Η χρυσή εποχή των ελληνικών καφέ στην Αυστραλία

oi anamniseis mas 45 1
oi anamniseis mas 45 1
Advertisement

Θαμώνες και εργαζόμενοι στα ελληνικά καφέ της Αυστραλίας κατά τις δεκαετίες απο το 30 μέχρι και το 60, θυμούνται με αγάπη τις στιγμές που πέρασαν με τους έλληνες, μέσα στα μαγαζιά τους.

Advertisement

Ο ιστορικός Λέοναρντ Ζανιζέφσκι και η φωτογράφος Έφη Αλεξάκη κυκλοφόρησαν ένα βιβλίο με τίτλο «Ελληνικά Καφέ και Μιλκ Μπαρ της Αυστραλίας» και σημειώνουν ότι τα εν λόγω καταστήματα αποδείχθηκαν ο “δούρειος ίππος” για την αμερικανοποίηση του φαγητού, των κοινωνικών και πολιτιστικών συνηθειών των Αυστραλών από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η δύο τους, βρίσκονται και πίσω από το ερευνητικό πρόγραμμα «Με τη δική τους εικόνα: Ελληνο-Αυστραλοί».

Ερευνούν το θέμα ων ελληνικών καφέ εδώ και περίπου 30 χρόνια.

Έχουν πάρει 2.000 συνεντεύξεις σε πέντε χώρες, έχουν βγάλει χιλιάδες φωτογραφίες και έχουν συλλέξει αμέτρητες ιστορικές εικόνες.

Η έκθεση τους «Πουλώντας το αμερικάνικο όνειρο: Τα ελληνικά καφέ της Αυστραλίας» άνοιξε τις πύλες της το 2008 και εκτοτε περιοδεύει σε όλη την Αυστραλία.

Να καθίσουν στα σεπαρέ και να θαυμάσουν την αμερικανική Αρτ Ντεκό αρχιτεκτονική, να απολαύσουν το εντυπωσιακό παγωτό “Αμερικανική Ομορφιά” ή να πιουν μία “αράχνη” (παγωτό μαζί με αναψυκτικό ή ανθρακούχο νερό) πριν πάνε στον διπλανό κινηματογράφο για να δουν την τελευταία ταινία από το Χόλιγουντ.

Τη δεκαετία του ’40 έγιναν δημοφιλή τα αμερικανικά χάμπουργκερ και ο Τζιμ Τσαούσης πρόσφερε στο Aussie Cafe, στην πόλη Παρκς της Νέας Νότιας Ουαλίας, «Έξτρα Σπέσιαλ Αμερικανικά Χάμπουργκερ”.
Όπως λέει η Μέρι Μακ Ντέρμοτ, που δούλευε σερβιτόρα σε αυτά τα μαγαζιά, “τα ελληνικά καφέ ήταν λίγο Χόλιγουντ, λίγο ζωή στην Αμερική… γι’ αυτό τα λέγανε Νιαγάρα, Μοντερέι, Καλιφόρνια και Γκόλντεν Γκέιτ!».

«Οι Έλληνες ήταν πολύ, πολύ καλοί με το φαγητό και το καφέ.

Κέντρα κοινωνικής δραστηριότητας 
Πραγματικά ταίριαξα καλά με τις ελληνικές οικογένειες», θυμάται η Θέλμα Πίρσον, που δούλεψε ως σερβιτόρα σε ελληνικά καφέ στο Σίδνεϊ και την αγροτική Νέα Νότια Ουαλία τη δεκαετία του’ 40.
Για τη Θέλμα, τα ελληνικά καφέ έφεραν κοντά την τοπική κοινότητα. «Ήταν το κέντρο της κοινωνικής δραστηριότητας, ένα μέρος για να φας, να μιλήσεις και να ανήκεις. Εάν ήθελες να μάθεις τα τελευταία νέα θα πήγαινες στο καφέ. Οι Έλληνες τους ήξεραν όλους και τους εξυπηρετούσαν όλους με χαμόγελο. Σε έκαναν να νιώθεις σαν το σπίτι σου-όλοι ήταν μέρος της μεγάλης εκτεταμένης οικογένειας, που ήταν η τοπική κοινότητα.

Η Τζόαν Μαργαρίτης που δούλεψε στα ελληνικά καφέ στο Κουίνσλαντ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 επισημαίνει ότι “ένιωθες σαν το σπίτι σου σε ένα ελληνικό καφέ, ήταν το κεντρικό σημείο, όπου οι άνθρωποι συναντιούνταν. ‘Θα σε συναντήσω στους Έλληνες'”, ήταν μια δημοφιλής φράση.

Η οικογένεια του Πίτερ Βενέρης είχε στην κατοχή της το καφέ Μπλου Μπερντ, στο Λοκχαρτ, στα νοτιοδυτικά της Νέας Νότιας Ουαλίας για περίπου 70 χρόνια και για τον ίδιο το καφέ ήταν το μέρος, όπου “χτυπούσε η καρδιά της πόλης”.
Σημαντικό ήταν το προσωπικό κόστος για τους ιδιοκτήτες και τις οικογένειες τους.
Η Άννα Κομινάκης, που μεγάλωσε σε ένα καφέ το ’40 και το ’50 θυμάται: «Το καφέ ήταν περισσότερο σπίτι απ’ ότι η οικία, η ζωή ήταν εκεί μέσα στο καφέ. Νομίζω το σπίτι ήταν για ύπνο. Η μαμά περνούσε περισσότερες ώρες στο καφέ απ’ ότι στο σπίτι. Οσο μεγάλωνα το μισούσα το καφέ».

«Ποτέ δεν πήγαμε διακοπές ως οικογένεια, σπάνια γιορτάζαμε γεγονότα- όλοι έπρεπε να δουλέψουν», διηγείται η Ευαγγελία Δασκαρόλης, η οικογένεια της οποίας είχε το Καφέ Πόπιουλαρ, στην Κοοταμούντρα, στη Νέα Νότια Ουαλία. Η οικογένεια της Κατερίνας Παξινός κατείχε το Ρεντ Σποτ Καφέ, στο Πορτ Αντελαΐντ, στη Νότια Αυστραλία, το ’50 και το ’60. Και αυτή ένοιωθε να την περιορίζει η υποχρέωση που είχε να βοηθήσει στο καφέ. «Ήθελα να είμαι σαν τα άλλα νέα κορίτσια, αλλά ήταν καθήκον μου να βοηθήσω».

Με μεγάλη θλίψη, ανάμεικτη με πικρία, διηγείται τη ζωή του στο Γκόλντεν Γκέιτ Καφέ, στην Κόουρα, στην Κεντροδυτική Νέα Νότια Ουαλία, ο Σέσιλ Πάρρις (Σοφοκλής Περήφανος). «Καμιά φορά νομίζω ότι συνελήφθην μόνο και μόνο για να μπορέσω να δουλέψω πίσω από τον πάγκο στο καφέ, είτε μου άρεσε, είτε όχι. Μόλις που μπορούσε να κοιτάξει πάνω από τον πάγκο και να πει ‘ναι, παρακαλώ’. «Σε ηλικία 12 ετών, ξεκίνησα να δουλεύω στο μαγαζί. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να είμαι έφηβος. Με έσπρωξαν σε μια πρόωρη ενηλικίωση».

Ωστόσο, κάποιοι Έλληνες όπως ο Τζιμ Γαβρίλης, ιδιοκτήτης του Ελίτ Καφέ, στο Δυτικό Κέμπσι, από το 1948 έως το 1983, ένιωσαν ευπρόσδεκτοι στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινότητα.

Παρόλο που τα ελληνικά καφέ εξαφανίζονται από το γαστρονομικό τοπίο της χώρας, η κοινωνικο-πολιτιστική κληρονομιά και επιρροή τους παραμένει μέρος της καθημερινότητας των Αυστραλών.

Προηγούμενο άρθροΗ Ύδρα τη δεκαετία του 50
Επόμενο άρθροΓρηγόρης Μπιθικώτσης: Ο τραγουδιστής που έκανε τον καημό του Έλληνα ψαλμό