Ο Βασίλης Λογοθετίδης και η λάθος εποχή

εποχή
Advertisement

Το 1953 η Ελλάδα ήταν μια χώρα που προσπαθούσε να ξεπεράσει τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όχι μόνο σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επιχειρηματικό και οικονομικό.

Advertisement

Σημαντικές επενδύσεις ξεκινούσαν εκείνη την περίοδο σε κάθε τομέα, ωστόσο οι πολίτες δεν είχαν αντιληφθεί άμεσα τις θετικές τους συνέπειες, με ότι αρνητικό μπορεί αυτό να συνεπάγεται. Στον κινηματογράφο, η τρέλα και η αγάπη κάποιων ανθρώπων δεν αρκούσε, αφού η τεχνολογία στη χώρα ήταν ελλειπής για να γυρίζονται αξιοπρεπείς ταινίες.

Γι’ αυτό και οι κινηματογραφιστές και παραγωγοί της εποχής είχαν ανακαλύψει το Κάιρο της Αιγύπτου, όπου υπήρχαν αξιόλογα στούντιο και καλές υποδομές.

Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλια Λιβυκού

Μια από τις ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν εκεί τη χρονιά εκείνη ήταν και η θρυλική «Σάντα Τσικίτα», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Λογοθετίδη και Ίλια Λιβυκού.

Η ταινία αυτή ήταν διασκευή της θεατρικής κωμωδίας των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου «Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ» και τα γυρίσματά της γίνονταν παράλληλα με τα γυρίσματα της ταινίας «Δεσποινίς ετών 39», στα ίδια αιγυπτιακά στούντιο.

Η διάρκεια των γυρισμάτων και των δύο ταινιών διήρκησε μόλις τρεις εβδομάδες, για λόγους οικονομίας.

Χρονικό διάστημα που μπορεί να ήταν μικρό για την παραγωγή δύο ταινιών, ωστόσο δεν είχε ουδεμία επίπτωση στην ποιότητα και στο επίπεδο αυτών. Το μεράκι των ανθρώπων του κινηματογράφου, αλλά και οι σπουδαίοι ηθοποιοί που συμμετείχαν, αρκούσαν και με το παραπάνω για ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Και η ταινία «Σάντα Τσικίτα» έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ως ταινία-σταθμός, για πολλούς λόγους.

Η υπόθεση ήταν η εξής: Ένας φτωχός αλλά δουλευταράς υπάλληλος, ο Φώτης, είναι αρραβωνιασμένος με τη Μαίρη, αλλά δεν μπορούν να παντρευτούν ελλείψει χρημάτων. Και επειδή στη ζωή όλα τα κακά έρχονται μαζί, οι δύο νέοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση.

Από τη μια η πίεση των αδελφών της Μαίρης να παντρευτούν γρήγορα για να μην την δώσουν σε άλλον και από την άλλη το γράμμα που του έρχεται από το χωριό του και του λέει ότι η μητέρα του είναι άρρωστη και χρειάζεται εγχείρηση, τον κάνουν “να τρέχει και να μη φτάνει”. Θα απευθυνθεί παντού για χρήματα, αλλά κανείς δε θα έχει. Ώσπου ένας ξάδελφός του που έχει καμπαρέ, του προτείνει να κάνει λευκό γάμο, έναντι χρημάτων, με μια τραγουδίστρια, τη Τσικίτα Λόπεζ, η οποία κινδυνεύει να απελαθεί. Ο Φώτης δέχεται.

Η απόφαση του Φώτη ωστόσο δημιουργεί τριβές στη σχέση του με τη Μαίρη, αλλά ταυτόχρονα γεννάει μια σειρά από κωμικές καταστάσεις, οι οποίες όμως στο βάθος τους προκαλούν προβληματισμό και θλίψη.

Το τέλος της ιστορίας είναι καλό, αφού η αποχώρηση της Τσικίτα στο εξωτερικό και η ανάρρωση της μητέρας του, άνευ εγχείρησης, του επιτρέπουν να κρατήσει τα λεφτά που έβγαλε, από τον λευκό γάμο και να ζήσει όμορφα τη ζωή του με τη Μαίρη. Η «Σάντα Τσικίτα» αποτελεί μια ιδιαίτερα ατμοσφαιρική ταινία, που καταφέρνει να αναδείξει εξαιρετικά ρεαλιστικά τα ήθη και τα κοινωνικά στερεότυπα της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Οι εικόνες από τα γραφεία της εποχής και τα κέντρα διασκέδασης αναδεικνύουν με νοσταλγικότητα την καθημερινότητα των Ελλήνων, μέσα σε μια κοινωνία που περνούσε δύσκολα, αλλά δεν το έβαζε κάτω.

Η σκηνοθεσία ήταν του Αλέκου Σακελλάριου και η μουσική επιμέλεια των Μιχάλη Σουγιούλ.

Στο τραγούδι εμφανίζονταν ο μυθικός -ακόμα και εκείνη την εποχή– Τώνης Μαρούδας, ενώ η παραγωγή ήταν της Μήλλας Φίλμ. Εκτός από τους Λογοθετίδη-Λιβυκού, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Στέφανος Στρατηγός, Βαγγέλης Πρωτόπαππας, Καίτη Λαμπροπούλου, Νίκος Καζής, Σμάρω Στεφανίδου, Θάνος Τζενεράλης, Μπέμπα Μωραϊτοπούλου, Ντίνα Σταθάτου, Άννα Ρούσσου, Μιχάλης Παπαδάκης κ.α.

Η ταινία προβλήθηκε στις αίθουσες των κινηματογράφων Αθηνών – Πειραιώς και προαστίων τη σεζόν 1953-54, έκοψε 89.572 εισιτήρια και κατέλαβε τη 2η θέση σε 21 ταινίες. Το 1964 διασκευάστηκε από την “Καραγιάννης – Καρατζόπουλος Α.Ε.“, σε σκηνοθεσία Κ.Καραγιάννη, με το όνομα “Ο Παράς κι ο Φουκαράς”.

Το ρόλο του Φώτη (στη διασκευή χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά ονόματα) τον υποδύθηκε ο Κώστας Χατζηχρήστος και το ρόλο της Σάντα Τσικίτα η Μάρθα Καραγιάννη.

Όσον αφορά στον Βασίλη Λογοθετίδη, πέρα από το μοναδικό του ταλέντο, βλέποντας κανείς τις ταινίες του δεν μπορεί να μην διαπιστώσει τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ο ίδιος αποτυπώνει τον τύπο του μικροαστού Έλληνα, ο οποίο βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με το κοινωνικό του περιβάλλον και ξεπερνά τις δυσκολίες με όπλο τον χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό.

Είναι κρίμα για τον ίδιο και το ελληνικό θέατρο το ότι ο ίδιος μεσουράνησε σε μια δύσκολη εποχή, η οποία δεν πρόσφερε δυνατότητες στους έλληνες ηθοποιούς για διεθνή καριέρα, αλλά ούτε και ευκαιρίες προβολής των ταινιών τους σε άλλες χώρες. Ωστόσο, ο Λογοθετίδης ακόμα και τις ελάχιστες περιπώσεις που κατάφερε να αναδείξει τις ικανότητές του έξω από τα σύνορα της χώρας, επιβραβεύθηκε άμεσα και έντονα.

Το 1957 ανέλαβε μία καλλιτεχνική περιοδεία στις ΗΠΑ με σκοπό την καθιέρωση της επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών, δίνοντας παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ όπου και θριάμβευσε.

Κατά την υποδοχή του στο Πίτσμπουργκ ο δήμαρχος του παρέδωσε τη “χρυσή κλείδα” της πόλης. Ακριβώς σε αναγνώριση της συμβολής του αυτής για την πρόοδο της ελληνικής θεατρικής τέχνης και παρουσίας σε διεθνές κοινό, ο Βασιλεύς Παύλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος.

Για πολλούς δε, ο θάνατός του το 1960, σηματοδότησε το τέλος μια ολοκληρης εποχής για το ελληνικό θεατρο.

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα για καλλιτέχνες που κατάγονται από την Πάτρα
Επόμενο άρθροΟ Γιάννης Δαλιανίδης και ο Νόμος 4000