Ο Αρτέμης Μάτσας γεννήθηκε το 1930 και απεβίωσε στις 7 Σεπτεμβρίου 2003, ήταν γνωστός Έλληνας ηθοποιός, κριτικός κινηματογράφου και σκηνοθέτης.
Έπαιξε στο θέατρο και σε σημαντικό αριθμό κινηματογραφικώνταινιών και στην τηλεόραση από το 1949 μέχρι και το 1988. Έχει μείνει στη μνήμη των θεατών λόγω της ερμηνείας του σε ρόλους καταδότη – δοσίλογου σε έργα που διαδραματιζόταν κατά την Κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αδελφός του ήταν ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Νέστορας Μάτσας.
Χαρακτηριστική είναι η χρήση του ονόματός του σε δημοσιεύματα αρκετά χρόνια μετά την ενεργό του δράση, για να υποδηλώσει τον προδότη ή τον καταδότη.
Ο Αρτέμης Μάτσας είχε σπουδάσει στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών και εργάστηκε με την ιδιότητα του κινηματογραφικού και καλλιτεχνικού συντάκτη σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι πρώτες ταινίες στις οποίες έπαιξε στον κινηματογράφο ήταν το Ερωτικό ταξίδι (1949) και τα Αρραβωνιάσματα (1950). Ως σκηνοθέτης είχε το θίασο «Στούντιο Ονείρων»
Τον Μάρτιο του 1944, ο πατέρας του ηθοποιού συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Το όνομα του ήταν Πίνχας Μάτσας . Την ημέρα της σύλληψής του, τα τρία του παιδιά τον περίμεναν να επιστρέψει από τη δουλειά για να φάνε όλοι μαζί όπως συνήθιζαν. Η μητέρα της οικογένειας είχε πεθάνει σε νεαρή ηλικία και ο Μάτσας μεγάλωνε μόνος του τα παιδιά του. Ο μικρότερος αδελφός του ηθοποιού, Νέστορας Μάτσας, κατέγραψε σε ημερολόγιο τη σκληρή εμπειρία της Κατοχής.
Για την ημέρα της σύλληψης του πατέρα τους, έγραψε: «Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζόζεν. Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες, γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται.
Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί. Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό. Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένα ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε. Μας είπε καλημέρα, αλλά έδειχνε σα να μη μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε». Έτσι ο ηθοποιός και τα δύο του αδέλφια έμειναν μόνοι τους αντιμέτωποι με την πείνα, τη φτώχεια και τον καθημερινό κίνδυνο σύλληψής τους.
Δεν ξαναείδαν ποτέ τον πατέρα τους και το μόνο που κατάφεραν να μάθουν, ήταν το νούμερο του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που τον οδήγησαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας της οικογένειας ήταν το «47712».
Για λίγο καιρό τα αδέλφια χωρίστηκαν και κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια. Όταν ξαναέσμιξαν, κατάφεραν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια από μια ιερόδουλη που τους φέρθηκε με αγάπη. Το κορίτσι της οικογένειας, ως μεγαλύτερη, ανέλαβε τη φροντίδα των δύο αδελφών της.
Τα αδέλφια Μάτσα δεν είχαν κανένα εισόδημα και αναγκάζονταν να πουλάνε καθημερινά τα προσωπικά αντικείμενα της χαμένης μητέρας τους για να εξασφαλίζουν λίγο φαγητό. Όταν τελείωσαν και αυτά, η πείνα άρχισε να τους θερίζει. Τα συσσίτια στα οποία ήταν γραμμένοι δεν κάλυπταν τις ανάγκες τους.
Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πούλαγαν τσιγάρα με το κασελάκι στους δρόμους της Αθήνας. Όσα λεφτά έβγαζαν, τα έδιναν στην αδελφή τους για να αγοράζει τρόφιμα από τους μαυραγορίτες. Οι καλύτεροι πελάτες των δύο αγοριών ήταν κάποιες ιερόδουλες, που δούλευαν σε έναν οίκο ανοχής στην οδό Γαμβέτα.
Κάθε φορά που τα δύο αδέλφια επισκέπτονταν το «σπίτι», ξεπουλούσαν και έφευγαν ικανοποιημένοι, αλλά δεν ανέφεραν πουθενά πού πουλούσαν τα τσιγάρα τους, γιατί ντρέπονταν. Και τα τρία παιδιά της οικογένειας ήταν καλλιεργημένα, καθώς ο πατέρας τους πριν από τη σύλληψή του, είχε φροντίσει για τη μόρφωσή τους. Έτσι, τα αγόρια ήξεραν ότι δεν ήταν σωστό να επισκέπτονται έναν οίκο ανοχής, αλλά η πείνα τους έκανε να ξεχνάνε τους καθωσπρεπισμούς….
Ο Αρτέμης ήταν το πιο ευαίσθητο από τα τρία αδέλφια. Από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής αρρώσταινε συχνά, αλλά κατάφερνε πάντα να ξεπερνάει τις ασθένειες. Η δουλειά στον δρόμο όμως, σε συνδυασμό με το κρύο και την πείνα, τον κατέβαλαν πολύ. Ένα βράδυ μετά τη δουλειά κατέρρευσε.
Ο Αρτέμης Μάτσας έγραψε στο ημερολόγιό του: «όταν γυρίσαμε το βράδυ από τους δρόμους που πουλούσαμε τσιγάρα, μόλις μπήκαμε στο σπίτι, ο αδελφός μου άρχισε να βήχει ασταμάτητα. Κι άλλες φορές έβηχε, αλλά όχι τόσο πολύ και τόσο δυνατά. Έκαιγε από τον πυρετό και τα μάτια του ήταν πολύ κόκκινα». Τα ορφανά αδέλφια βοήθησε η σπιτονοικοκυρά.
Έκανε στον Αρτέμη εντριβή με οινόπνευμα και του έδωσε δύο κινίνα για τον πυρετό. Ο γιατρός του συσσιτίου που τον εξέτασε την επόμενη μέρα, διέγνωσε ότι έπασχε από προχωρημένη αδενοπάθεια και συνέστησε να μείνει στο κρεβάτι. Του έγραψε γάλα σε σκόνη και μουρουνέλαιο, που δικαιούνταν από τον Ερυθρό Σταυρό σαν ασθενής. Ο ηθοποιός κατάφερε σιγά- σιγά να αναρρώσει….
Ο Αρτέμης Μάτσας ήθελε από μικρός να γίνει ηθοποιός. Αν και ήταν καλός μαθητής δεν ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο Πανεπιστήμιο, αλλά ονειρευόταν να κατακτήσει το σανίδι. Η αδελφή του είχε αρχίσει τις σπουδές της σε Δραματική Σχολή πριν από την Κατοχή και ο Αρτέμης ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια της.
Η αγάπη του για το θέατρο ήταν τέτοια που παρά την αφόρητη πείνα, έπεισε τον αδελφό του να πουλήσουν μια μέρα το ψωμί που έπαιρναν με το δελτίο για να πάνε να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση.
Ο αδελφός του δέχτηκε και τα δύο αγόρια βρέθηκαν να χειροκροτούν μαγεμένα στο τέλος του έργου. Η ευχαρίστηση ήταν τέτοια που ξέχασαν για λίγο την πείνα τους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο κρεβάτι για να αναρρώσει, ο Μάτσας διάβασε βιβλία με θεατρικά κείμενα, που δανειζόταν ο αδελφός του από τη βιβλιοθήκη. «Ο έμπορος της Βενετίας» ήταν το αγαπημένο του έργο.
Διάβασε το κείμενο τόσες πολλές φορές που έμαθε απ’ έξω τους διαλόγους και τους απήγγειλε κάθε βράδυ στα αδέλφια του. «Μου είπε πως όταν μεγαλώσει και γίνει ηθοποιός, αυτό το έργο θα παίξει. Και αν δεν του δώσουν το ρόλο, θα κάνει δικό του θέατρο με τη βοήθεια του πατέρα μας και και θα το παίξει εκεί», έγραψε ο Νέστορας στο ημερολόγιό του….
Ο Αρτέμης Μάτσας όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει στη Κατοχή, αλλά και να πετύχει το όνειρό του. Έγινε ένας αξιόλογος ηθοποιός με συμμετοχή σε περισσότερες από ενενήντα κινηματογραφικές ταινίες και πολλές θεατρικές παραστάσεις. Το ταλέντο του ήταν τόσο που ενώ υποδυόταν συχνά τον συνεργάτη των Γερμανών, κανείς ποτέ δεν κατάλαβε το μίσος που έκρυβε για αυτούς για τα δείνα που είχε περάσει εξαιτίας τους όταν ήταν παιδί…
Ο Αρτέμης Μάτσας άσκησε το επάγγελμα του ηθοποιού από το 1949, ενώ παράλληλα ήταν κινηματογραφικός και καλλιτεχνικός συντάκτης σε εφημερίδες και περιοδικά.
Η πρώτη του ταινία ήταν το “Ερωτικό ταξίδι” του Γιώργου Καρύδη και η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε δίπλα στον μεγάλο κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο, στον “Φαταούλα” των Φωτιάδη-Βροντάκη.
Έπαιξε σε πολλές ελληνικές και ξένες ταινίες, μεταξύ των οποίων τα “Αρραβωνιάσματα” της Μαρίας Πλυτά, “Το νησί των γενναίων“, “Ποτέ την Κυριακή”, “Μπουμπουλίνα” κ. ά.
Στο θέατρο έπαιξε τα πάντα, από μπουλβάρ μέχρι Μπρεχτ, αρχαία τραγωδία και Αριστοφάνη.
Συνεργάστηκε με σημαντικούς θιάσους, δίπλα σε γνωστούς πρωταγωνιστές. Έγραψε αρκετά και σημαντικά για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου βιβλία, όπως “Μεγάλες θεατρικές οικογένειες”, “Το άλλο πρόσωπο του θεάτρου”, ‘Θεατρικές μνήμες” κ ά.
Το όνομά του δυστυχώς έμεινε -λόγω της πειστικότητας που ενσάρκωνε τους ρόλους του-, ως συνώνυμο του “χαφιέ”, του “προδότη” και του “ρουφιάνου”. Κι όμως ήταν ένας υπέροχος και γλυκός άνθρωπος.
Σε ελάχιστους ήταν γνωστή η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η ευαισθησία, η φροντίδα και η βοήθεια που παρείχε σε παλαιμάχους ξεχασμένους καλλιτέχνες, που ζούσαν σε άθλιες οικονομικές συνθήκες, διότι ποτέ δε ζήτησε να γίνει γνωστό.
Ο Αρτέμης Μάτσας πέθανε σε ηλικία 73 ετών στην Αθήνα. Οι νεκρολογίες για τον Μάτσα έκαναν αντιπαραβολή του ρόλου του «κακού» που είχε παίξει και λόγω των οποίων ήταν γνωστός, με το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν καλόκαρδος και «χρυσή καρδιά», «ένας πραγματικά καλός, ένας σπάνιος άνθρωπος».
Αρτέμης Μάτσας: Φιλμογραφία
Έτος | Τίτλος ταινίας |
---|---|
1950 | Τα αρραβωνιάσματα |
1955 | Γλέντι λεφτά κι αγάπη |
1955 | Καταδικασμένη κι απ’ το παιδί της |
1956 | Γραφείο συνοικεσίων |
1957 | Της τύχης τα γραμμένα |
1959 | Όσο υπάρχουν γυναίκες |
1959 | Το νησί των γενναίων |
1959 | Ταξίδι με τον άρωτα |
1959 | Μπουμπουλίνα |
Έτος | Τίτλος ταινίας |
---|---|
1960 | Καλημέρα Αθήνα |
1960 | Ποτέ την Κυριακή |
1960 | Το αγρίμι |
1960 | Ένας άντρας με φιλότιμο |
1960 | Το ματωμένο πέπλο |
1960 | Το νησί της αγάπης |
1960 | Στην πόρτα της κολάσεως |
1960 | Μαλάμω |
1961 | Ήρθες αργά |
1961 | Η απολύτρωση |
1962 | Αμαρτωλές |
1962 | Η ελληνίδα και ο έρωτας |
1962 | Τα σκαλοπάτια της ζωής |
1962 | Πρέπει να ζήσεις τίμια |
1962 | Λαφίνα |
1963 | Αθώα ή ένοχη |
1963 | Τα παλιόπαιδα |
1963 | Συντρίμμια της ζωής |
1963 | Οι σκανδαλιάρηδες |
1963 | Το μεροκάματο του πόνου |
1963 | Το πρώτο χτυποκάρδι |
1963 | Λίγο πριν ξημαρώσει |
1964 | Δρόμος χωρίς σύνορα |
1964 | Νυχτοπερπατήματα |
1964 | Χωρίς γονείς κι αδέλφια |
1965 | Όταν σημάνουν οι καμπάνες |
1965 | Ο επαναστάτης |
1965 | Καημοί στη φτωχογειτονιά |
1965 | Δύσκολοι δρόμοι |
1966 | Γεύση από έρωτα |
1967 | Αν όλες οι γυναίκες |
1967 | Δρόσω η αρχοντοπούλα |
1967 | Εις θάνατον |
1968 | Κατάσκοποι στο Σαρώνικο |
1968 | Κατηγορουμένη απολογήσου |
1968 | Η λυγερή |
1968 | Μια μέρα ο πατέρας μου |
1969 | Όταν η πόλη πεθαίνει |
1969 | Ας με κρίνουν οι ένορκοι |
1969 | Θέλω πίσω το παιδί μου |
1969 | Η θυσία μιας γυναίκας |
Έτος | Τίτλος ταινίας |
---|---|
1970 | Οι γενναίοι του Βορρά |
1971 | Υποβρύχιο Παπανικολής |
1972 | Ο Ιπποκράτης και η δημοκρατία |
1972 | Ο πατούχας |
1973 | Γυναικοκρατία |
1973 | Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ |
1973 | Συνωμοσία στη Μεσόγειο – The naval |
1974 | Παύλος Μελάς |
1975 | Ομφαλός |
1980 | Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι |
1982 | Φυλακές ανηλίκων |
1986 | Ψηλός λιγνός και ψεύταρος |
1986 | Τηλεκανίβαλοι |
1987 | Made in Greece |