη φουρτουνιασμένη.
-Πανάθεμά σε, είπε μόλις τον είδε. Τι παρτίδες έχεις εσύ με την Αργυρώ;
-Δεν έχω κάνει τίποτα. Πρέπει να φύγω τώρα. Με περιμένει απ’ έξω ο διοικητής με το τζιπ. Παίρνω κάτι και φεύγω.
Άνοιξε ένα κομοδίνο, που το κλείδωνε πάντα, πήρε κάτι κι έφυγε.
Μες στη βιασύνη του όμως, ξέχασε ξεκλείδωτο το κομοδίνο. Ο παππούς, που τον έζωναν τα φίδια, το αντιλήφθηκε. Πλησίασε το κομοδίνο και το άνοιξε. Και βρίσκει μέσα φυλαγμένο το εσώρουχο της Αργυρώς. Έγινε έξαλλος. Άρχισε πάλι να ωρύεται. Μάταια η καημένη η γιαγιά Μαρίκα αγωνιζόταν να τον ηρεμήσει.
Και η γιαγιά Κατίνα, όμως, δεν περιορίστηκε στον παππού. Πήγε στο στρατόπεδο, στην αεροπορία και εκεί επιτέθηκε στον πατέρα.
-Εγώ για γαμπρό μου δε σε ήθελα ποτέ! Αλλά έτσι που τα ‘κανες, ή θα την πάρεις τώρα, ή θα σε αναφέρω.
-Θα την πάρω, αλλά όχι τώρα. Να τελειώσω πρώτα.
-Τώρα. Αλλιώς σε έκαψα.
-Και πως θα τη ζήσω κυρά Κατίνα;
-Δε με νοιάζει. Αν θες να γλιτώσεις τη φυλακή, θα την παντρευτείς αμέσως.
-Δε γίνεται.
-Καλά, θα σε κανονίσω εγώ, είπε η Κατίνα.
Και δεν έμεινε στις απειλές. Το ‘πε και το ‘κανε. Έκανε καταγγελία. Ο διοικητής κάλεσε τον πατέρα μου και του ζήτησε εξηγήσεις.
-Τη Ρούλα την αγαπώ και θα την παντρευτώ, υποσχέθηκε ο πατέρας. Μόλις όμως τελειώσω τον στρατό. Τώρα πώς να την πάρω; Που να την πάω;
Ο Γιώργος και η Αργυρώ Ζαμπέτα έμειναν μαζί μέχρι το τέλος.
Με το περιστατικό αυτό, όμως, συνέπεσε και άλλο στο στρατόπεδο. Ένα βράδυ που ο πατέρας φύλαγε σκοπιά, είχε πιεί παραπάνω. Έχασε τον έλεγχο και έριξε μερικές βολές στον αέρα. Έρχεται και η καταγγελία της Κατίνας. Να τονε στη φυλακή. Για τέσσερις μήνες.
Γενικά, ο πατέρας ήταν εξαιρετικά νομοταγής. Και σίγουρα δεν ήθελε να έχει λερωμένο ποινικό μητρώ. Όμως, μάλλον τον είχε πεισμώσει η συμπεριφορά της γιαγιάς.
Από τότε, νομίζω, του έμεινε απωθημένο με τις πεθερές. Ίσως γι’ αυτό αργότερα, στις ελληνικές ταινίες που είχαν ως θέμα τις πεθερές, έβγαζε όλο του το άχτι. Και πολύ συχνά τραγουδούσε στα κέντρα το «από μια τέτοια στρίγκλα πεθερά». Ο Γιώργος και η Αργυρώ παντρεύτηκαν τελικά τον Σεπτέμβριο του 1952 και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας διηγείται:
Έχω κάνει φυλακή στην Αεροπορία. Τέσσερις μήνες πειθαρχικό. Οχτώ μήνες είχα φάει. Χέσ’ τα κι ασ’ τα. Γιατί είχα γ……..ει τη γυναίκα μου. Με πήγε η μάνα της στο δικαστήριο και στο δικαστήριο μου λέει ο πρόεδρος, γιατί ξηγήθηκες έτσι; Πως θέλετε να ξηγηθώ; Οχτώ μήνες φυλακή. Δεν θα την πάρεις; Να πάτε να γα….τε! Και με χώσανε φυλακή. Τι να τους πω; Να τους χαιρετήσω κιόλας;
Στις αρχές του 1992, μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Αφήσε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών.