Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα απο ευκατάστατη οικογένεια.Ήταν Έλληνας στιχουργός, συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός. Ο πατέρας του Κώστας καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια καπνέμπορων του Πόντου και είχε τη βιοτεχνία παραγωγής χαρτιού ΕΛΦΩΤ, όμως πολιτικά ανήκε στην αριστερά. Από την πλευρά της μητέρας του Τζένης ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της πεζογράφου και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, λογοτέχνιδος και πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη.
Μέχρι τα έξι του χρόνια η οικογένεια του έμεινε στη Θεσσαλονίκη στο σπίτι του παππού του ενώ μετά τη γέννηση της αδερφής του Μελίνας η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αρχικά στα Πατήσια και από το 1970 μέχρι το 1984 στην οδό Ιωάννου Δροσοπούλου της Κυψέλη
Ο πυρήνας της οικογένειας ήταν η μητέρα Τζένη με τα δύο παιδιά να είναι πολύ δεμένα μαζί της. Σαν μαθητής ο Σιδηρόπουλος έπαιρνε καλούς βαθμούς χωρίς να είναι ιδιαίτερα μελετηρός. Ο Σιδηρόπουλος ήρθε σε επαφή με το ροκ κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέσα από τις επιτυχίες των Animals και έγινε φανατικός ακροατής της νεας μουσικής, πηγαίνοντας σε συναυλίες ελληνικών συγκροτημάτων της εποχής όπως οι Charms.
Τελειώνοντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1967 πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στη Θεσσαλονίκη ήταν συμφοιτητής και συγκάτοικος με τον μετέπειτα τραγουδοποιό Βαγγέλη Γερμανό. Την περίοδο εκείνη ο Σιδηρόπουλος έπαιζε κρουστά και μαζί με τον Γερμανό έπαιζαν συχνά μουσική. Παραλληλα κυκλοφορούσε στη ροκ σκηνή της πόλης, παρακολουθώντας συχνά το συγκρότημα Μακεδονομάχοι, αλλά χωρίς να δίνει την εντύπωση πως θα ασχολιόταν ενεργά με τη μουσική δημιουργία.
Σε μια έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο λόγω της χούντας ο Σιδηρόπουλος ένοιωθε απογοητευμένος από τις φοιτητικές οργανώσεις της εποχής, ενώ σταδιακά εγκατέλειψε τις σπουδές του.
Καριέρα ως ηθοποιός
Η πρώτη επαφή του Σιδηρόπουλου με την υποκριτική είχε γίνει κατά τη διάρκεια των ζωντανών εμφανίσεων του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον ρόλο του να έχει αρκετά θεατρικά στοιχεία.
Το καλοκαίρι του 1977 μέσω του Τόλη Μαστρόκαλου, μπασίστα των Σπυριδούλα γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο, γνωστού για την ταινία του Αλδεβαράν.
Ο Θωμόπουλος εντυπωσιάστηκε από τη σκέψη και τη φωτογένεια του Σιδηρόπουλου και, επιθυμώντας να συνεργαστούν, προσάρμοσε το σενάριο της επόμενης ταινίας του, Ο Ασυμβίβαστος,
στον χαρακτήρα του.
Ο Σιδηρόπουλος δέχθηκε να πρωταγωνιστήσει, παρά τις επιφυλάξεις του για το σενάριο, ενώ τραγουδούσε και όλα τα τραγούδια της ταινίας.
Τα γυρίσματα έγιναν το 1977 και τη γενική επιμέλεια της μουσικής επένδυσης της ταινίας είχε ο συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής Γιώργος Θεοδωράκης, γιος του Μίκη.
Ο τελευταίος έγραψε και ένα τραγούδι για την ταινία, το «Κάποτε θα ‘ρθουν» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τέσσερα τραγούδια για το σάουντρακ έγραψε και ο Θωμόπουλος, ανάμεσα τους τη μπαλάντα «Να μ’αγαπάς» το οποίο αρχικά δεν ακούστηκε ιδιαίτερα αλλά μετά το θάνατο του Σιδηρόπουλου έγινε πολύ δημοφιλές στο ραδιόφωνο και διασκευάστηκε από διάφορους καλλιτέχνες.
Η ερμηνεία του Σιδηρόπουλου πήρε γενικά θετικές κριτικές όμως η ταινία είχε μια αδιάφορη πορεία τόσο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του 1978 όσο και στις αιθουσες.
Στην καριέρα του ως ηθοποιού περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη Οικογένεια Ζαρντή
(ΕΡΤ, 1982) όπου έπαιζε το ρόλο ενός οπιομανούς γαλλοθρεμμένου αστού των αρχών του 20ου αιώνα.
Θάνατος
Το καλοκαίρι του 1990 άρχισε να παραλύει το αριστερό του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε. Η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος».
Το πρόβλημα με την υγεία του και ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες πριν, τον έκαναν ψυχολογικό ράκος. Το φθινόπωρο το συγκρότημα άρχισε τις συνηθισμένες του εμφανίσεις στο κλαμπ Αν όπου ο Σιδηρόπουλος εμφανίζόταν με το χέρι δεμένο.
Έχοντας αρκετά νέα τραγούδια και μερικά παλιά ακυκλοφόρητα σε νέες ενορχηστρώσεις, άρχισαν να ηχογραφούν το υλικό αυτό, ενώ συγχρόνως είχαν προγραμματίσει σειρά ζωντανών εμφανίσεων για το Δεκέμβριο.
Στις 4 Δεκεμβρίου είχε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και έφυγε με μια φίλη του.
Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου ο Σιδηρόπουλος βρέθηκε στο σπίτι μιας άλλης φίλης του στο Νέο Κόσμο σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης και λίγο μετά ξεψύχησε στο ασθενοφόρο καθοδόν προς το νοσοκομείο Ευαγγελισμός.
Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. O Αλέκος Αράπης, μπασίστας των Απροσάρμοστων, έχει εκφράσει την υπόθεση πως ο Σιδηρόπουλος πήρε εσκεμμένα υπερβολική δόση με σκοπό να αυτοκτονήσει λόγω των προβλημάτων με το χέρι του, με βάση μια συζήτηση που είχαν λίγους μήνες πριν από το θάνατο του.
Τον επόμενο χρόνο οι Απροσάρμοστοι κυκλοφόρησαν τον δίσκο Άντε και καλή τύχη μάγκες, όπου ορισμένα τραγούδια είχε προλάβει να τα ηχογραφήσει ο Παύλος Σιδηρόπουλος και τα υπόλοιπα τα ερμήνευσαν διάφοροι καλλιτέχνες.
Μεταξύ αυτών οι, Γιάννης Γιοκαρίνης, Γιάννης Αγγελάκας και Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Το 1992 κυκλοφορεί ο δίσκος Τα μπλουζ του πρίγκηπα. Ο δίσκος αυτός περιέχει πειραματικές ηχογραφήσεις που έγιναν από το 1979 ως το 1981. Ήταν ο καρπός των προσπαθειών που είχαν ξεκινήσει από το 1972.
Εδώ ο Παύλος Σιδηρόπουλος παντρεύει το μπλουζ με το ρεμπέτικο.
Το 1994 κυκλοφορεί ο διπλός δίσκος Εν αρχή ην ο λόγος, με ζωντανές ηχογραφήσεις από το 1978 μέχρι το 1989, την απαγγελία ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μουσική και απόσπασμα από μια συνέντευξή του στην ΕΤ2. Πολλά από τα τραγούδια του δίσκου εκδόθηκαν για πρώτη φορά.